ΒΙΒΛΙΟ Ε': Για την ηθική αρετή: Δικαιοσύνη
[1129a] [I] Περὶ δὲ δικαιοσύνης καὶ ἀδικίας σκεπτέον, περὶ ποίας τε τυγχάνουσιν οὖσαι πράξεις, καὶ ποία μεσότης ἐστὶν ἡ δικαιοσύνη, καὶ τὸ δίκαιον τίνων μέσον. ἡ δὲ σκέψις ἡμῖν ἔστω κατὰ τὴν αὐτὴν μέθοδον τοῖς προειρημένοις. ὁρῶμεν δὴ πάντας τὴν τοιαύτην ἕξιν βουλομένους λέγειν δικαιοσύνην, ἀφ᾽ ἧς πρακτικοὶ τῶν δικαίων εἰσὶ καὶ ἀφ᾽ ἧς δικαιοπραγοῦσι καὶ βούλονται τὰ δίκαια· τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον καὶ περὶ ἀδικίας, ἀφ᾽ ἧς ἀδικοῦσι καὶ βούλονται τὰ ἄδικα. διὸ καὶ ἡμῖν πρῶτον ὡς ἐν τύπῳ ὑποκείσθω ταῦτα.
Οὐδὲ γὰρ τὸν αὐτὸν ἔχει τρόπον ἐπί τε τῶν ἐπιστημῶν καὶ δυνάμεων καὶ ἐπὶ τῶν ἕξεων. δύναμις μὲν γὰρ καὶ ἐπιστήμη δοκεῖ τῶν ἐναντίων ἡ αὐτὴ εἶναι, ἕξις δ᾽ ἡ ἐναντία τῶν ἐναντίων οὔ, οἷον ἀπὸ τῆς ὑγιείας οὐ πράττεται τὰ ἐναντία, ἀλλὰ τὰ ὑγιεινὰ μόνον· λέγομεν γὰρ ὑγιεινῶς βαδίζειν, ὅταν βαδίζῃ ὡς ἂν ὁ ὑγιαίνων. πολλάκις μὲν οὖν γνωρίζεται ἡ ἐναντία ἕξις ἀπὸ τῆς ἐναντίας, πολλάκις δὲ αἱ ἕξεις ἀπὸ τῶν ὑποκειμένων· ἐάν τε γὰρ ἡ εὐεξία ᾖ φανερά, καὶ ἡ καχεξία φανερὰ γίνεται, καὶ ἐκ τῶν εὐεκτικῶν ἡ εὐεξία καὶ ἐκ ταύτης τὰ εὐεκτικά. εἰ γάρ ἐστιν ἡ εὐεξία πυκνότης σαρκός, ἀνάγκη καὶ τὴν καχεξίαν εἶναι μανότητα σαρκὸς καὶ τὸ εὐεκτικὸν τὸ ποιητικὸν πυκνότητος ἐν σαρκί. ἀκολουθεῖ δ᾽ ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, ἐὰν θάτερον πλεοναχῶς λέγηται, καὶ θάτερον πλεοναχῶς λέγεσθαι, οἷον εἰ τὸ δίκαιον, καὶ τὸ ἄδικον. ἔοικε δὲ πλεοναχῶς λέγεσθαι ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ἀδικία, ἀλλὰ διὰ τὸ σύνεγγυς εἶναι τὴν ὁμωνυμίαν αὐτῶν λανθάνει καὶ οὐχ ὥσπερ ἐπὶ τῶν πόρρω δήλη μᾶλλον, (ἡ γὰρ διαφορὰ πολλὴ ἡ κατὰ τὴν ἰδέαν) οἷον ὅτι καλεῖται κλεὶς ὁμωνύμως ἥ τε ὑπὸ τὸν αὐχένα τῶν ζῴων καὶ ᾗ τὰς θύρας κλείουσιν. εἰλήφθω δὴ ὁ ἄδικος ποσαχῶς λέγεται. δοκεῖ δὴ ὅ τε παράνομος ἄδικος εἶναι καὶ ὁ πλεονέκτης καὶ ἄνισος, ὥστε δῆλον ὅτι καὶ [ὁ] δίκαιος ἔσται ὅ τε νόμιμος καὶ ὁ ἴσος. τὸ μὲν δίκαιον ἄρα τὸ νόμιμον καὶ τὸ ἴσον, τὸ
[1129b] δ᾽ ἄδικον τὸ παράνομον καὶ τὸ ἄνισον. ἐπεὶ δὲ πλεονέκτης ὁ ἄδικος, περὶ τἀγαθὰ ἔσται, οὐ πάντα, ἀλλὰ περὶ ὅσα εὐτυχία καὶ ἀτυχία, ἃ ἐστὶ μὲν ἁπλῶς ἀεὶ ἀγαθά, τινὶ δ᾽ οὐκ ἀεί. οἱ δ᾽ ἄνθρωποι ταῦτα εὔχονται καὶ διώκουσιν· δεῖ δ᾽ οὔ, ἀλλ᾽ εὔχεσθαι μὲν τὰ ἁπλῶς ἀγαθὰ καὶ αὑτοῖς ἀγαθὰ εἶναι, αἱρεῖσθαι δὲ τὰ αὑτοῖς ἀγαθά. ὁ δ᾽ ἄδικος οὐκ ἀεὶ τὸ πλέον αἱρεῖται, ἀλλὰ καὶ τὸ ἔλαττον ἐπὶ τῶν ἁπλῶς κακῶν· ἀλλ᾽ ὅτι δοκεῖ καὶ τὸ μεῖον κακὸν ἀγαθόν πως εἶναι, τοῦ δ᾽ ἀγαθοῦ ἐστὶν ἡ πλεονεξία, διὰ τοῦτο δοκεῖ πλεονέκτης εἶναι. ἔστι δ᾽ ἄνισος· τοῦτο γὰρ περιέχει καὶ κοινόν.
***
[1129a] [1] Ενσχέσει με τη δικαιοσύνη και την αδικία πρέπει να εξετάσουμε α) μέσα σε τί είδους πράξεις κάνουν την εμφάνισή τους, β) τί είδους μεσότητα είναι η δικαιοσύνη, γ) ανάμεσα σε ποιά άκρα είναι μεσότητα η δικαιοσύνη. Η έρευνά μας θα πρέπει να ακολουθήσει τη μέθοδο που εφαρμόσαμε και στις συζητήσεις που έχουμε κάνει ως τώρα.
Βλέπουμε λοιπόν ότι όλοι οι άνθρωποι λέγοντας «δικαιοσύνη» εννοούν εκείνη την έξη που α) τους κάνει να έχουν την τάση και την ικανότητα να πράττουν ό,τι είναι δίκαιο, β) χάρη στην οποία πράττουν το δίκαιο, και γ) χάρη στην οποία θέλουν ό,τι είναι δίκαιο. Το ίδιο και για την αδικία: λέγοντας «αδικία» εννοούν την έξη που τους κάνει να πράττουν το άδικο και να θέλουν ό,τι είναι άδικο. Και εμείς λοιπόν —κατά συνέπεια— ας ξεκινήσουμε βάζοντας ως βάση για τη συζήτησή μας την κοινή αυτή παραδοχή.
Και ούτε, φυσικά, συμβαίνει το ίδιο πράγμα με τις επιστήμες και τις δυνάμεις/ιδιότητες από τη μια μεριά και τις έξεις από την άλλη. Πραγματικά, κάθε δύναμη/ιδιότητα και κάθε επιστήμη θεωρείται —η καθεμιά τους— ότι σχετίζεται με αντίθετα μεταξύ τους πράγματα, η έξη όμως που είναι μία από δύο αντίθετες δεν παράγει ποτέ τα αντίθετα σ᾽ αυτήν αποτελέσματα. Παράδειγμα: η υγεία δεν οδηγεί ποτέ σε πράξεις που είναι αντίθετες προς ό,τι είναι υγιεινό, αλλά μόνο σε ό,τι είναι υγιεινό· λέμε, πράγματι, για έναν άνθρωπο ότι βαδίζει υγιεινά, αν βαδίζει όπως θα βάδιζε ένας υγιής άνθρωπος.
Σε πολλές λοιπόν περιπτώσεις μια έξη μάς γίνεται γνωστή και σαφής από την αντίθετή της, και σε πολλές επίσης περιπτώσεις οι έξεις μάς γίνονται γνωστές και σαφείς από όλα αυτά που αποτελούν πραγμάτωσή τους. Αν ξέρουμε, πράγματι, τί είναι η ευεξία, ξέρουμε και τί είναι η καχεξία, όπως και από όλα όσα αποτελούν πραγμάτωσή της ευεξίας ξέρουμε τί είναι η ευεξία, και από αυτήν όλα όσα αποτελούν πραγμάτωσή της. Αν, πράγματι, η ευεξία είναι η σφιχτή και πυκνή σάρκα, υποχρεωτικά η καχεξία θα είναι η μαλακή και χαλαρή σάρκα· επίσης: πραγμάτωση της ευεξίας θα είναι η πυκνότητα της σάρκας.
Στις περισσότερες περιπτώσεις ισχύει για τις έξεις και τούτο: αν το ένα από τα δύο αντίθετα λέγεται με περισσότερες σημασίες, με περισσότερες σημασίες λέγεται και το άλλο. Παράδειγμα: Αν η λέξη «δίκαιο» λέγεται με περισσότερες σημασίες, τότε και η λέξη «αδικία».
Η «δικαιοσύνη», τώρα, και η «αδικία» είναι λέξεις με περισσότερες σημασίες, καθώς όμως οι διαφορετικές αυτές σημασίες βρίσκονται πολύ κοντά η μια στην άλλη, μένουν απαρατήρητες κάτω από την κοινή λέξη και δεν γίνονται τόσο φανερές όσο στις περιπτώσεις που η μεταξύ τους απόσταση είναι μεγάλη, όπως γίνεται επιπαραδείγματι (εδώ, πράγματι, υπάρχει μεγάλη διαφορά στην εξωτερική μορφή) με τη χρήση της λέξης κλειδί για το κόκαλο των ζώων που βρίσκεται κάτω από τον αυχένα τους και για το όργανο με το οποίο κλείνουμε τις πόρτες. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν την κουβέντα μας με τις ποικίλες σημασίες της φράσης «αυτός ο άνθρωπος είναι άδικος».
Κατά την κοινή λοιπόν αντίληψη άδικος είναι και ο άνθρωπος που παραβαίνει τον νόμο, αλλά και ο πλεονέκτης, που περιφρονεί το ισομοίρασμα των αγαθών. Γίνεται έτσι φανερό ότι δίκαιος θα είναι ο άνθρωπος που σέβεται τον νόμο και το ισομοίρασμα των αγαθών. Το δίκαιο, επομένως, είναι η νομιμότητα και η ισότητα,
[1129b] ενώ το άδικο είναι η παράβαση του νόμου και η ανισότητα.
Δεδομένου ότι ο άδικος είναι πλεονέκτης, θα είναι άδικος ενσχέσει με τα αγαθά — όχι βέβαια ενσχέσει με όλα, αλλά ενσχέσει με αυτά που εξαρτώνται από την καλή ή την κακή τύχη: αγαθά που αυτά καθεαυτά είναι πάντοτε αγαθά, για ένα συγκεκριμένο όμως άτομο δεν είναι πάντοτε αγαθά. Αυτά τα αγαθά εύχονται οι άνθρωποι για τον εαυτό τους και αυτά επιδιώκουν, μολονότι δεν θα έπρεπε: εκείνο που θα έπρεπε να κάνουν είναι να εύχονται, τα πράγματα που είναι αυτά καθεαυτά αγαθά να είναι αγαθά και γι᾽ αυτούς, και ύστερα να επιλέγουν αυτά που είναι αγαθά γι᾽ αυτούς τους ίδιους. Ο άδικος, πάντως, άνθρωπος δεν επιλέγει για τον εαυτό του πάντοτε το περισσότερο, αλλά και το λιγότερο: είναι η περίπτωση των πραγμάτων που είναι αυτά καθεαυτά κακά· επειδή, ωστόσο, και το λιγότερο κακό θεωρείται κατά κάποιο τρόπο αγαθό και η πλεονεξία έχει να κάνει με το αγαθό, γι᾽ αυτό και ο άνθρωπος αυτός θεωρείται πλεονέκτης. Τον άνθρωπο αυτόν τον διακρίνει η ανισότητα, μια λέξη, στην πραγματικότητα, με ευρεία σημασία, κοινή και για τις δύο περιπτώσεις.
[1129a] [I] Περὶ δὲ δικαιοσύνης καὶ ἀδικίας σκεπτέον, περὶ ποίας τε τυγχάνουσιν οὖσαι πράξεις, καὶ ποία μεσότης ἐστὶν ἡ δικαιοσύνη, καὶ τὸ δίκαιον τίνων μέσον. ἡ δὲ σκέψις ἡμῖν ἔστω κατὰ τὴν αὐτὴν μέθοδον τοῖς προειρημένοις. ὁρῶμεν δὴ πάντας τὴν τοιαύτην ἕξιν βουλομένους λέγειν δικαιοσύνην, ἀφ᾽ ἧς πρακτικοὶ τῶν δικαίων εἰσὶ καὶ ἀφ᾽ ἧς δικαιοπραγοῦσι καὶ βούλονται τὰ δίκαια· τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον καὶ περὶ ἀδικίας, ἀφ᾽ ἧς ἀδικοῦσι καὶ βούλονται τὰ ἄδικα. διὸ καὶ ἡμῖν πρῶτον ὡς ἐν τύπῳ ὑποκείσθω ταῦτα.
Οὐδὲ γὰρ τὸν αὐτὸν ἔχει τρόπον ἐπί τε τῶν ἐπιστημῶν καὶ δυνάμεων καὶ ἐπὶ τῶν ἕξεων. δύναμις μὲν γὰρ καὶ ἐπιστήμη δοκεῖ τῶν ἐναντίων ἡ αὐτὴ εἶναι, ἕξις δ᾽ ἡ ἐναντία τῶν ἐναντίων οὔ, οἷον ἀπὸ τῆς ὑγιείας οὐ πράττεται τὰ ἐναντία, ἀλλὰ τὰ ὑγιεινὰ μόνον· λέγομεν γὰρ ὑγιεινῶς βαδίζειν, ὅταν βαδίζῃ ὡς ἂν ὁ ὑγιαίνων. πολλάκις μὲν οὖν γνωρίζεται ἡ ἐναντία ἕξις ἀπὸ τῆς ἐναντίας, πολλάκις δὲ αἱ ἕξεις ἀπὸ τῶν ὑποκειμένων· ἐάν τε γὰρ ἡ εὐεξία ᾖ φανερά, καὶ ἡ καχεξία φανερὰ γίνεται, καὶ ἐκ τῶν εὐεκτικῶν ἡ εὐεξία καὶ ἐκ ταύτης τὰ εὐεκτικά. εἰ γάρ ἐστιν ἡ εὐεξία πυκνότης σαρκός, ἀνάγκη καὶ τὴν καχεξίαν εἶναι μανότητα σαρκὸς καὶ τὸ εὐεκτικὸν τὸ ποιητικὸν πυκνότητος ἐν σαρκί. ἀκολουθεῖ δ᾽ ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, ἐὰν θάτερον πλεοναχῶς λέγηται, καὶ θάτερον πλεοναχῶς λέγεσθαι, οἷον εἰ τὸ δίκαιον, καὶ τὸ ἄδικον. ἔοικε δὲ πλεοναχῶς λέγεσθαι ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ἀδικία, ἀλλὰ διὰ τὸ σύνεγγυς εἶναι τὴν ὁμωνυμίαν αὐτῶν λανθάνει καὶ οὐχ ὥσπερ ἐπὶ τῶν πόρρω δήλη μᾶλλον, (ἡ γὰρ διαφορὰ πολλὴ ἡ κατὰ τὴν ἰδέαν) οἷον ὅτι καλεῖται κλεὶς ὁμωνύμως ἥ τε ὑπὸ τὸν αὐχένα τῶν ζῴων καὶ ᾗ τὰς θύρας κλείουσιν. εἰλήφθω δὴ ὁ ἄδικος ποσαχῶς λέγεται. δοκεῖ δὴ ὅ τε παράνομος ἄδικος εἶναι καὶ ὁ πλεονέκτης καὶ ἄνισος, ὥστε δῆλον ὅτι καὶ [ὁ] δίκαιος ἔσται ὅ τε νόμιμος καὶ ὁ ἴσος. τὸ μὲν δίκαιον ἄρα τὸ νόμιμον καὶ τὸ ἴσον, τὸ
[1129b] δ᾽ ἄδικον τὸ παράνομον καὶ τὸ ἄνισον. ἐπεὶ δὲ πλεονέκτης ὁ ἄδικος, περὶ τἀγαθὰ ἔσται, οὐ πάντα, ἀλλὰ περὶ ὅσα εὐτυχία καὶ ἀτυχία, ἃ ἐστὶ μὲν ἁπλῶς ἀεὶ ἀγαθά, τινὶ δ᾽ οὐκ ἀεί. οἱ δ᾽ ἄνθρωποι ταῦτα εὔχονται καὶ διώκουσιν· δεῖ δ᾽ οὔ, ἀλλ᾽ εὔχεσθαι μὲν τὰ ἁπλῶς ἀγαθὰ καὶ αὑτοῖς ἀγαθὰ εἶναι, αἱρεῖσθαι δὲ τὰ αὑτοῖς ἀγαθά. ὁ δ᾽ ἄδικος οὐκ ἀεὶ τὸ πλέον αἱρεῖται, ἀλλὰ καὶ τὸ ἔλαττον ἐπὶ τῶν ἁπλῶς κακῶν· ἀλλ᾽ ὅτι δοκεῖ καὶ τὸ μεῖον κακὸν ἀγαθόν πως εἶναι, τοῦ δ᾽ ἀγαθοῦ ἐστὶν ἡ πλεονεξία, διὰ τοῦτο δοκεῖ πλεονέκτης εἶναι. ἔστι δ᾽ ἄνισος· τοῦτο γὰρ περιέχει καὶ κοινόν.
***
[1129a] [1] Ενσχέσει με τη δικαιοσύνη και την αδικία πρέπει να εξετάσουμε α) μέσα σε τί είδους πράξεις κάνουν την εμφάνισή τους, β) τί είδους μεσότητα είναι η δικαιοσύνη, γ) ανάμεσα σε ποιά άκρα είναι μεσότητα η δικαιοσύνη. Η έρευνά μας θα πρέπει να ακολουθήσει τη μέθοδο που εφαρμόσαμε και στις συζητήσεις που έχουμε κάνει ως τώρα.
Βλέπουμε λοιπόν ότι όλοι οι άνθρωποι λέγοντας «δικαιοσύνη» εννοούν εκείνη την έξη που α) τους κάνει να έχουν την τάση και την ικανότητα να πράττουν ό,τι είναι δίκαιο, β) χάρη στην οποία πράττουν το δίκαιο, και γ) χάρη στην οποία θέλουν ό,τι είναι δίκαιο. Το ίδιο και για την αδικία: λέγοντας «αδικία» εννοούν την έξη που τους κάνει να πράττουν το άδικο και να θέλουν ό,τι είναι άδικο. Και εμείς λοιπόν —κατά συνέπεια— ας ξεκινήσουμε βάζοντας ως βάση για τη συζήτησή μας την κοινή αυτή παραδοχή.
Και ούτε, φυσικά, συμβαίνει το ίδιο πράγμα με τις επιστήμες και τις δυνάμεις/ιδιότητες από τη μια μεριά και τις έξεις από την άλλη. Πραγματικά, κάθε δύναμη/ιδιότητα και κάθε επιστήμη θεωρείται —η καθεμιά τους— ότι σχετίζεται με αντίθετα μεταξύ τους πράγματα, η έξη όμως που είναι μία από δύο αντίθετες δεν παράγει ποτέ τα αντίθετα σ᾽ αυτήν αποτελέσματα. Παράδειγμα: η υγεία δεν οδηγεί ποτέ σε πράξεις που είναι αντίθετες προς ό,τι είναι υγιεινό, αλλά μόνο σε ό,τι είναι υγιεινό· λέμε, πράγματι, για έναν άνθρωπο ότι βαδίζει υγιεινά, αν βαδίζει όπως θα βάδιζε ένας υγιής άνθρωπος.
Σε πολλές λοιπόν περιπτώσεις μια έξη μάς γίνεται γνωστή και σαφής από την αντίθετή της, και σε πολλές επίσης περιπτώσεις οι έξεις μάς γίνονται γνωστές και σαφείς από όλα αυτά που αποτελούν πραγμάτωσή τους. Αν ξέρουμε, πράγματι, τί είναι η ευεξία, ξέρουμε και τί είναι η καχεξία, όπως και από όλα όσα αποτελούν πραγμάτωσή της ευεξίας ξέρουμε τί είναι η ευεξία, και από αυτήν όλα όσα αποτελούν πραγμάτωσή της. Αν, πράγματι, η ευεξία είναι η σφιχτή και πυκνή σάρκα, υποχρεωτικά η καχεξία θα είναι η μαλακή και χαλαρή σάρκα· επίσης: πραγμάτωση της ευεξίας θα είναι η πυκνότητα της σάρκας.
Στις περισσότερες περιπτώσεις ισχύει για τις έξεις και τούτο: αν το ένα από τα δύο αντίθετα λέγεται με περισσότερες σημασίες, με περισσότερες σημασίες λέγεται και το άλλο. Παράδειγμα: Αν η λέξη «δίκαιο» λέγεται με περισσότερες σημασίες, τότε και η λέξη «αδικία».
Η «δικαιοσύνη», τώρα, και η «αδικία» είναι λέξεις με περισσότερες σημασίες, καθώς όμως οι διαφορετικές αυτές σημασίες βρίσκονται πολύ κοντά η μια στην άλλη, μένουν απαρατήρητες κάτω από την κοινή λέξη και δεν γίνονται τόσο φανερές όσο στις περιπτώσεις που η μεταξύ τους απόσταση είναι μεγάλη, όπως γίνεται επιπαραδείγματι (εδώ, πράγματι, υπάρχει μεγάλη διαφορά στην εξωτερική μορφή) με τη χρήση της λέξης κλειδί για το κόκαλο των ζώων που βρίσκεται κάτω από τον αυχένα τους και για το όργανο με το οποίο κλείνουμε τις πόρτες. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν την κουβέντα μας με τις ποικίλες σημασίες της φράσης «αυτός ο άνθρωπος είναι άδικος».
Κατά την κοινή λοιπόν αντίληψη άδικος είναι και ο άνθρωπος που παραβαίνει τον νόμο, αλλά και ο πλεονέκτης, που περιφρονεί το ισομοίρασμα των αγαθών. Γίνεται έτσι φανερό ότι δίκαιος θα είναι ο άνθρωπος που σέβεται τον νόμο και το ισομοίρασμα των αγαθών. Το δίκαιο, επομένως, είναι η νομιμότητα και η ισότητα,
[1129b] ενώ το άδικο είναι η παράβαση του νόμου και η ανισότητα.
Δεδομένου ότι ο άδικος είναι πλεονέκτης, θα είναι άδικος ενσχέσει με τα αγαθά — όχι βέβαια ενσχέσει με όλα, αλλά ενσχέσει με αυτά που εξαρτώνται από την καλή ή την κακή τύχη: αγαθά που αυτά καθεαυτά είναι πάντοτε αγαθά, για ένα συγκεκριμένο όμως άτομο δεν είναι πάντοτε αγαθά. Αυτά τα αγαθά εύχονται οι άνθρωποι για τον εαυτό τους και αυτά επιδιώκουν, μολονότι δεν θα έπρεπε: εκείνο που θα έπρεπε να κάνουν είναι να εύχονται, τα πράγματα που είναι αυτά καθεαυτά αγαθά να είναι αγαθά και γι᾽ αυτούς, και ύστερα να επιλέγουν αυτά που είναι αγαθά γι᾽ αυτούς τους ίδιους. Ο άδικος, πάντως, άνθρωπος δεν επιλέγει για τον εαυτό του πάντοτε το περισσότερο, αλλά και το λιγότερο: είναι η περίπτωση των πραγμάτων που είναι αυτά καθεαυτά κακά· επειδή, ωστόσο, και το λιγότερο κακό θεωρείται κατά κάποιο τρόπο αγαθό και η πλεονεξία έχει να κάνει με το αγαθό, γι᾽ αυτό και ο άνθρωπος αυτός θεωρείται πλεονέκτης. Τον άνθρωπο αυτόν τον διακρίνει η ανισότητα, μια λέξη, στην πραγματικότητα, με ευρεία σημασία, κοινή και για τις δύο περιπτώσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου