195 ΑΛ. πῶς δῆτά φησ᾽ ὁ χρησμός; ΟΙ. Α’ εὖ νὴ τοὺς θεοὺς
καὶ ποικίλως πως καὶ σοφῶς ᾐνιγμένος·
ἀλλ᾽ ὁπόταν μάρψῃ βυρσαίετος ἀγκυλοχήλης
γαμφηλῇσι δράκοντα κοάλεμον αἱματοπώτην,
δὴ τότε Παφλαγόνων μὲν ἀπόλλυται ἡ σκοροδάλμη,
200 κοιλιοπώλῃσιν δὲ θεὸς μέγα κῦδος ὀπάζει,
αἴ κα μὴ πωλεῖν ἀλλᾶντας μᾶλλον ἕλωνται.
ΑΛ. πῶς οὖν πρὸς ἐμὲ ταῦτ᾽ ἐστίν; ἀναδίδασκέ με.
ΟΙ. Α’ βυρσαίετος μὲν ὁ Παφλαγών ἐσθ᾽ οὑτοσί.
ΑΛ. τί δ᾽ ἀγκυλοχήλης ἐστίν; ΟΙ. Α’ αὐτό που λέγει,
205 ὅτι ἀγκύλαις ταῖς χερσὶν ἁρπάζων φέρει.
ΑΛ. ὁ δράκων δὲ πρὸς τί; ΟΙ. Α’ τοῦτο περιφανέστατον.
ὁ δράκων γάρ ἐστι μακρὸν ὅ τ᾽ ἀλλᾶς αὖ μακρόν·
εἶθ᾽ αἱματοπώτης ἔσθ᾽ ὅ τ᾽ ἀλλᾶς χὠ δράκων.
τὸν οὖν δράκοντά φησι τὸν βυρσαίετον
210 ἤδη κρατήσειν, αἴ κα μὴ θαλφθῇ λόγοις.
ΑΛ. τὰ μὲν λόγι᾽ αἰκάλλει με· θαυμάζω δ᾽ ὅπως
τὸν δῆμον οἷός τ᾽ ἐπιτροπεύειν εἴμ᾽ ἐγώ.
ΟΙ. Α’ φαυλότατον ἔργον· ταῦθ᾽ ἅπερ ποεῖς πόει·
τάραττε καὶ χόρδευ᾽ ὁμοῦ τὰ πράγματα
215 ἅπαντα, καὶ τὸν δῆμον ἀεὶ προσποιοῦ
ὑπογλυκαίνων ῥηματίοις μαγειρικοῖς.
τὰ δ᾽ ἄλλα σοι πρόσεστι δημαγωγικά,
φωνὴ μιαρά, γέγονας κακῶς, ἀγοραῖος εἶ·
ἔχεις ἅπαντα πρὸς πολιτείαν ἃ δεῖ·
220 χρησμοί τε συμβαίνουσι καὶ τὸ Πυθικόν.
ἀλλὰ στεφανοῦ καὶ σπένδε τῷ Κοαλέμῳ·
χὤπως ἀμυνεῖ τὸν ἄνδρα. ΑΛ. καὶ τίς ξύμμαχος
γενήσεταί μοι; καὶ γὰρ οἵ τε πλούσιοι
δεδίασιν αὐτὸν ὅ τε πένης βδύλλει λεώς.
225 ΟΙ. Α’ ἀλλ᾽ εἰσὶν ἱππῆς ἄνδρες ἀγαθοὶ χίλιοι
μισοῦντες αὐτόν, οἳ βοηθήσουσί σοι,
καὶ τῶν πολιτῶν οἱ καλοί τε κἀγαθοί.
καὶ τῶν θεατῶν ὅστις ἐστὶ δεξιός,
κἀγὼ μετ᾽ αὐτῶν χὠ θεὸς ξυλλήψεται.
230 καὶ μὴ δέδιθ᾽· οὐ γάρ ἐστιν ἐξῃκασμένος·
ὑπὸ τοῦ δέους γὰρ αὐτὸν οὐδεὶς ἤθελεν
τῶν σκευοποιῶν εἰκάσαι. πάντως γε μὴν
γνωσθήσεται· τὸ γὰρ θέατρον δεξιόν.
ΟΙ. Β’ οἴμοι κακοδαίμων, ὁ Παφλαγὼν ἐξέρχεται.
ΠΑΦΛΑΓΩΝ
235 οὔτοι μὰ τοὺς δώδεκα θεοὺς χαιρήσετον,
ὁτιὴ ᾽πὶ τῷ δήμῳ ξυνόμνυτον πάλαι.
τουτὶ τί δρᾷ τὸ Χαλκιδικὸν ποτήριον;
οὐκ ἔσθ᾽ ὅπως οὐ Χαλκιδέας ἀφίστατον.
ἀπολεῖσθον, ἀποθανεῖσθον, ὦ μιαρωτάτω.
240 ΟΙ. Α’ οὗτος, τί φεύγεις; οὐ μενεῖς; ὦ γεννάδα
ἀλλαντοπῶλα μὴ προδῷς τὰ πράγματα.
***
ΑΛΛ. Λοιπόν, πώς τα λένε οι χρησμοί;
ΠΡ. Δ. Όμορφα, μά τους θεούς και περίτεχνα και με σοφούς υπαινιγμούς:
«Μα τη στιγμή που ο βυρσαϊτός, ο τσεγκελονυχάτος,
μαγκώσει με το ράμφος του το φίδαρο το τέρας
τον ματοπότη κουτεντέ, χάθηκε, τότε, πάει
των Παφλαγόνων ολονών η σκορδοσαλαμούρα·
[200] δόξα λαμπρή τότ᾽ ο θεός βδοκά στους πατσατζήδες,
αν θα δεχτούν να κλείσουνε τα πατσατζίδικά τους».
ΑΛΛ. Κι από πού κι ως πού τούτα δα έχουν να κάνουν με μένα; Γιά καν᾽ τα μου λιανά.
ΠΡ. Δ. Βυρσαϊτός βέβαια είναι ο Παφλαγόνας (χειρονομία προς το σπίτι) από δω.
ΑΛΛ. Και γιατί τον λεν τσεγκελονυχάτο;
ΠΡ. Δ. Το λέει από μόνο του — επειδή αρπάζει με το γαντζόχερό του και κάνει τη μπάζα του.
ΑΛΛ. Κι ο φίδαρος τί δουλειά έχει;
ΠΡ. Δ. Αυτό είναι φως φανάρι. Ο φίδαρος δεν είναι μακρουλός; Ε και τα λουκάνικα είναι μακρουλά. Τέλος και τα λουκάνικα κι ο φίδαρος ρουφάν αίμα. Λοιπόν, ο χρησμός λέει ότι ο φίδαρος
[210] θα βάλει κάτω τον βυρσαετό, φτάνει να μη τον τυλίξουν με λόγια πλανερά.
ΑΛΛ. Πάει καλά, μου καλαρέσουν οι χρησμοί. Μόνο δεν χωρά στο μυαλό μου πώς θα τα βγάζω πέρα με τη διακυβέρνηση του λαού.
ΠΡ. Δ. Χαρά στο πράμα· τί κάνεις κάθε μέρα; συνέχισε την ίδια δουλειά: πάρε στα χέρια σου όλες τις υποθέσεις, δώσ᾽ τους κοπάνισμα κι ανακάτεμα· πάρε τον λαό με το μέρος σου γλυκαίνοντάς τον με λόγια που βγαίνουν από καλή κουζίνα. Κι έχεις όλα τ᾽ άλλα χαρίσματα του δημαγωγού: φωνή που φέρνει αναγούλα, σόι ξεφτιλισμένο, παιδί της πιάτσας. Δεν σου λείπει τίποτα απ᾽ ό,τι χρειάζεται για να κυβερνάς την πόλη.
[220] Κι ακόμα οι χρησμοί και της Πυθίας τα μαντέματα σου έρχονται γάντι. Μπρος λοιπόν, στολίσου με στεφάνια και κάνε σπονδή στον θεό της Χοντροκεφαλιάς. Μόνο προσοχή, πώς θα τα βγάλεις πέρα με τον άνθρωπό μας.
ΑΛΛ. Και θα ᾽χω κανέναν σύμμαχο; Γιατί οι πλούσιοι τον τρέμουν κι η φτωχολογιά κλάνει πατάτες απ᾽ τον φόβο της.
ΠΡ. Δ. Ναι, αλλά έχουμε χίλιους λεβέντες ιππείς που τον μισούν και θα σε βοηθήσουν, όπως και οι τίμιοι και άξιοι πολίτες, κι από τους θεατές όσοι είναι ανοιχτομάτες, κι εγώ από κοντά — θα βάλει το χεράκι του κι ο Απόλλωνας.
[230] Και μη φοβάσαι· γιατί δεν θα εμφανιστεί με μάσκα που του μοιάζει, καθώς κανείς σκηνογράφος δεν δέχτηκε να την κατασκευάσει. Βέβαια και μ᾽ όλ᾽ αυτά οι θεατές θα τον αναγνωρίσουν· γιατί είναι ανοιχτομάτες.
ΔΕ. Δ. (Η φωνή του ακούεται από μέσα). Κακό που μας βρήκε! βγαίνει ο Παφλαγόνας!
ΠΑΦΛΑΓΟΝΑΣ
Μά τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου, δεν θα σας βγει σε καλό η συνωμοσία που από καιρό οργανώνετε ενάντια στη δημοκρατία. Τί δουλειά έχει εδώ τούτο το χαλκιδιώτικο ποτήρι; Το δίχως άλλο ξεσηκώνετε σε αποστασία τους Χαλκιδιώτες. Ρε παλιοκαθάρματα, ρε θα πάτε στα κομμάτια, θα πεθάνετε. (Ο Αλλαντοπώλης, πανικόβλητος, πάει να εγκαταλείψει βιαστικά τη σκηνή).
ΠΡ. Δ. (Στον Αλλαντοπώλη:)
[240] Φίλε, γιατί το ᾽βαλες στα πόδια; Μείνε στη θέση σου. Αρχοντογεννημένε πατσατζή, μη προδίνεις τις εθνικές υποθέσεις.
καὶ ποικίλως πως καὶ σοφῶς ᾐνιγμένος·
ἀλλ᾽ ὁπόταν μάρψῃ βυρσαίετος ἀγκυλοχήλης
γαμφηλῇσι δράκοντα κοάλεμον αἱματοπώτην,
δὴ τότε Παφλαγόνων μὲν ἀπόλλυται ἡ σκοροδάλμη,
200 κοιλιοπώλῃσιν δὲ θεὸς μέγα κῦδος ὀπάζει,
αἴ κα μὴ πωλεῖν ἀλλᾶντας μᾶλλον ἕλωνται.
ΑΛ. πῶς οὖν πρὸς ἐμὲ ταῦτ᾽ ἐστίν; ἀναδίδασκέ με.
ΟΙ. Α’ βυρσαίετος μὲν ὁ Παφλαγών ἐσθ᾽ οὑτοσί.
ΑΛ. τί δ᾽ ἀγκυλοχήλης ἐστίν; ΟΙ. Α’ αὐτό που λέγει,
205 ὅτι ἀγκύλαις ταῖς χερσὶν ἁρπάζων φέρει.
ΑΛ. ὁ δράκων δὲ πρὸς τί; ΟΙ. Α’ τοῦτο περιφανέστατον.
ὁ δράκων γάρ ἐστι μακρὸν ὅ τ᾽ ἀλλᾶς αὖ μακρόν·
εἶθ᾽ αἱματοπώτης ἔσθ᾽ ὅ τ᾽ ἀλλᾶς χὠ δράκων.
τὸν οὖν δράκοντά φησι τὸν βυρσαίετον
210 ἤδη κρατήσειν, αἴ κα μὴ θαλφθῇ λόγοις.
ΑΛ. τὰ μὲν λόγι᾽ αἰκάλλει με· θαυμάζω δ᾽ ὅπως
τὸν δῆμον οἷός τ᾽ ἐπιτροπεύειν εἴμ᾽ ἐγώ.
ΟΙ. Α’ φαυλότατον ἔργον· ταῦθ᾽ ἅπερ ποεῖς πόει·
τάραττε καὶ χόρδευ᾽ ὁμοῦ τὰ πράγματα
215 ἅπαντα, καὶ τὸν δῆμον ἀεὶ προσποιοῦ
ὑπογλυκαίνων ῥηματίοις μαγειρικοῖς.
τὰ δ᾽ ἄλλα σοι πρόσεστι δημαγωγικά,
φωνὴ μιαρά, γέγονας κακῶς, ἀγοραῖος εἶ·
ἔχεις ἅπαντα πρὸς πολιτείαν ἃ δεῖ·
220 χρησμοί τε συμβαίνουσι καὶ τὸ Πυθικόν.
ἀλλὰ στεφανοῦ καὶ σπένδε τῷ Κοαλέμῳ·
χὤπως ἀμυνεῖ τὸν ἄνδρα. ΑΛ. καὶ τίς ξύμμαχος
γενήσεταί μοι; καὶ γὰρ οἵ τε πλούσιοι
δεδίασιν αὐτὸν ὅ τε πένης βδύλλει λεώς.
225 ΟΙ. Α’ ἀλλ᾽ εἰσὶν ἱππῆς ἄνδρες ἀγαθοὶ χίλιοι
μισοῦντες αὐτόν, οἳ βοηθήσουσί σοι,
καὶ τῶν πολιτῶν οἱ καλοί τε κἀγαθοί.
καὶ τῶν θεατῶν ὅστις ἐστὶ δεξιός,
κἀγὼ μετ᾽ αὐτῶν χὠ θεὸς ξυλλήψεται.
230 καὶ μὴ δέδιθ᾽· οὐ γάρ ἐστιν ἐξῃκασμένος·
ὑπὸ τοῦ δέους γὰρ αὐτὸν οὐδεὶς ἤθελεν
τῶν σκευοποιῶν εἰκάσαι. πάντως γε μὴν
γνωσθήσεται· τὸ γὰρ θέατρον δεξιόν.
ΟΙ. Β’ οἴμοι κακοδαίμων, ὁ Παφλαγὼν ἐξέρχεται.
ΠΑΦΛΑΓΩΝ
235 οὔτοι μὰ τοὺς δώδεκα θεοὺς χαιρήσετον,
ὁτιὴ ᾽πὶ τῷ δήμῳ ξυνόμνυτον πάλαι.
τουτὶ τί δρᾷ τὸ Χαλκιδικὸν ποτήριον;
οὐκ ἔσθ᾽ ὅπως οὐ Χαλκιδέας ἀφίστατον.
ἀπολεῖσθον, ἀποθανεῖσθον, ὦ μιαρωτάτω.
240 ΟΙ. Α’ οὗτος, τί φεύγεις; οὐ μενεῖς; ὦ γεννάδα
ἀλλαντοπῶλα μὴ προδῷς τὰ πράγματα.
***
ΑΛΛ. Λοιπόν, πώς τα λένε οι χρησμοί;
ΠΡ. Δ. Όμορφα, μά τους θεούς και περίτεχνα και με σοφούς υπαινιγμούς:
«Μα τη στιγμή που ο βυρσαϊτός, ο τσεγκελονυχάτος,
μαγκώσει με το ράμφος του το φίδαρο το τέρας
τον ματοπότη κουτεντέ, χάθηκε, τότε, πάει
των Παφλαγόνων ολονών η σκορδοσαλαμούρα·
[200] δόξα λαμπρή τότ᾽ ο θεός βδοκά στους πατσατζήδες,
αν θα δεχτούν να κλείσουνε τα πατσατζίδικά τους».
ΑΛΛ. Κι από πού κι ως πού τούτα δα έχουν να κάνουν με μένα; Γιά καν᾽ τα μου λιανά.
ΠΡ. Δ. Βυρσαϊτός βέβαια είναι ο Παφλαγόνας (χειρονομία προς το σπίτι) από δω.
ΑΛΛ. Και γιατί τον λεν τσεγκελονυχάτο;
ΠΡ. Δ. Το λέει από μόνο του — επειδή αρπάζει με το γαντζόχερό του και κάνει τη μπάζα του.
ΑΛΛ. Κι ο φίδαρος τί δουλειά έχει;
ΠΡ. Δ. Αυτό είναι φως φανάρι. Ο φίδαρος δεν είναι μακρουλός; Ε και τα λουκάνικα είναι μακρουλά. Τέλος και τα λουκάνικα κι ο φίδαρος ρουφάν αίμα. Λοιπόν, ο χρησμός λέει ότι ο φίδαρος
[210] θα βάλει κάτω τον βυρσαετό, φτάνει να μη τον τυλίξουν με λόγια πλανερά.
ΑΛΛ. Πάει καλά, μου καλαρέσουν οι χρησμοί. Μόνο δεν χωρά στο μυαλό μου πώς θα τα βγάζω πέρα με τη διακυβέρνηση του λαού.
ΠΡ. Δ. Χαρά στο πράμα· τί κάνεις κάθε μέρα; συνέχισε την ίδια δουλειά: πάρε στα χέρια σου όλες τις υποθέσεις, δώσ᾽ τους κοπάνισμα κι ανακάτεμα· πάρε τον λαό με το μέρος σου γλυκαίνοντάς τον με λόγια που βγαίνουν από καλή κουζίνα. Κι έχεις όλα τ᾽ άλλα χαρίσματα του δημαγωγού: φωνή που φέρνει αναγούλα, σόι ξεφτιλισμένο, παιδί της πιάτσας. Δεν σου λείπει τίποτα απ᾽ ό,τι χρειάζεται για να κυβερνάς την πόλη.
[220] Κι ακόμα οι χρησμοί και της Πυθίας τα μαντέματα σου έρχονται γάντι. Μπρος λοιπόν, στολίσου με στεφάνια και κάνε σπονδή στον θεό της Χοντροκεφαλιάς. Μόνο προσοχή, πώς θα τα βγάλεις πέρα με τον άνθρωπό μας.
ΑΛΛ. Και θα ᾽χω κανέναν σύμμαχο; Γιατί οι πλούσιοι τον τρέμουν κι η φτωχολογιά κλάνει πατάτες απ᾽ τον φόβο της.
ΠΡ. Δ. Ναι, αλλά έχουμε χίλιους λεβέντες ιππείς που τον μισούν και θα σε βοηθήσουν, όπως και οι τίμιοι και άξιοι πολίτες, κι από τους θεατές όσοι είναι ανοιχτομάτες, κι εγώ από κοντά — θα βάλει το χεράκι του κι ο Απόλλωνας.
[230] Και μη φοβάσαι· γιατί δεν θα εμφανιστεί με μάσκα που του μοιάζει, καθώς κανείς σκηνογράφος δεν δέχτηκε να την κατασκευάσει. Βέβαια και μ᾽ όλ᾽ αυτά οι θεατές θα τον αναγνωρίσουν· γιατί είναι ανοιχτομάτες.
ΔΕ. Δ. (Η φωνή του ακούεται από μέσα). Κακό που μας βρήκε! βγαίνει ο Παφλαγόνας!
ΠΑΦΛΑΓΟΝΑΣ
Μά τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου, δεν θα σας βγει σε καλό η συνωμοσία που από καιρό οργανώνετε ενάντια στη δημοκρατία. Τί δουλειά έχει εδώ τούτο το χαλκιδιώτικο ποτήρι; Το δίχως άλλο ξεσηκώνετε σε αποστασία τους Χαλκιδιώτες. Ρε παλιοκαθάρματα, ρε θα πάτε στα κομμάτια, θα πεθάνετε. (Ο Αλλαντοπώλης, πανικόβλητος, πάει να εγκαταλείψει βιαστικά τη σκηνή).
ΠΡ. Δ. (Στον Αλλαντοπώλη:)
[240] Φίλε, γιατί το ᾽βαλες στα πόδια; Μείνε στη θέση σου. Αρχοντογεννημένε πατσατζή, μη προδίνεις τις εθνικές υποθέσεις.