Το 1992, ο Ρίτσι και η ατρόμητη ομάδα ερευνητών μετέφεραν τους τόνους εξοπλισμού τους στην Ινδία, με την ελπίδα ότι θα μπορούσαν να μετρήσουν τους πιο ώριμους δασκάλους του διαλογισμού στην περιοχή όπου ζει ο Δαλάι Λάμα. Κοντά στην κατοικία του βρίσκεται το Ινστιτούτο Βουδιστικών Σπουδών του Μοναστηριού Ναμγκιάλ, σημαντικός χώρος εκπαίδευσης για μοναχούς-γνώστες της παράδοσης του Δαλάι Λάμα.
Ο Ρίτσι και οι ερευνητές φίλοι του, όπως θα θυμάστε, δεν μπόρεσαν να συλλέξουν πραγματικά επιστημονικά δεδομένα από τους γιόγκι που ζούσαν στα βουνά. Όταν, όμως, ο Δαλάι Λάμα ζήτησε από τον Ρίτσι και τους συναδέλφους του να κάνουν μια ομιλία για τη δουλειά τους στους μοναχούς στο μοναστήρι, ο Ρίτσι σκέφτηκε ότι ο εξοπλισμός που είχαν κουβαλήσει στην Ινδία ίσως χρησίμευε σε κάτι.
Αντί για μια ξερή ακαδημαϊκή ομιλία θα έκαναν μια επιτόπου επίδειξη του τρόπου με τον οποίο μπορούν να καταγραφούν τα ηλεκτρικά σήματα του εγκεφάλου. Κι έτσι, διακόσιοι μοναχοί κάθονταν πειθήνια στα μαξιλάρια τους στο δάπεδο, όταν ο Ρίτσι και οι φίλοι του έφτασαν με τις βαλίτσες τους γεμάτες σύνεργα για τα ηλεκτροεγκεφαλογραφήματα.
Η τοποθέτηση των ηλεκτροδίων σε ένα κεφάλι παίρνει αρκετό χρόνο. Ο Ρίτσι και οι άλλοι επιστήμονες εργάστηκαν με τη μεγαλύτερη ταχύτητα για να στερεώσουν όλα τα ηλεκτρόδια στη θέση τους. Στην επίδειξη εκείνο το βράδυ χρησιμοποιήθηκε ως υποκείμενο ο νευροεπιστήμονας Fransisco Varela. Όσο ο Ρίτσι τοποθετούσε τα ηλεκτρόδια στο δέρμα του κεφαλιού του Φρανσίσκο, οι μοναχοί δεν μπορούσαν να τον δουν. Μόλις, όμως, ο Ρίτσι ολοκλήρωσε το έργο του και παραμέρισε, οι συνήθως πολύ εγκρατείς μοναχοί ξέσπασαν σε δυνατά γέλια.
Ο Ρίτσι νόμισε ότι γελούσαν επειδή ο Φρανσίσκο ήταν λιγάκι αστείος με όλα αυτά τα καλώδια να ξεφυτρώνουν από το κεφάλι του σαν μακαρόνια. Δεν ήταν όμως αυτό που είχαν βρει αστείο οι μοναχοί. Γελούσαν γιατί ο Ρίτσι και η ομάδα του τους είχαν πει ότι ενδιαφέρονταν να μελετήσουν τη συμπόνια, αλλά τοποθετούσαν τα ηλεκτρόδια στο κεφάλι και όχι στην καρδιά.
Η ομάδα του Ρίτσι χρειάστηκε γύρω στα δεκαπέντε χρόνια για να κατανοήσει την άποψη των μοναχών. Μόλις οι γιόγκι άρχισαν να έρχονται στο εργαστήριο του Ρίτσι, είδαν δεδομένα που τους έκαναν να συνειδητοποιήσουν ότι η συμπόνια ήταν σε μεγάλο βαθμό μια ενσωματωμένη κατάσταση, με στενούς δεσμούς ανάμεσα στον εγκέφαλο και το σώμα, και ιδίως ανάμεσα στον εγκέφαλο και την καρδιά.
Τα αποδεικτικά στοιχεία γι’ αυτή τη σύνδεση προέκυψαν από μια ανάλυση που συνέδεε την εγκεφαλική δραστηριότητα των γιόγκι με τον καρδιακό παλμό τους, μια συνέχεια στο απρόσμενο εύρημα ότι ο παλμός της καρδιάς των γιόγκι χτυπούσε πιο γρήγορα σε σχέση με των αρχαρίων όταν άκουγαν ήχους ανθρώπων που υπέφεραν. Ο καρδιακός παλμός των γιόγκι συνδυαζόταν με τη δραστηριότητα μιας πολύ σημαντικής περιοχής στη νήσο, την περιοχή του εγκεφάλου που λειτουργεί ως πύλη, μέσα από την οποία οι πληροφορίες για το σώμα μεταφέρονται στον εγκέφαλο, και το αντίστροφο.
Υπό μία έννοια, οι μοναχοί του Ναμγκιάλ είχαν δίκιο. Η ομάδα του Ρίτσι είχε δεδομένα που έδειχναν ότι με την εκπαίδευση που κάνουν οι γιόγκι, ο εγκέφαλός τους συντονίζεται με μεγαλύτερη ακρίβεια με την καρδιά, ιδίως στον διαλογισμό της συμπόνιας. Και πάλι, επρόκειτο για ένα εύρημα επίδρασης κατάστασης σε χαρακτηριστικό, που εμφανίζεται στους γιόγκι μόνο όταν διαλογίζονται για τη συμπόνια (και όχι κατά την άσκηση άλλων ειδών διαλογισμού, ούτε σε κατάσταση ηρεμίας, αλλά ούτε και στα μέλη της ομάδας σύγκρισης).
Με δυο λόγια, η συμπόνια στους γιόγκι οξύνει την αίσθησή τους για τα συναισθήματα των άλλων, ιδίως όταν υποφέρουν, και εντείνει την ευαισθησία του σώματός τους, ιδίως της καρδιάς, που είναι βασική πηγή ενσυναίσθησης του πόνου των άλλων. Ίσως παίζει ρόλο και η εκδοχή του διαλογισμού της συμπόνιας. Σε αυτή την περίπτωση, οι διαλογιζόμενοι εμπλέκονταν σε μια «μη αναφορική» συμπόνια. Όπως έλεγε ο Ματιέ: «δημιουργούσαν μια κατάσταση στην οποία η αγάπη και η συμπόνια διαπότιζαν ολόκληρο τον νου χωρίς άλλες συλλογιστικές σκέψεις».
Δεν εστίαζαν σε κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά δημιουργούσαν την υποδομή της συμπόνιας, και αυτό μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα σημαντικό για τη συμμετοχή των νευρωνικών κυκλωμάτων που συντονίζουν τον εγκέφαλο με την καρδιά. Το να είμαστε παρόντες για ένα άλλο άτομο, δείχνοντας μια συνεχή, στοργική προσοχή, μπορεί να θεωρηθεί βασική μορφή συμπόνιας. Η αδιάσπαστη προσοχή μας προς τον άλλον βελτιώνει επίσης την ενσυναίσθηση, επιτρέποντάς μας να συλλάβουμε περισσότερα από τις φευγαλέες εκφράσεις του προσώπου και άλλες παρόμοιες ενδείξεις που μας συντονίζουν με αυτό το οποίο πραγματικά νιώθει ο άλλος εκείνη τη στιγμή.
Αν η προσοχή μας «ανοιγοκλείνει», αυτά τα σημάδια πιθανώς θα μας διαφύγουν. Όπως είδαμε στο Κεφάλαιο 7, στους μακροχρόνια διαλογιζόμενους η προσοχή ανοιγοκλείνει πολύ λιγότερο από των άλλων. Αυτή η ακύρωση του ανοιγοκλεισίματος της προσοχής περιλαμβάνεται σε μια σειρά νοητικών λειτουργιών που αλλάζουν με την αυστηρή εκπαίδευση του νου – και τις οποίες οι επιστήμονες θεωρούσαν παγιωμένες, αναλλοίωτες, βασικές ιδιότητες του νευρικού συστήματος. Οι περισσότερες από αυτές τις λειτουργίες είναι σχεδόν άγνωστες έξω από τους επιστημονικούς κύκλους, όπου θεωρούνται απολύτως δεδομένες.
Ως εκ τούτου, η αμφισβήτηση των καθιερωμένων απόψεων σχετικά με αυτές συγκλονίζει όλο το σύστημα υποθέσεων της γνωστικής επιστήμης. Αλλά η απόρριψη παλαιών υποθέσεων υπό το πρίσμα νέων ευρημάτων ήταν ανέκαθεν η κινητήρια δύναμη της ίδιας της επιστήμης. Άλλο ένα σημαντικό θέμα: Πιστεύουμε πως η ελάφρυνση του εαυτού και η ελάττωση των προσκολλήσεων που είδαμε στους γιόγκι θα μπορούσε να συσχετίζεται με τη συρρίκνωση του επικλινούς πυρήνα, όπως έχει βρεθεί σε μακροχρόνια διαλογιζόμενους με δυτική προέλευση.
Αλλά ο Ρίτσι δεν συνέλεξε τέτοια δεδομένα από τους γιόγκι, παρότι η ελάττωση των προσκολλήσεων είναι ρητός στόχος της άσκησής τους. Η ανακάλυψη της προεπιλεγμένης λειτουργίας και του τρόπου μέτρησής της, καθώς και του κρίσιμου ρόλου της στο αυτοσύστημα του εγκεφάλου έγινε τόσο πρόσφατα που, όταν οι γιόγκι έρχονταν ένας ένας στο εργαστήριο, η ομάδα του Ρίτσι δεν είχε την παραμικρή υπόνοια ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αυτό το βασικό κριτήριο για να μετρήσει την αλλαγή. Μόνο προς το τέλος της διαδικασίας το εργαστήριο έκανε τις απαραίτητες μετρήσεις στην κατάσταση ηρεμίας, κι έτσι έχει στοιχεία από ελάχιστους γιόγκι και δεν μπορεί να τα αναλύσει.
Η επιστήμη προχωρά ως έναν βαθμό μέσα από καινοτόμες μετρήσεις που δίνουν πρωτοφανή δεδομένα. Αυτή ήταν η περίπτωσή μας. Αυτό σημαίνει, όμως, και ότι τα ευρήματα που έχουμε σχετικά με τους γιόγκι συνδέονται περισσότερο με την ευτυχή συγκυρία των μετρήσεων που είχαμε στη διάθεσή μας και λιγότερο με την προσεκτική εξέταση της τοπογραφίας αυτής της περιοχής της ανθρώπινης εμπειρίας. Φτάνουμε έτσι σε ένα μειονέκτημα αυτού που διαφορετικά θα φαινόταν ένα πολύ εντυπωσιακό εύρημα για τους γιόγκι: αυτά τα σημεία δεδομένων δεν είναι παρά στιγμιότυπα της αλλαγής των χαρακτηριστικών που επιφέρει ο εντατικός, παρατεταμένος διαλογισμός.
Δεν θα θέλαμε να περιορίσουμε τη συγκεκριμένη ιδιότητα της ύπαρξης σε αυτό που τυχαίνει να μπορούμε να μετρήσουμε. Ο τρόπος που βλέπει η επιστήμη αυτά τα αλλαγμένα χαρακτηριστικά των γιόγκι μπορεί να παρομοιαστεί με τους τυφλούς και τον ελέφαντα. Για παράδειγμα, το εύρημα για τα κύματα γάμμα είναι συναρπαστικό, αλλά είναι σαν να νιώθεις την προβοσκίδα του ελέφαντα χωρίς να ξέρεις τίποτα για το υπόλοιπο σώμα του. Το ίδιο ισχύει και για την απουσία του ανοιγοκλεισίματος της προσοχής, τις διαλογιστικές καταστάσεις χωρίς προσπάθεια, την υπερβολικά γρήγορη ανάκαμψη από τον πόνο και την ετοιμότητα να βοηθήσουν κάποιον που υποφέρει – όλα είναι μόνο στιγμιότυπα μιας ευρύτερης πραγματικότητας την οποία δεν κατανοούμε πλήρως.
Αυτό που μετράει περισσότερο, όμως, ίσως είναι η συνειδητοποίηση ότι η συνηθισμένη μας κατάσταση της συνείδησης όταν είμαστε ξύπνιοι, όπως παρατήρησε εδώ και πάνω από έναν αιώνα ο William James, δεν είναι παρά μία εναλλακτική. Η αλλαγή των χαρακτηριστικών είναι μία άλλη. Δυο λόγια και για τη γενικότερη σημασία των γιόγκι. Οι άνθρωποι αυτοί είναι πολύ σπάνιοι, είναι αυτό που κάποιοι ασιατικοί πολιτισμοί ονομάζουν «ζωντανούς θησαυρούς».
Οι συναντήσεις μαζί τους είναι μια μοναδική πηγή πνευματικής τροφής και έμπνευσης όχι γιατί απολαμβάνουν κάποια ξεχωριστή κοινωνική θέση ή διασημότητα, αλλά για τις εσωτερικές ιδιότητες που ακτινοβολούν. Ελπίζουμε ότι τα έθνη και οι κουλτούρες που φιλοξενούν αυτά τα πλάσματα θα καταλάβουν την ανάγκη να προστατεύσουν τους ίδιους και τις κοινότητες των εμπειριών και των τεχνικών τους, καθώς και τις νοοτροπίες που εκτιμούν αυτά τα αλλαγμένα χαρακτηριστικά. Το να χαθεί ο δρόμος προς αυτή την εσωτερική εμπειρία θα είναι αληθινή τραγωδία για ολόκληρο τον κόσμο.
Ο Ρίτσι και οι ερευνητές φίλοι του, όπως θα θυμάστε, δεν μπόρεσαν να συλλέξουν πραγματικά επιστημονικά δεδομένα από τους γιόγκι που ζούσαν στα βουνά. Όταν, όμως, ο Δαλάι Λάμα ζήτησε από τον Ρίτσι και τους συναδέλφους του να κάνουν μια ομιλία για τη δουλειά τους στους μοναχούς στο μοναστήρι, ο Ρίτσι σκέφτηκε ότι ο εξοπλισμός που είχαν κουβαλήσει στην Ινδία ίσως χρησίμευε σε κάτι.
Αντί για μια ξερή ακαδημαϊκή ομιλία θα έκαναν μια επιτόπου επίδειξη του τρόπου με τον οποίο μπορούν να καταγραφούν τα ηλεκτρικά σήματα του εγκεφάλου. Κι έτσι, διακόσιοι μοναχοί κάθονταν πειθήνια στα μαξιλάρια τους στο δάπεδο, όταν ο Ρίτσι και οι φίλοι του έφτασαν με τις βαλίτσες τους γεμάτες σύνεργα για τα ηλεκτροεγκεφαλογραφήματα.
Η τοποθέτηση των ηλεκτροδίων σε ένα κεφάλι παίρνει αρκετό χρόνο. Ο Ρίτσι και οι άλλοι επιστήμονες εργάστηκαν με τη μεγαλύτερη ταχύτητα για να στερεώσουν όλα τα ηλεκτρόδια στη θέση τους. Στην επίδειξη εκείνο το βράδυ χρησιμοποιήθηκε ως υποκείμενο ο νευροεπιστήμονας Fransisco Varela. Όσο ο Ρίτσι τοποθετούσε τα ηλεκτρόδια στο δέρμα του κεφαλιού του Φρανσίσκο, οι μοναχοί δεν μπορούσαν να τον δουν. Μόλις, όμως, ο Ρίτσι ολοκλήρωσε το έργο του και παραμέρισε, οι συνήθως πολύ εγκρατείς μοναχοί ξέσπασαν σε δυνατά γέλια.
Ο Ρίτσι νόμισε ότι γελούσαν επειδή ο Φρανσίσκο ήταν λιγάκι αστείος με όλα αυτά τα καλώδια να ξεφυτρώνουν από το κεφάλι του σαν μακαρόνια. Δεν ήταν όμως αυτό που είχαν βρει αστείο οι μοναχοί. Γελούσαν γιατί ο Ρίτσι και η ομάδα του τους είχαν πει ότι ενδιαφέρονταν να μελετήσουν τη συμπόνια, αλλά τοποθετούσαν τα ηλεκτρόδια στο κεφάλι και όχι στην καρδιά.
Η ομάδα του Ρίτσι χρειάστηκε γύρω στα δεκαπέντε χρόνια για να κατανοήσει την άποψη των μοναχών. Μόλις οι γιόγκι άρχισαν να έρχονται στο εργαστήριο του Ρίτσι, είδαν δεδομένα που τους έκαναν να συνειδητοποιήσουν ότι η συμπόνια ήταν σε μεγάλο βαθμό μια ενσωματωμένη κατάσταση, με στενούς δεσμούς ανάμεσα στον εγκέφαλο και το σώμα, και ιδίως ανάμεσα στον εγκέφαλο και την καρδιά.
Τα αποδεικτικά στοιχεία γι’ αυτή τη σύνδεση προέκυψαν από μια ανάλυση που συνέδεε την εγκεφαλική δραστηριότητα των γιόγκι με τον καρδιακό παλμό τους, μια συνέχεια στο απρόσμενο εύρημα ότι ο παλμός της καρδιάς των γιόγκι χτυπούσε πιο γρήγορα σε σχέση με των αρχαρίων όταν άκουγαν ήχους ανθρώπων που υπέφεραν. Ο καρδιακός παλμός των γιόγκι συνδυαζόταν με τη δραστηριότητα μιας πολύ σημαντικής περιοχής στη νήσο, την περιοχή του εγκεφάλου που λειτουργεί ως πύλη, μέσα από την οποία οι πληροφορίες για το σώμα μεταφέρονται στον εγκέφαλο, και το αντίστροφο.
Υπό μία έννοια, οι μοναχοί του Ναμγκιάλ είχαν δίκιο. Η ομάδα του Ρίτσι είχε δεδομένα που έδειχναν ότι με την εκπαίδευση που κάνουν οι γιόγκι, ο εγκέφαλός τους συντονίζεται με μεγαλύτερη ακρίβεια με την καρδιά, ιδίως στον διαλογισμό της συμπόνιας. Και πάλι, επρόκειτο για ένα εύρημα επίδρασης κατάστασης σε χαρακτηριστικό, που εμφανίζεται στους γιόγκι μόνο όταν διαλογίζονται για τη συμπόνια (και όχι κατά την άσκηση άλλων ειδών διαλογισμού, ούτε σε κατάσταση ηρεμίας, αλλά ούτε και στα μέλη της ομάδας σύγκρισης).
Με δυο λόγια, η συμπόνια στους γιόγκι οξύνει την αίσθησή τους για τα συναισθήματα των άλλων, ιδίως όταν υποφέρουν, και εντείνει την ευαισθησία του σώματός τους, ιδίως της καρδιάς, που είναι βασική πηγή ενσυναίσθησης του πόνου των άλλων. Ίσως παίζει ρόλο και η εκδοχή του διαλογισμού της συμπόνιας. Σε αυτή την περίπτωση, οι διαλογιζόμενοι εμπλέκονταν σε μια «μη αναφορική» συμπόνια. Όπως έλεγε ο Ματιέ: «δημιουργούσαν μια κατάσταση στην οποία η αγάπη και η συμπόνια διαπότιζαν ολόκληρο τον νου χωρίς άλλες συλλογιστικές σκέψεις».
Δεν εστίαζαν σε κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά δημιουργούσαν την υποδομή της συμπόνιας, και αυτό μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα σημαντικό για τη συμμετοχή των νευρωνικών κυκλωμάτων που συντονίζουν τον εγκέφαλο με την καρδιά. Το να είμαστε παρόντες για ένα άλλο άτομο, δείχνοντας μια συνεχή, στοργική προσοχή, μπορεί να θεωρηθεί βασική μορφή συμπόνιας. Η αδιάσπαστη προσοχή μας προς τον άλλον βελτιώνει επίσης την ενσυναίσθηση, επιτρέποντάς μας να συλλάβουμε περισσότερα από τις φευγαλέες εκφράσεις του προσώπου και άλλες παρόμοιες ενδείξεις που μας συντονίζουν με αυτό το οποίο πραγματικά νιώθει ο άλλος εκείνη τη στιγμή.
Αν η προσοχή μας «ανοιγοκλείνει», αυτά τα σημάδια πιθανώς θα μας διαφύγουν. Όπως είδαμε στο Κεφάλαιο 7, στους μακροχρόνια διαλογιζόμενους η προσοχή ανοιγοκλείνει πολύ λιγότερο από των άλλων. Αυτή η ακύρωση του ανοιγοκλεισίματος της προσοχής περιλαμβάνεται σε μια σειρά νοητικών λειτουργιών που αλλάζουν με την αυστηρή εκπαίδευση του νου – και τις οποίες οι επιστήμονες θεωρούσαν παγιωμένες, αναλλοίωτες, βασικές ιδιότητες του νευρικού συστήματος. Οι περισσότερες από αυτές τις λειτουργίες είναι σχεδόν άγνωστες έξω από τους επιστημονικούς κύκλους, όπου θεωρούνται απολύτως δεδομένες.
Ως εκ τούτου, η αμφισβήτηση των καθιερωμένων απόψεων σχετικά με αυτές συγκλονίζει όλο το σύστημα υποθέσεων της γνωστικής επιστήμης. Αλλά η απόρριψη παλαιών υποθέσεων υπό το πρίσμα νέων ευρημάτων ήταν ανέκαθεν η κινητήρια δύναμη της ίδιας της επιστήμης. Άλλο ένα σημαντικό θέμα: Πιστεύουμε πως η ελάφρυνση του εαυτού και η ελάττωση των προσκολλήσεων που είδαμε στους γιόγκι θα μπορούσε να συσχετίζεται με τη συρρίκνωση του επικλινούς πυρήνα, όπως έχει βρεθεί σε μακροχρόνια διαλογιζόμενους με δυτική προέλευση.
Αλλά ο Ρίτσι δεν συνέλεξε τέτοια δεδομένα από τους γιόγκι, παρότι η ελάττωση των προσκολλήσεων είναι ρητός στόχος της άσκησής τους. Η ανακάλυψη της προεπιλεγμένης λειτουργίας και του τρόπου μέτρησής της, καθώς και του κρίσιμου ρόλου της στο αυτοσύστημα του εγκεφάλου έγινε τόσο πρόσφατα που, όταν οι γιόγκι έρχονταν ένας ένας στο εργαστήριο, η ομάδα του Ρίτσι δεν είχε την παραμικρή υπόνοια ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αυτό το βασικό κριτήριο για να μετρήσει την αλλαγή. Μόνο προς το τέλος της διαδικασίας το εργαστήριο έκανε τις απαραίτητες μετρήσεις στην κατάσταση ηρεμίας, κι έτσι έχει στοιχεία από ελάχιστους γιόγκι και δεν μπορεί να τα αναλύσει.
Η επιστήμη προχωρά ως έναν βαθμό μέσα από καινοτόμες μετρήσεις που δίνουν πρωτοφανή δεδομένα. Αυτή ήταν η περίπτωσή μας. Αυτό σημαίνει, όμως, και ότι τα ευρήματα που έχουμε σχετικά με τους γιόγκι συνδέονται περισσότερο με την ευτυχή συγκυρία των μετρήσεων που είχαμε στη διάθεσή μας και λιγότερο με την προσεκτική εξέταση της τοπογραφίας αυτής της περιοχής της ανθρώπινης εμπειρίας. Φτάνουμε έτσι σε ένα μειονέκτημα αυτού που διαφορετικά θα φαινόταν ένα πολύ εντυπωσιακό εύρημα για τους γιόγκι: αυτά τα σημεία δεδομένων δεν είναι παρά στιγμιότυπα της αλλαγής των χαρακτηριστικών που επιφέρει ο εντατικός, παρατεταμένος διαλογισμός.
Δεν θα θέλαμε να περιορίσουμε τη συγκεκριμένη ιδιότητα της ύπαρξης σε αυτό που τυχαίνει να μπορούμε να μετρήσουμε. Ο τρόπος που βλέπει η επιστήμη αυτά τα αλλαγμένα χαρακτηριστικά των γιόγκι μπορεί να παρομοιαστεί με τους τυφλούς και τον ελέφαντα. Για παράδειγμα, το εύρημα για τα κύματα γάμμα είναι συναρπαστικό, αλλά είναι σαν να νιώθεις την προβοσκίδα του ελέφαντα χωρίς να ξέρεις τίποτα για το υπόλοιπο σώμα του. Το ίδιο ισχύει και για την απουσία του ανοιγοκλεισίματος της προσοχής, τις διαλογιστικές καταστάσεις χωρίς προσπάθεια, την υπερβολικά γρήγορη ανάκαμψη από τον πόνο και την ετοιμότητα να βοηθήσουν κάποιον που υποφέρει – όλα είναι μόνο στιγμιότυπα μιας ευρύτερης πραγματικότητας την οποία δεν κατανοούμε πλήρως.
Αυτό που μετράει περισσότερο, όμως, ίσως είναι η συνειδητοποίηση ότι η συνηθισμένη μας κατάσταση της συνείδησης όταν είμαστε ξύπνιοι, όπως παρατήρησε εδώ και πάνω από έναν αιώνα ο William James, δεν είναι παρά μία εναλλακτική. Η αλλαγή των χαρακτηριστικών είναι μία άλλη. Δυο λόγια και για τη γενικότερη σημασία των γιόγκι. Οι άνθρωποι αυτοί είναι πολύ σπάνιοι, είναι αυτό που κάποιοι ασιατικοί πολιτισμοί ονομάζουν «ζωντανούς θησαυρούς».
Οι συναντήσεις μαζί τους είναι μια μοναδική πηγή πνευματικής τροφής και έμπνευσης όχι γιατί απολαμβάνουν κάποια ξεχωριστή κοινωνική θέση ή διασημότητα, αλλά για τις εσωτερικές ιδιότητες που ακτινοβολούν. Ελπίζουμε ότι τα έθνη και οι κουλτούρες που φιλοξενούν αυτά τα πλάσματα θα καταλάβουν την ανάγκη να προστατεύσουν τους ίδιους και τις κοινότητες των εμπειριών και των τεχνικών τους, καθώς και τις νοοτροπίες που εκτιμούν αυτά τα αλλαγμένα χαρακτηριστικά. Το να χαθεί ο δρόμος προς αυτή την εσωτερική εμπειρία θα είναι αληθινή τραγωδία για ολόκληρο τον κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου