Σάββατο 25 Μαΐου 2019

Οι κλίκες και οι σοβαροφανείς βλάκες

Η κατακραυγή κατά των βλακών προκαλείται, άλλωστε, από την δεύτερη ομάδα τους, πιο ενοχλητική από την πρώτη, αλλά κ’ εδώ αυτή η κατακραυγή, εφόσον εμφανίζεται σαν λογική κρίση, είναι ακοινωνιολόγητη, δηλαδή αντιεπιστημονική. Μ’ άλλα λόγια κατηγορούνται οι βλάκες της δεύτερης κατηγορίας ότι «ανάξια κατέχουν σπουδαίες θέσεις στην κοινωνία». Αλλά αυτή η κρίση προδίνει πλήρη άγνοια μιας μορφής διαφορισμού. Αυτή η μορφή (δεδομένη με φυσική αναγκαιότητα σαν ο νόμος του διαφορισμού) είναι ο στοιχειώδης κανόνας: «Δέκα βλάκες εναντίον ενός ευφυούς, δέκα ανίκανοι εναντίον ενός ικανού, δέκα αδύνατοι εναντίον ενός δυνατού κ.ο.κ.». Τούτο το φαινόμενο, κλασικό, τυπικό και αιώνιο από όταν υπάρχει ανθρώπινη κοινωνία, μέσα απ’ όλη την ιστορία της ανθρωπότητας, μπορεί να είναι «τυχαίο»; Αλλά τυχαίο είναι καθετί που δεν μπορεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους. Ποτέ, όμως, το καθετί που προ πολλού έχει συλληφθεί στον θεμελιώδη νόμο του διαφορισμού. Και από τη μια μεριά το ψυχολογικό ελατήριο του συνασπισμού των οπωσδήποτε «κάτω» εναντίον των οπωσδήποτε «πάνω» είναι κιόλας δεδομένο μέσω του ressenti-ment [= μνησικακία]. Εδώ, ο συνασπισμός των βλακών είναι μια μηχανική οργάνωση με βάση την αρχή της ελάχιστης προσπάθειας, για την αντιμετώπιση ισχυρότερης δύναμης στο πρόσωπο των λίγων ή του ενός. Η οργάνωση αυτή, περιορισμένης έκτασης, ονομάζεται κοινωνιολογικά κλίκα (clique).
 
Αλλά και οι χωρίς συνασπισμό και οργάνωση, χωρίς «κλίκα», ανερχόμενοι βλάκες ή ανίκανοι γενικώς που επικρατούν μόνο ατομικά, βρίσκονται εντούτοις δεσμευμένοι από τον κοινωνικό διαφορισμό σε ίσο βαθμό με τους οργανωμένους. Γιατί, αντικειμενικά, οι θέσεις που καταλαμβάνουν είναι τέτοιες, ώστε η ανεπάρκεια τους να είναι πλεονεκτική ή ανεκτή, ποτέ, όμως, θέσεις που απαιτούν πραγματικά προσόντα, από τις οποίες, και αν ακόμα φτάσουν σ’ αυτές, ανατρέπονται και γκρεμίζονται με την πρώτη δύσκολη περίσταση και από κάποιον μεγάλο ή μικρό πνέοντα άνεμο. Έτσι π.χ. πολλοί απ’ αυτούς κατέλαβαν διαδοχικά πολλά αξιώματα της κοινωνίας και της Πολιτείας όπως του Προέδρου της Δημοκρατίας, του προέδρου του «Συλλόγου Προστασίας Εγκύων Μυιών», του γενικού γραμματέως της «Γενικής Συνομοσπονδίας Πολιτών Ποντικοπαγίδων» κ.ο.κ., αξιώματα, βέβαια, τα οποία ποτέ δεν θα επιδιώξει ένας σοβαρά απασχολούμενος άνθρωπος. Σ’ αυτά τα αξιώματα πρέπει να προστεθούν και τιμητικές διακρίσεις όπως παράσημα, διπλώματα, δεξιώσεις κ.λπ. οι οποίες ανέκαθεν απετέλεσαν ευπρόσδεκτα και έντονα αναζητούμενα θέματα μεγάλων σατιρικών έργων της λογοτεχνίας, στα οποία απαθανατίστηκε ο ανώνυμος αυτός κοινωνικός τύπος. Την άνοδο του βλάκα διευκολύνουν πολλά ειδικά προσόντα για το σκοπό αυτό: η παντελής έλλειψη προσωπικότητας, η οποία εκδηλώνεται με τη μόνιμη απουσία γνώμης για κάθε θέμα, με το φόβο της ενδεχόμενης διαφωνίας με κάθε άνθρωπο, η ολιγόλογη ανιαρότητά του, που θεωρείται από τους αφελείς βαθειά σκέψη και σοβαρότητα, οφειλόμενη στην πραγματικότητα στην ανεπανόρθωτη έλλειψη πνεύματος και πολιτισμού κ.λπ.
 
Τέτοιοι π.χ. είναι δύο κλασικοί και αντίθετοι τύποι σοβαροφανών βλακών: ο «ψωνίζων» και ο «causeur».

Ο «ψωνίζων» έχει φανερό χαρακτηριστικό τη βλακώδη πονηριά στο μέρος εκείνο του ανθρωπίνου σώματος, όπου, στους ανθρώπους, βρίσκεται συνήθως το πρόσωπο. Η ευφυΐα του, που πιστεύει ότι έχει και ότι την κρύβει προσεκτικά, βρίσκεται στο ν’ ακούει μόνο αυτά που λένε οι άλλοι σχολιάζοντας τα μ’ εξυπνακίστικο ηλίθιο μειδίαμα. Δεν απαντάει γιατί δεν είναι «κουτός», βέβαια, να «εκτεθεί». Κάθε άνθρωπο πριν απ’ όλα τον θεωρεί εχθρό του που παραφυλάει να του αρπάξει κάποια εκδήλωση του με σκοπό να τον «εκθέσει» από κακοήθεια στους εχθρούς του. Κάθε άνθρωπο που από την αρχή εκφράζει τη γνώμη του τον θεωρεί χωρίς κανένα δισταγμό «βλάκα», κρύβοντας προσεκτικά ο ίδιος τη δική του ευφυία πίσω από ένα συγκαταβατικό μειδίαμα. Έχει την πανέξυπνη άποψη ότι ήταν ηλίθιοι όλοι όσοι είχαν γνώμη, οι συγγραφείς βιβλίων, ο Καντ άδικα φιλοσόφησε και ο Μπετόβεν έκανε μεγάλη ηλιθιότητα συνθέτοντας τις μουσικές του συμφωνίες. Η περιφρόνηση του προς τους διανοούμενους και κυρίως τους αγωνιζόμενους και προς τους καλλιτέχνες είναι απέραντη. Τους ευφυολόγους τους θεωρεί γελωτοποιούς προορισμένους να τον διασκεδάζουν και γελάει όχι με τα ευφυολογήματα τους αλλά με τη βλακεία τους να λέγουν ευφυολογήματα χωρίς κάποιο πρακτικό σκοπό. Όλες αυτές τις ανοησίες των αποκαλούμενων ευφυών ο «ψωνίζων» καλύπτει με μειδίαμα αυτοπεποίθησης, συγκατάβασης και μετριόφρονης υπεροχής…
 
Ο causeur συνάδερφος του παραπάνω αποτελεί αληθινή κοινωνική μάστιγα, γιατί θεωρεί σαν causerie το να λέει στους ταλαίπωρους συνανθρώπους του αυτά που διάβασε στις εφημερίδες, αυτά που άκουσε στο ραδιόφωνο, αυτά που του είπαν κάποιοι στο δρόμο, φτάνοντας στα σχόλια του, όταν αποφασίσει να κάνει σχόλια σε δυσθεώρητα ύψη οξυδέρκειας και πνευματικής χάρης: ότι π.χ. τη νύχτα επικρατεί «αναμφίβολα» σκοτάδι, τη βροχή ακολουθεί «οπωσδήποτε» η υγρασία κ.ο.κ. Σ’ αυτά καμιά φορά προστίθεται και η «προστατευτική» στάση του απέναντι στους πνευματικά ανώτερους του, με σκοπό να τους υποτιμήσει στα μάτια του κόσμου κλπ. με γενικό κι ανεπανόρθωτο αποτέλεσμα την κατάκτηση της γενικής «συμπάθειας» του κόσμου και την απονομή του περίφημου διπλώματος του «συμπαθούς», εναντίον του οποίου με σάτιρα που σφάζει ξεσηκώθηκαν όλοι οι πνευματώδεις άνθρωποι των αιώνων, αυτοί που σημάδεψαν τις σελίδες της ιστορίας, θεωρώντας αυτό, άγνωστο γιατί, σαν την χειρότερη βρισιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου