Εισαγωγικά.
«Όποιος αγνοεί τι εστί Κόσμος, δεν γνωρίζει πού ο ίδιος βρίσκεται» -Μάρκος Αυρήλιος
Δεν θα ήταν ορθό να ξεκινήσει κάποιος ένα οποιοδήποτε κείμενο που να αναφέρεται σε κάποια Φιλοσοφική Σχολή της προγονικής μας Παραδόσεως, δίχως προηγουμένως να ομιλήσει γενικότερα περί αυτής της ιδίας της Φιλοσοφίας, και αυτό διότι οι επί των «σωτηρίων» ετών μας στρεβλώσεις, παρεξηγήσεις, παραποιήσεις και ιδιοποιήσεις είναι σε τέτοιο βαθμό εξωφρενικές και προκλητικές, ώστε απαιτείται ένα στοιχειώδες ξεκαθάρισμα εννοιών και όρων, αν δεν θέλει να δει κανείς τον εαυτό του από τη μία στιγμή στην άλλη να αποτελεί οργανικό τμήμα όχι της επιλύσεως αλλά του προβλήματος, όπως επίσης και του γνωστού και μη εξαιρετέου αίσχους που προηγείται αλλά και έπεται του όποιου προβλήματος της «σωτηρίου» εποχής ή Era Vulgaris.
Ο όρος «Φιλοσοφία» λοιπόν, εφευρέθη και εξεφέρθη από τους, πραγματικούς Έλληνες, προγόνους μας, για να δηλώσει το ιδιαίτατο πνευματικό πλαίσιο και επίπεδο που οδηγεί την ανθρώπινη ύπαρξη από την ημιζωώδη Άγνοια και την Κακία, στην θεία Σοφία και την Αρετή. Ο δρόμος που έδειξε η Φιλοσοφία στο ανθρώπινο βιολογικό είδος, δεν είναι άλλος από αυτόν που διασχίζει εκείνη την, επίσης, ιδιαίτατη πολιτισμική κατάκτηση του Έθνους των Ελλήνων, η οποία ορίζεται ως ΛΟΓΙΚΗ ΣΥΛΛΗΨΗ (και, εν συνεχεία, διατύπωση) του Κόσμου, εκείνου του θείου, αιωνίου και «θωμαστού» δηλαδή Όλου, το οποίο περιγράφεται, ορθώς, ως «άπειρον διατεταγμένο και κεκοσμημένο» (εξού και αυτή η ίδια η τόσο εύστοχη προγονική λέξη «Κόσμος», ήτοι «στολίδι»).
Οι πρόγονοί μας ώρισαν την Φιλοσοφία ποικιλοτρόπως, πλην όμως σαφώς και με τρόπο που η σύνθεση των ανά τόπους, σχολές και εποχές, ορισμών να δίδει μία διαυγέστατη εικόνα του οριζομένου ως «αναζήτηση της Αληθείας του Κόσμου ή των λεγομένων Πρώτων Αιτίων, μέσω της ανθρωπίνης Λογικότητος». Αυτό διετυπώθη μέσα από τον πρώτο ορισμό, εκείνον του Πυθαγόρου («η αληθής Επιστήμη περί τα καλά πρώτα και θεία και ακήρατα (άφθαρτα)») αλλά και όλους τους μεταγενεστέρους που έδωσε ο Εθνικός Κόσμος μέχρι τις αποφράδες ημέρες του 6ου αιώνος μετά την απαρχή της χριστιανικής χρονολογήσεως, τότε που οι χριστιανοί έκλεισαν τις τελευταίες Φιλοσοφικές Σχολές, έκαψαν ή διήρπασαν τις βιβλιοθήκες τους και έστειλαν στην εξορία ή θανάτωσαν τους τελευταίους των διδασκάλων: «η αγάπη ή επιδίωξις της Σοφίας», «η Επιστήμη της Αληθείας» (Αριστοτέλης), «η τέχνη της προσεγγίσεως των αφθάρτων και αναλλοίωτων» (Πλάτων, Πολιτεία), «η εξερεύνησις της Αληθείας και της φύσεως των πραγμάτων», «η άσκησις της Σοφίας» ή «η άσκησις της ορθής Επιστήμης» (κατά τους Στωϊκούς, SVF 2, 35, 36), «η Επιστήμη της σχέσεως των θείων πραγμάτων και των ανθρωπίνων υποθέσεων” (Κικέρων, De Officiis, Bk II, Ch.II), «η Επιστήμη που μας καθιστά καθαρούς και τελείους με σuντόμους και σαφείς κανόνες» (Ιεροκλής).
Η Φιλοσοφία, μέσα από τα τέσσαρα ιστορικά στάδιά της (Φυσική, Πολιτικοηθική, Βιοτικοηθική και Μυστικιστική) αποτελεί, καλώς ή κακώς, ένα κλειστό και πλήρες σύστημα, όπως και αιώνιο συνάμα, παρά τον απέριγραπτο αφανισμό τής πλειοψηφίας των κειμένων της μέσα από τις πυρές τής ιουδαιοχριστιανικής μισαλλοδοξίας που εξεδήλωνε επί αιώνες (4ος έως και σήμερα ακόμη..) τον πανικό της με τη σπάθα και το αναμμένο δαδί. Έξω από την Ελληνική Εθνική Παράδοση και, εκ των πραγμάτων, την αντίστοιχη των Ετρουσκορωμαίων, η οποία υιοθέτησε και υπηρέτησε έκτοτε πολύ πιστά την Φιλοσοφία, η τελευταία δεν είναι δυνατόν να έχει την ελαχίστη έστω αληθή υπόσταση, καθώς βασίζεται και αναφέρεται σε μία πολύ συγκεκριμένη ηθική στάση, κοσμοθέαση και δομή του ανθρωπίνου φαντασιακού.
Οφείλουμε να τονίσουμε συνεπώς, ότι έξω από τις πολύ συγκεκριμένες προδιαγραφές του Ελληνικού και Ελληνορωμαϊκού ανθρωπίνου τύπου και φαντασιακού, δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει Φιλοσοφία.
Αν «υπάρξει» τέτοια, ακόμη και στις πολύ σπάνιες περιπτώσεις που δεν θα επιχειρηθεί εκ του πονηρού να της δοθεί η υποτιθέμενη υπόσταση, τότε θα πρόκειται απλώς για μία ολότελα καταχρηστική χρησιμοποίηση του όρου, κατά την οποία ο όποιος μελετητής, διανοητής, σχολιαστής, αναλυτής, ή ο,τιδήποτε άλλο μπορεί να αναπτυχθεί στον αντικειμενικώς ευγενή χώρο της ανθρωπίνης αναζητήσεως, «βαπτίζεται» αυθαιρέτως «φιλόσοφος». Ο όρος «φιλόσοφος» όμως, σηματοδοτεί (όπως και ο όρος «Φιλοσοφία») την πολύ συγκεκριμένη Επιστήμη τού Είναι που περιεγράψαμε πιο πάνω, και η οποία εγεννήθη και εξεδηλώθη μόνον μέσα από την Εθνική Παράδοση των Ελλήνων και Ελληνορωμαίων. Αποτελεί άτοπο συνεπώς και οξύμωρο, ένας οπαδός μίας ιουδαιογενούς (ήτοι μη Εθνικής) ιδεολογίας, θρησκείας, Τρόπου ή ευρυτέρας κοσμοθεάσεως να αποκαλεί τον εαυτόν του «φιλόσοφο» ή να προσποιείται ότι ασχολείται με την «Φιλοσοφία». Ένα ισόβαθμο άτοπο και οξύμωρο με το να αποκαλεί λ.χ. τον εαυτόν του «ραβίνο» (ιουδαϊστί για τον «διδάσκαλο») ένας μη Ιουδαίος διδάσκαλος, με το σκεπτικό ότι απλώς.. διδάσκει κάποιους τα οποιαδήποτε κάποια πράγματα.
Αποτελεί συνεπώς ζήτημα στοιχειώδους σοβαρότητος αλλά και σεβασμού στην ακριβολογία, σε αυτή την ιερά εμμονή των προγόνων μας Ελλήνων, η εδώ ανακίνησις και τονισμός της ασυμβατότητος Φιλοσοφίας και εξω-Εθνικοελληνικών κοσμοαντιλήψεων και Τρόπων και υπό αυτή και μόνον την γωνία εγείρει ο γράφων την παρούσα του ένσταση στην όποια καταχρηστική χρησιμοποίηση του όρου «Φιλοσοφία» από αφοσιωμένα μέλη του ιδεολογικού πλέγματος της λεγομένης «μεταχριστιανικής» ανθρωπότητος. Δεν υπάρχει «ιουδαϊκή», «χριστιανική», «μωαμεθανική», «βουδιστική», «νεοεποχίτικη» κ.ά. «Φιλοσοφία», για τον ίδιο απλό λόγο που δεν υπάρχει «ελληνική», «ετρουσκική», «ρωμαϊκή», «κελτική» κ.ά «Ραβινική Παράδοση». Και επιπροσθέτως, μιας και ο τόπος μας δεν εξουσιάζεται, τουλάχιστον για την ώρα, από «ορθοδόξους ραβίνους» αλλά από «ορθοδόξους παπάδες» και «νέο-ορθοδόξους» «πνευματικούς» ταγούς (ακόμη και στην κατ’ευφημισμόν πλέον «Φιλοσοφική» Σχολή των Αθηνών έχουν στρατωνισθεί εδώ και κάποια χρόνια..) καλό θα ήταν να τονίσουμε επίσης ιδιαιτέρως το ασυμβίβαστο με την Φιλοσοφία ΟΛΩΝ εκείνων που ακολουθούν τα θέσφατα που έστησαν σκοταδιστές άνδρες όπως ο γνωστός και μη εξαιρετέος «Άγιος» Βασίλειος, ο οποίος στις ομιλίες του στο «Εξαήμερον», θέλει την απόρριψη της επιστήμης και κοσμογονίας (αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία) των «κακών» Εθνικών ως.. «επίπονη ματαιοπονία», καταγγέλλει τα ανθρώπινα (δηλ. φιλοσοφικά) επιχειρήματα, τονίζει ότι «την μόνη βεβαιότητα παρέχει ο Μωϋσής» και διακηρύσσει επίσης ότι.. «ό,τι αποσιωπά η Αγία Γραφή, δεν μας αφορά».
Φιλοσοφία και καθημερινή ζωή.
«Το πρώτο και αναγκαιότατο θέμα στη Φιλοσοφία είναι η εφαρμογή των παραγγελμάτων» -Επίκτητος
Από την εποχή κιόλας των Πυθαγορείων, ετέθη το ζήτημα της εμπράκτου εφαρμογής των φιλοσοφικών θέσεων στην καθημερινή ζωή. Η αξία της Γνώσεως οφείλει να μετρηθεί σύμφωνα με την χρησιμότητά της στην καθημερινή πραγματικότητα. Ακόμη και η Φυσική Επιστήμη, η Κοσμογονία ή η Θεολογία θα είναι άχρηστες αν δεν βοηθούν σε καθαρώτερη θέαση των πραγμάτων και, κατά συνέπεια, σε καθαρώτερη αντιμετώπισή τους.
Αρκετά αργότερα, και με τον Σωκράτη, τον «φιλόσοφο του Ανθρώπου» που, όπως είπε ο Κικέρων, «κατέβασε την Φιλοσοφία από τον ουρανό στην γή», να έχει ήδη προηγηθεί, στις αρχές του 3ου π.α.χ.χ. αιώνος, όταν δηλαδή η κοινωνικοπολιτική ζωή των Ελλήνων ετεροθεσμίζεται πλέον ως συνέπεια της Μακεδονοκρατίας, δύο «αντιμαχόμενες» Σχολές -ο Επικουρισμός και ο Στωϊκισμός- επεχείρησαν να διδάξουν στον άνθρωπο τα κριτήρια της βεβαιότητος, που μπορούν να του δώσουν, συμφιλιωτικούς με την Φύση και την ίδια την ζωή, κανόνες σκέψεως, καθημερινού τρόπου και συμπεριφοράς.
Κοινή αρχή και των δύο Σχολών υπήρξε το “ομοφώνως τήι φύσει ζην” ή «ομολογουμένως τήι φύσει ζήν», το να ζει δηλαδή ο άνθρωπος σε συμφωνία με τους φυσικούς Νόμους. Η διαφορά των βιοτικών προτεινομένων των δύο αυτών «αντιμαχομένων» Σχολών, επικεντρώνεται ωστόσο στη διαφορετική πρακτική τους πρόταση, για την πραγματοποίηση αυτού του «κατά φύσιν» βίου. Ο Επίκουρος από τη μία, ο ιδρυτής της Επικουρείου Σχολής ή του «Κήπου» όπως καθιερώθηκε να λέγεται, από τον τόπο που εδίδασκε ο ιδρυτής της, θέλει τον άνθρωπο να ζει σύμφωνα με την Φύση, υποτάσσοντας τον εαυτό του στην Αίσθηση, που θεωρείται κριτήριο του Αληθινού και του Αγαθού (μία θέση που εξελίχθη μέσα από τους επιγόνους σε αισθησιοκρατισμό και ηδονισμό).
Ο Ζήνων από την άλλη, ο ιδρυτής της Στωϊκής Σχολής ή «Στοάς» όπως καθιερώθηκε να λέγεται, από τον τόπο που εδίδασκε ο ιδρυτής της («Ποικίλη Στοά» της Αγοράς των Αθηνών), θέλει τον άνθρωπο να ζει σύμφωνα με την Φύση, με το να αποδέχεται μέσω της Γνώσεως την Φορά των συγκεκριμένων εκείνων γεγονότων που εκφράζουν την Θέληση του Κόσμου και των Θεών (θέση που οι Στωϊκοί εξέλιξαν σε υλοζωϊσμό και ηθικό ορθολογισμό).
Και οι δύο Σχολές, ακολουθώντας τον πλατωνικό Ξενοκράτη, διαιρούν την Φιλοσοφία σε ΛΟΓΙΚΗ (στην οποία κατατάσσονται η λογική, γνωσιοθεωρία, σημασιολογία, γραμματική, υφολογία, επιχειρηματολογία, από τους Στωϊκούς δε, ορίζεται ως “η επιστήμη του ορθώς διαλέγεσθαι”), ΦΥΣΙΚΗ (ερμηνεία της Φύσεως, θεολογία, θεώρηση, παρατήρηση) και ΗΘΙΚΗ (πρακτική και θεωρητική). Ο ίδιος ο Ζήνων ο Κιτιεύς (333/322-262/261, ή Ζήνων ο Πρεσβύτερος), είχε μία καλή Σωκρατική παιδεία (σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, 7,31, πρωτοήλθε από πολύ νεαρή ηλικία σε επαφή με τη Σωκρατική Φιλοσοφία), καθώς και Πλατωνική και Κυνική, που τον εβοήθησαν πολύ στη συγκρότηση της δικής του Σχολής, γύρω στο έτος 300 πριν την απαρχή της χριστιανικής χρονολογήσεως σε ηλικία περίπου 30 ετών (εσπούδασε πρώτα δίπλα στον Κυνικό Κράτητα τον Θηβαίο και στη συνέχεια στους Μεγαρικούς Στίλπωνα και Διόδωρο Κρόνο, καθώς και στους Ακαδημικούς Ξενοκράτη και Πολέμωνα). Οι χριστιανικές πυρές κατεσπάραξαν τα έργα του ιδρυτού της «Στοάς», με αποτέλεσμα εμείς να έχουμε πενιχρά μόνον αποσπάσματα της διδασκαλίας του, πλην όμως ένας κατάλογος των έργων του μάς παραδίδεται από τον Διογένη Λαέρτιο (“Λύσεις”, “Έλεγχοι”, “Περί σημείων”, “Περί λέξεων”, “Περί του κατά Φύσιν βίου”, “Περί παθών”, “Περί του καθήκοντος”, “Περί της Ελληνικής Παιδείας”, “Καθολικά”, κ.ά.) και ανάμεσά τους και 5 βιβλία «Ομηρικών Προβλημάτων» και μία «Πολιτεία». Η «Πολιτεία» του, θεωρείται σχεδίασμα ενός ιδανικού πολιτεύματος, κοινοτιστικής μορφής, και αποδίδεται στα πρώτα χρόνια της φιλοσοφικής του διαδρομής, όταν ακόμη ο φιλόσοφος ήταν υπό την επίδραση της κυνικής φιλοσοφίας (σε ένα από τα ελάχιστα μάλιστα διασωθέντα αποσπάσματα, προτείνει κατάργηση του χρήματος και των γάμων).
Η διαδρομή της μετεξελίξεως του Σωκρατισμού από τον Ζήνωνα, σε νέα και αυτόνομη Σχολή, δεν είναι πλήρως γνωστή, καθώς τα αποσπάσματα που διαθέτουμε δεν επιτρέπουν κάτι τέτοιο ( το σύστημα που εσχεδίασε ο Ζήνων, εδέχθη αργότερα μεγάλες τροποποιήσεις από τον Χρύσιππο, ο οποίος και απεκλήθη «επανιδρυτής» της Στοάς). Εικάζεται πάντως ότι ο Ζήνων ανέπτυξε μια ολοκληρωμένη διδασκαλία στους τομείς της Φυσικής, της Λογικής και της Ηθικής, με πολλά στοιχεία ηρακλειτείας Φιλοσοφίας (διδασκαλία περί Λόγου). Στο έργο «Περί Φύσεως», γράφει για δύο αιώνιες Αρχές, την Θεϊκή (ενεργητική Αρχή) και την δίχως ιδιότητες ‘Υλη (παθητική Αρχή). Η Ηθική του ήταν προσανατολισμένη προς μια ζωή σύμφωνη με την Φύση, προς την πραγμάτωση ορισμένων αρετών και την απελευθέρωση από τα πάθη.
Βασική θέση του Ζήνωνος για τον Κόσμο υπήρξε η “Ενότητα του Όντος”, δηλαδή ότι ο Κόσμος είναι “Ένας” (Διογ. Λαέρτ. 7, 143) πλην όμως δομείται από δύο Αρχές, την Ενεργητική και την Παθητική (το «ποιούν» και το «πάσχον»). Η βασική βιοτική θέση δε, είναι ότι η πραγματική φύσις του Ανθρώπου είναι η Λογικότητα (μία θέσις που ίσως έχει την πρώτη προέλευσή της στην κυνική θέση του Διογένους “συντελεί στην ευδαιμονία μου μόνον ό,τι συμφωνεί με την φύση μου ως λογικού όντος”). Η διδασκαλία της αρχικής Στοάς πέρασε βεβαίως πολλές αλλαγές ή διευρύνσεις, στα τρία στάδια (Αρχαία, Μέση και Νέα Στοά) που περιγράφουν την 6 περίπου αιώνων Ιστορία της, μέχρι τα τέλη του 3ου μ.α.χ.χ. αιώνος (επί σχολαρχίας Καλλιήτου) και δεν θα ήταν λογικό να επιχειρήσουμε την πλήρη σχεδίασή της στα στενά πλαίσια ενός και μόνον μικρού άρθρου. Εκείνο που θα ήταν λογικό και χρήσιμο να κάνουμε, είναι συνεπώς μία πυκνή σύνοψη των φιλοσοφικών θέσεων της Στοάς, για μία πρώτη μόνον επαφή τού ενδιαφερομένου αναγνώστου με αυτή την λαμπρή διδασκαλία της Εθνικής (προχριστιανικής) μας Παραδόσεως, για την ΕΦΑΡΜΟΣΙΜΗ οδό προς την ανθρώπινη τελείωση και την συνύπαρξη με τον Κόσμο και τους Θεούς.
Πρόκειται, ούτως ή άλλως, για μία διδασκαλία που εδώ και δύο περίπου χιλιετίες ανήκει στην «ηττημένη» πλευρά και για αυτό, εμείς οι γνωρίζοντες είμαστε πανευτυχείς που έχουμε απλώς την δυνατότητα, μέσα από τα ελάχιστα σπαράγματά της που διεσώθησαν, να την επανασυνθέτουμε προς όφελός μας μέσα στο πνευματικό σκότος και την ψυχική έρημο που επικρατεί στην Παγκόσμιο Ιερουσαλήμ. Πρόκειται για μία απτή όσο και υψηλή πρόταση για τους προικισμένους και τυχερούς ανθρώπους που μπορούν ακόμη να κινούνται με χαρά, μακριά από το ΔΙΠΟΛΟ (η δημιουργία παραπλανητικών διπολισμών είναι η κατεξοχήν ειδικότης της δισχιλιετούς Παγκοσμίου Ιερουσαλήμ) της υποτιθεμένης «επιλογής» ανάμεσα στο ανεφάρμοστο μίας αντιφυσικής και παραλόγου κοσμοθεάσεως και στο ζωώδες ενός ωφελιμιστικού και χυδαίου καθημερινού Τρόπου, μακριά από το πλέον πρόσφατο ΔΙΠΟΛΟ δηλαδή, εκείνο που βάζει η «σύγχρονη» ζωή στους «σύγχρονους» ανθρώπους.
Κύριες θέσεις και πεποιθήσεις της Στοάς.
«μπορούν να με σκοτώσουν, να με βλάψουν όμως όχι» -Επίκτητος
Για λόγους παρουσιάσεως και μόνον συνεπώς, θα μπορούσε κάποιος να συνοψίσει στις παρακάτω δέκα, τις κύριες θέσεις και πεποιθήσεις των Στωϊκών:
Θέσις πρώτη. Ο Άνθρωπος οφείλει να διάγει τον βίο του σε συμφωνία τόσο προς την συμπαντική, όσο και την ανθρώπινη φύση. Για τον Άνθρωπο, το «κατά Φύσιν ζήν» εξασφαλίζεται από την αξιοποίηση του «Λόγου», δηλαδή της συνειδήσεως της σχέσεως προς εαυτόν, αλλήλους και Κόσμο (η οποία, με τη σειρά της, εκδηλώνεται αυτομάτως ως ικανότης σκέψεως, σχεδιασμού, αναλύσεως και ομιλίας). Ο μέσος Άνθρωπος συνδέεται με την Φύση ή τον Θεό, μόνον ως λογικός, δηλαδή ενεργητικός παράγων. Ο φιλόσοφος Άνθρωπος όμως, αυτός που πορεύεται προς εκείνον που οι Στωϊκοί αποκαλούν «Σοφό», μέσω της Φυσικής Φιλοσοφίας, της Ηθικής και της Λογικής, κάνει ένα βήμα πέρα από την απλή «Λογικότητα». Για να ζήσει «κατά Φύσιν», οφείλει προηγουμένως να γνωρίζει ποια γεγονότα είναι αληθινά και σε τι συνίσταται η «Αλήθεια».
«Όποιος αγνοεί τι εστί Κόσμος, δεν γνωρίζει πού ο ίδιος βρίσκεται» -Μάρκος Αυρήλιος
Δεν θα ήταν ορθό να ξεκινήσει κάποιος ένα οποιοδήποτε κείμενο που να αναφέρεται σε κάποια Φιλοσοφική Σχολή της προγονικής μας Παραδόσεως, δίχως προηγουμένως να ομιλήσει γενικότερα περί αυτής της ιδίας της Φιλοσοφίας, και αυτό διότι οι επί των «σωτηρίων» ετών μας στρεβλώσεις, παρεξηγήσεις, παραποιήσεις και ιδιοποιήσεις είναι σε τέτοιο βαθμό εξωφρενικές και προκλητικές, ώστε απαιτείται ένα στοιχειώδες ξεκαθάρισμα εννοιών και όρων, αν δεν θέλει να δει κανείς τον εαυτό του από τη μία στιγμή στην άλλη να αποτελεί οργανικό τμήμα όχι της επιλύσεως αλλά του προβλήματος, όπως επίσης και του γνωστού και μη εξαιρετέου αίσχους που προηγείται αλλά και έπεται του όποιου προβλήματος της «σωτηρίου» εποχής ή Era Vulgaris.
Ο όρος «Φιλοσοφία» λοιπόν, εφευρέθη και εξεφέρθη από τους, πραγματικούς Έλληνες, προγόνους μας, για να δηλώσει το ιδιαίτατο πνευματικό πλαίσιο και επίπεδο που οδηγεί την ανθρώπινη ύπαρξη από την ημιζωώδη Άγνοια και την Κακία, στην θεία Σοφία και την Αρετή. Ο δρόμος που έδειξε η Φιλοσοφία στο ανθρώπινο βιολογικό είδος, δεν είναι άλλος από αυτόν που διασχίζει εκείνη την, επίσης, ιδιαίτατη πολιτισμική κατάκτηση του Έθνους των Ελλήνων, η οποία ορίζεται ως ΛΟΓΙΚΗ ΣΥΛΛΗΨΗ (και, εν συνεχεία, διατύπωση) του Κόσμου, εκείνου του θείου, αιωνίου και «θωμαστού» δηλαδή Όλου, το οποίο περιγράφεται, ορθώς, ως «άπειρον διατεταγμένο και κεκοσμημένο» (εξού και αυτή η ίδια η τόσο εύστοχη προγονική λέξη «Κόσμος», ήτοι «στολίδι»).
Οι πρόγονοί μας ώρισαν την Φιλοσοφία ποικιλοτρόπως, πλην όμως σαφώς και με τρόπο που η σύνθεση των ανά τόπους, σχολές και εποχές, ορισμών να δίδει μία διαυγέστατη εικόνα του οριζομένου ως «αναζήτηση της Αληθείας του Κόσμου ή των λεγομένων Πρώτων Αιτίων, μέσω της ανθρωπίνης Λογικότητος». Αυτό διετυπώθη μέσα από τον πρώτο ορισμό, εκείνον του Πυθαγόρου («η αληθής Επιστήμη περί τα καλά πρώτα και θεία και ακήρατα (άφθαρτα)») αλλά και όλους τους μεταγενεστέρους που έδωσε ο Εθνικός Κόσμος μέχρι τις αποφράδες ημέρες του 6ου αιώνος μετά την απαρχή της χριστιανικής χρονολογήσεως, τότε που οι χριστιανοί έκλεισαν τις τελευταίες Φιλοσοφικές Σχολές, έκαψαν ή διήρπασαν τις βιβλιοθήκες τους και έστειλαν στην εξορία ή θανάτωσαν τους τελευταίους των διδασκάλων: «η αγάπη ή επιδίωξις της Σοφίας», «η Επιστήμη της Αληθείας» (Αριστοτέλης), «η τέχνη της προσεγγίσεως των αφθάρτων και αναλλοίωτων» (Πλάτων, Πολιτεία), «η εξερεύνησις της Αληθείας και της φύσεως των πραγμάτων», «η άσκησις της Σοφίας» ή «η άσκησις της ορθής Επιστήμης» (κατά τους Στωϊκούς, SVF 2, 35, 36), «η Επιστήμη της σχέσεως των θείων πραγμάτων και των ανθρωπίνων υποθέσεων” (Κικέρων, De Officiis, Bk II, Ch.II), «η Επιστήμη που μας καθιστά καθαρούς και τελείους με σuντόμους και σαφείς κανόνες» (Ιεροκλής).
Η Φιλοσοφία, μέσα από τα τέσσαρα ιστορικά στάδιά της (Φυσική, Πολιτικοηθική, Βιοτικοηθική και Μυστικιστική) αποτελεί, καλώς ή κακώς, ένα κλειστό και πλήρες σύστημα, όπως και αιώνιο συνάμα, παρά τον απέριγραπτο αφανισμό τής πλειοψηφίας των κειμένων της μέσα από τις πυρές τής ιουδαιοχριστιανικής μισαλλοδοξίας που εξεδήλωνε επί αιώνες (4ος έως και σήμερα ακόμη..) τον πανικό της με τη σπάθα και το αναμμένο δαδί. Έξω από την Ελληνική Εθνική Παράδοση και, εκ των πραγμάτων, την αντίστοιχη των Ετρουσκορωμαίων, η οποία υιοθέτησε και υπηρέτησε έκτοτε πολύ πιστά την Φιλοσοφία, η τελευταία δεν είναι δυνατόν να έχει την ελαχίστη έστω αληθή υπόσταση, καθώς βασίζεται και αναφέρεται σε μία πολύ συγκεκριμένη ηθική στάση, κοσμοθέαση και δομή του ανθρωπίνου φαντασιακού.
Οφείλουμε να τονίσουμε συνεπώς, ότι έξω από τις πολύ συγκεκριμένες προδιαγραφές του Ελληνικού και Ελληνορωμαϊκού ανθρωπίνου τύπου και φαντασιακού, δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει Φιλοσοφία.
Αν «υπάρξει» τέτοια, ακόμη και στις πολύ σπάνιες περιπτώσεις που δεν θα επιχειρηθεί εκ του πονηρού να της δοθεί η υποτιθέμενη υπόσταση, τότε θα πρόκειται απλώς για μία ολότελα καταχρηστική χρησιμοποίηση του όρου, κατά την οποία ο όποιος μελετητής, διανοητής, σχολιαστής, αναλυτής, ή ο,τιδήποτε άλλο μπορεί να αναπτυχθεί στον αντικειμενικώς ευγενή χώρο της ανθρωπίνης αναζητήσεως, «βαπτίζεται» αυθαιρέτως «φιλόσοφος». Ο όρος «φιλόσοφος» όμως, σηματοδοτεί (όπως και ο όρος «Φιλοσοφία») την πολύ συγκεκριμένη Επιστήμη τού Είναι που περιεγράψαμε πιο πάνω, και η οποία εγεννήθη και εξεδηλώθη μόνον μέσα από την Εθνική Παράδοση των Ελλήνων και Ελληνορωμαίων. Αποτελεί άτοπο συνεπώς και οξύμωρο, ένας οπαδός μίας ιουδαιογενούς (ήτοι μη Εθνικής) ιδεολογίας, θρησκείας, Τρόπου ή ευρυτέρας κοσμοθεάσεως να αποκαλεί τον εαυτόν του «φιλόσοφο» ή να προσποιείται ότι ασχολείται με την «Φιλοσοφία». Ένα ισόβαθμο άτοπο και οξύμωρο με το να αποκαλεί λ.χ. τον εαυτόν του «ραβίνο» (ιουδαϊστί για τον «διδάσκαλο») ένας μη Ιουδαίος διδάσκαλος, με το σκεπτικό ότι απλώς.. διδάσκει κάποιους τα οποιαδήποτε κάποια πράγματα.
Αποτελεί συνεπώς ζήτημα στοιχειώδους σοβαρότητος αλλά και σεβασμού στην ακριβολογία, σε αυτή την ιερά εμμονή των προγόνων μας Ελλήνων, η εδώ ανακίνησις και τονισμός της ασυμβατότητος Φιλοσοφίας και εξω-Εθνικοελληνικών κοσμοαντιλήψεων και Τρόπων και υπό αυτή και μόνον την γωνία εγείρει ο γράφων την παρούσα του ένσταση στην όποια καταχρηστική χρησιμοποίηση του όρου «Φιλοσοφία» από αφοσιωμένα μέλη του ιδεολογικού πλέγματος της λεγομένης «μεταχριστιανικής» ανθρωπότητος. Δεν υπάρχει «ιουδαϊκή», «χριστιανική», «μωαμεθανική», «βουδιστική», «νεοεποχίτικη» κ.ά. «Φιλοσοφία», για τον ίδιο απλό λόγο που δεν υπάρχει «ελληνική», «ετρουσκική», «ρωμαϊκή», «κελτική» κ.ά «Ραβινική Παράδοση». Και επιπροσθέτως, μιας και ο τόπος μας δεν εξουσιάζεται, τουλάχιστον για την ώρα, από «ορθοδόξους ραβίνους» αλλά από «ορθοδόξους παπάδες» και «νέο-ορθοδόξους» «πνευματικούς» ταγούς (ακόμη και στην κατ’ευφημισμόν πλέον «Φιλοσοφική» Σχολή των Αθηνών έχουν στρατωνισθεί εδώ και κάποια χρόνια..) καλό θα ήταν να τονίσουμε επίσης ιδιαιτέρως το ασυμβίβαστο με την Φιλοσοφία ΟΛΩΝ εκείνων που ακολουθούν τα θέσφατα που έστησαν σκοταδιστές άνδρες όπως ο γνωστός και μη εξαιρετέος «Άγιος» Βασίλειος, ο οποίος στις ομιλίες του στο «Εξαήμερον», θέλει την απόρριψη της επιστήμης και κοσμογονίας (αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία) των «κακών» Εθνικών ως.. «επίπονη ματαιοπονία», καταγγέλλει τα ανθρώπινα (δηλ. φιλοσοφικά) επιχειρήματα, τονίζει ότι «την μόνη βεβαιότητα παρέχει ο Μωϋσής» και διακηρύσσει επίσης ότι.. «ό,τι αποσιωπά η Αγία Γραφή, δεν μας αφορά».
Φιλοσοφία και καθημερινή ζωή.
«Το πρώτο και αναγκαιότατο θέμα στη Φιλοσοφία είναι η εφαρμογή των παραγγελμάτων» -Επίκτητος
Από την εποχή κιόλας των Πυθαγορείων, ετέθη το ζήτημα της εμπράκτου εφαρμογής των φιλοσοφικών θέσεων στην καθημερινή ζωή. Η αξία της Γνώσεως οφείλει να μετρηθεί σύμφωνα με την χρησιμότητά της στην καθημερινή πραγματικότητα. Ακόμη και η Φυσική Επιστήμη, η Κοσμογονία ή η Θεολογία θα είναι άχρηστες αν δεν βοηθούν σε καθαρώτερη θέαση των πραγμάτων και, κατά συνέπεια, σε καθαρώτερη αντιμετώπισή τους.
Αρκετά αργότερα, και με τον Σωκράτη, τον «φιλόσοφο του Ανθρώπου» που, όπως είπε ο Κικέρων, «κατέβασε την Φιλοσοφία από τον ουρανό στην γή», να έχει ήδη προηγηθεί, στις αρχές του 3ου π.α.χ.χ. αιώνος, όταν δηλαδή η κοινωνικοπολιτική ζωή των Ελλήνων ετεροθεσμίζεται πλέον ως συνέπεια της Μακεδονοκρατίας, δύο «αντιμαχόμενες» Σχολές -ο Επικουρισμός και ο Στωϊκισμός- επεχείρησαν να διδάξουν στον άνθρωπο τα κριτήρια της βεβαιότητος, που μπορούν να του δώσουν, συμφιλιωτικούς με την Φύση και την ίδια την ζωή, κανόνες σκέψεως, καθημερινού τρόπου και συμπεριφοράς.
Κοινή αρχή και των δύο Σχολών υπήρξε το “ομοφώνως τήι φύσει ζην” ή «ομολογουμένως τήι φύσει ζήν», το να ζει δηλαδή ο άνθρωπος σε συμφωνία με τους φυσικούς Νόμους. Η διαφορά των βιοτικών προτεινομένων των δύο αυτών «αντιμαχομένων» Σχολών, επικεντρώνεται ωστόσο στη διαφορετική πρακτική τους πρόταση, για την πραγματοποίηση αυτού του «κατά φύσιν» βίου. Ο Επίκουρος από τη μία, ο ιδρυτής της Επικουρείου Σχολής ή του «Κήπου» όπως καθιερώθηκε να λέγεται, από τον τόπο που εδίδασκε ο ιδρυτής της, θέλει τον άνθρωπο να ζει σύμφωνα με την Φύση, υποτάσσοντας τον εαυτό του στην Αίσθηση, που θεωρείται κριτήριο του Αληθινού και του Αγαθού (μία θέση που εξελίχθη μέσα από τους επιγόνους σε αισθησιοκρατισμό και ηδονισμό).
Ο Ζήνων από την άλλη, ο ιδρυτής της Στωϊκής Σχολής ή «Στοάς» όπως καθιερώθηκε να λέγεται, από τον τόπο που εδίδασκε ο ιδρυτής της («Ποικίλη Στοά» της Αγοράς των Αθηνών), θέλει τον άνθρωπο να ζει σύμφωνα με την Φύση, με το να αποδέχεται μέσω της Γνώσεως την Φορά των συγκεκριμένων εκείνων γεγονότων που εκφράζουν την Θέληση του Κόσμου και των Θεών (θέση που οι Στωϊκοί εξέλιξαν σε υλοζωϊσμό και ηθικό ορθολογισμό).
Και οι δύο Σχολές, ακολουθώντας τον πλατωνικό Ξενοκράτη, διαιρούν την Φιλοσοφία σε ΛΟΓΙΚΗ (στην οποία κατατάσσονται η λογική, γνωσιοθεωρία, σημασιολογία, γραμματική, υφολογία, επιχειρηματολογία, από τους Στωϊκούς δε, ορίζεται ως “η επιστήμη του ορθώς διαλέγεσθαι”), ΦΥΣΙΚΗ (ερμηνεία της Φύσεως, θεολογία, θεώρηση, παρατήρηση) και ΗΘΙΚΗ (πρακτική και θεωρητική). Ο ίδιος ο Ζήνων ο Κιτιεύς (333/322-262/261, ή Ζήνων ο Πρεσβύτερος), είχε μία καλή Σωκρατική παιδεία (σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, 7,31, πρωτοήλθε από πολύ νεαρή ηλικία σε επαφή με τη Σωκρατική Φιλοσοφία), καθώς και Πλατωνική και Κυνική, που τον εβοήθησαν πολύ στη συγκρότηση της δικής του Σχολής, γύρω στο έτος 300 πριν την απαρχή της χριστιανικής χρονολογήσεως σε ηλικία περίπου 30 ετών (εσπούδασε πρώτα δίπλα στον Κυνικό Κράτητα τον Θηβαίο και στη συνέχεια στους Μεγαρικούς Στίλπωνα και Διόδωρο Κρόνο, καθώς και στους Ακαδημικούς Ξενοκράτη και Πολέμωνα). Οι χριστιανικές πυρές κατεσπάραξαν τα έργα του ιδρυτού της «Στοάς», με αποτέλεσμα εμείς να έχουμε πενιχρά μόνον αποσπάσματα της διδασκαλίας του, πλην όμως ένας κατάλογος των έργων του μάς παραδίδεται από τον Διογένη Λαέρτιο (“Λύσεις”, “Έλεγχοι”, “Περί σημείων”, “Περί λέξεων”, “Περί του κατά Φύσιν βίου”, “Περί παθών”, “Περί του καθήκοντος”, “Περί της Ελληνικής Παιδείας”, “Καθολικά”, κ.ά.) και ανάμεσά τους και 5 βιβλία «Ομηρικών Προβλημάτων» και μία «Πολιτεία». Η «Πολιτεία» του, θεωρείται σχεδίασμα ενός ιδανικού πολιτεύματος, κοινοτιστικής μορφής, και αποδίδεται στα πρώτα χρόνια της φιλοσοφικής του διαδρομής, όταν ακόμη ο φιλόσοφος ήταν υπό την επίδραση της κυνικής φιλοσοφίας (σε ένα από τα ελάχιστα μάλιστα διασωθέντα αποσπάσματα, προτείνει κατάργηση του χρήματος και των γάμων).
Η διαδρομή της μετεξελίξεως του Σωκρατισμού από τον Ζήνωνα, σε νέα και αυτόνομη Σχολή, δεν είναι πλήρως γνωστή, καθώς τα αποσπάσματα που διαθέτουμε δεν επιτρέπουν κάτι τέτοιο ( το σύστημα που εσχεδίασε ο Ζήνων, εδέχθη αργότερα μεγάλες τροποποιήσεις από τον Χρύσιππο, ο οποίος και απεκλήθη «επανιδρυτής» της Στοάς). Εικάζεται πάντως ότι ο Ζήνων ανέπτυξε μια ολοκληρωμένη διδασκαλία στους τομείς της Φυσικής, της Λογικής και της Ηθικής, με πολλά στοιχεία ηρακλειτείας Φιλοσοφίας (διδασκαλία περί Λόγου). Στο έργο «Περί Φύσεως», γράφει για δύο αιώνιες Αρχές, την Θεϊκή (ενεργητική Αρχή) και την δίχως ιδιότητες ‘Υλη (παθητική Αρχή). Η Ηθική του ήταν προσανατολισμένη προς μια ζωή σύμφωνη με την Φύση, προς την πραγμάτωση ορισμένων αρετών και την απελευθέρωση από τα πάθη.
Βασική θέση του Ζήνωνος για τον Κόσμο υπήρξε η “Ενότητα του Όντος”, δηλαδή ότι ο Κόσμος είναι “Ένας” (Διογ. Λαέρτ. 7, 143) πλην όμως δομείται από δύο Αρχές, την Ενεργητική και την Παθητική (το «ποιούν» και το «πάσχον»). Η βασική βιοτική θέση δε, είναι ότι η πραγματική φύσις του Ανθρώπου είναι η Λογικότητα (μία θέσις που ίσως έχει την πρώτη προέλευσή της στην κυνική θέση του Διογένους “συντελεί στην ευδαιμονία μου μόνον ό,τι συμφωνεί με την φύση μου ως λογικού όντος”). Η διδασκαλία της αρχικής Στοάς πέρασε βεβαίως πολλές αλλαγές ή διευρύνσεις, στα τρία στάδια (Αρχαία, Μέση και Νέα Στοά) που περιγράφουν την 6 περίπου αιώνων Ιστορία της, μέχρι τα τέλη του 3ου μ.α.χ.χ. αιώνος (επί σχολαρχίας Καλλιήτου) και δεν θα ήταν λογικό να επιχειρήσουμε την πλήρη σχεδίασή της στα στενά πλαίσια ενός και μόνον μικρού άρθρου. Εκείνο που θα ήταν λογικό και χρήσιμο να κάνουμε, είναι συνεπώς μία πυκνή σύνοψη των φιλοσοφικών θέσεων της Στοάς, για μία πρώτη μόνον επαφή τού ενδιαφερομένου αναγνώστου με αυτή την λαμπρή διδασκαλία της Εθνικής (προχριστιανικής) μας Παραδόσεως, για την ΕΦΑΡΜΟΣΙΜΗ οδό προς την ανθρώπινη τελείωση και την συνύπαρξη με τον Κόσμο και τους Θεούς.
Πρόκειται, ούτως ή άλλως, για μία διδασκαλία που εδώ και δύο περίπου χιλιετίες ανήκει στην «ηττημένη» πλευρά και για αυτό, εμείς οι γνωρίζοντες είμαστε πανευτυχείς που έχουμε απλώς την δυνατότητα, μέσα από τα ελάχιστα σπαράγματά της που διεσώθησαν, να την επανασυνθέτουμε προς όφελός μας μέσα στο πνευματικό σκότος και την ψυχική έρημο που επικρατεί στην Παγκόσμιο Ιερουσαλήμ. Πρόκειται για μία απτή όσο και υψηλή πρόταση για τους προικισμένους και τυχερούς ανθρώπους που μπορούν ακόμη να κινούνται με χαρά, μακριά από το ΔΙΠΟΛΟ (η δημιουργία παραπλανητικών διπολισμών είναι η κατεξοχήν ειδικότης της δισχιλιετούς Παγκοσμίου Ιερουσαλήμ) της υποτιθεμένης «επιλογής» ανάμεσα στο ανεφάρμοστο μίας αντιφυσικής και παραλόγου κοσμοθεάσεως και στο ζωώδες ενός ωφελιμιστικού και χυδαίου καθημερινού Τρόπου, μακριά από το πλέον πρόσφατο ΔΙΠΟΛΟ δηλαδή, εκείνο που βάζει η «σύγχρονη» ζωή στους «σύγχρονους» ανθρώπους.
Κύριες θέσεις και πεποιθήσεις της Στοάς.
«μπορούν να με σκοτώσουν, να με βλάψουν όμως όχι» -Επίκτητος
Για λόγους παρουσιάσεως και μόνον συνεπώς, θα μπορούσε κάποιος να συνοψίσει στις παρακάτω δέκα, τις κύριες θέσεις και πεποιθήσεις των Στωϊκών:
Θέσις πρώτη. Ο Άνθρωπος οφείλει να διάγει τον βίο του σε συμφωνία τόσο προς την συμπαντική, όσο και την ανθρώπινη φύση. Για τον Άνθρωπο, το «κατά Φύσιν ζήν» εξασφαλίζεται από την αξιοποίηση του «Λόγου», δηλαδή της συνειδήσεως της σχέσεως προς εαυτόν, αλλήλους και Κόσμο (η οποία, με τη σειρά της, εκδηλώνεται αυτομάτως ως ικανότης σκέψεως, σχεδιασμού, αναλύσεως και ομιλίας). Ο μέσος Άνθρωπος συνδέεται με την Φύση ή τον Θεό, μόνον ως λογικός, δηλαδή ενεργητικός παράγων. Ο φιλόσοφος Άνθρωπος όμως, αυτός που πορεύεται προς εκείνον που οι Στωϊκοί αποκαλούν «Σοφό», μέσω της Φυσικής Φιλοσοφίας, της Ηθικής και της Λογικής, κάνει ένα βήμα πέρα από την απλή «Λογικότητα». Για να ζήσει «κατά Φύσιν», οφείλει προηγουμένως να γνωρίζει ποια γεγονότα είναι αληθινά και σε τι συνίσταται η «Αλήθεια».
Εδώ ακριβώς πρέπει να τονισθεί ότι οι Στωϊκοί αποτολμούν μία σαφή διάκριση μεταξύ «Αληθείας» και «Αληθούς». Η ΑΛΗΘΕΙΑ, από την μία πλευρά, νοείται ως σύνθετη και πολύπλοκη και μπορεί να ορισθεί ως κατάληψη της «πρώτης αιτίας τού καθετί αληθινού» (Μάρκος Αυρήλιος). «Αλήθεια» είναι συνεπώς η «Γνώση» του αιτιακού πλέγματος το οποίο ελέγχει τα κοσμικά γεγονότα. Είναι χαρακτηριστικό του «Σοφού» και είναι σταθερή (σε αντίθεση με τις κάποιες αληθείς προτάσεις του οποιουδήποτε κοινού ανθρώπου, τις οποίες δεν μπορεί να αποδείξει απέναντι στις τυχόν προσπάθειες ανασκευής τους) και ενσώματη. Το ΑΛΗΘΕΣ από την άλλη πλευρά, είναι «απλό και ομοιόμορφο» και ισχύει για κάθε πρόταση που δηλώνει αυτό που συμβαίνει, είναι δηλαδή απλή δήλωσις μίας καταστάσεως, άρα ασώματον.
Θέσις δευτέρα. Ως «Φύσις» ορίζεται η εντός του Κόσμου Δύναμις και Αρχή, η οποία «..διαμορφώνει και δημιουργεί όλα τα πράγματα» (SVF 2, 937), «..δίδει στον Κόσμο ενότητα και συνοχή» (SVF 2, 549, 1211), «..κινείται μόνη της και δημιουργεί ως πύρινο πνεύμα ή τεχνικόν πύρ» (SVF 2, 1132 κ. ε.), «..εκδηλώνεται ως Ανάγκη και Ειμαρμένη» (SVF 2, 913), «..εκδηλώνεται ως Ψυχή του Κόσμου, Θεός, Πρόνοια, Δημιουργός, Ορθός Λόγος» (SVF 1, 158, 176, SVF 3, 323). Ο Κόσμος επιδέχεται λογική εξήγηση και είναι καθεαυτός ένα λογικώς οργανωμένο οικοδόμημα. Όλα, ορατά και αόρατα, είναι οργανικά τμήματα μίας Θείας Ενότητος. Όλα, μηδενός εξαιρουμένου, οι Θεοί, η ύλη, οι αρετές και, φυσικά, οι άνθρωποι, αποτελούν μέλη μίας συμπαντικής Πολιτείας με σαφείς, δίκαιους αλλά και απαράβατους νόμους, την οποία θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «Κοσμόπολι». Όλα τα μέλη της «Κοσμοπόλεως» είναι τέκνα της ιδίας Αρχής και προς άλληλα οφείλουν φιλότητα και διαρκή σεβασμό (το απελπιστικά μερικό υποτιθέμενο χριστιανικό προτεινόμενο, «αγαπάτε αλλήλους», όχι μόνο δεν αφορά τα μη ανθρώπινα αλλά και καθυστέρησε του αντιστοίχου, συμπαντικού μάλιστα, στωϊκού, τουλάχιστον 300 έτη)
Θέσις τρίτη. Το «εκδηλωμένο» τμήμα της «Κοσμοπόλεως» του Κόσμου, εξουσιάζεται από μία αιώνια και θαυμαστή αρμονία αντιθέτων (λ.χ. «ποιούν» και «πάσχον»). Η γένεσις του εκάστοτε Κόσμου συντελείται από δύο πρωταρχικές Αρχές, η μία εκ των οποίων είναι παθητική («Ύλη») και η άλλη ενεργητική («Θείος Λόγος»), που επιδρά πάνω στην πρώτη. Το δημιουργικό αίτιο («Ποιούσα Αρχή», «Ψυχή του Κόσμου», «Ζεύς», «Θεός») είναι εγκόσμιο, όπως σε όλες τις Εθνικές και πολυθεϊστικές Κοσμοαντιλήψεις, και ορίζεται ως πυροειδές πνεύμα που διαχέεται ακόμη και στα απειροελάχιστα τμήματα του Κόσμου και τα συνέχει. Περιγράφεται δε και ως «Ειμαρμένη» (επειδή θέτει τα πάντα σε απόλυτη σύνδεση κάτω από μία αυστηρή νομοτέλεια), «Πρόνοια» (επειδή διέπεται από Αγαθότητα και Φιλότητα και επιτρέπει σε κάθε λογικό όν την απόλυτη εμπιστοσύνη προς τις επιλογές της) και «Φυσικός Νόμος» (επειδή θέτει και συγκρατεί σε αιώνιο τάξη τα άπειρα τμήματα του Κόσμου).
Θέσις τετάρτη. Ο καθένας και το κάθε τι, συνδέεται με το Αιώνιο Όλον, μέσω μίας εσωτερικής προσωπικής θεότητος, του λεγομένου «Δαίμονος Εαυτού». Ο «Δαίμων Εαυτού» είναι ο σύνδεσμος της ψυχής μας με την Ψυχή του Παντός, με τον Αιώνα του Σύμπαντος (ο «Αιών» εδώ ας νοηθεί με την ομηρική έννοια, ως έδρα και πηγή της υπάρξεως).
Θέσις πέμπτη. Η κάθε ανθρώπινη ψυχή διαθέτει ελευθερία βουλήσεως και όχι ελευθερία αλλά δυνατότητα πράξεως. Μόνον η λεγόμενη «Πεποίθησις» αποτελεί πραγματική πράξη της ψυχής.
Θέσις έκτη. Κύριο βιοτικό προτεινόμενο είναι η απλότης του βίου μέσα από την οδό της μετριοπαθείας, της ανοχής και της λιτότητος.
Θέσις έβδομη. Η πνευματική εξέλιξις στο ανθρώπινο στάδιο, το οποίο «στοιχειώνεται» από τον παράγοντα «Λογικότης», αποκτάται μόνον με την επίμονη και επίπονη φιλοσοφική αναζήτηση του «Αγαθού». Η Φιλοσοφία είναι η ασφαλής οδός για την «Αρετή», η οποία θεμελιώνεται μόνον επάνω στην επαφή με την Γνώση (η οποία ορίζεται ως ασφαλής, δηλαδή αντικειμενική και αληθής). Η Γνώσις διαφέρει από την Δοξασία, η οποία είναι ασθενής ή ψευδής γνώσις. Κατά τον Ζήνωνα (όπως διασώζεται στον Κικέρωνα, Academica, 1, 41-42) η κάθε ασθενής ή ψευδής γνώσις μπορεί και πρέπει να ταυτίζεται, δικαίως, με την Άγνοια. Ο Αρκεσίλαος επεσήμανε ότι δεν υπάρχει ενδιάμεσο στάδιο ανάμεσα στην Γνώση και την Άγνοια.
Θέσις ογδόη. Η «Αρετή» πρέπει να είναι το απόλυτο «προς απόκτησιν», η «Κακία» το απόλυτο «προς αποφυγήν». Σε προέκταση της επισημάνσεως του Αρκεσιλάου αναφορικώς με την Γνώση και την Άγνοια, όλα τα υπόλοιπα ανάμεσα στην «Αρετή» και την «Κακία» κατατάσσονται στα λεγόμενα «Αδιάφορα». Οι κατεξοχήν «Αρετές» είναι η Σύνεσις, η Δικαιοσύνη, η Γενναιότης και η Εγκράτεια.
Θέσις ενάτη. Είναι παράλογη κάθε επιθυμία που αντιτίθεται στην θέληση των Θεών. Η συνταγή για έναν ευτυχή ανθρώπινο βίο είναι η «Απάθεια», η εκμηδένιση δηλαδή κάθε προσωπικής επιθυμίας για απόκτηση πραγμάτων ή για αλλαγή καταστάσεων, μόνον όμως όταν η «Λογικότης» τις καταδεικνύει να είναι πέρα από τις εκάστοτε ανθρώπινες δυνατότητες. Η «Απάθεια» οδηγεί σε μία άμεση ζωή, δίχως την εξαπάτηση από την υπερελπίδα ή τον τρόμο της αγωνίας για ένα μέλλον που, αντικειμενικώς, κείται έξω από τον έλεγχο της «Πεποιθήσεως».
Θέσις δεκάτη. Το Σύμπαν, είναι αιώνιος και ζώσα ύλη, η οποία, απλώς, αυτοαναπλάθεται περιοδικώς δι’ Εκπυρώσεων.
Οι Βιοτικές Ιεραρχήσεις της Στοάς.
«Να θεωρείς τον εαυτό σου άξιο για κάθε λόγο και για κάθε έργο που είναι σύμφωνο με την Φύση» -Μάρκος Αυρήλιος
Οι δέκα αυτές θέσεις και πεποιθήσεις των Στωϊκών, οδηγούν, με τη σειρά τους, στις πιο κάτω βασικές βιοτικές ιεραρχήσεις:
ΤΟ ΚΥΡΙΑΡΧΟΝ ΑΓΑΘΟΝ.
Ως ΚΥΡΙΑΡΧΟ ΑΓΑΘΟΝ της ανθρωπίνης υπάρξεως, ΤΟ ΤΕΛΟΣ, δηλαδή ο σκοπός του ανθρωπίνου βίου, όπως το διετύπωσε ο Χρύσιππος, ορίζεται η λεγομένη ΕΥΡΟΙΑ (καλή ροή) ΤΟΥ ΒΙΟΥ, η οποία πραγματοποιείται μέσα από το «ομολογουμένως τήι Φύσει ζήν» (το να ζούμε συμφώνως προς τους Φυσικούς Νόμους). Για τους Στωϊκούς «δεν υπάρχει παρά μία μόνον τέχνη, μια ύψιστη τέχνη, η Αρετή» (και η Φιλοσοφία είναι η γνώσις που, χάρις σ' αυτήν, αποκτούν ενότητα οι ιδέες και οι πράξεις μας, προς το να ζούμε σύμφωνα με την Φύση, δηλαδή σύμφωνα με την θέληση των Θεών και σύμφωνα με το Λογικό που διαποτίζει τα πάντα).
Η κυρία έμφασις των σκέψεων και των πράξεων, πρέπει να δίδεται στην πληρότητα του λεγομένου «Σοφού», του περιφήμου εκείνου ιδανικού της Στοάς που από την Μέση Στοά κι εντεύθεν γίνεται τουλάχιστον παραδεκτό ότι είναι τελικός ΣΤΟΧΟΣ και όχι προϋπόθεσις τού «φιλοσοφείν». Για τους Στωϊκούς ο «Σοφός» νοείται ως ο μόνος ελεύθερος άνθρωπος, ο δε Jean Brun τον «σχεδιάζει» αρκετά καλά με την φράση «είναι αθώος, χωρίς έλεος και υπερβολικά κοινωνικός». Από τη Μέση Στοά, όπως προείπαμε, ο «Σοφός» γίνεται λιγώτερο «βαρύς» για τον απλό Στωϊκό για τον οποίο, λίγο αργότερα, ο Μάρκος Αυρήλιος θα σχεδιάσει μία πολύ πιο απλή οδό: «Να τιμάς τους Θεούς, να βοηθάς τους ανθρώπους, να μάθεις να αντέχεις τα της ζωής και να είσαι εγκρατής. Να θυμάσαι πάντα ότι όλα όσα βρίσκονται έξω από τα όρια του σώματός και του πνεύματός σου δεν σου ανήκουν, ούτε είναι του χεριού σου».
Ο «Σοφός» είναι τελικά ένας ΣΤΟΧΟΣ, μία ολοκλήρωση του Ανθρώπου, και δεν υπήρξε ποτέ μέχρι τώρα πραγματικά. Ο οπαδός της Στοάς προσπαθεί απλώς να πλησιάζει τον «Σοφό», ο δε Επίκτητος θα δηλώσει χαρακτηριστικά: «βλέπω πολλούς ανθρώπους που ασπάζονται τον Στωϊκισμό, αλλά δεν έχω δεί ποτέ κανέναν Στωϊκό.. αν δεν μπορείς να μου δείξεις έναν Στωϊκό, δείξε μου τουλάχιστον έναν άνθρωπο που να αρχίζει να γίνεται τέτοιος, μη στερήσεις έναν γέροντα σαν κι εμένα από αυτό το υπέροχο θέαμα που, ομολογώ, δεν μπόρεσα ακόμη να απολαύσω» (Επίκτητος). Για τη Μέση και Νέα Στοά, το βιοηθικό φιλοσοφικό προτεινόμενο έχει ήδη συμπληρωθεί με τα λεγόμενα ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ, μετατραπέν έτσι σε πιο απτό και «ανθρώπινο».
Κινούμενοι πάντως και στα 3 χρονικά στάδια της Στοάς, θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε εδώ, με τη σειρά τους, τις βασικές πεποιθήσεις και στάσεις ζωής του «Σοφού» που τον καθιστούν τέτοιον. Κατ’αρχάς, ως το «Τέλος», ο Τελικός Σκοπός, το Summum Bonum ή το «ζητούμενο» του ανθρωπίνου βίου είναι η Α-Πάθεια. Η τελευταία, ως έλλειψις «παθών» (δηλαδή παραλόγων κινήσεων της ψυχής) και όχι ως αναισθησία όπως λανθασμένα εκλαμβάνεται σήμερα λόγω της μεταχριστιανικής διαστροφής των όρων, δεν είναι παρά η εσωτερική γαλήνη που προέρχεται από τον συντονισμό της προσωπικής Λογικής με εκείνη του Σύμπαντος Κόσμου. Η ευθύνη για την Α-Πάθεια είναι αποκλειστικώς προσωπική, και ο Επίκτητος δίδει ένα πολύ καλό παράδειγμα όταν προσδιορίζει ότι «δεν είναι εκείνος που μας βρίζει, ούτε εκείνος που μας κτυπά αυτός που μας προσβάλλει, αλλά η γνώμη που εμείς έχουμε για αυτούς, ώστε να μας κάνει να τους βλέπουμε ως ικανούς να μας προσβάλλουν».
Τόσο ο απλός, συνηθισμένος Στωϊκός, όσο και ο τέλειος «Σοφός», οφείλουν να ενθυμούνται πάντοτε ότι ο Κόσμος κυβερνάται από Νόηση και Δικαιοσύνη και η προσωπική Θέλησις πρέπει να συμπορεύεται με εκείνη του Κόσμου. Ο Κόσμος, ως σύνολο, είναι Αγαθός και όλα τα γεγονότα υπάγονται στην φύση του. Συνεπώς κανένα γεγονός δεν μπορεί να είναι «καλό» ή «κακό», απλώς, κάποια γεγονότα φαίνονται «κακά» στους ανθρώπους επειδή δεν υποτάσσονται στην προσωπική τους επιθυμία. Ο «Σοφός», ως ο μόνος ελεύθερος εκ των ανθρώπων, μπορεί και στέκει γαλήνιος μπροστά στο κάθε γεγονός. Δεν προσπαθεί να «γλιτώσει» από το Αναπότρεπτο και τη Μοίρα, διότι έχει προ πολλού απαλλαγεί από τη μάταια, μυωπική και απέλπιδα θέληση να αλλάξει τα όσα είναι αντικειμενικώς πέραν των δυνάμεών του. Ο «Σοφός», αγωνίζεται για να αλλάξει ΜΟΝΟΝ εκείνα που είναι εφικτό, ή πιθανόν, να αλλάξει ένας θνητός, μέσα του ή τριγύρω του. Μόνον αυτά τα ελάχιστα εφικτά ή πιθανά δικαιούται ο θνητός να τα χαρακτηρίσει «καλά» ή «κακά». Οφείλει συνεπώς να αποφεύγει όλες τις σκέψεις, τις επιθυμίες, τις τάσεις και τις κρίσεις που τον υποδουλώνουν στα «εξωτερικά» πράγματα, ή που του ταράσσουν τον εσωτερικό κόσμο.
Ο «Σοφός» έχει την δύναμη, μία δύναμη που αντλεί από την Γνώση, να στέκει ατάραχος μπροστά στα «κακά» που του συμβαίνουν. Γνωρίζει πολύ καλά ότι τα λεγόμενα «εξωτερικά» γεγονότα είναι, ούτως ή άλλως, έξω από τις δυνάμεις του. Μπορεί και στέκει απολύτως συμφιλιωμένος με την Θέληση του Κόσμου, επειδή δεν επιθυμεί να κερδίσει τίποτε, αφού έχει προ πολλού απαλλαγεί από την επίσης μάταια, μυωπική και απέλπιδα θέληση τού «να αποκτήσει». Ο «Σοφός» είναι αφέντης του εαυτού του. Δεν εξαρτάται από τίποτε έξω από αυτόν. Γνωρίζει πολύ καλά ότι η Φύσις μάς χαρίζει συνεχώς διάφορα πράγματα, αλλά το ίδιο συνεχώς παίρνει κάποια άλλα πίσω. Κυρίως όμως, γνωρίζει ότι κανένα από τα «εξωτερικά» αγαθά δεν μπορεί να διαρκέσει σε όλον το ανθρώπινο βίο. Ο «Σοφός» κυρίως δεν εξαρτάται από άλλους ανθρώπους. Οφείλει να είναι εσωτερικώς αυτάρκης. Ποτέ του δεν προσκολλάται σε ανθρώπους, ούτε στον ελάχιστο βαθμό, ώστε λ.χ. να του προκαλέσει λύπη η για οποιονδήποτε λόγο απομάκρυνσή τους από αυτόν και, κυρίως, θυμάται ανά πάσα στιγμή ότι και οι γονείς μας, οι σύντροφοί μας και τα παιδιά μας είναι όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, θνητοί.
Ο «Σοφός» δεν επιτρέπει σε τίποτε να τον ταράξει, δεν αναμένει τίποτε και, το κυριώτερο, δεν μεταφέρει ποτέ την ευθύνη για την όποια στενοχώρια του στους Θεούς ή τους άλλους ανθρώπους. Γνωρίζει ότι αυτός και μόνον ευθύνεται για το αν είναι ευτυχής ή όχι. Το μόνο σίγουρο μέτρο για τον «Σοφό» είναι η προσωπική Λογική, η οποία αποτελεί απειροελάχιστο αλλά ομοούσιο τμήμα της Θείας Λογικής τού Σύμπαντος Κόσμου και αυτή την Λογική καλείται να εκδηλώνει στις ενέργειες ή μη-ενέργειές του. Οφείλει να βοηθάει όλους όσους έχουν ανάγκη, όπως και να αντιμετωπίζει ισότιμα όλους τους ανθρώπους και τα λοιπά όντα με τα οποία «συγκατοικεί» ως είδος στην «Κοσμόπολι». Ο «Σοφός» ελεεί και συμπαρίσταται, δεν επιτρέπει ποτέ ωστόσο να τον κάνει δυστυχισμένο η Δυστυχία. Δεν επιτρέπει στον εαυτό του να αισθανθεί τα αρνητικά αισθήματα των άλλων, ούτε επιτρέπει «εισβολές» αλλά, αντιθέτως, διατηρεί πάντα εν ειρήνη την «εντός των συνόρων του» περιοχή. Γνωρίζει ότι δεν μπορεί να αναχαιτίσει τις θύελλες των εξωτερικών γεγονότων και δικαιούται μόνον την εντός του γαλήνη, ξεχωρίζει λοιπόν αυτά που μπορεί και εκείνα που δεν μπορεί, μόνον με τη βοήθεια της αντικειμενικής Γνώσεως.
ΤΑ ΑΓΑΘΑ (λατινιστί, bona).
Η κυρία έμφασις των σκέψεων και των πράξεων, πρέπει να δίδεται στην πληρότητα του λεγομένου «Σοφού», του περιφήμου εκείνου ιδανικού της Στοάς που από την Μέση Στοά κι εντεύθεν γίνεται τουλάχιστον παραδεκτό ότι είναι τελικός ΣΤΟΧΟΣ και όχι προϋπόθεσις τού «φιλοσοφείν». Για τους Στωϊκούς ο «Σοφός» νοείται ως ο μόνος ελεύθερος άνθρωπος, ο δε Jean Brun τον «σχεδιάζει» αρκετά καλά με την φράση «είναι αθώος, χωρίς έλεος και υπερβολικά κοινωνικός». Από τη Μέση Στοά, όπως προείπαμε, ο «Σοφός» γίνεται λιγώτερο «βαρύς» για τον απλό Στωϊκό για τον οποίο, λίγο αργότερα, ο Μάρκος Αυρήλιος θα σχεδιάσει μία πολύ πιο απλή οδό: «Να τιμάς τους Θεούς, να βοηθάς τους ανθρώπους, να μάθεις να αντέχεις τα της ζωής και να είσαι εγκρατής. Να θυμάσαι πάντα ότι όλα όσα βρίσκονται έξω από τα όρια του σώματός και του πνεύματός σου δεν σου ανήκουν, ούτε είναι του χεριού σου».
Ο «Σοφός» είναι τελικά ένας ΣΤΟΧΟΣ, μία ολοκλήρωση του Ανθρώπου, και δεν υπήρξε ποτέ μέχρι τώρα πραγματικά. Ο οπαδός της Στοάς προσπαθεί απλώς να πλησιάζει τον «Σοφό», ο δε Επίκτητος θα δηλώσει χαρακτηριστικά: «βλέπω πολλούς ανθρώπους που ασπάζονται τον Στωϊκισμό, αλλά δεν έχω δεί ποτέ κανέναν Στωϊκό.. αν δεν μπορείς να μου δείξεις έναν Στωϊκό, δείξε μου τουλάχιστον έναν άνθρωπο που να αρχίζει να γίνεται τέτοιος, μη στερήσεις έναν γέροντα σαν κι εμένα από αυτό το υπέροχο θέαμα που, ομολογώ, δεν μπόρεσα ακόμη να απολαύσω» (Επίκτητος). Για τη Μέση και Νέα Στοά, το βιοηθικό φιλοσοφικό προτεινόμενο έχει ήδη συμπληρωθεί με τα λεγόμενα ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ, μετατραπέν έτσι σε πιο απτό και «ανθρώπινο».
Κινούμενοι πάντως και στα 3 χρονικά στάδια της Στοάς, θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε εδώ, με τη σειρά τους, τις βασικές πεποιθήσεις και στάσεις ζωής του «Σοφού» που τον καθιστούν τέτοιον. Κατ’αρχάς, ως το «Τέλος», ο Τελικός Σκοπός, το Summum Bonum ή το «ζητούμενο» του ανθρωπίνου βίου είναι η Α-Πάθεια. Η τελευταία, ως έλλειψις «παθών» (δηλαδή παραλόγων κινήσεων της ψυχής) και όχι ως αναισθησία όπως λανθασμένα εκλαμβάνεται σήμερα λόγω της μεταχριστιανικής διαστροφής των όρων, δεν είναι παρά η εσωτερική γαλήνη που προέρχεται από τον συντονισμό της προσωπικής Λογικής με εκείνη του Σύμπαντος Κόσμου. Η ευθύνη για την Α-Πάθεια είναι αποκλειστικώς προσωπική, και ο Επίκτητος δίδει ένα πολύ καλό παράδειγμα όταν προσδιορίζει ότι «δεν είναι εκείνος που μας βρίζει, ούτε εκείνος που μας κτυπά αυτός που μας προσβάλλει, αλλά η γνώμη που εμείς έχουμε για αυτούς, ώστε να μας κάνει να τους βλέπουμε ως ικανούς να μας προσβάλλουν».
Τόσο ο απλός, συνηθισμένος Στωϊκός, όσο και ο τέλειος «Σοφός», οφείλουν να ενθυμούνται πάντοτε ότι ο Κόσμος κυβερνάται από Νόηση και Δικαιοσύνη και η προσωπική Θέλησις πρέπει να συμπορεύεται με εκείνη του Κόσμου. Ο Κόσμος, ως σύνολο, είναι Αγαθός και όλα τα γεγονότα υπάγονται στην φύση του. Συνεπώς κανένα γεγονός δεν μπορεί να είναι «καλό» ή «κακό», απλώς, κάποια γεγονότα φαίνονται «κακά» στους ανθρώπους επειδή δεν υποτάσσονται στην προσωπική τους επιθυμία. Ο «Σοφός», ως ο μόνος ελεύθερος εκ των ανθρώπων, μπορεί και στέκει γαλήνιος μπροστά στο κάθε γεγονός. Δεν προσπαθεί να «γλιτώσει» από το Αναπότρεπτο και τη Μοίρα, διότι έχει προ πολλού απαλλαγεί από τη μάταια, μυωπική και απέλπιδα θέληση να αλλάξει τα όσα είναι αντικειμενικώς πέραν των δυνάμεών του. Ο «Σοφός», αγωνίζεται για να αλλάξει ΜΟΝΟΝ εκείνα που είναι εφικτό, ή πιθανόν, να αλλάξει ένας θνητός, μέσα του ή τριγύρω του. Μόνον αυτά τα ελάχιστα εφικτά ή πιθανά δικαιούται ο θνητός να τα χαρακτηρίσει «καλά» ή «κακά». Οφείλει συνεπώς να αποφεύγει όλες τις σκέψεις, τις επιθυμίες, τις τάσεις και τις κρίσεις που τον υποδουλώνουν στα «εξωτερικά» πράγματα, ή που του ταράσσουν τον εσωτερικό κόσμο.
Ο «Σοφός» έχει την δύναμη, μία δύναμη που αντλεί από την Γνώση, να στέκει ατάραχος μπροστά στα «κακά» που του συμβαίνουν. Γνωρίζει πολύ καλά ότι τα λεγόμενα «εξωτερικά» γεγονότα είναι, ούτως ή άλλως, έξω από τις δυνάμεις του. Μπορεί και στέκει απολύτως συμφιλιωμένος με την Θέληση του Κόσμου, επειδή δεν επιθυμεί να κερδίσει τίποτε, αφού έχει προ πολλού απαλλαγεί από την επίσης μάταια, μυωπική και απέλπιδα θέληση τού «να αποκτήσει». Ο «Σοφός» είναι αφέντης του εαυτού του. Δεν εξαρτάται από τίποτε έξω από αυτόν. Γνωρίζει πολύ καλά ότι η Φύσις μάς χαρίζει συνεχώς διάφορα πράγματα, αλλά το ίδιο συνεχώς παίρνει κάποια άλλα πίσω. Κυρίως όμως, γνωρίζει ότι κανένα από τα «εξωτερικά» αγαθά δεν μπορεί να διαρκέσει σε όλον το ανθρώπινο βίο. Ο «Σοφός» κυρίως δεν εξαρτάται από άλλους ανθρώπους. Οφείλει να είναι εσωτερικώς αυτάρκης. Ποτέ του δεν προσκολλάται σε ανθρώπους, ούτε στον ελάχιστο βαθμό, ώστε λ.χ. να του προκαλέσει λύπη η για οποιονδήποτε λόγο απομάκρυνσή τους από αυτόν και, κυρίως, θυμάται ανά πάσα στιγμή ότι και οι γονείς μας, οι σύντροφοί μας και τα παιδιά μας είναι όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, θνητοί.
Ο «Σοφός» δεν επιτρέπει σε τίποτε να τον ταράξει, δεν αναμένει τίποτε και, το κυριώτερο, δεν μεταφέρει ποτέ την ευθύνη για την όποια στενοχώρια του στους Θεούς ή τους άλλους ανθρώπους. Γνωρίζει ότι αυτός και μόνον ευθύνεται για το αν είναι ευτυχής ή όχι. Το μόνο σίγουρο μέτρο για τον «Σοφό» είναι η προσωπική Λογική, η οποία αποτελεί απειροελάχιστο αλλά ομοούσιο τμήμα της Θείας Λογικής τού Σύμπαντος Κόσμου και αυτή την Λογική καλείται να εκδηλώνει στις ενέργειες ή μη-ενέργειές του. Οφείλει να βοηθάει όλους όσους έχουν ανάγκη, όπως και να αντιμετωπίζει ισότιμα όλους τους ανθρώπους και τα λοιπά όντα με τα οποία «συγκατοικεί» ως είδος στην «Κοσμόπολι». Ο «Σοφός» ελεεί και συμπαρίσταται, δεν επιτρέπει ποτέ ωστόσο να τον κάνει δυστυχισμένο η Δυστυχία. Δεν επιτρέπει στον εαυτό του να αισθανθεί τα αρνητικά αισθήματα των άλλων, ούτε επιτρέπει «εισβολές» αλλά, αντιθέτως, διατηρεί πάντα εν ειρήνη την «εντός των συνόρων του» περιοχή. Γνωρίζει ότι δεν μπορεί να αναχαιτίσει τις θύελλες των εξωτερικών γεγονότων και δικαιούται μόνον την εντός του γαλήνη, ξεχωρίζει λοιπόν αυτά που μπορεί και εκείνα που δεν μπορεί, μόνον με τη βοήθεια της αντικειμενικής Γνώσεως.
ΤΑ ΑΓΑΘΑ (λατινιστί, bona).
Τα «Αγαθά» είναι εκείνα στα οποία πρέπει να επιδοθεί συστηματικώς ο φιλόσοφος στον δρόμο προς τον «Σοφό» (ας θυμηθούμε εδώ τον ορισμό του Σενέκα, Epistulae 89.9 , ότι η Φιλοσοφία είναι η «συστηματική επίδοσις στην Αρετή»). Τα «Αγαθά» είναι τριών ειδών, οι «Αρετές», οι «Ενάρετες Πράξεις» ή «Κατορθώματα» και οι «Ευπάθειες».
Στις «Αρετές» κατατάσσονται από τους Στωϊκούς η Λογική, η Σοφία, η Δικαιοσύνη, η Αφοσίωσις, η εύλογος Γενναιοδωρία, η εύλογος Φιλία, η Ανδρεία και η Σωφροσύνη. Στα «Κατορθώματα» κατατάσσονται όλες οι «ορθές πράξεις», δηλαδή οι σύμφωνες με τις απαιτήσεις της Αρετής λ.χ. λογικές, δίκαιες, ανδρείες πράξεις κ.ο.κ. Στις λεγόμενες «Ευπάθειες», τέλος, κατατάσσονται οι αγαθές, δηλαδή «έλλογες» παρορμήσεις ή «ευάρεστες διαθέσεις», δηλαδή η Βούλησις (ως έλλογος κίνησις της ψυχής προς το Αγαθόν), η Γαλήνη, η Ευλάβεια (ως επιφύλαξις) και η Χαρά (ως έλλογος κίνησις ψυχικής διαστολής).
ΤΑ ΚΑΚΑ (λατινιστί, mala).
Στις «Αρετές» κατατάσσονται από τους Στωϊκούς η Λογική, η Σοφία, η Δικαιοσύνη, η Αφοσίωσις, η εύλογος Γενναιοδωρία, η εύλογος Φιλία, η Ανδρεία και η Σωφροσύνη. Στα «Κατορθώματα» κατατάσσονται όλες οι «ορθές πράξεις», δηλαδή οι σύμφωνες με τις απαιτήσεις της Αρετής λ.χ. λογικές, δίκαιες, ανδρείες πράξεις κ.ο.κ. Στις λεγόμενες «Ευπάθειες», τέλος, κατατάσσονται οι αγαθές, δηλαδή «έλλογες» παρορμήσεις ή «ευάρεστες διαθέσεις», δηλαδή η Βούλησις (ως έλλογος κίνησις της ψυχής προς το Αγαθόν), η Γαλήνη, η Ευλάβεια (ως επιφύλαξις) και η Χαρά (ως έλλογος κίνησις ψυχικής διαστολής).
ΤΑ ΚΑΚΑ (λατινιστί, mala).
Εδώ ισχύει το ακριβώς αντίθετο από τα «Αγαθά», πρόκειται δηλαδή για εκείνα που οφείλει να αποφεύγει συστηματικώς ο φιλόσοφος στον δρόμο προς τον «Σοφό». Και τα «Κακά», με τη σειρά τους, οι Στωϊκοί τα διακρίνουν σε τρία είδη, τις «Κακίες», τις «Κακουργίες» και τα «Πάθη».
Στις «Κακίες» η Στοά κατατάσσει τον Παραλογισμό, την Άγνοια, την Αδικία, την Απιστία, την Κτητικότητα, την άλογο Εχθρότητα, την Ανανδρεία και την Απερισκεψία, ενώ στις «Κακουργίες» τις ανόητες και άδικες πράξεις. Ως «Πάθη» ορίζονται όλες οι ορμές δίχως μέτρο ή «πλεονάζουσες», οι οποίες θεωρούνται ασθένειες και αναπηρίες της ψυχής και είναι διαταρακτικές για το Ηγεμονικόν και κατά προέκταση για ολόκληρη την ύπαρξη (ο Ζήνων ορίζει το Πάθος ως άλογο κίνηση της ψυχής αντίθετη στην Φύση, ή ορμή δίχως μέτρο). Ως καταστροφικό «Πάθος» οι Στωϊκοί φέρνουν λ.χ. την «Επιθυμία», δηλαδή την άλογο όρεξη, την οποία διακρίνουν στη συνέχεια σε «Σπάνη» (δηλαδή επιθυμία για ό,τι δεν μπορούμε να αποκτήσουμε), «Μίσος» (δηλαδή επιθυμία να συμβεί κακό σε άλλον), «Φιλονικία», «Θυμό» (δηλαδή επιθυμία αμέσου ανταποδόσεως / εκδικήσεως), «Πόθο» (επιθυμία για κάποιο εντυπωσιακό πρόσωπο), «Μήνι» (επιθυμία ετεροχρονισμένης εκδικήσεως) και «Κότο» (αυξανόμενο δηλαδή θυμό). Αλλά «Πάθη» είναι ο «Φόβος», δηλαδή η προσδοκία κακών, που με τη σειρά του διακρίνεται σε «Δείμα» (δηλ. τρόμο), «Όκνο» (φόβο αναλήψεως δράσεως), «Αισχύνη» (φόβο ντροπιάσματος), «Έκπληξι» (φόβο για το αναπάντεχο), «Θόρυβο» (φόβο που κόβει τη λαλιά) και «Αγωνία» (φόβο για το άγνωστο) και η «Ηδονή», δηλαδή η άλογος έπαρση από απόκτηση, που με τη σειρά της διακρίνεται σε «Διάχυσι» (κολακευτική δηλαδή ηδονή), «Επιχαιρεκακία» (ηδονή από τις συμφορές των άλλων) και «Κήλησις» (ακολασία, έκλυσις) και ο κατάλογος κλείνει με την «Λύπη», δηλαδή την άλογο αντίδραση της ψυχής, της οποίας ο Χρύσιππος παραθέτει 25 είδη της και ανάμεσά τους τον «Είλεο» (την άδικη δηλαδή λύπη), τον «Φθόνο» (την λύπη από τη θέα των αγαθών των άλλων), τον «Ζήλο» (δηλ. την ζήλεια), το «Άχθος» (λύπη όταν και οι άλλοι αποκτούν αυτά που εμείς έχουμε), το «Πένθος» (την παραλυτική λύπη), την «Ανία» (την λύπη που αυξάνει με τις σκέψεις) και την «Οδύνη» (βαριά λύπη).
ΤΑ ΑΔΙΑΦΟΡΑ, τέλος, είναι τα όσα, από μόνα τους, ούτε ωφελούν ούτε βλάπτουν την ηθική αξία του Ανθρώπου, πόσο μάλλον του φιλοσόφου. Ο πλούτος λ.χ. είναι προτιμώτερος από την φτώχεια αλλά δεν οφείλει να τον κατέχει υποχρεωτικώς ένα λογικό όν. Έχει αξία μόνον σε σχέση με την φτώχεια αλλά ουδεμία αξία σε σχέση με την Αρετή. Από τα «Αδιάφορα», τα λεγόμενα «ΠΡΟΗΓΜΕΝΑ», δηλαδή τα προτιμητέα είναι η Επιβίωση, η Φυσική Ομορφιά, η Υγεία, η Αποδοχή από τους Άλλους, η «Καλή» Υπόληψις, ο Πλούτος, οι Δεξιοτεχνίες, η Ευγενής Καταγωγή και η Απόλαυσις, τα δε «ΑΠΟΠΡΟΗΓΜΕΝΑ», δηλαδή τα μη προτιμητέα, είναι ο Θάνατος, η Ασχήμια, η Νόσος, η Απόρριψις, η “Κακή” Υπόληψις, η Πενία, η Αδεξιότης, η Ταπεινή Καταγωγή και η Οδύνη.
Επιλεγόμενα.
«Με όλη σου την ψυχή να ενεργείς το δίκαιο και να λέγεις την αλήθεια» -Μάρκος Αυρήλιος
Αυτά τα ολίγα για τον Στωϊκισμό και ελπίζω να έφερα κοντά στον μέσο αναγνώστη του blog, αν και εξαιρετικώς εν περιλήψει, τα υψηλά νοήματα και προτεινόμενα ενός μόνον τμήματος της φωτεινής και κολοσσιαίας ανθρωπιστικής Εθνικής μας Παραδόσεως, την οποία ποτέ, παρά τα γελοία διακηρυσσόμενα, δεν αξιώθηκε να ξεπεράσει κάποια άλλη πάνω σε τούτη την γή (και τι θα μπορούσε άλλωστε να προσθέσει κανείς σε μία Παράδοση που έχει εξαντλήσει όλες τις δυνατότητες της αναζητήσεως της Αληθείας;). Εκείνο που θα ήθελε πάντως να προκαλέσει, επιπροσθέτως, ο γράφων, με αυτή την σύντομη παρουσίαση της Φιλοσοφικής Σχολής του Στωϊκισμού, μίας μόνον, το επαναλαμβάνω, από τις πολλές και εξίσου υψηλές Σχολές της Εθνικής μας Παραδόσεως, είναι το να χρησιμοποιήσει εδώ και τώρα ο αναγνώστης την κρίση του για να απαντήσει στα κάτωθι ερωτήματα:
α) Γιατί δεν του τα έμαθαν όλα αυτά στα 12 χρόνια που εσπατάλησε στα θρανία της Βασικής και Μέσης Εκπαιδεύσεως, ενός Κράτους που στο όνομα τουλάχιστον αρέσκεται να παριστάνει ότι είναι «Ελληνικό», αλλ’αντιθέτως υπεχρεώθη να μάθει απέξω τους «προφήτες» του Έθνους του Ισραήλ ή το ποία τα... άμφια των παπάδων του κρατούντος δόγματος;
β) Ποιες, πολύ γνωστές και, το πιο ανατριχιαστικό, ΗΜΕΔΑΠΕΣ δυνάμεις ευθύνονται για το ότι αυτή η (υπνο) «παιδεία» που του εδόθη υπήρξε τέτοια, δηλαδή χαυνωτική, αλλότρια και απαξιωτική, τόσο για την κριτική σκέψη όσο και για την Εθνική Ελληνική Παράδοση;
Κοινό μυστικό του κάθε διανοητού είναι βεβαίως ότι κανείς δεν πείθει κανέναν αν ο άλλος δεν έχει ΗΔΗ δρομολογηθεί από μοναχός του για να τιμήσει την Θεά Πειθώ (ακόμη και η Θεά Αθηνά, στην «Ιλιάδα», αφήνει στον Αχιλλέα την ευθύνη να ακούσει ή όχι τις προτροπές της: «έρχομαι από τον Όλυμπο, ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ, άκουσέ με»). Ελπίζω συνεπώς να βοήθησα απλώς, τους, για την ώρα μειοψηφούντες, εκλεκτούς συνοδοιπόρους μου στον στέρεο και φωτεινό δρόμο των Ελλήνων, τους ήδη και εκ των ένδον αφυπνισθέντες, σε πείσμα των πάμπολλων παρωπιδοκατασκευαστών, σκοταδιστών, ασπαλάκων και απατεώνων.
Στις «Κακίες» η Στοά κατατάσσει τον Παραλογισμό, την Άγνοια, την Αδικία, την Απιστία, την Κτητικότητα, την άλογο Εχθρότητα, την Ανανδρεία και την Απερισκεψία, ενώ στις «Κακουργίες» τις ανόητες και άδικες πράξεις. Ως «Πάθη» ορίζονται όλες οι ορμές δίχως μέτρο ή «πλεονάζουσες», οι οποίες θεωρούνται ασθένειες και αναπηρίες της ψυχής και είναι διαταρακτικές για το Ηγεμονικόν και κατά προέκταση για ολόκληρη την ύπαρξη (ο Ζήνων ορίζει το Πάθος ως άλογο κίνηση της ψυχής αντίθετη στην Φύση, ή ορμή δίχως μέτρο). Ως καταστροφικό «Πάθος» οι Στωϊκοί φέρνουν λ.χ. την «Επιθυμία», δηλαδή την άλογο όρεξη, την οποία διακρίνουν στη συνέχεια σε «Σπάνη» (δηλαδή επιθυμία για ό,τι δεν μπορούμε να αποκτήσουμε), «Μίσος» (δηλαδή επιθυμία να συμβεί κακό σε άλλον), «Φιλονικία», «Θυμό» (δηλαδή επιθυμία αμέσου ανταποδόσεως / εκδικήσεως), «Πόθο» (επιθυμία για κάποιο εντυπωσιακό πρόσωπο), «Μήνι» (επιθυμία ετεροχρονισμένης εκδικήσεως) και «Κότο» (αυξανόμενο δηλαδή θυμό). Αλλά «Πάθη» είναι ο «Φόβος», δηλαδή η προσδοκία κακών, που με τη σειρά του διακρίνεται σε «Δείμα» (δηλ. τρόμο), «Όκνο» (φόβο αναλήψεως δράσεως), «Αισχύνη» (φόβο ντροπιάσματος), «Έκπληξι» (φόβο για το αναπάντεχο), «Θόρυβο» (φόβο που κόβει τη λαλιά) και «Αγωνία» (φόβο για το άγνωστο) και η «Ηδονή», δηλαδή η άλογος έπαρση από απόκτηση, που με τη σειρά της διακρίνεται σε «Διάχυσι» (κολακευτική δηλαδή ηδονή), «Επιχαιρεκακία» (ηδονή από τις συμφορές των άλλων) και «Κήλησις» (ακολασία, έκλυσις) και ο κατάλογος κλείνει με την «Λύπη», δηλαδή την άλογο αντίδραση της ψυχής, της οποίας ο Χρύσιππος παραθέτει 25 είδη της και ανάμεσά τους τον «Είλεο» (την άδικη δηλαδή λύπη), τον «Φθόνο» (την λύπη από τη θέα των αγαθών των άλλων), τον «Ζήλο» (δηλ. την ζήλεια), το «Άχθος» (λύπη όταν και οι άλλοι αποκτούν αυτά που εμείς έχουμε), το «Πένθος» (την παραλυτική λύπη), την «Ανία» (την λύπη που αυξάνει με τις σκέψεις) και την «Οδύνη» (βαριά λύπη).
ΤΑ ΑΔΙΑΦΟΡΑ, τέλος, είναι τα όσα, από μόνα τους, ούτε ωφελούν ούτε βλάπτουν την ηθική αξία του Ανθρώπου, πόσο μάλλον του φιλοσόφου. Ο πλούτος λ.χ. είναι προτιμώτερος από την φτώχεια αλλά δεν οφείλει να τον κατέχει υποχρεωτικώς ένα λογικό όν. Έχει αξία μόνον σε σχέση με την φτώχεια αλλά ουδεμία αξία σε σχέση με την Αρετή. Από τα «Αδιάφορα», τα λεγόμενα «ΠΡΟΗΓΜΕΝΑ», δηλαδή τα προτιμητέα είναι η Επιβίωση, η Φυσική Ομορφιά, η Υγεία, η Αποδοχή από τους Άλλους, η «Καλή» Υπόληψις, ο Πλούτος, οι Δεξιοτεχνίες, η Ευγενής Καταγωγή και η Απόλαυσις, τα δε «ΑΠΟΠΡΟΗΓΜΕΝΑ», δηλαδή τα μη προτιμητέα, είναι ο Θάνατος, η Ασχήμια, η Νόσος, η Απόρριψις, η “Κακή” Υπόληψις, η Πενία, η Αδεξιότης, η Ταπεινή Καταγωγή και η Οδύνη.
Επιλεγόμενα.
«Με όλη σου την ψυχή να ενεργείς το δίκαιο και να λέγεις την αλήθεια» -Μάρκος Αυρήλιος
Αυτά τα ολίγα για τον Στωϊκισμό και ελπίζω να έφερα κοντά στον μέσο αναγνώστη του blog, αν και εξαιρετικώς εν περιλήψει, τα υψηλά νοήματα και προτεινόμενα ενός μόνον τμήματος της φωτεινής και κολοσσιαίας ανθρωπιστικής Εθνικής μας Παραδόσεως, την οποία ποτέ, παρά τα γελοία διακηρυσσόμενα, δεν αξιώθηκε να ξεπεράσει κάποια άλλη πάνω σε τούτη την γή (και τι θα μπορούσε άλλωστε να προσθέσει κανείς σε μία Παράδοση που έχει εξαντλήσει όλες τις δυνατότητες της αναζητήσεως της Αληθείας;). Εκείνο που θα ήθελε πάντως να προκαλέσει, επιπροσθέτως, ο γράφων, με αυτή την σύντομη παρουσίαση της Φιλοσοφικής Σχολής του Στωϊκισμού, μίας μόνον, το επαναλαμβάνω, από τις πολλές και εξίσου υψηλές Σχολές της Εθνικής μας Παραδόσεως, είναι το να χρησιμοποιήσει εδώ και τώρα ο αναγνώστης την κρίση του για να απαντήσει στα κάτωθι ερωτήματα:
α) Γιατί δεν του τα έμαθαν όλα αυτά στα 12 χρόνια που εσπατάλησε στα θρανία της Βασικής και Μέσης Εκπαιδεύσεως, ενός Κράτους που στο όνομα τουλάχιστον αρέσκεται να παριστάνει ότι είναι «Ελληνικό», αλλ’αντιθέτως υπεχρεώθη να μάθει απέξω τους «προφήτες» του Έθνους του Ισραήλ ή το ποία τα... άμφια των παπάδων του κρατούντος δόγματος;
β) Ποιες, πολύ γνωστές και, το πιο ανατριχιαστικό, ΗΜΕΔΑΠΕΣ δυνάμεις ευθύνονται για το ότι αυτή η (υπνο) «παιδεία» που του εδόθη υπήρξε τέτοια, δηλαδή χαυνωτική, αλλότρια και απαξιωτική, τόσο για την κριτική σκέψη όσο και για την Εθνική Ελληνική Παράδοση;
Κοινό μυστικό του κάθε διανοητού είναι βεβαίως ότι κανείς δεν πείθει κανέναν αν ο άλλος δεν έχει ΗΔΗ δρομολογηθεί από μοναχός του για να τιμήσει την Θεά Πειθώ (ακόμη και η Θεά Αθηνά, στην «Ιλιάδα», αφήνει στον Αχιλλέα την ευθύνη να ακούσει ή όχι τις προτροπές της: «έρχομαι από τον Όλυμπο, ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ, άκουσέ με»). Ελπίζω συνεπώς να βοήθησα απλώς, τους, για την ώρα μειοψηφούντες, εκλεκτούς συνοδοιπόρους μου στον στέρεο και φωτεινό δρόμο των Ελλήνων, τους ήδη και εκ των ένδον αφυπνισθέντες, σε πείσμα των πάμπολλων παρωπιδοκατασκευαστών, σκοταδιστών, ασπαλάκων και απατεώνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου