ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ
ΑΘΗΝΑ
πρόσωθεν ἐξήκουσα κληδόνος βοὴν
ἀπὸ Σκαμάνδρου, γῆν καταφθατουμένη,
ἣν δῆτ᾽ Ἀχαιῶν ἄκτορές τε καὶ πρόμοι,
400 τῶν αἰχμαλώτων χρημάτων λάχος μέγα,
ἔνειμαν αὐτόπρεμνον ἐς τὸ πᾶν ἐμοί,
ἐξαίρετον δώρημα Θησέως τόκοις·
ἔνθεν διώκουσ᾽ ἦλθον ἄτρυτον πόδα,
πτερῶν ἄτερ ῥοιβδοῦσα κόλπον αἰγίδος.
405 [πώλοις ἀκμαίοις τόνδ᾽ ἐπιζεύξασ᾽ ὄχον.]
καινὴν δ᾽ ὁρῶσα τήνδ᾽ ὁμιλίαν χθονὸς
ταρβῶ μὲν οὐδέν, θαῦμα δ᾽ ὄμμασιν πάρα.
τίνες ποτ᾽ ἐστέ; πᾶσι δ᾽ ἐς κοινὸν λέγω,
βρέτας τε τοὐμὸν τῷδ᾽ ἐφημένῳ ξένῳ·
410 ὑμᾶς δ᾽ ὁμοίας οὐδενὶ σπαρτῶν γένει,
οὔτ᾽ ἐν θεαῖσι πρὸς θεῶν ὁρωμένας
οὔτ᾽ οὖν βροτείοις ἐμφερεῖς μορφώμασι—
λέγειν δ᾽ ἄμομφον ὄντα τοὺς πέλας κακῶς
πρόσω δικαίων ἠδ᾽ ἀποστατεῖ θέμις.
415 ΧΟ. πεύσῃ τὰ πάντα συντόμως, Διὸς κόρη.
ἡμεῖς γάρ ἐσμεν Νυκτὸς αἰανῆ τέκνα,
Ἀραὶ δ᾽ ἐν οἴκοις γῆς ὑπαὶ κεκλήμεθα.
ΑΘ. γένος μὲν οἶδα κληδόνας τ᾽ ἐπωνύμους.
ΧΟ. τιμάς γε μὲν δὴ τὰς ἐμὰς πεύσῃ τάχα.
420 ΑΘ. μάθοιμ᾽ ἄν, εἰ λέγοι τις ἐμφανῆ λόγον.
ΧΟ. βροτοκτονοῦντας ἐκ δόμων ἐλαύνομεν.
ΑΘ. καὶ τῷ κτανόντι ποῦ τὸ τέρμα τῆς φυγῆς;
ΧΟ. ὅπου τὸ χαίρειν μηδαμοῦ νομίζεται.
ΑΘ. ἦ καὶ τοιαύτας τῷδ᾽ ἐπιρροιζεῖς φυγάς;
425 ΧΟ. φονεὺς γὰρ εἶναι μητρὸς ἠξιώσατο.
ΑΘ. ἄλλης ἀνάγκης οὔτινος τρέων κότον;
ΧΟ. ποῦ γὰρ τοσοῦτο κέντρον ὡς μητροκτονεῖν;
ΑΘ. δυοῖν παρόντοιν ἥμισυς λόγου πάρα.
ΧΟ. ἀλλ᾽ ὅρκον οὐ δέξαιτ᾽ ἄν, οὐ δοῦναι θέλει.
430 ΑΘ. κλύειν δικαίως μᾶλλον ἢ πρᾶξαι θέλεις.
ΧΟ. πῶς δή; δίδαξον· τῶν σοφῶν γὰρ οὐ πένῃ.
ΑΘ. ὅρκοις τὰ μὴ δίκαια μὴ νικᾶν λέγω.
ΧΟ. ἀλλ᾽ ἐξέλεγχε, κρῖνε δ᾽ εὐθεῖαν δίκην.
ΑΘ. ἦ κἀπ᾽ ἐμοὶ τρέποιτ᾽ ἂν αἰτίας τέλος;
435 ΧΟ. πῶς δ᾽ οὔ; σέβουσαί γ᾽ ἀξίαν κἀπ᾽ ἀξίων.
***
ΑΘΗΝΑ
Από μακριά άκουσα φωνή που με καλούσε
πέρ᾽ απ᾽ τις όχθες του Σκαμάντρου, ενώ της χώρας
έπαιρνα κατοχή, που οι αρχηγοί κι οι πρώτοι
των Αχαιών μου χάρισαν απ᾽ του πολέμου
400 τα λάφυρα, πλούσια μερίδα, να την έχω
συθέμελη με όλα της δικιά μου πάντα,
χάρισμα διαλεχτό για του Θησέα τα τέκνα.
Από κει πήρ᾽ ακούραστο το πόδι κι ήρθα
δίχως φτερά, σφυροκοπώντας στον αγέρα
τη φουσκωμένη αιγίδα μου κι έχοντας κάτω
απ᾽ τ᾽ άρμ᾽ αυτό πουλάρια αδάμαστα ζεμένα.
Μα βλέπω επίσκεψη παράξενη εδώ τώρα,
που όχι φοβούμαι, μα μου ξάφνισε το μάτι·
ποιοί τάχα να ᾽στε; σ᾽ όλους σας το λέω στη μέση:
στον ξένο αυτό, που στ᾽ άγαλμά μου έχει προσπέσει,
410 και σε σας, που δε μοιάζετε πλάσμα κανένα
κι ούτε μες στις Θεές ποτέ οι Θεοί σάς είδαν
ούτε μ᾽ ανθρώπινες μορφές παρόμοιες είστε.
Μα να προσβάλλει άλλον κανείς για ελάττωμά του
που ο ίδιος δεν έχει, δίκιο ούτε σωστό δεν είναι.
ΧΟΡΟΣ
Κόρη του Δία, κοντολογίς θα μάθεις όλα·
εμείς της Νύχτας οι φριχτές είμαστε κόρες
και Κατάρες μας λεν μες στον Κατώκοσμό μας.
ΑΘΗΝΑ
Τώρα και τη γενιά και τ᾽ όνομά σας ξέρω.
ΧΟΡΟΣ
Ευθύς θα μάθεις και τ᾽ αξίωμά μου ακόμα.
ΑΘΗΝΑ
420 Αν κανείς βέβαια καθαρά μου το εξηγήσει.
ΧΟΡΟΣ
Απ᾽ τα σπίτια του εμείς το φονιά κυνηγούμε.
ΑΘΗΝΑ
Και πού στο τέλος σταματά το διώξιμό του;
ΧΟΡΟΣ
Εκεί που τί θα πει χαρά ποτέ δε ξέρουν.
ΑΘΗΝΑ
Και με τέτοια λοιπόν σφίγγεις κι αυτόν κυνήγια;
ΧΟΡΟΣ
Ναι, γιατί πήε φονιάς της μάνας του να γίνει.
ΑΘΗΝΑ
Από άλλη ανάγκη, ή από κάποιας οργής φόβο;
ΧΟΡΟΣ
Σε τέτοιο κρίμα, τί μπορεί ένα γιο να σπρώξει;
ΑΘΗΝΑ
Είστε δυο μέρη εμπρός, μα το ένα μόνο ακούω.
ΧΟΡΟΣ
Μα όρκο από μας δε δέχεται κι ούτε αυτός παίρνει.
ΑΘΗΝΑ
430 Ενώ τα δίκια λες πως θες, δίκια δεν κάνεις.
ΧΟΡΟΣ
Πώς λες; δε μου εξηγάς; σοφία δα δε σου λείπει.
ΑΘΗΝΑ
Λέω πως δεν πρέπει τ᾽ άδικο να νικά μ᾽ όρκους.
ΧΟΡΟΣ
Μα ανάκρινέ μας συ και απόφαση ίσια βγάλε.
ΑΘΗΝΑ
Να πάρω λέτε επάνω μου λοιπόν την κρίση;
ΧΟΡΟΣ
Ναι, γιατί σε σεβόμαστε καθώς τ᾽ αξίζεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου