Τὸ δὲ δημηγορεῖν χαλεπώτερον τοῦ δικάζεσθαι, εἰκότως, διότι περὶ τὸ μέλλον, ἐκεῖ δὲ περὶ τὸ γεγονός, ὃ ἐπιστητὸν ἤδη καὶ τοῖς μάντεσιν, ὡς ἔφη Ἐπιμενίδης ὁ Κρής (ἐκεῖνος γὰρ περὶ τῶν ἐσομένων οὐκ ἐμαντεύετο, ἀλλὰ περὶ τῶν γεγονότων μὲν ἀδήλων δέ), καὶ ὁ νόμος ὑπόθεσις ἐν τοῖς δικανικοῖς· ἔχοντα δὲ ἀρχὴν ῥᾷον εὑρεῖν ἀπόδειξιν. καὶ οὐκ ἔχει πολλὰς διατριβάς, οἷον πρὸς ἀντίδικον ἢ περὶ αὑτοῦ, ἢ παθητικὸν ποιεῖν, ἀλλ᾽ ἥκιστα πάντων, ἐὰν μὴ ἐξιστῇ. δεῖ οὖν ἀποροῦντα τοῦτο ποιεῖν ὅπερ οἱ Ἀθήνησι ῥήτορες ποιοῦσι καὶ Ἰσοκράτης· καὶ γὰρ συμβουλεύων κατηγορεῖ, οἷον Λακεδαιμονίων μὲν ἐν τῷ πανηγυρικῷ, Χάρητος δ᾽ ἐν τῷ συμμαχικῷ. ἐν δὲ τοῖς ἐπιδεικτικοῖς δεῖ τὸν λόγον ἐπεισοδιοῦν ἐπαίνοις, οἷον Ἰσοκράτης ποιεῖ· ἀεὶ γάρ τινα εἰσάγει. καὶ ὃ ἔλεγεν Γοργίας, ὅτι οὐχ ὑπολείπει αὐτὸν ὁ λόγος, ταὐτό ἐστιν· εἰ γὰρ Ἀχιλλέα λέγει Πηλέα ἐπαινεῖ, εἶτα Αἰακόν, εἶτα τὸν θεόν, ὁμοίως δὲ καὶ ἀνδρείαν, ἣ τὰ καὶ τὰ ποιεῖ ἢ τοιόνδε ἐστίν. ἔχοντα μὲν οὖν ἀποδείξεις καὶ ἠθικῶς λεκτέον καὶ ἀποδεικτικῶς, ἐὰν δὲ μὴ ἔχῃς ἐνθυμήματα, ἠθικῶς· καὶ μᾶλλον τῷ ἐπιεικεῖ ἁρμόττει χρηστὸν φαίνεσθαι
[1418b] ἢ τὸν λόγον ἀκριβῆ. τῶν δὲ ἐνθυμημάτων τὰ ἐλεγκτικὰ μᾶλλον εὐδοκιμεῖ τῶν δεικτικῶν, ὅτι ὅσα ἔλεγχον ποιεῖ, μᾶλλον δῆλον ὅτι συλλελόγισται· παρ᾽ ἄλληλα γὰρ μᾶλλον τἀναντία γνωρίζεται.
Τὰ δὲ πρὸς τὸν ἀντίδικον οὐχ ἕτερόν τι εἶδος, ἀλλὰ τῶν πίστεών ἐστι· ‹τῶν πίστεων δ᾽ ἐστὶ› τὰ μὲν λῦσαι ἐνστάσει τὰ δὲ συλλογισμῷ. δεῖ δὲ καὶ ἐν συμβουλῇ καὶ ἐν δίκῃ ἀρχόμενον μὲν λέγειν τὰς ἑαυτοῦ πίστεις πρότερον, ὕστερον δὲ πρὸς τἀναντία ἀπαντᾶν λύοντα καὶ προδιασύροντα. ἂν δὲ πολύχους ᾖ ἡ ἐναντίωσις, πρότερον τὰ ἐναντία, οἷον ἐποίησε Καλλίστρατος ἐν τῇ Μεσσηνιακῇ ἐκκλησίᾳ· ἃ γὰρ ἐροῦσι προανελὼν οὕτως τότε αὐτὸς εἶπεν. ὕστερον δὲ λέγοντα πρῶτον πρὸς τὸν ἐναντίον λόγον λεκτέον, λύοντα καὶ ἀντισυλλογιζόμενον, καὶ μάλιστα ἂν εὐδοκιμηκότα ᾖ· ὥσπερ γὰρ ἄνθρωπον προδιαβεβλημένον οὐ δέχεται ἡ ψυχή, τὸν αὐτὸν τρόπον οὐδὲ λόγον, ἐὰν ὁ ἐναντίος εὖ δοκῇ εἰρηκέναι. δεῖ οὖν χώραν ποιεῖν ἐν τῷ ἀκροατῇ τῷ μέλλοντι λόγῳ· ἔσται δὲ ἂν ἀνέλῃς· διὸ ἢ πρὸς πάντα ἢ τὰ μέγιστα ἢ τὰ εὐδοκιμοῦντα ἢ τὰ εὐέλεγκτα μαχεσάμενον οὕτω τὰ αὑτοῦ πιστὰ ποιητέον.
ταῖς θεαῖσι πρῶτα σύμμαχος γενήσομαι·
ἐγὼ γὰρ Ἥραν·
ἐν τούτοις ἥψατο πρῶτον τοῦ εὐηθεστάτου.
Περὶ μὲν οὖν πίστεων ταῦτα. εἰς δὲ τὸ ἦθος, ἐπειδὴ ἔνια περὶ αὑτοῦ λέγειν ἢ ἐπίφθονον ἢ μακρολογίαν ἢ ἀντιλογίαν ἔχει, καὶ περὶ ἄλλου ἢ λοιδορίαν ἢ ἀγροικίαν, ἕτερον χρὴ λέγοντα ποιεῖν, ὅπερ Ἰσοκράτης ποιεῖ ἐν τῷ Φιλίππῳ καὶ ἐν τῇ Ἀντιδόσει, καὶ ὡς Ἀρχίλοχος ψέγει· ποιεῖ γὰρ τὸν πατέρα λέγοντα περὶ τῆς θυγατρὸς ἐν τῷ ἰάμβῳ
χρημάτων δ᾽ ἄελπτον οὐθέν ἐστιν οὐδ᾽ ἀπώμοτον,
καὶ τὸν Χάρωνα τὸν τέκτονα ἐν τῷ ἰάμβῳ οὗ ἀρχὴ
οὔ μοι τὰ Γύγεω,
καὶ ὡς Σοφοκλῆς τὸν Αἵμονα ὑπὲρ τῆς Ἀντιγόνης πρὸς τὸν πατέρα ὡς λεγόντων ἑτέρων.
Δεῖ δὲ καὶ μεταβάλλειν τὰ ἐνθυμήματα καὶ γνώμας ποιεῖν ἐνίοτε, οἷον «χρὴ δὲ τὰς διαλλαγὰς ποιεῖν τοὺς νοῦν ἔχοντας εὐτυχοῦντας· οὕτω γὰρ ἂν μέγιστα πλεονεκτοῖεν,» ἐνθυμηματικῶς δὲ «εἰ γὰρ δεῖ, ὅταν ὠφελιμώταται ὦσιν καὶ πλεονεκτικώταται αἱ καταλλαγαί, τότε καταλλάττεσθαι, εὐτυχοῦντας δεῖ καταλλάττεσθαι.»
***
Το να μιλάς μπροστά στον λαό, για να τον συμβουλέψεις, είναι πιο δύσκολο από το να μιλάς στο δικαστήριο· το πράγμα είναι πολύ φυσικό, αφού το πρώτο έχει να κάνει με το μέλλον, ενώ το δεύτερο με το παρελθόν, το οποίο είναι ήδη γνωστό ακόμη και στους μάντεις, όπως έλεγε ο Κρητικός Επιμενίδης (ο οποίος δεν έκαμνε ποτέ προφητείες για το μέλλον, αλλά για πράγματα του παρελθόντος που έμεναν ακόμη άδηλα). Έπειτα, στους δικανικούς λόγους η βάση είναι ο νόμος, και αν έχει κανείς από πού να ξεκινήσει, είναι πιο εύκολο να βρει ύστερα την απόδειξη. Ο συμβουλευτικός, επίσης, ρήτορας δεν έχει τόσο συχνές αφορμές να δημιουργεί καθυστερήσεις επιμένοντας σε κάποιο ζήτημα, π.χ. για να επιτεθεί στον αντίδικό του ή να μιλήσει για τον εαυτό του ή να ξεσηκώσει κάποιο πάθος: στο είδος αυτό υπάρχουν οι λιγότερες ευκαιρίες σε σύγκριση με όλα τα είδη του ρητορικού λόγου, εκτός αν ο ρήτορας θέλει να παρασύρει τους ακροατές του μακριά από το θέμα. Πρέπει λοιπόν κανείς, όταν βρίσκεται σε αμηχανία τί να πει, να κάνει —τότε μόνο— αυτό που κάνουν οι ρήτορες στην Αθήνα, ανάμεσα τους και ο Ισοκράτης: ενώ εκφωνεί συμβουλευτικό λόγο, γίνεται κατήγορος, των Λακεδαιμονίων π.χ. στον Πανηγυρικό, του Χάρητος στον Συμμαχικό. Στους επιδεικτικούς, πάλι, λόγους πρέπει κανείς να διανθίζει τον λόγο του με επαίνους, όπως κάνει π.χ. ο Ισοκράτης, που πάντοτε, πράγματι, εισάγει κάποιο πρόσωπο. Και αυτό που συνήθιζε να λέει ο Γοργίας, ότι πάντοτε είχε κάτι να πει, αυτό ακριβώς είναι· γιατί, αν ο λόγος του είναι για τον Αχιλλέα, κάνει έναν έπαινο για τον Πηλέα, ύστερα για τον Αιακό, ύστερα για τον θεό· το ίδιο και για την ανδρεία, που κάνει αυτό και αυτό ή είναι αυτό και αυτό. Αν λοιπόν έχεις αποδείξεις, μπορείς να χρησιμοποιείς και τον λόγο που φανερώνει τον χαρακτήρα σου και τον αποδεικτικό λόγο· αν όμως δεν έχεις ενθυμήματα, τότε μόνο τον λόγο που φανερώνει τον χαρακτήρα σου. Πραγματικά, στον καλό άνθρωπο ταιριάζει πιο πολύ να κάνει φανερό τον ενάρετο χαρακτήρα του [
1418b] παρά να παρουσιάζει έναν λόγο αυστηρά λογικό. Από τα ενθυμήματα τα ελεγκτικά είναι πιο δημοφιλή από τα αποδεικτικά, για τον λόγο ότι όπου υπάρχει έλεγχος, γίνεται σε μεγαλύτερο βαθμό φανερό ότι υπήρξε συλλογιστική διεργασία· γιατί τα αντίθετα γίνονται πιο φανερά στον ακροατή, αν βρεθούν δίπλα δίπλα το ένα στο άλλο.
Η ανασκευή των επιχειρημάτων του αντιπάλου δεν είναι ένα ξεχωριστό είδος, αλλά αποτελεί μέρος των αποδείξεων — αληθινά, είναι μέρος των αποδείξεων, άλλα από τα επιχειρήματα του αντιδίκου του να τα ανασκευάσει ο ρήτορας με ένσταση και άλλα με συλλογισμό. Τόσο κατά την εκφώνηση συμβουλευτικού λόγου όσο και κατά την εκφώνηση λόγου στο δικαστήριο ο ρήτορας που μιλάει πρώτος πρέπει πρώτα να εκθέτει τα δικά του αποδεικτικά επιχειρήματα και ύστερα να «απαντάει» στα αντίπαλα επιχειρήματα ανασκευάζοντάς τα και διασύροντάς τα προκαταβολικά. Αν, ωστόσο, τα αντίθετα αυτά επιχειρήματα είναι πολλά και ποικίλα, τότε ο ρήτορας πρέπει να αρχίζει με αυτά, όπως έκανε π.χ. ο Καλλίστρατος στη συνέλευση του Μεσσηνιακού λαού: πρώτα ανασκεύασε προκαταβολικά αυτά που επρόκειτο να πουν οι άλλοι και μόνο τότε πια παρουσίασε τα δικά του επιχειρήματα. Ο ρήτορας όμως που μιλάει δεύτερος πρέπει πρώτα να απαντάει στα αντίπαλα επιχειρήματα, ανασκευάζοντάς τα και διατυπώνοντας αντίθετους συλλογισμούς, ιδίως αν τα επιχειρήματα του αντιπάλου βρήκαν μεγάλη επιδοκιμασία· γιατί όπως η ψυχή μας είναι άσχημα διατεθειμένη απέναντι σε έναν άνθρωπο εναντίον του οποίου έχουν κιόλας διατυπωθεί κατηγορίες, με τον ίδιο τρόπο και απέναντι σε έναν λόγο, αν ο λόγος του αντιπάλου έχει αφήσει καλές εντυπώσεις. Πρέπει λοιπόν ο ρήτορας να δημιουργεί μέσα στην ψυχή του ακροατή χώρο για τον λόγο που πρόκειται να ακουστεί, και αυτό θα γίνει, αν ο ρήτορας αναιρέσει τα αντίθετα επιχειρήματα· γι᾽ αυτό, αφού πρώτα πολεμήσει ή εναντίον όλων αυτών των επιχειρημάτων ή εναντίον των πιο σημαντικών ή εναντίον αυτών που έκαναν καλή εντύπωση ή εναντίον αυτών που η ανασκευή τους είναι εύκολη, τότε πια να κοιτάξει να κάνει πιστευτά τα δικά του επιχειρήματα:
πρώτα θα υπερασπιστώ τις θεές·
γιατί, για μένα, η Ήρα...·
στους στίχους αυτούς (η Εκάβη) πιάνει πρώτα το πιο απλοϊκό από τα επιχειρήματα (της Ελένης).
Αυτά για τις αποδείξεις.
Ενσχέσει, τώρα, με την παρουσίαση του χαρακτήρα: Επειδή υπάρχουν πράγματα που, αν τα πει ο ρήτορας για τον εαυτό του, μπορεί να κινήσουν τον φθόνο ή να θεωρηθούν πληκτική πολυλογία ή να ξεσηκώσουν αντιλογίες, και αν τα πει για έναν άλλον, μπορεί να αντιμετωπισθούν ως δυσφήμηση ή χωριατιά, καλύτερα να βάζει κάποιον άλλον να τα λέει, όπως κάνει ο Ισοκράτης στον Φίλιππο και στην Αντίδοση, και όπως κάνει ο Αρχίλοχος, όταν ψέγει· βάζει, πράγματι, τον πατέρα —στο γνωστό ιαμβικό του ποίημα— να λέει για την κόρη του:
Για τίποτε μην πεις πως είν᾽ αδύνατο,
μην πάρεις όρκο πως δε γίνεται·
όπως, επίσης, βάζει τον μαραγκό Χάρωνα να μιλάει στο ιαμβικό του ποίημα που αρχίζει έτσι:
Για τα πλούτη του Γύγη δε με νοιάζει καθόλου.
Έτσι και ο Σοφοκλής βάζει τον Αίμονα να υπερασπίζεται στον πατέρα του την Αντιγόνη σαν να τα λένε άλλοι.
Μερικές φορές πρέπει, επίσης, να αλλάζει κανείς τη μορφή των ενθυμημάτων και να τα κάνει γνωμικά. Παράδειγμα: «Οι μυαλωμένοι άνθρωποι πρέπει να λύνουν τις διαφορές τους με τους άλλους ανθρώπους σε στιγμές που έχουν την τύχη με το μέρος τους· γιατί τότε μπορούν να έχουν τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα». Ως ενθύμημα αυτό θα είχε τη μορφή: «Αν οι άνθρωποι πρέπει να λύνουν τις διαφορές τους με τους άλλους όταν η συμφιλίωση θα τους εξασφαλίσει τα μεγαλύτερα οφέλη και τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα, θα πρέπει να προχωρούν στη συμφιλίωση σε στιγμές που έχουν την τύχη με το μέρος τους».
[1418b] ἢ τὸν λόγον ἀκριβῆ. τῶν δὲ ἐνθυμημάτων τὰ ἐλεγκτικὰ μᾶλλον εὐδοκιμεῖ τῶν δεικτικῶν, ὅτι ὅσα ἔλεγχον ποιεῖ, μᾶλλον δῆλον ὅτι συλλελόγισται· παρ᾽ ἄλληλα γὰρ μᾶλλον τἀναντία γνωρίζεται.
Τὰ δὲ πρὸς τὸν ἀντίδικον οὐχ ἕτερόν τι εἶδος, ἀλλὰ τῶν πίστεών ἐστι· ‹τῶν πίστεων δ᾽ ἐστὶ› τὰ μὲν λῦσαι ἐνστάσει τὰ δὲ συλλογισμῷ. δεῖ δὲ καὶ ἐν συμβουλῇ καὶ ἐν δίκῃ ἀρχόμενον μὲν λέγειν τὰς ἑαυτοῦ πίστεις πρότερον, ὕστερον δὲ πρὸς τἀναντία ἀπαντᾶν λύοντα καὶ προδιασύροντα. ἂν δὲ πολύχους ᾖ ἡ ἐναντίωσις, πρότερον τὰ ἐναντία, οἷον ἐποίησε Καλλίστρατος ἐν τῇ Μεσσηνιακῇ ἐκκλησίᾳ· ἃ γὰρ ἐροῦσι προανελὼν οὕτως τότε αὐτὸς εἶπεν. ὕστερον δὲ λέγοντα πρῶτον πρὸς τὸν ἐναντίον λόγον λεκτέον, λύοντα καὶ ἀντισυλλογιζόμενον, καὶ μάλιστα ἂν εὐδοκιμηκότα ᾖ· ὥσπερ γὰρ ἄνθρωπον προδιαβεβλημένον οὐ δέχεται ἡ ψυχή, τὸν αὐτὸν τρόπον οὐδὲ λόγον, ἐὰν ὁ ἐναντίος εὖ δοκῇ εἰρηκέναι. δεῖ οὖν χώραν ποιεῖν ἐν τῷ ἀκροατῇ τῷ μέλλοντι λόγῳ· ἔσται δὲ ἂν ἀνέλῃς· διὸ ἢ πρὸς πάντα ἢ τὰ μέγιστα ἢ τὰ εὐδοκιμοῦντα ἢ τὰ εὐέλεγκτα μαχεσάμενον οὕτω τὰ αὑτοῦ πιστὰ ποιητέον.
ταῖς θεαῖσι πρῶτα σύμμαχος γενήσομαι·
ἐγὼ γὰρ Ἥραν·
ἐν τούτοις ἥψατο πρῶτον τοῦ εὐηθεστάτου.
Περὶ μὲν οὖν πίστεων ταῦτα. εἰς δὲ τὸ ἦθος, ἐπειδὴ ἔνια περὶ αὑτοῦ λέγειν ἢ ἐπίφθονον ἢ μακρολογίαν ἢ ἀντιλογίαν ἔχει, καὶ περὶ ἄλλου ἢ λοιδορίαν ἢ ἀγροικίαν, ἕτερον χρὴ λέγοντα ποιεῖν, ὅπερ Ἰσοκράτης ποιεῖ ἐν τῷ Φιλίππῳ καὶ ἐν τῇ Ἀντιδόσει, καὶ ὡς Ἀρχίλοχος ψέγει· ποιεῖ γὰρ τὸν πατέρα λέγοντα περὶ τῆς θυγατρὸς ἐν τῷ ἰάμβῳ
χρημάτων δ᾽ ἄελπτον οὐθέν ἐστιν οὐδ᾽ ἀπώμοτον,
καὶ τὸν Χάρωνα τὸν τέκτονα ἐν τῷ ἰάμβῳ οὗ ἀρχὴ
οὔ μοι τὰ Γύγεω,
καὶ ὡς Σοφοκλῆς τὸν Αἵμονα ὑπὲρ τῆς Ἀντιγόνης πρὸς τὸν πατέρα ὡς λεγόντων ἑτέρων.
Δεῖ δὲ καὶ μεταβάλλειν τὰ ἐνθυμήματα καὶ γνώμας ποιεῖν ἐνίοτε, οἷον «χρὴ δὲ τὰς διαλλαγὰς ποιεῖν τοὺς νοῦν ἔχοντας εὐτυχοῦντας· οὕτω γὰρ ἂν μέγιστα πλεονεκτοῖεν,» ἐνθυμηματικῶς δὲ «εἰ γὰρ δεῖ, ὅταν ὠφελιμώταται ὦσιν καὶ πλεονεκτικώταται αἱ καταλλαγαί, τότε καταλλάττεσθαι, εὐτυχοῦντας δεῖ καταλλάττεσθαι.»
***
Το να μιλάς μπροστά στον λαό, για να τον συμβουλέψεις, είναι πιο δύσκολο από το να μιλάς στο δικαστήριο· το πράγμα είναι πολύ φυσικό, αφού το πρώτο έχει να κάνει με το μέλλον, ενώ το δεύτερο με το παρελθόν, το οποίο είναι ήδη γνωστό ακόμη και στους μάντεις, όπως έλεγε ο Κρητικός Επιμενίδης (ο οποίος δεν έκαμνε ποτέ προφητείες για το μέλλον, αλλά για πράγματα του παρελθόντος που έμεναν ακόμη άδηλα). Έπειτα, στους δικανικούς λόγους η βάση είναι ο νόμος, και αν έχει κανείς από πού να ξεκινήσει, είναι πιο εύκολο να βρει ύστερα την απόδειξη. Ο συμβουλευτικός, επίσης, ρήτορας δεν έχει τόσο συχνές αφορμές να δημιουργεί καθυστερήσεις επιμένοντας σε κάποιο ζήτημα, π.χ. για να επιτεθεί στον αντίδικό του ή να μιλήσει για τον εαυτό του ή να ξεσηκώσει κάποιο πάθος: στο είδος αυτό υπάρχουν οι λιγότερες ευκαιρίες σε σύγκριση με όλα τα είδη του ρητορικού λόγου, εκτός αν ο ρήτορας θέλει να παρασύρει τους ακροατές του μακριά από το θέμα. Πρέπει λοιπόν κανείς, όταν βρίσκεται σε αμηχανία τί να πει, να κάνει —τότε μόνο— αυτό που κάνουν οι ρήτορες στην Αθήνα, ανάμεσα τους και ο Ισοκράτης: ενώ εκφωνεί συμβουλευτικό λόγο, γίνεται κατήγορος, των Λακεδαιμονίων π.χ. στον Πανηγυρικό, του Χάρητος στον Συμμαχικό. Στους επιδεικτικούς, πάλι, λόγους πρέπει κανείς να διανθίζει τον λόγο του με επαίνους, όπως κάνει π.χ. ο Ισοκράτης, που πάντοτε, πράγματι, εισάγει κάποιο πρόσωπο. Και αυτό που συνήθιζε να λέει ο Γοργίας, ότι πάντοτε είχε κάτι να πει, αυτό ακριβώς είναι· γιατί, αν ο λόγος του είναι για τον Αχιλλέα, κάνει έναν έπαινο για τον Πηλέα, ύστερα για τον Αιακό, ύστερα για τον θεό· το ίδιο και για την ανδρεία, που κάνει αυτό και αυτό ή είναι αυτό και αυτό. Αν λοιπόν έχεις αποδείξεις, μπορείς να χρησιμοποιείς και τον λόγο που φανερώνει τον χαρακτήρα σου και τον αποδεικτικό λόγο· αν όμως δεν έχεις ενθυμήματα, τότε μόνο τον λόγο που φανερώνει τον χαρακτήρα σου. Πραγματικά, στον καλό άνθρωπο ταιριάζει πιο πολύ να κάνει φανερό τον ενάρετο χαρακτήρα του [
1418b] παρά να παρουσιάζει έναν λόγο αυστηρά λογικό. Από τα ενθυμήματα τα ελεγκτικά είναι πιο δημοφιλή από τα αποδεικτικά, για τον λόγο ότι όπου υπάρχει έλεγχος, γίνεται σε μεγαλύτερο βαθμό φανερό ότι υπήρξε συλλογιστική διεργασία· γιατί τα αντίθετα γίνονται πιο φανερά στον ακροατή, αν βρεθούν δίπλα δίπλα το ένα στο άλλο.
Η ανασκευή των επιχειρημάτων του αντιπάλου δεν είναι ένα ξεχωριστό είδος, αλλά αποτελεί μέρος των αποδείξεων — αληθινά, είναι μέρος των αποδείξεων, άλλα από τα επιχειρήματα του αντιδίκου του να τα ανασκευάσει ο ρήτορας με ένσταση και άλλα με συλλογισμό. Τόσο κατά την εκφώνηση συμβουλευτικού λόγου όσο και κατά την εκφώνηση λόγου στο δικαστήριο ο ρήτορας που μιλάει πρώτος πρέπει πρώτα να εκθέτει τα δικά του αποδεικτικά επιχειρήματα και ύστερα να «απαντάει» στα αντίπαλα επιχειρήματα ανασκευάζοντάς τα και διασύροντάς τα προκαταβολικά. Αν, ωστόσο, τα αντίθετα αυτά επιχειρήματα είναι πολλά και ποικίλα, τότε ο ρήτορας πρέπει να αρχίζει με αυτά, όπως έκανε π.χ. ο Καλλίστρατος στη συνέλευση του Μεσσηνιακού λαού: πρώτα ανασκεύασε προκαταβολικά αυτά που επρόκειτο να πουν οι άλλοι και μόνο τότε πια παρουσίασε τα δικά του επιχειρήματα. Ο ρήτορας όμως που μιλάει δεύτερος πρέπει πρώτα να απαντάει στα αντίπαλα επιχειρήματα, ανασκευάζοντάς τα και διατυπώνοντας αντίθετους συλλογισμούς, ιδίως αν τα επιχειρήματα του αντιπάλου βρήκαν μεγάλη επιδοκιμασία· γιατί όπως η ψυχή μας είναι άσχημα διατεθειμένη απέναντι σε έναν άνθρωπο εναντίον του οποίου έχουν κιόλας διατυπωθεί κατηγορίες, με τον ίδιο τρόπο και απέναντι σε έναν λόγο, αν ο λόγος του αντιπάλου έχει αφήσει καλές εντυπώσεις. Πρέπει λοιπόν ο ρήτορας να δημιουργεί μέσα στην ψυχή του ακροατή χώρο για τον λόγο που πρόκειται να ακουστεί, και αυτό θα γίνει, αν ο ρήτορας αναιρέσει τα αντίθετα επιχειρήματα· γι᾽ αυτό, αφού πρώτα πολεμήσει ή εναντίον όλων αυτών των επιχειρημάτων ή εναντίον των πιο σημαντικών ή εναντίον αυτών που έκαναν καλή εντύπωση ή εναντίον αυτών που η ανασκευή τους είναι εύκολη, τότε πια να κοιτάξει να κάνει πιστευτά τα δικά του επιχειρήματα:
πρώτα θα υπερασπιστώ τις θεές·
γιατί, για μένα, η Ήρα...·
στους στίχους αυτούς (η Εκάβη) πιάνει πρώτα το πιο απλοϊκό από τα επιχειρήματα (της Ελένης).
Αυτά για τις αποδείξεις.
Ενσχέσει, τώρα, με την παρουσίαση του χαρακτήρα: Επειδή υπάρχουν πράγματα που, αν τα πει ο ρήτορας για τον εαυτό του, μπορεί να κινήσουν τον φθόνο ή να θεωρηθούν πληκτική πολυλογία ή να ξεσηκώσουν αντιλογίες, και αν τα πει για έναν άλλον, μπορεί να αντιμετωπισθούν ως δυσφήμηση ή χωριατιά, καλύτερα να βάζει κάποιον άλλον να τα λέει, όπως κάνει ο Ισοκράτης στον Φίλιππο και στην Αντίδοση, και όπως κάνει ο Αρχίλοχος, όταν ψέγει· βάζει, πράγματι, τον πατέρα —στο γνωστό ιαμβικό του ποίημα— να λέει για την κόρη του:
Για τίποτε μην πεις πως είν᾽ αδύνατο,
μην πάρεις όρκο πως δε γίνεται·
όπως, επίσης, βάζει τον μαραγκό Χάρωνα να μιλάει στο ιαμβικό του ποίημα που αρχίζει έτσι:
Για τα πλούτη του Γύγη δε με νοιάζει καθόλου.
Έτσι και ο Σοφοκλής βάζει τον Αίμονα να υπερασπίζεται στον πατέρα του την Αντιγόνη σαν να τα λένε άλλοι.
Μερικές φορές πρέπει, επίσης, να αλλάζει κανείς τη μορφή των ενθυμημάτων και να τα κάνει γνωμικά. Παράδειγμα: «Οι μυαλωμένοι άνθρωποι πρέπει να λύνουν τις διαφορές τους με τους άλλους ανθρώπους σε στιγμές που έχουν την τύχη με το μέρος τους· γιατί τότε μπορούν να έχουν τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα». Ως ενθύμημα αυτό θα είχε τη μορφή: «Αν οι άνθρωποι πρέπει να λύνουν τις διαφορές τους με τους άλλους όταν η συμφιλίωση θα τους εξασφαλίσει τα μεγαλύτερα οφέλη και τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα, θα πρέπει να προχωρούν στη συμφιλίωση σε στιγμές που έχουν την τύχη με το μέρος τους».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου