«Το μόνο πράγμα για το οποίο μπορεί να είμαστε ένοχοι είναι να υποχωρήσουμε μπροστά στην επιθυμία μας» –Λακάν
Στην εποχή μας έχουμε απεριόριστες δυνατότητες να συγκρινόμαστε με τους άλλους. Αυτό είναι το χειρότερο δηλητήριο για την αυτοπεποίθηση. Στο Facebook ή στο Instagram πάντα θα υπάρχουν, φαινομενικά τουλάχιστον, άνθρωποι πιο όμορφοι, πιο πλούσιοι, πιο καλλιεργημένοι, πιο συνδεδεμένοι, πιο δεσμευμένοι από εμάς, άνθρωποι που η ζωή τους είναι πιο ωραία από τη δική μας.
Οι γονείς μας δεν είχαν αυτό το πρόβλημα: δεν μπορούσαν να κάνουν κακό στον εαυτό τους τόσο εύκολα. Δεν μπορούσαν να δουν από τον καναπέ τους την παρέλαση εικόνων ευτυχίας και επιτυχίας των άλλων. Συγκρίνονταν μόνο με τους οικείους τους: οι άγνωστοι παρέμεναν άγνωστοι, οι πληροφορίες πολύ μακρινές και οι διασημότητες απρόσιτες.
Η σύγκριση δεν μπορούσε να γίνει παρά μόνο στον περίγυρο, ανάμεσα σε άτομα που συνήθως ανήκαν στον ίδιο κόσμο. Σήμερα όλα έχουν αλλάξει. Κρινόμαστε διαρκώς σε διάφορα κοινωνικά περιβάλλοντα, από τη μια άκρη της χώρας ή του κόσμου στην άλλη. Πρόκειται για μια ανεξάντλητη πηγή αναστάτωσης. Και το χειρότερο είναι ότι κρινόμαστε με κριτήριο στοιχεία τα οποία πολύ συχνά έχουν υποστεί επεξεργασία και γνωρίζουν μεγάλη προβολή και συνεπώς δυνητικά πιθανόν να είναι ψεύτικα.
Έτσι είναι βέβαιο ότι πάντα θα είμαστε χαμένοι. Η σύγκριση μας επιβεβαιώνει ότι δεν είμαστε καλοί, χωρίς όμως να μας μαθαίνει πώς θα γίνουμε καλύτεροι. Μας πληγώνει χωρίς να μας εκπαιδεύει. Πράγματι, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν συγκρίνουμε δύο πραγματικότητες ανάλογα με οριστικά και αντικειμενικά κριτήρια.
Συγκρίνουμε τη δική μας πραγματικότητα – την οποία γνωρίζουμε και δεν την απαλύνουμε όταν τη φέρνουμε στο προσκήνιο – με αυτό που δείχνουν οι άλλοι για τον εαυτό τους. Δεν έχει σημασία ότι ξέρουμε πως οι εικόνες της ζωής των άλλων που δημοσιεύονται στο Instagram ή στο Facebook περνούν από επεξεργασία, διορθώνονται, επιλέγονται. Παραμένουν «πραγματικές» κι εμείς δεν μπορούμε να σταματήσουμε να τις συγκρίνουμε με τη δική μας ζωή.
Είναι μια επίθεση, μια πηγή χειραγώγησης γεμάτη ναρκισσιστικές πληγές. Ακούμε διαρκώς για τα It-girls, τα γοητευτικά, επιθυμητά κορίτσια με τους εκατομμύρια followers, διαβάζουμε το ημερολόγιο της ονειρεμένης ζωής τους –ακόμα κι αν στην πραγματικότητα η ζωή τους είναι ελάχιστα ζηλευτή, ενώ αρκετές από αυτές έχουν αποπειραθεί ν’ αυτοκτονήσουν– και συνεχίζουμε να πιστεύουμε όσα βλέπουμε.
Το ίδιο συμβαίνει και με τις φωτογραφίες των μοντέλων στα περιοδικά: παρόλο που όλοι ξέρουμε ότι έχουν υποστεί επεξεργασία, αυτό δεν μας εμποδίζει να τις συγκρίνουμε με τα δικά μας ατελή σώματα. Βομβαρδιζόμαστε με εικόνες που μας λένε, περισσότερο ή λιγότερο έμμεσα, ότι εμείς ταξιδεύουμε λιγότερο, κερδίζουμε λιγότερα χρήματα, πηγαίνουμε σε λιγότερο όμορφα μέρη και συναναστρεφόμαστε λιγότερο ενδιαφέροντες ανθρώπους, ότι έχουμε μια λιγότερο ολοκληρωμένη ζωή από τους άλλους, τους «φίλους», τους followers που γνωρίζουμε από κοντά ή από πολύ μακριά.
Φυσικά είναι μόνο εικόνες, όμως τις βλέπουμε κάθε μέρα κι έχουν ένα μέρος αλήθειας. Αρκεί μια στιγμή κούρασης, μιας περαστικής δυσκολίας, για να μας καταβάλει. Αυτό το δηλητήριο είναι τόσο δυνατό, που μπορεί να ξυπνήσει τις πληγές της παιδικής ηλικίας που ευθύνονται για την έλλειψη αυτοπεποίθησης: η εντύπωση ότι οι γονείς μας μας υποτιμούσαν σε σχέση με τα αδέλφια μας, ότι μας απέρριψε ένας εραστής που προτίμησε άλλο πρόσωπο, ότι ντρεπόμασταν που ήμασταν τελευταίοι στην τάξη…
Το σχολείο ευνοεί την κατάταξη, την αξιολόγηση και ξέρει να ενσταλάζει το δηλητήριο της σύγκρισης ακόμα και από τις πολύ μικρές ηλικίες. Εμφυσά στα παιδιά την ιδέα ότι η αξία τους μετριέται όχι αναφορικά με τα ίδια, αλλά σε σχέση με τα υπόλοιπα, σαν να βρίσκουμε ικανοποίηση μάλλον ξεπερνώντας τους άλλους παρά όντας ολοκληρωμένοι οι ίδιοι. Σε όλες αυτές τις σκηνές της παιδικής ηλικίας η σύγκριση ήταν βασανιστική.
Το γεγονός ότι συγκρινόμαστε μας απομακρύνει από την αλήθεια της ύπαρξής μας. Είμαστε όλοι μοναδικοί. Η αξία μας είναι απόλυτη κι όχι σχετική με την αξία των άλλων. Καθένας από εμάς είναι αυτό που είναι. Είμαστε όλοι μοναδικά διαμάντια. Μπορούμε να συγκρίνουμε κάποια από τα κοινωνικά επιτεύγματά μας, όμως η λάμψη ενός μοναδικού διαμαντιού δεν μπορεί να συγκριθεί με κανένα άλλο.
Αν αναγνωρίσουμε τη μοναδικότητά μας, παίρνουμε απόσταση από την έννοια της σύγκρισης. Άλλωστε, μπορούμε να συγκρίνουμε μόνο πράγματα που μοιάζουν: καμία μοναδικότητα δεν μοιάζει με άλλη. Με άλλα λόγια, η σύγκριση ανάμεσα σε δύο άτομα δεν έχει κανένα νόημα.
Στην εποχή μας έχουμε απεριόριστες δυνατότητες να συγκρινόμαστε με τους άλλους. Αυτό είναι το χειρότερο δηλητήριο για την αυτοπεποίθηση. Στο Facebook ή στο Instagram πάντα θα υπάρχουν, φαινομενικά τουλάχιστον, άνθρωποι πιο όμορφοι, πιο πλούσιοι, πιο καλλιεργημένοι, πιο συνδεδεμένοι, πιο δεσμευμένοι από εμάς, άνθρωποι που η ζωή τους είναι πιο ωραία από τη δική μας.
Οι γονείς μας δεν είχαν αυτό το πρόβλημα: δεν μπορούσαν να κάνουν κακό στον εαυτό τους τόσο εύκολα. Δεν μπορούσαν να δουν από τον καναπέ τους την παρέλαση εικόνων ευτυχίας και επιτυχίας των άλλων. Συγκρίνονταν μόνο με τους οικείους τους: οι άγνωστοι παρέμεναν άγνωστοι, οι πληροφορίες πολύ μακρινές και οι διασημότητες απρόσιτες.
Η σύγκριση δεν μπορούσε να γίνει παρά μόνο στον περίγυρο, ανάμεσα σε άτομα που συνήθως ανήκαν στον ίδιο κόσμο. Σήμερα όλα έχουν αλλάξει. Κρινόμαστε διαρκώς σε διάφορα κοινωνικά περιβάλλοντα, από τη μια άκρη της χώρας ή του κόσμου στην άλλη. Πρόκειται για μια ανεξάντλητη πηγή αναστάτωσης. Και το χειρότερο είναι ότι κρινόμαστε με κριτήριο στοιχεία τα οποία πολύ συχνά έχουν υποστεί επεξεργασία και γνωρίζουν μεγάλη προβολή και συνεπώς δυνητικά πιθανόν να είναι ψεύτικα.
Έτσι είναι βέβαιο ότι πάντα θα είμαστε χαμένοι. Η σύγκριση μας επιβεβαιώνει ότι δεν είμαστε καλοί, χωρίς όμως να μας μαθαίνει πώς θα γίνουμε καλύτεροι. Μας πληγώνει χωρίς να μας εκπαιδεύει. Πράγματι, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν συγκρίνουμε δύο πραγματικότητες ανάλογα με οριστικά και αντικειμενικά κριτήρια.
Συγκρίνουμε τη δική μας πραγματικότητα – την οποία γνωρίζουμε και δεν την απαλύνουμε όταν τη φέρνουμε στο προσκήνιο – με αυτό που δείχνουν οι άλλοι για τον εαυτό τους. Δεν έχει σημασία ότι ξέρουμε πως οι εικόνες της ζωής των άλλων που δημοσιεύονται στο Instagram ή στο Facebook περνούν από επεξεργασία, διορθώνονται, επιλέγονται. Παραμένουν «πραγματικές» κι εμείς δεν μπορούμε να σταματήσουμε να τις συγκρίνουμε με τη δική μας ζωή.
Είναι μια επίθεση, μια πηγή χειραγώγησης γεμάτη ναρκισσιστικές πληγές. Ακούμε διαρκώς για τα It-girls, τα γοητευτικά, επιθυμητά κορίτσια με τους εκατομμύρια followers, διαβάζουμε το ημερολόγιο της ονειρεμένης ζωής τους –ακόμα κι αν στην πραγματικότητα η ζωή τους είναι ελάχιστα ζηλευτή, ενώ αρκετές από αυτές έχουν αποπειραθεί ν’ αυτοκτονήσουν– και συνεχίζουμε να πιστεύουμε όσα βλέπουμε.
Το ίδιο συμβαίνει και με τις φωτογραφίες των μοντέλων στα περιοδικά: παρόλο που όλοι ξέρουμε ότι έχουν υποστεί επεξεργασία, αυτό δεν μας εμποδίζει να τις συγκρίνουμε με τα δικά μας ατελή σώματα. Βομβαρδιζόμαστε με εικόνες που μας λένε, περισσότερο ή λιγότερο έμμεσα, ότι εμείς ταξιδεύουμε λιγότερο, κερδίζουμε λιγότερα χρήματα, πηγαίνουμε σε λιγότερο όμορφα μέρη και συναναστρεφόμαστε λιγότερο ενδιαφέροντες ανθρώπους, ότι έχουμε μια λιγότερο ολοκληρωμένη ζωή από τους άλλους, τους «φίλους», τους followers που γνωρίζουμε από κοντά ή από πολύ μακριά.
Φυσικά είναι μόνο εικόνες, όμως τις βλέπουμε κάθε μέρα κι έχουν ένα μέρος αλήθειας. Αρκεί μια στιγμή κούρασης, μιας περαστικής δυσκολίας, για να μας καταβάλει. Αυτό το δηλητήριο είναι τόσο δυνατό, που μπορεί να ξυπνήσει τις πληγές της παιδικής ηλικίας που ευθύνονται για την έλλειψη αυτοπεποίθησης: η εντύπωση ότι οι γονείς μας μας υποτιμούσαν σε σχέση με τα αδέλφια μας, ότι μας απέρριψε ένας εραστής που προτίμησε άλλο πρόσωπο, ότι ντρεπόμασταν που ήμασταν τελευταίοι στην τάξη…
Το σχολείο ευνοεί την κατάταξη, την αξιολόγηση και ξέρει να ενσταλάζει το δηλητήριο της σύγκρισης ακόμα και από τις πολύ μικρές ηλικίες. Εμφυσά στα παιδιά την ιδέα ότι η αξία τους μετριέται όχι αναφορικά με τα ίδια, αλλά σε σχέση με τα υπόλοιπα, σαν να βρίσκουμε ικανοποίηση μάλλον ξεπερνώντας τους άλλους παρά όντας ολοκληρωμένοι οι ίδιοι. Σε όλες αυτές τις σκηνές της παιδικής ηλικίας η σύγκριση ήταν βασανιστική.
Το γεγονός ότι συγκρινόμαστε μας απομακρύνει από την αλήθεια της ύπαρξής μας. Είμαστε όλοι μοναδικοί. Η αξία μας είναι απόλυτη κι όχι σχετική με την αξία των άλλων. Καθένας από εμάς είναι αυτό που είναι. Είμαστε όλοι μοναδικά διαμάντια. Μπορούμε να συγκρίνουμε κάποια από τα κοινωνικά επιτεύγματά μας, όμως η λάμψη ενός μοναδικού διαμαντιού δεν μπορεί να συγκριθεί με κανένα άλλο.
Αν αναγνωρίσουμε τη μοναδικότητά μας, παίρνουμε απόσταση από την έννοια της σύγκρισης. Άλλωστε, μπορούμε να συγκρίνουμε μόνο πράγματα που μοιάζουν: καμία μοναδικότητα δεν μοιάζει με άλλη. Με άλλα λόγια, η σύγκριση ανάμεσα σε δύο άτομα δεν έχει κανένα νόημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου