Υπάρχουν φορές που το συναίσθημά μας είναι τόσο μεγάλο που γίνεται ανάγλυφο σε κάθε εκατοστό του κορμιού μας. Κι αυτό, γιατί εκείνη τη στιγμή μας ρωτάει κάτι που δεν θα μπορούσε να το κάνει με κανένα άλλον τρόπο. Θα με πάρεις μια αγκαλιά;
Ωστόσο, όσο κι αν μου το ζητά, συνήθως κλείνω τα αφτιά μου ωσάν αυτό που λέει να είναι το μεγαλύτερός μου φόβος. Ο θυμός και η θλίψη, όμως, δεν παύουν να έχουν την ίδια ανάγκη με την χαρά• να τα αποδεκτώ. Να τους δώσω φωνή και να τα μοιραστώ. Το βλέπουμε στη φύση, σε όλα τα ζώα που δημιουργούν οικογένειες.
Όταν ένας λύκος αλυχτάει από το παράπονο, αλυχτούν όλοι μαζί του και, μετά από λίγο, ο πόνος γίνεται διαχειρίσιμος γιατί τον έχει μοιραστεί. Όταν ένα λιοντάρι είναι θυμωμένο που επιτίθενται στη λεία του, το εμπεριέχει όλη η αγέλη και αυτομάτως ο θυμός γίνεται υπεράσπιση.
Το συναίσθημα, λοιπόν, μεταξύ άλλων, είναι ένα αίτημα που καλεί τον άλλον να ανταποκριθεί. Και είναι αυτό ακριβώς που φοβίζει. Το ότι πρέπει να σε συναισθανθώ, πρέπει να σε νιώσω, πρέπει να σε αντέξω – και αυτό είναι και το δύσκολο αφού, για να αντέξω τον πόνο σου, χρειάζεται πρώτα να έχω καταφέρει να αντέξω τον δικό μου. Εκείνος που δεν αντέχει τον θυμό μου, είναι γιατί κάποτε δεν άντεξαν και τον δικό του και αναγκάστηκε να τον εγκαταλείψει. Εκείνος που δεν αντέχει τη θλίψη μου, είναι γιατί κάποτε έκλαψε και δεν τον αγκάλιασε κανείς και από τότε τρέχει μακριά από τον πόνο. Και με έναν ίδιο τρόπο, απορρίπτει αυτό για το οποίο τον απέρριψαν και τον ίδιο.
Σε αυτό τον αυτοματισμό, η απάντηση είναι μία. Να καταλάβω ότι, κάθε φορά που εγκαταλείπω κάτι που αισθάνομαι, επαναλαμβάνω το ίδιο απορριπτικό μοτίβο που με έκανε να το αισθάνομαι. Κάθε φορά που γυρνάω την πλάτη στον πόνο μου, γίνομαι η ίδια πλάτη που μου γύρισαν και τότε και με πληγώνω ξανά, ακόμα κι αν στο μυαλό μου το εκλογικεύω.
Κι η διαδρομή προς αυτή την συνειδητοποίηση, έχει ένα μεγάλο βιωματικό κομμάτι μέσα. Το να αντιπαρατεθώ με το μην φοβάμαι να σχετιστώ με τον θυμό ή την θλίψη, ώστε να βρω τον εαυτό μου που βρίσκεται μέσα τους. Να μην φοβάμαι να σχετιστώ με αυτό που νιώθω γιατί υπάρχω μέσα του. Με κουβαλά, με περιέχει, με περιλαμβάνει. Γιατί, λοιπόν, να φοβάμαι να τα αγκαλιάσω με το να του δώσω φωνή, να το επικοινωνήσω, ξηλώνοντας την ενοχή από επάνω του.
Τί κι αν θυμώσω και το εκφράσω; Τί κι αν στενοχωρηθώ και κλάψω γοερά; Είναι εκεί η ανάγκη μου μικρότερη από όταν θέλω να μοιραστώ την χαρά; Δεν θέλω να με αγκαλιάσουν για αυτό που νιώθω και όχι για αυτό που θα έπρεπε να νιώθω; Δεν έχω ανάγκη να αισθανθώ ότι είμαι αποδεκτός ολόκληρος κι όχι μόνο αν ακρωτηριάζομαι; Δεν οφείλω, όπως με το σώμα μου, να χρησιμοποιώ όλα τα μέλη της ψυχής μου;
Αυτό, όμως, θα συμβεί μονάχα με το να φερθώ στο συναίσθημα μέσα μου με κατανόηση. Ακριβώς όπως όταν ήμασταν μικροί και, καθώς δεν μπορούσαμε να ακολουθήσουμε τον ρυθμό, χορεύαμε επάνω στα πόδια των γονιών μας. Με αυτή την ευγένεια. Με το να απαντήσω στο ερώτημα που μου απευθύνει: “θα με πάρεις μια αγκαλιά;” Με το να με πάρω μια αγκαλιά τόσο σφικτή που θα περάσει το θυμό την θλίψη, την απογοήτευση, την ματαίωση. Με το να με πάρω μια αγκαλιά τόσο σφικτή που θα την νιώσει μέχρι και το παιδί μέσα μου και θα αισθανθεί αρκετά ασφαλές να με ακολουθήσει στο ερεβοκτόνο φως.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου