«Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Όμηρος, μαζί με τον Ησίοδο, είναι οι δημιουργοί των θεών στην Ελλάδα: «αυτοί έπλασαν την ιστορία για τη γέννηση των θεών στους Έλληνες και έδωσαν στους θεούς τα ονόματα, και τους διαίρεσαν σε κατηγορίες, καθορίζοντας τα προνόμια και την αρμοδιότητα του καθενός» (Ηροδότου, 2, 53).
Μια αντίληψη που μας είναι ευρύτερα γνωστή από την Αντιγόνη του Σοφοκλή. Στο 23 τραγούδι της Ιλιάδας (Άθλα επί Πατρόκλω) όταν, ύστερα από εννέα μέρες ανήλεης σφαγής των Τρώων για να κορεσθεί το μένος και ο πόνος του Αχιλλέα από τον θάνατο του φίλου, παρουσιάζεται στον ύπνο του Αχιλλέα η σκιά του Πάτροκλου, και ο Αχιλλέας περιμένει να τον βρει ικανοποιημένο, αφού εκδικήθηκε τόσο σκληρά το θάνατό του, ο Πάτροκλος παραπονείται απαρηγόρητος, πως τόσες μέρες μένοντας άταφος – ο Αχιλλέας δεν βρήκε τον καιρό να τον ενταφιάσει – βασανίζεται ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι. «Θάψε με» τον παρακαλεί, «όσο πιο σύντομα μπορείς» (ψ 71): «Θάπτε με όττι τάχιστα∙ πύλας Αίδαο περήσω» Οι αντιλήψεις του Ομήρου για τον κάτω κόσμο εκτίθενται λεπτομερειακά στις δύο ξεναγήσεις που γίνονται στον Άδη, και είναι γνωστές με το όνομα νέκυιες (ραψωδίες λ και ω της Οδύσσειας). Τέλος σε σχέση πάντα με το πρόβλημα του θανάτου, πρέπει να εξαρθεί μια θέση μα ιδιότυπη σημασία που απαντά κανείς στην έκτη (Ζ) ραψωδία της Ιλιάδας. Εκεί ο Όμηρος, αφήνοντας να βγει στην επιφάνεια ο πικρός απόλογος του στοχαζόμενου ανθρώπου, και όχι η πίστη στη θρησκευτική παράδοση, φαίνεται να αποκλείει την ύπαρξη της μεταθανάτιας ζωής. Οι άνθρωποι, λέγει, είμαστε διαβατικοί και πρόσκαιροι σαν τα φύλλα των δένδρων (Ζ 146, Φ 463-466). Το πρόβλημα αυτό θα αποτελέσει το γόρδιο δεσμό για τους Έλληνες στη μεταγενέστερη φιλοσοφία της ακμής που θα ακολουθήσει τον Όμηρο.
Το ανθρωπομορφικό υπόβαθρο, πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η σύλληψη των θεών από τον Όμηρο, δεν απάλλαξε τις αθάνατες υποστάσεις τους από τα ηθικά ψεγάδια της ανθρώπινης φύσης. Έτσι οι θεοί παρουσιάζονται πολλές φορές με ισχυρές αδυναμίες και υποπίπτουν σε σφάλματα, που στην περιοχή των θνητών θα εκπροσωπούσαν περιπτώσεις κατώτερης ηθικής στάθμης. Φενακισμοί, απιστίες, τεχνάσματα, εκβιασμοί, δολιότητες συνωμοτικά σχέδια και άλλα παρόμοια ατοπήματα που πηγάζουν από εγωισμό ή φιλοδοξία, η ιδιοτέλεια, είναι πολύ συνηθισμένα στους θεούς των ομηρικών περιγραφών.
Δεν λείπει ακόμη ούτε η τολμηρή σκηνή του ξυλοδαρμού της Άρτεμις από την Ήρα (Φ 489-492). Αυτή η από ηθική άποψη συμμετρία και συμπόρευση των ουράνιων θεών προς την ατελή φύση των ανθρώπων είχε σαν αποτέλεσμα να ασκηθεί από μεταγενέστερους στοχαστές οξύτατη κριτική στην ομηρική θεολογία. Οι βίαιες επιθέσεις κατά του Ομήρου αρχίζουν με τον Ηράκλειτο, ο οποίος σ’ ένα σωσμένο απόσπασμα υποστηρίζει πως ο Όμηρος είναι άξιος να οδηγηθεί στην πλατεία και να ραπισθεί. (VS 22 B, 42) Την ίδια γνώμη με μια αξιοπρόσεκτη κριτική νηφαλιότητα υποστηρίζει ο Ξενοφάνης. Τα έπη του Ομήρου μαθαίνουν τους νέους, γράφει, να γίνονται κλέφτες, μοιχοί, και απατεώνες. (VS 21 B, 12)
Τη συστηματική όμως, την πολυμέτωπη και πιο σφοδρή επίθεση εναντίον του Ομήρου, εξ’ αιτίας του κακού παιδαγωγικού προτύπου που αποτελούν τα έπη για τη μόρφωση της ψυχής των νέων, την επιχείρησε ο Πλάτων. Ο Αθηναίος φιλόσοφος από πολλές απόψεις ανήκει στους βαθύτερους γνώστες, αλλά και τους πιο ειλικρινείς επαινέτες και λάτρεις του Ομήρου. Ωστόσο στο Β΄ και στο Γ΄ βιβλίο της Πολιτείας του, λόγω της επιλήψιμης διάπλασης των θεών από τον Όμηρο, φθάνει ως το σημείο να εισηγηθεί την εξορία του Ομήρου και της ποίησής του από την ιδανική πολιτεία που σχεδιάζει (Πολιτεία 386 εξ.). Τα ομηρικά έπη είναι ένα κόσμος μυθικός, που έρχεται σαν συνέχεια και οργανωμένη προέκταση της ελληνικής ακριβώς μυθολογίας. Από την άποψη αυτή ο ποιητής τους δεν νομοθετεί, ούτε και θεολογεί με τον σοβαρό και δόκιμο τρόπο, που γνωρίζουμε σε μεταγενέστερους χρόνους αυτές τις επιδόσεις.
Απλώς μυθολογεί όπως, τόσο εύστοχα έγραψε και ο Αριστοτέλης. Καταλήγοντας για τους ομηρικούς θεούς είναι επιτακτικό να αναφέρουμε μια εξελικτική ανιούσα στην ιδέα του ποιητή για το θείο, που μεταφράζεται στην προσχώρηση από τη μυθική περιοχή στην ηθική σφαίρα. Στην Οδύσσεια, που γενικά θεωρείται από τους ειδικούς το υστερότερο σε σχέση με την Ιλιάδα έργο, η ιδέα του θείου έχει αποκτήσει ένα ηθικό περιεχόμενο, που προσεγγίζει πολύ στις δικές μας απόψεις. Έτσι στο πρώτο τραγούδι, διατυπώνεται η άποψη για το αυτεξούσιο του ανθρώπου και την αποκλειστικότητα της ευθύνης για τις πράξεις του. Παρότι οι άνθρωποι νομίζουν, λέγει ο ποιητής, ο αίτιος και ο ρυθμιστής για τη μορφή της ζωής τους είναι οι θεοί και η μοίρα, εντούτοις η αλήθεια είναι διαφορετική.
Έτσι ο Όμηρος βάζει τα ακόλουθα λόγια στο στόμα του Δία (α 32-34): «Ω, κρίμα αλήθεια, οι άνθρωποι με τους θεούς να τα `χουν,γιατί θαρρούν πως από μας οι συμφορές τους βρίσκουν,ενώ παθαίνουν μόνοι τους, απ’ ασυλλογισιά τους,χωρίς να φταίει η μοίρα τους» Προς το τέλος μάλιστα, η ιδέα του θείου παίρνει εκείνο το ακέραιο πνευματικό βάθος, που κατέχει στη σύγχρονη συνείδηση του θρησκευόμενου ανθρώπου. Στη ραψωδία χ (Μνηστηροφονία), προτού ο Οδυσσέας αρχίσει να τοξεύει τους αλαζονικούς μνηστήρες, τους απευθύνει ένα σύντομο αλλά προοιωνιστικό του ολέθρου τους κατηγορώ, το οποίο αποκορυφώνεται στην παρατήρηση ότι τόσα χρόνια διέπρατταν τα αισχρά τους έργα, χωρίς να φοβηθούν ούτε τους ανθρώπινους νόμους ούτε τους θεούς του ουρανού (χ 39): «Δίχως θεούς, που κατοικούν τα ουράνια, να φοβάσθε» Η αντίληψη αυτή φανερώνει ότι με τον καιρό στη συνείδηση του Ομήρου – ή των Ελλήνων – η κορυφή του Ολύμπου ταυτίστηκε με το ουράνιο ύψος».
Επίσης ο Αριστοτέλης, γράφει ότι ο Όμηρος και ο Ησίοδος ήσαν οι «πρώτοι θεολογήσαντες» (Μεταφ. 983 b 29), οι πρώτοι δηλαδή για το θείο με τη γλώσσα του μύθου και της φαντασίας, σε αντίθεση προς όσους εξέτασαν το πρόβλημα με όργανο τη λογική. Στους τελευταίους ανήκουν οι φυσικοί της Ιωνίας και της Κάτω Ιταλίας – ονομάζονται ο Θαλής, ο Ίππασος, ο Ηράκλειτος, ο Εμπεδοκλής, ο Αναξαγόρας και ο Παρμενίδης – και αναφέρονται από τον Αριστοτέλη ως οι «πρώτοι φιλοσοφήσαντες» (Μεταφ. 982 b 11). Ο Όμηρος λοιπόν χάρισε στους Έλληνες τους θεούς τους.
Και σ’ αυτόν οφείλεται βασικά η ανθρωπόμορφη φυσιογνωμία που έλαβαν. Τους θεούς του ο ποιητής του ηρωικού έπους, μέσα στην ανθρώπινη ειδή τους, τους θέλει αθάνατους, αιώνια νέους, δυνατούς και σοφούς. Όλοι τους είναι ωραίοι. Με εξαίρεση τον χωλό Ήφαιστο που, για να ισοσταθμίσει αυτή τη σε αισθητική βάση φυσική διαμαρτυρία του, θα λάβει για σύντροφο την πιο όμορφη θεά, την Αφροδίτη. Η λέξη «μάκαρες» είναι το επίθετο που προσδιορίζει σταθερά τους θεούς. Η φράση «κύδεϊ γαίων» (με περήφανη αγαλλίαση), αποδίδει αυτό το υπέρτατο θεϊκό γνώρισμα (Α 528-530). Ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό τους είναι η ιεραρχική διαβάθμιση αξιολογικού καθαρά χαρακτήρα. Παρότι δυνατοί δεν έχουν όλοι την ίδια δύναμη. Στην κορυφή της κλίμακας ο Όμηρος τοποθετεί το Δία, τον πατέρα των θεών και των ανθρώπων, όπως τον προσαγορεύει συχνά – πατήρ ανδρών τε θεών τε – του οποίου η απόσταση ως προς το μεγαλείο και τη δύναμη από τους άλλους θεούς είναι ακαταμέτρητη.
Στην όγδοη ραψωδία της Ιλιάδος (Θ) σε μια εριστική στιχομυθία μεταξύ των θεών, ο Δίας ερεθισμένος περιγράφει τη διαφορά της δύναμης του σε σχέση με τους άλλους με την περίφημη εικόνα της χρυσής αλυσίδας. «Δεθείτε σε μια αλυσίδα χρυσή, λέγει, που κρέμεται από τον ουρανό και αγγίζει στη γη, όλοι μαζί, και όσο και να αντισταθείτε, θα σας τραβήξω με μιας και θα σας σηκώσω στον ουρανό. Εσείς όμως δεν μπορείτε στο ελάχιστο να με κουνήσετε, εάν δεν το θελήσω» (Θ 19-27). Επίσης θαυμαστή είναι η μεγαλοπρέπεια με την οποία ο Όμηρος παριστάνει το Δία στη πρώτη ραψωδία της Ιλιάδος, τη στιγμή που λαμβάνει την απόφαση να διαφεντέψει την τιμή του γιου της Θέτιδος και κάνει το ανάλογο νεύμα (Α 528-530): «Είπε και με τα φρύδια του έγνεψε τα μαύρα ο γιος του Κρόνου, κι οι θείες με ορμήν αναταράχτηκαν οι χαίτες στο κεφάλι το αθάνατο και ριζοντράνταξε τον Όλυμπο το μέγα».
Ο Δίας επομένως είναι ο υπέρτατος των αθανάτων και εμπνέει εξ υπαρχής και από καθέδρας το σεβασμό σε όλους τους υπόλοιπους θεούς. Η μορφή του Δία συμβολίζει τη γαλήνια εκπροσώπηση της δίκαιης κρίσης που έχει σαν συνέπεια την αιώνια τάξη στον ουρανό και τη γη. Εκτός από το Δία όλοι οι άλλοι θεοί φέρνουν καθαρά τα γνωρίσματα της ανθρώπινης ψυχολογίας. Στην ουσία οι θεοί αποτελούν έναν όμιλο ανθρώπων ανώτατης τάξης, που ελαύνονται από την ταραχή του ανθρώπινου θυμικού, παρ’ όλη τη ραφιναρισμένη ποιότητα και το λεπταίσθητο ρυθμό τους. Καθώς είναι διαιρεμένοι στα δύο μέρη των αντίπαλων στρατοπέδων, συμμετέχουν με ειλικρίνεια και ζήλο στην όλη κλίμακα των εντυπώσεων, που γεννούν οι εξελίξεις της καθημερινής ροής.
Η χαρά, η θλίψη, η αναμονή, η απογοήτευση, η ξαφνική ελπίδα, η αδημονία, η στράτευση, το συναίσθημα της εκδίκησης ή του οίκτου, κάποτε και ο προσωπικός σωματικός πόνος, όπως στην περίπτωση του τραυματισμού της Αφροδίτης από το Διομήδη (Ε 336) κλπ., εντάσσουν τη ζωή και τη φύση τους κυριολεκτικά μέσα στην περιπέτεια των ανθρωπίνων ορίων. Στις έκτακτες περιπτώσεις, που η δράση αγγίζει την κορύφωσή της, οι θεοί συμμετέχουν στα δρώμενα μ’ ένα τρόπο σπαρακτικό. Τέτοιες στιγμές είναι η θρηνωδία της Θέτιδας με όλη την ακολουθία των θαλασσινών νυμφών της, όταν έλαβε γνώση για τη βαριά δυσθυμία και τους γόους του γιου της, εξ αιτίας που πέθανε ο Πάτροκλος (Σ 50-51).
Ή και ακόμη ο στεναγμός του ιδίου του Δία μπροστά στο θάνατο του γιου του, του Σαρπηδόνα, που μοιάζει με μοιρολόγι (Π 433-434): «Ωχού μου εμένα, ο πιο που αγάπησα θνητός, ο Σαρπηδόνας, γραφτό `ναι από τον Πάτροκλο να κατεβεί στον Άδη» Στους ίδιους αυτούς στίχους για το θάνατο του Σαρπηδόνα, καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη σχετική μαρτυρία των επών, περικλείεται η πίστη των Ελλήνων για την ύπαρξη μιας άλλης κοσμικής δύναμης που βρίσκεται πάνω από όλους τους θεούς χωρίς να εξαιρείται και ο υπέρτατος Δίας. Η δύναμη αυτή είναι η ανάγκη που στον Όμηρο εμφανίζεται σαν «μοίρα» ή «αίσα». Θεοί τελούν κυριολεκτικά κάτω από τη βούλησή αυτής της έσχατης αρχής του σύμπαντος, με μόνη τη διαφορά σε σύγκριση με τους θνητούς ότι η αθανασία της φύσης τους παραμένει έξω από την εξουσία της. Οι ομηρικοί θεοί δεν γνωρίζουν το θάνατο και το γήρας . Εξ ίσου οδυνηρό προς τον ανυπέρβλητο θάνατο είναι και το γεγονός των γηρατειών – ο Όμηρος το αποκαλεί «λυγρόν γήρας» (Ω 249).
Ένα άλλο χωρίο που δείχνει πως η μοίρα έχει τον ιδικό της αυθυπόστατο λόγο, το βρίσκουμε στη ραψωδία Χ της Ιλιάδας (Έκτορος αναίρεσις), στο οποίο βρίσκουμε το Δία, λίγο προτού καταβάλει ο Αχιλλέας τον Έκτορα, να τοποθετεί τις μοίρες των δύο θνητών ηρώων επάνω στη ίδια ζυγαριά και να διαπιστώνει στοχαστικά πως η παλλάντζα έγειρε από την πλευρά της μοίρας του Έκτορα (Χ 209-212). Σχετικά με το θάνατο σαν πρόβλημα υπερβατικό, που ανάγεται πλέον στην αρμοδιότητα της θρησκείας, ο Όμηρος δίνει εκτενείς περιγραφές. Έτσι σύμφωνα με τις περιγραφές αυτές τη στιγμή του θανάτου φεύγει από το σώμα κάτι σαν το ομοίωμά του.
Ένα είδωλο δηλαδή που πάει να ζήσει στο βασίλειο των σκιών του Άδη. Οι ψυχές αυτών που πεθαίνουν συγκεντρωμένες από τον οδηγό τους, τον ψυχοπομπό Ερμή, κατεβαίνουν σμαριαστά στο σκοτεινό βασίλειο τσιρίζοντας σαν νυχτερίδες (ω 5-7). Σχετικά με τις συνθήκες διαβίωσης στον τόπο των νεκρών, «τον ασφεδελόν λειμώνα» (ω 13), έχει καταστεί πλέον πασίγνωστο το χωρίο από το λ της Οδύσσειας (νέκυια), όπου ο επισκέπτης βασιλιάς της Ιθάκης ερωτά τη σκιά του Αχιλλέα, πως καλοπερνά στον κάτω κόσμο. Η απάντηση του πάλαι ποτέ λαμπρού βασιλιά των Μυρμιδόνων δεν αφήνει περιθώρια για μια αισιόδοξη προσμονή (λ 489-491): «Θα `θελα να `μαι χωρικός και να ξενοδουλεύωσε αφέντη δίχως κτήματα, που `ναι το βιος του λίγο, παρά να βασιλεύω εδώ στους πεθαμένους όλους» Ακόμη, αναφορικά με το θάνατο, στον Όμηρο εμφανίζεται και το πρόβλημα που συνοδεύει σταθερά την ελληνική αντίληψη σε όλη της την πορεία, και σχετίζεται σταθερά με την ανάγκη για την όσο το δυνατό ταχύτερη ταφή του νεκρού σώματος αμέσως μετά το ξεψύχισμα.
Και σ’ αυτόν οφείλεται βασικά η ανθρωπόμορφη φυσιογνωμία που έλαβαν. Τους θεούς του ο ποιητής του ηρωικού έπους, μέσα στην ανθρώπινη ειδή τους, τους θέλει αθάνατους, αιώνια νέους, δυνατούς και σοφούς. Όλοι τους είναι ωραίοι. Με εξαίρεση τον χωλό Ήφαιστο που, για να ισοσταθμίσει αυτή τη σε αισθητική βάση φυσική διαμαρτυρία του, θα λάβει για σύντροφο την πιο όμορφη θεά, την Αφροδίτη. Η λέξη «μάκαρες» είναι το επίθετο που προσδιορίζει σταθερά τους θεούς. Η φράση «κύδεϊ γαίων» (με περήφανη αγαλλίαση), αποδίδει αυτό το υπέρτατο θεϊκό γνώρισμα (Α 528-530). Ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό τους είναι η ιεραρχική διαβάθμιση αξιολογικού καθαρά χαρακτήρα. Παρότι δυνατοί δεν έχουν όλοι την ίδια δύναμη. Στην κορυφή της κλίμακας ο Όμηρος τοποθετεί το Δία, τον πατέρα των θεών και των ανθρώπων, όπως τον προσαγορεύει συχνά – πατήρ ανδρών τε θεών τε – του οποίου η απόσταση ως προς το μεγαλείο και τη δύναμη από τους άλλους θεούς είναι ακαταμέτρητη.
Στην όγδοη ραψωδία της Ιλιάδος (Θ) σε μια εριστική στιχομυθία μεταξύ των θεών, ο Δίας ερεθισμένος περιγράφει τη διαφορά της δύναμης του σε σχέση με τους άλλους με την περίφημη εικόνα της χρυσής αλυσίδας. «Δεθείτε σε μια αλυσίδα χρυσή, λέγει, που κρέμεται από τον ουρανό και αγγίζει στη γη, όλοι μαζί, και όσο και να αντισταθείτε, θα σας τραβήξω με μιας και θα σας σηκώσω στον ουρανό. Εσείς όμως δεν μπορείτε στο ελάχιστο να με κουνήσετε, εάν δεν το θελήσω» (Θ 19-27). Επίσης θαυμαστή είναι η μεγαλοπρέπεια με την οποία ο Όμηρος παριστάνει το Δία στη πρώτη ραψωδία της Ιλιάδος, τη στιγμή που λαμβάνει την απόφαση να διαφεντέψει την τιμή του γιου της Θέτιδος και κάνει το ανάλογο νεύμα (Α 528-530): «Είπε και με τα φρύδια του έγνεψε τα μαύρα ο γιος του Κρόνου, κι οι θείες με ορμήν αναταράχτηκαν οι χαίτες στο κεφάλι το αθάνατο και ριζοντράνταξε τον Όλυμπο το μέγα».
Ο Δίας επομένως είναι ο υπέρτατος των αθανάτων και εμπνέει εξ υπαρχής και από καθέδρας το σεβασμό σε όλους τους υπόλοιπους θεούς. Η μορφή του Δία συμβολίζει τη γαλήνια εκπροσώπηση της δίκαιης κρίσης που έχει σαν συνέπεια την αιώνια τάξη στον ουρανό και τη γη. Εκτός από το Δία όλοι οι άλλοι θεοί φέρνουν καθαρά τα γνωρίσματα της ανθρώπινης ψυχολογίας. Στην ουσία οι θεοί αποτελούν έναν όμιλο ανθρώπων ανώτατης τάξης, που ελαύνονται από την ταραχή του ανθρώπινου θυμικού, παρ’ όλη τη ραφιναρισμένη ποιότητα και το λεπταίσθητο ρυθμό τους. Καθώς είναι διαιρεμένοι στα δύο μέρη των αντίπαλων στρατοπέδων, συμμετέχουν με ειλικρίνεια και ζήλο στην όλη κλίμακα των εντυπώσεων, που γεννούν οι εξελίξεις της καθημερινής ροής.
Η χαρά, η θλίψη, η αναμονή, η απογοήτευση, η ξαφνική ελπίδα, η αδημονία, η στράτευση, το συναίσθημα της εκδίκησης ή του οίκτου, κάποτε και ο προσωπικός σωματικός πόνος, όπως στην περίπτωση του τραυματισμού της Αφροδίτης από το Διομήδη (Ε 336) κλπ., εντάσσουν τη ζωή και τη φύση τους κυριολεκτικά μέσα στην περιπέτεια των ανθρωπίνων ορίων. Στις έκτακτες περιπτώσεις, που η δράση αγγίζει την κορύφωσή της, οι θεοί συμμετέχουν στα δρώμενα μ’ ένα τρόπο σπαρακτικό. Τέτοιες στιγμές είναι η θρηνωδία της Θέτιδας με όλη την ακολουθία των θαλασσινών νυμφών της, όταν έλαβε γνώση για τη βαριά δυσθυμία και τους γόους του γιου της, εξ αιτίας που πέθανε ο Πάτροκλος (Σ 50-51).
Ή και ακόμη ο στεναγμός του ιδίου του Δία μπροστά στο θάνατο του γιου του, του Σαρπηδόνα, που μοιάζει με μοιρολόγι (Π 433-434): «Ωχού μου εμένα, ο πιο που αγάπησα θνητός, ο Σαρπηδόνας, γραφτό `ναι από τον Πάτροκλο να κατεβεί στον Άδη» Στους ίδιους αυτούς στίχους για το θάνατο του Σαρπηδόνα, καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη σχετική μαρτυρία των επών, περικλείεται η πίστη των Ελλήνων για την ύπαρξη μιας άλλης κοσμικής δύναμης που βρίσκεται πάνω από όλους τους θεούς χωρίς να εξαιρείται και ο υπέρτατος Δίας. Η δύναμη αυτή είναι η ανάγκη που στον Όμηρο εμφανίζεται σαν «μοίρα» ή «αίσα». Θεοί τελούν κυριολεκτικά κάτω από τη βούλησή αυτής της έσχατης αρχής του σύμπαντος, με μόνη τη διαφορά σε σύγκριση με τους θνητούς ότι η αθανασία της φύσης τους παραμένει έξω από την εξουσία της. Οι ομηρικοί θεοί δεν γνωρίζουν το θάνατο και το γήρας . Εξ ίσου οδυνηρό προς τον ανυπέρβλητο θάνατο είναι και το γεγονός των γηρατειών – ο Όμηρος το αποκαλεί «λυγρόν γήρας» (Ω 249).
Ένα άλλο χωρίο που δείχνει πως η μοίρα έχει τον ιδικό της αυθυπόστατο λόγο, το βρίσκουμε στη ραψωδία Χ της Ιλιάδας (Έκτορος αναίρεσις), στο οποίο βρίσκουμε το Δία, λίγο προτού καταβάλει ο Αχιλλέας τον Έκτορα, να τοποθετεί τις μοίρες των δύο θνητών ηρώων επάνω στη ίδια ζυγαριά και να διαπιστώνει στοχαστικά πως η παλλάντζα έγειρε από την πλευρά της μοίρας του Έκτορα (Χ 209-212). Σχετικά με το θάνατο σαν πρόβλημα υπερβατικό, που ανάγεται πλέον στην αρμοδιότητα της θρησκείας, ο Όμηρος δίνει εκτενείς περιγραφές. Έτσι σύμφωνα με τις περιγραφές αυτές τη στιγμή του θανάτου φεύγει από το σώμα κάτι σαν το ομοίωμά του.
Ένα είδωλο δηλαδή που πάει να ζήσει στο βασίλειο των σκιών του Άδη. Οι ψυχές αυτών που πεθαίνουν συγκεντρωμένες από τον οδηγό τους, τον ψυχοπομπό Ερμή, κατεβαίνουν σμαριαστά στο σκοτεινό βασίλειο τσιρίζοντας σαν νυχτερίδες (ω 5-7). Σχετικά με τις συνθήκες διαβίωσης στον τόπο των νεκρών, «τον ασφεδελόν λειμώνα» (ω 13), έχει καταστεί πλέον πασίγνωστο το χωρίο από το λ της Οδύσσειας (νέκυια), όπου ο επισκέπτης βασιλιάς της Ιθάκης ερωτά τη σκιά του Αχιλλέα, πως καλοπερνά στον κάτω κόσμο. Η απάντηση του πάλαι ποτέ λαμπρού βασιλιά των Μυρμιδόνων δεν αφήνει περιθώρια για μια αισιόδοξη προσμονή (λ 489-491): «Θα `θελα να `μαι χωρικός και να ξενοδουλεύωσε αφέντη δίχως κτήματα, που `ναι το βιος του λίγο, παρά να βασιλεύω εδώ στους πεθαμένους όλους» Ακόμη, αναφορικά με το θάνατο, στον Όμηρο εμφανίζεται και το πρόβλημα που συνοδεύει σταθερά την ελληνική αντίληψη σε όλη της την πορεία, και σχετίζεται σταθερά με την ανάγκη για την όσο το δυνατό ταχύτερη ταφή του νεκρού σώματος αμέσως μετά το ξεψύχισμα.
Μια αντίληψη που μας είναι ευρύτερα γνωστή από την Αντιγόνη του Σοφοκλή. Στο 23 τραγούδι της Ιλιάδας (Άθλα επί Πατρόκλω) όταν, ύστερα από εννέα μέρες ανήλεης σφαγής των Τρώων για να κορεσθεί το μένος και ο πόνος του Αχιλλέα από τον θάνατο του φίλου, παρουσιάζεται στον ύπνο του Αχιλλέα η σκιά του Πάτροκλου, και ο Αχιλλέας περιμένει να τον βρει ικανοποιημένο, αφού εκδικήθηκε τόσο σκληρά το θάνατό του, ο Πάτροκλος παραπονείται απαρηγόρητος, πως τόσες μέρες μένοντας άταφος – ο Αχιλλέας δεν βρήκε τον καιρό να τον ενταφιάσει – βασανίζεται ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι. «Θάψε με» τον παρακαλεί, «όσο πιο σύντομα μπορείς» (ψ 71): «Θάπτε με όττι τάχιστα∙ πύλας Αίδαο περήσω» Οι αντιλήψεις του Ομήρου για τον κάτω κόσμο εκτίθενται λεπτομερειακά στις δύο ξεναγήσεις που γίνονται στον Άδη, και είναι γνωστές με το όνομα νέκυιες (ραψωδίες λ και ω της Οδύσσειας). Τέλος σε σχέση πάντα με το πρόβλημα του θανάτου, πρέπει να εξαρθεί μια θέση μα ιδιότυπη σημασία που απαντά κανείς στην έκτη (Ζ) ραψωδία της Ιλιάδας. Εκεί ο Όμηρος, αφήνοντας να βγει στην επιφάνεια ο πικρός απόλογος του στοχαζόμενου ανθρώπου, και όχι η πίστη στη θρησκευτική παράδοση, φαίνεται να αποκλείει την ύπαρξη της μεταθανάτιας ζωής. Οι άνθρωποι, λέγει, είμαστε διαβατικοί και πρόσκαιροι σαν τα φύλλα των δένδρων (Ζ 146, Φ 463-466). Το πρόβλημα αυτό θα αποτελέσει το γόρδιο δεσμό για τους Έλληνες στη μεταγενέστερη φιλοσοφία της ακμής που θα ακολουθήσει τον Όμηρο.
Το ανθρωπομορφικό υπόβαθρο, πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η σύλληψη των θεών από τον Όμηρο, δεν απάλλαξε τις αθάνατες υποστάσεις τους από τα ηθικά ψεγάδια της ανθρώπινης φύσης. Έτσι οι θεοί παρουσιάζονται πολλές φορές με ισχυρές αδυναμίες και υποπίπτουν σε σφάλματα, που στην περιοχή των θνητών θα εκπροσωπούσαν περιπτώσεις κατώτερης ηθικής στάθμης. Φενακισμοί, απιστίες, τεχνάσματα, εκβιασμοί, δολιότητες συνωμοτικά σχέδια και άλλα παρόμοια ατοπήματα που πηγάζουν από εγωισμό ή φιλοδοξία, η ιδιοτέλεια, είναι πολύ συνηθισμένα στους θεούς των ομηρικών περιγραφών.
Δεν λείπει ακόμη ούτε η τολμηρή σκηνή του ξυλοδαρμού της Άρτεμις από την Ήρα (Φ 489-492). Αυτή η από ηθική άποψη συμμετρία και συμπόρευση των ουράνιων θεών προς την ατελή φύση των ανθρώπων είχε σαν αποτέλεσμα να ασκηθεί από μεταγενέστερους στοχαστές οξύτατη κριτική στην ομηρική θεολογία. Οι βίαιες επιθέσεις κατά του Ομήρου αρχίζουν με τον Ηράκλειτο, ο οποίος σ’ ένα σωσμένο απόσπασμα υποστηρίζει πως ο Όμηρος είναι άξιος να οδηγηθεί στην πλατεία και να ραπισθεί. (VS 22 B, 42) Την ίδια γνώμη με μια αξιοπρόσεκτη κριτική νηφαλιότητα υποστηρίζει ο Ξενοφάνης. Τα έπη του Ομήρου μαθαίνουν τους νέους, γράφει, να γίνονται κλέφτες, μοιχοί, και απατεώνες. (VS 21 B, 12)
Τη συστηματική όμως, την πολυμέτωπη και πιο σφοδρή επίθεση εναντίον του Ομήρου, εξ’ αιτίας του κακού παιδαγωγικού προτύπου που αποτελούν τα έπη για τη μόρφωση της ψυχής των νέων, την επιχείρησε ο Πλάτων. Ο Αθηναίος φιλόσοφος από πολλές απόψεις ανήκει στους βαθύτερους γνώστες, αλλά και τους πιο ειλικρινείς επαινέτες και λάτρεις του Ομήρου. Ωστόσο στο Β΄ και στο Γ΄ βιβλίο της Πολιτείας του, λόγω της επιλήψιμης διάπλασης των θεών από τον Όμηρο, φθάνει ως το σημείο να εισηγηθεί την εξορία του Ομήρου και της ποίησής του από την ιδανική πολιτεία που σχεδιάζει (Πολιτεία 386 εξ.). Τα ομηρικά έπη είναι ένα κόσμος μυθικός, που έρχεται σαν συνέχεια και οργανωμένη προέκταση της ελληνικής ακριβώς μυθολογίας. Από την άποψη αυτή ο ποιητής τους δεν νομοθετεί, ούτε και θεολογεί με τον σοβαρό και δόκιμο τρόπο, που γνωρίζουμε σε μεταγενέστερους χρόνους αυτές τις επιδόσεις.
Απλώς μυθολογεί όπως, τόσο εύστοχα έγραψε και ο Αριστοτέλης. Καταλήγοντας για τους ομηρικούς θεούς είναι επιτακτικό να αναφέρουμε μια εξελικτική ανιούσα στην ιδέα του ποιητή για το θείο, που μεταφράζεται στην προσχώρηση από τη μυθική περιοχή στην ηθική σφαίρα. Στην Οδύσσεια, που γενικά θεωρείται από τους ειδικούς το υστερότερο σε σχέση με την Ιλιάδα έργο, η ιδέα του θείου έχει αποκτήσει ένα ηθικό περιεχόμενο, που προσεγγίζει πολύ στις δικές μας απόψεις. Έτσι στο πρώτο τραγούδι, διατυπώνεται η άποψη για το αυτεξούσιο του ανθρώπου και την αποκλειστικότητα της ευθύνης για τις πράξεις του. Παρότι οι άνθρωποι νομίζουν, λέγει ο ποιητής, ο αίτιος και ο ρυθμιστής για τη μορφή της ζωής τους είναι οι θεοί και η μοίρα, εντούτοις η αλήθεια είναι διαφορετική.
Έτσι ο Όμηρος βάζει τα ακόλουθα λόγια στο στόμα του Δία (α 32-34): «Ω, κρίμα αλήθεια, οι άνθρωποι με τους θεούς να τα `χουν,γιατί θαρρούν πως από μας οι συμφορές τους βρίσκουν,ενώ παθαίνουν μόνοι τους, απ’ ασυλλογισιά τους,χωρίς να φταίει η μοίρα τους» Προς το τέλος μάλιστα, η ιδέα του θείου παίρνει εκείνο το ακέραιο πνευματικό βάθος, που κατέχει στη σύγχρονη συνείδηση του θρησκευόμενου ανθρώπου. Στη ραψωδία χ (Μνηστηροφονία), προτού ο Οδυσσέας αρχίσει να τοξεύει τους αλαζονικούς μνηστήρες, τους απευθύνει ένα σύντομο αλλά προοιωνιστικό του ολέθρου τους κατηγορώ, το οποίο αποκορυφώνεται στην παρατήρηση ότι τόσα χρόνια διέπρατταν τα αισχρά τους έργα, χωρίς να φοβηθούν ούτε τους ανθρώπινους νόμους ούτε τους θεούς του ουρανού (χ 39): «Δίχως θεούς, που κατοικούν τα ουράνια, να φοβάσθε» Η αντίληψη αυτή φανερώνει ότι με τον καιρό στη συνείδηση του Ομήρου – ή των Ελλήνων – η κορυφή του Ολύμπου ταυτίστηκε με το ουράνιο ύψος».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου