Τι είναι το γλωσσικό ζήτημα;
Οι Έλληνες οι καλλίτεροι, οι πιο ζουμεροί, οι πιο ζωντανοί, είναι όλοι τους δημοτικιστές, ή είναι έτοιμοι να δεχτούνε τη δημοτική. Τι πάει να πει αυτό; Μήπως το ζήτημα το γλωσσικό δεν είναι μόνο γλωσσικό; Με το να πληθαίνουν κάθε ώρα οι δημοτικιστές, μήπως σημαίνει, πως σιγά-σιγά αλλάζει το μυαλό των Ελλήνων, κι αρχίζει και νοιώθει πράματα που δεν τα ένοιωθε πριν;
Τι γίνεται; Οι Έλληνες μέρα με την ημέρα γίνονται πραγματικώτεροι, πιο σύμφωνοι με τον εαυτό τους, τον αληθινό, τον τωρινό. Ξεπετιούνται και ξελευτερώνουνται από μερικές βαρειές σκλαβιές, από σιδερένιες φορεσιές που τους κάθισε ο φιλελληνισμός των ξένων, η αρχαιομανία των γραμματισμένων, κι ο βυζαντινισμός των Φαναριωτών λαϊκών και παπάδων.
Οι Φιλέλληνες και οι γραμματισμένοι μας είπαν πως είμαστε Περικλήδες, Θεμιστοκλήδες, Σωκράτηδες, Αριστοτέληδες και Σοφοκλήδες. Μας μασκάρεψαν με κράνη και περικεφαλαίες, με δόρατα, σάνταλα, χιτώνες, θώρακες -όλα χάρτινα και ξύλινα, χρυσωμένα με χρυσόχαρτα κολλημένα. Από την άλλη μεριά, η παράδοση κ’ οι Φαναριώτες, ενεργούσαν. Αυτοί πάλι έλεγαν: «Θα πάρουμε την Πόλη», «ο μαρμαρωμένος Βασιλιάς κ’ η κόκκινη, μηλιά», «η Αγιά Σοφιά», το βυζαντινό κράτος -η Μεγάλη Ιδέα.
Οι Φιλέλληνες κ’ οι γραμματισμένοι Ρωμιοί έπλασαν και την αντίληψη της μικρής Ελλάδας, εκείνην που έχουν οι Ελλαδικοί σήμερα, τοποθέτησαν την τωρινή Ελλάδα επάνω στην κλασική Ελλάδα, και είπαν: «Τα σύνορά της θα είναι και σύνορά σας, για να είναι η εικόνα σας πανομοιότυπη». Η βυζαντινή παράδοση πάλι, έφτειασε τη φαντασία μιας πολύ μεγάλης Ελλάδας, με κέντρο την Πόλη, ξαναδημιούργησε κι ανάστησε τη βυζαντινή αυτοκρατορία στα κεφάλια των Ελλήνων.
Όλ’ αυτά πέφτουνε τώρα, γκρεμίζουνται. Με την ελεεινότητα του Ελληνικού κράτους, που μας έκανε κορόιδο, χάσαμε την πίστη μας σ’ αυτά που μας έλεγαν οι Φιλέλληνες, οι Γραμματισμένοι και οι Φαναριώτες, και μαζί χάσαμε σκεδόν και την πίστη στον εαυτό μας, στη δύναμη της φυλής μας. Αυτό το τελευταίο είναι κακό μεγάλο, μα είναι η φυσική αντίδραση. Πρέπει να περάσει. Και τώρα καθένας αγάλι αγάλι ξυπνά και λέει:
«Όσα μας είπαν είναι λοιπόν ψευτιές, θέλουμε μεις αλήθεια. Οι Φιλέλληνες, οι Δασκαλογραμματισμένοι, και οι Φαναριώτες είπανε ψέματα στους γονιούς μας, και επειδή είταν απλοϊκοί άνθρωποι, τους επίστεψαν. Μα εμείς πια δε θέλουμε να γελιούμαστε. Πού είναι η αλήθεια; Δεν ήμαστε Περικλήδες, Σοφοκλήδες και Σωκράτηδες, κάτω οι χάρτινες περικεφαλαίες και τα ξύλινα δόρατα. Αυτά είναι ψευτιές. Δε θα πάρουμε την Πόλη. Πέθανε ο μαρμαρωμένος Βασιλιάς. Μεις είμαστε μικροί, ανάξιοι, τιποτένιοι.
Έλα, ας πιάσουμε να δούμε τι έχουμε και δεν έχουμε. Η αρχαία γλώσσα δεν υπάρχει, είναι ψέμα. Το σκολειό που μας μαθαίνει πως υπάρχει, λέει ψέματα. Έπειτα το σχολειό όλο θεωρίες μας διδάσκει, ενώ μεις θέλουμε πραγματικότητες, θετικά, πραχτικά πράματα. Να κάνουμε πρέπει σκολειά πραχτικά, εμπορικά, επαγγελματικά, που δε θα μας μαθαίνουν άχρηστες γνώσες. Ούτε καιρό γι’ αυτές έχουμε ούτε όρεξη. Ο κόπος μας ας πάει αλλού. Γλώσσα θα μεταχειριζόμαστε αυτή που έχουμε και μιλούμε. Αυτή μας σώνει, άλλη δε χρειαζόμαστε. Ό,τι κι αν θέλουμε να πούμε, μ’ αυτή θα το λέμε. Όποιος λέει πως μας χρειάζεται άλλη γλώσσα, καλλίτερη, λέει ψέματα. Το κράτος δε θα προκόψει με τα σκολειά και ταρχαία γράμματα. Με το να λέμε και να ξαναλέμε πως ο Περικλής είταν παπούλης μας, και πως είτανε μεγάλος άνθρωπος, δεν πάει να πει πως κ’ εμείς είμαστε ή γινήκαμε μεγάλοι. Το κράτος θέλει στρατό και στόλο.
Τάλλα όλα είναι κουρουφέξαλα. Ναι, η Μεγάλη Ιδέα είναι φαντασία, και γι’ αυτό έπεσε στην υπόληψή μας, αλλά βέβαια μένει η πραγματικότητα ότι πολλά ελληνικά χώματα είναι σκλαβωμένα στον Τούρκο και πρέπει να ξεσκλαβωθούν και να ενωθούν με τη μικρή Ελλάδα. Γιατί ούτε η κλασική Ελλάδα με τα κλασικά της σύνορα (που τα φύλαγε, σαν κέρβερος, ο στενόμυαλος Δημοστένης), είναι κανένα πρότυπο για τη σημερινή Ελλάδα, ούτε πάλε η απέραντη βυζαντινή αυτοκρατορία, με τα αναρίθμητα έθνη της, μπορεί να γίνει παράδειγμα για μια τωρινήν Ελλάδα.
Η δική μας η τωρινή Ελλάδα θέλει σύνορα εκεί που τελειώνει η Ελληνική φυλή. Για να φτειαστεί η Ελλάδα αυτή, χρειάζεται να δουλέψουμε.
Η ελευτεριά δεν πέφτει από τον ουρανό σαν το μ ά ν α. Τι, περιμένουμε; Από τ ώ ρ α πρέπει ναρχίσουμε να δουλεύουμε, δούλοι κ’ ελεύτεροι, για να ενωθεί η φυλή μας σ’ έ ν α κράτος. Μα και οι νόμοι και τα συστήματα, που μας φόρτωσαν εμάς τους Ελλαδίτες, οι πρώτοι και κατοπινοί μας νομοθέτες -νομοθέτες θεότυφλο- είναι στραβά κι ανάποδα. Σύντριψαν την αυτοδιοίκηση, που ύπαρχε χιλιάδες χρόνια, και μας έντυσαν με ρούχα που δε μας έρχονται. Για, ας ανοίξουμε τα μάτια μας να δούμε. Όταν ήρθαν και μας πλάκωσαν οι βαυαρέζικοι κι άλλοι νόμοι, τι είχαμε; Είχαμε, κοινότητες και τοπική αυτοδιοίκηση. Ας δοκιμάσουμε, τώρα που ανοίξαμε τα μάτια μας, να ξαναφτειάσουμε κείνο, που έτσι αστόχαστα κλωτσοπατήσαμε τότε. Ας αφήσουμε να ξαναφυτρώσουν μονάχες τους οι κοινότητες.»
Κ’ έτσι και σ’ όλα τάλλα. Η γλωσσική αλλαγή φέρνει κι άλλα κρυφά κουσούρια -χρυσά κι ατίμητα κουσούρια- σ’ όποιον την παθαίνει. Η δημοτική γλώσσα είναι μιαν αρρώστια -χρυσή και αξιαγάπητη αρρώστια που δεν έρχεται μονάχη, παρά φέρνει μαζί της χίλια μύρια καλά, σέρνει σωρούς κι αρμαθιές τις ιδέες, τις αντίληψες, τα φώτα, τις σκέψες, τα αισθήματα- καινούρια, δροσερά, ανοιξιάτικα, και τι όμορφα! Τέτοια είναι, που μόνο να τα συγκρίνεις με τους σωρούς και τους μεγαλόπρεπους όγκους της αρχαιοπρέπειας των περασμένων γενεών, αμέσως διαγνώνεις πως τούτα είναι ψ ό φ ι α, ενώ τα σημερινά είναι ζ ω ν τ α ν ά. Και αν θέλει ρώτημα, τι είναι καλλίτερο απ’ τα δυο, η ζωή γιά η ν έ κ ρ α, ας βρεθεί κανείς να πει πως καλλίτερα έχει τη νέκρα, την αρχαιόπρεπη, κι ας έρθει εδώ μπροστά μου να το μολογήσει, να τον ονομάσω ευτύς κ’ ήσυχα-ήσυχα «Ψ ο φ ί μ ι! ».
Να πώς το γλωσσικό ζήτημα δεν είναι ξερά ξερά γλωσσικό ζήτημα, παρά είναι κοινωνικό ζήτημα. Πιστεύω πως οι άνθρωποι που θα πρωτοστατήσουν στο έθνος μας, σε τούτης τη γενιά -δηλαδή στη γενιά που φύτρωσε ύστερα από το 97- θα είναι όλοι ή δημοτικιστές δηλωμένοι, ή έτοιμοι για να δεχτούν τη ζωντανή, τη δημοτική γλώσσα.
Ίων Δραγούμης / Δημοσιεύτηκε στον αριθ. 274 (16 του Δεκέβρη 1907) του «Νουμά», με υπογραφή: ΙΔΑΣ και με ημερομηνία 26 του Νοέμβρη 1907.
Ο Γλωσσικός Πόλεμος
Το ελληνικό γλωσσικό ζήτημα είναι ένα θέμα πιθανόν «λελυμένο» τουλάχιστον νομοθετικά, λένε, για την σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα. Μέχρι νεωτέρας φυσικά. Ωστόσο ως μέσο ιδεολογικής και κοινωνικής επιβολής ταλαιπώρησε και δίχασε την ελληνική κοινωνία επί σειρά αιώνων και είναι λογικό για ένα κράτος που ήταν και είναι υπό κατοχή. Ο κάθε νέος Αφέντης αποφασίζει για την γλώσσα που θα ομιλούν οι υποτακτικοί του, αυτά που θα του επιτρέπει να γνωρίζει και υπό ποιά οπτική.
Μου κάνει εντύπωση που σήμερα το γλωσσικό ζήτημα, (μεταξύ πολλών ακόμη σοβαρών θεμάτων) είναι ένα θέμα άγνωστο στον Έλληνα!!! Είναι άγνωστος ο πόλεμος για την γλώσσα που ομιλεί και γράφει, δηλαδή, την γλώσσα που επικοινωνεί. Όμως ένας τεράστιος γλωσσικός πόλεμος βρίσκεται σε εξέλιξη, ναι, ακόμη και σήμερα που είναι το θέμα φαινομενικά «λελυμένο νομοθετικά» και η σχεδόν καθολική, επιβολή της ανορθογραφίας και των γκρικλς ως κάτι «φυσιολογικό» κι αποδεχτό γίνεται από εξαίρεση, ο κανόνας. Θα μου πεις πάντοτε οι μάζες (οι Κοινοί, οι Μαλλιαροί) ήταν κι αμόρφωτοι, κι αναλφάβητοι, κι ανορθόγραφοι, κι ασύντακτοι, αλλά σήμερα, στην τεχνική εποχή, αυτό θα έπρεπε να έχει εκλείψει, ειδικά αφού οι περισσότεροι -αν όχι όλοι- δραστηριοποιούνται ολημερίς σε κάποιο κοινωνικό μαντρί και η γραφή είναι απαραίτητη για να εκφραστούν και να επικοινωνήσουν.
Αλλά θα μου ξαναπείς ότι και οι μαϊμούδες επικοινωνούν και δεν χρειάζονται ούτε γλώσσα ούτε ορθογραφία, και θα σου απαντήσω, ότι, υπάρχει αυτό το κάτι που μας διαφοροποιεί από τις μαϊμούδες κι αυτό είναι η γλώσσα μας, οι λέξεις της με την ετυμολογία τους, η ορθογραφία τους, το συντακτικό της και ο ορθός τρόπος χρήσης της.
Η Γνώση είναι άμεσα συνδεδεμένη με την γλώσσα της. Αυτά που σου επιτρέπουν να γνωρίζεις, ο τρόπος που σου επιτρέπουν να εκφράζεσαι είναι προκαθορισμένο από τον Αφέντη (κατόπιν οι Μυστικές Εταιρίες, στοές και λαγούμια θα στην επιβάλλουν) κι όποιος καθορίζει την γλώσσα σου καθορίζει και τις σκέψεις σου και τα συναισθήματα σου και το περιβάλλον σου και πάει λέγοντας. Κοντολογίς Η ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΘΟΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΖΩΗ ΣΟΥ. Την ποιότητα της, το πώς θα ζήσεις, το αν θα είσαι ασθενής ή υγιής, από ποια ασθένεια θα νοσήσεις, πως θα αντιλαμβάνεσαι τις τέχνες, τις επιστήμες, τα υψηλά νοήματα, τις αφηρημένες κι αμφίσημες έννοιες, το πώς θα τις επεξεργάζεσαι, η ικανότητα σου στην ΔΙΑΚΡΙΣΗ, η διαφοροποίηση, η ταυτοποίηση και η ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΤΟΥ ΟΛΟΦΑΝΕΡΟΥ, τα οικονομικά και ο πλούτος σου … και χιλιάδες άλλα, εξαρτώνται αποκλειστικά και ΜΟΝΟΝ, από την γλώσσα που ομιλείς.
Το γλωσσικό θέμα έχει μια πολύ σοβαρή φυσική και μεταφυσική προέκταση, μα δεν θα το αναλύσω εδωνά, χωρίς πρώτα να γνωρίζεις τι είναι και πως εξελίσσεται ο Ελληνικός Γλωσσικός πόλεμος. Αν σε ενδιαφέρει η ζωή και η υγεία σου, η επιβίωση σου, η τύχη σου κι ο πλούτος σου, η κληρονομιά σου και τα δυναμικά σου, το γλωσσικό είναι το θέμα που απαιτεί πρωτίστως και καθολικά την προσοχή σου. Σήμερα μιλάμε αγγλικά και γερμανικά με ελληνικές λέξεις, και από άποψη γραμματικής και από άποψη συντακτικού, το μόνο που λείπει είναι να γράφουμε με λατινικούς χαρακτήρες!
Εδώ απλώς ίσα -ίσα που σκαλίζουμε λίγο την επιφάνεια, ενός τόσο σημαντικού ζητήματος, όπως το γλωσσικό, αν δε προστεθούν τα κομμουνιστικά, μασονικά και δόλια συμφέροντα κάθε είδους κομμάτων κι αποκομμάτων, με πολιτική, θρησκευτική ή οικονομική ροπή και την δική του ατζέντα, που είχαν να κάνουν με την διαστρέβλωση, τον εξοβελισμό και την αποσάθρωση της Ελληνικής γλώσσας, χρειάζονται πολλές σελίδες ανάλυσης. Είναι όμως ένα πολύ σημαντικό θέμα που απαιτεί την προσοχή σου και την εις βάθος μελέτη.
Σκέψου μονάχα ετούτο: Η αρχαία Ελληνική γλώσσα, που ήταν αρχαία για τους αρχαίους και δεν γνώριζαν τότε την καταγωγή της, είναι η γλώσσα που δημιουργεί σύμπαντα και εξυψώνει τον άνθρωπο από μιμιδίζουσα μαϊμού, σε Μετάνθρωπο. Σιγά μην την άφηναν ανεξέλεκτη. Και σιγά μην άφηναν το Ελληνικό DNA να ομιλεί την πατρογονική του γλώσσα. Εχει γούστο, αν μη τι άλλο, το να γνωρίζουμε τα καραγκιοζιλίκια ένθεν κι ένθεν των παπαρολογοειδικών (γνωστών κέντρων και λαγουμιών) κόντρα στην αγνή καθαρή ψυχή όσων πάλεψαν για την ελληνική γλώσσα.
Αττική Διάλεκτος
Η Αττική διάλεκτος είναι η πιο γνωστή από τις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους. Γεννήθηκε στην Αθήνα όπου λέγοταν τότε όλη η Αττική και ήταν ταυτόσημες έννοιες. Από τις αρχαίες διαλέκτους είναι η πιο όμοια με τα μετέπειτα ελληνικά και είναι η τυποποιημένη μορφή της γλώσσας που μελετάται στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών. Η πιο παλαιά καταγραμμένη ελληνική λογοτεχνία, των «Ομηρικών Επών» χρονολογείται στον 7ο ή 8ο αιώνα π.κ.ε. και δεν γράφτηκε στην αττική διάλεκτο, αλλά σε παλαιά Ιωνική και Αιολική, αλλά η γραπτή μορφή της επηρεάζεται από την Αττική διάλεκτο. Η Αθήνα και η διάλεκτός της παρέμειναν σχετικά άγνωστες έως ότου οδήγησαν οι αλλαγές του πολιτεύματός της στην δημοκρατία το 594 π.κ.ε την έναρξη της κλασσικής περιόδου και την άνοδο της αθηναϊκής επιρροής.
Τα πρώτα εκτενή έργα της λογοτεχνίας σε αττικό επίπεδο είναι τα έργα των δραματουργών Αισχύλου, Σοφοκλή, Ευριπίδη, Αριστοφάνη και Μενάνδρου τον 5ο αιώνα π.κ.ε. Τα κείμενα του Αθηναίου Πλάτωνα χρονολογούνται επίσης από εκείνον τον αξιοπρόσεκτο ιερό αιώνα της φιλοσοφίας. Οι στρατιωτικοί άθλοι των Αθηναίων οδήγησαν λόγιους που τους μελέτησαν παγκοσμίως και θαύμασαν την ιστορία της γλώσσας αυτής, στην οποία είναι γραμμένα τα έργα του Θουκυδίδη και του Ξενοφώντα. Ελαφρώς λιγότερο γνωστοί επειδή είναι πιο τεχνικοί και νομικοί είναι οι λόγοι των ρητόρων όπως του Αντιφώντα, του Δημοσθένους, του Λυσία, του Ισοκράτη και πολλών άλλων. Ο αττικιστής Έλληνας φιλόσοφος Αριστοτέλης (384-322 π.κ.ε.) ως μαθητής του Πλάτωνα, χρονολογείται από την περίοδο στην οποία η κλασσική αττική αντεξελίσσεται στην κοινή Ελληνιστική.
Τι είναι η γλωσσική διμορφία;
Ενας Γλωσσικός Εμφύλιος
Το γλωσσικό ζήτημα είναι ένα θέμα πιθανόν λελυμένο –τουλάχιστον νομοθετικά- για την σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα. Μέχρι νεωτέρας φυσικά. Ωστόσο ως μέσο ιδεολογικής και κοινωνικής επιβολής ταλαιπώρησε την ελληνική κοινωνία επί σειρά αιώνων. Μου κάνει εντύπωση που σήμερα το γλωσσικό ζήτημα, να παρακολουθήσουμε την εξέλιξή του από την ελληνιστική περίοδο μέχρι την οριστική επίλυσή του και τέλος να δούμε ποιες υπήρξαν οι συνέπειές του στις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, την πολιτική ζωή και την εκπαίδευση του νεοελληνικού κράτους.
Η γλώσσα δεν είναι η ίδια σε όλες τις περιστάσεις και για όλους τους ανθρώπους. Εμφανίζει ποικιλότητα, δηλαδή διαφοροποίηση, ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε ατόμου (ιδιόλεκτος, διάλεκτος, κοινωνιόλεκτος), με την περίσταση χρήσης της (επίπεδο ύφους) και ανάλογα με το επίπεδο γνώσης της ως δεύτερης/ξένης (διαγλώσσα). Οι επαγγελματίες ομιλητές ήδη από μικρή ηλικία και ουσιαστικά καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους, μαθαίνουν και χρησιμοποιούν διαφορετικές γλωσσικές ποικιλίες ανάλογα με το περικείμενο στο οποίο βρίσκονται, δηλαδή τις δραστηριότητες, τα πρόσωπα, τις συνθήκες, τους ρόλους κλπ. που εντοπίζονται σε κάθε περίσταση. Με άλλα λόγια, οι ομιλητές εξοικειώνονται και τελικά χρησιμοποιούν διαφορετικά επίπεδα ύφους, καθένα από τα οποία συνήθως συνδέεται με ένα συγκεκριμένο κειμενικό είδος.
Με τον όρο γλωσσικό ζήτημα εννοείται ο γλωσσικός διχασμός, σε γραπτό λόγο (λόγιο) και καθομιλούμενη γλώσσα (δημώδη), ο οποίος ως αποτέλεσμα της διασποράς των δυτικών ιδεολογιών στην ελληνική κοινωνία, την σημάδευσε επί σειρά ετών. Το μόνο πράγμα το οποίο άλλαζε κατά τήν διάρκεια τής ιστορίας 20 αιώνων τού γλωσσικού ζητήματος ήταν η ένταση και τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα της εκάστοτε εποχής.
Στα ελληνικά έχουν προταθεί και διάφοροι άλλοι όροι γι’ αυτή την κατάσταση (μεταξύ των οποίων διγλωσσία, κοινωνική διμορφία, διπλογλωσσία, τεχνητή διγλωσσία, εσωτερική διγλωσσία, ιστορική διγλωσσία κλπ.) η οποία συνδέεται με το λεγόμενο γλωσσικό ζήτημα – την διάκριση καθαρεύουσας και δημοτικής. Η κοινωνική διγλωσσία είναι μια σχετικά σταθερή γλωσσική κατάσταση η οποία έχει τρία κύρια χαρακτηριστικά:
1. Δύο διαφορετικές ποικιλίες της ίδιας γλώσσας χρησιμοποιούνται σε μία γλωσσική κοινότητα, μία από τις οποίες θεωρείται «Υψηλή» ποικιλία (Υ) και η άλλη «Χαμηλή» ποικιλία (Χ). Δηλαδή, εκτός από τις βασικές διαλέκτους της γλώσσας, υπάρχει μια ιδιαίτερα διαφοροποιημένη, τυποποιημένη (και συνήθως γραμματικά πιο περίπλοκη) ποικιλία (Υ), η οποία είναι φορέας μιας μεγάλης και σεβαστής γραπτής φιλολογικής παράδοσης και έχει μεγάλο κύρος. Η ποικιλία αυτή μπορεί να προέρχεται από προηγούμενη φάση της ίδιας γλώσσας ή από άλλη συγγενή γλωσσική κοινότητα.
2. Η κάθε ποικιλία χρησιμοποιείται σε διαφορετικές περιστάσεις έτσι ώστε η Υ και η Χ συμπληρώνουν η μία την άλλη αλλά δεν είναι συμβατές σε καμία περίπτωση. Για παράδειγμα, η Υ διδάσκεται συστηματικά στην επίσημη εκπαίδευση και χρησιμοποιείται στις περισσότερες γραπτές ή επίσημες προφορικές χρήσεις (τα δημόσια έγγραφα, τις εφημερίδες, την τηλεόραση, την λογοτεχνία, τους πολιτικούς λόγους, την θρησκεία κλπ.). Αντίθετα, η Χ μονοπωλεί σχεδόν τις ανεπίσημες περιστάσεις επικοινωνίας (συζήτηση, καθημερινές συναλλαγές). Η χρήση της Υ εκεί που αναμένεται Χ, αλλά και το αντίστροφο, μοιάζει παράδοξη, προκαλεί γέλιο και μπορεί να στιγματίσει τον/την ομιλητή/τρια.
3. Κανένα κομμάτι του πληθυσμού δεν χρησιμοποιεί την Υ στην αυθόρμητη καθημερινή επικοινωνία, εφόσον δεν αποτελεί μητρική γλώσσα κανενός. Ως μητρική γλώσσα αναγνωρίζεται η Χ.
Η Γλώσσα στην Αρχαία Ελλάδα
Αυτή η διμορφία (όρος ο οποίος δυστυχώς δεν επικράτησε) μπορεί εύκολα να εντοπιστεί διάσπαρτη (αν κι όχι με αυτή την ονομασία) στην αρχαία Ελληνική γραμματεία. Προσωκρατικοί συγγραφείς όπως ο Φερεκύδης, ο Παρμενίδης και ο Ξενοφάνης επέλεγαν όχι τον πεζό λόγο (καταλογάδην συγγραφή) αλλά την ποιητική γλώσσα ως παλαιότερη και πιο σεβαστή. Παρόμοιες αναφορές μπορούμε να βρούμε και στον Αριστοτέλη («τιμιώτατον μὲν γὰρ τὸ πρεσβύτατον, ὅρκος δὲ τὸ τιμιώτατόν ἐστιν»).
Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η «Τέχνη Γραμματκή» τού Διονυσίου τού Θρᾳκός (η πρώτη Ελληνική και Ευρωπαϊκή γραμματική), στην οποία ανέλυε την παλαιότερη λογοτεχνική γλώσσα τών ποιητών. Προς τούτοις, ο Θουκυδίδης επέλεγε να γράφει σε γλώσσα πιο αυστηρά (βλέπε τα τρίτα πρόσωμα των προσωπικών αντωνυμιών σφεῖς, σφῶν κτλ αντί των τότε εν χρήσει αττικών αὐτοί αὐτῶν, οὗτοι τούτων ή ἐκείνοι ἐκείνων), τις παλαιές μεταβολές του διπλού σσ σε σρ, διότι τα πρό αυτού χρόνια το ρρ το έλεγαν ττ. Βλ. ακόμη τους εκλιπόντες τύπους δοτικής -οισι από του Ε΄ αιώνος σε -οις (ἀνθρώποισι – ἀνθρώποις) κτλ. Όμως ο «δημοτικιστής» της εποχής Ἀριστοφάνης στους Βατράχους γράφει ακόμη «τοῖς μὲν γὰρ παιδαρίοισίν ἐστι» και άλλα πάμπολλα παραδείγματα. Μάλιστα εκεί κατηγορείται τον Αἰσχύλο ότι γράφει τις παραστάσεις του σε γλώσσα ακατανόητη στον απλό λαό (Βάτραχοι, στίχος 926).
Ακόμη φαίνεται ότι υπήρχε σαφεστάτη διαφορά μεταξύ του γραπτού και του προφορικού λόγου, όπως για παράδειγμα η γλώσσα των ποιητών οι οποίοι ανεμίγνυαν στοιχεία πεπαλαιωμένα (χορό στην Δωρική διάλεκτο των τραγικών, η οποία ήταν η “καθαρεύουσα”). Έγραφαν διαλέγοντες ένα κράμα από Δωρικά Αιολικά/Ιωνικά και επικά στοιχεία, γλώσσα η οποία θεωρητικά είναι αδύνατον να μιλήθηκε ποτε.
Περίπου τον 1ο αιώνα μ.κ.ε. οι αττικιστές, με ρομαντική πάντως διάθεση, προσπάθησαν να μεταρρυθμίσουν την γλώσσα, όχι στο πώς χρησιμοποιείται αλλά στο πώς πρέπει να χρησιμοποιείται βάσει τής Αττικής διαλεκτου τού 5ου π.κ.ε. αι. Τότε και άρχεται επισήμως το περίφημο γλωσσικό ζήτημα, όταν δηλαδή αυτή η διάκριση του ύφους απευθύνεται ως οδηγία στις μεγάλες μάζες τών ανθρώπων. Αυτό είχε ως ακόλουθο την ταχεία εξάπλωση του διαχωρισμού τής λογίας από την δημώδη γλώσσα.
Mετά τις κατακτήσεις του Μακεδόνα Αλεξάνδρου, το κράτος των Μακεδόνων βασιλέων του υιοθετεί την αττική διάλεκτο για τις διοικητικές, εμπορικές και διπλωματικές του ανάγκες. Η αττική διάλεκτος διαμορφώνεται σταδιακά σε νέα μορφή ελληνικής γλώσσας, την Ελληνιστική ή Κοινή, η οποία θα καθορίσει αργότερα την Βυζαντινή και την νέα Ελληνική γλώσσα. Οι πολιτικές, θεσμικές και κοινωνικές αλλαγές, η επικράτηση της νέας θρησκείας, είναι οι κύριες αιτίες θεμελίωσης και επικράτησης της Κοινής, που έχει υποστεί αλλοιώσεις τόσο στην φωνητική όσο και στην μορφολογία, την σύνταξη και το λεξιλόγιο. Οι Αλεξανδρινοί γραμματικοί επινοούν τους τόνους και, πιστεύοντας ότι με την χρήση της αττικής θα συνεχιζόταν η παράδοση στη συγγραφή έργων, διδάσκουν τον αττικισμό, με αποτέλεσμα την στροφή των λογίων σε ένα τεχνητό γραπτό ιδίωμα, και την αρχή ενός πολέμου των ακραίων αρχαιστών και των ακραίων δημοτικιστών, ή όπως τους ονόμαζαν οι πρώτοι «χυδαίων».
Για την γραπτή και προφορική μετάδοση της διδασκαλίας του χριστιανισμού χρησιμοποιείται αρχικά η Κοινή. Η Παλαιά Διαθήκη μεταφράζεται σε αυτήν και η Καινή Διαθήκη γράφεται σχεδόν εξ ολοκλήρου αρχικά σε αυτή την γλώσσα, αλλά αργότερα οι Τρεις Ιεράρχες χρησιμοποιούν τον αττικισμό στον επίσημο εκκλησιαστικό λόγο για λόγους συμφιλίωσης και εξοικείωσης με την ελληνική παιδεία. Στην συνέχεια, κατά του βυζαντινούς χρόνους, η διγλωσσία, μεταξύ γραπτής-ομιλούμενης, αττικής –κοινής συνετέλεσε στην χωριστή τους εξέλιξη. Ο γραπτός λόγος οδηγείται σε μια προοδευτική συντακτική στρυφνότητα, ενώ ο προφορικός απλοποιείται φωνητικά και μορφοσυντακτικά λαμβάνων τεράστιο αριθμό λατινικών αρχικά λέξεων και στην συνέχεια σλαβικών και τουρκικών. Συγχρόνως εισάγονται νέες λέξεις δάνειες, τόσο αρχαίες όσο και από άλλους λαούς, εξαιτίας του εκχριστιανισμού τους.
Η Ελληνική Γλώσσα στο Βυζάντιο.
Η Ελληνική γλώσσα εκείνη την εποχή μπορεί να διακριθεί σε τρείς υποπεριόδους. Την Πρώιμη Βυζαντινή (6ος-12ος αι.), την όψιμη (12ος-15ος αι.) και την μεταβυζαντινή (15ος-19ος αι.). Αυτές οι περίοδοι είναι πολύ σημαντικές καθώς σε αυτές μπορούμε να εντοπίσουμε σχεδόν όλες τις φάσεις τού γλωσσικού ζητήματος. Κατά την πρώτη (συγκεκριμένα τον 12ο αιώνα στα λεγόμενα «Πτωχοπροδρομικά» τού Θεοδώρου Προδρόμου) πρωτοεμφανίζονται λογοτεχνικά κείμενα στην δημώδη γλώσσα και κατά την δεύτερη, βαθμηδόν, εξαπλώνεται η χρήση αυτής στον γραπτό λόγο (αναμεμειγμένη με την λογία) και δημιουργούνται οι περισσότερες μετέπειτα εμφανιζόμενες διαλεκτικές μορφές τής γλώσσας (βλ. τα «ἱπποτικά μυθιστορήματα»).
Αυτή η διεργασία συντελείται μετά την πτώση τής Πόλεως στις 29 Μαΐου τού 1453 υπό τών Οθωμανών, λόγω τής απουσίας ενός συντεταγμένου κράτους το οποίο να λειτουργεί συνδετικώς για τους κατοίκους απομακρυσμένων περιοχών. Δήλον λοιπόν ότι ελλείψει κράτους και Παιδείας και υπό ξένης κατοχής θα εισήγετο και πληθύς ξένων λέξεων. Παραδείγματα αποτελούν η Κρήτη και η Κύπρος, οι οποίες και συνδυάζουν τα τοπικά διαλεκτικά στοιχεία με ξένες λέξεις υπό την επίδραση τής παλαιάς λογιας γλώσσας.
Παρόμοιες εξελίξεις φαίνεται ότι προσεπάθησε να εμποδίσει λίγους αιώνες πριν ένα νέο κύμα αττικισμού τον δεύτερο μισό τού 10ου αιώνος, όταν και μετηγράφησαν, θρησκευτικά κυρίως, κείμενα, ενώ στα χρόνια τής Άννας τής Κομνηνής η γλώσσα υπέστη περαιτέρω κάθαρση και στην συντακτική της δομή με πιο εκλεπτυσμένες και παρωχημένες συντάξεις. Οι τρείς κύριες αντιμαχόμενες ομάδες κατά τα χρόνια τού Βυζαντίου ήταν οι υποστηρικτές τής γλώσσας τής υμνογραφίας και καθόλου τής χριστιανικής λατρείας (βασισμένη στην Κοινή τού Ευαγγελίου), οι αττικιστές και οι υπέρ τής ομιλουμένης τής τελευταίας τών ανωτέρω περιόδων.
Τα Ελληνικά στην Τουρκοκρατία
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας εξαιτίας τής περαιτέρω και παντελούς απόσχισης περιοχών τού πρώην βυζαντινού κράτους, των διαφόρων κατακτητών σε περιοχές του και της απομόνωσης περιοχών του, παρατηρείται και η τελική διαμόρφωση τής ιδιωματικής δημοτικής επηρεασμένη τα μέγιστα, κυρίως λεξιλογικώς, από την Τουρκική γλώσσα και την Ιταλική, που εξασθενούν με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους. Χαρακτηριστική είναι η τάση των Ελλήνων να συνδεθούν ψυχικά με την αρχαιότητα καθώς δίνουν αρχαία ονόματα στα παιδιά τους και στα καράβια τους. Η αρχαιολατρεία αυτή είναι συνέπεια της αναγεννητικής ορμής τού έθνους που αφυπνίζεται και ζητά να στηριχτεί στην κλασσική κληρονομιά του. Εδώ αξίζει να αναφερθεί και η «κακήν κακώς» απόσυρση μιας μεταφράσεως της Καινής Διαθήκης μόλις το 1638 ύστερα από την έντονη αντίδραση της εκκλησίας, κάτι το οποίο στάθηκε ως παράδειγμα πρακτικής προς αποφυγήν για τους μετέπειτα (έως ότου να αποτύχει εκ νέου με την μετάφραση του Ἀλ. Πάλλη το 1901).
Εξαιρετικά σημαντική προσωπικότητα υπήρξεν ο Νικόλαος Σοφιανός, ο οποίος εξέδωσε περίπου το 1540 μ.κ.ε. τήν πρώτη γραμματική τής τότε ομιλουμένης γλώσσας (την οποία ονόμαζε Κοινή). Ο απώτερος σκοπός τού Σοφιανού ήταν ότι αυτή η γλώσσα έδει να αποτελέσει πρότυπο ώστε να γίνουν τα θρησκευτικά κείμενα αντιληπτά από τούς αμαθείς ώς και στις… γυναίκες! Το παράδειγμά του μιμίθηκε και ο Ἀθανάσιος Λάνδος (Ἀγάπιος ὁ Κρής, περ. 1580-1657) για να απευθυνθεί στους ανθρώπους κατωτέρου μορφωτικού επιπέδου.
Λίγο αργότερα, κατά τόν 17ο αιώνα, αυτό το ύφος επιλέγουν (αντί τού αρχαΐζοντος) οι Φραγκίσκος Σκούφος και Ηλίας Μηνιάτης. Μάλιστα στο βιβλίο τού Μηνιάτη, «Τέχνη ῥητορικῆς», αναφέρει ότι «ἡ κοινή μας γλῶσσα εἶναι πτωχὴ ἀπὸ λέξαις καὶ πολλαῖς φοραῖς κάλλιον ἠθέλησα νὰ σιωπήσω καὶ ὑψηλὰ νοήματα, παρὰ νὰ διηγηθῶ ἢ μὲ φωνὴν βάρβαρον ἢ μὲ ὁλότελα ἑλληνικήν». Αυτούς όμως τούς συγγραφείς και τις ιδέες των έψεξε ως αξιοθρηνήτους και ζημιογόνους για την πατρίδα ο επιφανής Λαρισαίος λόγιος Ἀλέξανδρος Ἑλλάδιος.
Ο γλωσσικός πόλεμος σε όλη του την έκταση ξεκίνησε από τον Εὐγένιο Βούλγαρι, ο οποίος υποστήριζε ότι η χρήση τής Κοινής γλώσσας (τών αμόρφωτων) είναι απαράδεκτη για πονήματα υψηλοτέρου κύρους και αποδοκιμάζεται εντόνως (πράγμα το οποίο λόγω τής αδυναμίας αυτής ήταν αληθές). Η απάντηση στον Βούλγαρι προέρχεται από τον, διάσημο πλέον, μαθητή του Ἰώσηπο Μοισιόδακα. Αυτός έμπλεως σεβασμού πρός τον δάσκαλό του και μέσω ενός πονήματος «Θεωρία Γεωγραφίας» εισηγείται την χρήση υψηλοτέρου μεν ύφους, απέχοντος δε διαρρήδην από τού αρχαΐζοντος. Μπορεί να ειπωθεί ότι αυτή η γλώσσα (ή σωστότερα «ὕφος», λέξη την οποία και ο ίδιος εισήγαγε) είναι ο πρόδρομος της Καθαρευούσης τού Ἀδαμαντίου Κοραῆ.
«Μοῦ ἐφάνη ὅτι οἱ Ἱεροκύρηκες, ὅταν διδάσκουσι, καὶ οἱ Σπουδαῖοι, ὅταν συνομιλοῦν, πρέπει νὰ μεταχειρίζωνται ἕνα Ὕφος ὑψηλότερον ἀπὸ τὸ τετριμμένον. Τὸ ἴδιον ἔπραξαν καὶ πράττουν καὶ οἱ Εὐρωπαῖοι, χωρὶς οὐδὲ ποσῶς νὰ ζημιοῦνται οἱ ἁπλούστεροί των».
Το ύφος του διαφαίνεται καθαρά και από το ανωτέρω έργο του, όπου και δικαιολογεί τον «απλοϊκό» τρόπο τής γραφής του γράφων τα εξής: «Ἐγὼ διὰ λόγους, τοὺς ὁποίους ἐπιφέρω, ἔκρινα νὰ ἐξυφάνω τὴν παροῦσαν συγγραφὴν ἐν τῷ ἁπλῷ ὕφει, σώζων ὅμως ἀεὶ τοὺς ὡρισμένους ὅρους τῶν πραγμάτων, οἵτινες ἦσαν ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ἀρχαίοις, καὶ μεθαρμόζων ἀεὶ τὸ ὕφος ἐπὶ τὸ σεμνότερον, ἢ ἐλάχιστον ἐπὶ τὸ πρεπωδέστερον τῇ ἀνὰ χεῖρας πραγματευομένῃ ὕλῃ».
Καθ’ όν λοιπόν τρόπον ο Μοισιόδαξ εκφράζει την πεποίθησή του, δίκην τού επερχομένου Κοραή, ότι πρέπει να υπάρξει Καθαρισμός τής γλώσσας καί ως πρός την γραμματική και ως πρός την αποβολή ξένων λέξεων. Σημειωτέον εδώ ότι η χρήση τού Όρου «Κοινή» εκείνη την περίοδο (μετά από τήν Κοινή τού Ευαγγελίου και τήν Κοινή τών αγραμμάτων) πρέπει να ταυτίζεται με την απλή Καθαρεύουσα και ουδαμώς με την μετέπειτα Δημοτική.
Προϊόντος κατά βραχύ τού χρόνου εμφανίζεται ο Δημήτριος Κατρατζής, ο οποίος παρουσιάζει ως πρότυπο «Κοινής» (αυτή η μεταβαλλόμενη νοηματικώς λέξη εδώ σημαίνει προφορική και γραπτή γλώσσα όλων) τήν Λογία, καίπερ γέμουσα τοπικών ιδιωματισμών, ομιλουμένη γλώσσα τής Κωνσταντινουπόλεως. Αυτή η Κοινή τής Πόλεως γλώσσα βρήκε λίγους μιμητές (συγκεκριμένα τούς Δανιήν Φιλιππίδη και Γρηγόριο Κωνσταντά) οι οποίοι κατά το παράδειγμα τού δασκάλου τους έγραψαν το βιβλίο «Νεωτερικὴ Γεωγραφία», το οποίο απετέλεσε αιτία να αναφωνήσει ο Κατρατζής «ὁ μαθητής μου χάλασε τὴ Γλῶσσα μου!».
Επόμενο λοιπόν ότι η ταχεία αυτή εγκατάλειψη τού ύφους και από τους λιγοστούς πλέον υποστηρικτές τού Καταρτζή ευνόησε την απλή Καθαρεύουσα, την οποίαν και τελικώς και ακολούθησαν. Σε αυτό το σημείο εμφανίζεται ο Νικηφόρος Θεοτόκης, μορφωμένος κληρικός, ο οποίος κατά τα πρότυπα τών Σκούφου και Μηνιάτη προχωρεί έτι περαιτέρω στην διαμόρφωση της Καθαρεύουσας. Προϊότος όμως τού χρόνου ο Θεοτόκης επιφέρει μεγάλο καθαρισμό στην Καθαρεύουσα από τα λόγια στοιχεία, σε σημείο να επαινείται από τον Σάθα. Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο ο Θεοτόκης τοποθετείται στο μεταίχμιο τής λογίας δημώδους γλώσσης με την Καθαρεύουσα, της οποίας και θεωρείται κύριος διαμορφωτής.
Σημαντικές, ως προς τις απόψεις και όχι τον αντίκτυπο, ήσαν και οι φυσιογνωμίες τών Ιωάννη Βηλαρά και Αθ. Χριστόπουλου (προερχόμενοι περιέργως από την ομάδα τού Κατρατζή). Οι Βηλαράς και Χριστόπουλος προσπάθησαν να εισαγάγουν σε όλες τής μορφές τής γνώσσας τήν τών ποιημάτων και τραγουδιών. Οι ριζοσπαστικότατες, ανιστόριτες και άκρως φανατισμένες θεωρίες τού πρώτου περί τής φωνητικής γραφής έφεραν τα αντίθετα, όπως ήταν φυσικό, αποτελέσματα, ενώ κατά τινα τρόπον απετέλεσε πρόδρομο τού Ψυχάρη.
Το 1814 ο Βηλαράς δημοσίευσε ένα βιβλίο ονομασθέν «Ρομεηκη γλοσα», στο οποίο υποστήριζε την παντελή εγκατάλειψη τής ιστορικής ορθογραφίας «Τουτη λεγο, η νεκρομιαλη λογιοτατη μας δεν εσπουδαξαν τη γλοσα του γενου τους την τορεσνη, δεν κατακηταξαν τες φρασες της τες ομορφοτατες κε επιτηδηοτατες, τες φθορες της, τες αποκοπες της κε τα επιληπα καλη της, οπου μ’ αφτα γραφοντας και πηητηκα και λογογραφικα να στολησουν τη φησηκη τους γλοσα, καθος εστοληστηκαν ολες η γλοσες».
Από την άλλη ο Χριστόπουλος επηρεάστηκε από την Αιολοδωρική θεωρία και το 1805 συνέταξε στην Βιέννη το βιβλίο «Γραμματικὴ τῆς Αἰολοδωρικῆς, ἤτοι τῆς ὁμιλουμένης τωρινῆς τῶν Ἑλλήνων γλώσσας». Με αυτό τον τρόπο ο Χριστόπουλος συνέδεσε απευθείας την αρχαία αιολική και δωρική διάλεκτο με την σύμπασα σημερινή Κοινή ομιλουμένη γλώσσα, επιχείρημα το οποίο ασπάστηκαν πολλοί και περιφανείς λόγιοι όπως οι Κοραής, Κατρατζής, Φιλιππίδης, Νερουλός, Κοδρικάς κ.ά. Ωστόσο αυτό δεν οφείλετο σε περιορισμένες γνώσεις αλλά στην απουσία τής νεοσυστάτου επιστήμης τής γλωσσολογίας. Τελικώς όμως κατέρρευσε εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθη υπό της πένας τού Γ. Χατζιδάκι, όπου και έδειξε ότι η τότε (και σημερινή) Κοινή δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η συνέχεια τής Αττικής διαλέκτου μέσω τών αιώνων. Πιο περιορισμένο ήταν το έργο τού Ρ. Φεραίου (Αντώνιος Κυριαζής), ο οποίος άν και στην αρχή υπήρξε λόγιος, βαθμηδόν κατέληξε να συγκαταλέγεται με τους αρχαϊστές.
Εκείνα τα χρόνια εμφανίζεται μία από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες, άν όχι η πιο σημαντική για την ιστορία τού Γλωσσικού ζητήματος. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Αδ. Κοραῆς. Για τον Αδαμάντιο Κοραή η γλώσσα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση παιδείας, η οποία και θα αποτελέσει και την κατοχύρωση της ελευθερίας. Πρός αυτά τα ιδανικά αποβλέπων ο Κοραής ταυτίστηκε με την έννοια τού Διαφωτισμού για όλο το γένος χωρίς καμμία εξαίρεση. Το έργο του ήταν τόσο σημαντικό και σεβαστό ώστε θεωρείται υπό πάντων τών εμπλεκομένων στο γλωσσικό ζήτημα ως ο άνθρωπος με την μεγαλύτερη επιρροή επί τών αντιμαχομένων ομάδων.
Εικόνα κάτω: Αμύνεσθαι περί Πάτρας: 1894 η διαμάχη του «γλωσσικού ζητήματος».
Ο Μιστριώτης απεικονίζεται με τα σήματα-κατατεθέντα της εμφάνισής του, ομπρέλα και ημίψηλο. Ο Γεώργιος Μιστριώτης (1839-1916) ήταν καθηγητής της Ελληνικής Φιλολογίας στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Γεννήθηκε στην Τρίπολη το 1839. Την τετραετία 1858-1862 σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και κατά τη διάρκεια των σπουδών του διακρίθηκε με δύο βραβεύσεις στο Ροδοκανάκειο διαγωνισμό, για τις πραγματείες του “Περί του καθ’ Όμηρον πολιτεύματος των ηρωικών χρόνων” και “Περί του καθ’ Όμηρον οικιακού βίου των Ελλήνων”. Συνέχισε τις σπουδές του στο εξωτερικό, αρχικά στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας κι έπειτα στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, από όπου το 1867 αναγορεύτηκε διδάκτωρ της Φιλολογίας.
Διετέλεσε πρόεδρος πλήθους επιστημονικών εταιρειών και συλλόγων (“Ελληνικός Διδασκαλικός Σύλλογος”, “Ελληνική Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία” κ.λ.π) και ήταν τακτικός συνεργάτης της εφημερίδας της ελληνικής παροικίας της Τεργέστης Κλειώ. Δύο φορές εξελέγη κοσμήτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής και το ακαδημαϊκό έτος 1890-1891 ανέλαβε πρυτανικά καθήκοντα. Στην διαμάχη περί του γλωσσικού ζητήματος ήταν επικεφαλής της μερίδας των οπαδών της καθαρεύουσας και δημοσίευσε μεγάλο αριθμό έργων για να υποστηρίξει την θέση του στο ζήτημα αυτό. Συγκεκριμένα, το όνομά του συνδέθηκε με τα περίφημα “Ορεστειακά”, την διαμάχη δηλαδή που ξέσπασε μεταξύ των δημοτικιστών και των υπέρμαχων της καθαρεύουσας με αφορμή την διδασκαλία στα νέα ελληνικά της ομώνυμης τετραλογίας του Αισχύλου από το Βασιλικό Θέατρο (1903). Ήταν εισηγητής σε πλήθος ποιητικών και λογοτεχνικών διαγωνισμών και μετάφρασε έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.
«Η φρικτοτέρα χυδαιότης είναι η έλλειψις του απαρεμφάτου» Αδαμάντιος Κοραής
Ο Αδαμάντιος Κοραής.
Το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, στην νεότερη ιστορία του διαμορφώνει ένα εκπαιδευτικό σύστημα οργανωμένο από την Αντιβασιλεία και μεταφυτευμένο από την Γερμανία, δημιουργημένο στις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες του γερμανικού κράτους, που δεν είχαν καμία σχέση με αυτές του, ρημαγμένου απ’ τον πόλεμο, νέου ελληνικού κράτους. Το ποια γλώσσα πρέπει να χρησιμοποιείται στην λογοτεχνία αλλά και στην εκπαίδευση και στις επίσημες εκδηλώσεις, αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα. Η λαϊκή γλώσσα είναι ακαλλιέργητη, παραφθαρμένη και δεν μπορεί να εκφράσει πολυσύνθετες ιδέες.
Ο Αδαμάντιος Κοραής, κύριος εκφραστής του εκδυτικισμού στην Ελλάδα, στο ζήτημα της διένεξης για το ποια θα είναι η εθνική γλώσσα του κράτους, ξεκινά μια τάση καθαρισμού της γλώσσας από ξένα στοιχεία και τροποποιεί και προτείνει την καθαρεύουσα, η οποία καθιερώνεται ως επίσημη γλώσσα του κράτους (1834).
Αυτή η κάθαρση της Κοινής ομιλουμένης γλώσσας οδήγησε στην Καθαρεύουσα με την γνωστή της, εν πολλοίς, μορφή. Φυσικά είχε αρκετές διαφορές από την Καθαρεύουσα τού Θεοτόκη και τών Φαναριωτών, οι οποίες όμως προήλθαν από αντίστροφη κάθαρση λογίων στοιχείων τής γραφομένης γλώσσας. Η μέση αυτή οδός σήμαινε κατά τον Κοραή ότι η γνώση τής νεωτέρας Ελληνικής προϋποθέτει τουλάχιστον την στοιχειώδη γνώση τής αρχαίας, ιδέα την οποία υπεστήριξαν και πολλοί μετέπειτα φιλόλογοι όπως ο Αχιλλέας Τζάρτζανος.
Τις σκληρότερες επιθέσεις τις δέχθηκε από τον λόγιο Φαναριώτη Παναγιώτη Κοδρικά. Αυτός ο κατά τάλλα άξιος περί τα φιλολογικά άνδρας το 1818 εξέδωσε στο Παρίσι, όπου και διέμενε, ένα βιβλίο υπό τον τίτλο «Μελέτη τῆς Κοινῆς Ἑλληνικῆς Διαλέκτου», στο οποίο ανέφερε ότι η νέα γλώσσα έπρεπε να βασίζεται μόνον στο ύφος τής λογίας τού Πατριαρχείου γλώσσας και τής Πόλεως, ενώ δεν είναι δυνατόν η χύδην γλώσσα τού λαού να συνεχίσει να ομιλείται σε όλες τις περιστάσεις. Μέσα από πολλές αντιφάσεις, προτείνων ουσιαστικά ένα ύφος ελάχιστα αποκλίνον τού ύφους τού Κοραή, θα μείνει στην ιστορία απλώς ως ο πολέμιος του Ἀδαμαντίου Κοραή με μοναδικό σκοπό να επιτεθεί άνευ πραγματικής αιτίας (όπως επεσήμηνε και ο Δ. Βερναρδάκης). Κάτι παρόμοιο ανέφερε και ο Κ. Δημαράς, αναφέρων ότι όλος αυτός ο πόλεμος μόνον τον ίδιο αδίκησε, καθώς τού άξιζε να μείνει στην ιστορία ως κάτι παραπάνω από ένας απλός λιβελλογράφος.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα παρέχει ο Browning όπου ο Κοραής διορθώνει το «ψάρι» σε «ὀψάριον» ενώ ο Κοδρικάς σε «ἰχθύς». Φυσικά η επίθεση τού Κοδρικά παρείχε σε πολλούς λογίους και δημοτικιστές τον γέλωτα καθώς συνέκλινε σε ενενηνταοκτώ πράγματα και πολεμούσε σφοδρά για τα δύο. Κάτι το οποίο φαίνεται και από τον τρόπο καθ’ όν έγραφαν καθώς εν πολλοίς ήταν σχεδόν αδύνατο να διαχωρίσεις ποιος έγραψε τί βάσει του ύφους. Όπως ήταν φυσικό οι επιθέσεις εκατέρωθεν δεν ήταν δυνατόν να πάψουν. Έτσι η καθαρεύουσα αυτή τού Κοραή ονομάσθηκε «Κορακίστικα» από τον Φαναριώτη Ρίζο Νερουλό (ο οποίος λίγα χρόνια αργότερα συνετάχθη με αυτόν!), «τρακαριστά» (διότι τρικλίζει ακροβατούσα μεταξύ δύο αντιθέτων υφών) από τόν Νεόφυτο Δούκα κτλ.
Εξαιρετικώς άστοχα τον ταύτιζε και ο ακραίος δημοτικιστής Σολωμός με τους πλέον σκληρούς τών αρχαϊστών. Αντίθετα ο Δ. Γληνός, μετά από μερικά έτη, ήταν αυτός ο οποίος, καίπερ απέχων ιδεολογικώς από τις θέσεις τού Κοραή, τον τοποθέτησε στο Πάνθεον ως μέγα ανθρωπιστή, γνώστη τής εποχής και «άστρο λαμπρό πάλω απ’ όλους τους συγχρόνους και κατοπινούς φιλολόγους».
Αυτό, σύμφωνα με την Γληνό, δεν σημαίνει ότι τα έκανε όλα σωστά, καθώς σταμάτησε στην μέση λόγω τής υπέρμετρης συμβιβαστικότητός του. Καθ’ όμοιον τρόπον παρουσιάστηκε και από τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη στα τελευταία έτη τού γλωσσικού ζητήματος. Ο απώτερος και άμεσος σκοπός του Κοραή ήταν ο περιορισμός των άκρων, π.χ. χαρακτηριστικά ψέγει μία μετάφραση του Θουκυδίδου όπου ο (μακαρονιστής) μεταφραστής φοβούμενος μη δεν γίνει αντιληπτή η λέξη «ὀργίζομαι» την μετέφρασε «χαλεπαίνω»!
Το ίδιο ψέγει και τους μαλλιαριστές που αντί να χρησιμοποιούν τις λέξεις λ.χ. “σημαία” και “κήρυκας” (κῆρυξ τότε) χρησιμοποιούσαν τις λέξεις “παρντιέρα” καί “κράχτης”. Οι βασικές σκέψεις του Κοραή επί του παρόντος ζητήματος συνοψίζονται από τον Beaton και περιέχονται στα εξής τρία στοιχεία. 1ον. Ο Εθνικός αυτοπροσδιορισμός βασίζεται στην επανεκτίμηση της αρχαίας Ελληνικής.
«Η φρικτοτέρα χυδαιότης είναι η έλλειψις του απαρεμφάτου. Η απαιδευσία θα εξαφανιζόταν με τον γλωσσικό «καλλωπισμό» και την διόρθωση των βαρβαρικών στοιχείων. Πρέπει να φύγουν όλα τα «σαπημένα της γλώσσης», τα «ζιζάνια της χυδαιότητος», ώσπου να περάσουν λέξεις και φράσεις διορθωμένες «από το βιβλίον του λαού εις του λαού τα στόματα». Για τον λόγο αυτόν πρότεινε τον καθαρισμό και τη μορφολογική διόρθωση των βαρβαρικών στοιχείων. Πρότεινε: όχι πια άρτος, οίνος, πτηνόν, ιχθύς, χοίρος, ούτε ψωμί, κρασί, ψάρι, γουρούνι, αλλά ψωμίον, κρασίον, ψάριον, γουρούνιον»
Η νέα γραπτή γλώσσα πρέπει να συμβαδίζει με την γραμματική της σύγχρονης ομιλουμένης των μορφωμένων τάξεων των πόλεων ως αναπόσπαστα στοιχεία του λαού. Οι δυο προτάσεις συνδυάζονται με ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα, το οποίο θα διορθώνει τα κακώς έχοντα της προφορικής εκείνης γλώσσας και την καθιστούν όλως απέναντι της κλασσικής Ελληνικής (π.χ. τουρκικό και γενικά αλλοδαπό λεξιλόγιο το οποίο εχρησιμοποιείτο αυτολεξεί στην ομιλουμένη όπως δεπαρταμένα αντί dipartemento, ἀπελατζιόνε αντί appelazione, κεχαγιάς, τζέργα κ.ο.κ.)
Εκτός των ανωτέρω ο Κοραής θεωρούσε αναγκαία την εισαγωγή λεξιλογίου από την αρχαία προς κάλυψιν βασικών αναγκών της γλώσσας όπως φάνηκε από τα προηγούμενα. Θεωρούσε επίσης και δήλωνε ότι η άποψη των ακραίων λογίων περί βαθμιαίας επιστροφής στην κλασσική ως σύμβολο εθνικής υπερηφανείας και όχι δουλείας δεν είχε καμμία σχέση με την πραγματικότητα και μάλιστα ετάσσετο κατά της συγγραφής βιβλίων στην κλασσική «Τίς εἶναι τόσον μωρὸς ἢ εἰς τίνα περισσεύει τόσος καιρὸς, ὥστε ν’ ἀφήσῃ τοὺς Ὁμήρους, τοὺς Πλάτωνας… διὰ νὰ ἀναγινώσκῃ τὸν νέον τοῦτον Ἑλληνιστήν;» Το δε γεγονός ότι προσπαθούσε να ταυτίσει έμπρακτα την γλώσσα με το έθνος σε όλες του τις βαθμίδες και τάξεις βρήκε ευήκοα ώτα σε μερίδα λογίων και δημοτικιστών. Ένα παράδειγμα της γραπτής του γλώσσας είναι το κάτωθι:
«Ἡ μήτηρ μου ἔλαβεν ἐλευθερωτέραν ἀνατροφήν, διότι εὐτύχησε νὰ ἔχῃ πατέρα Ἀδαμάντινον τὸν Ῥύσιον, τὸν σοφώτατον ἐκείνου τοῦ καιροῦ εἰς τὴν ἑλληνικὴν φιλολογίαν ἄνδρα, ὅστις ἀπέθανεν ἓν ἔτος (1747) πρὸ τῆς γεννήσεώς μου. Αὐτὸς ἐχρημάτισε ἔτι νέος ὤν, διδάσκαλος τῆς ἑλληνικῆς φιλολογίας εἰς Χίον· Μετὰ ταῦτα ἦλθεν εἰς Σμύρνην, ὅπου ἐνυμφεύθη χήραν τινὰ Ἀγκυριανήν…».
Όπως φαίνεται αποφεύγει την χρήση της δοτικής όπου σύμφωνα με την σύνταξη θα έπρεπε να βρίσκεται σε μερικά σημεία, την απλή αντικατάσταση μεμονωμένων λέξεων με πιο λόγιες χωρίς όμως να αλλάζει την σύνταξη αποβλέπων στην κλασσική. Όπως υποστήριζε «ἐὰν τὸ βιβλίον εἶναι γραμμένον μὲ προσοχὴν καί εἰς γλῶσσαν μετρίως καλλωπισμένην μανθάνουν καὶ αὐτοὶ (οι αγράμματοι) κατὰ μικρὸν νὰ καλλωπίσωσι τὴν ὁμιλίαν των»
Το γεγονός ότι είχε φίλους εκατέρων των παρατάξεων δεν σημαίνει ότι δεν είχε και εχθρούς. Πράγματι λοιπόν πολεμήθηκε και από τους δύο για τελείως διαφορετικούς λόγους. Οι μεν δημοτικίζοντες τον εγκαλούσαν ότι προσπαθεί να δώσει μια μορφή της γλώσσας η οποία δεν εξελίχτηκε με φυσιολογικό τρόπο όπως η τότε δημοτική ή η καθαρεύουσα των λογίων.
Πόλεμος φυσικά ξέσπασε και με τον Π. Σοῦτσο, και όπως συνηθίζετο εκείνη την περίοδο ο Σοῦτσος εξέδωσε ένα βιβλίο με το οποίο όχι απλώς επεσήμαινε αλλά και έψεγε τους σολοικισμούς άλλων συγγραφέων. Τον χαρακτήριζε η παραδοχή του ότι η λανθασμένη χρήση της γλώσσας θα λυνόταν με την στενότερη επαφή αυτής με την αρχαία. Μεγάλο μέρος αυτών των λαθών κατ’ αυτόν υπήρχε λόγω της αθέμιτης προσμίξεως της κλασσικής με την καθαρεύουσα του Κοραή, την οποία χαρακτήριζε ως «ἀνεπαρκῆ συμβιβασμόν». Το ίδιο συνεχίστηκε καθώς πολλοί διόρθωναν τα έργα του Κοραή με πρότυπο την κλασσική και άλλοι με πρότυπο την δημοτικίστικη. Οι πρώτοι κατηγορούσαν τον Κοραή όχι τόσο για την έλλειψη των γνώσεών του (αυτό σε σπάνιες περιπτώσεις σημείωνε ο Γ. Χατζιδάκις) όσο για την πορεία του στην «μέσην ὁδόν» απέχων εξ ίσου από τους πλέον αγραμμάτους και τους λογίους (σοφούς) του έθνους. Η μέση αυτή οδός βασιζόταν στην ερώτηση:
«Μόνον οι σπουδαίοι πρέπει να κατεβαίνουν στην γλώσσα των αμαθών και όχι οι αμαθείς να ανεβαίνουν στην γλώσσα των σπουδαίων;» για να κλείσει με το «μήτε τύῤῥανοι τῶν χυδαίων μήτε πάλιν δοῦλοι τῆς χυδαιότητος αὐτῶν».
Ο φιλόλογος και γλωσσολόγος Γεώργιος Χατζιδάκις υποστήριζε την χρήση της καθαρεύουσας, πάντα μέσα σε λογικά πλαίσια, τα οποία δεν πρέπει να παραβιάζονται από καμία πλευρά. Ειδικότερα κατηγορούσε διαφόρους διαπρεπείς φιλολόγους -ακραίους τότε νεοαττικιστές- ότι «παρὰ φύσιν» προσπαθούν να αλλάξουν την φυσική συνέχεια της νέας Ελληνικής γλώσσας (κατ’ αυτόν την καθαρεύουσα). Εξαίρεση ήταν ο Κωνσταντίνος Κόντος κατά τον Χατζιδάκι, ο οποίος δίδασκε ότι «πολλῷ κάλλιον εἶναι νὰ στέργῃ τις τὰ κοινολεκτούμενα ἢ σπουδάζων περὶ τὰ χαριέστερα νὰ σολοικίζῃ δεινότατα». Επίσης κάποιες λέξεις στο έργο του «Γλωσσικαὶ παρατηρήσεις» (πρὸς διόρθωσιν τῆς νέας ἡμῶν γλώσσης) προέρχονταν από μεσαιωνικές-μεταγενέστερες και όχι αρχαίες λέξεις. Πίστευε ακράδαντα ότι μέγα κατόρθωμα ήταν το ότι οι γνωρίζοντες την νέα αυτή γλώσσα με την -σε αρκετό βαθμό- νέα γραμματική και σύνταξη μπορούσαν να εννοούν αρκετά εύκολα και την κλασική Ελληνική του 5ου αι. π.κ.ε.
Ειδικότερα αναφέρει ο ίδιος στο βιβλίο του «Σύντομος ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης» (Κεφ. ΙΔ «Περὶ τοῦ νέου ἡμῶν γραπτοῦ λόγου» εκδοθέν το 1915: «Καὶ ταῦτα δῆλον ὅτι ἡμεῖς δὲν μεταχειριζόμεθα οὔτε τὴν Ἀττικὴν διάλεκτον, ὅπως ἀναλήθως ἐπὶ διαβολῇ ἐλέχθη, οὔτε καθόλου τὴν ἀρχαίαν ἢ τὴν Κοινὴν τοῦ Εὐαγγελίου ἀμετάβλητον καὶ ἑπομένως ἀπηρχαιωμένην καὶ ἄχρηστον ἡμῖν νῦν (οὐκ ἀληθὲς ἄρα ὅτι «ἡ γραφομένη εἶναι ἐκτὸς ἄλλων ἡ γλῶσσα τοῦ Εὐαγγελίου»). Ἐπίσης εἶναι δῆλον ὅτι ἡμεῖς δὲν ἐπλάσαμεν, δὲν ἠδυνάμεθα νὰ πλάσωμεν κατ’ ἀλήθειαν νέαν γλῶσσαν, ἀλλ’ ἁπλῶς μετερρυθμήσαμεν προσηκόντως καὶ προσηρμόσαμεν κατὰ τὸ δυνατὸν πρὸς τὰς νεωτέρας ἀνάγκας ἡμῶν τὴν γλῶσσαν (δηλαδή την καθαρεύουσα), ἣν ἀπὸ αἰώνων ἠκούομεν. Πάντα ἄρα τὰ λεγόμενα περὶ ἐπιβολῆς εἰς τὸ ἔθνος ἡμῶν γλώσσης νέας ἢ ξένης, ἀρχαίας, ἀγνώστου αὐτῷ εἶναι αὐτὸ τοῦτο ἀναλήθη».
Στον αντίποδα των ανθελληνικών απόψεων τού Fallmerayer έλαβε χώρα η μεγάλη αναβίωση τού ακραίου αρχαΐζοντος κινήματος, με κυρίους υποστηρικτές τούς Νεόφυτο Δούκα, Στέφανο Κομμητά, Κ. Οικονόμο (από πρώην υποστηρικτής τού Κοραή), Σκαρλάτο Βυζάντιο, Κλ. Ραγκαβή, Παν. Σούτσο, Αν. Λευκία Γεωργιάδη, Σπ. Ζαμπέλιο, Γ. Μιστριώτη κ.ά. Τελικός σκοπός αυτής τής ομάδος ήταν η βαθμιδόν επιστροφή στην Ἀττική διάλεκτο, τουτέστιν στο υψηλότερο επίπεδο τής καταλογάδην αρχαίας Ελληνικής τού 4ου αιώνος π.κ.ε.
Ο Σκαρλάτος μάλιστα υποθέτει ότι ίσως σε πενήντα με εκατό χρόνια θα είμαστε σε θέση να πετύχουμε το ακατόρθωτο αυτό έργο. Για να επιτευχθεί αυτό το, πράγματι ακατόρθωτον, έργο όριζε ως γραμματική αυτή τήν τής αττικής διαλέκτου πρός το απλούστερον (τουλάχιστον τα πρώτα έτη) ακόμη και για τα Δημοτικά σχολεία, στα οποία υπήρξε Διευθυντής τής Δημοτικής εκπαιδεύσεως από το 1854-1878 (έως τον θάνατό του). Το κίνημα αυτό είχε τόσο ακραίες και ρομαντικά ουτοπικές απόψεις ούτως ώστε εκτός τών ανωτέρω λογίων κανείς δεν τους ακολούθησε.
Κύριος καθοδηγητής αυτής τής ιδεολογίας υπήρξεν ο Παναγιώτης Σούτσος, ο οποίος το 1853 εξέδωσε το βιβλίο «Νέα σχολὴ τοῦ γραφομένου λόγου ἢ Ἀνάστασις τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσης ἐννοουμένης ὑπὸ πάντων», στο οποίο απέρριπτε τους τότε (τού Κοραῆ) τύπους και τους αντικαθιστούσε με τους αρχαίους ή τούς βραχύ μεταγενεστέρους (βλ. ἦν/ἤμην).
Η μεγάλη όμως διαφορά τού Σούτσου από τούς ανωτέρω, καίπερ μόνο μία, είναι πολύ ουσιώδης. Ο Π. Σούτσος επεδίωκε την αντικατάσταση κάθε ύφος με το αττικόν και μόνον, ενώ όλοι οι άλλοι περιόρισαν ηθελημένα αυτό το αττικίζον μόνον στην εκπαίδευση ύφος και εν πολλοίς στον επίσημο γραπτό λόγο. Οι αντιδράσεις απ’ όλες τις πλευρές δήλον ότι ήταν ραγδαίες. Οι σημαντικότερες μελέτες επί τού θέματος ήταν τα «Σούτσεια» (1853) που εξεδόθησαν ανωνύμως υπό τού Κων. Ασωπίου, το έργο «Γλωσσικαὶ παρατηρήσεις» (1882) τού Κων. Κόντου και τέλος τού Δ. Βερναρδάκη (1884) «Ψευδοαττικισμοῦ ἔλεγχος». Το πρώτο ελέγχει απλώς την εγκράτεια τού Σούτσου (και συντάσσεται μαζί του), το δεύτερο επισημαίνει τα φιλολογικά λάθη όλων τών καθαριστών, από τον Κοραῆ ώς τον Σοῦτσο χωρίς όμως να κάνει κάτι περισσότερο, παρά τις αβάσιμες κατηγορίες και το τρίτο ελέγχει, ανεπιτυχώς, τον Κωνσταντίνο Κόντο ως ψευδοαττικίζοντα.
Την ίδια περίπου περίοδο άλλοι δημοτικιστές υποστήριζαν ότι το «γλωσσικό ζήτημα» καθ’ εαυτό άρχεται με την επανάσταση του 1821, ενώ η διγλωσσία όπως σημειώθηκε και ανωτέρω εμφανίζεται από τους αττικιστικούς χρόνους τού Πλουτάρχου και τού Λουκιανού. Μάλιστα ο Κοραής κατηγορείται με χυδαίο τρόπο από το στρατόπεδο του Brugmann ότι «θαλλάσωσε τα πάντα» με την επιλογή του να σταματήσει τον δρόμο προς την δημοτική, διότι ο «καημένος ἀντὶς νὰ ρυθμίζει τὰ ἀρχαῖα στοιχεῖα πρὸς τὰ δημοτικά. Ρύθμιζε ἀνάποδα τὰ δημοτικὰ στοιχεῖα πρὸς τὰ ἀρχαῖα. Ἔπειτα ἔστησε διωγμὸ τῶν λεξῶνε, χωρὶς νὰ λογαριάσει πὼς οἱ κατοπινοί του θὰ τραβοῦσαν πολὺ μακρύτερά του καὶ θὰ κλάδεβαν κάθε λέξη μὴ κλασσικιά καὶ πὼς δὲ σύφερνε τῆς γλώσσας νὰ χάσει ρίζες.».
Επί τη βάσει αυτής τής λογικής οι δημοτικιστές πίστευαν ότι με την είσοδο του νεοσυστάτου τότε Ελληνικού κράτους στην Ευρώπη έπρεπε μεν να συμπληρωθεί και να πλουτισθεί η γλώσσα ανάλογα αλλά όχι δε και να καθαρισθεί από τα πολλά Τούρκικα και Βενετσιάνικα στοιχεία. Ούτω κατηγόρησαν τον Κοραή ότι αντικατέστησε Τουρκικές και Ιταλικές λέξεις ανακατεμένες ήδη από πολλές δεκαετίες στην Ελληνική. Πρός τούτοις θα έπρεπε με θάρρος η καθαρεύουσα να ξεριζωθεί λόγω τής πολύτιμης δημοτικής ποιήσεως και των τραγουδιών.
Τεκμήριό τους ήταν κάποιες μεταφράσεις τού Γκαίτε στην Γερμανική. Σύμφωνα με τον Brugmann η δημοτική έπρεπε να βασιστεί επί τών απόψεων του Βηλαρά με τελικό σκοπό «ἡ κοινὴ ἀφτὴ γλώσσα παντοῦ νὰ ἀνεβοκατεβαίνει ποικιλότατα, τὸ συμμορφωτικό της ὅμως πάντα μένει τέτιο ὥστε οἱ χῶρες παντοῦ στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴν Τουρκία νὰ συναγρικοῦνται δίχως καμιὰ δυσκολία».
Με αυτόν τον τρόπο η ψευτοπαιδεία (δηλαδή η διδασκαλεία τής γραπτής γλώσσας στο σχολείο) θα έφθινε σταδιακώς και οι μαθητές θα αποκτούσαν τήν αληθινή γνώση. Μάλιστα επιχείρημά τους ήταν η διδασκαλία τών Ρητορικών λόγων τού Γ. Μιστριώτου στα ανώτατα σχολεία τών «κοριτσιῶνε» με την συνενοχή τού επισήμου κράτους. Η δε καθαρεύουσα περιγράφεται ως ψώρα, λόγω τής οποίας ο Έλληνας σταμάτησε να παράγει οποιοδήποτε λογοτεχνικό έργο. Πιο χαρακτηριστική δεν θα μπορούσε να είναι άλλη φράση παρά η ακόλουθη. «Τῆς καταρέβουσας ἡ βλάβη στάθηκε ἀσύγκριτα μεγαλύτερη παρὰ τ’ ὄφελός της. Τὰ κεφάλια ποὺ κλούβιανε δὲν ἔχουν μετρημό» (έν. αν. σ. 25).
Ξεκάθαρα αντίθετη είναι πλέον είναι η άποψη των περισσοτέρων διακεκριμένων φιλολόγων και γλωσσολόγων όπως ο Γ. Μπαμπινιώτης, ο οποίος αναφέρει ότι η περί το γλωσσικό ζήτημα διαμάχη υπήρξε κάτι θετικό καθώς πολλοί ασχολήθησαν με την βαθύτερη καλλιέργεια της γλώσσας στην διπλή της παράδοση. Τέλος ο Brugmann, συμφωνών και αυτός με τον Krumbacher και τον Ρόιδη, με την σειρά του παραδέχεται ότι η «αγνή» δημοτική τού Ψυχάρη δεν είναι η πραγματική γλώσσα τού λαού καθώς «ἀφτοὶ τὸ παραξηλώνουν». Καταλήγει δε στο ότι χρειάζεται ένας συμβιβασμός, όχι με βάση όμως τον Κοραή αλλά με βάση τον Βηλαρά. Δηλαδή δεν θα πρέπει να εξευγενίσουμε την γλώσσα προς την μέση οδό αλλά να την προσαρμόσουμε περισσότερο προς τις εκάστοτε «ντοπιολαλιές».
Επί τη βάσει αυτής τής λογικής η καθαρεύουσα θα πρέπει να «κατεβεί πολλά σκαλοπάτια από το θρόνο της» και να ακολουθήσει την ζωντανή δημοτική, η οποία θα παραμείνει ως έχει με την προσθήκη ελαχίστων λέξεων από «τὸ λεξικολογικὸ θησαβρὸ… ποὺ ξοδιάστηκε καὶ ἀποθηκέφτηκε στην Καθαρέβουσα». Και σε αυτό το ζήτημα η άποψη του Γ. Μπαμπινιώτη είναι τελείως διαφορετική καθώς αποκαλεί υγιή αυτόν τον εσωτερικό δανεισμό και καθαρισμό τής γλώσσας με βάσει την αρχαία πρός αποφυγήν το κινδύνου τής πληθύος τών ξένων λέξεων στο σώμα τής δημοτικής γλώσσας τής εποχής. Υπεύθυνος γι’ αυτό υπήρξε ο «φωτισμένος» Αδαμάντιος Κοραής, συνεχίζει ο Μπαμπινιώτης, που έσωσε τη γλώσσα από βέβαιο μιγαδισμό και άλλοι διδάσκαλοι του γένους. Καθ’ όμοιο τρόπο οι τοποθετήσεις τού Ψυχάρη χαρακτηρίζονται ακραιες.
Η αναζήτηση της εθνικής ταυτότητας, κοινό χαρακτηριστικό όλων σχεδόν των ευρωπαϊκών λαών το 19ο αιώνα, θα βοηθήσει στην εμφάνιση και στην άνθηση της λαογραφίας, με αποτέλεσμα, στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, να πολλαπλασιαστούν η συλλογή και οι δημοσιεύσεις δημοτικών τραγουδιών. Την παράδοση που δημιουργεί ο Διονύσιος Σολωμός στην έντεχνη Επτανησιακή Σχολή, θα συνεχίσουν οι Ιάκωβος Πολυλάς, Αλέξανδρος Βαλαωρίτης, κ.ά, οι οποίοι, επηρεασμένοι από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά λογοτεχνικά κινήματα, καταπιάνονται με θέματα ιστορικά, κυρίως, όμως, με κοινωνικά, στα οποία βρίσκουμε ρίζες του κινήματος του δημοτικισμού και επομένως της πόλωσης που σύντομα θα στιγματίσει το γλωσσικό ζήτημα. Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι στα Επτάνησα, που για αιώνες ήταν υπό Ενετική και Αγγλική κατοχή, δεν υποστηριζόταν ο αρχαϊσμός και πολύ πριν τον Σολωμό ήταν καλλιεργημένη η λαϊκή παράδοση στην ποίηση.
Πυροδοτείται, λοιπόν, για μια ακόμη φορά η αντίδραση προς τον Κοραή, που κατηγορείται από τους οπαδούς της δημώδους για τεχνητή παρέμβαση στην γλώσσα και από τους υποστηρικτές της αρχαΐζουσας ότι αρνείται την γλωσσική παράδοση. Οι αγώνες που θα δοθούν για την επικράτηση της μιας ή της άλλης μορφής γλώσσας είναι πολλοί και συνδέονται με πολιτικά και ιδεολογικά ζητήματα του ελληνισμού. Στο χώρο της λογοτεχνίας, πάντως, η δημοσίευση το 1888 του έργου του Γιάννη Ψυχάρη «Το ταξίδι μου» δίνει ώθηση στη χρήση της δημοτικής μεταγενέστερα.
Η γλώσσα του Ψυχάρη όπως επισημαίνουν πολλοί (συμπεριλαμβανομένου και του απρόσμενου συμμάχου του Ἐ. Ροΐδη ο οποίος έγραψε «ἂν ἐγράφομεν κατὰ τὴν γλῶσσαν τοῦ Ταξειδίου, δὲν θὰ ἐγράφομεν ἀκριβῶς ὡς ὁμιλοῦμεν» Ἑστίας αριθμ. 660 σελ. 670) ήταν μια ομαλοποιημένη δημοτική την οποίαν όμως επινόησε ο ίδιος, όθεν και οι λόγιοι την ονόμαζαν «ψευτοδημοτική».
Ο Ψυχάρης ξαφνικά έγινε το κεντρικό πρόσωπο καθώς άρχισε να βάλλεται πανταχόθεν από τους περισσοτέρους και να θεοποιείται γλωσσικώς από λίγους. Ο λόγος ήταν ότι όχι μόνον έπλαττε με ευκολία λέξεις άγνωστες και ανύπαρκτες (ἡ Χιό τῆς Χιός, τὰ δάσητα, τὰ φώσια, πνὲς ή ἀναπνές κτλ.) αλλά ότι αντικατέστησε τις πομπώδεις λόγιες λέξεις με τουρκικά δάνεια. Παράδειγμα η αντικατάσταση της λέξης «ἀδιέξοδον» με τη λέξη «τυφλοσόκακο» Εν συνεχεία μη αρκούμενος σε αυτά και πιστεύοντας ότι η δική του δημοτική ήταν ο ζών πρόγονος της κλασσικής γλώσσας τον οδήγησαν στον πειραματισμό με τις υπάρχουσες εκάστοτε γλωσσικές δομές. Δηλαδή όπου οι αρχαϊστές και λόγιοι εξαρχαΐζαν την ελληνική ο Ψυχάρης εκσυγχρόνιζε την αρχαία, καθιστώντας αυθαιρέτους τύπους, ομοίους με αυτούς των ασπόνδων του αντιπάλων.
Αυτά τα δάνεια (ακόμη κι από την καθαρεύουσα!) τα συμβίβαζε με τους δικούς του μορφολογικούς κανόνες, όθεν και ενισχύονται οι κατηγορίες εις βάρος του για επιτήδευση την στιγμή που είχε αποδειχθεί ότι εν πολλοίς η νέα λαϊκή γλώσσα είχε αφομοιώσει πολλά λόγια στοιχεία. Μερικά παραδείγματα είναι οι λέξεις συθήκες, σκετικός, ἀρφάβητο, πομονή, έχταση κ.ά. Συνεπώς η γραπτή του γλώσσα περιελάμβανε μη χρησιμοποιημένους από κανέναν τύπους ως γνήσιους λαϊκούς. Αυτό απετέλεσε και την αρχή των «μαλλιαρῶν» και «χυδαίων» τραβώντας το σχοινί στο άλλο άκρο.
Ο Δροσίνης παραδέχτηκε ότι η εφημερίδα της εποχής, Ἑστία, κατεστράφη και έχασε μεγάλο μέρος των συνδρομητών της από την στιγμή που άρχισε να αναπαράγει άρθρα στην γλώσσα Ψυχάρη.
20ός αιώνας
Ο Εμμανουήλ Ροΐδης, υπερασπιστής της δημοτικής γλώσσας.
Την πραγματικότητα της αρχαιόθεν παραδεδομένης σε εμάς διγλωσσίας υποστήριξαν και όλοι οι Έλληνες λόγιοι αμφοτέρων των παρατάξεων, ακόμη και οι δημοτικιστές εκτός των Ε. Ρόιδη (στο έργο του «Τὰ Εἴδωλα 1833 ἐκδόσεις Ἑστίας)» και Δ. Βερναρδάκη. Τον πρώτο ο καθηγητής Γεώργιος Χατζιδάκις κατηγορεί διότι αμελεί τα όσα τεκμήρια παρέχει στο «Φιλολογικό περιοδικό Ἀθηνᾶ» (τόμος Ε΄ σελ. 181 κ.ε.) καθώς υποστηρίζει ότι μόνον στην σημερινή Ελλάδα υπάρχει διγλωσσία, πράγμα απαίσιο κατά τον Ρόιδη.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο μετριοπαθής δημοτικιστής Διονύσιος Σολωμός, ο οποίος στο έργο του «Διάλογος πρὸς Σοφολογιώτατον» παραδέχεται λογομαχών με ένα λόγιο «Μακαρονιστή» ότι υπήρξε διγλωσσία και κατά τα αρχαία χρόνια, παραδεχόμενος ότι ο Πλάτων δεν έγραφε όπως μιλούσαν οι τότε Έλληνες. Έργο το οποίο αργότερα απετέλεσε και Ευαγγέλιο για τους δημοτικιστές. Ο κ. Βερναρδάκης παραδέχεται ότι εκείνη την περίοδο ήταν αδύνατη η χρήση της δημοτικής χωρίς στοιχεία της καθαρεύουσας
«Ἡ ἀρίστη θεραπεία (του γλωσσικού νοσήματος) θὰ ἦτο βέβαια νὰ διαζεύξωμεν ἐντελῶς καὶ ἀπελευθερώσωμεν τὴν δημοτικὴν ἀπὸ τῆς ἀρχαίας ἑλλ/ῆς καὶ ν’ ἀσπασθῶμεν τὴν δημώδη ὅλως ἀμιγῆ καὶ ἄκρατον, ἀλλὰ τοῦτο εἶναι πλέον ἀδύνατον» και αλλού «σήμερον δὲν ἐπαρκεῖ ἡμῖν (=σε εμάς) (η δημοτική) καὶ τὴν πτώχειαν ταύτην ἀπέδειξα καὶ ἡρμήνευσα διὰ μακρῶν». Η άποψη του καθηγητού ήταν ότι έπρεπε να χωρίσουμε την δημοτική από την καθαρεύουσα, επειδή όμως τούτο είναι αδύνατον θα έπρεπε να παραλάβουμε για την δημοτική όσους τύπους και συντάξεις λείπουν από την καθαρεύουσα ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί από όλους («δι’ αὐτὸ πρέπει νὰ μεταχειριζώμεθα κρᾶμά τι ἐξ ἀμφοτέρων»).
Όπως είναι φυσικό δέχτηκε τα βέλη του Γ. Χατζιδάκι ο οποίος έγραψε ότι πρέπει να πάσχει από κάποιου εγκεφαλικού νοσήματος για να υποστηρίζει ότι πρέπει να δημιουργήσουμε ένα κράμα, αφού πρώτα το χωρίσουμε για να το ξαναφτιάξουμε.
Χαρακτηριστικό είναι ότι όσο ο Βερναρδάκης τόσο και ο Εμμ. Ρόιδης άν και ήταν υπέρμαχοι της δημοτικής επέλεγαν να γράφουν σε αυστηρά καθαρεύουσα, σχεδόν υπερκαθαρεύουσα λόγω των κενών τής έως τότε άπλαστης δημοτικής. Βέβαια ο Βερναρδάκης παραδέχθηκε ότι «ὁ ἀγὼν δὲν ἦτο περὶ ἀρχῶν καὶ ἰδεῶν ἀλλὰ ὑπὲρ προσώπων καὶ κατὰ προσώπων». Το γενονός αυτό φαίνεται από πολλές πηγές, χαρακτηριστικώς ο Γερμανός δημοτικιστής Karl Brugmann αναφέρει ότι το έθνος το τρώει η σκουριασμένη γραπτή γλώσσα, η αρρώστια του έθνους, και δίκην Ιταλικής (η οποία βέβαια αποτελεί διαφορετική περίπτωση κατά τον γλωσσολόγο Γ. Μπαμπινιώτη, τον Γερμανό φιλόλογο Heymann Steinthal κ.α.) πρέπει να πεταχτεί στα σκουπίδια για να ανθίσει το έθνος.
Έτσι εάν δεν βρεθεί το φάρμακο οι τεράστιες ζημιές που έπαθε ο Ελληνικός πολιτισμός από το γλωσσικό ζήτημα θα συνεχιστούν.
Έτσι, συνεχίζει, όπως η Λατινική στον μεσαίωνα κρατούσε πίσω τις φυσικές γλώσσες έτσι ακριβώς και η καθαρεύουσα καταστρέφει το Ελληνικό έθνος (!!). Ο δριμύς αυτός προσωπικός πόλεμος απεικονίζεται ξεκάθαρα μέσω τού Karl Brugmann. Εκεί κατηγορεί τον Χατζιδάκι, τον οποίον αποκαλούσε ακραίο επειδή τόλμησε μεν να αντιπαρατεθεί με τον (δάσκαλό του) Krumbacher και χρησιμοποιούσε δε αυστηρή καθαρεύουσα στον προσωπικό γραπτό του λόγο ενώ διεκήρυσσε υπέρ τής απλή καθαρεύουσας, ό,τι δηλαδή έκανε και ο Ε. Ρόιδης.
Εκεί μάλιστα χρεώνει στον «ξεδιάντροπο» Χατζιδάκι, χωρίς επιρροή καθηγητή όπως αναφέρει, «παιδιάτικες, σιχαμένες καὶ πρόστυχες σοφιστεῖες» και ότι προσπαθεί να αποδείξει τον Krumbacher μισέλληνα. Έφτασε μάλιστα σε σημείο να τον παρουσιάζει ως εθνικό κίνδυνο στους ξένους, καθώς «τέτιος πρόστυχος ἄθρωπος… εἶναι κίντυνος ἐθνικός… καὶ ἀφτοχειροτόνητος». Τούτο προφανώς είναι μια ακραία ερμηνεία καθώς ο ίδιος ο Χατζιδάκις αλλού έγραφε ότι οι περισσότεροι φιλόλογοι δεν είναι άξιοι να λύσουν ούτε τον ιμάντα τών υποδημάτων τού Krumbacher.
Οι υπέρμαχοι της απλής καθαρευούσης, και όχι τα άκρα όπως οι μακαρονιστές (οι οποίοι ανεμίγνυαν αυστηρά καθαρεύουσα με την καθαρή αττική δημιουργούντες «τέρατα») και οι Αττικιστές (οι οποίοι ήθελαν την άμεση επιστροφή στην Χρυσή γλώσσα του Πλάτωνος και του Δημοσθένους μετά από περίοδο προσαρμογής 2-3 γενεών όπως ο Π. Σούτσος) ή οι μαλλιαροί (έχοντες ως πρότυπο γλώσσας αυτή των πλέον αγραμμάτων και αποβολή κάθε άλλης) υπεστήριζαν ότι έχουμε την τύχη να έχουμε δύο ενδύματα, το ένα καθημερινό και το άλλο επίσημο και εορταστικό. Η άποψη των της καθαρευούσης ήταν η απλοποίηση αυτής και ιδίως στις πρώτες τάξεις των σχολείων, αλλά όμως με την διατήρηση και των δύο αυτών διαλέκτων. Άλλοι την βαθμιαία χρήση «λέξεων ἢ τύπων ἀχρήστων ἐν τῷ κοινοτέρῳ προφορικῷ λόγῳ, αἵτινες ὅμως βαθμηδὸν δύνανται ἐκ τοῦ γραπτοῦ νὰ ἐπικρατήσωσι καὶ ἐν τῷ συνήθει προφορικῷ λόγῳ.» (Α. Ν. Σκιᾶς) ενώ υποστηρίζει και αυτός ότι ούτε η καθαρεύουσα ούτε η δημοτική είναι κατάλληλες για κάθε χρήση αλλά πρέπει να εναλλάσσονται.
Ο Γεώργιος Χατζιδάκις, υπέρμαχος της Καθαρεύουσας.
Ο φιλόλογος και γλωσσολόγος Γεώργιος Χατζιδάκις υποστήριζε την χρήση της καθαρεύουσας, πάντα μέσα σε λογικά πλαίσια, τα οποία δεν πρέπει να παραβιάζονται από καμία πλευρά. Ειδικότερα κατηγορούσε διαφόρους διαπρεπείς φιλολόγους -ακραίους τότε νεοαττικιστές- ότι «παρὰ φύσιν» προσπαθούν να αλλάξουν την φυσική συνέχεια της νέας Ελληνικής γλώσσας (κατ’ αυτόν την καθαρεύουσα). Εξαίρεση ήταν ο Κωνσταντίνος Κόντος κατά τον Χατζιδάκι, ο οποίος δίδασκε ότι «πολλῷ κάλλιον εἶναι νὰ στέργῃ τις τὰ κοινολεκτούμενα ἢ σπουδάζων περὶ τὰ χαριέστερα νὰ σολοικίζῃ δεινότατα».
Επίσης κάποιες λέξεις στο έργο του «Γλωσσικαὶ παρατηρήσεις» (πρὸς διόρθωσιν τῆς νέας ἡμῶν γλώσσης) προέρχονταν από μεσαιωνικές-μεταγενέστερες και όχι αρχαίες λέξεις. Πίστευε ακράδαντα ότι μέγα κατόρθωμα ήταν το ότι οι γνωρίζοντες την νέα αυτή γλώσσα με την -σε αρκετό βαθμό- νέα γραμματική και σύνταξη μπορούσαν να εννοούν αρκετά εύκολα και την κλασική Ελληνική του 5ου αι. π.κ.ε. Ειδικότερα αναφέρει ο ίδιος στο βιβλίο του «Σύντομος ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης» (Κεφ. ΙΔ «Περὶ τοῦ νέου ἡμῶν γραπτοῦ λόγου» εκδοθέν το 1915:
«Καὶ ταῦτα δῆλον ὅτι ἡμεῖς δὲν μεταχειριζόμεθα οὔτε τὴν Ἀττικὴν διάλεκτον, ὅπως ἀναλήθως ἐπὶ διαβολῇ ἐλέχθη, …οὔτε καθόλου τὴν ἀρχαίαν ἢ τὴν Κοινὴν τοῦ Εὐαγγελίου ἀμετάβλητον καὶ ἑπομένως ἀπηρχαιωμένην καὶ ἄχρηστον ἡμῖν νῦν (οὐκ ἀληθὲς ἄρα ὅτι «ἡ γραφομένη εἶναι ἐκτὸς ἄλλων ἡ γλῶσσα τοῦ Εὐαγγελίου»). Ἐπίσης εἶναι δῆλον ὅτι ἡμεῖς δὲν ἐπλάσαμεν, δὲν ἠδυνάμεθα νὰ πλάσωμεν κατ’ ἀλήθειαν νέαν γλῶσσαν, ἀλλ’ ἁπλῶς μετερρυθμήσαμεν προσηκόντως καὶ προσηρμόσαμεν κατὰ τὸ δυνατὸν πρὸς τὰς νεωτέρας ἀνάγκας ἡμῶν τὴν γλῶσσαν (δηλαδή την καθαρεύουσα), ἣν ἀπὸ αἰώνων ἠκούομεν… Πάντα ἄρα τὰ λεγόμενα περὶ ἐπιβολῆς εἰς τὸ ἔθνος ἡμῶν γλώσσης νέας ἢ ξένης, ἀρχαίας, ἀγνώστου αὐτῷ εἶναι αὐτὸ τοῦτο ἀναλήθη».
Η πεποίθηση τού Χατζιδάκι ήταν ότι ένα έθνος δύναται κάλλιστα να χρησιμοποιεί μία γλώσσα σε διάφορες μορφές (λ.χ. στη Λογοτεχνία), χωρίς όμως να αποτελέσει επίσημη γραπτή γλώσσα (πρότυπο) για το έθνος. Όπως και ο δάσκαλός του εν Ελλάδι, Κων. Κόντος, ομοίως και αυτός κατηγορήθη ότι άνοιγε συνειδητά τον δρόμο τής επιστροφής στην «χρυσῆ ἀττική» διάλεκτο του Ξενοφώντος και του Ισοκράτους. Σε πολλά πονήματα όμως ο ίδιος διαρρήδην ηρνείτο για πολλούς λόγους ότι αυτό ούτε σκοπός του είναι (προβάλλων μάλιστα ως παραδείγματα την εγκατάλειψη των απαρεμφάτων, των μονολεκτικών μελλόντων, των ρημάτων τής δευτέρας συζυγίας, τής προφοράς κ.τ.τ.) ούτε και πρέπει να γίνει καθώς «ἤδη ἐκηρύχθη ὑπ’ ἐμοῦ ὅτι θὰ ἦτο ἐθνικὴ συμφορὰ, ἄν ποτε ἐπεδιώκετο καὶ ἐπανήρχετο εἰς χρῆσιν παρ’ ἡμῖν ἡ ἀρχαία γλώσσα… ὅτι ἡ γλῶσσα τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ Ξενοφῶντος εἶναι ἀλλοτρία τῶν ἀναγκῶν καὶ δυνάμεων αὐτῶν».
Υπήρξε ο μεγαλύτερος εχθρός τού Ψυχάρη, συνάδελφοι όντες, μεμφόμενος την γλώσσα του ως ψεύτικη και τον ίδιο ως μέγα εθνικό κίνδυνο (έ.α. σ. 34, 41-45), ενώ σκώπτοντας τη γραπτή τους γλώσσα σημείωνε ότι αυτοί (ενν. οι ακραίοι δημοτικιστές), άν και λίγοι, ερίζουν μεταξύ τους για το ποιος γράφει τη σωστή δημοτική και ποιος τη λάθος. Τέλος, όπως και ο Αν. Σκιάς, υποστήριζε ότι έχουμε δυο ενδύματα, το μεν επίσημο και το δε καθημερινό, όπως και οι αρχαίοι Έλληνες καλλιεργούντες ξεχωριστά τη γλώσσα τής ποιήσεως από την του καθημερινού λόγου και πίστευε ότι η δημοτική δεν έπρεπε να ξεριζωθεί αλλά να διατηρηθεί καλλωπισμένη γράφοντας ότι «οὐ μόνον βάρβαρον ἢ διεφθαρμένην οὐδέποτε ὠνόμασα ἐγὼ αὐτήν, ἀλλὰ καὶ τοὐναντίον κατὰ δύναμιν ἐκαλλιέργησα καί, ἂν μὴ σφάλλωμαι, ἔπραξα ὑπὲρ αὐτῆς οὐχ ἥσσονα τῶν νῦν ἐπαινετῶν αὐτῆς».
Ο καθηγητής τού Βυζαντινού πολιτισμού και ακραίος υποστηρικτής τής Δημοτικής Karl Krumbacher.
Οι απόψεις τού Fallmerayer εκείνα τα χρόνια έτυχαν μεγάλης υποδοχής ανά την Ευρώπη και δή ανά την Γερμανία. Ο γνωστός βυζαντινολόγος Krumbacher (όπως και ο Karl Brugmann) κατηγορήθη ότι δεν αποτελούσε εξαίρέση. Σύμφωνα με τούς κατηγόρους του, καθ’ όν τρόπον οι δήθεν επιστημονικές αυτές αποδείξεις τού Fallmerayer (οι οποίες σήμερα θεωρούνται ανθελληνικές και αντιεπιστημονικές) επηρέασαν τα μέγιστα τον Krumbacher ο οποίος βλέποντας ένα λαό κατ’ αυτόν μιγαδοποιημένο να θέλει, διά τής γλώσσας του, να πλησιάσει τον Κλασσικό Ελληνικό πολιτισμό υιοθέτησε μία εξαιρετικά σκληρή γραμμή υπέρ τής ακράτου Δημοτικής τών εκάστοτε «ντοπιολαλιῶνε».
Αυτών ακριβώς τών απόψεων την ανασκευή ανέλαβε ο έγκριτος και διεθνώς αναγνωρισμένος Γλωσσολόγος (μαθητής τού Κων. Κόντου) Γ. Χατζιδάκις, κατηγορώντας τον, μεταξύ άλλων, ως μή επαρκώς κατηρτισμένον στα επί τού θέματος (δηλαδή επί τής γλωσσολογίας και τής ιστορικής συνέχειας τής εξεταζομένης γλώσσας) και τέλος επί μεροληψία, σφάλμασι και αντιφάσεσιν.
Πρώτο μέλημα του Χατζιδάκι ήταν να επισημάνει την διαφορά τής Λατινικής από την κλασσική Ελληνική γλώσσα. Διότι όπως διετείνετο ο Krumbacher κατά το παράδειγμα άλλων εθνών τα οποία αποσκοράκισαν την Λατινική, έπρεπε ομοίως και εμείς να αποβάλλουμε εν συνόλῳ τα στοιχεία τής αρχαίας Ελληνικής (βλ. «καμπίσιος» αντί τού «αγνώστου» αρχαίου «ἀγροτικός» και «ἀπέθαντος» αντί τού «ἀθάνατος». Μεταξύ άλλων εξήγησε γλωσσολογικώς τήν με αργούς ρυθμούς εξέλιξη τής Ελληνικής Κοινής γλώσσας και επεσήμηνε ότι σε κάθε εποχή ακόμη και οι αγράμματοι μπορούσαν με σχετική ευκολία να εννοήσουν αρχαίες μεν εν χρήσει δε λέξεις και συντάξεις ώς τήν τότε περίοδο (βλ. Βυζαντινή αυτοκρατορία).
Από την άλλη μεριά η Λατινική ποτέ δεν έμεινε ζώσα (τουτέστιν ελαφρώς μετηλλαγμένη) είτε λεξιλογικώς είτε καθ’ οιονδήποτε τρόπον σε κάποια άλλη χώρα, συνεπώς οι χρησιμοποιούντες την Λατινική το μόνο το οποίο έκαναν είναι να μιμούνται, αντιγράφουν και επαναφέρουν απολεσθέντες και μηδαμώς εν χρήσει ορφανούς και παρωχημένους τύπους. Και καταλήγει εμφατικώς «Καὶ τοῖς τυφλοῖς ἄρα δῆλον ὅτι σαφέστατα καὶ προσφιλέστερα τοῖς πολλοῖς, τῷ ἔθνει εἶναι τὰ ἐν τῇ γραφομένῃ συντασσόμενα τῶν ἐν τῇ νεοτεύκτῳ ταύτῃ, καὶ ὅτι ἡ ἀποβολὴ τῆς νῦν παρ’ ἡμῖν γραφομένης πρὸς τὴν κατὰ τὸν μέσον αἰῶνα ἐν χρήσει Λατινικὴν εἶναι παντελῶς πλημμελής καὶ καιρὸς νὰ μὴ ἐπιτρέπηται τό λοιπόν».
Μάλιστα ο Krumbacher έφτασε σε σημείο να παραλληλίσει τήν κυριαρχία τής Αττικής διαλέκτου (γενομένης βαθμηδόν Κοινή) έναντι πασών τών άλλων διαλέκτων. Η απάντηση εδώ φυσικά ήταν ότι πάντες οι Έλληνες, παντού οικούντες τής Ελλάδος, εδύναντο να εννοήσουν τις άλλες διαλέκτους, καίπερ με κάποια δυσκολία σε ακραίες περιπτώσεις. Την σύγχρονη όμως εποχή (καθ’ ήν έγραφε ο Χατζιδάκις) η συνεννόηση μεταξύ ενός κατοίκου τής Πόλεως και ενός Κρητός ή Κυπρίου ή Θεσσαλονικέως διά τής ιδιωματικής δημοτικής ήταν εξαιρετικά δύσκολη ώς και αδύνατη.
Την αντίθετη γνώμη είχε ο «ποιητὴς μὲν βεβαίως πλείστου λόγου ἄξιος, ἄπειρος δ’ ὅμως τελέως τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης καὶ τῆς ἱστορίας αὐτῆς» Σολωμός. Αυτό και μόνο το επιχείρημα καθιστούσε την χρήση τής Δημοτικής ως «Κοινή» γλώσσα όλων τών Ελλήνων εκείνη την εποχή αδύνατη. Η εν χρήσει όμως καθαρεύουσα στον Τύπο, στα σχολεία, στην εκκλησία, στα δικαστήρια, στόν στρατό, στο κράτος κ.ο.κ. ήταν ευνόητη στους Έλληνες καθώς «Οὕτω σήμερον ἡ λαλουμένη ἐν ταῖς πόλεσι καὶ ταῖς κωμοπόλεσι γλῶσσα διαφέρει τῆς Κοινῆς τοῦ Πολυβίου ὀλιγώτερον ἢ ἡ Κοινὴ αὕτη τῆς Ὁμηρικῆς».
Μάλιστα ο Χατζιδάκις αλλού φέρνει συγγενικά του πρόσωπα (συγκεκριμένα τα ανίψια του) ως επιχείρημα, τα οποία και τού ζητούσαν να ερμηνεύει ξένες ή καθόλου δημοτικές λέξεις «διὰ τῶν ἀντιστοίχων τῆς γραφομένης». Απεναντίας οι ακραίοι δημοτικιστές έλεγαν ότι γράφουν την φυσική τους γλώσσα αλλά αφού πρώτα σκεπτούν πολλές ώρες τον κάθε τύπο και την κάθε λέξη, ενδεικτικό τής τότε καταστάσεως αφ’ ενός τής δημοτικής και αφ’ ετέρου τών περί τόν Ψυχάρη. Εν τούτοις λοιπόν την καθαρεύουσα μπορούσαν να την χειριστούν άξια και οι μη φιλόλογοι (και συγκεκριμένα φέρει ως παράδειγμα τους δημοσιογράφους).
Άρα ακόμη και εκείνη την εποχή οι απανταχού αγράμματοι άπτονταν της γλώσσας, τής οποίας η εξέλιξη προέρχεται μέσω τής Κοινής από την Αττική διάλεκτο. Συνεπώς η άποψη τού Γερμανού Βυζαντονολόγου ότι η γραπτή γλώσσα (Καθαρεύουσα, η οποία τότε μόλις είχε Κοινή ονομασθεί) είναι ένα κράμα από ζωντανές και πεθαμένες λέξεις είναι καθόλου σφαλερό. Ως παραδείγματα τέτοιων λέξεων αναγράφει ενδεικτικώς τις λέξεις «οἶκος» «οἶνος» «ὕδωρ». Ομοίως και εδώ η απάντηση είναι ότι «…ἐπίσης εἶναι ψευδὲς τὸ λεγόμενον, ὅτι ἡ ἀρχαία Ἑλληνικὴ εἶναι οὕτω νεκρὰ διὰ τοὺς νεωτέρους Ἕλληνας ὅπως καὶ διὰ τοὺς λοιποὺς ἀνθρώπους, διότι ἡμεῖς ἕνεκα τῆς μεγάλης ὁμοιότητος καὶ τῆς ἐν πολλοῖς ταυτότητος τῆς νέας πρὸς τὴν ἀρχαίαν, εὐκολώτερον ἢ πάντες οἱ λοιποὶ μανθάνομεν, αἰσθανόμεθα καὶ νοούμεν αὐτήν, τοῦτο, πιστεύω, θὰ μοὶ ὁμολογήσῃ πᾶς ἐχέφρων».
Προσέτι, στην πραγματεία του ο Krumbacher αναγάγει τον διαχωρισμό γραπτής και λαλουμένης μόλις στον προηγούμενο αιώνα, ενώ αλλού κατηγορήθη ότι υπό μεροληψίας επήνεσε μία μετάφραση της Ιλιάδος υπό τόν Ιάκωβο Πολυλά η οποία όμως δεν είχε ακόμη τυπωθεί! Σύμφωνα με αυτόν η καθαρεύουσα ήταν ο μοναδικός λόγος διά τον οποίον «δὲν ἔχομεν μηχανικούς, ἀρχιτέκτονας, χημικούς» και όχι οι ραγδαίως ρέουσες πολιτικές στα Βαλκάνια εξελίξεις. Αυτός είναι και ο λόγος διά τόν οποίον όχι μόνον θα έπρεπε να διατηρηθούν οι ξένες λέξεις τής, γεμούσης ιδιωμάτων, δημοτικής αλλά και να ληφθούν όσες το δυνατόν περισσότερες ως ανάμνηση «επιμειξιών»!
Λόγου χάριν δεν έπρεπε να πλάττουμε ιατρικούς όρους από την Ελληνική (Οφθαλμίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος κ.ά.) αλλά έπρεπε να τις παραλάμβάνουμε αυτούσιες από άλλες γλώσσες, κάτι το οποίο ο Χατζιδάκις χαρακτήρισε ως παρανοϊκό και ως ανταλλαγή «σίτου ἀντὶ δρυοβαλάνων» (βελανιδιών) και επεσήμηνε ότι η ενσωμάτωση αυτή δεν οφειλόταν στις επιμειξίες αλλά στους χρόνους δουλείας και τυραννικής πιέσεως. Αλλού τού φαίνεται αδιανόητο ο Χιώτης λ.χ. να χρησιμοποιεί μία αλλοδαπή λέξη αντί τής ήδη υπαρχούσης, και εν πλήρει χρήσει, Ελληνικής στην Πελοπόννησο και τούμπαλιν.
Με το πέρας τής επιχειρηματολογίας του αναφέρει ότι «Κατ’ ἀνάγκην ἄρα ἔδει (έπρεπε) ἢ νὰ μὴ δανειζόμεθα τὸ παράπαν (καθόλου) ἢ δανειζόμενοι νὰ διατηρῶμεν ἀπαθῆ τὸν τύπον αὐτῶν χάριν τοῦ εὐδιαγνώστου». Σημαντική από ιστορικής πλευράς είναι και η τυφλή προσήλωση του Krumbacher στον Ψυχάρη και στους περί αυτόν ώστε να αναφέρει ότι όπως υπάρχουν αγάλματα του Κολοκοτρώνη και του Κανάρη ούτω θα έπρεπε να υπήρχαν και αντίστοιχα για τους Ψυχάρη, Ροΐδη, Κονεμένο και Πολυλά! (όμοιος ομοίω κι η κοπριά στα λάχανα)
«Μου φαίνεται περίεργο που ο Θεός έμαθε Ελληνικά, όταν αποφάσισε να γίνει συγγραφέας, και που δεν τα έμαθε καλύτερα.» Φρίντριχ Νίτσε, 1844-1900
Ο ακραίος δημοτικιστής Γιάννης Ψυχάρης.
Ο Επιστήμων Μακεδόνας Μανώλης Τριανταφυλίδης
Την δεκαετία τού 1880 εμφανίζεται στο προσκήνιο ο εκ Παρισίων γλωσσολόγος Γιάννης Ψυχάρης. Το έτος 1888 ο Ψυχάρης εκδίδει γαλλιστί ένα βιβλίο γλωσσολογικού περιεχομένου υπό τόν τίτλο «Questions d’histoire et de linguistique», ενώ το ίδιο έτος εκδίδει και το αποκαλούμενο «μανιφέστο» του με τον τίτλο «Τὸ ταξίδι μου». Το ταξίδι δεν είναι κάτι άλλο παρά μιάς ιδιαζούσης μορφής λογοτεχνικό έργο, συνταχθέν για να αποτελέσει παράδειγμα της (δημοτικής) γραφομένης και λαλουμένης γλώσσας όλων, όπως τουλάχιστον την εννοούσε ο Ψυχάρης.
Όμως, όπως αναφέρεται και αλλού, προκαλεί μεγάλη εντύπωση ότι ενώ ο Ψυχάρης γράφει στην μητρική και ανεπιτήδευτη δημοτική ανέφερε ότι «δὲν ἔγραψα μία λέξη, μία συλλαβὴ στὸ βιβλίο μου, χωρὶς νὰ τὸ συλλογιστῶ πρὶν ὧρες…». Ο γλωσσολόγος αυτός υπήρξε μία από τις σημαντικότερες εν όλω προσωπικότητες τής ιστορίας τού γλωσσικού ζητήματος, διότι όχι μόνον ησχολήθη παρέχων στα έργα του φιλολογικές απόψεις και ερμηνείες τών φαινομένων αλλά, κυρίως, επορεύετο βάσει τής νεοσυστάτου τότε γλωσσολογίας.
Επηρεασμένος από τόν δάσκαλό του στην Σορβόνη, Saussure, δίδει όλο το βάρος στην νύν προφορική γλώσσα τών αγραμμάτων τής εποχής και όχι στην γραπτή, δηλαδή στην ιστορική εξέλιξή της. Επηρεασμένος προσέτι τα μέγιστα από την παλαιότερη (ώς το 1880) ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία έμεινε προσκολλημένος στην αντίληψη ότι πρότυπο γλώσσας πρέπει να είναι αυτό τών παντελώς αγραμμάτων και όχι τού μέσου ανθρώπου, στου οποίου το λεξιλόγιο είχαν παγιωθεί, μέσω τής εξελικτικής διαδικασίας και πολλοί τύποι τού λογιοτέρου λόγου.
Λόγω αυτών τών απόψεων ο Ψυχάρης θεωρείται πατέρας τής ακραίας μαχητικής δημοτικής. Μάλιστα ο ίδιος υποστήριζε ότι είναι απαράδεκτο να καθαρίζεται η γλώσσα από τους λογίους διά τών εκάστοτε μικροεπεμβάσεων αλλά ο ίδιος θεωρούσε επιβεβλημένη κάθε ρύθμιση και κανονισμό (ομοίως παρά φύσιν) τής ομιλουμένης, αρχικώς, γλώσσας. Όπως σημειώνει ο Γ. Μπαμπινιώτης, ο Ψυχάρης ήταν τόσο απόλυτος και ακραίος ώστε να θεωρεί τούς πάντες (ήδη καθιερωμένους) τύπους τής επισήμου γλώσσας στην προφορική ως απαράδεκτο συμβιβασμό και προδοσία. Δεν διστάζει να κατηγορήσει ακόμη και δημοτικιστές όπως τον Κ. Παλαμά και τόν Μ. Τριανταφυλλίδη επί προδοσίᾳ και συμβιβασμῷ!.
Ένα παράδειγμα τού ακραίου του ύφους είναι το εξής. «Οἱ ἄλλοι μας ἦχοι μορφωνόντανε ὣς τώρα εἴτε μὲ σφάληγμα -σωστότερα μ’ ἕνα πρωτοστούμπωμα… εἴτε μὲ πέρασμα, δηλαδὴ μὲ μόρφωση στενάδας στὸ γλωσσόσπιτο κάπου… ἐνῶ οἱ προηγούμενοι γίνουνται μ’ ἕνα κίνημα καὶ σώνει, αὐτὸς θέλει τὸ λιγώτερο δύο κινήματα.». Το μεγάλο, και προκλητικό για τό κοινό αίσθημα, σφάλμα τού Ψυχάρη ήταν βεβαίως η ανιστόρητη θέαση τής γλώσσας ως μη διαμορφωθείσης προϊόντος τού χρόνου και μη επηρεασθείσης από την γραπτή παράδοση ή καθόλου ειπείν από την γλώσσα τών πιο μορφωμένων.
Ο μεγαλύτερός του κριτής ήταν ο Γεώργιος Χατζιδάκις, ο οποίος τον αποκαλούσε με κάθε τρόπο επικίνδυνο και τον έβλεπε ως καταστροφέα εξ αλλοδαπής, χωρίς να έχει εικόνα για την εν Ελλάδι κατάσταση. Παρά όμως τον λίαν επιθετικό του χαρακτήρα προς όλους τούς διαφωνούντες, η συνεισφορά του ήταν σημαντικότατη για την λήξη τού γλωσσικού ζητήματος, καθώς παρέδωσε ένα πρότυπο γλώσσας, στο οποίο οι μετέπειτα γλωσσολόγοι (Μ. Τριανταφυλλίδης) προσέθεσαν και καθιερωμένους τύπους τής λογίας γραπτής γλώσσας, ενώ συγχρόνως απέφυγαν τα ακραία του γλωσσικά στοιχεία. Αυτή είναι και η μετάβαση από τον Παλαιοδημοτικισμό τού ακραίου Ψυχάρη στον Νεοδημοτικισμό τού μετριοπαθούς Μ. Τριανταφυλλίδη, ο οποίος και αμφισβητούσε έντονα τον Ψυχάρη. Ο Τριανταφυλλίδης υπήρξε ηγετική μορφή για την καθιέρωση τής δημοτικής στα σχολεία το 1917. Εκείνη την εποχή λειτούργησε ως αρχηγός τού νεοδημοτικισμού, χωρίς να συνδέει όμως την πολιτική με την γλώσσα, καθώς δεν ήταν αριστερός αλλά φιλελεύθερος επιστήμονας και μόνον. Το 1941 εξέδωσε την «Κρατικὴ γραμματική» (ή «Γραμματικὴ Τριανταφυλλίδη»), στην οποίαν και διά τής γλωσσολογίας προσήρμοσε την δημοτική στην σημερινή, σχεδόν, μορφή της.
Ο μεγάλος φιλόλογος Ιωάννης Σταματάκος, όντας συντηρητικός μάλλον παρά ακραίος υποστηρικτής τής καθαρεύουσας, υπήρξε επί σειρά ετών εμπόδιο στον Τριανταφυλλίδη επί τη έδρᾳ τής γλωσσολογίας λόγω ακριβώς τών επιλογών τού δευτέρου υπέρ τής δημοτικής. Αντιθέτως από τούς άλλους διαξιφισμούς, οι οποίοι οδήγησαν σε χυδαίες προσωπικές επιθέσεις, τών προαναφερθέντων προσώπων ο Σταματάκος σε μία εισηγητική έκθεση, για την υποψηφιότητα του κ. Τριανταφυλλίδη τόν επήνεσε χαρακτηρίζοντάς τον διαπρεπή γλωσσολόγο, ιδιοφυή περί την γλωσσική επιστήμη και σημείωσε ότι δεν στερείται καλές, στο εξωτερικό, σπουδές ενώ υπήρξε και συγγραφέας πολλών και ποιοτικών πονημάτων.
Η κύρια επιχειρηματολογία τού Σταματάκου ήταν ότι «ἠδίκησεν αὐτὸς ἑαυτόν» καθώς αντί να ακολουθήσει την λεωφόρο τής αντικειμενικής και επιστημονικής ερεύνης προτίμησε, μετά φανατισμού, «νὰ βαδίζῃ τὴν ἀτραπὸν αὐτὴν μέχρι τοῦ κρημνοῦ». Την άποψή του αυτή την αποδίδει ο Σταματάκος σε νεανική παραπλάνηση όπως χαρακτηριστικά ανέφερε και τον έψεγε διότι δι’ αυτών του τών απόψεων (την αυτοκτονία κατά τον Σταματάκο) ζητεί και επιβράβευση, προφανώς διά τής έδρας.
Την δημοτική ο Σταματάκος την ονόμαζε «ἀξίαν δι’ ὡρισμένους τομεῖς τῆς πνευματικῆς δράσεως καὶ δημιουργίας», ενώ προσέθετε ότι την ανέχεται και δεν οκνεί να χρησιμοποιεί στοιχεία της στις διάφορες αποδόσεις αρχαίων κειμένων, τονίζοντας την όλη θεωρία τού Δημοτικισμού ως σεβαστή και αξιοπρόσεκτη. Δυστυχώς, όπως αναφέρεται και κατωτέρω, εκείνα να χρόνια η δημοτική χρησιμοποιήθηκε από κομμουνιστικές πολιτικές παρατάξεις (όπως το Ε.Α.Μ. που αποτελείτο κατά κανόνα, από αμόρφωτους) και η χρήση της συνδέθηκε με πολιτικές (και όχι καθαρά εθνικές) ιδεολογίες. Γι’ αυτόν τον λόγο «ὁ Δημοτικισμὸς ἔγινε συνωμότης, ἐπαναστάτης και ἐτέθη ἐκτὸς Νόμου διὰ τὴν συνείδησιν τῶν Ἑλλήνων» σύμφωνα με την έκθεσή του.
Η έκθεση αυτή συνεχίζει με την πεποίθηση ότι ο Τριανταφυλλίδης έπρεπε να προφυλάσσει ως κόρη οφθαλμού τήν παράδοση και να σέβεται «ὡς στοργικὴν μητέρα ἢ Πρεσβυτέραν ἀδελφὴν τὴν καθαρεύουσαν», υπό της οποίας ο Δημοτικισμός θα εφροντίζετο ως «χαϊδεμένο παιδί». Αντιθέτως εμφανίζεται ως μητροκτόνος, παιδοκτόνος κ.τ.τ. Τέλος σύμφωνα με αυτόν ο αγράμματος άνθρωπος του λαού στέλνει τα παιδίά του στο σχολείο για να γίνουν καλύτερα από αυτόν, κυρίως διά τής γλώσσας, ενώ ο Δημοτικισμός τον επιστρέφει από το σχολείο χειρότερο απ’ ό,τι πρίν, έχοντας ως σκοπό να «κρημνήσει» τη γλώσσα τής παραδόσεως και ό,τι συνδέεται με το παρελθόν.
Επίθεση εξαπολύει και μέσω τής Ἱστορικής γραμματικής του, όπου γράφει κατά τής μάζας τών «ἐπιπολαίως χαρακτηριζομένων ἀγραμμάτων οι οποίοι θέλουν να κρημνίσουν την γραμματική τής αρχαίας Ελληνικής και της καθαρεύουσας». Συνεχίζοντας γράφει ότι αυτή η απέχθεια οφείλεται στην άγνοια λόγω τού όσο βαθύτερα κατανοεί κάποιος κάτι τόσο περισσότερο το αγαπά και ό,τι δεν καταλαβαίνει το αποστρέφεται, απευθυνόμενος εξίσου και στους μη επαρκώς κατηρτισμένους φιλολόγους τής εποχής του.
Σε γενικές γραμμές η άποψή του ήταν ότι οι μορφωμένοι τού έθνους έπρεπε να δείξουν τον δρόμο διά τού οποίου άνθρωποι όλων τών κοινωνικών τάξεων θα είχαν βαθεία γνώσση τής Ελληνικής γλώσσας, και κατά συνέπεια της κλασσικής παιδείας. Αυτό όπως προαναφέρθηκε δεν σημαίνει ότι η δημοτική θα ξεριζωνόταν, αλλά θα είχε λόγο μόνο στην ποίηση, στα τραγούδια και γενικά δευτερεύοντα ρόλο στα πράγματα.
Αυτό που άναψε πάλι το γλωσσικό ζήτημα ήταν η εφημερίδα «Ἀκρόπολις», με εκδότη τον Βλάση Γαβριηλίδη, υποστηρίζοντας την γλωσσική μεταρρύθμιση του πιό ακραίου μέχρι τότε Ψυχάρη. Υποστηρικτές τους οι Εμμανουήλ Ροΐδης, Ιάκωβος Πολυλάς, κ.ά. χτυπούν τον αττικισμό και υπερασπίζονται με πάθος την δημοτική ως όργανο της ελληνικής λογοτεχνίας. Έτσι, στο τέλος του 19ου αιώνα και στην αρχή του 20ου, το γλωσσικό ζήτημα διαμορφώνεται ως προς την πολιτιστική του διάσταση και παίρνει εκτός από κοινωνικές διαστάσεις και πολιτικές και οδηγεί σε αιματηρές συγκρούσεις.
Η δημοσίευση μετάφρασης της Αγίας Γραφής (1901) σε ακραία δημοτική στην εφημερίδα Ακρόπολη από τον Αλέξανδρο Πάλλη, επιφέρει βίαιες διαμαρτυρίες από καθηγητές και φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών με αιματηρά αποτελέσματα (γνωστά σαν “Ευαγγελικά”). Όπως όμως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Γ. Χατζιδάκις, τα Ευαγγελικά δεν προκλήθησαν από τούς καθηγητές αλλά από τούς φοιτητές, μάλιστα δηλώνει ότι αυτή η εξέγερση ήταν «οὐδὲν ἄλλο καὶ οὐδὲν ἧσσον ἢ θεία ἔμπνευσις… εἰς τὰς κεφαλὰς τῶν φοιτητῶν…»
Το επιχείρημά του ήταν ότι εάν επρόκειτο για οργανωμένο σχέδιο των καθηγητών τότε ανάλογα περιστατικά θα είχαν σημειωθεί λίγα χρόνια πριν με την περίφημη μετάφραση της τού Ομήρου Ιλιάδος στην δημοτική και άλλες μεταφράσεις, αλλά δεν συνέβη τίποτε παρόμοιο. Μάλιστα επιχείρημα μπορεί να είναι και η αξιοσημείωτη παρουσία τού Γληνού και τού Τριανταφυλλίδη υπέρ τών οπαδών τού Γεωργίου Μιστριώτου. Επίσης, η παράσταση της Ορέστειας του Αισχύλου στη δημοτική, από το Εθνικό θέατρο (1903), γίνεται η αιτία νέων αιματηρών συγκρούσεων μεταξύ δημοτικιστών και καθαρευουσιάνων (τα “Ορεστειακά”).
Οι πολέμιοι των δημοτικιστών τούς αποκαλούν χλευαστικά “μαλλιαρούς” και τους κατηγορούν ως προδότες και ότι ενεργούν κατόπιν σλαβικού σχεδίου, που αποσκοπεί να προκαλέσει διχόνοιες στον Ελληνισμό, θρησκευτικές έριδες, που θα βοηθήσουν τον προσεταιρισμό των Ελλήνων της Μακεδονίας από την βουλγαρική Εξαρχία. (σήμερα 2019 αυτό επετεύχθει) Ο γλωσσικός και πολιτικός φανατισμός συσκοτίζει την πραγματικότητα, που ως ζητούμενο όλων είναι η απελευθέρωση της Μακεδονίας, καθώς ανέκαθεν ο δημοτικισμός ταύτιζε το έθνος με την γλώσσα. Την ίδια εποχή, σημαντικό γεγονός ήταν η έκδοση της λογοτεχνικής-πολιτικής εφημερίδας ‘Ο Νουμάς’ από τον Δημήτριο Ταγκόπουλο, που αποτέλεσε άτυπο εκφραστικό όργανο του Ψυχάρη και των δημοτικιστών, έστω κι αν αργότερα Ταγκόπουλος και Ψυχάρης ήρθαν σε σύγκρουση για πολιτικούς λόγους.
Σημαντικός σταθμός αυτής της προσπάθειας ήταν η ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου το 1910, όπου συμμετείχαν ο Δημήτρης Γληνός, ο Αλέξανδρος Δελμούζος, ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης και άλλοι, που λειτουργούσε ως όργανο φιλελευθέρου Δημοτικισμού καθαρά αποστασιοποιημένος από τις γλωσσικές απόψεις του Ψυχάρη καθώς ακολουθούσε μια μορφή πιο φιλική προς την καθαρεύουσα με σημαντικές επιδράσεις από αυτήν, και η ίδρυση του πειραματικού Ανώτερου Παρθεναγωγείου Βόλου συνιστούν προσπάθειες για περαιτέρω ανάπτυξη της δημοτικής, όπως και της ενίσχυσης φυσιογνωστικών μαθημάτων, τεχνικών, πρακτικών κ.ά., που όμως προκαλούν αντιδράσεις.
Ο Δελμούζος, ιδρυτής και διευθυντής του παρθεναγωγείου, κατηγορείται για διαφθορά ηθών και διδασκαλία του κομμουνισμού και της αθεΐας, αλλά τελικά αθωώνεται. Το έθνος χωρίζεται στα δύο και το θέμα της γλώσσας αποκτά μείζονα σημασία, που υπερέχει ακόμη και της ίδιας της ιδέας της ελευθερίας του έθνους. Τα «Μαρασλειακά», η δυσάρεστη δηλαδή έκβαση και η τελική ακύρωση των προσπαθειών για την λειτουργία του Μαράσλειου Διδασκαλείου (1923) και της Παιδαγωγικής Ακαδημίας (1924), ήταν το δεύτερο κρούσμα που ενέτεινε το αρνητικό κλίμα που είχε δημιουργηθεί από τις απόπειρες στην εκπαίδευση. Αφορμή για την νέα εκπαιδευτική διαμάχη ήταν η απόφαση του Αλέξανδρου Δελμούζου να διορίσει ως διδάσκουσα Ιστορίας την αριστερή Ρόζα Ιμβριώτη, που μόλις είχε ολοκληρώσει τις σπουδές της στο Βερολίνο και στο Παρίσι και είχε επιστρέψει στην Ελλάδα προς αναζήτηση εργασίας.
Η ιστορική μέδοθος και οπτική Ιβριώτη ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, με επικριτές της να της καταλογίζουν ότι δίδασκε την ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 χωρίς να υπογραμμίζει την εποποιία του έθνους και να αναδεικνύει την αρραγή ενότητα της εθνικής κοινότητας. Όπως υποστήριζαν η Ιμβριώτη συζητούσε την Επανάσταση του 1821 στο πλαίσιο της ανάπτυξης των εθνικών ιδεολογιών κατά τον 19ο αιώνα ενώ παράλληλα εστίαζε στην κοινωνική δυναμική της επαναστατικής διαδικασίας και εντόπιζε τις απαρχές της συγκρότησης της εθνικής ιδεολογίας στην άνοδο ελληνόφωνων αστικών στρωμάτων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Οι διαστάσεις που πήρε το θέμα στις συζητήσεις της εκπαιδευτικής κοινότητας της εποχής αλλά και στον Τύπο, οδήγησαν στην παρέμβαση της Δικαιοσύνης. Χαρακτηριστικό είναι το σχετικό δημοσίευμα της τότε Εστίας : «Την επίθεσή της η «Εστία» την άρχισε μ ένα κύριο άρθρο. Κοινωνικό σκάνδαλο! Μέσα σε δυο ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα (Παιδαγωγική Ακαδημία και Μαράσλειο) γίνεται αντεθνική εργασία! Εκεί «υπονομεύονται» τα τιμιότατα της φυλής! Εκεί ονομάζονται σάπια τα ιδανικά της πατρίδας, κουρελόπανο η σημαία μας! Εκεί βρίζεται η… Παναγία!». Τελικά η Δικαιοσύνη εξετάζοντας τις καταγγελίες περί «αντεθνικής διδασκαλίας» και σύνδεσης της με «κομουνιστικό δάκτυλο», καταδίκασε την απόφαση Δελμούζου με το αιτιολογικό ότι η Ιμβριώτη ήταν γυναίκα.!!!
«Εάν καθηγήτριαι είναι ικαναί να διδάσκουν Ιστορίαν και δη εις Διδασκαλεία, δεν έχομεν ανάγκην άλλων μακρών αποδείξεων. Μας αρκεί το γεγονός ότι εν Ιταλία απηγορεύθη κατά το τέλος του 1926 να διδάσκουν γυναίκες εις πάντα τα δημόσια σχολεία μέσης εκπαιδεύσεως Φιλοσοφίαν, Ιστορίαν και Λογοτεχνίαν… Μόνον το ανδρικόν πνεύμα είναι ικανόν να δονήση και να συγκινήση την ψυχήν των μαθητών και να κάμη αυτούς να αισθανθούν και να κατανοήσουν τους μεγάλους του κόσμου σοφούς, τα σπουδαία σύγχρονα θρησκευτικά, πολιτικά, κοινωνικά γεγονότα ή ρεύματα, ώστε ν” αποβώσιν οι αγαθοί κυβερνήται της αύριον, οι οποίοι θα δημιουργήσουν τα εθνικά μεγαλουργήματα. Ο κ. Δελμούζος αντιθέτως εκάλεσε γυναίκα διά να διδάξη την Ιστορίαν εις το Μαράσλειον», ήταν το πόρισμα που οδήγησε την δεύτερη απόπειρα εκπαιδευτικής “μεταρρύθμισης” του Δελμούζου στο κενό.
Ο Δελμούζος ασπάζεται πιο συντηρητικές θέσεις, ο Γληνός μετά τα Μαρασλειακά περνά στις γραμμές του Κομμουνιστικού Κόμματος (μέχρι και το 1929 κατά περιόδους δέχεται σκληρή κριτική για τις απόψεις του από τον «Ριζοσπάστη»), η Ιμβριώτη ανήκει μεν στην αριστερή πτέρυγα του Ε.Ο. πολύ αργότερα εντάσσεται στις γραμμές του ΚΚΕ. Στον Γληνό αποδίδει και αντιφεμινιστικές απόψεις που δεν έχει και, το σημαντικότερο, τον συμπεριλαμβάνει σε όσους πρότειναν να γίνει εξιλαστήριο θύμα η Ιμβριώτη για να κλείσει η υπόθεση.
Οι συνεχείς εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις αυτής της περιόδου, που όλες είτε δεν ψηφίστηκαν είτε έμειναν στα χαρτιά, αποσκοπούν στην προσαρμογή του εκπαιδευτικού συστήματος στις κοινωνικές–οικονομικές ανάγκες της χώρας, με αποτέλεσμα σε διάστημα συνολικά 50 ετών, από την αρχή δηλαδή του 20ου αιώνα, να υπάρξουν λίγο-πολύ 9 αλληλοδιαδοχές επίσημης εθνικής γλώσσας, πότε της καθαρεύουσας (αστοί) και πότε της δημοτικής (κομμουνιστές).
Ειδικότερα το 1911, μετά από τέσσερις ημέρες συνεδρίασης στη βουλή η κυβέρνηση του Ἐ. Βενιζέλου υποστήριξε την απλή καθαρεύουσα καθώς έλεγε ότι η γραπτή γλώσσα έπρεπε να ταυτίζεται με την προφορική και μέσω του συντάγματος έδωσε τις βασικές γραμμές εντός των οποίων πρέπει να κινείται η γλώσσα ορίζοντάς την να είναι ίδια με αυτήν του Συντάγματος «Ἐπίσημος γλῶσσα τοῦ Κράτους εἶναι ἐκείνη εἰς τὴν ὁποίαν συντάσσεται τὸ πολίτευμα καὶ εἰς τῆς Ἑλληνικῆς νομοθεσίας τα κείμενα· πᾶσα πρὸς παραφθορὰν ταύτης ἔμβασις ἀπαγορεύεται». Ο χρήστης της δημοτικής θεωρείται ότι υποτιμά τις αξίες της παράδοσης, της θρησκείας, του έθνους και πολεμά την καθιερωμένη κοινωνική τάξη πραγμάτων. Σήμερα αυτό είναι πλέον ολοφάνερο.
Η γλώσσα γίνεται όπλο για την άσκηση βίας και εξουσίας
Κατά την δικτατορία, οι καθαρευουσιανισμοί στόχευαν στην κοινωνική διάκριση και επομένως στη μετάδοση του μηνύματος ότι είναι ανώτεροι και πολιτικά. Η ασάφεια, κυρίως, που χαρακτήριζε το λόγο των πολιτικών τους, νομιμοποιούσε την κατοχή του βήματος και του λόγου. Στην αντίθετη πλευρά, πάλι, οι δημοτικιστές, όπως γράφει ο Χρηστίδης στη μετάφραση του Αστικού Κώδικα και τονίζει η Άννα Φραγκουδάκη, έφτανε να γράψουν της αποβλάκωσης αντί της αποβλακώσεως για να χαρακτηριστούν αμφίβολης εθνικοφροσύνης, πράκτορες του κομμουνισμού ή και να χάσουν κάθε ελπίδα σταδιοδρομίας σε επίσημους επιστημονικούς κύκλους.
Μετά την αποτυχία να ψηφιστούν τα Νομοσχέδια Τσιριμώκου το 1913, η πρώτη επιτυχής επίσημη κίνηση για την καθιέρωση της δημοτικής στην εκπαίδευση έγινε το 1917, με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της προσωρινής κυβέρνησης του Βενιζέλου, που όριζε την δημοτική σαν την γλώσσα που θα χρησιμοποιούνταν πλέον στις πρώτες τάξεις των σχολείων. Με την πτώση όμως των Φιλελεύθερων το 1920 ο νόμος ακυρώθηκε και η καινούργια κυβέρνηση διέταξε τα αναγνωστικά του Δημοτικού που ήταν γραμμένα στην δημοτική “Τα Ψηλά Βουνά”, “νὰ καῶσιν ὡς ἔργα ψεύδους”. Οι δε εμπνευστές της μεταρρύθμισης απολύθηκαν από τις θέσεις τους και κατέληξαν στην εξορία. Η αντίληψη περί απειλής κατά της εθνικής κυριαρχίας από την χρήση της δημοτικής κορυφώνεται με την πειθαρχική δίωξη του καθ. Ιωάννη Κακριδή κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής, επειδή τόλμησε να δημοσιεύσει στην δημοτική και σε μονοτονικό σύστημα την πανεπιστημιακή του παράδοση.
Ένα από τα μεγάλα προβλήματα, ώς το σημείο τού απλά γελοίου, είναι η πολιτικοποίηση τής Καθαρεύουσας και τής δημοτικής (στίς απλές τους μορφές). Ούτω το 1917 στα σχολεία εδιδάσκετο η δημοτική, το 1921 η καθαρεύουσα, το 1923 η δημοτική, το 1926 η καθαρεύουσα, το 1927 η δημοτική μαζί με την καθαρεύουσα (λόγω τής οικουμενικής κυβερνήσεως!) το 1931 η δημοτική, το 1933 η καθαρεύουσα, και το 1939 η Καθαρεύουσα μαζί με την Δημοτική (με την καθαρεύουσα να χρησιμοποιείται μετά την Γερμανική κατοχή)! Το μόνο αξιοσημείωτο εδώ είναι ότι ο Ι. Μεταξάς προέκρινε την Δημοτική κι όχι την Καθαρεύουσα.
Η κατάσταση παρέμεινε ουσιαστικά η ίδια περίπου μέχρι τη δεκαετία του ’70, με σημαντικότερη ίσως εξέλιξη τη σύνταξη -από τον Μανώλη Τριανταφυλλίδη- και έκδοση το 1941 της Νεοελληνικής Γραμματικής (της δημοτικής). Το 1964 η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, με τον Ευάγγελο Παπανούτσο Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας, έδωσε την ελευθερία στους εκπαιδευτικούς να χρησιμοποιούν όποια από τις δυο γλώσσες ήθελαν, ενώ γινόταν η διδασκαλία και των δύο.
Η «Νεοελληνική», όπως ονομάζεται τελικά, που επισημοποιείται από την κυβέρνηση Καραμανλή, είναι πολύ διαφορετική από την ακραία δημοτική του Ψυχάρη, καθώς δεν περιέχει ιδιωματισμούς και ακρότητες, αλλά συγχωνεύει στοιχεία της καθαρεύουσας. Η νομιμοποίηση δε του μιαρού ΚΚΕ φαινομενικά αφαιρεί την πολιτική διάσταση του γλωσσικού ζητήματος και παύει η κυρίαρχη σύνδεση της χρήσης της δημοτικής με τον κομμουνισμό, την αναρχία και το χάος, αφού οι οπαδοί του ως αμόρφωτοι κι αγράμματοι αδυνατούν να αντιληφθούν, πόσο μάλλον να κατανοήσουν την καθαρεύουσα, άλλωστε ο πρόστυχος διεθνισμός τους δεν τους επιτρέπει να έχουν εθνική γλώσσα ή ταυτότητα. Κυριολεκτικά εχθροί των Ελλήνων, αν είχε επικρατήσει η καθαρεύουσα δεν θα ειχαμε φτάσει να κυβερνά θίασος όναγρων κουρελούδων και να διαθέσουν μετά χαράς Ελληνικά χώματα, την Μακεδονία, σε μια μπάσταρδη φυλή αλλοεθνών Σλάβων.
Σκέψου, οι ίδιοι οι Σκοπιανοί λένε ότι είναι Σλάβοι και η γλώσσα τους σλαβική, μία διάλεκτος της Βουλγαρικής, που είναι και αμοιβαία κατανοητή στους εκεί λαούς, αλλά Ελληνική Δημοκρατική κυβέρνηση την εποχή της τεχνολογίας, τους έδωσε την Μακεδονική – Ελληνική υπόσταση!! από το πουθενά, με αποτέλεσμα να υπάρχει μακεδονική γλώσσα σε έναν σλαβικό-βουλγαρικό λαό, και που πριν μερικά χρόνια αυτό θα ήταν φαντασία διεστραμμένου νου. Ήδη στα 1908 o Βάτροσλαβ Γιάγκιτς (Vatroslav Jagić), καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης (1886-1908), μιλώντας για τις πρώτες δοκιμές να καλλιεργηθεί ως γραπτή γλώσσα το σλαβικό-βουλγαρικό ιδίωμα της περιοχής αυτής, είχε χαρακτηρίσει την προσπάθεια ως «περιττή σπατάλη πνευματικών δυνάμεων» Ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης έχει χαρακτηρίσει την σλαβομακεδονική ως ψευδώνυμη γλώσσα.
Η αρχαία μακεδονική γλώσσα ήταν διάλεκτος των Αρχαίων Ελληνικών. Τις τελευταίες δεκαετίες οι γνωστοί βδελυροί κύκλοι για πολιτικούς λόγους λένε ότι πρόκειται για ξεχωριστή ελληνική γλώσσα αλλά σε κάθε περίπτωση είναι στενά συγγενική των Αρχαίων Ελληνικών. Ήταν η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Μακεδόνες, μέχρι τα τέλη της 1ης χιλιετίας π.κ.ε. όταν άρχισε να υποχωρεί η χρήση της και αντικαταστάθηκε από την αττική διάλεκτο, η οποία αποτέλεσε την βάση για την μετέπειτα ελληνιστική κοινή.
Ο όγκος των σωζόμενων δημοσίων και ιδιωτικών επιγραφών που έχουν ανακαλυφθεί, δείχνει πως δεν υπήρχε κάποια άλλη γραπτή γλώσσα στην αρχαία Μακεδονία εκτός από τα Ελληνικά και πως οι πρόσφατες επιγραφικές ανακαλύψεις, όπως ο κατάδεσμος της Πέλλας, κείμενο που ανακαλύφθηκε στην Πέλλα το 1986 και χρονολογείται στον 4ο αιώνα π.κ.ε. γραμμένο σε ιδιότυπη δωρική διάλεκτο, δείχνουν πως τα αρχαία Μακεδονικά ήταν μια από τις βόρειοδυτικές αρχαίες ελληνικές διαλέκτους. Σύγχρονος υπέρμαχος αυτής της άποψης είναι ο καθηγητής Ολίβιε Μέισον (Olivier Masson), ο οποίος στο άρθρο του για την αρχαία μακεδονική γλώσσα, στην 3η έκδοση του Κλασικού Λεξικού της Οξφόρδης (1996), προτείνει ότι η Μακεδονική σχετιζόταν με βορειοδυτικές ελληνικές διαλέκτους:
«Κατά την άποψή μας ο ελληνικός χαρακτήρας των περισσότερων ονομάτων είναι προφανής και είναι δύσκολο να σκεφθούμε οποιαδήποτε ελληνοποίηση οφειλόμενη σε πλήρη δανεισμό […] Η μειοψηφία των ονομάτων που δεν φαίνονται ελληνικά […] ίσως οφείλεται σε επιδράσεις υποστρωμάτων ή επιστρωμάτων (όπως συμβαίνει παντού στην Ελλάδα). Η Μακεδονική λοιπόν μπορεί να ιδωθεί ως ελληνική διάλεκτος, χαρακτηριζόμενη από την περιφερειακή της θέση και τις τοπικές της προφορές. Όμως, αντίθετα με πρότερες απόψεις που την προσδιόριζαν ως αιολική διάλεκτο […] θα πρέπει να σκεφθούμε πλέον τη σχέση της με τη Βορειοδυτική Ελληνική […] Χρειάζεται να αναμένουμε νέες ανακαλύψεις, αλλά ίσως μπορούμε διστακτικά να συμπεράνουμε ότι η Μακεδονική είναι Βορειοδυτική Ελληνική.»
Η νέα τάξη πραγμάτων των κομμουνιστών – διεθνιστών πέτυχε να δώσει αξία και ύπαρξη στο τίποτα. Κατάφερε μια γλώσσα που ήδη υπάρχει (Βουλγαρικά) να έχει διπλή ονομασία (Βουλγαρικά, Μακεδονικά). Κατάφερε να κάνει πλύση εγκεφάλου σε μια εθνότητα (Σλάβοι) και να δηλώνει ότι είναι κάτι άλλο (Ελληνες-Μακεδόνες). Και όλα αυτά επειδή οι σύγχρονοι Έλληνες μετρηθήκαμε και παρουσιαστήκαμε λίγοι, έναντι της Ιστορίας μας.
Ο,τι κατακτήθηκε με πόλεμο και αίμα σήμερα χαρίζεται.
Ετσι κατόπιν εντολών και πιέσεων, η καθαρεύουσα δεν είναι πλέον αποτελεσματική ή χρήσιμη ως γλώσσα σε καμιά εξουσία, ειδικά δε στην διεθνιστική πολυπολιτισμική εξουσία της Νέας Τάξεως Πραγμάτων. Η κατάχρηση των θείων ιδιοτήτων της καθαρεύουσας από την στρατιωτική δικτατορία του 1967 αποτελεί το κύκνειο άσμα της, όταν επιβάλλεται στην Ελλάδα η “Δημοκρατία”.
Το Γλωσσικό Ζήτημα έλαβε φαινομενικά τέλος την δεκαετία του ’70, μετά από σχεδόν ενάμιση αιώνα διαμάχης. Το 1974 η κυβέρνηση Καραμανλή παρέλειψε την γλωσσική διάταξη στο Σύνταγμα της μεταπολίτευσης. Το 1976 ο υπουργός Παιδείας Γεώργιος Ράλλης εισηγείται, και η κυβέρνηση Καραμανλή αποφασίζει την χρήση της δημοτικής σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, σε όλες τις λειτουργίες και τα έγγραφα του κράτους. Το γλωσσικό ζήτημα λύνεται τυπικά με την καθιέρωση της δημοτικής στην εκπαίδευση και στη διοίκηση και παύει πλέον να υπάρχει το φαινόμενο της διγλωσσίας που διήρκεσε 20 περίπου αιώνες και ταλαιπώρησε την ελληνική παιδεία και κοινωνία για 143 χρόνια.
Έτσι ξεκίνησε η κατρακύλα του Έλληνα, τι έτσι τυχαία θαρρείς τον φύτεψαν στην Ελλάδα τον κομμουνίσταρο της ΕΡΕ (Εθνική Ριζοσπαστική Ενωση – Ριζοσπάστης) από τας Γαλλίας που έπαιζε «τον επαναστάτη» (sic) μαζί με τα γνωστά πορνίδια που δίδαξαν παιδεία και ήθος από τις καρέκλες των υπουργείων … Μην αναρωτιέσαι γιατί η Ελλάδα εξαφανίστηκε ήδη, είναι ολοφάνερο και μπροστά στα μάτια σου, αν θέλεις να το δεις. Ο Κομμουνιστικός καρκίνος (όλων των δημοκρατικών αποχρώσεων) φτιάχτηκε από την γνωστή μιαρή φυλή ειδικά, για να αποδεκατίσει τους Έλληνες, οι υπόλοιποι λαοί ήταν έξτρα μπόνους … και το πέτυχε, πρώτα με την βδελυρή θρησκεία και κατόπιν με το γλωσσικό ζήτημα. Έτσι λοιπόν σήμερα στα διεθνή φόρα, μπορεί με σκληρή διαπραγμάτευση να μας παίρνουν κάτι, αλλά τα αμόρφωτα σαΐνια δίνουν και κάτι.
Σήμερα τα παιδιά δεν ομιλούν, μουγκανίζουν με εικονιδιάκια όμως οι μαϊμούδες στα διάφορα πειραματικά εργαστήρια. Η Νέα Ελληνική που χρησιμοποιείται σήμερα, αποτελείται από συνένωση στοιχείων της δημοτικής και της καθαρεύουσας. Είναι κοντολογίς, ένα υβρίδιο, μια γλώσσα μουλάτα. Απαιτείται τα νήπια ν’ αρχίσουν να διδάσκονται αρχαία Ελληνικά και σε μια δυο γενιές το πολύ θα αποκτήσουμε ξανά την γλώσσα μας, αυτή που είναι καταγεγραμμένη στα κύτταρα μας. Δεν είναι δυσκολότερα από μία ξένη γλώσσα που σήμερα αποστηθίζουν σχεδόν παπαγαλία. Αλλά από παιδιά και παιδεία που χρησιμοποιεί ως γλώσσα επικοινωνίας τα emoticons δεν βλέπω ελπίδα.
Η σημερινή Πρότυπη Νέα Ελληνική και η διαμόρφωσή της
Σήμερα δεν είναι ορθό να λέγεται ότι στην Πρότυπη Νέα Ελληνική έχει επικρατήσει η Δημοτική. Οι λόγοι είναι πολλοί εκ των οποίων οι δύο κυριότεροι είναι οι εξής. Η ΠΝΕ έχει επηρεασθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, κυρίως λεξιλογικώς, από την καθαρεύουσα με την προσθήκη αγνώστων λέξεων την εποχή του 17ο αιώνα, οι οποίες σήμερα ηχούν φυσιολογικά. Τέτοιες είναι οι λέξεις βρέφος, ευλάβεια, συμβουλεύω, οδύνη κ.ά. Μάλιστα τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία προσπάθεια ακόμη μεγαλυτέρου εμπλουτισμού τού υπάρχοντος αποδεκτού λεξιλογίου με υπερβολικά λόγιες και αρχαίες λέξεις όπως μεμψιμοιρία κ.ά. υπό καθηγητών όπως ο Μπαμπινιώτης. Δεν θα μπορούσε να σταθεί ως σοβαρός καθηγητής αν δεν χρησιμοποιούσε λέξεις της καθαρεύουσας.
Σύμφωνα δε με τον Νόμο 309/1976 αρχίζει να χρησιμοποιείται η «δημοτική, συντεταγμένη άνευ ιδιωματισμών και ακροτήτων». Στηριζομένη δηλαδή στην δημοτική, χωρίς όμως το κύριο χαρακτηριστικό της (δηλαδή τα ιδιώματα), στην Καθαρευουσα, χωρίς όμως την γραμματική της, παρέχουσα τεράστιο λεξιλόγιο στην δημοτική. Τέλος εν μέρει χρησιμοποιούνται και λίγες, στερεότυπες πλέον, φράσεις τού αρχαΐζοντος κινήματος (εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, τῷ ὄντι κτλ).
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι εάν ανατρέξει κάποιος στα λαϊκά ποιήματα (στα οποία κυρίως στηρίζεται κατά βάσιν η δημοτική γλώσσα του μη μορφωμένου λαού παρωχημένων εποχών) γίνεται πρόδηλο ότι δεν υπάρχει σαφές πλαίσιο. Όχι μόνον διότι κάθε περιοχή είχε τα δικά της -σε μεγάλο βαθμό- ιδιώματα. Τέλος οι υπέρμαχοι της δημοτικής κατά τον 20ο αιώνα στηριζόντουσαν στα έργα του Πολίτη, ο οποίος αφού μελέτησε το λαϊκό αυτό ύφος πολλών ποιημάτων και τραγουδιών τυποποίησε την βασική ορθογραφία και το λεξιλόγιό τους.
Φυσικά υπήρξαν πολλές αντιδράσεις καθώς είναι φανερό ότι σε πολλά λαϊκά έργα εν είδει ποιητικής αδείας εχρησιμοποιούντο λέξεις άγνωστοι και συντάξεις. Ένας από τους λόγους ήταν ότι επρόκετο για χειρόγραφα τα οποία είχαν αντιγραφεί πολλές φορές, είτε από λογίους είτε από αγγραμάτους, με αποτέλεσμα να υπάρχουν σημαντικές διαφορές στο ύφος τους («Τραγούδι του Αρμούρη»). Αυτό σημαίνει ότι κάποια από τα τραγούδια αποτελούν προφορικές εξελίξεις τραγουδιών και ποιημάτων γραμμένα στην λόγια γλώσσα. Η στενοτέρα όμως σχέση μεταξύ της Δημοτικής και της Μεταβυζαντινής περιόδου (15ος-18ος αι.) ευρίσκεται στο τραγούδι «Ὁ Χάρος καὶ ὁ τσοπάνης», το οποίο όμως πρωτοδημοσιεύθη το 1860.
Η λαϊκότερη αυτή διάλεκτος εξαπλώθηκε έτι περαιτέρω στα μέσα του ιδίου αιώνος λόγω του διαφωτισμού και έργα με θέμα την ιστορία, τη γεωγραφία, την πολιτική και τις φυσικές επιστήμες εξαπλώθησαν. Το ανυπέρβλητο για την εποχή και την άπλαστη λαϊκή εκείνη γλώσσα εμπόδιο ήταν οι σημαντικώτατες λεξιλογικές ελλείψεις οι οποίες είτε καλύφθησαν εκ μέρους των λογίων απευθείας από την αρχαία είτε εκ μέρους των μη ειδικών με αντιδάνεια τα οποία χρησιμοποιούνταν στις Ευρωπαϊκές γλώσσες. Μάλιστα πολλοί παρομοίαζαν την αποτυχία συντάξεως ενός γράμματος στην δημοτική με την προσπάθεια ενός αετού να πετάξει με κομμένα φτερά νομίζοντας ότι όπως παλιά έτσι και τώρα μπορεί να πετάξει.
Φυσικά αυτό γέννησε ένα ακόμη σημείο πολέμου καθώς λόγιοι όπως ο Νεόφυτος Δούκας πίστευσαν ότι μετά το λεξιλόγιο και την χρήση τους από τις εφημερίδες κατά ορθό τρόπο ανοίγει ο δρόμος για περαιτέρω αλλαγές όπως η κλασσική σύνταξη του ἀπό με γενική αντί αιτιατικής, ο μονολεκτικός μέλλοντας, το απαρέμφατο κ.ά. «Εἰς δὲ τὴν σύνταξιν αὖθις εἰσαχθέντος τοῦ ἀπαρεμφάτου καὶ μέλλοντος, καί τινων μορίων μεταλλαγέντων, ἐν τίσιν ἔσται διαφορά;»
Μερικά χρόνια αργότερα άν και οι Τριανταφυλλίδης και Δελμοῦζος προσπάθησαν να αποδείξουν ότι η δημοτική δεν συνδέεται με τον κομμουνισμό, ούτε θεωρητικά ούτε πρακτικά, οι προσπάθειές τους έπεσαν στο κενό διότι ο Γληνός προσχώρησε στον Μαρξισμό μέσω του ΚΚΕ το 1927 καθώς και αυτό άρχισε να χρησιμοποιεί την δημοτική γλώσσα, κάτι που απέφευγε από το 1918. Μόλις το 1963 ο φιλελεύθερος Γ. Παπανδρέου διακήρυξε δημοσία ότι εφαρμόζει «πολιτικὴ ἴσων δικαιωμάτων» απέναντι στο ακανθώδες αυτό ζήτημα ενώ ακόμη χρησιμοποιούσε την καθαρεύουσα ως επίσημη γραπτή γλώσσα του Ελληνικού κράτους.
Αποτέλεσμα αυτής της νέας πολιτικής ήταν η εισαγωγή, για πρώτη φορά, της γραμματικής του Τριανταφυλλίδη στα σχολεία. Η γραμματική αυτή βέβαια γρήγορα κατεκρίθη καθώς δεν ανέφερε σχεδόν τίποτα περί των αφομοιωθέντων λογίων στοιχείων της δημοτικής εκείνης της περιόδου. Ο πόλεμος φαίνεται πως εν μέρει κρίθηκε το 1974 όπου ο Κ. Καραμανλής άρχισε να χρησιμοποιεί την δημοτική από την πρώτη στιγμή ως επίσημη γλώσσα του κράτους και νομιμοποίησε το ΚΚΕ (και φτάσαμε στα σημερινά χάλια, να χάσουμε την πατρίδα μας, από τον εποικισμό και τον διεθνισμό, σκέψου λοιπόν πόσο “εθνάρχης” ήταν). Φυσικά η καθαρεύουσα σημάδεψε για πάντα την δημοτική όπως φαίνεται κι από το μυθιστόρημα του Κ. Ταχτσή «Το τρίτο στεφάνι» όπου η ομιλία δυο λαϊκών γυναικών εμπλουτίζεται με πολλά λόγια στοιχεία.
Σήμερα, κατά τον Γ. Μπαμπινιώτη, το γλωσσικό ζήτημα εκλαμβάνεται διττώς, και ως ωφέλιμο και ως επιβλαβές. Ήταν Ωφέλιμο καθώς υπήρξαν πολλοί και άξιοι άνθρωποι οι οποίοι ασχολήθηκαν με την γλώσσα και την ανέλυσαν μορφοσυντακτικώς και ιστορικώς, πράγμα το οποίον δεν είχε γίνει για αιώνες. Αντιθέτως ήταν τεραστία σπατάλη πνευματικών δυνάμεων οι οποίες άνθισαν εκείνη την εποχή, διότι αντί τού να ασχοληθούν με τις καθ’ εαυτών επιστήμες ανάλωσαν κυριολεκτικώς το μεγαλύτερο μέρος τών πονημάτων τους είτε σε άσκοπες επικρίσεις (Κοδρικά), είτε σε ανούσια πονήματα (Ροΐδη «Εἰδώλων κατάλυσις») είτε σε μελέτες οι οποίες απετέλεσαν μετά από ένα σημείο ιδεολογικές πραγματείες περί τής χρήσεως τής γλώσσας. (sic)
Η γλωσσική διαμάχη (η οποία επισήμως κατά τα προειρημένα άρχισε τον 1ο π.κ.ε. αιώνα) δεν κατέληξε ένας πόλεμος μεταξύ δύο στρατοπέδων αλλά περισσοτέρων, των οποίων τα κινήματα τα οποία ξεχώρισαν ήσαν το Αρχαΐζον, το τής Καθαρεύουσας (Θεοτόκης, Κοραῆς κ.ά.) το λόγιο τής Κωνσταντινουπόλεως ιδίωμα (Καταρτζή), το κίνημα τής λαϊκοτέρας κοινής (ιδιωματικής εν πολλώ) γλώσσας, γνωστή και ως χυδαία (Ψυχάρης, Σολωμός) και, τέλος, στα χρόνια τού Βυζαντίου υπήρχε και το ισχυρότατο στρατόπεδο τής Κοινής τής Αγίας Γραφής.
Το Ιερό Μεγαλείο και η Ανωτερότητα της Ελληνικής Γλώσσας εχάθει!
«Σε καμιά άλλη γλώσσα δεν συμβαίνει αυτό που συμβαίνει με τον Έλληνα· να λέει άνεμος, θάλασσα, γη και να επικοινωνεί κάθε στιγμή με τις ίδιες τις ρίζες του» λέει ο Οδ. Ελύτης, και ο έτερος νομπελίστας ποιητής Γ. Σεφέρης το επισφραγίζει, δεδομένου ότι όλος ο μακρύς δρόμος που διένυσε η γλώσσα του είναι ριζωμένος βαθιά μέσα του, «στο μεδούλι των κοκάλων του». Γι’ αυτό την αλλοίωσαν και την διαστρέβλωσαν με τέτοια ζέση. Νεοραγιαδική μουλαρική γλώσσα και πολύ σου είναι. Σιγά μην σε άφηναν να μεγαλώσεις τα παιδιά σου και να ομιλείς την γλώσσα του Πλάτωνα!
Οι Έλληνες οι καλλίτεροι, οι πιο ζουμεροί, οι πιο ζωντανοί, είναι όλοι τους δημοτικιστές, ή είναι έτοιμοι να δεχτούνε τη δημοτική. Τι πάει να πει αυτό; Μήπως το ζήτημα το γλωσσικό δεν είναι μόνο γλωσσικό; Με το να πληθαίνουν κάθε ώρα οι δημοτικιστές, μήπως σημαίνει, πως σιγά-σιγά αλλάζει το μυαλό των Ελλήνων, κι αρχίζει και νοιώθει πράματα που δεν τα ένοιωθε πριν;
Τι γίνεται; Οι Έλληνες μέρα με την ημέρα γίνονται πραγματικώτεροι, πιο σύμφωνοι με τον εαυτό τους, τον αληθινό, τον τωρινό. Ξεπετιούνται και ξελευτερώνουνται από μερικές βαρειές σκλαβιές, από σιδερένιες φορεσιές που τους κάθισε ο φιλελληνισμός των ξένων, η αρχαιομανία των γραμματισμένων, κι ο βυζαντινισμός των Φαναριωτών λαϊκών και παπάδων.
Οι Φιλέλληνες και οι γραμματισμένοι μας είπαν πως είμαστε Περικλήδες, Θεμιστοκλήδες, Σωκράτηδες, Αριστοτέληδες και Σοφοκλήδες. Μας μασκάρεψαν με κράνη και περικεφαλαίες, με δόρατα, σάνταλα, χιτώνες, θώρακες -όλα χάρτινα και ξύλινα, χρυσωμένα με χρυσόχαρτα κολλημένα. Από την άλλη μεριά, η παράδοση κ’ οι Φαναριώτες, ενεργούσαν. Αυτοί πάλι έλεγαν: «Θα πάρουμε την Πόλη», «ο μαρμαρωμένος Βασιλιάς κ’ η κόκκινη, μηλιά», «η Αγιά Σοφιά», το βυζαντινό κράτος -η Μεγάλη Ιδέα.
Οι Φιλέλληνες κ’ οι γραμματισμένοι Ρωμιοί έπλασαν και την αντίληψη της μικρής Ελλάδας, εκείνην που έχουν οι Ελλαδικοί σήμερα, τοποθέτησαν την τωρινή Ελλάδα επάνω στην κλασική Ελλάδα, και είπαν: «Τα σύνορά της θα είναι και σύνορά σας, για να είναι η εικόνα σας πανομοιότυπη». Η βυζαντινή παράδοση πάλι, έφτειασε τη φαντασία μιας πολύ μεγάλης Ελλάδας, με κέντρο την Πόλη, ξαναδημιούργησε κι ανάστησε τη βυζαντινή αυτοκρατορία στα κεφάλια των Ελλήνων.
Όλ’ αυτά πέφτουνε τώρα, γκρεμίζουνται. Με την ελεεινότητα του Ελληνικού κράτους, που μας έκανε κορόιδο, χάσαμε την πίστη μας σ’ αυτά που μας έλεγαν οι Φιλέλληνες, οι Γραμματισμένοι και οι Φαναριώτες, και μαζί χάσαμε σκεδόν και την πίστη στον εαυτό μας, στη δύναμη της φυλής μας. Αυτό το τελευταίο είναι κακό μεγάλο, μα είναι η φυσική αντίδραση. Πρέπει να περάσει. Και τώρα καθένας αγάλι αγάλι ξυπνά και λέει:
«Όσα μας είπαν είναι λοιπόν ψευτιές, θέλουμε μεις αλήθεια. Οι Φιλέλληνες, οι Δασκαλογραμματισμένοι, και οι Φαναριώτες είπανε ψέματα στους γονιούς μας, και επειδή είταν απλοϊκοί άνθρωποι, τους επίστεψαν. Μα εμείς πια δε θέλουμε να γελιούμαστε. Πού είναι η αλήθεια; Δεν ήμαστε Περικλήδες, Σοφοκλήδες και Σωκράτηδες, κάτω οι χάρτινες περικεφαλαίες και τα ξύλινα δόρατα. Αυτά είναι ψευτιές. Δε θα πάρουμε την Πόλη. Πέθανε ο μαρμαρωμένος Βασιλιάς. Μεις είμαστε μικροί, ανάξιοι, τιποτένιοι.
Έλα, ας πιάσουμε να δούμε τι έχουμε και δεν έχουμε. Η αρχαία γλώσσα δεν υπάρχει, είναι ψέμα. Το σκολειό που μας μαθαίνει πως υπάρχει, λέει ψέματα. Έπειτα το σχολειό όλο θεωρίες μας διδάσκει, ενώ μεις θέλουμε πραγματικότητες, θετικά, πραχτικά πράματα. Να κάνουμε πρέπει σκολειά πραχτικά, εμπορικά, επαγγελματικά, που δε θα μας μαθαίνουν άχρηστες γνώσες. Ούτε καιρό γι’ αυτές έχουμε ούτε όρεξη. Ο κόπος μας ας πάει αλλού. Γλώσσα θα μεταχειριζόμαστε αυτή που έχουμε και μιλούμε. Αυτή μας σώνει, άλλη δε χρειαζόμαστε. Ό,τι κι αν θέλουμε να πούμε, μ’ αυτή θα το λέμε. Όποιος λέει πως μας χρειάζεται άλλη γλώσσα, καλλίτερη, λέει ψέματα. Το κράτος δε θα προκόψει με τα σκολειά και ταρχαία γράμματα. Με το να λέμε και να ξαναλέμε πως ο Περικλής είταν παπούλης μας, και πως είτανε μεγάλος άνθρωπος, δεν πάει να πει πως κ’ εμείς είμαστε ή γινήκαμε μεγάλοι. Το κράτος θέλει στρατό και στόλο.
Τάλλα όλα είναι κουρουφέξαλα. Ναι, η Μεγάλη Ιδέα είναι φαντασία, και γι’ αυτό έπεσε στην υπόληψή μας, αλλά βέβαια μένει η πραγματικότητα ότι πολλά ελληνικά χώματα είναι σκλαβωμένα στον Τούρκο και πρέπει να ξεσκλαβωθούν και να ενωθούν με τη μικρή Ελλάδα. Γιατί ούτε η κλασική Ελλάδα με τα κλασικά της σύνορα (που τα φύλαγε, σαν κέρβερος, ο στενόμυαλος Δημοστένης), είναι κανένα πρότυπο για τη σημερινή Ελλάδα, ούτε πάλε η απέραντη βυζαντινή αυτοκρατορία, με τα αναρίθμητα έθνη της, μπορεί να γίνει παράδειγμα για μια τωρινήν Ελλάδα.
Η δική μας η τωρινή Ελλάδα θέλει σύνορα εκεί που τελειώνει η Ελληνική φυλή. Για να φτειαστεί η Ελλάδα αυτή, χρειάζεται να δουλέψουμε.
Η ελευτεριά δεν πέφτει από τον ουρανό σαν το μ ά ν α. Τι, περιμένουμε; Από τ ώ ρ α πρέπει ναρχίσουμε να δουλεύουμε, δούλοι κ’ ελεύτεροι, για να ενωθεί η φυλή μας σ’ έ ν α κράτος. Μα και οι νόμοι και τα συστήματα, που μας φόρτωσαν εμάς τους Ελλαδίτες, οι πρώτοι και κατοπινοί μας νομοθέτες -νομοθέτες θεότυφλο- είναι στραβά κι ανάποδα. Σύντριψαν την αυτοδιοίκηση, που ύπαρχε χιλιάδες χρόνια, και μας έντυσαν με ρούχα που δε μας έρχονται. Για, ας ανοίξουμε τα μάτια μας να δούμε. Όταν ήρθαν και μας πλάκωσαν οι βαυαρέζικοι κι άλλοι νόμοι, τι είχαμε; Είχαμε, κοινότητες και τοπική αυτοδιοίκηση. Ας δοκιμάσουμε, τώρα που ανοίξαμε τα μάτια μας, να ξαναφτειάσουμε κείνο, που έτσι αστόχαστα κλωτσοπατήσαμε τότε. Ας αφήσουμε να ξαναφυτρώσουν μονάχες τους οι κοινότητες.»
Κ’ έτσι και σ’ όλα τάλλα. Η γλωσσική αλλαγή φέρνει κι άλλα κρυφά κουσούρια -χρυσά κι ατίμητα κουσούρια- σ’ όποιον την παθαίνει. Η δημοτική γλώσσα είναι μιαν αρρώστια -χρυσή και αξιαγάπητη αρρώστια που δεν έρχεται μονάχη, παρά φέρνει μαζί της χίλια μύρια καλά, σέρνει σωρούς κι αρμαθιές τις ιδέες, τις αντίληψες, τα φώτα, τις σκέψες, τα αισθήματα- καινούρια, δροσερά, ανοιξιάτικα, και τι όμορφα! Τέτοια είναι, που μόνο να τα συγκρίνεις με τους σωρούς και τους μεγαλόπρεπους όγκους της αρχαιοπρέπειας των περασμένων γενεών, αμέσως διαγνώνεις πως τούτα είναι ψ ό φ ι α, ενώ τα σημερινά είναι ζ ω ν τ α ν ά. Και αν θέλει ρώτημα, τι είναι καλλίτερο απ’ τα δυο, η ζωή γιά η ν έ κ ρ α, ας βρεθεί κανείς να πει πως καλλίτερα έχει τη νέκρα, την αρχαιόπρεπη, κι ας έρθει εδώ μπροστά μου να το μολογήσει, να τον ονομάσω ευτύς κ’ ήσυχα-ήσυχα «Ψ ο φ ί μ ι! ».
Να πώς το γλωσσικό ζήτημα δεν είναι ξερά ξερά γλωσσικό ζήτημα, παρά είναι κοινωνικό ζήτημα. Πιστεύω πως οι άνθρωποι που θα πρωτοστατήσουν στο έθνος μας, σε τούτης τη γενιά -δηλαδή στη γενιά που φύτρωσε ύστερα από το 97- θα είναι όλοι ή δημοτικιστές δηλωμένοι, ή έτοιμοι για να δεχτούν τη ζωντανή, τη δημοτική γλώσσα.
Ίων Δραγούμης / Δημοσιεύτηκε στον αριθ. 274 (16 του Δεκέβρη 1907) του «Νουμά», με υπογραφή: ΙΔΑΣ και με ημερομηνία 26 του Νοέμβρη 1907.
Ο Γλωσσικός Πόλεμος
Το ελληνικό γλωσσικό ζήτημα είναι ένα θέμα πιθανόν «λελυμένο» τουλάχιστον νομοθετικά, λένε, για την σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα. Μέχρι νεωτέρας φυσικά. Ωστόσο ως μέσο ιδεολογικής και κοινωνικής επιβολής ταλαιπώρησε και δίχασε την ελληνική κοινωνία επί σειρά αιώνων και είναι λογικό για ένα κράτος που ήταν και είναι υπό κατοχή. Ο κάθε νέος Αφέντης αποφασίζει για την γλώσσα που θα ομιλούν οι υποτακτικοί του, αυτά που θα του επιτρέπει να γνωρίζει και υπό ποιά οπτική.
Μου κάνει εντύπωση που σήμερα το γλωσσικό ζήτημα, (μεταξύ πολλών ακόμη σοβαρών θεμάτων) είναι ένα θέμα άγνωστο στον Έλληνα!!! Είναι άγνωστος ο πόλεμος για την γλώσσα που ομιλεί και γράφει, δηλαδή, την γλώσσα που επικοινωνεί. Όμως ένας τεράστιος γλωσσικός πόλεμος βρίσκεται σε εξέλιξη, ναι, ακόμη και σήμερα που είναι το θέμα φαινομενικά «λελυμένο νομοθετικά» και η σχεδόν καθολική, επιβολή της ανορθογραφίας και των γκρικλς ως κάτι «φυσιολογικό» κι αποδεχτό γίνεται από εξαίρεση, ο κανόνας. Θα μου πεις πάντοτε οι μάζες (οι Κοινοί, οι Μαλλιαροί) ήταν κι αμόρφωτοι, κι αναλφάβητοι, κι ανορθόγραφοι, κι ασύντακτοι, αλλά σήμερα, στην τεχνική εποχή, αυτό θα έπρεπε να έχει εκλείψει, ειδικά αφού οι περισσότεροι -αν όχι όλοι- δραστηριοποιούνται ολημερίς σε κάποιο κοινωνικό μαντρί και η γραφή είναι απαραίτητη για να εκφραστούν και να επικοινωνήσουν.
Αλλά θα μου ξαναπείς ότι και οι μαϊμούδες επικοινωνούν και δεν χρειάζονται ούτε γλώσσα ούτε ορθογραφία, και θα σου απαντήσω, ότι, υπάρχει αυτό το κάτι που μας διαφοροποιεί από τις μαϊμούδες κι αυτό είναι η γλώσσα μας, οι λέξεις της με την ετυμολογία τους, η ορθογραφία τους, το συντακτικό της και ο ορθός τρόπος χρήσης της.
Η Γνώση είναι άμεσα συνδεδεμένη με την γλώσσα της. Αυτά που σου επιτρέπουν να γνωρίζεις, ο τρόπος που σου επιτρέπουν να εκφράζεσαι είναι προκαθορισμένο από τον Αφέντη (κατόπιν οι Μυστικές Εταιρίες, στοές και λαγούμια θα στην επιβάλλουν) κι όποιος καθορίζει την γλώσσα σου καθορίζει και τις σκέψεις σου και τα συναισθήματα σου και το περιβάλλον σου και πάει λέγοντας. Κοντολογίς Η ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΘΟΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΖΩΗ ΣΟΥ. Την ποιότητα της, το πώς θα ζήσεις, το αν θα είσαι ασθενής ή υγιής, από ποια ασθένεια θα νοσήσεις, πως θα αντιλαμβάνεσαι τις τέχνες, τις επιστήμες, τα υψηλά νοήματα, τις αφηρημένες κι αμφίσημες έννοιες, το πώς θα τις επεξεργάζεσαι, η ικανότητα σου στην ΔΙΑΚΡΙΣΗ, η διαφοροποίηση, η ταυτοποίηση και η ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΤΟΥ ΟΛΟΦΑΝΕΡΟΥ, τα οικονομικά και ο πλούτος σου … και χιλιάδες άλλα, εξαρτώνται αποκλειστικά και ΜΟΝΟΝ, από την γλώσσα που ομιλείς.
Το γλωσσικό θέμα έχει μια πολύ σοβαρή φυσική και μεταφυσική προέκταση, μα δεν θα το αναλύσω εδωνά, χωρίς πρώτα να γνωρίζεις τι είναι και πως εξελίσσεται ο Ελληνικός Γλωσσικός πόλεμος. Αν σε ενδιαφέρει η ζωή και η υγεία σου, η επιβίωση σου, η τύχη σου κι ο πλούτος σου, η κληρονομιά σου και τα δυναμικά σου, το γλωσσικό είναι το θέμα που απαιτεί πρωτίστως και καθολικά την προσοχή σου. Σήμερα μιλάμε αγγλικά και γερμανικά με ελληνικές λέξεις, και από άποψη γραμματικής και από άποψη συντακτικού, το μόνο που λείπει είναι να γράφουμε με λατινικούς χαρακτήρες!
Εδώ απλώς ίσα -ίσα που σκαλίζουμε λίγο την επιφάνεια, ενός τόσο σημαντικού ζητήματος, όπως το γλωσσικό, αν δε προστεθούν τα κομμουνιστικά, μασονικά και δόλια συμφέροντα κάθε είδους κομμάτων κι αποκομμάτων, με πολιτική, θρησκευτική ή οικονομική ροπή και την δική του ατζέντα, που είχαν να κάνουν με την διαστρέβλωση, τον εξοβελισμό και την αποσάθρωση της Ελληνικής γλώσσας, χρειάζονται πολλές σελίδες ανάλυσης. Είναι όμως ένα πολύ σημαντικό θέμα που απαιτεί την προσοχή σου και την εις βάθος μελέτη.
Σκέψου μονάχα ετούτο: Η αρχαία Ελληνική γλώσσα, που ήταν αρχαία για τους αρχαίους και δεν γνώριζαν τότε την καταγωγή της, είναι η γλώσσα που δημιουργεί σύμπαντα και εξυψώνει τον άνθρωπο από μιμιδίζουσα μαϊμού, σε Μετάνθρωπο. Σιγά μην την άφηναν ανεξέλεκτη. Και σιγά μην άφηναν το Ελληνικό DNA να ομιλεί την πατρογονική του γλώσσα. Εχει γούστο, αν μη τι άλλο, το να γνωρίζουμε τα καραγκιοζιλίκια ένθεν κι ένθεν των παπαρολογοειδικών (γνωστών κέντρων και λαγουμιών) κόντρα στην αγνή καθαρή ψυχή όσων πάλεψαν για την ελληνική γλώσσα.
Αττική Διάλεκτος
Η Αττική διάλεκτος είναι η πιο γνωστή από τις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους. Γεννήθηκε στην Αθήνα όπου λέγοταν τότε όλη η Αττική και ήταν ταυτόσημες έννοιες. Από τις αρχαίες διαλέκτους είναι η πιο όμοια με τα μετέπειτα ελληνικά και είναι η τυποποιημένη μορφή της γλώσσας που μελετάται στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών. Η πιο παλαιά καταγραμμένη ελληνική λογοτεχνία, των «Ομηρικών Επών» χρονολογείται στον 7ο ή 8ο αιώνα π.κ.ε. και δεν γράφτηκε στην αττική διάλεκτο, αλλά σε παλαιά Ιωνική και Αιολική, αλλά η γραπτή μορφή της επηρεάζεται από την Αττική διάλεκτο. Η Αθήνα και η διάλεκτός της παρέμειναν σχετικά άγνωστες έως ότου οδήγησαν οι αλλαγές του πολιτεύματός της στην δημοκρατία το 594 π.κ.ε την έναρξη της κλασσικής περιόδου και την άνοδο της αθηναϊκής επιρροής.
Τα πρώτα εκτενή έργα της λογοτεχνίας σε αττικό επίπεδο είναι τα έργα των δραματουργών Αισχύλου, Σοφοκλή, Ευριπίδη, Αριστοφάνη και Μενάνδρου τον 5ο αιώνα π.κ.ε. Τα κείμενα του Αθηναίου Πλάτωνα χρονολογούνται επίσης από εκείνον τον αξιοπρόσεκτο ιερό αιώνα της φιλοσοφίας. Οι στρατιωτικοί άθλοι των Αθηναίων οδήγησαν λόγιους που τους μελέτησαν παγκοσμίως και θαύμασαν την ιστορία της γλώσσας αυτής, στην οποία είναι γραμμένα τα έργα του Θουκυδίδη και του Ξενοφώντα. Ελαφρώς λιγότερο γνωστοί επειδή είναι πιο τεχνικοί και νομικοί είναι οι λόγοι των ρητόρων όπως του Αντιφώντα, του Δημοσθένους, του Λυσία, του Ισοκράτη και πολλών άλλων. Ο αττικιστής Έλληνας φιλόσοφος Αριστοτέλης (384-322 π.κ.ε.) ως μαθητής του Πλάτωνα, χρονολογείται από την περίοδο στην οποία η κλασσική αττική αντεξελίσσεται στην κοινή Ελληνιστική.
Τι είναι η γλωσσική διμορφία;
Ενας Γλωσσικός Εμφύλιος
Το γλωσσικό ζήτημα είναι ένα θέμα πιθανόν λελυμένο –τουλάχιστον νομοθετικά- για την σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα. Μέχρι νεωτέρας φυσικά. Ωστόσο ως μέσο ιδεολογικής και κοινωνικής επιβολής ταλαιπώρησε την ελληνική κοινωνία επί σειρά αιώνων. Μου κάνει εντύπωση που σήμερα το γλωσσικό ζήτημα, να παρακολουθήσουμε την εξέλιξή του από την ελληνιστική περίοδο μέχρι την οριστική επίλυσή του και τέλος να δούμε ποιες υπήρξαν οι συνέπειές του στις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, την πολιτική ζωή και την εκπαίδευση του νεοελληνικού κράτους.
Η γλώσσα δεν είναι η ίδια σε όλες τις περιστάσεις και για όλους τους ανθρώπους. Εμφανίζει ποικιλότητα, δηλαδή διαφοροποίηση, ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε ατόμου (ιδιόλεκτος, διάλεκτος, κοινωνιόλεκτος), με την περίσταση χρήσης της (επίπεδο ύφους) και ανάλογα με το επίπεδο γνώσης της ως δεύτερης/ξένης (διαγλώσσα). Οι επαγγελματίες ομιλητές ήδη από μικρή ηλικία και ουσιαστικά καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους, μαθαίνουν και χρησιμοποιούν διαφορετικές γλωσσικές ποικιλίες ανάλογα με το περικείμενο στο οποίο βρίσκονται, δηλαδή τις δραστηριότητες, τα πρόσωπα, τις συνθήκες, τους ρόλους κλπ. που εντοπίζονται σε κάθε περίσταση. Με άλλα λόγια, οι ομιλητές εξοικειώνονται και τελικά χρησιμοποιούν διαφορετικά επίπεδα ύφους, καθένα από τα οποία συνήθως συνδέεται με ένα συγκεκριμένο κειμενικό είδος.
Με τον όρο γλωσσικό ζήτημα εννοείται ο γλωσσικός διχασμός, σε γραπτό λόγο (λόγιο) και καθομιλούμενη γλώσσα (δημώδη), ο οποίος ως αποτέλεσμα της διασποράς των δυτικών ιδεολογιών στην ελληνική κοινωνία, την σημάδευσε επί σειρά ετών. Το μόνο πράγμα το οποίο άλλαζε κατά τήν διάρκεια τής ιστορίας 20 αιώνων τού γλωσσικού ζητήματος ήταν η ένταση και τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα της εκάστοτε εποχής.
Στα ελληνικά έχουν προταθεί και διάφοροι άλλοι όροι γι’ αυτή την κατάσταση (μεταξύ των οποίων διγλωσσία, κοινωνική διμορφία, διπλογλωσσία, τεχνητή διγλωσσία, εσωτερική διγλωσσία, ιστορική διγλωσσία κλπ.) η οποία συνδέεται με το λεγόμενο γλωσσικό ζήτημα – την διάκριση καθαρεύουσας και δημοτικής. Η κοινωνική διγλωσσία είναι μια σχετικά σταθερή γλωσσική κατάσταση η οποία έχει τρία κύρια χαρακτηριστικά:
1. Δύο διαφορετικές ποικιλίες της ίδιας γλώσσας χρησιμοποιούνται σε μία γλωσσική κοινότητα, μία από τις οποίες θεωρείται «Υψηλή» ποικιλία (Υ) και η άλλη «Χαμηλή» ποικιλία (Χ). Δηλαδή, εκτός από τις βασικές διαλέκτους της γλώσσας, υπάρχει μια ιδιαίτερα διαφοροποιημένη, τυποποιημένη (και συνήθως γραμματικά πιο περίπλοκη) ποικιλία (Υ), η οποία είναι φορέας μιας μεγάλης και σεβαστής γραπτής φιλολογικής παράδοσης και έχει μεγάλο κύρος. Η ποικιλία αυτή μπορεί να προέρχεται από προηγούμενη φάση της ίδιας γλώσσας ή από άλλη συγγενή γλωσσική κοινότητα.
2. Η κάθε ποικιλία χρησιμοποιείται σε διαφορετικές περιστάσεις έτσι ώστε η Υ και η Χ συμπληρώνουν η μία την άλλη αλλά δεν είναι συμβατές σε καμία περίπτωση. Για παράδειγμα, η Υ διδάσκεται συστηματικά στην επίσημη εκπαίδευση και χρησιμοποιείται στις περισσότερες γραπτές ή επίσημες προφορικές χρήσεις (τα δημόσια έγγραφα, τις εφημερίδες, την τηλεόραση, την λογοτεχνία, τους πολιτικούς λόγους, την θρησκεία κλπ.). Αντίθετα, η Χ μονοπωλεί σχεδόν τις ανεπίσημες περιστάσεις επικοινωνίας (συζήτηση, καθημερινές συναλλαγές). Η χρήση της Υ εκεί που αναμένεται Χ, αλλά και το αντίστροφο, μοιάζει παράδοξη, προκαλεί γέλιο και μπορεί να στιγματίσει τον/την ομιλητή/τρια.
3. Κανένα κομμάτι του πληθυσμού δεν χρησιμοποιεί την Υ στην αυθόρμητη καθημερινή επικοινωνία, εφόσον δεν αποτελεί μητρική γλώσσα κανενός. Ως μητρική γλώσσα αναγνωρίζεται η Χ.
Η Γλώσσα στην Αρχαία Ελλάδα
Αυτή η διμορφία (όρος ο οποίος δυστυχώς δεν επικράτησε) μπορεί εύκολα να εντοπιστεί διάσπαρτη (αν κι όχι με αυτή την ονομασία) στην αρχαία Ελληνική γραμματεία. Προσωκρατικοί συγγραφείς όπως ο Φερεκύδης, ο Παρμενίδης και ο Ξενοφάνης επέλεγαν όχι τον πεζό λόγο (καταλογάδην συγγραφή) αλλά την ποιητική γλώσσα ως παλαιότερη και πιο σεβαστή. Παρόμοιες αναφορές μπορούμε να βρούμε και στον Αριστοτέλη («τιμιώτατον μὲν γὰρ τὸ πρεσβύτατον, ὅρκος δὲ τὸ τιμιώτατόν ἐστιν»).
Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η «Τέχνη Γραμματκή» τού Διονυσίου τού Θρᾳκός (η πρώτη Ελληνική και Ευρωπαϊκή γραμματική), στην οποία ανέλυε την παλαιότερη λογοτεχνική γλώσσα τών ποιητών. Προς τούτοις, ο Θουκυδίδης επέλεγε να γράφει σε γλώσσα πιο αυστηρά (βλέπε τα τρίτα πρόσωμα των προσωπικών αντωνυμιών σφεῖς, σφῶν κτλ αντί των τότε εν χρήσει αττικών αὐτοί αὐτῶν, οὗτοι τούτων ή ἐκείνοι ἐκείνων), τις παλαιές μεταβολές του διπλού σσ σε σρ, διότι τα πρό αυτού χρόνια το ρρ το έλεγαν ττ. Βλ. ακόμη τους εκλιπόντες τύπους δοτικής -οισι από του Ε΄ αιώνος σε -οις (ἀνθρώποισι – ἀνθρώποις) κτλ. Όμως ο «δημοτικιστής» της εποχής Ἀριστοφάνης στους Βατράχους γράφει ακόμη «τοῖς μὲν γὰρ παιδαρίοισίν ἐστι» και άλλα πάμπολλα παραδείγματα. Μάλιστα εκεί κατηγορείται τον Αἰσχύλο ότι γράφει τις παραστάσεις του σε γλώσσα ακατανόητη στον απλό λαό (Βάτραχοι, στίχος 926).
Ακόμη φαίνεται ότι υπήρχε σαφεστάτη διαφορά μεταξύ του γραπτού και του προφορικού λόγου, όπως για παράδειγμα η γλώσσα των ποιητών οι οποίοι ανεμίγνυαν στοιχεία πεπαλαιωμένα (χορό στην Δωρική διάλεκτο των τραγικών, η οποία ήταν η “καθαρεύουσα”). Έγραφαν διαλέγοντες ένα κράμα από Δωρικά Αιολικά/Ιωνικά και επικά στοιχεία, γλώσσα η οποία θεωρητικά είναι αδύνατον να μιλήθηκε ποτε.
Περίπου τον 1ο αιώνα μ.κ.ε. οι αττικιστές, με ρομαντική πάντως διάθεση, προσπάθησαν να μεταρρυθμίσουν την γλώσσα, όχι στο πώς χρησιμοποιείται αλλά στο πώς πρέπει να χρησιμοποιείται βάσει τής Αττικής διαλεκτου τού 5ου π.κ.ε. αι. Τότε και άρχεται επισήμως το περίφημο γλωσσικό ζήτημα, όταν δηλαδή αυτή η διάκριση του ύφους απευθύνεται ως οδηγία στις μεγάλες μάζες τών ανθρώπων. Αυτό είχε ως ακόλουθο την ταχεία εξάπλωση του διαχωρισμού τής λογίας από την δημώδη γλώσσα.
Mετά τις κατακτήσεις του Μακεδόνα Αλεξάνδρου, το κράτος των Μακεδόνων βασιλέων του υιοθετεί την αττική διάλεκτο για τις διοικητικές, εμπορικές και διπλωματικές του ανάγκες. Η αττική διάλεκτος διαμορφώνεται σταδιακά σε νέα μορφή ελληνικής γλώσσας, την Ελληνιστική ή Κοινή, η οποία θα καθορίσει αργότερα την Βυζαντινή και την νέα Ελληνική γλώσσα. Οι πολιτικές, θεσμικές και κοινωνικές αλλαγές, η επικράτηση της νέας θρησκείας, είναι οι κύριες αιτίες θεμελίωσης και επικράτησης της Κοινής, που έχει υποστεί αλλοιώσεις τόσο στην φωνητική όσο και στην μορφολογία, την σύνταξη και το λεξιλόγιο. Οι Αλεξανδρινοί γραμματικοί επινοούν τους τόνους και, πιστεύοντας ότι με την χρήση της αττικής θα συνεχιζόταν η παράδοση στη συγγραφή έργων, διδάσκουν τον αττικισμό, με αποτέλεσμα την στροφή των λογίων σε ένα τεχνητό γραπτό ιδίωμα, και την αρχή ενός πολέμου των ακραίων αρχαιστών και των ακραίων δημοτικιστών, ή όπως τους ονόμαζαν οι πρώτοι «χυδαίων».
Για την γραπτή και προφορική μετάδοση της διδασκαλίας του χριστιανισμού χρησιμοποιείται αρχικά η Κοινή. Η Παλαιά Διαθήκη μεταφράζεται σε αυτήν και η Καινή Διαθήκη γράφεται σχεδόν εξ ολοκλήρου αρχικά σε αυτή την γλώσσα, αλλά αργότερα οι Τρεις Ιεράρχες χρησιμοποιούν τον αττικισμό στον επίσημο εκκλησιαστικό λόγο για λόγους συμφιλίωσης και εξοικείωσης με την ελληνική παιδεία. Στην συνέχεια, κατά του βυζαντινούς χρόνους, η διγλωσσία, μεταξύ γραπτής-ομιλούμενης, αττικής –κοινής συνετέλεσε στην χωριστή τους εξέλιξη. Ο γραπτός λόγος οδηγείται σε μια προοδευτική συντακτική στρυφνότητα, ενώ ο προφορικός απλοποιείται φωνητικά και μορφοσυντακτικά λαμβάνων τεράστιο αριθμό λατινικών αρχικά λέξεων και στην συνέχεια σλαβικών και τουρκικών. Συγχρόνως εισάγονται νέες λέξεις δάνειες, τόσο αρχαίες όσο και από άλλους λαούς, εξαιτίας του εκχριστιανισμού τους.
Η Ελληνική Γλώσσα στο Βυζάντιο.
Η Ελληνική γλώσσα εκείνη την εποχή μπορεί να διακριθεί σε τρείς υποπεριόδους. Την Πρώιμη Βυζαντινή (6ος-12ος αι.), την όψιμη (12ος-15ος αι.) και την μεταβυζαντινή (15ος-19ος αι.). Αυτές οι περίοδοι είναι πολύ σημαντικές καθώς σε αυτές μπορούμε να εντοπίσουμε σχεδόν όλες τις φάσεις τού γλωσσικού ζητήματος. Κατά την πρώτη (συγκεκριμένα τον 12ο αιώνα στα λεγόμενα «Πτωχοπροδρομικά» τού Θεοδώρου Προδρόμου) πρωτοεμφανίζονται λογοτεχνικά κείμενα στην δημώδη γλώσσα και κατά την δεύτερη, βαθμηδόν, εξαπλώνεται η χρήση αυτής στον γραπτό λόγο (αναμεμειγμένη με την λογία) και δημιουργούνται οι περισσότερες μετέπειτα εμφανιζόμενες διαλεκτικές μορφές τής γλώσσας (βλ. τα «ἱπποτικά μυθιστορήματα»).
Αυτή η διεργασία συντελείται μετά την πτώση τής Πόλεως στις 29 Μαΐου τού 1453 υπό τών Οθωμανών, λόγω τής απουσίας ενός συντεταγμένου κράτους το οποίο να λειτουργεί συνδετικώς για τους κατοίκους απομακρυσμένων περιοχών. Δήλον λοιπόν ότι ελλείψει κράτους και Παιδείας και υπό ξένης κατοχής θα εισήγετο και πληθύς ξένων λέξεων. Παραδείγματα αποτελούν η Κρήτη και η Κύπρος, οι οποίες και συνδυάζουν τα τοπικά διαλεκτικά στοιχεία με ξένες λέξεις υπό την επίδραση τής παλαιάς λογιας γλώσσας.
Παρόμοιες εξελίξεις φαίνεται ότι προσεπάθησε να εμποδίσει λίγους αιώνες πριν ένα νέο κύμα αττικισμού τον δεύτερο μισό τού 10ου αιώνος, όταν και μετηγράφησαν, θρησκευτικά κυρίως, κείμενα, ενώ στα χρόνια τής Άννας τής Κομνηνής η γλώσσα υπέστη περαιτέρω κάθαρση και στην συντακτική της δομή με πιο εκλεπτυσμένες και παρωχημένες συντάξεις. Οι τρείς κύριες αντιμαχόμενες ομάδες κατά τα χρόνια τού Βυζαντίου ήταν οι υποστηρικτές τής γλώσσας τής υμνογραφίας και καθόλου τής χριστιανικής λατρείας (βασισμένη στην Κοινή τού Ευαγγελίου), οι αττικιστές και οι υπέρ τής ομιλουμένης τής τελευταίας τών ανωτέρω περιόδων.
Τα Ελληνικά στην Τουρκοκρατία
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας εξαιτίας τής περαιτέρω και παντελούς απόσχισης περιοχών τού πρώην βυζαντινού κράτους, των διαφόρων κατακτητών σε περιοχές του και της απομόνωσης περιοχών του, παρατηρείται και η τελική διαμόρφωση τής ιδιωματικής δημοτικής επηρεασμένη τα μέγιστα, κυρίως λεξιλογικώς, από την Τουρκική γλώσσα και την Ιταλική, που εξασθενούν με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους. Χαρακτηριστική είναι η τάση των Ελλήνων να συνδεθούν ψυχικά με την αρχαιότητα καθώς δίνουν αρχαία ονόματα στα παιδιά τους και στα καράβια τους. Η αρχαιολατρεία αυτή είναι συνέπεια της αναγεννητικής ορμής τού έθνους που αφυπνίζεται και ζητά να στηριχτεί στην κλασσική κληρονομιά του. Εδώ αξίζει να αναφερθεί και η «κακήν κακώς» απόσυρση μιας μεταφράσεως της Καινής Διαθήκης μόλις το 1638 ύστερα από την έντονη αντίδραση της εκκλησίας, κάτι το οποίο στάθηκε ως παράδειγμα πρακτικής προς αποφυγήν για τους μετέπειτα (έως ότου να αποτύχει εκ νέου με την μετάφραση του Ἀλ. Πάλλη το 1901).
Εξαιρετικά σημαντική προσωπικότητα υπήρξεν ο Νικόλαος Σοφιανός, ο οποίος εξέδωσε περίπου το 1540 μ.κ.ε. τήν πρώτη γραμματική τής τότε ομιλουμένης γλώσσας (την οποία ονόμαζε Κοινή). Ο απώτερος σκοπός τού Σοφιανού ήταν ότι αυτή η γλώσσα έδει να αποτελέσει πρότυπο ώστε να γίνουν τα θρησκευτικά κείμενα αντιληπτά από τούς αμαθείς ώς και στις… γυναίκες! Το παράδειγμά του μιμίθηκε και ο Ἀθανάσιος Λάνδος (Ἀγάπιος ὁ Κρής, περ. 1580-1657) για να απευθυνθεί στους ανθρώπους κατωτέρου μορφωτικού επιπέδου.
Λίγο αργότερα, κατά τόν 17ο αιώνα, αυτό το ύφος επιλέγουν (αντί τού αρχαΐζοντος) οι Φραγκίσκος Σκούφος και Ηλίας Μηνιάτης. Μάλιστα στο βιβλίο τού Μηνιάτη, «Τέχνη ῥητορικῆς», αναφέρει ότι «ἡ κοινή μας γλῶσσα εἶναι πτωχὴ ἀπὸ λέξαις καὶ πολλαῖς φοραῖς κάλλιον ἠθέλησα νὰ σιωπήσω καὶ ὑψηλὰ νοήματα, παρὰ νὰ διηγηθῶ ἢ μὲ φωνὴν βάρβαρον ἢ μὲ ὁλότελα ἑλληνικήν». Αυτούς όμως τούς συγγραφείς και τις ιδέες των έψεξε ως αξιοθρηνήτους και ζημιογόνους για την πατρίδα ο επιφανής Λαρισαίος λόγιος Ἀλέξανδρος Ἑλλάδιος.
Ο γλωσσικός πόλεμος σε όλη του την έκταση ξεκίνησε από τον Εὐγένιο Βούλγαρι, ο οποίος υποστήριζε ότι η χρήση τής Κοινής γλώσσας (τών αμόρφωτων) είναι απαράδεκτη για πονήματα υψηλοτέρου κύρους και αποδοκιμάζεται εντόνως (πράγμα το οποίο λόγω τής αδυναμίας αυτής ήταν αληθές). Η απάντηση στον Βούλγαρι προέρχεται από τον, διάσημο πλέον, μαθητή του Ἰώσηπο Μοισιόδακα. Αυτός έμπλεως σεβασμού πρός τον δάσκαλό του και μέσω ενός πονήματος «Θεωρία Γεωγραφίας» εισηγείται την χρήση υψηλοτέρου μεν ύφους, απέχοντος δε διαρρήδην από τού αρχαΐζοντος. Μπορεί να ειπωθεί ότι αυτή η γλώσσα (ή σωστότερα «ὕφος», λέξη την οποία και ο ίδιος εισήγαγε) είναι ο πρόδρομος της Καθαρευούσης τού Ἀδαμαντίου Κοραῆ.
«Μοῦ ἐφάνη ὅτι οἱ Ἱεροκύρηκες, ὅταν διδάσκουσι, καὶ οἱ Σπουδαῖοι, ὅταν συνομιλοῦν, πρέπει νὰ μεταχειρίζωνται ἕνα Ὕφος ὑψηλότερον ἀπὸ τὸ τετριμμένον. Τὸ ἴδιον ἔπραξαν καὶ πράττουν καὶ οἱ Εὐρωπαῖοι, χωρὶς οὐδὲ ποσῶς νὰ ζημιοῦνται οἱ ἁπλούστεροί των».
Το ύφος του διαφαίνεται καθαρά και από το ανωτέρω έργο του, όπου και δικαιολογεί τον «απλοϊκό» τρόπο τής γραφής του γράφων τα εξής: «Ἐγὼ διὰ λόγους, τοὺς ὁποίους ἐπιφέρω, ἔκρινα νὰ ἐξυφάνω τὴν παροῦσαν συγγραφὴν ἐν τῷ ἁπλῷ ὕφει, σώζων ὅμως ἀεὶ τοὺς ὡρισμένους ὅρους τῶν πραγμάτων, οἵτινες ἦσαν ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ἀρχαίοις, καὶ μεθαρμόζων ἀεὶ τὸ ὕφος ἐπὶ τὸ σεμνότερον, ἢ ἐλάχιστον ἐπὶ τὸ πρεπωδέστερον τῇ ἀνὰ χεῖρας πραγματευομένῃ ὕλῃ».
Καθ’ όν λοιπόν τρόπον ο Μοισιόδαξ εκφράζει την πεποίθησή του, δίκην τού επερχομένου Κοραή, ότι πρέπει να υπάρξει Καθαρισμός τής γλώσσας καί ως πρός την γραμματική και ως πρός την αποβολή ξένων λέξεων. Σημειωτέον εδώ ότι η χρήση τού Όρου «Κοινή» εκείνη την περίοδο (μετά από τήν Κοινή τού Ευαγγελίου και τήν Κοινή τών αγραμμάτων) πρέπει να ταυτίζεται με την απλή Καθαρεύουσα και ουδαμώς με την μετέπειτα Δημοτική.
Προϊόντος κατά βραχύ τού χρόνου εμφανίζεται ο Δημήτριος Κατρατζής, ο οποίος παρουσιάζει ως πρότυπο «Κοινής» (αυτή η μεταβαλλόμενη νοηματικώς λέξη εδώ σημαίνει προφορική και γραπτή γλώσσα όλων) τήν Λογία, καίπερ γέμουσα τοπικών ιδιωματισμών, ομιλουμένη γλώσσα τής Κωνσταντινουπόλεως. Αυτή η Κοινή τής Πόλεως γλώσσα βρήκε λίγους μιμητές (συγκεκριμένα τούς Δανιήν Φιλιππίδη και Γρηγόριο Κωνσταντά) οι οποίοι κατά το παράδειγμα τού δασκάλου τους έγραψαν το βιβλίο «Νεωτερικὴ Γεωγραφία», το οποίο απετέλεσε αιτία να αναφωνήσει ο Κατρατζής «ὁ μαθητής μου χάλασε τὴ Γλῶσσα μου!».
Επόμενο λοιπόν ότι η ταχεία αυτή εγκατάλειψη τού ύφους και από τους λιγοστούς πλέον υποστηρικτές τού Καταρτζή ευνόησε την απλή Καθαρεύουσα, την οποίαν και τελικώς και ακολούθησαν. Σε αυτό το σημείο εμφανίζεται ο Νικηφόρος Θεοτόκης, μορφωμένος κληρικός, ο οποίος κατά τα πρότυπα τών Σκούφου και Μηνιάτη προχωρεί έτι περαιτέρω στην διαμόρφωση της Καθαρεύουσας. Προϊότος όμως τού χρόνου ο Θεοτόκης επιφέρει μεγάλο καθαρισμό στην Καθαρεύουσα από τα λόγια στοιχεία, σε σημείο να επαινείται από τον Σάθα. Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο ο Θεοτόκης τοποθετείται στο μεταίχμιο τής λογίας δημώδους γλώσσης με την Καθαρεύουσα, της οποίας και θεωρείται κύριος διαμορφωτής.
Σημαντικές, ως προς τις απόψεις και όχι τον αντίκτυπο, ήσαν και οι φυσιογνωμίες τών Ιωάννη Βηλαρά και Αθ. Χριστόπουλου (προερχόμενοι περιέργως από την ομάδα τού Κατρατζή). Οι Βηλαράς και Χριστόπουλος προσπάθησαν να εισαγάγουν σε όλες τής μορφές τής γνώσσας τήν τών ποιημάτων και τραγουδιών. Οι ριζοσπαστικότατες, ανιστόριτες και άκρως φανατισμένες θεωρίες τού πρώτου περί τής φωνητικής γραφής έφεραν τα αντίθετα, όπως ήταν φυσικό, αποτελέσματα, ενώ κατά τινα τρόπον απετέλεσε πρόδρομο τού Ψυχάρη.
Το 1814 ο Βηλαράς δημοσίευσε ένα βιβλίο ονομασθέν «Ρομεηκη γλοσα», στο οποίο υποστήριζε την παντελή εγκατάλειψη τής ιστορικής ορθογραφίας «Τουτη λεγο, η νεκρομιαλη λογιοτατη μας δεν εσπουδαξαν τη γλοσα του γενου τους την τορεσνη, δεν κατακηταξαν τες φρασες της τες ομορφοτατες κε επιτηδηοτατες, τες φθορες της, τες αποκοπες της κε τα επιληπα καλη της, οπου μ’ αφτα γραφοντας και πηητηκα και λογογραφικα να στολησουν τη φησηκη τους γλοσα, καθος εστοληστηκαν ολες η γλοσες».
Από την άλλη ο Χριστόπουλος επηρεάστηκε από την Αιολοδωρική θεωρία και το 1805 συνέταξε στην Βιέννη το βιβλίο «Γραμματικὴ τῆς Αἰολοδωρικῆς, ἤτοι τῆς ὁμιλουμένης τωρινῆς τῶν Ἑλλήνων γλώσσας». Με αυτό τον τρόπο ο Χριστόπουλος συνέδεσε απευθείας την αρχαία αιολική και δωρική διάλεκτο με την σύμπασα σημερινή Κοινή ομιλουμένη γλώσσα, επιχείρημα το οποίο ασπάστηκαν πολλοί και περιφανείς λόγιοι όπως οι Κοραής, Κατρατζής, Φιλιππίδης, Νερουλός, Κοδρικάς κ.ά. Ωστόσο αυτό δεν οφείλετο σε περιορισμένες γνώσεις αλλά στην απουσία τής νεοσυστάτου επιστήμης τής γλωσσολογίας. Τελικώς όμως κατέρρευσε εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθη υπό της πένας τού Γ. Χατζιδάκι, όπου και έδειξε ότι η τότε (και σημερινή) Κοινή δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η συνέχεια τής Αττικής διαλέκτου μέσω τών αιώνων. Πιο περιορισμένο ήταν το έργο τού Ρ. Φεραίου (Αντώνιος Κυριαζής), ο οποίος άν και στην αρχή υπήρξε λόγιος, βαθμηδόν κατέληξε να συγκαταλέγεται με τους αρχαϊστές.
Εκείνα τα χρόνια εμφανίζεται μία από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες, άν όχι η πιο σημαντική για την ιστορία τού Γλωσσικού ζητήματος. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Αδ. Κοραῆς. Για τον Αδαμάντιο Κοραή η γλώσσα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση παιδείας, η οποία και θα αποτελέσει και την κατοχύρωση της ελευθερίας. Πρός αυτά τα ιδανικά αποβλέπων ο Κοραής ταυτίστηκε με την έννοια τού Διαφωτισμού για όλο το γένος χωρίς καμμία εξαίρεση. Το έργο του ήταν τόσο σημαντικό και σεβαστό ώστε θεωρείται υπό πάντων τών εμπλεκομένων στο γλωσσικό ζήτημα ως ο άνθρωπος με την μεγαλύτερη επιρροή επί τών αντιμαχομένων ομάδων.
Εικόνα κάτω: Αμύνεσθαι περί Πάτρας: 1894 η διαμάχη του «γλωσσικού ζητήματος».
Ο Μιστριώτης απεικονίζεται με τα σήματα-κατατεθέντα της εμφάνισής του, ομπρέλα και ημίψηλο. Ο Γεώργιος Μιστριώτης (1839-1916) ήταν καθηγητής της Ελληνικής Φιλολογίας στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Γεννήθηκε στην Τρίπολη το 1839. Την τετραετία 1858-1862 σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και κατά τη διάρκεια των σπουδών του διακρίθηκε με δύο βραβεύσεις στο Ροδοκανάκειο διαγωνισμό, για τις πραγματείες του “Περί του καθ’ Όμηρον πολιτεύματος των ηρωικών χρόνων” και “Περί του καθ’ Όμηρον οικιακού βίου των Ελλήνων”. Συνέχισε τις σπουδές του στο εξωτερικό, αρχικά στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας κι έπειτα στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, από όπου το 1867 αναγορεύτηκε διδάκτωρ της Φιλολογίας.
Διετέλεσε πρόεδρος πλήθους επιστημονικών εταιρειών και συλλόγων (“Ελληνικός Διδασκαλικός Σύλλογος”, “Ελληνική Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία” κ.λ.π) και ήταν τακτικός συνεργάτης της εφημερίδας της ελληνικής παροικίας της Τεργέστης Κλειώ. Δύο φορές εξελέγη κοσμήτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής και το ακαδημαϊκό έτος 1890-1891 ανέλαβε πρυτανικά καθήκοντα. Στην διαμάχη περί του γλωσσικού ζητήματος ήταν επικεφαλής της μερίδας των οπαδών της καθαρεύουσας και δημοσίευσε μεγάλο αριθμό έργων για να υποστηρίξει την θέση του στο ζήτημα αυτό. Συγκεκριμένα, το όνομά του συνδέθηκε με τα περίφημα “Ορεστειακά”, την διαμάχη δηλαδή που ξέσπασε μεταξύ των δημοτικιστών και των υπέρμαχων της καθαρεύουσας με αφορμή την διδασκαλία στα νέα ελληνικά της ομώνυμης τετραλογίας του Αισχύλου από το Βασιλικό Θέατρο (1903). Ήταν εισηγητής σε πλήθος ποιητικών και λογοτεχνικών διαγωνισμών και μετάφρασε έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.
«Η φρικτοτέρα χυδαιότης είναι η έλλειψις του απαρεμφάτου» Αδαμάντιος Κοραής
Ο Αδαμάντιος Κοραής.
Το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, στην νεότερη ιστορία του διαμορφώνει ένα εκπαιδευτικό σύστημα οργανωμένο από την Αντιβασιλεία και μεταφυτευμένο από την Γερμανία, δημιουργημένο στις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες του γερμανικού κράτους, που δεν είχαν καμία σχέση με αυτές του, ρημαγμένου απ’ τον πόλεμο, νέου ελληνικού κράτους. Το ποια γλώσσα πρέπει να χρησιμοποιείται στην λογοτεχνία αλλά και στην εκπαίδευση και στις επίσημες εκδηλώσεις, αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα. Η λαϊκή γλώσσα είναι ακαλλιέργητη, παραφθαρμένη και δεν μπορεί να εκφράσει πολυσύνθετες ιδέες.
Ο Αδαμάντιος Κοραής, κύριος εκφραστής του εκδυτικισμού στην Ελλάδα, στο ζήτημα της διένεξης για το ποια θα είναι η εθνική γλώσσα του κράτους, ξεκινά μια τάση καθαρισμού της γλώσσας από ξένα στοιχεία και τροποποιεί και προτείνει την καθαρεύουσα, η οποία καθιερώνεται ως επίσημη γλώσσα του κράτους (1834).
Αυτή η κάθαρση της Κοινής ομιλουμένης γλώσσας οδήγησε στην Καθαρεύουσα με την γνωστή της, εν πολλοίς, μορφή. Φυσικά είχε αρκετές διαφορές από την Καθαρεύουσα τού Θεοτόκη και τών Φαναριωτών, οι οποίες όμως προήλθαν από αντίστροφη κάθαρση λογίων στοιχείων τής γραφομένης γλώσσας. Η μέση αυτή οδός σήμαινε κατά τον Κοραή ότι η γνώση τής νεωτέρας Ελληνικής προϋποθέτει τουλάχιστον την στοιχειώδη γνώση τής αρχαίας, ιδέα την οποία υπεστήριξαν και πολλοί μετέπειτα φιλόλογοι όπως ο Αχιλλέας Τζάρτζανος.
Τις σκληρότερες επιθέσεις τις δέχθηκε από τον λόγιο Φαναριώτη Παναγιώτη Κοδρικά. Αυτός ο κατά τάλλα άξιος περί τα φιλολογικά άνδρας το 1818 εξέδωσε στο Παρίσι, όπου και διέμενε, ένα βιβλίο υπό τον τίτλο «Μελέτη τῆς Κοινῆς Ἑλληνικῆς Διαλέκτου», στο οποίο ανέφερε ότι η νέα γλώσσα έπρεπε να βασίζεται μόνον στο ύφος τής λογίας τού Πατριαρχείου γλώσσας και τής Πόλεως, ενώ δεν είναι δυνατόν η χύδην γλώσσα τού λαού να συνεχίσει να ομιλείται σε όλες τις περιστάσεις. Μέσα από πολλές αντιφάσεις, προτείνων ουσιαστικά ένα ύφος ελάχιστα αποκλίνον τού ύφους τού Κοραή, θα μείνει στην ιστορία απλώς ως ο πολέμιος του Ἀδαμαντίου Κοραή με μοναδικό σκοπό να επιτεθεί άνευ πραγματικής αιτίας (όπως επεσήμηνε και ο Δ. Βερναρδάκης). Κάτι παρόμοιο ανέφερε και ο Κ. Δημαράς, αναφέρων ότι όλος αυτός ο πόλεμος μόνον τον ίδιο αδίκησε, καθώς τού άξιζε να μείνει στην ιστορία ως κάτι παραπάνω από ένας απλός λιβελλογράφος.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα παρέχει ο Browning όπου ο Κοραής διορθώνει το «ψάρι» σε «ὀψάριον» ενώ ο Κοδρικάς σε «ἰχθύς». Φυσικά η επίθεση τού Κοδρικά παρείχε σε πολλούς λογίους και δημοτικιστές τον γέλωτα καθώς συνέκλινε σε ενενηνταοκτώ πράγματα και πολεμούσε σφοδρά για τα δύο. Κάτι το οποίο φαίνεται και από τον τρόπο καθ’ όν έγραφαν καθώς εν πολλοίς ήταν σχεδόν αδύνατο να διαχωρίσεις ποιος έγραψε τί βάσει του ύφους. Όπως ήταν φυσικό οι επιθέσεις εκατέρωθεν δεν ήταν δυνατόν να πάψουν. Έτσι η καθαρεύουσα αυτή τού Κοραή ονομάσθηκε «Κορακίστικα» από τον Φαναριώτη Ρίζο Νερουλό (ο οποίος λίγα χρόνια αργότερα συνετάχθη με αυτόν!), «τρακαριστά» (διότι τρικλίζει ακροβατούσα μεταξύ δύο αντιθέτων υφών) από τόν Νεόφυτο Δούκα κτλ.
Εξαιρετικώς άστοχα τον ταύτιζε και ο ακραίος δημοτικιστής Σολωμός με τους πλέον σκληρούς τών αρχαϊστών. Αντίθετα ο Δ. Γληνός, μετά από μερικά έτη, ήταν αυτός ο οποίος, καίπερ απέχων ιδεολογικώς από τις θέσεις τού Κοραή, τον τοποθέτησε στο Πάνθεον ως μέγα ανθρωπιστή, γνώστη τής εποχής και «άστρο λαμπρό πάλω απ’ όλους τους συγχρόνους και κατοπινούς φιλολόγους».
Αυτό, σύμφωνα με την Γληνό, δεν σημαίνει ότι τα έκανε όλα σωστά, καθώς σταμάτησε στην μέση λόγω τής υπέρμετρης συμβιβαστικότητός του. Καθ’ όμοιον τρόπον παρουσιάστηκε και από τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη στα τελευταία έτη τού γλωσσικού ζητήματος. Ο απώτερος και άμεσος σκοπός του Κοραή ήταν ο περιορισμός των άκρων, π.χ. χαρακτηριστικά ψέγει μία μετάφραση του Θουκυδίδου όπου ο (μακαρονιστής) μεταφραστής φοβούμενος μη δεν γίνει αντιληπτή η λέξη «ὀργίζομαι» την μετέφρασε «χαλεπαίνω»!
Το ίδιο ψέγει και τους μαλλιαριστές που αντί να χρησιμοποιούν τις λέξεις λ.χ. “σημαία” και “κήρυκας” (κῆρυξ τότε) χρησιμοποιούσαν τις λέξεις “παρντιέρα” καί “κράχτης”. Οι βασικές σκέψεις του Κοραή επί του παρόντος ζητήματος συνοψίζονται από τον Beaton και περιέχονται στα εξής τρία στοιχεία. 1ον. Ο Εθνικός αυτοπροσδιορισμός βασίζεται στην επανεκτίμηση της αρχαίας Ελληνικής.
«Η φρικτοτέρα χυδαιότης είναι η έλλειψις του απαρεμφάτου. Η απαιδευσία θα εξαφανιζόταν με τον γλωσσικό «καλλωπισμό» και την διόρθωση των βαρβαρικών στοιχείων. Πρέπει να φύγουν όλα τα «σαπημένα της γλώσσης», τα «ζιζάνια της χυδαιότητος», ώσπου να περάσουν λέξεις και φράσεις διορθωμένες «από το βιβλίον του λαού εις του λαού τα στόματα». Για τον λόγο αυτόν πρότεινε τον καθαρισμό και τη μορφολογική διόρθωση των βαρβαρικών στοιχείων. Πρότεινε: όχι πια άρτος, οίνος, πτηνόν, ιχθύς, χοίρος, ούτε ψωμί, κρασί, ψάρι, γουρούνι, αλλά ψωμίον, κρασίον, ψάριον, γουρούνιον»
Η νέα γραπτή γλώσσα πρέπει να συμβαδίζει με την γραμματική της σύγχρονης ομιλουμένης των μορφωμένων τάξεων των πόλεων ως αναπόσπαστα στοιχεία του λαού. Οι δυο προτάσεις συνδυάζονται με ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα, το οποίο θα διορθώνει τα κακώς έχοντα της προφορικής εκείνης γλώσσας και την καθιστούν όλως απέναντι της κλασσικής Ελληνικής (π.χ. τουρκικό και γενικά αλλοδαπό λεξιλόγιο το οποίο εχρησιμοποιείτο αυτολεξεί στην ομιλουμένη όπως δεπαρταμένα αντί dipartemento, ἀπελατζιόνε αντί appelazione, κεχαγιάς, τζέργα κ.ο.κ.)
Εκτός των ανωτέρω ο Κοραής θεωρούσε αναγκαία την εισαγωγή λεξιλογίου από την αρχαία προς κάλυψιν βασικών αναγκών της γλώσσας όπως φάνηκε από τα προηγούμενα. Θεωρούσε επίσης και δήλωνε ότι η άποψη των ακραίων λογίων περί βαθμιαίας επιστροφής στην κλασσική ως σύμβολο εθνικής υπερηφανείας και όχι δουλείας δεν είχε καμμία σχέση με την πραγματικότητα και μάλιστα ετάσσετο κατά της συγγραφής βιβλίων στην κλασσική «Τίς εἶναι τόσον μωρὸς ἢ εἰς τίνα περισσεύει τόσος καιρὸς, ὥστε ν’ ἀφήσῃ τοὺς Ὁμήρους, τοὺς Πλάτωνας… διὰ νὰ ἀναγινώσκῃ τὸν νέον τοῦτον Ἑλληνιστήν;» Το δε γεγονός ότι προσπαθούσε να ταυτίσει έμπρακτα την γλώσσα με το έθνος σε όλες του τις βαθμίδες και τάξεις βρήκε ευήκοα ώτα σε μερίδα λογίων και δημοτικιστών. Ένα παράδειγμα της γραπτής του γλώσσας είναι το κάτωθι:
«Ἡ μήτηρ μου ἔλαβεν ἐλευθερωτέραν ἀνατροφήν, διότι εὐτύχησε νὰ ἔχῃ πατέρα Ἀδαμάντινον τὸν Ῥύσιον, τὸν σοφώτατον ἐκείνου τοῦ καιροῦ εἰς τὴν ἑλληνικὴν φιλολογίαν ἄνδρα, ὅστις ἀπέθανεν ἓν ἔτος (1747) πρὸ τῆς γεννήσεώς μου. Αὐτὸς ἐχρημάτισε ἔτι νέος ὤν, διδάσκαλος τῆς ἑλληνικῆς φιλολογίας εἰς Χίον· Μετὰ ταῦτα ἦλθεν εἰς Σμύρνην, ὅπου ἐνυμφεύθη χήραν τινὰ Ἀγκυριανήν…».
Όπως φαίνεται αποφεύγει την χρήση της δοτικής όπου σύμφωνα με την σύνταξη θα έπρεπε να βρίσκεται σε μερικά σημεία, την απλή αντικατάσταση μεμονωμένων λέξεων με πιο λόγιες χωρίς όμως να αλλάζει την σύνταξη αποβλέπων στην κλασσική. Όπως υποστήριζε «ἐὰν τὸ βιβλίον εἶναι γραμμένον μὲ προσοχὴν καί εἰς γλῶσσαν μετρίως καλλωπισμένην μανθάνουν καὶ αὐτοὶ (οι αγράμματοι) κατὰ μικρὸν νὰ καλλωπίσωσι τὴν ὁμιλίαν των»
Το γεγονός ότι είχε φίλους εκατέρων των παρατάξεων δεν σημαίνει ότι δεν είχε και εχθρούς. Πράγματι λοιπόν πολεμήθηκε και από τους δύο για τελείως διαφορετικούς λόγους. Οι μεν δημοτικίζοντες τον εγκαλούσαν ότι προσπαθεί να δώσει μια μορφή της γλώσσας η οποία δεν εξελίχτηκε με φυσιολογικό τρόπο όπως η τότε δημοτική ή η καθαρεύουσα των λογίων.
Πόλεμος φυσικά ξέσπασε και με τον Π. Σοῦτσο, και όπως συνηθίζετο εκείνη την περίοδο ο Σοῦτσος εξέδωσε ένα βιβλίο με το οποίο όχι απλώς επεσήμαινε αλλά και έψεγε τους σολοικισμούς άλλων συγγραφέων. Τον χαρακτήριζε η παραδοχή του ότι η λανθασμένη χρήση της γλώσσας θα λυνόταν με την στενότερη επαφή αυτής με την αρχαία. Μεγάλο μέρος αυτών των λαθών κατ’ αυτόν υπήρχε λόγω της αθέμιτης προσμίξεως της κλασσικής με την καθαρεύουσα του Κοραή, την οποία χαρακτήριζε ως «ἀνεπαρκῆ συμβιβασμόν». Το ίδιο συνεχίστηκε καθώς πολλοί διόρθωναν τα έργα του Κοραή με πρότυπο την κλασσική και άλλοι με πρότυπο την δημοτικίστικη. Οι πρώτοι κατηγορούσαν τον Κοραή όχι τόσο για την έλλειψη των γνώσεών του (αυτό σε σπάνιες περιπτώσεις σημείωνε ο Γ. Χατζιδάκις) όσο για την πορεία του στην «μέσην ὁδόν» απέχων εξ ίσου από τους πλέον αγραμμάτους και τους λογίους (σοφούς) του έθνους. Η μέση αυτή οδός βασιζόταν στην ερώτηση:
«Μόνον οι σπουδαίοι πρέπει να κατεβαίνουν στην γλώσσα των αμαθών και όχι οι αμαθείς να ανεβαίνουν στην γλώσσα των σπουδαίων;» για να κλείσει με το «μήτε τύῤῥανοι τῶν χυδαίων μήτε πάλιν δοῦλοι τῆς χυδαιότητος αὐτῶν».
Ο φιλόλογος και γλωσσολόγος Γεώργιος Χατζιδάκις υποστήριζε την χρήση της καθαρεύουσας, πάντα μέσα σε λογικά πλαίσια, τα οποία δεν πρέπει να παραβιάζονται από καμία πλευρά. Ειδικότερα κατηγορούσε διαφόρους διαπρεπείς φιλολόγους -ακραίους τότε νεοαττικιστές- ότι «παρὰ φύσιν» προσπαθούν να αλλάξουν την φυσική συνέχεια της νέας Ελληνικής γλώσσας (κατ’ αυτόν την καθαρεύουσα). Εξαίρεση ήταν ο Κωνσταντίνος Κόντος κατά τον Χατζιδάκι, ο οποίος δίδασκε ότι «πολλῷ κάλλιον εἶναι νὰ στέργῃ τις τὰ κοινολεκτούμενα ἢ σπουδάζων περὶ τὰ χαριέστερα νὰ σολοικίζῃ δεινότατα». Επίσης κάποιες λέξεις στο έργο του «Γλωσσικαὶ παρατηρήσεις» (πρὸς διόρθωσιν τῆς νέας ἡμῶν γλώσσης) προέρχονταν από μεσαιωνικές-μεταγενέστερες και όχι αρχαίες λέξεις. Πίστευε ακράδαντα ότι μέγα κατόρθωμα ήταν το ότι οι γνωρίζοντες την νέα αυτή γλώσσα με την -σε αρκετό βαθμό- νέα γραμματική και σύνταξη μπορούσαν να εννοούν αρκετά εύκολα και την κλασική Ελληνική του 5ου αι. π.κ.ε.
Ειδικότερα αναφέρει ο ίδιος στο βιβλίο του «Σύντομος ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης» (Κεφ. ΙΔ «Περὶ τοῦ νέου ἡμῶν γραπτοῦ λόγου» εκδοθέν το 1915: «Καὶ ταῦτα δῆλον ὅτι ἡμεῖς δὲν μεταχειριζόμεθα οὔτε τὴν Ἀττικὴν διάλεκτον, ὅπως ἀναλήθως ἐπὶ διαβολῇ ἐλέχθη, οὔτε καθόλου τὴν ἀρχαίαν ἢ τὴν Κοινὴν τοῦ Εὐαγγελίου ἀμετάβλητον καὶ ἑπομένως ἀπηρχαιωμένην καὶ ἄχρηστον ἡμῖν νῦν (οὐκ ἀληθὲς ἄρα ὅτι «ἡ γραφομένη εἶναι ἐκτὸς ἄλλων ἡ γλῶσσα τοῦ Εὐαγγελίου»). Ἐπίσης εἶναι δῆλον ὅτι ἡμεῖς δὲν ἐπλάσαμεν, δὲν ἠδυνάμεθα νὰ πλάσωμεν κατ’ ἀλήθειαν νέαν γλῶσσαν, ἀλλ’ ἁπλῶς μετερρυθμήσαμεν προσηκόντως καὶ προσηρμόσαμεν κατὰ τὸ δυνατὸν πρὸς τὰς νεωτέρας ἀνάγκας ἡμῶν τὴν γλῶσσαν (δηλαδή την καθαρεύουσα), ἣν ἀπὸ αἰώνων ἠκούομεν. Πάντα ἄρα τὰ λεγόμενα περὶ ἐπιβολῆς εἰς τὸ ἔθνος ἡμῶν γλώσσης νέας ἢ ξένης, ἀρχαίας, ἀγνώστου αὐτῷ εἶναι αὐτὸ τοῦτο ἀναλήθη».
Στον αντίποδα των ανθελληνικών απόψεων τού Fallmerayer έλαβε χώρα η μεγάλη αναβίωση τού ακραίου αρχαΐζοντος κινήματος, με κυρίους υποστηρικτές τούς Νεόφυτο Δούκα, Στέφανο Κομμητά, Κ. Οικονόμο (από πρώην υποστηρικτής τού Κοραή), Σκαρλάτο Βυζάντιο, Κλ. Ραγκαβή, Παν. Σούτσο, Αν. Λευκία Γεωργιάδη, Σπ. Ζαμπέλιο, Γ. Μιστριώτη κ.ά. Τελικός σκοπός αυτής τής ομάδος ήταν η βαθμιδόν επιστροφή στην Ἀττική διάλεκτο, τουτέστιν στο υψηλότερο επίπεδο τής καταλογάδην αρχαίας Ελληνικής τού 4ου αιώνος π.κ.ε.
Ο Σκαρλάτος μάλιστα υποθέτει ότι ίσως σε πενήντα με εκατό χρόνια θα είμαστε σε θέση να πετύχουμε το ακατόρθωτο αυτό έργο. Για να επιτευχθεί αυτό το, πράγματι ακατόρθωτον, έργο όριζε ως γραμματική αυτή τήν τής αττικής διαλέκτου πρός το απλούστερον (τουλάχιστον τα πρώτα έτη) ακόμη και για τα Δημοτικά σχολεία, στα οποία υπήρξε Διευθυντής τής Δημοτικής εκπαιδεύσεως από το 1854-1878 (έως τον θάνατό του). Το κίνημα αυτό είχε τόσο ακραίες και ρομαντικά ουτοπικές απόψεις ούτως ώστε εκτός τών ανωτέρω λογίων κανείς δεν τους ακολούθησε.
Κύριος καθοδηγητής αυτής τής ιδεολογίας υπήρξεν ο Παναγιώτης Σούτσος, ο οποίος το 1853 εξέδωσε το βιβλίο «Νέα σχολὴ τοῦ γραφομένου λόγου ἢ Ἀνάστασις τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσης ἐννοουμένης ὑπὸ πάντων», στο οποίο απέρριπτε τους τότε (τού Κοραῆ) τύπους και τους αντικαθιστούσε με τους αρχαίους ή τούς βραχύ μεταγενεστέρους (βλ. ἦν/ἤμην).
Η μεγάλη όμως διαφορά τού Σούτσου από τούς ανωτέρω, καίπερ μόνο μία, είναι πολύ ουσιώδης. Ο Π. Σούτσος επεδίωκε την αντικατάσταση κάθε ύφος με το αττικόν και μόνον, ενώ όλοι οι άλλοι περιόρισαν ηθελημένα αυτό το αττικίζον μόνον στην εκπαίδευση ύφος και εν πολλοίς στον επίσημο γραπτό λόγο. Οι αντιδράσεις απ’ όλες τις πλευρές δήλον ότι ήταν ραγδαίες. Οι σημαντικότερες μελέτες επί τού θέματος ήταν τα «Σούτσεια» (1853) που εξεδόθησαν ανωνύμως υπό τού Κων. Ασωπίου, το έργο «Γλωσσικαὶ παρατηρήσεις» (1882) τού Κων. Κόντου και τέλος τού Δ. Βερναρδάκη (1884) «Ψευδοαττικισμοῦ ἔλεγχος». Το πρώτο ελέγχει απλώς την εγκράτεια τού Σούτσου (και συντάσσεται μαζί του), το δεύτερο επισημαίνει τα φιλολογικά λάθη όλων τών καθαριστών, από τον Κοραῆ ώς τον Σοῦτσο χωρίς όμως να κάνει κάτι περισσότερο, παρά τις αβάσιμες κατηγορίες και το τρίτο ελέγχει, ανεπιτυχώς, τον Κωνσταντίνο Κόντο ως ψευδοαττικίζοντα.
Την ίδια περίπου περίοδο άλλοι δημοτικιστές υποστήριζαν ότι το «γλωσσικό ζήτημα» καθ’ εαυτό άρχεται με την επανάσταση του 1821, ενώ η διγλωσσία όπως σημειώθηκε και ανωτέρω εμφανίζεται από τους αττικιστικούς χρόνους τού Πλουτάρχου και τού Λουκιανού. Μάλιστα ο Κοραής κατηγορείται με χυδαίο τρόπο από το στρατόπεδο του Brugmann ότι «θαλλάσωσε τα πάντα» με την επιλογή του να σταματήσει τον δρόμο προς την δημοτική, διότι ο «καημένος ἀντὶς νὰ ρυθμίζει τὰ ἀρχαῖα στοιχεῖα πρὸς τὰ δημοτικά. Ρύθμιζε ἀνάποδα τὰ δημοτικὰ στοιχεῖα πρὸς τὰ ἀρχαῖα. Ἔπειτα ἔστησε διωγμὸ τῶν λεξῶνε, χωρὶς νὰ λογαριάσει πὼς οἱ κατοπινοί του θὰ τραβοῦσαν πολὺ μακρύτερά του καὶ θὰ κλάδεβαν κάθε λέξη μὴ κλασσικιά καὶ πὼς δὲ σύφερνε τῆς γλώσσας νὰ χάσει ρίζες.».
Επί τη βάσει αυτής τής λογικής οι δημοτικιστές πίστευαν ότι με την είσοδο του νεοσυστάτου τότε Ελληνικού κράτους στην Ευρώπη έπρεπε μεν να συμπληρωθεί και να πλουτισθεί η γλώσσα ανάλογα αλλά όχι δε και να καθαρισθεί από τα πολλά Τούρκικα και Βενετσιάνικα στοιχεία. Ούτω κατηγόρησαν τον Κοραή ότι αντικατέστησε Τουρκικές και Ιταλικές λέξεις ανακατεμένες ήδη από πολλές δεκαετίες στην Ελληνική. Πρός τούτοις θα έπρεπε με θάρρος η καθαρεύουσα να ξεριζωθεί λόγω τής πολύτιμης δημοτικής ποιήσεως και των τραγουδιών.
Τεκμήριό τους ήταν κάποιες μεταφράσεις τού Γκαίτε στην Γερμανική. Σύμφωνα με τον Brugmann η δημοτική έπρεπε να βασιστεί επί τών απόψεων του Βηλαρά με τελικό σκοπό «ἡ κοινὴ ἀφτὴ γλώσσα παντοῦ νὰ ἀνεβοκατεβαίνει ποικιλότατα, τὸ συμμορφωτικό της ὅμως πάντα μένει τέτιο ὥστε οἱ χῶρες παντοῦ στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴν Τουρκία νὰ συναγρικοῦνται δίχως καμιὰ δυσκολία».
Με αυτόν τον τρόπο η ψευτοπαιδεία (δηλαδή η διδασκαλεία τής γραπτής γλώσσας στο σχολείο) θα έφθινε σταδιακώς και οι μαθητές θα αποκτούσαν τήν αληθινή γνώση. Μάλιστα επιχείρημά τους ήταν η διδασκαλία τών Ρητορικών λόγων τού Γ. Μιστριώτου στα ανώτατα σχολεία τών «κοριτσιῶνε» με την συνενοχή τού επισήμου κράτους. Η δε καθαρεύουσα περιγράφεται ως ψώρα, λόγω τής οποίας ο Έλληνας σταμάτησε να παράγει οποιοδήποτε λογοτεχνικό έργο. Πιο χαρακτηριστική δεν θα μπορούσε να είναι άλλη φράση παρά η ακόλουθη. «Τῆς καταρέβουσας ἡ βλάβη στάθηκε ἀσύγκριτα μεγαλύτερη παρὰ τ’ ὄφελός της. Τὰ κεφάλια ποὺ κλούβιανε δὲν ἔχουν μετρημό» (έν. αν. σ. 25).
Ξεκάθαρα αντίθετη είναι πλέον είναι η άποψη των περισσοτέρων διακεκριμένων φιλολόγων και γλωσσολόγων όπως ο Γ. Μπαμπινιώτης, ο οποίος αναφέρει ότι η περί το γλωσσικό ζήτημα διαμάχη υπήρξε κάτι θετικό καθώς πολλοί ασχολήθησαν με την βαθύτερη καλλιέργεια της γλώσσας στην διπλή της παράδοση. Τέλος ο Brugmann, συμφωνών και αυτός με τον Krumbacher και τον Ρόιδη, με την σειρά του παραδέχεται ότι η «αγνή» δημοτική τού Ψυχάρη δεν είναι η πραγματική γλώσσα τού λαού καθώς «ἀφτοὶ τὸ παραξηλώνουν». Καταλήγει δε στο ότι χρειάζεται ένας συμβιβασμός, όχι με βάση όμως τον Κοραή αλλά με βάση τον Βηλαρά. Δηλαδή δεν θα πρέπει να εξευγενίσουμε την γλώσσα προς την μέση οδό αλλά να την προσαρμόσουμε περισσότερο προς τις εκάστοτε «ντοπιολαλιές».
Επί τη βάσει αυτής τής λογικής η καθαρεύουσα θα πρέπει να «κατεβεί πολλά σκαλοπάτια από το θρόνο της» και να ακολουθήσει την ζωντανή δημοτική, η οποία θα παραμείνει ως έχει με την προσθήκη ελαχίστων λέξεων από «τὸ λεξικολογικὸ θησαβρὸ… ποὺ ξοδιάστηκε καὶ ἀποθηκέφτηκε στην Καθαρέβουσα». Και σε αυτό το ζήτημα η άποψη του Γ. Μπαμπινιώτη είναι τελείως διαφορετική καθώς αποκαλεί υγιή αυτόν τον εσωτερικό δανεισμό και καθαρισμό τής γλώσσας με βάσει την αρχαία πρός αποφυγήν το κινδύνου τής πληθύος τών ξένων λέξεων στο σώμα τής δημοτικής γλώσσας τής εποχής. Υπεύθυνος γι’ αυτό υπήρξε ο «φωτισμένος» Αδαμάντιος Κοραής, συνεχίζει ο Μπαμπινιώτης, που έσωσε τη γλώσσα από βέβαιο μιγαδισμό και άλλοι διδάσκαλοι του γένους. Καθ’ όμοιο τρόπο οι τοποθετήσεις τού Ψυχάρη χαρακτηρίζονται ακραιες.
Η αναζήτηση της εθνικής ταυτότητας, κοινό χαρακτηριστικό όλων σχεδόν των ευρωπαϊκών λαών το 19ο αιώνα, θα βοηθήσει στην εμφάνιση και στην άνθηση της λαογραφίας, με αποτέλεσμα, στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, να πολλαπλασιαστούν η συλλογή και οι δημοσιεύσεις δημοτικών τραγουδιών. Την παράδοση που δημιουργεί ο Διονύσιος Σολωμός στην έντεχνη Επτανησιακή Σχολή, θα συνεχίσουν οι Ιάκωβος Πολυλάς, Αλέξανδρος Βαλαωρίτης, κ.ά, οι οποίοι, επηρεασμένοι από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά λογοτεχνικά κινήματα, καταπιάνονται με θέματα ιστορικά, κυρίως, όμως, με κοινωνικά, στα οποία βρίσκουμε ρίζες του κινήματος του δημοτικισμού και επομένως της πόλωσης που σύντομα θα στιγματίσει το γλωσσικό ζήτημα. Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι στα Επτάνησα, που για αιώνες ήταν υπό Ενετική και Αγγλική κατοχή, δεν υποστηριζόταν ο αρχαϊσμός και πολύ πριν τον Σολωμό ήταν καλλιεργημένη η λαϊκή παράδοση στην ποίηση.
Πυροδοτείται, λοιπόν, για μια ακόμη φορά η αντίδραση προς τον Κοραή, που κατηγορείται από τους οπαδούς της δημώδους για τεχνητή παρέμβαση στην γλώσσα και από τους υποστηρικτές της αρχαΐζουσας ότι αρνείται την γλωσσική παράδοση. Οι αγώνες που θα δοθούν για την επικράτηση της μιας ή της άλλης μορφής γλώσσας είναι πολλοί και συνδέονται με πολιτικά και ιδεολογικά ζητήματα του ελληνισμού. Στο χώρο της λογοτεχνίας, πάντως, η δημοσίευση το 1888 του έργου του Γιάννη Ψυχάρη «Το ταξίδι μου» δίνει ώθηση στη χρήση της δημοτικής μεταγενέστερα.
Η γλώσσα του Ψυχάρη όπως επισημαίνουν πολλοί (συμπεριλαμβανομένου και του απρόσμενου συμμάχου του Ἐ. Ροΐδη ο οποίος έγραψε «ἂν ἐγράφομεν κατὰ τὴν γλῶσσαν τοῦ Ταξειδίου, δὲν θὰ ἐγράφομεν ἀκριβῶς ὡς ὁμιλοῦμεν» Ἑστίας αριθμ. 660 σελ. 670) ήταν μια ομαλοποιημένη δημοτική την οποίαν όμως επινόησε ο ίδιος, όθεν και οι λόγιοι την ονόμαζαν «ψευτοδημοτική».
Ο Ψυχάρης ξαφνικά έγινε το κεντρικό πρόσωπο καθώς άρχισε να βάλλεται πανταχόθεν από τους περισσοτέρους και να θεοποιείται γλωσσικώς από λίγους. Ο λόγος ήταν ότι όχι μόνον έπλαττε με ευκολία λέξεις άγνωστες και ανύπαρκτες (ἡ Χιό τῆς Χιός, τὰ δάσητα, τὰ φώσια, πνὲς ή ἀναπνές κτλ.) αλλά ότι αντικατέστησε τις πομπώδεις λόγιες λέξεις με τουρκικά δάνεια. Παράδειγμα η αντικατάσταση της λέξης «ἀδιέξοδον» με τη λέξη «τυφλοσόκακο» Εν συνεχεία μη αρκούμενος σε αυτά και πιστεύοντας ότι η δική του δημοτική ήταν ο ζών πρόγονος της κλασσικής γλώσσας τον οδήγησαν στον πειραματισμό με τις υπάρχουσες εκάστοτε γλωσσικές δομές. Δηλαδή όπου οι αρχαϊστές και λόγιοι εξαρχαΐζαν την ελληνική ο Ψυχάρης εκσυγχρόνιζε την αρχαία, καθιστώντας αυθαιρέτους τύπους, ομοίους με αυτούς των ασπόνδων του αντιπάλων.
Αυτά τα δάνεια (ακόμη κι από την καθαρεύουσα!) τα συμβίβαζε με τους δικούς του μορφολογικούς κανόνες, όθεν και ενισχύονται οι κατηγορίες εις βάρος του για επιτήδευση την στιγμή που είχε αποδειχθεί ότι εν πολλοίς η νέα λαϊκή γλώσσα είχε αφομοιώσει πολλά λόγια στοιχεία. Μερικά παραδείγματα είναι οι λέξεις συθήκες, σκετικός, ἀρφάβητο, πομονή, έχταση κ.ά. Συνεπώς η γραπτή του γλώσσα περιελάμβανε μη χρησιμοποιημένους από κανέναν τύπους ως γνήσιους λαϊκούς. Αυτό απετέλεσε και την αρχή των «μαλλιαρῶν» και «χυδαίων» τραβώντας το σχοινί στο άλλο άκρο.
Ο Δροσίνης παραδέχτηκε ότι η εφημερίδα της εποχής, Ἑστία, κατεστράφη και έχασε μεγάλο μέρος των συνδρομητών της από την στιγμή που άρχισε να αναπαράγει άρθρα στην γλώσσα Ψυχάρη.
20ός αιώνας
Ο Εμμανουήλ Ροΐδης, υπερασπιστής της δημοτικής γλώσσας.
Την πραγματικότητα της αρχαιόθεν παραδεδομένης σε εμάς διγλωσσίας υποστήριξαν και όλοι οι Έλληνες λόγιοι αμφοτέρων των παρατάξεων, ακόμη και οι δημοτικιστές εκτός των Ε. Ρόιδη (στο έργο του «Τὰ Εἴδωλα 1833 ἐκδόσεις Ἑστίας)» και Δ. Βερναρδάκη. Τον πρώτο ο καθηγητής Γεώργιος Χατζιδάκις κατηγορεί διότι αμελεί τα όσα τεκμήρια παρέχει στο «Φιλολογικό περιοδικό Ἀθηνᾶ» (τόμος Ε΄ σελ. 181 κ.ε.) καθώς υποστηρίζει ότι μόνον στην σημερινή Ελλάδα υπάρχει διγλωσσία, πράγμα απαίσιο κατά τον Ρόιδη.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο μετριοπαθής δημοτικιστής Διονύσιος Σολωμός, ο οποίος στο έργο του «Διάλογος πρὸς Σοφολογιώτατον» παραδέχεται λογομαχών με ένα λόγιο «Μακαρονιστή» ότι υπήρξε διγλωσσία και κατά τα αρχαία χρόνια, παραδεχόμενος ότι ο Πλάτων δεν έγραφε όπως μιλούσαν οι τότε Έλληνες. Έργο το οποίο αργότερα απετέλεσε και Ευαγγέλιο για τους δημοτικιστές. Ο κ. Βερναρδάκης παραδέχεται ότι εκείνη την περίοδο ήταν αδύνατη η χρήση της δημοτικής χωρίς στοιχεία της καθαρεύουσας
«Ἡ ἀρίστη θεραπεία (του γλωσσικού νοσήματος) θὰ ἦτο βέβαια νὰ διαζεύξωμεν ἐντελῶς καὶ ἀπελευθερώσωμεν τὴν δημοτικὴν ἀπὸ τῆς ἀρχαίας ἑλλ/ῆς καὶ ν’ ἀσπασθῶμεν τὴν δημώδη ὅλως ἀμιγῆ καὶ ἄκρατον, ἀλλὰ τοῦτο εἶναι πλέον ἀδύνατον» και αλλού «σήμερον δὲν ἐπαρκεῖ ἡμῖν (=σε εμάς) (η δημοτική) καὶ τὴν πτώχειαν ταύτην ἀπέδειξα καὶ ἡρμήνευσα διὰ μακρῶν». Η άποψη του καθηγητού ήταν ότι έπρεπε να χωρίσουμε την δημοτική από την καθαρεύουσα, επειδή όμως τούτο είναι αδύνατον θα έπρεπε να παραλάβουμε για την δημοτική όσους τύπους και συντάξεις λείπουν από την καθαρεύουσα ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί από όλους («δι’ αὐτὸ πρέπει νὰ μεταχειριζώμεθα κρᾶμά τι ἐξ ἀμφοτέρων»).
Όπως είναι φυσικό δέχτηκε τα βέλη του Γ. Χατζιδάκι ο οποίος έγραψε ότι πρέπει να πάσχει από κάποιου εγκεφαλικού νοσήματος για να υποστηρίζει ότι πρέπει να δημιουργήσουμε ένα κράμα, αφού πρώτα το χωρίσουμε για να το ξαναφτιάξουμε.
Χαρακτηριστικό είναι ότι όσο ο Βερναρδάκης τόσο και ο Εμμ. Ρόιδης άν και ήταν υπέρμαχοι της δημοτικής επέλεγαν να γράφουν σε αυστηρά καθαρεύουσα, σχεδόν υπερκαθαρεύουσα λόγω των κενών τής έως τότε άπλαστης δημοτικής. Βέβαια ο Βερναρδάκης παραδέχθηκε ότι «ὁ ἀγὼν δὲν ἦτο περὶ ἀρχῶν καὶ ἰδεῶν ἀλλὰ ὑπὲρ προσώπων καὶ κατὰ προσώπων». Το γενονός αυτό φαίνεται από πολλές πηγές, χαρακτηριστικώς ο Γερμανός δημοτικιστής Karl Brugmann αναφέρει ότι το έθνος το τρώει η σκουριασμένη γραπτή γλώσσα, η αρρώστια του έθνους, και δίκην Ιταλικής (η οποία βέβαια αποτελεί διαφορετική περίπτωση κατά τον γλωσσολόγο Γ. Μπαμπινιώτη, τον Γερμανό φιλόλογο Heymann Steinthal κ.α.) πρέπει να πεταχτεί στα σκουπίδια για να ανθίσει το έθνος.
Έτσι εάν δεν βρεθεί το φάρμακο οι τεράστιες ζημιές που έπαθε ο Ελληνικός πολιτισμός από το γλωσσικό ζήτημα θα συνεχιστούν.
Έτσι, συνεχίζει, όπως η Λατινική στον μεσαίωνα κρατούσε πίσω τις φυσικές γλώσσες έτσι ακριβώς και η καθαρεύουσα καταστρέφει το Ελληνικό έθνος (!!). Ο δριμύς αυτός προσωπικός πόλεμος απεικονίζεται ξεκάθαρα μέσω τού Karl Brugmann. Εκεί κατηγορεί τον Χατζιδάκι, τον οποίον αποκαλούσε ακραίο επειδή τόλμησε μεν να αντιπαρατεθεί με τον (δάσκαλό του) Krumbacher και χρησιμοποιούσε δε αυστηρή καθαρεύουσα στον προσωπικό γραπτό του λόγο ενώ διεκήρυσσε υπέρ τής απλή καθαρεύουσας, ό,τι δηλαδή έκανε και ο Ε. Ρόιδης.
Εκεί μάλιστα χρεώνει στον «ξεδιάντροπο» Χατζιδάκι, χωρίς επιρροή καθηγητή όπως αναφέρει, «παιδιάτικες, σιχαμένες καὶ πρόστυχες σοφιστεῖες» και ότι προσπαθεί να αποδείξει τον Krumbacher μισέλληνα. Έφτασε μάλιστα σε σημείο να τον παρουσιάζει ως εθνικό κίνδυνο στους ξένους, καθώς «τέτιος πρόστυχος ἄθρωπος… εἶναι κίντυνος ἐθνικός… καὶ ἀφτοχειροτόνητος». Τούτο προφανώς είναι μια ακραία ερμηνεία καθώς ο ίδιος ο Χατζιδάκις αλλού έγραφε ότι οι περισσότεροι φιλόλογοι δεν είναι άξιοι να λύσουν ούτε τον ιμάντα τών υποδημάτων τού Krumbacher.
Οι υπέρμαχοι της απλής καθαρευούσης, και όχι τα άκρα όπως οι μακαρονιστές (οι οποίοι ανεμίγνυαν αυστηρά καθαρεύουσα με την καθαρή αττική δημιουργούντες «τέρατα») και οι Αττικιστές (οι οποίοι ήθελαν την άμεση επιστροφή στην Χρυσή γλώσσα του Πλάτωνος και του Δημοσθένους μετά από περίοδο προσαρμογής 2-3 γενεών όπως ο Π. Σούτσος) ή οι μαλλιαροί (έχοντες ως πρότυπο γλώσσας αυτή των πλέον αγραμμάτων και αποβολή κάθε άλλης) υπεστήριζαν ότι έχουμε την τύχη να έχουμε δύο ενδύματα, το ένα καθημερινό και το άλλο επίσημο και εορταστικό. Η άποψη των της καθαρευούσης ήταν η απλοποίηση αυτής και ιδίως στις πρώτες τάξεις των σχολείων, αλλά όμως με την διατήρηση και των δύο αυτών διαλέκτων. Άλλοι την βαθμιαία χρήση «λέξεων ἢ τύπων ἀχρήστων ἐν τῷ κοινοτέρῳ προφορικῷ λόγῳ, αἵτινες ὅμως βαθμηδὸν δύνανται ἐκ τοῦ γραπτοῦ νὰ ἐπικρατήσωσι καὶ ἐν τῷ συνήθει προφορικῷ λόγῳ.» (Α. Ν. Σκιᾶς) ενώ υποστηρίζει και αυτός ότι ούτε η καθαρεύουσα ούτε η δημοτική είναι κατάλληλες για κάθε χρήση αλλά πρέπει να εναλλάσσονται.
Ο Γεώργιος Χατζιδάκις, υπέρμαχος της Καθαρεύουσας.
Ο φιλόλογος και γλωσσολόγος Γεώργιος Χατζιδάκις υποστήριζε την χρήση της καθαρεύουσας, πάντα μέσα σε λογικά πλαίσια, τα οποία δεν πρέπει να παραβιάζονται από καμία πλευρά. Ειδικότερα κατηγορούσε διαφόρους διαπρεπείς φιλολόγους -ακραίους τότε νεοαττικιστές- ότι «παρὰ φύσιν» προσπαθούν να αλλάξουν την φυσική συνέχεια της νέας Ελληνικής γλώσσας (κατ’ αυτόν την καθαρεύουσα). Εξαίρεση ήταν ο Κωνσταντίνος Κόντος κατά τον Χατζιδάκι, ο οποίος δίδασκε ότι «πολλῷ κάλλιον εἶναι νὰ στέργῃ τις τὰ κοινολεκτούμενα ἢ σπουδάζων περὶ τὰ χαριέστερα νὰ σολοικίζῃ δεινότατα».
Επίσης κάποιες λέξεις στο έργο του «Γλωσσικαὶ παρατηρήσεις» (πρὸς διόρθωσιν τῆς νέας ἡμῶν γλώσσης) προέρχονταν από μεσαιωνικές-μεταγενέστερες και όχι αρχαίες λέξεις. Πίστευε ακράδαντα ότι μέγα κατόρθωμα ήταν το ότι οι γνωρίζοντες την νέα αυτή γλώσσα με την -σε αρκετό βαθμό- νέα γραμματική και σύνταξη μπορούσαν να εννοούν αρκετά εύκολα και την κλασική Ελληνική του 5ου αι. π.κ.ε. Ειδικότερα αναφέρει ο ίδιος στο βιβλίο του «Σύντομος ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης» (Κεφ. ΙΔ «Περὶ τοῦ νέου ἡμῶν γραπτοῦ λόγου» εκδοθέν το 1915:
«Καὶ ταῦτα δῆλον ὅτι ἡμεῖς δὲν μεταχειριζόμεθα οὔτε τὴν Ἀττικὴν διάλεκτον, ὅπως ἀναλήθως ἐπὶ διαβολῇ ἐλέχθη, …οὔτε καθόλου τὴν ἀρχαίαν ἢ τὴν Κοινὴν τοῦ Εὐαγγελίου ἀμετάβλητον καὶ ἑπομένως ἀπηρχαιωμένην καὶ ἄχρηστον ἡμῖν νῦν (οὐκ ἀληθὲς ἄρα ὅτι «ἡ γραφομένη εἶναι ἐκτὸς ἄλλων ἡ γλῶσσα τοῦ Εὐαγγελίου»). Ἐπίσης εἶναι δῆλον ὅτι ἡμεῖς δὲν ἐπλάσαμεν, δὲν ἠδυνάμεθα νὰ πλάσωμεν κατ’ ἀλήθειαν νέαν γλῶσσαν, ἀλλ’ ἁπλῶς μετερρυθμήσαμεν προσηκόντως καὶ προσηρμόσαμεν κατὰ τὸ δυνατὸν πρὸς τὰς νεωτέρας ἀνάγκας ἡμῶν τὴν γλῶσσαν (δηλαδή την καθαρεύουσα), ἣν ἀπὸ αἰώνων ἠκούομεν… Πάντα ἄρα τὰ λεγόμενα περὶ ἐπιβολῆς εἰς τὸ ἔθνος ἡμῶν γλώσσης νέας ἢ ξένης, ἀρχαίας, ἀγνώστου αὐτῷ εἶναι αὐτὸ τοῦτο ἀναλήθη».
Η πεποίθηση τού Χατζιδάκι ήταν ότι ένα έθνος δύναται κάλλιστα να χρησιμοποιεί μία γλώσσα σε διάφορες μορφές (λ.χ. στη Λογοτεχνία), χωρίς όμως να αποτελέσει επίσημη γραπτή γλώσσα (πρότυπο) για το έθνος. Όπως και ο δάσκαλός του εν Ελλάδι, Κων. Κόντος, ομοίως και αυτός κατηγορήθη ότι άνοιγε συνειδητά τον δρόμο τής επιστροφής στην «χρυσῆ ἀττική» διάλεκτο του Ξενοφώντος και του Ισοκράτους. Σε πολλά πονήματα όμως ο ίδιος διαρρήδην ηρνείτο για πολλούς λόγους ότι αυτό ούτε σκοπός του είναι (προβάλλων μάλιστα ως παραδείγματα την εγκατάλειψη των απαρεμφάτων, των μονολεκτικών μελλόντων, των ρημάτων τής δευτέρας συζυγίας, τής προφοράς κ.τ.τ.) ούτε και πρέπει να γίνει καθώς «ἤδη ἐκηρύχθη ὑπ’ ἐμοῦ ὅτι θὰ ἦτο ἐθνικὴ συμφορὰ, ἄν ποτε ἐπεδιώκετο καὶ ἐπανήρχετο εἰς χρῆσιν παρ’ ἡμῖν ἡ ἀρχαία γλώσσα… ὅτι ἡ γλῶσσα τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ Ξενοφῶντος εἶναι ἀλλοτρία τῶν ἀναγκῶν καὶ δυνάμεων αὐτῶν».
Υπήρξε ο μεγαλύτερος εχθρός τού Ψυχάρη, συνάδελφοι όντες, μεμφόμενος την γλώσσα του ως ψεύτικη και τον ίδιο ως μέγα εθνικό κίνδυνο (έ.α. σ. 34, 41-45), ενώ σκώπτοντας τη γραπτή τους γλώσσα σημείωνε ότι αυτοί (ενν. οι ακραίοι δημοτικιστές), άν και λίγοι, ερίζουν μεταξύ τους για το ποιος γράφει τη σωστή δημοτική και ποιος τη λάθος. Τέλος, όπως και ο Αν. Σκιάς, υποστήριζε ότι έχουμε δυο ενδύματα, το μεν επίσημο και το δε καθημερινό, όπως και οι αρχαίοι Έλληνες καλλιεργούντες ξεχωριστά τη γλώσσα τής ποιήσεως από την του καθημερινού λόγου και πίστευε ότι η δημοτική δεν έπρεπε να ξεριζωθεί αλλά να διατηρηθεί καλλωπισμένη γράφοντας ότι «οὐ μόνον βάρβαρον ἢ διεφθαρμένην οὐδέποτε ὠνόμασα ἐγὼ αὐτήν, ἀλλὰ καὶ τοὐναντίον κατὰ δύναμιν ἐκαλλιέργησα καί, ἂν μὴ σφάλλωμαι, ἔπραξα ὑπὲρ αὐτῆς οὐχ ἥσσονα τῶν νῦν ἐπαινετῶν αὐτῆς».
Ο καθηγητής τού Βυζαντινού πολιτισμού και ακραίος υποστηρικτής τής Δημοτικής Karl Krumbacher.
Οι απόψεις τού Fallmerayer εκείνα τα χρόνια έτυχαν μεγάλης υποδοχής ανά την Ευρώπη και δή ανά την Γερμανία. Ο γνωστός βυζαντινολόγος Krumbacher (όπως και ο Karl Brugmann) κατηγορήθη ότι δεν αποτελούσε εξαίρέση. Σύμφωνα με τούς κατηγόρους του, καθ’ όν τρόπον οι δήθεν επιστημονικές αυτές αποδείξεις τού Fallmerayer (οι οποίες σήμερα θεωρούνται ανθελληνικές και αντιεπιστημονικές) επηρέασαν τα μέγιστα τον Krumbacher ο οποίος βλέποντας ένα λαό κατ’ αυτόν μιγαδοποιημένο να θέλει, διά τής γλώσσας του, να πλησιάσει τον Κλασσικό Ελληνικό πολιτισμό υιοθέτησε μία εξαιρετικά σκληρή γραμμή υπέρ τής ακράτου Δημοτικής τών εκάστοτε «ντοπιολαλιῶνε».
Αυτών ακριβώς τών απόψεων την ανασκευή ανέλαβε ο έγκριτος και διεθνώς αναγνωρισμένος Γλωσσολόγος (μαθητής τού Κων. Κόντου) Γ. Χατζιδάκις, κατηγορώντας τον, μεταξύ άλλων, ως μή επαρκώς κατηρτισμένον στα επί τού θέματος (δηλαδή επί τής γλωσσολογίας και τής ιστορικής συνέχειας τής εξεταζομένης γλώσσας) και τέλος επί μεροληψία, σφάλμασι και αντιφάσεσιν.
Πρώτο μέλημα του Χατζιδάκι ήταν να επισημάνει την διαφορά τής Λατινικής από την κλασσική Ελληνική γλώσσα. Διότι όπως διετείνετο ο Krumbacher κατά το παράδειγμα άλλων εθνών τα οποία αποσκοράκισαν την Λατινική, έπρεπε ομοίως και εμείς να αποβάλλουμε εν συνόλῳ τα στοιχεία τής αρχαίας Ελληνικής (βλ. «καμπίσιος» αντί τού «αγνώστου» αρχαίου «ἀγροτικός» και «ἀπέθαντος» αντί τού «ἀθάνατος». Μεταξύ άλλων εξήγησε γλωσσολογικώς τήν με αργούς ρυθμούς εξέλιξη τής Ελληνικής Κοινής γλώσσας και επεσήμηνε ότι σε κάθε εποχή ακόμη και οι αγράμματοι μπορούσαν με σχετική ευκολία να εννοήσουν αρχαίες μεν εν χρήσει δε λέξεις και συντάξεις ώς τήν τότε περίοδο (βλ. Βυζαντινή αυτοκρατορία).
Από την άλλη μεριά η Λατινική ποτέ δεν έμεινε ζώσα (τουτέστιν ελαφρώς μετηλλαγμένη) είτε λεξιλογικώς είτε καθ’ οιονδήποτε τρόπον σε κάποια άλλη χώρα, συνεπώς οι χρησιμοποιούντες την Λατινική το μόνο το οποίο έκαναν είναι να μιμούνται, αντιγράφουν και επαναφέρουν απολεσθέντες και μηδαμώς εν χρήσει ορφανούς και παρωχημένους τύπους. Και καταλήγει εμφατικώς «Καὶ τοῖς τυφλοῖς ἄρα δῆλον ὅτι σαφέστατα καὶ προσφιλέστερα τοῖς πολλοῖς, τῷ ἔθνει εἶναι τὰ ἐν τῇ γραφομένῃ συντασσόμενα τῶν ἐν τῇ νεοτεύκτῳ ταύτῃ, καὶ ὅτι ἡ ἀποβολὴ τῆς νῦν παρ’ ἡμῖν γραφομένης πρὸς τὴν κατὰ τὸν μέσον αἰῶνα ἐν χρήσει Λατινικὴν εἶναι παντελῶς πλημμελής καὶ καιρὸς νὰ μὴ ἐπιτρέπηται τό λοιπόν».
Μάλιστα ο Krumbacher έφτασε σε σημείο να παραλληλίσει τήν κυριαρχία τής Αττικής διαλέκτου (γενομένης βαθμηδόν Κοινή) έναντι πασών τών άλλων διαλέκτων. Η απάντηση εδώ φυσικά ήταν ότι πάντες οι Έλληνες, παντού οικούντες τής Ελλάδος, εδύναντο να εννοήσουν τις άλλες διαλέκτους, καίπερ με κάποια δυσκολία σε ακραίες περιπτώσεις. Την σύγχρονη όμως εποχή (καθ’ ήν έγραφε ο Χατζιδάκις) η συνεννόηση μεταξύ ενός κατοίκου τής Πόλεως και ενός Κρητός ή Κυπρίου ή Θεσσαλονικέως διά τής ιδιωματικής δημοτικής ήταν εξαιρετικά δύσκολη ώς και αδύνατη.
Την αντίθετη γνώμη είχε ο «ποιητὴς μὲν βεβαίως πλείστου λόγου ἄξιος, ἄπειρος δ’ ὅμως τελέως τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης καὶ τῆς ἱστορίας αὐτῆς» Σολωμός. Αυτό και μόνο το επιχείρημα καθιστούσε την χρήση τής Δημοτικής ως «Κοινή» γλώσσα όλων τών Ελλήνων εκείνη την εποχή αδύνατη. Η εν χρήσει όμως καθαρεύουσα στον Τύπο, στα σχολεία, στην εκκλησία, στα δικαστήρια, στόν στρατό, στο κράτος κ.ο.κ. ήταν ευνόητη στους Έλληνες καθώς «Οὕτω σήμερον ἡ λαλουμένη ἐν ταῖς πόλεσι καὶ ταῖς κωμοπόλεσι γλῶσσα διαφέρει τῆς Κοινῆς τοῦ Πολυβίου ὀλιγώτερον ἢ ἡ Κοινὴ αὕτη τῆς Ὁμηρικῆς».
Μάλιστα ο Χατζιδάκις αλλού φέρνει συγγενικά του πρόσωπα (συγκεκριμένα τα ανίψια του) ως επιχείρημα, τα οποία και τού ζητούσαν να ερμηνεύει ξένες ή καθόλου δημοτικές λέξεις «διὰ τῶν ἀντιστοίχων τῆς γραφομένης». Απεναντίας οι ακραίοι δημοτικιστές έλεγαν ότι γράφουν την φυσική τους γλώσσα αλλά αφού πρώτα σκεπτούν πολλές ώρες τον κάθε τύπο και την κάθε λέξη, ενδεικτικό τής τότε καταστάσεως αφ’ ενός τής δημοτικής και αφ’ ετέρου τών περί τόν Ψυχάρη. Εν τούτοις λοιπόν την καθαρεύουσα μπορούσαν να την χειριστούν άξια και οι μη φιλόλογοι (και συγκεκριμένα φέρει ως παράδειγμα τους δημοσιογράφους).
Άρα ακόμη και εκείνη την εποχή οι απανταχού αγράμματοι άπτονταν της γλώσσας, τής οποίας η εξέλιξη προέρχεται μέσω τής Κοινής από την Αττική διάλεκτο. Συνεπώς η άποψη τού Γερμανού Βυζαντονολόγου ότι η γραπτή γλώσσα (Καθαρεύουσα, η οποία τότε μόλις είχε Κοινή ονομασθεί) είναι ένα κράμα από ζωντανές και πεθαμένες λέξεις είναι καθόλου σφαλερό. Ως παραδείγματα τέτοιων λέξεων αναγράφει ενδεικτικώς τις λέξεις «οἶκος» «οἶνος» «ὕδωρ». Ομοίως και εδώ η απάντηση είναι ότι «…ἐπίσης εἶναι ψευδὲς τὸ λεγόμενον, ὅτι ἡ ἀρχαία Ἑλληνικὴ εἶναι οὕτω νεκρὰ διὰ τοὺς νεωτέρους Ἕλληνας ὅπως καὶ διὰ τοὺς λοιποὺς ἀνθρώπους, διότι ἡμεῖς ἕνεκα τῆς μεγάλης ὁμοιότητος καὶ τῆς ἐν πολλοῖς ταυτότητος τῆς νέας πρὸς τὴν ἀρχαίαν, εὐκολώτερον ἢ πάντες οἱ λοιποὶ μανθάνομεν, αἰσθανόμεθα καὶ νοούμεν αὐτήν, τοῦτο, πιστεύω, θὰ μοὶ ὁμολογήσῃ πᾶς ἐχέφρων».
Προσέτι, στην πραγματεία του ο Krumbacher αναγάγει τον διαχωρισμό γραπτής και λαλουμένης μόλις στον προηγούμενο αιώνα, ενώ αλλού κατηγορήθη ότι υπό μεροληψίας επήνεσε μία μετάφραση της Ιλιάδος υπό τόν Ιάκωβο Πολυλά η οποία όμως δεν είχε ακόμη τυπωθεί! Σύμφωνα με αυτόν η καθαρεύουσα ήταν ο μοναδικός λόγος διά τον οποίον «δὲν ἔχομεν μηχανικούς, ἀρχιτέκτονας, χημικούς» και όχι οι ραγδαίως ρέουσες πολιτικές στα Βαλκάνια εξελίξεις. Αυτός είναι και ο λόγος διά τόν οποίον όχι μόνον θα έπρεπε να διατηρηθούν οι ξένες λέξεις τής, γεμούσης ιδιωμάτων, δημοτικής αλλά και να ληφθούν όσες το δυνατόν περισσότερες ως ανάμνηση «επιμειξιών»!
Λόγου χάριν δεν έπρεπε να πλάττουμε ιατρικούς όρους από την Ελληνική (Οφθαλμίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος κ.ά.) αλλά έπρεπε να τις παραλάμβάνουμε αυτούσιες από άλλες γλώσσες, κάτι το οποίο ο Χατζιδάκις χαρακτήρισε ως παρανοϊκό και ως ανταλλαγή «σίτου ἀντὶ δρυοβαλάνων» (βελανιδιών) και επεσήμηνε ότι η ενσωμάτωση αυτή δεν οφειλόταν στις επιμειξίες αλλά στους χρόνους δουλείας και τυραννικής πιέσεως. Αλλού τού φαίνεται αδιανόητο ο Χιώτης λ.χ. να χρησιμοποιεί μία αλλοδαπή λέξη αντί τής ήδη υπαρχούσης, και εν πλήρει χρήσει, Ελληνικής στην Πελοπόννησο και τούμπαλιν.
Με το πέρας τής επιχειρηματολογίας του αναφέρει ότι «Κατ’ ἀνάγκην ἄρα ἔδει (έπρεπε) ἢ νὰ μὴ δανειζόμεθα τὸ παράπαν (καθόλου) ἢ δανειζόμενοι νὰ διατηρῶμεν ἀπαθῆ τὸν τύπον αὐτῶν χάριν τοῦ εὐδιαγνώστου». Σημαντική από ιστορικής πλευράς είναι και η τυφλή προσήλωση του Krumbacher στον Ψυχάρη και στους περί αυτόν ώστε να αναφέρει ότι όπως υπάρχουν αγάλματα του Κολοκοτρώνη και του Κανάρη ούτω θα έπρεπε να υπήρχαν και αντίστοιχα για τους Ψυχάρη, Ροΐδη, Κονεμένο και Πολυλά! (όμοιος ομοίω κι η κοπριά στα λάχανα)
Ο ακραίος δημοτικιστής Γιάννης Ψυχάρης.
Ο Επιστήμων Μακεδόνας Μανώλης Τριανταφυλίδης
Την δεκαετία τού 1880 εμφανίζεται στο προσκήνιο ο εκ Παρισίων γλωσσολόγος Γιάννης Ψυχάρης. Το έτος 1888 ο Ψυχάρης εκδίδει γαλλιστί ένα βιβλίο γλωσσολογικού περιεχομένου υπό τόν τίτλο «Questions d’histoire et de linguistique», ενώ το ίδιο έτος εκδίδει και το αποκαλούμενο «μανιφέστο» του με τον τίτλο «Τὸ ταξίδι μου». Το ταξίδι δεν είναι κάτι άλλο παρά μιάς ιδιαζούσης μορφής λογοτεχνικό έργο, συνταχθέν για να αποτελέσει παράδειγμα της (δημοτικής) γραφομένης και λαλουμένης γλώσσας όλων, όπως τουλάχιστον την εννοούσε ο Ψυχάρης.
Όμως, όπως αναφέρεται και αλλού, προκαλεί μεγάλη εντύπωση ότι ενώ ο Ψυχάρης γράφει στην μητρική και ανεπιτήδευτη δημοτική ανέφερε ότι «δὲν ἔγραψα μία λέξη, μία συλλαβὴ στὸ βιβλίο μου, χωρὶς νὰ τὸ συλλογιστῶ πρὶν ὧρες…». Ο γλωσσολόγος αυτός υπήρξε μία από τις σημαντικότερες εν όλω προσωπικότητες τής ιστορίας τού γλωσσικού ζητήματος, διότι όχι μόνον ησχολήθη παρέχων στα έργα του φιλολογικές απόψεις και ερμηνείες τών φαινομένων αλλά, κυρίως, επορεύετο βάσει τής νεοσυστάτου τότε γλωσσολογίας.
Επηρεασμένος από τόν δάσκαλό του στην Σορβόνη, Saussure, δίδει όλο το βάρος στην νύν προφορική γλώσσα τών αγραμμάτων τής εποχής και όχι στην γραπτή, δηλαδή στην ιστορική εξέλιξή της. Επηρεασμένος προσέτι τα μέγιστα από την παλαιότερη (ώς το 1880) ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία έμεινε προσκολλημένος στην αντίληψη ότι πρότυπο γλώσσας πρέπει να είναι αυτό τών παντελώς αγραμμάτων και όχι τού μέσου ανθρώπου, στου οποίου το λεξιλόγιο είχαν παγιωθεί, μέσω τής εξελικτικής διαδικασίας και πολλοί τύποι τού λογιοτέρου λόγου.
Λόγω αυτών τών απόψεων ο Ψυχάρης θεωρείται πατέρας τής ακραίας μαχητικής δημοτικής. Μάλιστα ο ίδιος υποστήριζε ότι είναι απαράδεκτο να καθαρίζεται η γλώσσα από τους λογίους διά τών εκάστοτε μικροεπεμβάσεων αλλά ο ίδιος θεωρούσε επιβεβλημένη κάθε ρύθμιση και κανονισμό (ομοίως παρά φύσιν) τής ομιλουμένης, αρχικώς, γλώσσας. Όπως σημειώνει ο Γ. Μπαμπινιώτης, ο Ψυχάρης ήταν τόσο απόλυτος και ακραίος ώστε να θεωρεί τούς πάντες (ήδη καθιερωμένους) τύπους τής επισήμου γλώσσας στην προφορική ως απαράδεκτο συμβιβασμό και προδοσία. Δεν διστάζει να κατηγορήσει ακόμη και δημοτικιστές όπως τον Κ. Παλαμά και τόν Μ. Τριανταφυλλίδη επί προδοσίᾳ και συμβιβασμῷ!.
Ένα παράδειγμα τού ακραίου του ύφους είναι το εξής. «Οἱ ἄλλοι μας ἦχοι μορφωνόντανε ὣς τώρα εἴτε μὲ σφάληγμα -σωστότερα μ’ ἕνα πρωτοστούμπωμα… εἴτε μὲ πέρασμα, δηλαδὴ μὲ μόρφωση στενάδας στὸ γλωσσόσπιτο κάπου… ἐνῶ οἱ προηγούμενοι γίνουνται μ’ ἕνα κίνημα καὶ σώνει, αὐτὸς θέλει τὸ λιγώτερο δύο κινήματα.». Το μεγάλο, και προκλητικό για τό κοινό αίσθημα, σφάλμα τού Ψυχάρη ήταν βεβαίως η ανιστόρητη θέαση τής γλώσσας ως μη διαμορφωθείσης προϊόντος τού χρόνου και μη επηρεασθείσης από την γραπτή παράδοση ή καθόλου ειπείν από την γλώσσα τών πιο μορφωμένων.
Ο μεγαλύτερός του κριτής ήταν ο Γεώργιος Χατζιδάκις, ο οποίος τον αποκαλούσε με κάθε τρόπο επικίνδυνο και τον έβλεπε ως καταστροφέα εξ αλλοδαπής, χωρίς να έχει εικόνα για την εν Ελλάδι κατάσταση. Παρά όμως τον λίαν επιθετικό του χαρακτήρα προς όλους τούς διαφωνούντες, η συνεισφορά του ήταν σημαντικότατη για την λήξη τού γλωσσικού ζητήματος, καθώς παρέδωσε ένα πρότυπο γλώσσας, στο οποίο οι μετέπειτα γλωσσολόγοι (Μ. Τριανταφυλλίδης) προσέθεσαν και καθιερωμένους τύπους τής λογίας γραπτής γλώσσας, ενώ συγχρόνως απέφυγαν τα ακραία του γλωσσικά στοιχεία. Αυτή είναι και η μετάβαση από τον Παλαιοδημοτικισμό τού ακραίου Ψυχάρη στον Νεοδημοτικισμό τού μετριοπαθούς Μ. Τριανταφυλλίδη, ο οποίος και αμφισβητούσε έντονα τον Ψυχάρη. Ο Τριανταφυλλίδης υπήρξε ηγετική μορφή για την καθιέρωση τής δημοτικής στα σχολεία το 1917. Εκείνη την εποχή λειτούργησε ως αρχηγός τού νεοδημοτικισμού, χωρίς να συνδέει όμως την πολιτική με την γλώσσα, καθώς δεν ήταν αριστερός αλλά φιλελεύθερος επιστήμονας και μόνον. Το 1941 εξέδωσε την «Κρατικὴ γραμματική» (ή «Γραμματικὴ Τριανταφυλλίδη»), στην οποίαν και διά τής γλωσσολογίας προσήρμοσε την δημοτική στην σημερινή, σχεδόν, μορφή της.
Ο μεγάλος φιλόλογος Ιωάννης Σταματάκος, όντας συντηρητικός μάλλον παρά ακραίος υποστηρικτής τής καθαρεύουσας, υπήρξε επί σειρά ετών εμπόδιο στον Τριανταφυλλίδη επί τη έδρᾳ τής γλωσσολογίας λόγω ακριβώς τών επιλογών τού δευτέρου υπέρ τής δημοτικής. Αντιθέτως από τούς άλλους διαξιφισμούς, οι οποίοι οδήγησαν σε χυδαίες προσωπικές επιθέσεις, τών προαναφερθέντων προσώπων ο Σταματάκος σε μία εισηγητική έκθεση, για την υποψηφιότητα του κ. Τριανταφυλλίδη τόν επήνεσε χαρακτηρίζοντάς τον διαπρεπή γλωσσολόγο, ιδιοφυή περί την γλωσσική επιστήμη και σημείωσε ότι δεν στερείται καλές, στο εξωτερικό, σπουδές ενώ υπήρξε και συγγραφέας πολλών και ποιοτικών πονημάτων.
Η κύρια επιχειρηματολογία τού Σταματάκου ήταν ότι «ἠδίκησεν αὐτὸς ἑαυτόν» καθώς αντί να ακολουθήσει την λεωφόρο τής αντικειμενικής και επιστημονικής ερεύνης προτίμησε, μετά φανατισμού, «νὰ βαδίζῃ τὴν ἀτραπὸν αὐτὴν μέχρι τοῦ κρημνοῦ». Την άποψή του αυτή την αποδίδει ο Σταματάκος σε νεανική παραπλάνηση όπως χαρακτηριστικά ανέφερε και τον έψεγε διότι δι’ αυτών του τών απόψεων (την αυτοκτονία κατά τον Σταματάκο) ζητεί και επιβράβευση, προφανώς διά τής έδρας.
Την δημοτική ο Σταματάκος την ονόμαζε «ἀξίαν δι’ ὡρισμένους τομεῖς τῆς πνευματικῆς δράσεως καὶ δημιουργίας», ενώ προσέθετε ότι την ανέχεται και δεν οκνεί να χρησιμοποιεί στοιχεία της στις διάφορες αποδόσεις αρχαίων κειμένων, τονίζοντας την όλη θεωρία τού Δημοτικισμού ως σεβαστή και αξιοπρόσεκτη. Δυστυχώς, όπως αναφέρεται και κατωτέρω, εκείνα να χρόνια η δημοτική χρησιμοποιήθηκε από κομμουνιστικές πολιτικές παρατάξεις (όπως το Ε.Α.Μ. που αποτελείτο κατά κανόνα, από αμόρφωτους) και η χρήση της συνδέθηκε με πολιτικές (και όχι καθαρά εθνικές) ιδεολογίες. Γι’ αυτόν τον λόγο «ὁ Δημοτικισμὸς ἔγινε συνωμότης, ἐπαναστάτης και ἐτέθη ἐκτὸς Νόμου διὰ τὴν συνείδησιν τῶν Ἑλλήνων» σύμφωνα με την έκθεσή του.
Η έκθεση αυτή συνεχίζει με την πεποίθηση ότι ο Τριανταφυλλίδης έπρεπε να προφυλάσσει ως κόρη οφθαλμού τήν παράδοση και να σέβεται «ὡς στοργικὴν μητέρα ἢ Πρεσβυτέραν ἀδελφὴν τὴν καθαρεύουσαν», υπό της οποίας ο Δημοτικισμός θα εφροντίζετο ως «χαϊδεμένο παιδί». Αντιθέτως εμφανίζεται ως μητροκτόνος, παιδοκτόνος κ.τ.τ. Τέλος σύμφωνα με αυτόν ο αγράμματος άνθρωπος του λαού στέλνει τα παιδίά του στο σχολείο για να γίνουν καλύτερα από αυτόν, κυρίως διά τής γλώσσας, ενώ ο Δημοτικισμός τον επιστρέφει από το σχολείο χειρότερο απ’ ό,τι πρίν, έχοντας ως σκοπό να «κρημνήσει» τη γλώσσα τής παραδόσεως και ό,τι συνδέεται με το παρελθόν.
Επίθεση εξαπολύει και μέσω τής Ἱστορικής γραμματικής του, όπου γράφει κατά τής μάζας τών «ἐπιπολαίως χαρακτηριζομένων ἀγραμμάτων οι οποίοι θέλουν να κρημνίσουν την γραμματική τής αρχαίας Ελληνικής και της καθαρεύουσας». Συνεχίζοντας γράφει ότι αυτή η απέχθεια οφείλεται στην άγνοια λόγω τού όσο βαθύτερα κατανοεί κάποιος κάτι τόσο περισσότερο το αγαπά και ό,τι δεν καταλαβαίνει το αποστρέφεται, απευθυνόμενος εξίσου και στους μη επαρκώς κατηρτισμένους φιλολόγους τής εποχής του.
Σε γενικές γραμμές η άποψή του ήταν ότι οι μορφωμένοι τού έθνους έπρεπε να δείξουν τον δρόμο διά τού οποίου άνθρωποι όλων τών κοινωνικών τάξεων θα είχαν βαθεία γνώσση τής Ελληνικής γλώσσας, και κατά συνέπεια της κλασσικής παιδείας. Αυτό όπως προαναφέρθηκε δεν σημαίνει ότι η δημοτική θα ξεριζωνόταν, αλλά θα είχε λόγο μόνο στην ποίηση, στα τραγούδια και γενικά δευτερεύοντα ρόλο στα πράγματα.
Αυτό που άναψε πάλι το γλωσσικό ζήτημα ήταν η εφημερίδα «Ἀκρόπολις», με εκδότη τον Βλάση Γαβριηλίδη, υποστηρίζοντας την γλωσσική μεταρρύθμιση του πιό ακραίου μέχρι τότε Ψυχάρη. Υποστηρικτές τους οι Εμμανουήλ Ροΐδης, Ιάκωβος Πολυλάς, κ.ά. χτυπούν τον αττικισμό και υπερασπίζονται με πάθος την δημοτική ως όργανο της ελληνικής λογοτεχνίας. Έτσι, στο τέλος του 19ου αιώνα και στην αρχή του 20ου, το γλωσσικό ζήτημα διαμορφώνεται ως προς την πολιτιστική του διάσταση και παίρνει εκτός από κοινωνικές διαστάσεις και πολιτικές και οδηγεί σε αιματηρές συγκρούσεις.
Η δημοσίευση μετάφρασης της Αγίας Γραφής (1901) σε ακραία δημοτική στην εφημερίδα Ακρόπολη από τον Αλέξανδρο Πάλλη, επιφέρει βίαιες διαμαρτυρίες από καθηγητές και φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών με αιματηρά αποτελέσματα (γνωστά σαν “Ευαγγελικά”). Όπως όμως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Γ. Χατζιδάκις, τα Ευαγγελικά δεν προκλήθησαν από τούς καθηγητές αλλά από τούς φοιτητές, μάλιστα δηλώνει ότι αυτή η εξέγερση ήταν «οὐδὲν ἄλλο καὶ οὐδὲν ἧσσον ἢ θεία ἔμπνευσις… εἰς τὰς κεφαλὰς τῶν φοιτητῶν…»
Το επιχείρημά του ήταν ότι εάν επρόκειτο για οργανωμένο σχέδιο των καθηγητών τότε ανάλογα περιστατικά θα είχαν σημειωθεί λίγα χρόνια πριν με την περίφημη μετάφραση της τού Ομήρου Ιλιάδος στην δημοτική και άλλες μεταφράσεις, αλλά δεν συνέβη τίποτε παρόμοιο. Μάλιστα επιχείρημα μπορεί να είναι και η αξιοσημείωτη παρουσία τού Γληνού και τού Τριανταφυλλίδη υπέρ τών οπαδών τού Γεωργίου Μιστριώτου. Επίσης, η παράσταση της Ορέστειας του Αισχύλου στη δημοτική, από το Εθνικό θέατρο (1903), γίνεται η αιτία νέων αιματηρών συγκρούσεων μεταξύ δημοτικιστών και καθαρευουσιάνων (τα “Ορεστειακά”).
Οι πολέμιοι των δημοτικιστών τούς αποκαλούν χλευαστικά “μαλλιαρούς” και τους κατηγορούν ως προδότες και ότι ενεργούν κατόπιν σλαβικού σχεδίου, που αποσκοπεί να προκαλέσει διχόνοιες στον Ελληνισμό, θρησκευτικές έριδες, που θα βοηθήσουν τον προσεταιρισμό των Ελλήνων της Μακεδονίας από την βουλγαρική Εξαρχία. (σήμερα 2019 αυτό επετεύχθει) Ο γλωσσικός και πολιτικός φανατισμός συσκοτίζει την πραγματικότητα, που ως ζητούμενο όλων είναι η απελευθέρωση της Μακεδονίας, καθώς ανέκαθεν ο δημοτικισμός ταύτιζε το έθνος με την γλώσσα. Την ίδια εποχή, σημαντικό γεγονός ήταν η έκδοση της λογοτεχνικής-πολιτικής εφημερίδας ‘Ο Νουμάς’ από τον Δημήτριο Ταγκόπουλο, που αποτέλεσε άτυπο εκφραστικό όργανο του Ψυχάρη και των δημοτικιστών, έστω κι αν αργότερα Ταγκόπουλος και Ψυχάρης ήρθαν σε σύγκρουση για πολιτικούς λόγους.
Σημαντικός σταθμός αυτής της προσπάθειας ήταν η ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου το 1910, όπου συμμετείχαν ο Δημήτρης Γληνός, ο Αλέξανδρος Δελμούζος, ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης και άλλοι, που λειτουργούσε ως όργανο φιλελευθέρου Δημοτικισμού καθαρά αποστασιοποιημένος από τις γλωσσικές απόψεις του Ψυχάρη καθώς ακολουθούσε μια μορφή πιο φιλική προς την καθαρεύουσα με σημαντικές επιδράσεις από αυτήν, και η ίδρυση του πειραματικού Ανώτερου Παρθεναγωγείου Βόλου συνιστούν προσπάθειες για περαιτέρω ανάπτυξη της δημοτικής, όπως και της ενίσχυσης φυσιογνωστικών μαθημάτων, τεχνικών, πρακτικών κ.ά., που όμως προκαλούν αντιδράσεις.
Ο Δελμούζος, ιδρυτής και διευθυντής του παρθεναγωγείου, κατηγορείται για διαφθορά ηθών και διδασκαλία του κομμουνισμού και της αθεΐας, αλλά τελικά αθωώνεται. Το έθνος χωρίζεται στα δύο και το θέμα της γλώσσας αποκτά μείζονα σημασία, που υπερέχει ακόμη και της ίδιας της ιδέας της ελευθερίας του έθνους. Τα «Μαρασλειακά», η δυσάρεστη δηλαδή έκβαση και η τελική ακύρωση των προσπαθειών για την λειτουργία του Μαράσλειου Διδασκαλείου (1923) και της Παιδαγωγικής Ακαδημίας (1924), ήταν το δεύτερο κρούσμα που ενέτεινε το αρνητικό κλίμα που είχε δημιουργηθεί από τις απόπειρες στην εκπαίδευση. Αφορμή για την νέα εκπαιδευτική διαμάχη ήταν η απόφαση του Αλέξανδρου Δελμούζου να διορίσει ως διδάσκουσα Ιστορίας την αριστερή Ρόζα Ιμβριώτη, που μόλις είχε ολοκληρώσει τις σπουδές της στο Βερολίνο και στο Παρίσι και είχε επιστρέψει στην Ελλάδα προς αναζήτηση εργασίας.
Η ιστορική μέδοθος και οπτική Ιβριώτη ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, με επικριτές της να της καταλογίζουν ότι δίδασκε την ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 χωρίς να υπογραμμίζει την εποποιία του έθνους και να αναδεικνύει την αρραγή ενότητα της εθνικής κοινότητας. Όπως υποστήριζαν η Ιμβριώτη συζητούσε την Επανάσταση του 1821 στο πλαίσιο της ανάπτυξης των εθνικών ιδεολογιών κατά τον 19ο αιώνα ενώ παράλληλα εστίαζε στην κοινωνική δυναμική της επαναστατικής διαδικασίας και εντόπιζε τις απαρχές της συγκρότησης της εθνικής ιδεολογίας στην άνοδο ελληνόφωνων αστικών στρωμάτων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Οι διαστάσεις που πήρε το θέμα στις συζητήσεις της εκπαιδευτικής κοινότητας της εποχής αλλά και στον Τύπο, οδήγησαν στην παρέμβαση της Δικαιοσύνης. Χαρακτηριστικό είναι το σχετικό δημοσίευμα της τότε Εστίας : «Την επίθεσή της η «Εστία» την άρχισε μ ένα κύριο άρθρο. Κοινωνικό σκάνδαλο! Μέσα σε δυο ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα (Παιδαγωγική Ακαδημία και Μαράσλειο) γίνεται αντεθνική εργασία! Εκεί «υπονομεύονται» τα τιμιότατα της φυλής! Εκεί ονομάζονται σάπια τα ιδανικά της πατρίδας, κουρελόπανο η σημαία μας! Εκεί βρίζεται η… Παναγία!». Τελικά η Δικαιοσύνη εξετάζοντας τις καταγγελίες περί «αντεθνικής διδασκαλίας» και σύνδεσης της με «κομουνιστικό δάκτυλο», καταδίκασε την απόφαση Δελμούζου με το αιτιολογικό ότι η Ιμβριώτη ήταν γυναίκα.!!!
«Εάν καθηγήτριαι είναι ικαναί να διδάσκουν Ιστορίαν και δη εις Διδασκαλεία, δεν έχομεν ανάγκην άλλων μακρών αποδείξεων. Μας αρκεί το γεγονός ότι εν Ιταλία απηγορεύθη κατά το τέλος του 1926 να διδάσκουν γυναίκες εις πάντα τα δημόσια σχολεία μέσης εκπαιδεύσεως Φιλοσοφίαν, Ιστορίαν και Λογοτεχνίαν… Μόνον το ανδρικόν πνεύμα είναι ικανόν να δονήση και να συγκινήση την ψυχήν των μαθητών και να κάμη αυτούς να αισθανθούν και να κατανοήσουν τους μεγάλους του κόσμου σοφούς, τα σπουδαία σύγχρονα θρησκευτικά, πολιτικά, κοινωνικά γεγονότα ή ρεύματα, ώστε ν” αποβώσιν οι αγαθοί κυβερνήται της αύριον, οι οποίοι θα δημιουργήσουν τα εθνικά μεγαλουργήματα. Ο κ. Δελμούζος αντιθέτως εκάλεσε γυναίκα διά να διδάξη την Ιστορίαν εις το Μαράσλειον», ήταν το πόρισμα που οδήγησε την δεύτερη απόπειρα εκπαιδευτικής “μεταρρύθμισης” του Δελμούζου στο κενό.
Ο Δελμούζος ασπάζεται πιο συντηρητικές θέσεις, ο Γληνός μετά τα Μαρασλειακά περνά στις γραμμές του Κομμουνιστικού Κόμματος (μέχρι και το 1929 κατά περιόδους δέχεται σκληρή κριτική για τις απόψεις του από τον «Ριζοσπάστη»), η Ιμβριώτη ανήκει μεν στην αριστερή πτέρυγα του Ε.Ο. πολύ αργότερα εντάσσεται στις γραμμές του ΚΚΕ. Στον Γληνό αποδίδει και αντιφεμινιστικές απόψεις που δεν έχει και, το σημαντικότερο, τον συμπεριλαμβάνει σε όσους πρότειναν να γίνει εξιλαστήριο θύμα η Ιμβριώτη για να κλείσει η υπόθεση.
Οι συνεχείς εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις αυτής της περιόδου, που όλες είτε δεν ψηφίστηκαν είτε έμειναν στα χαρτιά, αποσκοπούν στην προσαρμογή του εκπαιδευτικού συστήματος στις κοινωνικές–οικονομικές ανάγκες της χώρας, με αποτέλεσμα σε διάστημα συνολικά 50 ετών, από την αρχή δηλαδή του 20ου αιώνα, να υπάρξουν λίγο-πολύ 9 αλληλοδιαδοχές επίσημης εθνικής γλώσσας, πότε της καθαρεύουσας (αστοί) και πότε της δημοτικής (κομμουνιστές).
Ειδικότερα το 1911, μετά από τέσσερις ημέρες συνεδρίασης στη βουλή η κυβέρνηση του Ἐ. Βενιζέλου υποστήριξε την απλή καθαρεύουσα καθώς έλεγε ότι η γραπτή γλώσσα έπρεπε να ταυτίζεται με την προφορική και μέσω του συντάγματος έδωσε τις βασικές γραμμές εντός των οποίων πρέπει να κινείται η γλώσσα ορίζοντάς την να είναι ίδια με αυτήν του Συντάγματος «Ἐπίσημος γλῶσσα τοῦ Κράτους εἶναι ἐκείνη εἰς τὴν ὁποίαν συντάσσεται τὸ πολίτευμα καὶ εἰς τῆς Ἑλληνικῆς νομοθεσίας τα κείμενα· πᾶσα πρὸς παραφθορὰν ταύτης ἔμβασις ἀπαγορεύεται». Ο χρήστης της δημοτικής θεωρείται ότι υποτιμά τις αξίες της παράδοσης, της θρησκείας, του έθνους και πολεμά την καθιερωμένη κοινωνική τάξη πραγμάτων. Σήμερα αυτό είναι πλέον ολοφάνερο.
Η γλώσσα γίνεται όπλο για την άσκηση βίας και εξουσίας
Κατά την δικτατορία, οι καθαρευουσιανισμοί στόχευαν στην κοινωνική διάκριση και επομένως στη μετάδοση του μηνύματος ότι είναι ανώτεροι και πολιτικά. Η ασάφεια, κυρίως, που χαρακτήριζε το λόγο των πολιτικών τους, νομιμοποιούσε την κατοχή του βήματος και του λόγου. Στην αντίθετη πλευρά, πάλι, οι δημοτικιστές, όπως γράφει ο Χρηστίδης στη μετάφραση του Αστικού Κώδικα και τονίζει η Άννα Φραγκουδάκη, έφτανε να γράψουν της αποβλάκωσης αντί της αποβλακώσεως για να χαρακτηριστούν αμφίβολης εθνικοφροσύνης, πράκτορες του κομμουνισμού ή και να χάσουν κάθε ελπίδα σταδιοδρομίας σε επίσημους επιστημονικούς κύκλους.
Μετά την αποτυχία να ψηφιστούν τα Νομοσχέδια Τσιριμώκου το 1913, η πρώτη επιτυχής επίσημη κίνηση για την καθιέρωση της δημοτικής στην εκπαίδευση έγινε το 1917, με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της προσωρινής κυβέρνησης του Βενιζέλου, που όριζε την δημοτική σαν την γλώσσα που θα χρησιμοποιούνταν πλέον στις πρώτες τάξεις των σχολείων. Με την πτώση όμως των Φιλελεύθερων το 1920 ο νόμος ακυρώθηκε και η καινούργια κυβέρνηση διέταξε τα αναγνωστικά του Δημοτικού που ήταν γραμμένα στην δημοτική “Τα Ψηλά Βουνά”, “νὰ καῶσιν ὡς ἔργα ψεύδους”. Οι δε εμπνευστές της μεταρρύθμισης απολύθηκαν από τις θέσεις τους και κατέληξαν στην εξορία. Η αντίληψη περί απειλής κατά της εθνικής κυριαρχίας από την χρήση της δημοτικής κορυφώνεται με την πειθαρχική δίωξη του καθ. Ιωάννη Κακριδή κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής, επειδή τόλμησε να δημοσιεύσει στην δημοτική και σε μονοτονικό σύστημα την πανεπιστημιακή του παράδοση.
Ένα από τα μεγάλα προβλήματα, ώς το σημείο τού απλά γελοίου, είναι η πολιτικοποίηση τής Καθαρεύουσας και τής δημοτικής (στίς απλές τους μορφές). Ούτω το 1917 στα σχολεία εδιδάσκετο η δημοτική, το 1921 η καθαρεύουσα, το 1923 η δημοτική, το 1926 η καθαρεύουσα, το 1927 η δημοτική μαζί με την καθαρεύουσα (λόγω τής οικουμενικής κυβερνήσεως!) το 1931 η δημοτική, το 1933 η καθαρεύουσα, και το 1939 η Καθαρεύουσα μαζί με την Δημοτική (με την καθαρεύουσα να χρησιμοποιείται μετά την Γερμανική κατοχή)! Το μόνο αξιοσημείωτο εδώ είναι ότι ο Ι. Μεταξάς προέκρινε την Δημοτική κι όχι την Καθαρεύουσα.
Η κατάσταση παρέμεινε ουσιαστικά η ίδια περίπου μέχρι τη δεκαετία του ’70, με σημαντικότερη ίσως εξέλιξη τη σύνταξη -από τον Μανώλη Τριανταφυλλίδη- και έκδοση το 1941 της Νεοελληνικής Γραμματικής (της δημοτικής). Το 1964 η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, με τον Ευάγγελο Παπανούτσο Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας, έδωσε την ελευθερία στους εκπαιδευτικούς να χρησιμοποιούν όποια από τις δυο γλώσσες ήθελαν, ενώ γινόταν η διδασκαλία και των δύο.
Η «Νεοελληνική», όπως ονομάζεται τελικά, που επισημοποιείται από την κυβέρνηση Καραμανλή, είναι πολύ διαφορετική από την ακραία δημοτική του Ψυχάρη, καθώς δεν περιέχει ιδιωματισμούς και ακρότητες, αλλά συγχωνεύει στοιχεία της καθαρεύουσας. Η νομιμοποίηση δε του μιαρού ΚΚΕ φαινομενικά αφαιρεί την πολιτική διάσταση του γλωσσικού ζητήματος και παύει η κυρίαρχη σύνδεση της χρήσης της δημοτικής με τον κομμουνισμό, την αναρχία και το χάος, αφού οι οπαδοί του ως αμόρφωτοι κι αγράμματοι αδυνατούν να αντιληφθούν, πόσο μάλλον να κατανοήσουν την καθαρεύουσα, άλλωστε ο πρόστυχος διεθνισμός τους δεν τους επιτρέπει να έχουν εθνική γλώσσα ή ταυτότητα. Κυριολεκτικά εχθροί των Ελλήνων, αν είχε επικρατήσει η καθαρεύουσα δεν θα ειχαμε φτάσει να κυβερνά θίασος όναγρων κουρελούδων και να διαθέσουν μετά χαράς Ελληνικά χώματα, την Μακεδονία, σε μια μπάσταρδη φυλή αλλοεθνών Σλάβων.
Σκέψου, οι ίδιοι οι Σκοπιανοί λένε ότι είναι Σλάβοι και η γλώσσα τους σλαβική, μία διάλεκτος της Βουλγαρικής, που είναι και αμοιβαία κατανοητή στους εκεί λαούς, αλλά Ελληνική Δημοκρατική κυβέρνηση την εποχή της τεχνολογίας, τους έδωσε την Μακεδονική – Ελληνική υπόσταση!! από το πουθενά, με αποτέλεσμα να υπάρχει μακεδονική γλώσσα σε έναν σλαβικό-βουλγαρικό λαό, και που πριν μερικά χρόνια αυτό θα ήταν φαντασία διεστραμμένου νου. Ήδη στα 1908 o Βάτροσλαβ Γιάγκιτς (Vatroslav Jagić), καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης (1886-1908), μιλώντας για τις πρώτες δοκιμές να καλλιεργηθεί ως γραπτή γλώσσα το σλαβικό-βουλγαρικό ιδίωμα της περιοχής αυτής, είχε χαρακτηρίσει την προσπάθεια ως «περιττή σπατάλη πνευματικών δυνάμεων» Ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης έχει χαρακτηρίσει την σλαβομακεδονική ως ψευδώνυμη γλώσσα.
Η αρχαία μακεδονική γλώσσα ήταν διάλεκτος των Αρχαίων Ελληνικών. Τις τελευταίες δεκαετίες οι γνωστοί βδελυροί κύκλοι για πολιτικούς λόγους λένε ότι πρόκειται για ξεχωριστή ελληνική γλώσσα αλλά σε κάθε περίπτωση είναι στενά συγγενική των Αρχαίων Ελληνικών. Ήταν η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Μακεδόνες, μέχρι τα τέλη της 1ης χιλιετίας π.κ.ε. όταν άρχισε να υποχωρεί η χρήση της και αντικαταστάθηκε από την αττική διάλεκτο, η οποία αποτέλεσε την βάση για την μετέπειτα ελληνιστική κοινή.
Ο όγκος των σωζόμενων δημοσίων και ιδιωτικών επιγραφών που έχουν ανακαλυφθεί, δείχνει πως δεν υπήρχε κάποια άλλη γραπτή γλώσσα στην αρχαία Μακεδονία εκτός από τα Ελληνικά και πως οι πρόσφατες επιγραφικές ανακαλύψεις, όπως ο κατάδεσμος της Πέλλας, κείμενο που ανακαλύφθηκε στην Πέλλα το 1986 και χρονολογείται στον 4ο αιώνα π.κ.ε. γραμμένο σε ιδιότυπη δωρική διάλεκτο, δείχνουν πως τα αρχαία Μακεδονικά ήταν μια από τις βόρειοδυτικές αρχαίες ελληνικές διαλέκτους. Σύγχρονος υπέρμαχος αυτής της άποψης είναι ο καθηγητής Ολίβιε Μέισον (Olivier Masson), ο οποίος στο άρθρο του για την αρχαία μακεδονική γλώσσα, στην 3η έκδοση του Κλασικού Λεξικού της Οξφόρδης (1996), προτείνει ότι η Μακεδονική σχετιζόταν με βορειοδυτικές ελληνικές διαλέκτους:
«Κατά την άποψή μας ο ελληνικός χαρακτήρας των περισσότερων ονομάτων είναι προφανής και είναι δύσκολο να σκεφθούμε οποιαδήποτε ελληνοποίηση οφειλόμενη σε πλήρη δανεισμό […] Η μειοψηφία των ονομάτων που δεν φαίνονται ελληνικά […] ίσως οφείλεται σε επιδράσεις υποστρωμάτων ή επιστρωμάτων (όπως συμβαίνει παντού στην Ελλάδα). Η Μακεδονική λοιπόν μπορεί να ιδωθεί ως ελληνική διάλεκτος, χαρακτηριζόμενη από την περιφερειακή της θέση και τις τοπικές της προφορές. Όμως, αντίθετα με πρότερες απόψεις που την προσδιόριζαν ως αιολική διάλεκτο […] θα πρέπει να σκεφθούμε πλέον τη σχέση της με τη Βορειοδυτική Ελληνική […] Χρειάζεται να αναμένουμε νέες ανακαλύψεις, αλλά ίσως μπορούμε διστακτικά να συμπεράνουμε ότι η Μακεδονική είναι Βορειοδυτική Ελληνική.»
Η νέα τάξη πραγμάτων των κομμουνιστών – διεθνιστών πέτυχε να δώσει αξία και ύπαρξη στο τίποτα. Κατάφερε μια γλώσσα που ήδη υπάρχει (Βουλγαρικά) να έχει διπλή ονομασία (Βουλγαρικά, Μακεδονικά). Κατάφερε να κάνει πλύση εγκεφάλου σε μια εθνότητα (Σλάβοι) και να δηλώνει ότι είναι κάτι άλλο (Ελληνες-Μακεδόνες). Και όλα αυτά επειδή οι σύγχρονοι Έλληνες μετρηθήκαμε και παρουσιαστήκαμε λίγοι, έναντι της Ιστορίας μας.
Ο,τι κατακτήθηκε με πόλεμο και αίμα σήμερα χαρίζεται.
Ετσι κατόπιν εντολών και πιέσεων, η καθαρεύουσα δεν είναι πλέον αποτελεσματική ή χρήσιμη ως γλώσσα σε καμιά εξουσία, ειδικά δε στην διεθνιστική πολυπολιτισμική εξουσία της Νέας Τάξεως Πραγμάτων. Η κατάχρηση των θείων ιδιοτήτων της καθαρεύουσας από την στρατιωτική δικτατορία του 1967 αποτελεί το κύκνειο άσμα της, όταν επιβάλλεται στην Ελλάδα η “Δημοκρατία”.
Το Γλωσσικό Ζήτημα έλαβε φαινομενικά τέλος την δεκαετία του ’70, μετά από σχεδόν ενάμιση αιώνα διαμάχης. Το 1974 η κυβέρνηση Καραμανλή παρέλειψε την γλωσσική διάταξη στο Σύνταγμα της μεταπολίτευσης. Το 1976 ο υπουργός Παιδείας Γεώργιος Ράλλης εισηγείται, και η κυβέρνηση Καραμανλή αποφασίζει την χρήση της δημοτικής σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, σε όλες τις λειτουργίες και τα έγγραφα του κράτους. Το γλωσσικό ζήτημα λύνεται τυπικά με την καθιέρωση της δημοτικής στην εκπαίδευση και στη διοίκηση και παύει πλέον να υπάρχει το φαινόμενο της διγλωσσίας που διήρκεσε 20 περίπου αιώνες και ταλαιπώρησε την ελληνική παιδεία και κοινωνία για 143 χρόνια.
Έτσι ξεκίνησε η κατρακύλα του Έλληνα, τι έτσι τυχαία θαρρείς τον φύτεψαν στην Ελλάδα τον κομμουνίσταρο της ΕΡΕ (Εθνική Ριζοσπαστική Ενωση – Ριζοσπάστης) από τας Γαλλίας που έπαιζε «τον επαναστάτη» (sic) μαζί με τα γνωστά πορνίδια που δίδαξαν παιδεία και ήθος από τις καρέκλες των υπουργείων … Μην αναρωτιέσαι γιατί η Ελλάδα εξαφανίστηκε ήδη, είναι ολοφάνερο και μπροστά στα μάτια σου, αν θέλεις να το δεις. Ο Κομμουνιστικός καρκίνος (όλων των δημοκρατικών αποχρώσεων) φτιάχτηκε από την γνωστή μιαρή φυλή ειδικά, για να αποδεκατίσει τους Έλληνες, οι υπόλοιποι λαοί ήταν έξτρα μπόνους … και το πέτυχε, πρώτα με την βδελυρή θρησκεία και κατόπιν με το γλωσσικό ζήτημα. Έτσι λοιπόν σήμερα στα διεθνή φόρα, μπορεί με σκληρή διαπραγμάτευση να μας παίρνουν κάτι, αλλά τα αμόρφωτα σαΐνια δίνουν και κάτι.
Σήμερα τα παιδιά δεν ομιλούν, μουγκανίζουν με εικονιδιάκια όμως οι μαϊμούδες στα διάφορα πειραματικά εργαστήρια. Η Νέα Ελληνική που χρησιμοποιείται σήμερα, αποτελείται από συνένωση στοιχείων της δημοτικής και της καθαρεύουσας. Είναι κοντολογίς, ένα υβρίδιο, μια γλώσσα μουλάτα. Απαιτείται τα νήπια ν’ αρχίσουν να διδάσκονται αρχαία Ελληνικά και σε μια δυο γενιές το πολύ θα αποκτήσουμε ξανά την γλώσσα μας, αυτή που είναι καταγεγραμμένη στα κύτταρα μας. Δεν είναι δυσκολότερα από μία ξένη γλώσσα που σήμερα αποστηθίζουν σχεδόν παπαγαλία. Αλλά από παιδιά και παιδεία που χρησιμοποιεί ως γλώσσα επικοινωνίας τα emoticons δεν βλέπω ελπίδα.
Η σημερινή Πρότυπη Νέα Ελληνική και η διαμόρφωσή της
Σήμερα δεν είναι ορθό να λέγεται ότι στην Πρότυπη Νέα Ελληνική έχει επικρατήσει η Δημοτική. Οι λόγοι είναι πολλοί εκ των οποίων οι δύο κυριότεροι είναι οι εξής. Η ΠΝΕ έχει επηρεασθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, κυρίως λεξιλογικώς, από την καθαρεύουσα με την προσθήκη αγνώστων λέξεων την εποχή του 17ο αιώνα, οι οποίες σήμερα ηχούν φυσιολογικά. Τέτοιες είναι οι λέξεις βρέφος, ευλάβεια, συμβουλεύω, οδύνη κ.ά. Μάλιστα τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία προσπάθεια ακόμη μεγαλυτέρου εμπλουτισμού τού υπάρχοντος αποδεκτού λεξιλογίου με υπερβολικά λόγιες και αρχαίες λέξεις όπως μεμψιμοιρία κ.ά. υπό καθηγητών όπως ο Μπαμπινιώτης. Δεν θα μπορούσε να σταθεί ως σοβαρός καθηγητής αν δεν χρησιμοποιούσε λέξεις της καθαρεύουσας.
Σύμφωνα δε με τον Νόμο 309/1976 αρχίζει να χρησιμοποιείται η «δημοτική, συντεταγμένη άνευ ιδιωματισμών και ακροτήτων». Στηριζομένη δηλαδή στην δημοτική, χωρίς όμως το κύριο χαρακτηριστικό της (δηλαδή τα ιδιώματα), στην Καθαρευουσα, χωρίς όμως την γραμματική της, παρέχουσα τεράστιο λεξιλόγιο στην δημοτική. Τέλος εν μέρει χρησιμοποιούνται και λίγες, στερεότυπες πλέον, φράσεις τού αρχαΐζοντος κινήματος (εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, τῷ ὄντι κτλ).
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι εάν ανατρέξει κάποιος στα λαϊκά ποιήματα (στα οποία κυρίως στηρίζεται κατά βάσιν η δημοτική γλώσσα του μη μορφωμένου λαού παρωχημένων εποχών) γίνεται πρόδηλο ότι δεν υπάρχει σαφές πλαίσιο. Όχι μόνον διότι κάθε περιοχή είχε τα δικά της -σε μεγάλο βαθμό- ιδιώματα. Τέλος οι υπέρμαχοι της δημοτικής κατά τον 20ο αιώνα στηριζόντουσαν στα έργα του Πολίτη, ο οποίος αφού μελέτησε το λαϊκό αυτό ύφος πολλών ποιημάτων και τραγουδιών τυποποίησε την βασική ορθογραφία και το λεξιλόγιό τους.
Φυσικά υπήρξαν πολλές αντιδράσεις καθώς είναι φανερό ότι σε πολλά λαϊκά έργα εν είδει ποιητικής αδείας εχρησιμοποιούντο λέξεις άγνωστοι και συντάξεις. Ένας από τους λόγους ήταν ότι επρόκετο για χειρόγραφα τα οποία είχαν αντιγραφεί πολλές φορές, είτε από λογίους είτε από αγγραμάτους, με αποτέλεσμα να υπάρχουν σημαντικές διαφορές στο ύφος τους («Τραγούδι του Αρμούρη»). Αυτό σημαίνει ότι κάποια από τα τραγούδια αποτελούν προφορικές εξελίξεις τραγουδιών και ποιημάτων γραμμένα στην λόγια γλώσσα. Η στενοτέρα όμως σχέση μεταξύ της Δημοτικής και της Μεταβυζαντινής περιόδου (15ος-18ος αι.) ευρίσκεται στο τραγούδι «Ὁ Χάρος καὶ ὁ τσοπάνης», το οποίο όμως πρωτοδημοσιεύθη το 1860.
Η λαϊκότερη αυτή διάλεκτος εξαπλώθηκε έτι περαιτέρω στα μέσα του ιδίου αιώνος λόγω του διαφωτισμού και έργα με θέμα την ιστορία, τη γεωγραφία, την πολιτική και τις φυσικές επιστήμες εξαπλώθησαν. Το ανυπέρβλητο για την εποχή και την άπλαστη λαϊκή εκείνη γλώσσα εμπόδιο ήταν οι σημαντικώτατες λεξιλογικές ελλείψεις οι οποίες είτε καλύφθησαν εκ μέρους των λογίων απευθείας από την αρχαία είτε εκ μέρους των μη ειδικών με αντιδάνεια τα οποία χρησιμοποιούνταν στις Ευρωπαϊκές γλώσσες. Μάλιστα πολλοί παρομοίαζαν την αποτυχία συντάξεως ενός γράμματος στην δημοτική με την προσπάθεια ενός αετού να πετάξει με κομμένα φτερά νομίζοντας ότι όπως παλιά έτσι και τώρα μπορεί να πετάξει.
Φυσικά αυτό γέννησε ένα ακόμη σημείο πολέμου καθώς λόγιοι όπως ο Νεόφυτος Δούκας πίστευσαν ότι μετά το λεξιλόγιο και την χρήση τους από τις εφημερίδες κατά ορθό τρόπο ανοίγει ο δρόμος για περαιτέρω αλλαγές όπως η κλασσική σύνταξη του ἀπό με γενική αντί αιτιατικής, ο μονολεκτικός μέλλοντας, το απαρέμφατο κ.ά. «Εἰς δὲ τὴν σύνταξιν αὖθις εἰσαχθέντος τοῦ ἀπαρεμφάτου καὶ μέλλοντος, καί τινων μορίων μεταλλαγέντων, ἐν τίσιν ἔσται διαφορά;»
Μερικά χρόνια αργότερα άν και οι Τριανταφυλλίδης και Δελμοῦζος προσπάθησαν να αποδείξουν ότι η δημοτική δεν συνδέεται με τον κομμουνισμό, ούτε θεωρητικά ούτε πρακτικά, οι προσπάθειές τους έπεσαν στο κενό διότι ο Γληνός προσχώρησε στον Μαρξισμό μέσω του ΚΚΕ το 1927 καθώς και αυτό άρχισε να χρησιμοποιεί την δημοτική γλώσσα, κάτι που απέφευγε από το 1918. Μόλις το 1963 ο φιλελεύθερος Γ. Παπανδρέου διακήρυξε δημοσία ότι εφαρμόζει «πολιτικὴ ἴσων δικαιωμάτων» απέναντι στο ακανθώδες αυτό ζήτημα ενώ ακόμη χρησιμοποιούσε την καθαρεύουσα ως επίσημη γραπτή γλώσσα του Ελληνικού κράτους.
Αποτέλεσμα αυτής της νέας πολιτικής ήταν η εισαγωγή, για πρώτη φορά, της γραμματικής του Τριανταφυλλίδη στα σχολεία. Η γραμματική αυτή βέβαια γρήγορα κατεκρίθη καθώς δεν ανέφερε σχεδόν τίποτα περί των αφομοιωθέντων λογίων στοιχείων της δημοτικής εκείνης της περιόδου. Ο πόλεμος φαίνεται πως εν μέρει κρίθηκε το 1974 όπου ο Κ. Καραμανλής άρχισε να χρησιμοποιεί την δημοτική από την πρώτη στιγμή ως επίσημη γλώσσα του κράτους και νομιμοποίησε το ΚΚΕ (και φτάσαμε στα σημερινά χάλια, να χάσουμε την πατρίδα μας, από τον εποικισμό και τον διεθνισμό, σκέψου λοιπόν πόσο “εθνάρχης” ήταν). Φυσικά η καθαρεύουσα σημάδεψε για πάντα την δημοτική όπως φαίνεται κι από το μυθιστόρημα του Κ. Ταχτσή «Το τρίτο στεφάνι» όπου η ομιλία δυο λαϊκών γυναικών εμπλουτίζεται με πολλά λόγια στοιχεία.
Σήμερα, κατά τον Γ. Μπαμπινιώτη, το γλωσσικό ζήτημα εκλαμβάνεται διττώς, και ως ωφέλιμο και ως επιβλαβές. Ήταν Ωφέλιμο καθώς υπήρξαν πολλοί και άξιοι άνθρωποι οι οποίοι ασχολήθηκαν με την γλώσσα και την ανέλυσαν μορφοσυντακτικώς και ιστορικώς, πράγμα το οποίον δεν είχε γίνει για αιώνες. Αντιθέτως ήταν τεραστία σπατάλη πνευματικών δυνάμεων οι οποίες άνθισαν εκείνη την εποχή, διότι αντί τού να ασχοληθούν με τις καθ’ εαυτών επιστήμες ανάλωσαν κυριολεκτικώς το μεγαλύτερο μέρος τών πονημάτων τους είτε σε άσκοπες επικρίσεις (Κοδρικά), είτε σε ανούσια πονήματα (Ροΐδη «Εἰδώλων κατάλυσις») είτε σε μελέτες οι οποίες απετέλεσαν μετά από ένα σημείο ιδεολογικές πραγματείες περί τής χρήσεως τής γλώσσας. (sic)
Η γλωσσική διαμάχη (η οποία επισήμως κατά τα προειρημένα άρχισε τον 1ο π.κ.ε. αιώνα) δεν κατέληξε ένας πόλεμος μεταξύ δύο στρατοπέδων αλλά περισσοτέρων, των οποίων τα κινήματα τα οποία ξεχώρισαν ήσαν το Αρχαΐζον, το τής Καθαρεύουσας (Θεοτόκης, Κοραῆς κ.ά.) το λόγιο τής Κωνσταντινουπόλεως ιδίωμα (Καταρτζή), το κίνημα τής λαϊκοτέρας κοινής (ιδιωματικής εν πολλώ) γλώσσας, γνωστή και ως χυδαία (Ψυχάρης, Σολωμός) και, τέλος, στα χρόνια τού Βυζαντίου υπήρχε και το ισχυρότατο στρατόπεδο τής Κοινής τής Αγίας Γραφής.
Το Ιερό Μεγαλείο και η Ανωτερότητα της Ελληνικής Γλώσσας εχάθει!
«Σε καμιά άλλη γλώσσα δεν συμβαίνει αυτό που συμβαίνει με τον Έλληνα· να λέει άνεμος, θάλασσα, γη και να επικοινωνεί κάθε στιγμή με τις ίδιες τις ρίζες του» λέει ο Οδ. Ελύτης, και ο έτερος νομπελίστας ποιητής Γ. Σεφέρης το επισφραγίζει, δεδομένου ότι όλος ο μακρύς δρόμος που διένυσε η γλώσσα του είναι ριζωμένος βαθιά μέσα του, «στο μεδούλι των κοκάλων του». Γι’ αυτό την αλλοίωσαν και την διαστρέβλωσαν με τέτοια ζέση. Νεοραγιαδική μουλαρική γλώσσα και πολύ σου είναι. Σιγά μην σε άφηναν να μεγαλώσεις τα παιδιά σου και να ομιλείς την γλώσσα του Πλάτωνα!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου