ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
ἆρ᾽ ἐξέλαμψε τῶν γυναικῶν ἡ τρυφὴ
χὠ τυμπανισμὸς χοἰ πυκνοὶ Σαβάζιοι,
ὅ τ᾽ Ἀδωνιασμὸς οὗτος οὑπὶ τῶν τεγῶν,
390 οὗ ᾽γώ ποτ᾽ ὢν ἤκουον ἐν τἠκκλησίᾳ;
ἔλεγεν ὁ μὴ ὥρασι μὲν Δημόστρατος
πλεῖν εἰς Σικελίαν, ἡ γυνὴ δ᾽ ὀρχουμένη
«αἰαῖ Ἄδωνιν» φησίν. ὁ δὲ Δημόστρατος
ἔλεγεν ὁπλίτας καταλέγειν Ζακυνθίων,
395 ἡ δ᾽ ὑποπεπωκυῖ᾽ ἡ γυνὴ ᾽πὶ τοῦ τέγους
«κόπτεσθ᾽ Ἄδωνιν» φησίν. ὁ δ᾽ ἐβιάζετο,
ὁ θεοῖσιν ἐχθρὸς καὶ μιαρὸς Χολοζύγης.
τοιαῦτ᾽ ἀπ᾽ αὐτῶν ἐστιν ἀκολαστήματα.
Χ. ΓΕ. τί δῆτ᾽ ἄν, εἰ πύθοιο καὶ τὴν τῶνδ᾽ ὕβριν;
400 αἳ τἄλλα θ᾽ ὑβρίκασι κἀκ τῶν καλπίδων
ἔλουσαν ἡμᾶς, ὥστε θαἰματίδια
σείειν πάρεστιν ὥσπερ ἐνεουρηκότας.
ΠΡ. νὴ τὸν Ποσειδῶ τὸν ἁλυκὸν δίκαιά γε.
ὅταν γὰρ αὐτοὶ ξυμπονηρευώμεθα
405 ταῖσιν γυναιξὶ καὶ διδάσκωμεν τρυφᾶν,
τοιαῦτ᾽ ἀπ᾽ αὐτῶν βλαστάνει βουλεύματα.
οἳ λέγομεν ἐν τῶν δημιουργῶν τοιαδί·
«ὦ χρυσοχόε, τὸν ὅρμον ὃν ἐπεσκεύασας,
ὀρχουμένης μου τῆς γυναικὸς ἑσπέρας
410 ἡ βάλανος ἐκπέπτωκεν ἐκ τοῦ τρήματος.
ἐμοὶ μὲν οὖν ἔστ᾽ εἰς Σαλαμῖνα πλευστέα·
σὺ δ᾽ ἢν σχολάσῃς, πάσῃ τέχνῃ πρὸς ἑσπέραν
ἐλθὼν ἐκείνῃ τὴν βάλανον ἐνάρμοσον.»
ἕτερος δέ τις πρὸς σκυτοτόμον ταδὶ λέγει
415 νεανίαν καὶ πέος ἔχοντ᾽ οὐ παιδικόν·
«ὦ σκυτοτόμε, μου τῆς γυναικὸς τοῦ ποδὸς
τὸ δακτυλίδιον πιέζει τὸ ζυγόν,
ἅθ᾽ ἁπαλὸν ὄν· τοῦτ᾽ οὖν σὺ τῆς μεσημβρίας
ἐλθὼν χάλασον, ὅπως ἂν εὐρυτέρως ἔχῃ.»
420 τοιαῦτ᾽ ἀπήντηκ᾽ εἰς τοιαυτὶ πράγματα,
ὅτ᾽ ὢν ἐγὼ πρόβουλος, ἐκπορίσας ὅπως
κωπῆς ἔσονται, τἀργυρίου νυνὶ δέον,
ὑπὸ τῶν γυναικῶν ἀποκέκλεισμαι τῶν πυλῶν.
ἀλλ᾽ οὐδὲν ἔργον ἑστάναι. φέρε τοὺς μοχλούς,
425 ὅπως ἂν αὐτὰς τῆς ὕβρεως ἐγὼ σχέθω.
τί κέχηνας, ὦ δύστηνε; ποῖ δ᾽ αὖ σὺ βλέπεις,
οὐδὲν ποιῶν ἀλλ᾽ ἢ καπηλεῖον σκοπῶν;
οὐχ ὑποβαλόντες τοὺς μοχλοὺς ὑπὸ τὰς πύλας
ἐντεῦθεν ἐκμοχλεύσετ᾽; ἐνθενδὶ δ᾽ ἐγὼ
430 ξυνεκμοχλεύσω. ΛΥ. μηδὲν ἐκμοχλεύετε·
ἐξέρχομαι γὰρ αὐτομάτη. τί δεῖ μοχλῶν;
οὐ γὰρ μοχλῶν δεῖ μᾶλλον ἢ νοῦ καὶ φρενῶν.
***
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
(Μπαίνει αποσταλμένος του δήμου και μαζί του μερικοί τοξότες Σκύθες)
Άναψε βλέπω το γυναικείο γλέντι.
Τούμπανα και κραξιές: «Χαίρε Σαβάζιε»!
Όργια τ᾽ Άδωνη πάνω στην ταράτσα,
390 που ακουγόντανε κάποτε ως την Πνύκα
τότες, που ο γλωσσοκόπανος Δημόστρατος
(που κακοχρονονάχει!) μας ξεγέλαγε
να στείλουμε στη Σικελία το στόλο
κι η γυναίκα του πάνω στη σκεπή
εχόρευε και στρίγγλιζεν: «Αλιά σου,
αγαπημένε μου Άδωνη»! Κι ο άντρας της
μας ζόριζε να μάσουμε στρατό
κι απ᾽ τη Ζάκυνθο. Και την ίδιαν ώρα
μεθυσμέν᾽ η γυναίκα του ξεφώνιζε:
«Κλάφτε τον όμορφο Άδωνη»! Κι εκειός
φαρμακοψύχης, θεοκαταραμένος
λύσσαε στο βήμα!… Νά τί ᾽ναι οι γυναίκες!
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Και τί θα ᾽λεες γι᾽ αυτά που τώρα εκάναν;
400 Πρώτα μας σκυλοβρίσαν και κατόπι
μας περεχύσαν με νερό και τώρα
σταλοβολάμε, λες και κατουρθήκαμε.
ΠΡΟ. Ναι, μά το θαλασσόθεο Ποσειδώνα,
καλά τα λέτε, μα ποιός φταίει; Εμείς!
Εμείς τις κακομάθαμε να θέλουν
λούσα και καλοπέραση. Και νά τες
δε μαζεύονται τώρα. Ένας μας πάει
στο χρυσικό και λέγει του: «Θυμάσαι
τον κολιέ, που μας έφκιασες; Εχτές
που χόρευε η γυναίκα μου, της βγήκε
410 το βαλάνι απ᾽ την τρύπα. Τώρα φεύγω
για την Κούλουρη, αν ευκαιρήσεις πέρνα
απ᾽ το σπίτι να της το ξαναβάλεις»!
Άλλος πάει στον τσαγκάρ᾽ (είναι παιδί,
μα δεν έχει παιδιάτικο εργαλείο!)
και του λέει: «Το λουρί του σανταλιού
της κυράς μου της κόβει το μικρό
δαχτυλάκι, που ᾽ναι τρυφερούλι.
Έλα το γιόμα για ναν της τ᾽ ανοίξεις,
420 να φαρδύνει». Και νά! που καταντήσαμε:
Όταν εγώ, σαν πρόβουλος, κανόνισα
ν᾽ αγοράσουμε ξύλα για κουπιά,
πάει ο παράς. Μας τον βουτήξαν όλον
τα θηλυκά κι αμπάρωσαν την πύλη.
Αλλά καιρό για χάσιμο δεν έχουμε.
(Σ᾽ έναν τοξότη)
Φέρ᾽ εδώ τους λοστούς, για να ξεπλύνουμε
την προσβολή που πάθαμε… Τί στέκεις
σαν κουτορνίθι; Πού κοιτάζεις; Ψάχνεις
για κανένα, δω γύρα, καπηλειό;
Χώστε κάτου απ᾽ την πύλη τους λοστούς,
να την ξηλώσετε. Σας βοηθάω κι εγώ.
ΛΥΣ. (Βγαίνει από το κάστρο)
430 Μη χάνετε τον κόπο! Νά με! βγήκα
μοναχή μου, λοστοί δε σας χρειάζονται.
ἆρ᾽ ἐξέλαμψε τῶν γυναικῶν ἡ τρυφὴ
χὠ τυμπανισμὸς χοἰ πυκνοὶ Σαβάζιοι,
ὅ τ᾽ Ἀδωνιασμὸς οὗτος οὑπὶ τῶν τεγῶν,
390 οὗ ᾽γώ ποτ᾽ ὢν ἤκουον ἐν τἠκκλησίᾳ;
ἔλεγεν ὁ μὴ ὥρασι μὲν Δημόστρατος
πλεῖν εἰς Σικελίαν, ἡ γυνὴ δ᾽ ὀρχουμένη
«αἰαῖ Ἄδωνιν» φησίν. ὁ δὲ Δημόστρατος
ἔλεγεν ὁπλίτας καταλέγειν Ζακυνθίων,
395 ἡ δ᾽ ὑποπεπωκυῖ᾽ ἡ γυνὴ ᾽πὶ τοῦ τέγους
«κόπτεσθ᾽ Ἄδωνιν» φησίν. ὁ δ᾽ ἐβιάζετο,
ὁ θεοῖσιν ἐχθρὸς καὶ μιαρὸς Χολοζύγης.
τοιαῦτ᾽ ἀπ᾽ αὐτῶν ἐστιν ἀκολαστήματα.
Χ. ΓΕ. τί δῆτ᾽ ἄν, εἰ πύθοιο καὶ τὴν τῶνδ᾽ ὕβριν;
400 αἳ τἄλλα θ᾽ ὑβρίκασι κἀκ τῶν καλπίδων
ἔλουσαν ἡμᾶς, ὥστε θαἰματίδια
σείειν πάρεστιν ὥσπερ ἐνεουρηκότας.
ΠΡ. νὴ τὸν Ποσειδῶ τὸν ἁλυκὸν δίκαιά γε.
ὅταν γὰρ αὐτοὶ ξυμπονηρευώμεθα
405 ταῖσιν γυναιξὶ καὶ διδάσκωμεν τρυφᾶν,
τοιαῦτ᾽ ἀπ᾽ αὐτῶν βλαστάνει βουλεύματα.
οἳ λέγομεν ἐν τῶν δημιουργῶν τοιαδί·
«ὦ χρυσοχόε, τὸν ὅρμον ὃν ἐπεσκεύασας,
ὀρχουμένης μου τῆς γυναικὸς ἑσπέρας
410 ἡ βάλανος ἐκπέπτωκεν ἐκ τοῦ τρήματος.
ἐμοὶ μὲν οὖν ἔστ᾽ εἰς Σαλαμῖνα πλευστέα·
σὺ δ᾽ ἢν σχολάσῃς, πάσῃ τέχνῃ πρὸς ἑσπέραν
ἐλθὼν ἐκείνῃ τὴν βάλανον ἐνάρμοσον.»
ἕτερος δέ τις πρὸς σκυτοτόμον ταδὶ λέγει
415 νεανίαν καὶ πέος ἔχοντ᾽ οὐ παιδικόν·
«ὦ σκυτοτόμε, μου τῆς γυναικὸς τοῦ ποδὸς
τὸ δακτυλίδιον πιέζει τὸ ζυγόν,
ἅθ᾽ ἁπαλὸν ὄν· τοῦτ᾽ οὖν σὺ τῆς μεσημβρίας
ἐλθὼν χάλασον, ὅπως ἂν εὐρυτέρως ἔχῃ.»
420 τοιαῦτ᾽ ἀπήντηκ᾽ εἰς τοιαυτὶ πράγματα,
ὅτ᾽ ὢν ἐγὼ πρόβουλος, ἐκπορίσας ὅπως
κωπῆς ἔσονται, τἀργυρίου νυνὶ δέον,
ὑπὸ τῶν γυναικῶν ἀποκέκλεισμαι τῶν πυλῶν.
ἀλλ᾽ οὐδὲν ἔργον ἑστάναι. φέρε τοὺς μοχλούς,
425 ὅπως ἂν αὐτὰς τῆς ὕβρεως ἐγὼ σχέθω.
τί κέχηνας, ὦ δύστηνε; ποῖ δ᾽ αὖ σὺ βλέπεις,
οὐδὲν ποιῶν ἀλλ᾽ ἢ καπηλεῖον σκοπῶν;
οὐχ ὑποβαλόντες τοὺς μοχλοὺς ὑπὸ τὰς πύλας
ἐντεῦθεν ἐκμοχλεύσετ᾽; ἐνθενδὶ δ᾽ ἐγὼ
430 ξυνεκμοχλεύσω. ΛΥ. μηδὲν ἐκμοχλεύετε·
ἐξέρχομαι γὰρ αὐτομάτη. τί δεῖ μοχλῶν;
οὐ γὰρ μοχλῶν δεῖ μᾶλλον ἢ νοῦ καὶ φρενῶν.
***
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
(Μπαίνει αποσταλμένος του δήμου και μαζί του μερικοί τοξότες Σκύθες)
Άναψε βλέπω το γυναικείο γλέντι.
Τούμπανα και κραξιές: «Χαίρε Σαβάζιε»!
Όργια τ᾽ Άδωνη πάνω στην ταράτσα,
390 που ακουγόντανε κάποτε ως την Πνύκα
τότες, που ο γλωσσοκόπανος Δημόστρατος
(που κακοχρονονάχει!) μας ξεγέλαγε
να στείλουμε στη Σικελία το στόλο
κι η γυναίκα του πάνω στη σκεπή
εχόρευε και στρίγγλιζεν: «Αλιά σου,
αγαπημένε μου Άδωνη»! Κι ο άντρας της
μας ζόριζε να μάσουμε στρατό
κι απ᾽ τη Ζάκυνθο. Και την ίδιαν ώρα
μεθυσμέν᾽ η γυναίκα του ξεφώνιζε:
«Κλάφτε τον όμορφο Άδωνη»! Κι εκειός
φαρμακοψύχης, θεοκαταραμένος
λύσσαε στο βήμα!… Νά τί ᾽ναι οι γυναίκες!
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Και τί θα ᾽λεες γι᾽ αυτά που τώρα εκάναν;
400 Πρώτα μας σκυλοβρίσαν και κατόπι
μας περεχύσαν με νερό και τώρα
σταλοβολάμε, λες και κατουρθήκαμε.
ΠΡΟ. Ναι, μά το θαλασσόθεο Ποσειδώνα,
καλά τα λέτε, μα ποιός φταίει; Εμείς!
Εμείς τις κακομάθαμε να θέλουν
λούσα και καλοπέραση. Και νά τες
δε μαζεύονται τώρα. Ένας μας πάει
στο χρυσικό και λέγει του: «Θυμάσαι
τον κολιέ, που μας έφκιασες; Εχτές
που χόρευε η γυναίκα μου, της βγήκε
410 το βαλάνι απ᾽ την τρύπα. Τώρα φεύγω
για την Κούλουρη, αν ευκαιρήσεις πέρνα
απ᾽ το σπίτι να της το ξαναβάλεις»!
Άλλος πάει στον τσαγκάρ᾽ (είναι παιδί,
μα δεν έχει παιδιάτικο εργαλείο!)
και του λέει: «Το λουρί του σανταλιού
της κυράς μου της κόβει το μικρό
δαχτυλάκι, που ᾽ναι τρυφερούλι.
Έλα το γιόμα για ναν της τ᾽ ανοίξεις,
420 να φαρδύνει». Και νά! που καταντήσαμε:
Όταν εγώ, σαν πρόβουλος, κανόνισα
ν᾽ αγοράσουμε ξύλα για κουπιά,
πάει ο παράς. Μας τον βουτήξαν όλον
τα θηλυκά κι αμπάρωσαν την πύλη.
Αλλά καιρό για χάσιμο δεν έχουμε.
(Σ᾽ έναν τοξότη)
Φέρ᾽ εδώ τους λοστούς, για να ξεπλύνουμε
την προσβολή που πάθαμε… Τί στέκεις
σαν κουτορνίθι; Πού κοιτάζεις; Ψάχνεις
για κανένα, δω γύρα, καπηλειό;
Χώστε κάτου απ᾽ την πύλη τους λοστούς,
να την ξηλώσετε. Σας βοηθάω κι εγώ.
ΛΥΣ. (Βγαίνει από το κάστρο)
430 Μη χάνετε τον κόπο! Νά με! βγήκα
μοναχή μου, λοστοί δε σας χρειάζονται.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου