ἀλλ᾽ ἐγχείρει τὸν πρεσβύτην ὅ τι περ μέλλεις προδιδάσκειν,
καὶ διακίνει τὸν νοῦν αὐτοῦ καὶ τῆς γνώμης ἀποπειρῶ.
ΣΩ. ἄγε δή, κάτειπέ μοι σὺ τὸν σαυτοῦ τρόπον,
ἵν᾽ αὐτὸν εἰδὼς ὅστις ἐστὶ μηχανὰς
480 ἤδη ᾽πὶ τούτοις πρὸς σὲ καινὰς προσφέρω.
ΣΤ. τί δέ; τειχομαχεῖν μοι διανοεῖ πρὸς τῶν θεῶν;
ΣΩ. οὔκ, ἀλλὰ βραχέα σου πυθέσθαι βούλομαι.
ἦ μνημονικὸς εἶ; ΣΤ. δύο τρόπω, νὴ τὸν Δία·
ἢν μέν γ᾽ ὀφείληταί τι μοι, μνήμων πάνυ·
485 ἐὰν δ᾽ ὀφείλω σχέτλιος, ἐπιλήσμων πάνυ.
ΣΩ. ἔνεστι δῆτά σοι λέγειν ἐν τῇ φύσει;
ΣΤ. λέγειν μὲν οὐκ ἔνεστ᾽, ἀποστερεῖν δ᾽ ἔνι.
ΣΩ. πῶς οὖν δυνήσει μανθάνειν; ΣΤ. ἀμέλει, καλῶς.
ΣΩ. ἄγε νυν ὅπως, ὅταν τι προβάλω σοι σοφὸν
490 περὶ τῶν μετεώρων, εὐθέως ὑφαρπάσει.
ΣΤ. τί δαί; κυνηδὸν τὴν σοφίαν σιτήσομαι;
ΣΩ. ἅνθρωπος ἀμαθὴς οὑτοσὶ καὶ βάρβαρος.
δέδοικά σ᾽, ὦ πρεσβῦτα, μὴ πληγῶν δέει.
φέρ᾽ ἴδω, τί δρᾷς, ἤν τις σε τύπτῃ; ΣΤ. τύπτομαι,
495 ἔπειτ᾽ ἐπισχὼν ὀλίγον ἐπιμαρτύρομαι,
εἶτ᾽ αὖθις ἀκαρῆ διαλιπὼν δικάζομαι.
ΣΩ. ἴθι νυν, κατάθου θοἰμάτιον. ΣΤ. ἠδίκηκά τι;
ΣΩ. οὔκ, ἀλλὰ γυμνοὺς εἰσιέναι νομίζεται.
ΣΤ. ἀλλ᾽ οὐχὶ φωράσων ἔγωγ᾽ εἰσέρχομαι.
500 ΣΩ. κατάθου. τί ληρεῖς; ΣΤ. εἰπὲ δή νυν μοι τοδί·
ἢν ἐπιμελὴς ὦ καὶ προθύμως μανθάνω,
τῷ τῶν μαθητῶν ἐμφερὴς γενήσομαι;
ΣΩ. οὐδὲν διοίσεις Χαιρεφῶντος τὴν φύσιν.
ΣΤ. οἴμοι κακοδαίμων, ἡμιθνὴς γενήσομαι.
505 ΣΩ. οὐ μὴ λαλήσεις, ἀλλ᾽ ἀκολουθήσεις ἐμοὶ
ἁνύσας τι δευρὶ θᾶττον. ΣΤ. εἰς τὼ χεῖρέ νυν
δός μοι μελιτοῦτταν πρότερον· ὡς δέδοικ᾽ ἐγὼ
εἴσω καταβαίνων ὥσπερ εἰς Τροφωνίου.
ΣΩ. χώρει· τί κυπτάζεις ἔχων περὶ τὴν θύραν;
***
ΚΟΡ., στο Σωκράτη.
Μια μικρή εισαγωγή στα μαθήματα εσύ,
που θα κάμεις στο γέρο, ν᾽ αρχίσεις·
κρίση αν έχει δοκίμασε τώρα να δεις,
και το νου του καλά βυθομέτρα.
ΣΩΚ. Η ψυχοσύνθεσή σου πες μου ποιά είναι,
να την ξέρω, κι ανάλογα μ᾽ εκείνη
480 καινούριες μηχανές να δοκιμάσω.
ΣΤΡ. Τί; Μηχανές! Τειχομαχία μού στήνεις;
ΣΩΚ. Κάτι ερωτήσεις μόνο θα σου κάμω.
Έχεις μνημονικό; ΣΤΡ. Μα, κι έχω και όχι·
αν μου χρωστούν, έχω μεγάλη μνήμη,
αλλ᾽ αν εγώ χρωστώ, είμαι ξεχασιάρης.
ΣΩΚ. Έχεις στο λέγειν έμφυτην ευχέρεια;
ΣΤΡ. Όχι, μα για το σούφρωμα έχω χέρια.
ΣΩΚ. Και πώς θα μάθεις; ΣΤΡ. Φίνα· μη σε νοιάζει.
ΣΩΚ. Θέμα αστρονομικό θα σου προβάλω
490 κι έχε το νου σου αμέσως να τ᾽ αρπάξεις.
ΣΤΡ. Τί; Σα σκυλί θα χάφτω τη σοφία;
ΣΩΚ. Α, τούτος είναι βάρβαρος, χωριάτης.
Φοβούμαι, γέρο, μήπως θέλεις ξύλο.
Τί κάνεις σα σου δίνουν ξύλο; ΣΤΡ. Πρώτα
τις τρώγω· μάρτυρα έπειτα φωνάζω
κι ευθύς, σε λίγο, μήνυση υποβάλλω.
ΣΩΚ., ευχαριστημένος από την απάντηση.
Καλά, βγάλε το ρούχο σου.
ΣΤΡ., νομίζοντας πως θα τον δείρει.
Έχω φταίξει;
ΣΩΚ. Εδώ μπαίνουν γυμνοί· ο κανόνας τέτοιος.
ΣΤΡ. Μα εγώ δεν πάω να ψάξω για κλεψίμια.
500 ΣΩΚ. Άσε τις σάχλες· γδύσου. ΣΤΡ. Πες μου τώρα·
μελετηρός και πρόθυμος αν είμαι,
σε ποιό σας μαθητή θα μοιάσω τάχα;
ΣΩΚ. Χαιρεφώντας ολόφτυστος θα γίνεις.
ΣΤΡ. Αχ, μισοπεθαμένος θα ᾽μαι ο δόλιος.
ΣΩΚ. Άσε τα λόγια κι ακολούθησέ με
από δω· μην αργείς. ΣΤΡ. Μια τηγανίτα
με μέλι δώσ᾽ μου πρώτα να κρατάω·
γιατί φοβούμαι· λέω πως κατεβαίνω
μες στο άντρο του μαντείου του Τροφωνίου.
ΣΩΚ. Προχώρα· τί διστάζεις μπρος στην πόρτα;
Μπαίνουν κι οι δυο στο σπουδαστήριο.
καὶ διακίνει τὸν νοῦν αὐτοῦ καὶ τῆς γνώμης ἀποπειρῶ.
ΣΩ. ἄγε δή, κάτειπέ μοι σὺ τὸν σαυτοῦ τρόπον,
ἵν᾽ αὐτὸν εἰδὼς ὅστις ἐστὶ μηχανὰς
480 ἤδη ᾽πὶ τούτοις πρὸς σὲ καινὰς προσφέρω.
ΣΤ. τί δέ; τειχομαχεῖν μοι διανοεῖ πρὸς τῶν θεῶν;
ΣΩ. οὔκ, ἀλλὰ βραχέα σου πυθέσθαι βούλομαι.
ἦ μνημονικὸς εἶ; ΣΤ. δύο τρόπω, νὴ τὸν Δία·
ἢν μέν γ᾽ ὀφείληταί τι μοι, μνήμων πάνυ·
485 ἐὰν δ᾽ ὀφείλω σχέτλιος, ἐπιλήσμων πάνυ.
ΣΩ. ἔνεστι δῆτά σοι λέγειν ἐν τῇ φύσει;
ΣΤ. λέγειν μὲν οὐκ ἔνεστ᾽, ἀποστερεῖν δ᾽ ἔνι.
ΣΩ. πῶς οὖν δυνήσει μανθάνειν; ΣΤ. ἀμέλει, καλῶς.
ΣΩ. ἄγε νυν ὅπως, ὅταν τι προβάλω σοι σοφὸν
490 περὶ τῶν μετεώρων, εὐθέως ὑφαρπάσει.
ΣΤ. τί δαί; κυνηδὸν τὴν σοφίαν σιτήσομαι;
ΣΩ. ἅνθρωπος ἀμαθὴς οὑτοσὶ καὶ βάρβαρος.
δέδοικά σ᾽, ὦ πρεσβῦτα, μὴ πληγῶν δέει.
φέρ᾽ ἴδω, τί δρᾷς, ἤν τις σε τύπτῃ; ΣΤ. τύπτομαι,
495 ἔπειτ᾽ ἐπισχὼν ὀλίγον ἐπιμαρτύρομαι,
εἶτ᾽ αὖθις ἀκαρῆ διαλιπὼν δικάζομαι.
ΣΩ. ἴθι νυν, κατάθου θοἰμάτιον. ΣΤ. ἠδίκηκά τι;
ΣΩ. οὔκ, ἀλλὰ γυμνοὺς εἰσιέναι νομίζεται.
ΣΤ. ἀλλ᾽ οὐχὶ φωράσων ἔγωγ᾽ εἰσέρχομαι.
500 ΣΩ. κατάθου. τί ληρεῖς; ΣΤ. εἰπὲ δή νυν μοι τοδί·
ἢν ἐπιμελὴς ὦ καὶ προθύμως μανθάνω,
τῷ τῶν μαθητῶν ἐμφερὴς γενήσομαι;
ΣΩ. οὐδὲν διοίσεις Χαιρεφῶντος τὴν φύσιν.
ΣΤ. οἴμοι κακοδαίμων, ἡμιθνὴς γενήσομαι.
505 ΣΩ. οὐ μὴ λαλήσεις, ἀλλ᾽ ἀκολουθήσεις ἐμοὶ
ἁνύσας τι δευρὶ θᾶττον. ΣΤ. εἰς τὼ χεῖρέ νυν
δός μοι μελιτοῦτταν πρότερον· ὡς δέδοικ᾽ ἐγὼ
εἴσω καταβαίνων ὥσπερ εἰς Τροφωνίου.
ΣΩ. χώρει· τί κυπτάζεις ἔχων περὶ τὴν θύραν;
***
ΚΟΡ., στο Σωκράτη.
Μια μικρή εισαγωγή στα μαθήματα εσύ,
που θα κάμεις στο γέρο, ν᾽ αρχίσεις·
κρίση αν έχει δοκίμασε τώρα να δεις,
και το νου του καλά βυθομέτρα.
ΣΩΚ. Η ψυχοσύνθεσή σου πες μου ποιά είναι,
να την ξέρω, κι ανάλογα μ᾽ εκείνη
480 καινούριες μηχανές να δοκιμάσω.
ΣΤΡ. Τί; Μηχανές! Τειχομαχία μού στήνεις;
ΣΩΚ. Κάτι ερωτήσεις μόνο θα σου κάμω.
Έχεις μνημονικό; ΣΤΡ. Μα, κι έχω και όχι·
αν μου χρωστούν, έχω μεγάλη μνήμη,
αλλ᾽ αν εγώ χρωστώ, είμαι ξεχασιάρης.
ΣΩΚ. Έχεις στο λέγειν έμφυτην ευχέρεια;
ΣΤΡ. Όχι, μα για το σούφρωμα έχω χέρια.
ΣΩΚ. Και πώς θα μάθεις; ΣΤΡ. Φίνα· μη σε νοιάζει.
ΣΩΚ. Θέμα αστρονομικό θα σου προβάλω
490 κι έχε το νου σου αμέσως να τ᾽ αρπάξεις.
ΣΤΡ. Τί; Σα σκυλί θα χάφτω τη σοφία;
ΣΩΚ. Α, τούτος είναι βάρβαρος, χωριάτης.
Φοβούμαι, γέρο, μήπως θέλεις ξύλο.
Τί κάνεις σα σου δίνουν ξύλο; ΣΤΡ. Πρώτα
τις τρώγω· μάρτυρα έπειτα φωνάζω
κι ευθύς, σε λίγο, μήνυση υποβάλλω.
ΣΩΚ., ευχαριστημένος από την απάντηση.
Καλά, βγάλε το ρούχο σου.
ΣΤΡ., νομίζοντας πως θα τον δείρει.
Έχω φταίξει;
ΣΩΚ. Εδώ μπαίνουν γυμνοί· ο κανόνας τέτοιος.
ΣΤΡ. Μα εγώ δεν πάω να ψάξω για κλεψίμια.
500 ΣΩΚ. Άσε τις σάχλες· γδύσου. ΣΤΡ. Πες μου τώρα·
μελετηρός και πρόθυμος αν είμαι,
σε ποιό σας μαθητή θα μοιάσω τάχα;
ΣΩΚ. Χαιρεφώντας ολόφτυστος θα γίνεις.
ΣΤΡ. Αχ, μισοπεθαμένος θα ᾽μαι ο δόλιος.
ΣΩΚ. Άσε τα λόγια κι ακολούθησέ με
από δω· μην αργείς. ΣΤΡ. Μια τηγανίτα
με μέλι δώσ᾽ μου πρώτα να κρατάω·
γιατί φοβούμαι· λέω πως κατεβαίνω
μες στο άντρο του μαντείου του Τροφωνίου.
ΣΩΚ. Προχώρα· τί διστάζεις μπρος στην πόρτα;
Μπαίνουν κι οι δυο στο σπουδαστήριο.