Η αυτοκρατορική περίοδος ξεκινά επί της ουσίας με τον Αύγουστο (27 π.Χ.-14 μ.Χ.), τυπικά όμως με τον αυτοκράτορα Τιβέριο (14-37 μ.Χ.) και φτάνει ως το 476 μ.Χ., χρονιά εκτοπισμού του αυτοκράτορα Ρωμύλου Αυγουστύλου και χρονικό σημείο κατάρρευσης της δυτικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Σε αντίθεση με τη γενική εντύπωση που αφήνουν τα συγγράμματα του Διονυσίου του Αλικαρνασσέα για τη ρητορική, πως δηλαδή η τέχνη υπηρετείται προς το τέλος του 1ου αι. π.Χ. από εμπνευσμένους διανοητές, η ρητορεία που αναπτύσσεται αυτή την περίοδο φέρει για πολλούς συγγραφείς και λόγιους της εποχής εμφανή σημάδια παρακμής. Στα χρόνια του, γράφει ο Τάκιτος (γενν. περ. το 55 μ.Χ.), ο σπουδαιότερος ιστορικός της αυτοκρατορικής περιόδου, μπορεί κανείς να μιλήσει για ευφραδείς, για δικολάβους, για δικηγόρους, για πάτρωνες και γενικά για οτιδήποτε, όχι όμως για ρήτορες (Dialogus de οratoribus 1).
Καθώς η τέχνη του λόγου εγκαταλείπει την πολιτική σκηνή, βρίσκει πια εξέχουσα θέση στην εκπαίδευση - η διαδικασία αυτή έχει προετοιμαστεί το αργότερο από το δεύτερο μισό του 1ου αι. π.Χ. Οι ρητορικοί λόγοι δεν αποβλέπουν πια κατά κανόνα στην εξυπηρέτηση πρακτικών στόχων, όπως το να πείσουν για το δίκιο ή το άδικο μιας συγκεκριμένης πλευράς στο πλαίσιο μιας δίκης, αλλά στην επίδειξη της δεξιοτεχνίας του ομιλητή, της ικανότητάς του να πραγματευτεί με εντυπωσιακή τεχνική ένα θέμα. Άλλωστε δεν θαυμάζει πλέον κανείς σπουδαίους πολιτικούς ρήτορες, αλλά ρητοροδιδάσκαλους και ομιλητές, που επιδεικνύουν τις ρητορικές τους ικανότητες σε κλειστές αίθουσες διαλέξεων με λόγους που συνθέτουν ad hoc, τις λεγόμενες declamationes (μελέται), με άλλα λόγια δικανικούς και συμβουλευτικούς λόγους γύρω από φανταστικά θέματα (controversiae και suasoriae αντίστοιχα).
Ο ρήτορας λειτουργεί πια ως ένα είδος ηθοποιού. Τα θέματα των λόγων του, που στοχεύουν στην προσέλκυση του ενδιαφέροντος και στην τέρψη του κοινού, προκαλούν την εντύπωση με τον εξωπραγματικό τους χαρακτήρα και τη δύναμη φαντασίας που τα διακρίνει. Η πραγμάτευσή τους γίνεται με ασύμμετρο προς το περιεχόμενο του λόγου ρητορικό στόμφο και όγκο. Κάποτε οι λόγοι αυτοί αφορούν πολύπλοκα, επί της ουσίας όμως μόνο κατ' επίφασιν προβλήματα.
Φυσική συνέπεια αυτών των συνθηκών είναι η γέννηση αυτή την εποχή μιας γραμματείας με θέμα την corrupta eloquentia, την παρακμή της ρητορείας και τους λόγους αυτής της εξέλιξης (σχετικά κείμενα γράφουν ο Πετρώνιος, ο Κοϊντιλιανός, ο Τάκιτος). Ωστόσο, καθώς οι ασιατικές πόλεις ανθούν και πάλι περίπου από το 50 μ.Χ., αναπτύσσεται σε αυτές μια νέα σοφιστική, που διακρίνεται από την παλαιότερη αντίστοιχη κίνηση καταρχάς μέσω του τίτλου της: η νέα αυτή άνθηση της ρητορείας είναι γνωστή ως «Δεύτερη Σοφιστική».
Ως ιστορικά απολύτως δικαιολογημένη και αναμενόμενη θα πρέπει να θεωρήσουμε και την ανάπτυξη και καλλιέργεια μέσα στην ίδια περίοδο του πανηγυρικού (λόγου), που ανήκει στο είδος της επιδεικτικής ρητορείας. Ο Panegyricus (Πανηγυρικός) του Πλίνιου του Νεότερου -προς τιμή του Τραϊανού- ορίζει τον τύπο αυτού του είδους, που έχει ως αντικείμενο την προσωπικότητα, το ήθος και τα επιτεύγματα του ηγεμόνα. Οι καταβολές του συγκεκριμένου έργου εντοπίζονται στο De clementia (Περί επιεικείας) του Σενέκα του Νεότερου (του Φιλόσοφου), ενός κειμένου που ο συγγραφέας συνέταξε με διάθεση συμβουλευτική και ταυτόχρονα εγκωμιαστική, εν είδει «κατόπτρου ηγεμόνος», για τον Νέρωνα.
Η ρητορεία, που ανθεί στο πλαίσιο της «Δεύτερης Σοφιστικής», αναπτύσσει από τη μια λογοτεχνικές αξιώσεις και επιδρά από την άλλη δυναμικά στη λογοτεχνία - και αυτή η εξέλιξη έχει διαφανεί κιόλας από τους ελληνιστικούς και τους αυγούστειους χρόνους. Το ύφος που διακρίνεται από εμφατικά σημεία ρητορικής ακμής ("Pointenstil") χαρακτηρίζει το έπος του Λουκανού (Pharsalia), την τραγωδία και τα πεζά κείμενα του Σενέκα του Φιλόσοφου. Εξάλλου η επίδραση της ρητορικής εκπαίδευσης στην ιστοριογραφία, με τις «συνταγές» και τις υποδείξεις της για το δραματικό διήγημα, διαφαίνεται κιόλας στη Ρωμαϊκὴ Ἀρχαιολογία του Διονυσίου του Αλικαρνασσέα.
Οι φιλοσοφικές και φιλολογικές τάσεις που άρχισαν να αναπτύσσονται κιόλας από τα τέλη του 2ου αι. π.Χ. στην ελληνόφωνη Ανατολή και συνδέονται πάντοτε κατά κάποιον τρόπο με τη διδασκαλία και τη θεωρία της ρητορικής θα ενισχυθούν και μέσα σε αυτούς τους χρόνους. Η κλασικιστική λογοτεχνική κριτική που ξεκίνησε μέσα στον 1ο αι. π.Χ. με το Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα και τον Καικίλιο από την Καλή Ακτή θα καλλιεργηθεί ακόμη περισσότερο από τον ανώνυμο για μας συγγραφέα του έργου Περὶ Ὕψους, του οποίου όμως η χρονολόγηση αμφισβητείται, και από τον Κοϊντιλιανό.
Στο πλαίσιο της ρητορικής εκπαίδευσης έχουμε σε αυτούς τους χρόνους την εδραίωση του συστήματος των προγυμνασμάτων, που αφορούν όχι μόνο τους εκπαιδευόμενους ρήτορες αλλά και τους φιλoσόφους, τους ιστορικούς και τους ποιητές. Λόγια και σαφή εικόνα για το περιεχόμενο αυτών των ρητορικών ασκήσεων (τους τύπους κειμένων που καλούνταν να συντάξουν οι μαθητές) προσφέρει ο Αίλιος Θέων από την Αλεξάνδρεια (τέλη του 1ου-αρχές του 2ου αι. μ.Χ.). Ωστόσο, όπως ο ίδιος ομολογεί, μπορούσε να ανατρέξει για τη συγκεκριμένη διδασκαλία στο έργο σημαντικών προδρόμων.
Στα χρόνια του αυτοκράτορα Αδριανού (που κυβέρνησε από το 117 έως το 138) εμπίπτει η δράση του ρητοροδιδάσκαλου και πολιτικού Marcus Cornelius Fronto, που ασχολήθηκε με την εκπαίδευση των διαδόχων Μάρκου Αυρηλίου και Λεύκιου Βέρου (Marcus Aurelius, Leucius Verus). Δεν έχουν διασωθεί τα ρητορικά του συγγράμματα, κερδίζουμε όμως από τις επιστολές του μια εικόνα για τις απόψεις του. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η θέση του ότι θα πρέπει να αξιοποιηθεί ως πρότυπο ο τρόπος έκφρασης των προκλασικών συγγραφέων. Γίνεται έτσι ο πιο σημαντικός ρωμαίος εκπρόσωπος του αρχαϊσμού.
Ωστόσο, στην περιοχή της ρητορικής θεωρίας ο Ερμογένης από την Ταρσό (γενν. γύρω στα 160 μ.Χ.) θεωρείται ο πιο σημαντικός συγγραφέας της αυτοκρατορικής περιόδου. Σε αυτόν οφείλεται η επεξεργασία της θεωρίας των στάσεων από τον Ερμαγόρα.
Μια τελευταία αναλαμπή του είδους της μελέτης (declamatio) έχουμε κατά τον 4ο αι. με τον ρήτορα Λιβάνιο από την Αντιόχεια (314->392). Στον 31ο λόγο του (από τους εξήντα τέσσερις σωζόμενους) (Πρòς τοὺς Ἀντιοχέας ὑπὲρ τῶν ῥητόρων) αναφέρεται στην κατάσταση της τέχνης στην εποχή του. Ο Αφθόνιος από την Αντιόχεια, μαθητής του Λιβάνιου, επεξεργάστηκε εκ νέου το σύστημα του Ερμογένη και άσκησε με την προσωπική του συμβολή μεγάλη επίδραση στους μεταγενέστερους.
Η σημασία της χριστιανικής ρητορείας (τόσο απολογητικού όσο και πανηγυρικού χαρακτήρα) αρχίζει να μεγαλώνει από τον 3ο αι. Ωστόσο, η αξία της στο πλαίσιο της χριστιανικής πίστης αποτελεί αμφιλεγόμενο ζήτημα.
Σενέκας ο Πρεσβύτερος
Ο Σενέκας ο Πρεσβύτερος (Lucius Annaeus Seneca Maior, πιθ. 55 π.Χ.-39/40 μ.Χ.), πατέρας του Σενέκα του Φιλοσόφου, ρήτορας αλλά πιθανότατα όχι δικηγόρος, καταγόταν από πλούσια οικογένεια Ιππέων της Ισπανίας. Έμεινε δύο φορές για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα στη Ρώμη. Γράφει στα χρόνια του Καλιγούλα (37-41). Άκουσε τους μεγαλύτερους ρήτορες της εποχής του. Τη γνώση μας για πολλά από αυτά τα πρόσωπα την οφείλουμε αποκλειστικά στις δικές του καταγραφές.
Ο Σενέκας ασχολήθηκε με τη ρητορική και την ιστοριογραφία. Στο έργο Oratorum et rhetorum sententiae, divisiones, colores (Ρητόρων και ρητοροδιδασκάλων γνώμες, διαιρέσεις, αποχρώσεις) κατέγραψε ό,τι είχε συγκρατήσει στη μνήμη του από τους λόγους σπουδαίων ομιλητών που είχε ακούσει ο ίδιος. Το έργο αποτελείται από δέκα βιβλία ἀντιλογιῶν (controversiae) με φανταστικά θέματα από την περιοχή της ρητορικής εκπαίδευσης και ένα βιβλίο παραινετικών-συμβουλευτικών λόγων (suasoriae). Οι αντιλογίες πραγματεύονται εβδομήντα τέσσερα θέματα. Στην πραγμάτευση κάθε θέματος προτάσσονται γνῶμαι (sententiae), που έχουν αποφθεγματικό χαρακτήρα και παρουσιάζουν συνοπτικά τη θέση κάθε ρήτορα. Ακολουθούν οι διαιρέσεις (divisiones), (Ο όρος divisio αποδίδει τη σύνδεση της στάσεως (status) του ζητήματος που τίθεται, με τις αντίστοιχες πίστεις/ἀποδείξεις (probationes) (την κατανομή των ἀποδείξεων στις αντίστοιχες στάσεις) που αναδεικνύουν κατά βάσιν τη δομή κάθε λόγου, πώς δηλαδή ο ρήτορας διέκρινε τα επιμέρους ζητήματα που έθετε η υπόθεση (quaestiones). (Ο τεχνικός όρος color (χρῶμα) μπορεί να σημαίνει την παρουσίαση του θέματος από τον ομιλητή με την κατάλληλη «σκίαση» («ρετουσάρισμα»), ώστε να καλυφθούν πλευρές που δεν είναι ευνοϊκές και να επιφυλαχθεί το κοινό να επιδείξει διάθεση τιμωρίας) Στο τελευταίο τμήμα κάθε αντιλογίας (colores) ο συγγραφέας δίνει ένα δείγμα της ρητορικής ιδιολέκτου του ομιλητή, της τέχνης και της ιδιαίτερης προσπάθειάς του να διαφωτίσει με τη ρητορική σκευή του το ζήτημα που τον απασχολεί, ή να προβάλει πειστικά κάποιες πλευρές του. (Ωστόσο ο όρος μπορεί να σημαίνει και το στολισμό του λόγου (ornatus), τη γλωσσικά ωραία παρουσίαση του θέματος)
Κοϊντιλιανός
Όπως και ο Σενέκας, έτσι και ο Κοϊντιλιανός (Marcus Fabius Quintilianus, γεννήθηκε ίσως το 35 μ.Χ. και πέθανε πιθανόν το 96) κατάγεται από την Ισπανία. Ο πατέρας του δίδαξε ρητορική στη Ρώμη. Ο ίδιος μαθήτευσε, πριν γυρίσει και πάλι στην πατρίδα του, δίπλα στον διάσημο γραμματικό Παλαίμωνα (Remmius Palaemon) και στον ρήτορα Domitius Afer. Το 68 ακολουθεί τον Γάλβα και επιστρέφει στη Ρώμη. Για είκοσι χρόνια διδάσκει ρητορική εισπράττοντας για τις υπηρεσίες του χρήματα από το δημόσιο ταμείο. Μετά την αποχώρησή του από τη δημόσια διδασκαλία ο Δομιτιανός τού αναθέτει την εκπαίδευση των ανιψιών και κατοπινών θετών γιών του. Έτσι εξηγείται ο γενναιόδωρος έπαινoς του δασκάλου για τον τύραννο.
Το έργο του De causis corruptae eloquentiae (Περί των αιτίων παρακμής της ρητορείας) δεν έχει σωθεί, ενώ το έργο Declamationes (Μελέται/Επιδείξεις) που του αποδίδεται δεν είναι γνήσιο. Έχει διασωθεί το βασικό του έργο Institutionis oratoriae libri XII (Δώδεκα βιβλία για την εκπαίδευση του ρήτορα), που συνέταξε, όταν είχε πια αποχωρήσει από την ενεργό διδασκαλία. Το έργο δημοσιεύθηκε το 94 μ.Χ. κάτω από την πίεση του εκδότη του συγγραφέα.
Το πρώτο βιβλίο είναι αφιερωμένο στην προβολή της σημασίας της εγκυκλίου παιδείας για τον ρήτορα. Το δεύτερο εισάγει στη ρητορική. Από το τρίτο έως το έβδομο βιβλίο ο συγγραφέας πραγματεύεται την εύρεση (inventio) και την τάξη (dispositio). Τα άλλα τρία έργα του ρήτορα παρουσιάζονται στα επόμενα τέσσερα βιβλία (από το όγδοο έως το ενδέκατο). Το δωδέκατο βιβλίο αναφέρεται στον ρήτορα και στον λόγο. Ιδιαιτέρως σημαντικό είναι το δέκατο βιβλίο, όπου ο Κοϊντιλιανός δίνει μια ιστορία της λογοτεχνίας με ιδιαίτερη έμφαση στη ρωμαϊκή λογοτεχνική παραγωγή, ώστε ο εκπαιδευόμενος ρήτορας να έχει έναν λογοτεχνικό «κανόνα» που ορίζει τα πιο αξιανάγνωστα κείμενα.
Το κοινό προς το οποίο απευθύνεται ο Κοϊντιλιανός δεν είναι τόσο οι εκπαιδευόμενοι ρήτορες όσο οι ίδιοι οι δάσκαλοί τους. Σε αυτούς δίνονται κατευθύνσεις για το μάθημά τους, πώς δηλαδή μπορούν οδηγήσουν τους μαθητές τους στην τελειότητα.
Καθώς ο Κοϊντιλιανός καταγράφει τις θέσεις παλαιότερων συγγραφέων στους οποίους έχει στηριχτεί, η πραγματεία παρουσιάζει ενδιαφέρον και ως πηγή πληροφοριών για την ιστορία της αρχαίας ρητορικής. Αν και είχε γνώσεις Ελληνικών (τουλάχιστον στοιχειώδεις), επιδεικνύει μια προτίμηση προς τις λατινικές πηγές. Κάποτε παραπέμπει στον Αριστοτέλη και τον Θεόφραστο, δεν φαίνεται όμως να εκτιμούσε ιδιαίτερα την αριστοτελική Ρητορική, ενώ δεν συσχετίζει τη θεωρία του για το ύφος με τον Θεόφραστο, μολονότι θα μπορούσε χάρη στα έργα του Κικέρωνα να αντιληφθεί τις εκλεκτικές συγγένειες των θέσεών του.
Η βασική θέση που διατρέχει το έργο είναι ότι η ρητορική είναι η τέχνη της «καλής ομιλίας» (2.15.34: bene dicendi scientia). Κατά την άποψή του μάλιστα μόνο ένας καλός, ηθικά δηλαδή ακέραιος άνθρωπος, μπορεί να είναι καλός ρήτορας (1.pr.9). Δίνει έτσι μια νέα διάσταση στον ορισμό του ρήτορα από τον Μάρκο Πόρκιο Κάτωνα τον Τιμητή (Marcus Porcius Cato Censorius, 234-149 π.Χ.) "vir bonus dicendi peritus" -η ρήση έχει και στωικές καταβολές- συμπληρώνοντας παράλληλα τη σύλληψη του ιδανικού ρήτορα από τον Κικέρωνα: αν ο τελευταίος θεωρούσε πως ο ρήτορας θα πρέπει να συνδυάζει τη σοφία (sapientia) με την ευγλωττία (eloquentia), ο Κοϊντιλιανός πιστεύει πως όποιος θέλει να διεκδικήσει τον τίτλο του ρήτορα, θα πρέπει να συνδυάζει την ευγλωττία με την αρετή, την ηθική ακεραιότητα. Πολύ περισσότερο, ένας κακός άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ρήτορας. Ο ρήτορας θα πρέπει πάντοτε να έχει κατά νου το καλό, να αποβλέπει στην προβολή και την υποστήριξή του, να το προτείνει, να το ενισχύει (12.1.25). Είναι προφανές ότι η συγκεκριμένη θέση έχει τη δύναμη να θαμπώσει τη λάμψη πολλών δικανικών ρητόρων και θα μπορούσε να έχει προκύψει από μια πολεμική διάθεση εναντίον συγκεκριμένων δικανικών πρακτικών που στήριζαν την ικανοποίηση ποταπών στόχων και σχεδίων. (γίνεται λόγος για τους delatores, έναν τύπο εισαγγελέων που συχνά στρέφονταν από εμπάθεια ή σκοτεινά κίνητρα εναντίον ρωμαίων πολιτών) Ωστόσο, o Κοϊντιλιανός αναγνωρίζει την ανάγκη του ρήτορα να πει κάποιο ψέμα, αν με αυτή την απάτη επιδιώκει να προφυλάξει τους αδαείς δικαστές από την πλάνη ή να προκαλέσει σε κάποιες περιπτώσεις πάθη στο κοινό του, ώστε να το πείσει. Παραδέχεται εξάλλου ότι η ρητορεία θα περιοριζόταν στη σύνταξη καλαίσθητων λόγων, αν οι ακροατές δεν είχαν τόσο ασταθή κρίση και συνείδηση κι αν η αλήθεια δεν υποτασσόταν συχνά στην κακία και την αθλιότητα των ανθρώπων.
Αυτές οι συνθήκες αναγκάζουν συχνά, πιστεύει, τον ρήτορα να καταφύγει σε συγκεκριμένες τεχνικές, αφού «αυτός που έχει εκτοπιστεί από τον ίσιο δρόμο μπορεί να επιστρέψει σε αυτόν μόνο μέσα από μια άλλη παράκαμψη» (Institutio oratoria 2.17.27-29).
Τάκιτος
Στον Τάκιτο (περ. 55-περ. 120 μ.Χ.), τον μεγαλύτερο ιστορικό των αυτοκρατορικών χρόνων, οφείλουμε τον Dialogus de oratoribus (Διάλογο περί των ρητόρων), που δημοσιεύτηκε μεταξύ του 102 και του 105 μ.Χ.
Πρόκειται για έργο βασισμένο στον διάλογο του Κικέρωνα De oratore. Στην αρχή έχουμε έναν «αγώνα λόγων» μεταξύ του ρήτορα M. Aper, που υπερασπίζεται τη ρητορική τέχνη -η τοποθέτησή του θυμίζει απόψεις του Κοϊντιλιανού και του Πλίνιου του Νεότερου (Epistulae 2.11.1, 6.11, 6.21.1, 6.23)-, και του ποιητή Curiatius Maternus - ο τελευταίος προβάλλει την αξία και σημασία της ποίησης. Σε αυτό το σημείο παρεμβαίνει ο Vipstanus Messalla και στρέφει τη συζήτηση προς το θέμα της αντίθεσης μεταξύ της παλαιάς και της νέας ρητορείας. Ο Άπρος υπερασπίζεται τη σύγχρονη ρητορεία και στη συνέχεια ο Ματέρνος ζητά από τον Μεσσάλλα να εξηγήσει τις αιτίες παρακμής της ρητορείας. Ως ένας από τους βασικούς λόγους αυτής της εξέλιξης αναγνωρίζεται η πλημμελής διδασκαλία (ο Μεσσάλας υποστηρίζει ότι η σύγχρονη εκπαίδευση δεν προσφέρει την απαραίτητη γενική παιδεία, όπως είχε οραματιστεί ο Κικέρωνας, ενώ στηρίζεται στην εκμάθηση πλαστών και εξωπραγματικών λόγων, μια που επιδιώκει να καλλιεργήσει κυρίως το ύφος). Η παρακμή της ρητορείας συνδέεται όμως και με την πολιτική κατάσταση και πραγματικότητα (σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει ο Ματέρνος). Στο πλαίσιο του δημόσιου βίου στο παρελθόν, κάτω από τις συνθήκες της ρωμαϊκής δημοκρατίας, ανέκυπτε κάθε τόσο η ανάγκη για τη σύνταξη και εκφώνηση καίριων δημόσιων λόγων. Η ρητορεία, ως κόρη της licentia (της ελευθερίας), είναι το τίμημα της πολιτικής ηρεμίας που στηρίζεται στην καταστολή· ιδεώδεις πολιτικές συνθήκες καθιστούν περιττή τη ρητορική τέχνη.
Στο συγκεκριμένο έργο αποτυπώνεται ένας προβληματισμός για την κατάσταση και το μέλλον της ρητορείας και της ρητορικής, που φαίνεται πως είναι διάχυτος αυτή την εποχή: στοιχεία του ανιχνεύονται στο έργο του Πετρώνιου, του Σενέκα του Πρεσβύτερου και του Νεότερου, στον Ψευδο-Λογγίνο, στον Κοϊντιλιανό. Η παρακμή της ρητορείας αποδίδεται άλλοτε στον περιορισμό των ατομικών ελευθεριών στον πολιτικό βίο, που μάλιστα θεωρείται κάποτε αναπόφευκτο τίμημα για το προνόμιο να ζει κανείς σε καθεστώς σταθερότητας και ειρήνης, και άλλοτε στη βαθύτατη διάβρωση της κοινωνίας.
Η «Δεύτερη Σοφιστική»
Από το 50-60 μ.Χ. οι πόλεις των μικρασιατικών παραλίων αρχίζουν και πάλι να ανθούν. Το ελληνικό τμήμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας κερδίζει μάλιστα ολοένα σε περιωπή. Στις λαμπρότερες πόλεις της δυτικής Μ. Ασίας, τη Σμύρνη, την Έφεσο, την Πέργαμο, καλλιεργείται μια νέα σοφιστική κίνηση, που θα ανθίσει και στην Αθήνα - βεβαίως οι εκπρόσωποι της νέας αυτής ρητορείας έρχονται και από άλλες πόλεις και μάλιστα όχι μόνο ελληνικές. Πρόκειται για τη «Δεύτερη Σοφιστική», που θα παραμείνει ζωντανή για τουλάχιστον τρεις αιώνες - αυτός είναι ο όρος που χρησιμοποιεί ο Φλάβιος Φιλόστρατος (περ. 165-244/249 μ.Χ.) στους Βίους σοφιστῶν, τη βασική μας πηγή για τη συγκεκριμένη κίνηση, για να διακρίνει τους ρήτορες στους οποίους αναφέρεται από τους σοφιστές του 5ου αι. Ωστόσο, είναι ο Erwin Rohde αυτός που θα χρησιμοποιήσει πρώτος τον όρο -όχι χωρίς να προκαλέσει την κριτική-, για να δηλώσει μια συγκεκριμένη περίοδο (από το 60 έως το 230 μ.Χ.): το διάστημα που ξεκινά με την αναβίωση της ασιανής ρητορείας, πριν από την κυριαρχία του αττικισμού από τα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. Κατά τον Αlbin Lesky όμως ο όρος «δεύτερη σοφιστική» «είναι παραπλανητικός, γιατί από τη μια αυτό το κεφάλαιο το χωρίζουν πάρα πολλά από την παλιά σοφιστική, ενώ από την άλλη δεν πρόκειται για εισβολή νέων πραγμάτων, αλλά για μιαν εξέλιξη που από τον Γοργία, με δράση και αντίδραση, μέσω του Ισοκράτη, του Περίπατου και της ελληνιστικής εποχής οδηγεί στην αυτοκρατορική».
Στο πλαίσιο αυτής της κίνησης το ασιανό ύφος αναβιώνει· στοιχεία του ανιχνεύονται μέχρι και τουλάχιστον τον 4ο αι. Ωστόσο, αναπτύσσονται παράλληλα κλασικιστικές τάσεις, που διακρίνονται από την αναζήτηση του καθαρού αττικού λεξιλογίου - κυρίως μέσα στο 2ο και τον 3ο αι. Κάποιοι μάλιστα από τους εκπροσώπους της κίνησης κατάφεραν να μιμηθούν τόσο καλά τα πρότυπά τους -τους μεγάλους αττικούς ρήτορες του 5ου και 4ου αι.- ώστε κατά την ύστερη αρχαιότητα και τη βυζαντινή περίοδο να θεωρούνται αυτοί οι ίδιοι πρότυπα άξια προς μίμηση· ο Αίλιος Αριστείδης (117-περ. 185) αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Μάλιστα σε αντιστοιχία με τον κανόνα των δέκα αττικών ρητόρων συντάχθηκε ο κανόνας των δέκα σοφιστών (σε αυτόν ανήκουν μεταξύ άλλων ο Δίων από την Προύσα, ο επονομαζόμενος Χρυσόστομος, ο Νικόστρατος, ο Πολέμων, ο Ηρώδης ο Αττικός, ο Φιλόστρατος, ο Αίλιος Αριστείδης).
Η επικράτηση της νέας αυτής κίνησης σημαίνει επικράτηση της ρητορικής πάνω στη φιλοσοφία και στην επιστήμη, που κυριαρχούσαν κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Κάποιοι μάλιστα από τους εκπροσώπους της, όπως ο Αίλιος Αριστείδης, ο Λουκιανός, ακόμη και ο Ηρώδης ο Αττικός, αντιτίθενται απροκάλυπτα στη φιλοσοφία. Το κύρος του επαγγελματία ρήτορα φτάνει αυτή την εποχή στο απόγειό του.
Αυτοί οι νέοι σοφιστές κατέχουν στο εκπαιδευτικό «σύστημα» της εποχής εξέχουσα και ηγετική θέση. Παραδίδουν μαθήματα, ενώ παράλληλα περιηγούνται και δίνουν διαλέξεις, μέσα από τις οποίες επιδεικνύουν την τέχνη και τη ρητορική τους δεινότητα. Συνήθως προηγείται του λόγου ως εισαγωγή σε αυτόν μια ανεπίσημη παρουσίαση του θέματος σε απλό και λιτό ύφος, η οποία προϋποθέτει την παρουσία κάποιου παραλήπτη (διάλεξις, λαλιά, προλαλιά). Ακολουθεί ένας επιμελημένος και με ιδιαίτερη προσοχή επεξεργασμένος, κατά κανόνα συμβουλευτικός λόγος πάνω σε ένα φανταστικό θέμα, συνήθως από την περιοχή της ιστορίας των κλασικών χρόνων (μελέτη). Ανάλογα με τις προτιμήσεις του κοινού ο ομιλητής μπορεί ακόμη και να αυτοσχεδιάσει. Δεν λείπουν εξάλλου οι αγώνες μεταξύ δύο σοφιστών. Η παρουσίαση του λόγου έχει θεατρικό χαρακτήρα και μέσα από τη γλώσσα του σώματος οι ομιλητές αποβλέπουν στον εντυπωσιασμό του κοινού, που μπορεί δια βοής να τους επιδοκιμάσει ή να τους αποδοκιμάσει. Οι σοφιστές παρουσίαζαν κάποτε και επιδεικτικούς λόγους (ἐπιδείξεις), όπως επικήδειους ή γενέθλιους λόγους, λόγους για τα εγκαίνια δημοσίων κτιρίων ή εγκώμια πόλεων. Μάλιστα προς τα τέλη του 3ου αι. μ.Χ. ο Μένανδρος, ο επονομαζόμενος Ῥήτωρ, θα συνθέσει το έργο του Περὶ ἐπιδεικτικῶν, όπου πραγματεύεται διάφορους τύπους επιδεικτικού λόγου (μεταξύ άλλων, λόγους προς τιμήν θεών, πόλεων, χωρών, λόγους εγκωμιαστικούς νεκρών (επιτάφιους, επικήδειους), λόγους προς τιμήν του ηγεμόνα).
Οι εκπρόσωποι αυτής της κίνησης δεν ασχολούνταν οι ίδιοι με νομικά ή δικανικά θέματα, αλλά πλαισίωναν συνήθως θέσεις διοικητικές, μεταξύ αυτών συχνά και θέσεις πρεσβευτών. Ανήκουν μάλιστα στην υψηλότερη κοινωνική τάξη, ενώ πολλοί από αυτούς είναι ευεργέτες της πόλης τους. Αναλάμβαναν εξάλλου τη σύνταξη και εκφώνηση πανηγυρικών λόγων σε εξέχουσες περιπτώσεις, όπως σε τελετές υποδοχής ή αποχαιρετισμού υψηλών αξιωματούχων. Οι αμοιβές τους, αρκετά υψηλές, προέρχονταν από τους μαθητές τους, ή/και από τον δημόσιο μισθό για τη διδασκαλία τους, όπως και από τις χορηγίες και τα δώρα ισχυρών θαυμαστών τους.
Στους εκπροσώπους αυτής της κίνησης οφείλεται από τη μια η διαφύλαξη του κλασικού τμήματος της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας και από την άλλη η απώλεια του μεγαλύτερου μέρους των γραπτών κειμένων της ελληνιστικής περιόδου. Τύποι ρητορικών ασκήσεων όπως η μελέτη, η διάλεξις, η ἔκφρασις αποκτούν λογοτεχνικό χαρακτήρα. Η επιστολή καλλιεργείται πολύ περισσότερο απ' ό,τι στο παρελθόν. Παράλληλα όμως νοθεύονται με μεταγενέστερες συνθέσεις παλαιότερα σώματα κειμένων, όπως το σύνολο των έργων των αττικών ρητόρων ή του Πλάτωνα.
Κάποια κείμενα δίνουν την εντύπωση εντελώς νέων, από την άποψη του είδους, συνθέσεων, όπως, για παράδειγμα, οι λόγοι θεών, ο Ὄνος του Λουκιανού, ο Ἡρωικός του Φιλόστρατου ή οι ερωτικές επιστολές που παραδίδονται με το όνομα του τελευταίου. Ο Λουκιανός ανανεώνει τον πλατωνικό και τον μενίππειο διάλογο. Τέλος οι βιογραφίες σοφιστών αποτελούν είδος που καλλιεργείται με ιδιαίτερη θέρμη.
Στις διαφορές από τους εκπροσώπους της Αρχαίας Σοφιστικής θα πρέπει να προστεθεί ο διαφορετικός κοινωνικός ρόλος των νέων σοφιστών: πολλοί από αυτούς γίνονται συνεργάτες του αυτοκράτορα και αναλαμβάνουν υψηλά αξιώματα. Έτσι η σημασία τους για τη ρωμαϊκή ιστορία φαίνεται να είναι μεγαλύτερη απ' ό,τι για την ελληνική. Άλλωστε οι αυτοκράτορες ιδρύουν έδρες διδασκαλίας της λατινικής και ελληνικής ρητορικής και προσφέρουν εντυπωσιακά υψηλές αμοιβές στους καθηγητές που τις στελεχώνουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου