ΧΟ. σμικρὸν δ᾽ ὑποθέσθαι τοῖς κριταῖσι βούλομαι·
1155 τοῖς σοφοῖς μὲν τῶν σοφῶν μεμνημένοις κρίνειν ἐμέ,
τοῖς γελῶσι δ᾽ ἡδέως διὰ τὸν γέλων κρίνειν ἐμέ.
σχεδὸν ἅπαντας οὖν κελεύω δηλαδὴ κρίνειν ἐμέ,
μηδὲ τὸν κλῆρον γενέσθαι μηδὲν ἡμῖν αἴτιον,
ὅτι προείληχ᾽. ἀλλὰ πάντα ταῦτα χρὴ μεμνημένους
1160 μὴ ᾽πιορκεῖν ἀλλὰ κρίνειν τοὺς χοροὺς ὀρθῶς ἀεί,
μηδὲ ταῖς κακαῖς ἑταίραις τὸν τρόπον προσεικέναι,
αἳ μόνον μνήμην ἔχουσι τῶν τελευταίων ἀεί.
ΘΕ. ὦ, ὦ, ὥρα
δή, φίλαι γυναῖκες, εἴπερ μέλλομεν τὸ χρῆμα δρᾶν,
1165 ἐπὶ τὸ δεῖπνον ὑπανακινεῖν. Κρητικῶς οὖν τὼ πόδε
καὶ σὺ κίνει. ΒΛ. τοῦτο δρῶ. ΘΕ. καὶ τάσδε νῦν λαγαρὰς ‹ἄγαν›
‹ταχὺ χορείας ὄρσον ὑπάγειν› τοῖν σκελίσκοιν τὸν ῥυθμόν.
τάχα γὰρ ἔπεισι
λεπαδοτεμαχοσελαχογαλεο-
1170 κρανιολειψανοδριμυποτριμματο-
σιλφιοτυρομελιτοκατακεχυμενο-
κιχλεπικοσσυφοφαττοπεριστερα-
λεκτρυονοπτοκεφαλιοκιγκλοπε-
λειολαγῳοσιραιοβαφητραγα-
1175 νοπτερυγών. σὺ δὲ ταῦτ᾽ ἀκροασάμε-
νος ταχέως ταχέως λαβὲ τρύβλιον·
εἶτα κόνισαι λαβὼν
λέκιθον, ἵν᾽ ἐπιδειπνῇς.
ΒΛ. ἀλλὰ λαιμάττουσί που.
1180 ΧΟ. αἴρεσθ᾽ ἄνω, ἰαὶ ἰαί.
δειπνήσομεν, εὐοῖ, εὐαῖ,
εὐαῖ, ὡς ἐπὶ νίκῃ·
εὐαῖ, εὐαῖ, εὐαῖ, εὐαῖ.
***
ΚΟΡ. (στους θεατές)
Θέλω τώρα δυο λογάκια στους κριτές να μολοήσω.
Οι σοφοί τ᾽ άξια σοφά μου να θυμούνται και να κρίνουν.
Με το γέλιο που γελάσαν, να με βγάλουν νικητή.
Σα να λέμε θέλω απ᾽ όλους να μου δώσουν το στεφάνι
μήτε να με βλάψει ο κλήρος που ᾽βγαλεν εμένα πρώτον
να κριθώ. Και μην ξεχνάτε όσα καλά σάς έχω κάνει.
Μην πατήσετε τον όρκο του κριτή που ᾽χετε δώσει,
1160 μα να κρίνετε σωστά και δίκια τους χορούς μας, φίλοι.
Και μην κάνετε ό,τι κάνουν οι κοκότες, που θυμούνται
απ᾽ τους αγαπητικούς των μοναχά τον τελευταίο.
ΥΠΗ. Χοπ! και χοπ! Είναι καιρός
κοπελίτσες μου να πάμε για τη μάσα, χορευτά.
(στο Βλέπυρο)
Μα και συ κούνα τα πόδια με τον πηδηχτό ρυθμό.
ΒΛΕ. Αυτό κάνω. ΥΠΗ. Κι οι κοπέλες, πὄχουν άδεια την κοιλιά,
ας τινάξουν τις γαμπούλες ταιριαστά με το σκοπό μου.
Και θα φάμε ετοιμασμένα
πεταλιδογαλοσαλαχοχτάποδο-
1170 ξιδατοπιπερόμυαλομελότυρο-
κοτσιφαγριοπερίστεροτσιχλοκοτόπουλα-
λαγοστιφάδοτηγανοψαρόφετα-
πετμεζοκολυμπάδες λαλαγγίτες.
Και τώρα που τ᾽ ακούσατε όλ᾽ αυτά,
μαζί σας πάρτε από μια κούπα φάβα
να μην καργάρετε της πείνας. ΒΛΕ. Γρήγορα
κι ακούω σαγόνια να μασάνε πέρα.
ΧΟΡ. (Βγαίνει χορεύοντας με μπροστάρη το Βλέπυρο)
1180 Μ᾽ αψηλοπηδήματα
μπρος για φαγοπότι!
Γεια χαρά, νικήσαμε,
χάι και χάι κι αέρα, αέρα!
1155 τοῖς σοφοῖς μὲν τῶν σοφῶν μεμνημένοις κρίνειν ἐμέ,
τοῖς γελῶσι δ᾽ ἡδέως διὰ τὸν γέλων κρίνειν ἐμέ.
σχεδὸν ἅπαντας οὖν κελεύω δηλαδὴ κρίνειν ἐμέ,
μηδὲ τὸν κλῆρον γενέσθαι μηδὲν ἡμῖν αἴτιον,
ὅτι προείληχ᾽. ἀλλὰ πάντα ταῦτα χρὴ μεμνημένους
1160 μὴ ᾽πιορκεῖν ἀλλὰ κρίνειν τοὺς χοροὺς ὀρθῶς ἀεί,
μηδὲ ταῖς κακαῖς ἑταίραις τὸν τρόπον προσεικέναι,
αἳ μόνον μνήμην ἔχουσι τῶν τελευταίων ἀεί.
ΘΕ. ὦ, ὦ, ὥρα
δή, φίλαι γυναῖκες, εἴπερ μέλλομεν τὸ χρῆμα δρᾶν,
1165 ἐπὶ τὸ δεῖπνον ὑπανακινεῖν. Κρητικῶς οὖν τὼ πόδε
καὶ σὺ κίνει. ΒΛ. τοῦτο δρῶ. ΘΕ. καὶ τάσδε νῦν λαγαρὰς ‹ἄγαν›
‹ταχὺ χορείας ὄρσον ὑπάγειν› τοῖν σκελίσκοιν τὸν ῥυθμόν.
τάχα γὰρ ἔπεισι
λεπαδοτεμαχοσελαχογαλεο-
1170 κρανιολειψανοδριμυποτριμματο-
σιλφιοτυρομελιτοκατακεχυμενο-
κιχλεπικοσσυφοφαττοπεριστερα-
λεκτρυονοπτοκεφαλιοκιγκλοπε-
λειολαγῳοσιραιοβαφητραγα-
1175 νοπτερυγών. σὺ δὲ ταῦτ᾽ ἀκροασάμε-
νος ταχέως ταχέως λαβὲ τρύβλιον·
εἶτα κόνισαι λαβὼν
λέκιθον, ἵν᾽ ἐπιδειπνῇς.
ΒΛ. ἀλλὰ λαιμάττουσί που.
1180 ΧΟ. αἴρεσθ᾽ ἄνω, ἰαὶ ἰαί.
δειπνήσομεν, εὐοῖ, εὐαῖ,
εὐαῖ, ὡς ἐπὶ νίκῃ·
εὐαῖ, εὐαῖ, εὐαῖ, εὐαῖ.
***
ΚΟΡ. (στους θεατές)
Θέλω τώρα δυο λογάκια στους κριτές να μολοήσω.
Οι σοφοί τ᾽ άξια σοφά μου να θυμούνται και να κρίνουν.
Με το γέλιο που γελάσαν, να με βγάλουν νικητή.
Σα να λέμε θέλω απ᾽ όλους να μου δώσουν το στεφάνι
μήτε να με βλάψει ο κλήρος που ᾽βγαλεν εμένα πρώτον
να κριθώ. Και μην ξεχνάτε όσα καλά σάς έχω κάνει.
Μην πατήσετε τον όρκο του κριτή που ᾽χετε δώσει,
1160 μα να κρίνετε σωστά και δίκια τους χορούς μας, φίλοι.
Και μην κάνετε ό,τι κάνουν οι κοκότες, που θυμούνται
απ᾽ τους αγαπητικούς των μοναχά τον τελευταίο.
ΥΠΗ. Χοπ! και χοπ! Είναι καιρός
κοπελίτσες μου να πάμε για τη μάσα, χορευτά.
(στο Βλέπυρο)
Μα και συ κούνα τα πόδια με τον πηδηχτό ρυθμό.
ΒΛΕ. Αυτό κάνω. ΥΠΗ. Κι οι κοπέλες, πὄχουν άδεια την κοιλιά,
ας τινάξουν τις γαμπούλες ταιριαστά με το σκοπό μου.
Και θα φάμε ετοιμασμένα
πεταλιδογαλοσαλαχοχτάποδο-
1170 ξιδατοπιπερόμυαλομελότυρο-
κοτσιφαγριοπερίστεροτσιχλοκοτόπουλα-
λαγοστιφάδοτηγανοψαρόφετα-
πετμεζοκολυμπάδες λαλαγγίτες.
Και τώρα που τ᾽ ακούσατε όλ᾽ αυτά,
μαζί σας πάρτε από μια κούπα φάβα
να μην καργάρετε της πείνας. ΒΛΕ. Γρήγορα
κι ακούω σαγόνια να μασάνε πέρα.
ΧΟΡ. (Βγαίνει χορεύοντας με μπροστάρη το Βλέπυρο)
1180 Μ᾽ αψηλοπηδήματα
μπρος για φαγοπότι!
Γεια χαρά, νικήσαμε,
χάι και χάι κι αέρα, αέρα!