Τετάρτη 6 Ιουνίου 2018

Ο Αριστοτέλης και το παιδαγωγικό χρέος του νομοθέτη

Για τον Αριστοτέλη ο νομοθέτης είναι ο μεγάλος παιδαγωγός της κοινωνίας. Ο νόμος, ως ρυθμιστικό πλαίσιο του πολιτεύματος, πέρα από το γεγονός ότι καθορίζει τα όρια της αποδεκτής συμπεριφοράς, οφείλει να διαμορφώσει – να διαπλάσει – τους πολίτες σύμφωνα με το δίκαιο που ο ίδιος πρεσβεύει.
 
Υπό αυτή την έννοια, ο νομοθέτης είναι ο άνθρωπος που χαράσσει τους κανόνες του δικαίου και ταυτόχρονα ωθεί τους άλλους να τους εφαρμόσουν. Οι ποινές, ως μέσο σωφρονισμού κι όχι ως εκδικητικός μηχανισμός (όπως λέει και ο Πρωταγόρας), αποσκοπούν στη διαπαιδαγώγηση του παραβάτη, ώστε να αποφύγει στο μέλλον αξιόποινες συμπεριφορές. Η παιδεία οφείλει να λειτουργεί υποστηρικτικά συγκροτώντας προσωπικότητες σύμφωνα με το πνεύμα του νόμου.
 
Σε τελική ανάλυση, ο νομοθέτης καθορίζει και το εκπαιδευτικό πλαίσιο, αφού η παιδεία δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να ακολουθήσει την πολιτειακή οργάνωση της πόλης: «Με δεδομένο ότι κάθε πολιτική κοινωνία αποτελείται από άρχοντες και αρχόμενους, επιβάλλεται να διερευνήσουμε το εξής, αν ενδείκνυται δηλαδή να εναλλάσσονται στους ρόλους τους οι άρχοντες και οι αρχόμενοι ή να είναι ισοβίως οι ίδιοι. Γιατί είναι φανερό ότι και η παιδεία θα χρειαστεί να ακολουθήσει τη διαίρεση αυτή». (1332b 12 – 16).
 
Το συμπέρασμα ότι η παιδεία θα «ακολουθήσει τη διαίρεση αυτή» είναι η κατάδειξη ότι η παιδεία θα ακολουθήσει τα πολιτειακά τεκταινόμενα. Το ζήτημα δηλαδή είναι να αποφασιστεί σε πολιτικό – θεσμικό επίπεδο αν πρέπει να εναλλάσσονται τα πρόσωπα που διαχειρίζονται την εξουσία ή όχι, ώστε η παιδεία να πράξει αναλόγως: «Αν λοιπόν τόσο διέφεραν οι άρχοντες από τους αρχόμενους, όσο φανταζόμαστε ότι διαφέρουν οι θεοί και οι ήρωες από τους ανθρώπους, αρχικά για τη μεγάλη σωματική υπεροχή τους και έπειτα για την ψυχική τους υπεροχή, ώστε να αναδεικνύεται φανερή και αναμφισβήτητη η ανωτερότητα των αρχόντων έναντι των αρχομένων, πράγματι σε αυτή την περίπτωση είναι καλύτερο οι ίδιοι πάντα να άρχουν και να άρχονται και να μην εναλλάσσονται στους ρόλους τους». (1332b 16 – 23).
 
Κάτι τέτοιο όμως, κρίνεται μάλλον αδύνατο: «Επειδή δεν είναι εύκολο να το παραδεχτούμε αυτό, ούτε είναι η διαφορά τόσο μεγάλη γίνεται σαφές ότι πολλοί λόγοι υπαγορεύουν όλοι να μετέχουν το ίδιο σύμφωνα με την κοινωνική σειρά τους στο άρχειν και το άρχεσθαι». (1332b 23 – 27).
 
Φυσικά, το ζήτημα που τίθεται εδώ δεν είναι το πολιτικής φύσεως ερώτημα σχετικά με την εναλλαγή των προσώπων που ασκούν την εξουσία. Εξάλλου, ο Αριστοτέλης έχει ήδη απαντήσει ότι σ’ ένα πολίτευμα όμοιων ανθρώπων είναι αδύνατο να γίνει αποδεκτή η μονοπώληση της εξουσίας κι έχει ξεκαθαρίσει διερευνώντας τη βασιλεία ότι η πρόοδος που σταδιακά επέρχεται στις πόλεις, συνοδευόμενη από την αντίστοιχη άνοδο του μορφωτικού επιπέδου και τις νέες κοινωνικές τάξεις, καθιστούν τη διαιώνιση της βασιλείας σχεδόν αδύνατη.
 
Γι’ αυτό και οι βασιλείς ή καθαιρούνται ή αναγκάζονται να παραχωρήσουν μεγάλο μέρος της εξουσίας τους. Η κοινωνική εξέλιξη κάνει τους πολίτες να νιώθουν όμοιοι και να μην ανέχονται εκλεκτούς που θα εξουσιάζουν από θέση αρχής, άποψη που επαναλαμβάνει εν συντομία: «Γιατί ισχύει η ίδια ισότητα ανάμεσα στους όμοιους, και γι’ αυτό το λόγο είναι δύσκολο να διατηρηθεί αμετάβλητο το πολίτευμα που εγκαθιδρύθηκε αντίθετα προς τις υπαγορεύσεις του δικαίου». (1332b 27 – 29).
 
Όμως, και πέρα απ’ αυτό, έχει επίσης ξεκαθαρίσει ότι ο σταθερότερος εγγυητής για τη διατήρηση ενός πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία. Ο λαός που δεν αποδέχεται τους πολιτειακούς κανόνες, ως ανίκητη πλειοψηφία, είναι ικανός να ανατρέψει τα πάντα, και βέβαια, είναι απολύτως προφανές ότι η άποψη της ολοκληρωτικής ανωτερότητας κάποιων ισόβιων αρχόντων δεν μπορεί να έχει λαϊκό έρεισμα σε μια αναπτυσσόμενη κοινωνία. Γι’ αυτό και θα επαναλάβει: «όλοι όσοι ανά τη χώρα θέλουν επαναστατική αλλαγή της πολιτικής κατάστασης, συμμαχούν με τους αρχόμενους, με αποτέλεσμα το πλήθος αυτών που μετέχουν στο πολίτευμα να είναι αδύνατο να υπερισχύει αριθμητικά». (1332b 29 – 32).
 
Κι αυτή ακριβώς είναι η πρόκληση που οφείλει να φέρει σε πέρας ο νομοθέτης: «με δεδομένη την αναμφισβήτητη θέση ότι οι άρχοντες πρέπει να υπερέχουν από τους αρχόμενους, ο νομοθέτης οφείλει να σκεφτεί και να βρει πώς θα συμβιβαστούν αυτά και πώς και οι δύο θα έχουν μερίδιο στο πολίτευμα». (1332b 32 – 35).
 
Μια ενδεικτική λύση που προτείνεται είναι η διαχείριση της εξουσίας με βάση την ηλικία: «Η φύση δηλαδή έχει προετοιμάσει τη διάκριση» (εννοείται των ανώτερων που πρέπει να μονοπωλούν την εξουσία) «χωρίζοντας αυτό το ίδιο το ανθρώπινο γένος σε νεότερους και σε μεγαλύτερους, από τους οποίους οι πρώτοι ταιριάζει να άρχονται και οι δεύτεροι να άρχουν. Κανείς δεν αγανακτεί ούτε νομίζει ότι είναι καλύτερος, όταν άρχεται με βάση την ηλικία και για άλλους λόγους και γιατί πρόκειται να κερδίσει αυτή την προσφορά, όταν φτάσει στην κατάλληλη ηλικία». (1332b 36 – 41).
 
Και για να στηρίξει αυτή τη θέση θα επικαλεστεί ότι ο σωστός άρχοντας πρέπει να γνωρίζει πρωτίστως να άρχεται: «Γιατί ο υποψήφιος καλός άρχοντας λένε ότι πρέπει πρώτα να είναι αρχόμενος». (1333a 2 – 3).
 
Ωστόσο, ο Αριστοτέλης δε σκοπεύει να προβεί σε λεπτομερή επιχειρηματολογία επ’ αυτού. Θα λέγαμε ότι όλα αυτά τα αναφέρει κυρίως ως παραδείγματα προκειμένου να αναδείξει το βασικό θέμα, που τον απασχολεί εδώ: «Μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει τρόπος να άρχουν και να άρχονται οι ίδιοι πάντα άνθρωποι αλλά και διαφορετικοί». (1332b 41 – 42).
 
Με άλλα λόγια, το ζήτημα δεν είναι οι διαφορετικές πολιτειακές εκδοχές που μπορεί να προκύψουν ούτε η υποστήριξη κάποιας από αυτές (αυτά έχουν ήδη αναλυθεί ενδελεχώς), αλλά η συμπεριφορά της παιδείας, που σε κάθε περίπτωση οφείλει να προσαρμοστεί στο πολιτικά επικρατές: «Συνεπώς και η παιδεία μπορεί να είναι η ίδια από μία άποψη, διαφορετική από μία άλλη». (1333a 1 – 2). Κι όταν λέμε παιδεία εννοούμε και πάλι το νομοθέτη, ο οποίος οφείλει να καθορίσει τα εκπαιδευτικά τεκταινόμενα με βάση τις πολιτειακές επιταγές.
 
Το σίγουρο είναι ότι η εξουσία διαμορφώνεται ανάλογα με τους ανθρώπους στους οποίους απευθύνεται. Γιατί άλλο η εξουσία που απευθύνεται στους δούλους κι άλλο (εντελώς διαφορετικό) η εξουσία που απευθύνεται σε ελεύθερους: «Η εξουσία, όπως αναφέρθηκε στην αρχή της συνολικής διαπραγμάτευσης, είναι δύο ειδών: αυτή που ασκείται για χάρη του άρχοντα και εκείνη που ασκείται για χάρη του αρχόμενου. Κατά τη γνώμη μας η πρώτη είναι δεσποτική, η δεύτερη όμως γνώρισμα των ελεύθερων ανθρώπων». (1333a 3 – 6).
 
Κι εδώ δε χρειάζεται να σταθούμε στις διατυπώσεις, που θέλουν τη δεσποτική εξουσία «για χάρη του άρχοντα» (ασχέτως αν ο Αριστοτέλης έχει υποστηρίξει ότι και ο φύσει δούλος ωφελείται από τη δεσποτική εξουσία: «υπάρχει μια σχέση συμφέροντος και φιλίας ανάμεσα στο δούλο και το δουλοκτήτη του που από τη φύση τους είναι προορισμένοι γι’ αυτούς τους ρόλους». 1255b 13 – 15), ενώ εκείνη των ελεύθερων ανθρώπων «για χάρη του αρχόμενου», για να κατανοήσουμε ποια από τις δύο είναι ευνοϊκή για το λαό. Και μόνο η αναγνώριση ότι οι ελεύθεροι άνθρωποι πρέπει να έχουν και το σύστημα διακυβέρνησης που τους αξίζει είναι αρκετή. Το θέμα είναι ότι, αντιστοίχως, πρέπει να υπάρχει και ανάλογη παιδεία. Γιατί άλλο να εκπαιδεύει κανείς δούλους κι άλλο ελεύθερους.
 
Μ’ αυτό τον τρόπο φτάνουμε στο χρέος του νομοθέτη: «Επειδή όμως άποψή μας είναι ότι η αρετή του άριστου άντρα είναι ίδια με την αρετή του πολίτη και του άρχοντα, και ο ίδιος ο πολίτης πρώτα διατελεί αρχόμενος και μετά άρχοντας, χρέος του νομοθέτη είναι αυτό κυρίως να πραγματευθεί, πώς και με ποιους τρόπους ζωής γίνονται άντρες αγαθοί και ποιος είναι ο τελικός σκοπός της άριστης ζωής». (1333a 11 – 16).
 
Με δυο λόγια, ο νομοθέτης θα ορίσει τον άριστο βίο και – κατ’ επέκταση – θα βρει τον τρόπο ζωής που πρέπει να ακολουθούν οι πολίτες προκειμένου να γίνουν άριστοι. Κι όλα αυτά σε συνάρτηση με τις προτεραιότητες του εκάστοτε πολιτεύματος. Γι’ αυτό η παιδεία είναι πρωτίστως θέμα πολιτικό. Γιατί το πολίτευμα είναι εκείνο που θα θέσει τα χαρακτηριστικά του άριστου πολίτη. Γιατί άλλο πολίτης στη δημοκρατία κι άλλο στην ολιγαρχία.
 
Όλα προδιαγράφονται σύμφωνα με την αυστηρή μεθοδολογία όπου πρώτα πρέπει να οριοθετηθεί ο στόχος και στη συνέχεια οι κατάλληλες ενέργειες για την επίτευξή του: «Προς αυτή την κατεύθυνση δύο είναι οι προϋποθέσεις που απαιτούνται, για να έχει αίσια έκβαση οποιοδήποτε εγχείρημα γενικά. Η μία αναφέρεται στην ορθή θεμελίωση του σκοπού και των τελικών αποβλέψεων των ενεργειών. Η δεύτερη αναφέρεται στην εξεύρεση των αποτελεσματικών ενεργειών για το σκοπό αυτό». (1331b 26 – 29).
 
Ο στόχος δεν μπορεί παρά να είναι η ευημερία της πόλης κι αποδεχόμενοι ότι η πόλη είναι το σύνολο των πολιτών είναι εύκολο να διαπιστωθεί ότι, τελικά, ο στόχος της άριστης πόλης είναι το συμφέρον των πολλών κι όχι των λίγων που λυμαίνονται τον πλούτο και την εξουσία. Η εξουσία δεν πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον των λίγων που κυβερνούν, αλλά σ’ εκείνο των πολλών που κυβερνούνται. Με δεδομένο ότι η παιδεία που ταιριάζει στους δούλους (δεσποτική) είναι «για χάρη του άρχοντα» καθίσταται απολύτως σαφές ότι η παιδεία που αρμόζει στην ιδανική πόλη είναι εκείνη που απευθύνεται στους ελεύθερους πολίτες («για χάρη του αρχόμενου»).
 
Κι αυτό, βέβαια, πέρα από στόχος της εκάστοτε νομοθεσίας μπορεί να λειτουργήσει κι αντίστροφα. Μπορεί δηλαδή να αποτελέσει και κριτήριο για την αξιολόγηση οποιασδήποτε πόλης. Αν η παιδεία διαπλάθει δούλους, τότε η πόλη δεν απευθύνεται σε ελεύθερους ανθρώπους. Ως εκ τούτου είναι ανάξια πόλη.
 
Η οριοθέτηση της ορθής παιδείας, της παιδείας δηλαδή που απευθύνεται σε ελεύθερους ανθρώπους, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την κατά Αριστοτέλη «διαίρεση της ψυχής»: «Η ψυχή αποτελείται από δύο μέρη, από τα οποία το ένα έχει αυτό καθαυτό λόγο, το άλλο δεν έχει λόγο καθαυτό, έχει όμως τη δυνατότητα να υπακούει στο λόγο. Στα δύο αυτά μέρη αποδίδουμε τις αρετές σύμφωνα με τις οποίες κάποιος άνθρωπος χαρακτηρίζεται αγαθός κατά κάποιον τρόπο». (1333a 16 – 19).
 
Είναι φανερό ότι το λόγον μέρος της ψυχής υπερτερεί έναντι του άλογου κι ότι το άλογον μέρος πρέπει να υπακούει, να τιθασεύεται από το λόγον μέρος. Ο τελικός σκοπός της ανθρώπινης ύπαρξης, δηλαδή η ευδαιμονία που θα επιτευχθεί μόνο με την κατάκτηση της αρετής, δεν μπορεί παρά να σχετίζεται με την ανωτερότητα της λογικής: «Σε ποιο μέρος από τα δύο ανήκει μάλλον ο τελικός σκοπός, δεν αντιμετωπίζουν δυσκολία διατύπωσης όσοι συμφωνούν μαζί μας στη διαίρεση αυτή. Γιατί το χειρότερο υπάρχει για να υπηρετεί το καλύτερο, αυτό δείχνουν τα έργα της τέχνης και της φύσης, και το έχον λόγον είναι ποιοτικά ανώτερο». (1333a 19 – 24).
 
Ο διαχωρισμός αυτός είναι ευθέως ανάλογος και με τις απόψεις του Αριστοτέλη για τη δουλεία, καθώς ο δούλος είναι αυτός που υποτάσσεται στο ευτελές άλογον μέρος, ενώ ο ελεύθερος έχει καταφέρει να το δαμάσει δίνοντας την προτεραιότητα στο λόγον μέρος. Γι’ αυτό και η παιδεία των ελεύθερων ανθρώπων οφείλει να εστιάσει στην καλλιέργεια του λογικού μέρους της ψυχής καθιστώντας τον πολίτη «μη βάναυσο».
 
Όμως, το ζήτημα είναι ανάγκη να προχωρήσει ακόμη βαθύτερα: «Αλλά και αυτό» (εννοείται το λόγον μέρος) «διαιρείται στα δύο, σύμφωνα με τον τρόπο διαίρεσης που συνηθίζουμε, γιατί ο λόγος διακρίνεται σε πρακτικό και θεωρητικό και επομένως διαιρείται κατ’ ανάγκη και το αντίστοιχο μέρος της ψυχής». (1333a 24 – 27).
 
Η ψυχή του ανθρώπου, είπε ο Αριστοτέλης, αποτελείται κατ’ αρχήν από δύο μέρη, από το λόγον έχον μέρος και από το άλογον (με δική μας διατύπωση: ο άνθρωπος ως ζωντανός οργανισμός λειτουργεί με δύο τρόπους: α) με βάση τη λογική του, β) με τρόπους που δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με το λογικό του). Η αρχική όμως αυτή διμερής “διαίρεση” κατέληξε σε τριμερή “διαίρεση”, αφού ο Αριστοτέλης διέκρινε τελικά α) ένα καθαρά άλογον μέρος της ψυχής, β) ένα καθαρά λόγον έχον μέρος της, και γ) ένα μέρος που μετέχει και του αλόγου και του λόγον έχοντος μέρους της ψυχής. Το πρώτο, είπε, έχει σχέση με τη διατροφή και την αύξηση του ανθρώπινου οργανισμού και άρα δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με την αρετή, το τρίτο (ο ίδιος το ονόμασε επιθυμητικόν) έχει σχέση με τις αρετές που περιγράφουν το χαρακτήρα του ανθρώπου (ηθικές αρετές), ενώ το δεύτερο, που αφορά απόλυτα και καθαρά το λογικό μας, έχει σχέση με τις διανοητικές μας αρετές (με τη σοφία λ.χ. ή τη φρόνηση). Έτσι ο Αριστοτέλης κατέληξε να διακρίνει τις ανθρώπινες αρετές σε ηθικές και διανοητικές.
 
Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το πεδίο της δράσης για τη διαπαιδαγώγηση των ελεύθερων ανθρώπων, που δεν είναι άλλο από την ενίσχυση των ηθικών και διανοητικών αρετών. Κι αν οι διανοητικές αρετές εκλαμβάνονται ως γνώση και καλλιέργεια της λογικής μέσα από την εκμάθηση των επιστημών, οι ηθικές αρετές είναι καταδικασμένες στη ρευστότητα, αφού ο καθένας μπορεί να διαστρεβλώσει και να διαμορφώσει το ηθικώς ορθό κατά πως τον βολεύει. Αυτός είναι και ο ρόλος του νομοθέτη, που πρέπει όχι μόνο να ορίσει επακριβώς τη σημασία της ηθικής πράξης μέσα στα δεδομένα της εκάστοτε κοινωνίας, αλλά και να μεριμνά – μέσα από τα αρμόδια όργανα – την εφαρμογή των ηθικών επιταγών από τους πολίτες, δηλαδή την τήρηση του νόμου.
 
Η παιδεία είναι ο κοινωνικός μηχανισμός που θα αναλάβει τη μετατροπή της ηθικής σε συνείδηση, που θα μετατρέψει δηλαδή τη θεωρία σε πράξη. Όμως, αν κάποιος πρέπει να πραγματώσει την αρετή, σύμφωνα με τις επιταγές του νομοθέτη, πρέπει πρωτίστως να την αντιληφθεί ως βιωματική – συναισθηματική συνθήκη, πρέπει δηλαδή να μάθει να αντλεί χαρά από την άσκησή της. Με άλλα λόγια, η πραγμάτωση της ηθικής αρετής πρέπει να ταυτίζεται με την επιθυμία.
 
Γι’ αυτό λέμε ότι η παιδεία πρέπει να εμπνέει, να δημιουργεί όραμα, να προκαλεί ενθουσιασμό. Γιατί, εν τέλει, πρέπει να γεννά επιθυμίες, και οι επιθυμίες αυτές πρέπει να είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, όπως αρμόζει στους ελεύθερους ανθρώπους. Η ενθάρρυνση του μαθητή αφορά την αυτοπεποίθησή του για την τελική επιτυχία. Κι αυτός είναι ένας δρόμος ακόμη για τη διαμόρφωση των επιθυμιών. Γιατί ο καθένας επιθυμεί αυτό που νομίζει ότι μπορεί να το καταφέρει: «Γι’ αυτό θα πούμε ότι και οι πράξεις ακολουθούν ανάλογη διαίρεση και τα άτομα τα ικανά για πράξεις κάθε είδους ή τουλάχιστον των δύο έχουν χρέος να προτιμούν ενέργειες του φύσει ανώτερου ποιοτικά μέρους της ψυχής, γιατί πάντοτε ο κάθε άνθρωπος αυτό που μπορεί να κατορθώσει ως υπέρτατη επιδίωξή του αυτό και επιθυμεί πάρα πολύ». (1333a 27 – 30).
 
Τελικά, αυτό που απομένει είναι η συνείδηση της σκοπιμότητας όλων των ασχολιών. Ο ποιοτικός άνθρωπος, εκείνος που καλλιεργεί το ανώτερο μέρος της ψυχής, δηλαδή – αριστοτελικά μιλώντας – ο ελεύθερος άνθρωπος, είναι αυτός που όχι μόνο αντιλαμβάνεται την αξία του ελεύθερου χρόνου, αλλά είναι σε θέση να προχωρήσει και στην εποικοδομητική αξιοποίησή του: «Επιπλέον και όλος ο βίος διαιρείται σε ασχολία και σε άνεση του ελεύθερου χρόνου, σε πόλεμο και ειρήνη, το ίδιο και οι δραστηριότητες διακρίνονται σε εκείνες που αποβλέπουν στα αναγκαία και στα χρήσιμα από τη μία και στα καλά από την άλλη». (1333a 30 – 33).
 
Η ασχολία, λοιπόν, δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά προϋπόθεση για την κατάκτηση του ελεύθερου χρόνου, όπως και ο πόλεμος νοηματοδοτείται μόνο ως αναπόφευκτη συνθήκη για την κατάκτηση της ειρήνης: «Γι’ αυτά υποχρεωτικά ισχύει η ίδια αρχή προτίμησης που ισχύει για τα μέρη της ψυχής και τις ομόλογες με αυτά πράξεις: ο πόλεμος δηλαδή γίνεται για χάρη της ειρήνης, η ασχολία για χάρη της άνεσης του ελεύθερου χρόνου και τα αναγκαία και τα χρήσιμα για χάρη των καλών». (1333a 33 – 36).
 
Η μετατροπή της ασχολίας σε σκοπό της ζωής απαξιώνοντας το νόημα του ελεύθερου χρόνου δεν έχει καμία σχέση με τις προτεραιότητες του πραγματικά ελεύθερου ανθρώπου. Κι εδώ δε μιλάμε για τη μονομανία της επιστημονικής ή φιλοσοφικής έρευνας, που διαρκώς εμπλουτίζει το λόγον μέρος της ψυχής, αλλά για τη χρησιμοθηρική αντίληψη της γνώσης, που λειτουργεί με αυστηρά εισοδηματικό τρόπο. Η δημιουργία ανθρώπων διατεθειμένων να δουλεύουν συνεχώς – ή και να παρανομούν – για την αύξηση της περιουσίας τους είναι η θεοποίηση του χρήματος, που υπερέχει έναντι οτιδήποτε άλλου. Η εκπαίδευση που εστιάζει στην απόκτηση της γνώσης με αποκλειστικό σκοπό την αξιοποίησή της στην αγορά εργασίας είναι η εκπαίδευση που πριν απ’ όλα έχει απαξιώσει την ίδια την έννοια της γνώσης.
 
Η περίπτωση του διεφθαρμένου γιατρού, που, όμως, από άποψη επιστημονικής κατάρτισης είναι επαρκέστατος, είναι η οριστική αποσύνδεση της γνώσης από την αρετή, αφού αυτός που κατέχει τη γνώση, εν τέλει, δεν είναι ενάρετος. Είναι η στιγμή που η ψυχή βάζει το λόγον έχον μέρος της στην υπηρεσία του άλογου μέρους. Όμως, αυτή η κατάσταση αρμόζει στους δούλους. Κατ’ επέκταση, η παιδεία που αναπαράγει τέτοιους ανθρώπους είναι η παιδεία που απευθύνεται σε δούλους.
 
Κι αυτό είναι το παιδαγωγικό καθήκον του νομοθέτη των ελεύθερων ανθρώπων: «Όλα αυτά έχοντας καθαρά μπρος στα μάτια του ο πολιτικός οφείλει να νομοθετεί σύμφωνα με τα μέρη της ψυχής και τις ομόλογες με αυτά πράξεις, δίνοντας όμως μεγαλύτερη προσοχή στα ποιοτικά ανώτερα πράγματα και στους τελικούς σκοπούς». (1333a 37 – 39).
 
Κι αν ακόμη δημιουργούνται ασάφειες για τον παιδαγωγικό ρόλο του νομοθέτη, ο Αριστοτέλης είναι διατεθειμένος να το διατυπώσει κι αλλιώς: «Με τον ίδιο τρόπο έχει χρέος» (εννοείται ο νομοθέτης) «να ρυθμίζει τους τρόπους ζωής και τις επιλογές των πραγμάτων, καθώς οι πολίτες χρειάζεται να είναι σε θέση και να εργάζονται και να πολεμούν, αλλά κυρίως να ζουν ειρηνικά και με άνεση χρόνου, να πράττουν τα αναγκαία και χρήσιμα, να αποβλέπουν όμως στα καλά. Αυτά χρειάζονται περισσότερο. Συνεπώς ο πολιτικός οφείλει να προσαρμόζει σε αυτούς τους σκοπούς την εκπαίδευση των παιδιών αλλά και των ανθρώπων άλλων ηλικιών που έχουν ανάγκη παιδείας». (1333a 39 – 1333b 5).
 
Αριστοτέλης: Πολιτικά

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου