Υπήρχε ένας σπουδαίος βουδιστής δάσκαλος, ο Ναγκαρτζούνα.
Κάποτε ήρθε και τον βρήκε ένας κλέφτης, που τον είχε αγαπήσει, γιατί ποτέ του δεν είχε δει πιο όμορφο άνθρωπο, με τόσο απέραντη χάρη.
Ρώτησε λοιπόν τον Ναγκαρτζούνα: “Υπάρχει καμία πιθανότητα να φτάσω κι εγώ εκεί που έφτασες εσύ; Πρέπει όμως να σου ξεκαθαρίσω ένα πράγμα: Εγώ είμαι κλέφτης. Και κάτι ακόμη: Εγώ δεν μπορώ να σταματήσω να κλέβω, γι’ αυτό μη μου το βάλεις σαν όρο. Θα κάνω ό,τι μου πεις, αλλά δεν μπορώ να σταματήσω να κλέβω. Το προσπάθησα πολλές φορές και απέτυχα, γι’ αυτό κι έχω εγκαταλείψει την όλη προσπάθεια. Έχω αποδεχτεί το πεπρωμένο μου, ότι είμαι κλέφτης. Ας μη μιλήσουμε λοιπόν γι’ αυτό. Σου το ξεκαθαρίζω από την αρχή.”
Ο Ναγκαρτζούνα είπε: “Γιατί φοβάσαι ότι θα σου μιλήσω γι’ αυτό;”
Ο κλέφτης είπε: “Μα όποτε πηγαίνω σε έναν καλόγερο, σε έναν ιερέα, σε έναν άγιο άνθρωπο, πάντοτε μου λέει: “Πρώτα πρέπει να σταματήσεις να κλέβεις.”
Ο Ναγκαρτζούνα γέλασε και είπε: “Τότε, θα πρέπει να είχες πάει σε κλέφτες, αλλιώς γιατί να τους νοιάζει; Εμένα δεν με νοιάζει καθόλου!”
Ο κλέφτης γέλασε και είπε: “Τότε, εντάξει. Μου φαίνεται ότι μπορώ να γίνω μαθητής σου. Είσαι ο σωστός δάσκαλος.”
Ο Ναγκαρτζούνα τον δέχτηκε για μαθητή και του είπε: “Τώρα μπορείς να φύγεις και να κάνεις ό,τι σου αρέσει, αλλά με έναν όρο: Να το κάνεις με επίγνωση. Πήγαινε, άνοιξε σπίτια, πάρε πράγματα, κλέψε, κάνε ό,τι σου αρέσει, εμένα δεν με νοιάζει, δεν είμαι κλέφτης. Οτιδήποτε κάνεις όμως, κάνε το με πλήρη επίγνωση, με πλήρη επίγνωση.”
Ο κλέφτης δεν κατάλαβε ότι έπεφτε στην παγίδα. Είπε:
“Εντάξει, θα προσπαθήσω.”
Μετά από τρεις εβδομάδες, γύρισε πίσω και του είπε:
“Δάσκαλε, εσύ είσαι επικίνδυνος! Όταν έχω επίγνωση, δεν μπορώ να κλέψω. Αν κλέβω, η επίγνωση εξαφανίζεται. Είμαι καθηλωμένος.”
Ο Ναγκαρτζούνα είπε: “Αρκετά με τις κλεψιές σου! Εμένα δεν με ενδιαφέρουν. Εγώ δεν είμαι κλέφτης για να με ενδιαφέρουν. Τώρα εσύ αποφασίζεις! Αν θέλεις να έχεις επίγνωση, τότε εσύ αποφασίζεις. Αν δεν θέλεις, τότε πάλι εσύ αποφασίζεις.”
Ο άνθρωπος είπε: “Τώρα όμως είναι δύσκολο. Έχω πάρει μια μικρή γεύση από την επίγνωση και είναι τόσο όμορφη! Τίποτε άλλο δεν αξίζει στη ζωή!”
“Χθες βράδυ,” συνέχισε ο κλέφτης, “κατάφερα για πρώτη φορά να μπω μέσα στο παλάτι του βασιλιά. Άνοιξα το θησαυροφυλάκιο. Θα μπορούσα να είχα γίνει ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου, με ακολουθούσες όμως εσύ κι έπρεπε να έχω επίγνωση. Όταν είχα επίγνωση, ξαφνικά δεν υπήρχε κανένα κίνητρο, καμία επιθυμία. Όταν είχα επίγνωση, τα διαμάντια έμοιαζαν πέτρες, με συνηθισμένες πέτρες. Όταν έχανα την επίγνωση, ο θησαυρός βρισκόταν και πάλι εκεί. Κι εγώ περίμενα και το έκανα αυτό πολλές φορές και γινόμουν σαν βούδας και δεν μπορούσα ούτε να τον αγγίξω, επειδή το όλο πράγμα έμοιαζε ανόητο, βλακώδες – πέτρες, συνηθισμένες πέτρες! Τί πάω να κάνω; Να χάσω τον εαυτό μου για σκέτες πέτρες; Ύστερα όμως έχανα την επίγνωση και τότε τα διαμάντια γινόταν πάλι όμορφα – ξανά η όλη αυταπάτη.
Τελικά, αποφάσισα ότι δεν άξιζαν.”
Από τη στιγμή που έχεις γνωρίσει την επίγνωση, τίποτα δεν αξίζει. Έχεις γνωρίσει τη μεγαλύτερη ευδαιμονία της ζωής.
Τότε, ξαφνικά, πολλά πράγματα σταματούν. Γίνονται ανόητα, βλακώδη. Δεν υπάρχει το κίνητρο, δεν υπάρχει η επιθυμία, τα όνειρα έχουν τελειώσει.
Κάποτε ήρθε και τον βρήκε ένας κλέφτης, που τον είχε αγαπήσει, γιατί ποτέ του δεν είχε δει πιο όμορφο άνθρωπο, με τόσο απέραντη χάρη.
Ρώτησε λοιπόν τον Ναγκαρτζούνα: “Υπάρχει καμία πιθανότητα να φτάσω κι εγώ εκεί που έφτασες εσύ; Πρέπει όμως να σου ξεκαθαρίσω ένα πράγμα: Εγώ είμαι κλέφτης. Και κάτι ακόμη: Εγώ δεν μπορώ να σταματήσω να κλέβω, γι’ αυτό μη μου το βάλεις σαν όρο. Θα κάνω ό,τι μου πεις, αλλά δεν μπορώ να σταματήσω να κλέβω. Το προσπάθησα πολλές φορές και απέτυχα, γι’ αυτό κι έχω εγκαταλείψει την όλη προσπάθεια. Έχω αποδεχτεί το πεπρωμένο μου, ότι είμαι κλέφτης. Ας μη μιλήσουμε λοιπόν γι’ αυτό. Σου το ξεκαθαρίζω από την αρχή.”
Ο Ναγκαρτζούνα είπε: “Γιατί φοβάσαι ότι θα σου μιλήσω γι’ αυτό;”
Ο κλέφτης είπε: “Μα όποτε πηγαίνω σε έναν καλόγερο, σε έναν ιερέα, σε έναν άγιο άνθρωπο, πάντοτε μου λέει: “Πρώτα πρέπει να σταματήσεις να κλέβεις.”
Ο Ναγκαρτζούνα γέλασε και είπε: “Τότε, θα πρέπει να είχες πάει σε κλέφτες, αλλιώς γιατί να τους νοιάζει; Εμένα δεν με νοιάζει καθόλου!”
Ο κλέφτης γέλασε και είπε: “Τότε, εντάξει. Μου φαίνεται ότι μπορώ να γίνω μαθητής σου. Είσαι ο σωστός δάσκαλος.”
Ο Ναγκαρτζούνα τον δέχτηκε για μαθητή και του είπε: “Τώρα μπορείς να φύγεις και να κάνεις ό,τι σου αρέσει, αλλά με έναν όρο: Να το κάνεις με επίγνωση. Πήγαινε, άνοιξε σπίτια, πάρε πράγματα, κλέψε, κάνε ό,τι σου αρέσει, εμένα δεν με νοιάζει, δεν είμαι κλέφτης. Οτιδήποτε κάνεις όμως, κάνε το με πλήρη επίγνωση, με πλήρη επίγνωση.”
Ο κλέφτης δεν κατάλαβε ότι έπεφτε στην παγίδα. Είπε:
“Εντάξει, θα προσπαθήσω.”
Μετά από τρεις εβδομάδες, γύρισε πίσω και του είπε:
“Δάσκαλε, εσύ είσαι επικίνδυνος! Όταν έχω επίγνωση, δεν μπορώ να κλέψω. Αν κλέβω, η επίγνωση εξαφανίζεται. Είμαι καθηλωμένος.”
Ο Ναγκαρτζούνα είπε: “Αρκετά με τις κλεψιές σου! Εμένα δεν με ενδιαφέρουν. Εγώ δεν είμαι κλέφτης για να με ενδιαφέρουν. Τώρα εσύ αποφασίζεις! Αν θέλεις να έχεις επίγνωση, τότε εσύ αποφασίζεις. Αν δεν θέλεις, τότε πάλι εσύ αποφασίζεις.”
Ο άνθρωπος είπε: “Τώρα όμως είναι δύσκολο. Έχω πάρει μια μικρή γεύση από την επίγνωση και είναι τόσο όμορφη! Τίποτε άλλο δεν αξίζει στη ζωή!”
“Χθες βράδυ,” συνέχισε ο κλέφτης, “κατάφερα για πρώτη φορά να μπω μέσα στο παλάτι του βασιλιά. Άνοιξα το θησαυροφυλάκιο. Θα μπορούσα να είχα γίνει ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου, με ακολουθούσες όμως εσύ κι έπρεπε να έχω επίγνωση. Όταν είχα επίγνωση, ξαφνικά δεν υπήρχε κανένα κίνητρο, καμία επιθυμία. Όταν είχα επίγνωση, τα διαμάντια έμοιαζαν πέτρες, με συνηθισμένες πέτρες. Όταν έχανα την επίγνωση, ο θησαυρός βρισκόταν και πάλι εκεί. Κι εγώ περίμενα και το έκανα αυτό πολλές φορές και γινόμουν σαν βούδας και δεν μπορούσα ούτε να τον αγγίξω, επειδή το όλο πράγμα έμοιαζε ανόητο, βλακώδες – πέτρες, συνηθισμένες πέτρες! Τί πάω να κάνω; Να χάσω τον εαυτό μου για σκέτες πέτρες; Ύστερα όμως έχανα την επίγνωση και τότε τα διαμάντια γινόταν πάλι όμορφα – ξανά η όλη αυταπάτη.
Τελικά, αποφάσισα ότι δεν άξιζαν.”
Από τη στιγμή που έχεις γνωρίσει την επίγνωση, τίποτα δεν αξίζει. Έχεις γνωρίσει τη μεγαλύτερη ευδαιμονία της ζωής.
Τότε, ξαφνικά, πολλά πράγματα σταματούν. Γίνονται ανόητα, βλακώδη. Δεν υπάρχει το κίνητρο, δεν υπάρχει η επιθυμία, τα όνειρα έχουν τελειώσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου