Παρασκευή 9 Μαρτίου 2018

Ο Αριστοτέλης, η μεσότητα και ο τελικός ορισμός της αρετής

Το αδιαχώριστο της μεσότητας και της αρετής τίθεται από τον Αριστοτέλη με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο. Δεν μπορεί να γίνει λόγος για την αρετή αν δεν τεθεί στη βάση της μεσότητας. Οι δύο έννοιες είναι τόσο αξεδιάλυτα συνυφασμένες που είναι αδύνατο να γίνει αναφορά στη μια, χωρίς, έστω και ασυνείδητα, να μην υπολογίζεται και η άλλη. Για να το πούμε αλλιώς, αρετή χωρίς τη συνδρομή της μεσότητας δεν μπορεί να υπάρξει, αλλά και, αντιστρόφως, μεσότητα που δεν οδηγεί στην αρετή δεν υφίσταται.
 
Και βέβαια, δεν πρέπει να συγχέεται η μεσότητα με τη μετριότητα. Η μετριότητα αφορά το σημείο που βρίσκεται ανάμεσα στο άριστο και το κακό, ενώ το μέσον έχει να κάνει μόνο με το άριστο. Δεν ακολουθεί κανείς τη μεσότητα για να γίνει μέτριος, αλλά άριστος. Σε τελική ανάλυση, αυτό που διερευνάται ως αρετή είναι η υπερβολή του καλού (το άριστο), η οποία όμως θα επιτευχθεί ακολουθώντας το μέσο δρόμο.
 
Κι ακριβώς επειδή η μεσότητα έχει την έννοια του τρόπου (δρόμου) για να κατακτήσει κανείς την αρετή κι όχι του αυτοσκοπού (δεν έχει νόημα να προσπαθεί κανείς να ακολουθεί το μέσο για να είναι μέτριος) ο Αριστοτέλης θα διευκρινίσει: «Διαιρώντας κάτι που έχει για γνωρίσματά του τη συνέχεια και τη διαιρετότητα μπορούμε να έχουμε ή δύο άνισα μεταξύ τους μέρη (ένα μικρότερο και ένα μεγαλύτερο) ή δύο ίσα μέρη, και αυτό είτε σε σχέση με το ίδιο το πράγμα είτε σε σχέση προς εμάς». (1106a 6, 28-30).
 
Η διαίρεση «σε σχέση με το ίδιο το πράγμα» αφορά τον τρόπο που μπορεί να διαμοιράσει κανείς τα αντικείμενα. Γι’ αυτό και η επεξήγηση: «Όταν λέω “μέσον σε σχέση με το πράγμα”, εννοώ “αυτό που απέχει εξίσου από καθένα από τα δύο άκρα”· αυτό, φυσικά, είναι ένα, και το ίδιο για όλους». (1106a 6, 31-33).
 
Πράγματι, όταν μοιράζει κανείς οτιδήποτε άψυχο (που βέβαια ενδείκνυται για μοιρασιά), το μέσον δεν είναι παρά ο αριθμός που ισαπέχει από τα δύο άκρα: «Παράδειγμα: Αν τα δέκα είναι πολλά και τα δύο λίγα, μέσον σε σχέση με το πράγμα λέμε πως είναι το έξι, αφού αυτό υπερέχει και υπερέχεται κατά τον ίδιο αριθμό μονάδων. Αυτό βέβαια είναι το μέσον όπως το διδάσκει η αριθμητική». (1106a 6, 35-38).
 
Με λίγα λόγια, το μέσον «σε σχέση με το πράγμα» είναι το ένα και μοναδικό μέσον που τίθεται αδιαπραγμάτευτα από την αριθμητική. Είναι δηλαδή το αντικειμενικό μέσον που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει. Ανάμεσα στους αριθμούς δύο και δέκα το μέσον είναι το έξι γιατί απέχει εξίσου (κατά τέσσερις μονάδες) από τα δύο άκρα (δύο – δέκα). Όταν όμως γίνεται λόγος για τους ανθρώπους (κι αυτό είναι το ζητούμενο, αφού η αρετή δεν αφορά τα πράγματα), η μεσότητα είναι παράλογο να υπολογιστεί με τον ίδιο τρόπο: «όταν, πάλι, λέω “μέσον σε σχέση προς εμάς”, εννοώ “αυτό που δεν είναι ούτε πάρα πολύ ούτε πολύ λίγο”, κάτι που, βέβαια, δεν είναι ούτε ένα ούτε το ίδιο για όλους». (1106a 6, 34).
 
Και για να γίνει πιο σαφής ο Αριστοτέλης θα φέρει ως παράδειγμα τις μερίδες του φαγητού: «αν για ένα άτομο είναι πολύ το να φάει δέκα “μερίδες” και λίγο το να φάει δύο, δε θα πει πως ο προπονητής θα ορίσει έξι “μερίδες”, γιατί και αυτή η ποσότητα μπορεί να είναι πολλή γι’ αυτόν που θα τη φάει ή λίγη: λίγη για έναν Μίλωνα*, πολλή για τον αρχάριο στη γύμναση». (1106b 6, 1-5).
 
(*Mεγάλος αθλητής από τον Κρότωνα, τη γνωστή ελληνική αποικία στην Κάτω Ιταλία. Έζησε τον 6ο αι. π.Χ. Η αρχαιότητα μιλούσε με θαυμασμό για τη μεγάλη του δύναμη).
 
Η διαπίστωση ότι το «μέσον σε σχέση προς εμάς δεν είναι ούτε ένα ούτε το ίδιο για όλους» είναι η κατάδειξη του υποκειμενικού μέσου, το οποίο και αρμόζει όταν μιλάμε για ανθρώπους. Το ότι το έξι είναι το αντικειμενικό μέσο ανάμεσα στο δύο και το δέκα δε σημαίνει ότι τους αφορά όλους, καθώς άλλο ο Μίλωνας κι άλλο κάποιος που δεν έχει εμπειρία στις γυμναστικές ασκήσεις.
 
Κι εδώ δεν πρέπει να σταθεί κανείς μόνο στον εύστοχο τρόπο που αποδίδει ο Αριστοτέλης την έννοια υποκειμενικός («προς εμάς») και αντικειμενικός («σε σχέση προς το πράγμα»), οι οποίες δεν υπήρχαν στην αρχαιότητα και κλήθηκε να τις αποδώσει χωρίς γλωσσικό υπόβαθρο, αλλά στην εξίσου εύστοχη απόδοση της μεσότητας ως δρόμο για να κατακτήσει κανείς το άριστο. Γιατί λαμβάνονται σοβαρά υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε ανθρώπου, για τα οποία κανένας αριθμητικός υπολογισμός δεν μπορεί να είναι αρκετός.
 
Η αυτογνωσία, η λογική, η ελεύθερη βούληση και η γνώση είναι παράγοντες που καθορίζουν αποφασιστικά τη δυνατότητα του ανθρώπου να βρει και να επιλέξει το δικό του υποκειμενικό μέσο, ώστε να οδηγηθεί στο άριστο. Κι αυτά σηματοδοτούν και την προσωπική του ευθύνη. Πρέπει κανείς να γνωρίζει τον εαυτό του για να κάνει τις σωστές επιλογές, καθώς, αν νομίζει ότι είναι Μίλωνας χωρίς πράγματι να είναι, δε θα τραφεί σωστά και, τελικά, θα βλάψει τον εαυτό του. Η αναφορά στον προπονητή είναι η επίκληση στην εμπειρία που διασφαλίζει τη γνώση. Και πέρα απ’ αυτό, ο προπονητής, ως ειδήμων, δεν μπορεί παρά να είναι και εκπρόσωπος της λογικής. Η λογική είναι ο παράγοντας που θα περιορίσει τα όρια της υποκειμενικότητας. Γιατί η υποκειμενικότητα χωρίς πλαίσιο ενδέχεται να ταυτιστεί με την ασυδοσία.
 
Και η μεσότητα, ως άριστο, έχει να κάνει με όλο το φάσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η τέχνη είναι περίπτωση αρκούντως ενδεικτική, αφού κι εκεί η μεσότητα θα αναδείξει το σπουδαίο έργο: «εξού και ο λόγος που συνοδεύει όλα τα πετυχημένα έργα, πως τίποτε δεν έχουμε να προσθέσουμε σ’ αυτά ή να τους αφαιρέσουμε, δεδομένου ότι η υπερβολή και η έλλειψη φθείρουν το σωστό, ενώ η μεσότητα το διασώζει – και οι καλοί τεχνίτες εργάζονται, όπως λέμε, με το βλέμμα τους στραμμένο προς αυτό». (1106b 6, 11-15).
 
Η μεσότητα προτείνεται ως ισορροπία που εξουδετερώνει τους κινδύνους των δύο άκρων. Ένα βαρυφορτωμένο έργο δεν μπορεί παρά να παραπέμπει στο πομπώδες κλείνοντας προς το μέρος της υπερβολής, ενώ ένα ανεπαρκές – φτωχό τείνει προς την έλλειψη, αφού θα μπορούσε κανείς να το θεωρήσει ανολοκλήρωτο.
 
Για τον Αριστοτέλη και η φύση και οι τέχνες και η αρετή καθοδηγούνται από την αρχή της μεσότητας. Όταν, όμως, γίνεται λόγος για την αρετή του ανθρώπου πρέπει να ληφθούν υπόψη εκείνα τα χαρακτηριστικά που τον διαφοροποιούν από οτιδήποτε άλλο: τα συναισθήματα και οι πράξεις. Κι αυτός είναι ο λόγος που, σ’ αυτή την περίπτωση, η αρετή δεν μπορεί παρά να έχει ηθικό περιεχόμενο: «Φυσικά, μιλώ για την ηθική αρετή, γιατί αυτή είναι που αναφέρεται στα πάθη και στις πράξεις: σ’ αυτά υπάρχει υπερβολή, έλλειψη και το μέσον». (1106b 6, 17-19).
 
Ο Αριστοτέλης για μια ακόμη φορά καταδεικνύει τη σημασία των συναισθημάτων για την κατάκτηση της αρετής, πράγμα που καθιστά σαφές ότι οι προηγούμενες τοποθετήσεις του «κανένας δε μας επαινεί ούτε μας ψέγει κατά τα πάθη» (1105b 5, 35-36) και «ούτε οι αρετές ούτε οι κακίες είναι πάθη, αφού κανένας δε μας λέει καλούς ή κακούς κατά τα πάθη» (1105b 5, 32-34) αφορούσαν τα συναισθήματα καθαυτά, όπως έχουν δοθεί από τη φύση, ενώ η αρετή αφορά τη δυνατότητα του ανθρώπου να τα δαμάσει θέτοντάς τα στα όρια της μεσότητας. Και προς ενίσχυση αυτών θα φέρει αρκετά παραδείγματα συναισθηματικών εκδηλώσεων τονίζοντας τη σπουδαιότητα της μεσότητας στην αναζήτηση της αρετής: «Παραδείγματος χάριν μπορεί κανείς να φοβηθεί ή να δείξει θάρρος, να επιθυμήσει, να οργισθεί ή να σπλαχνιστεί, γενικά να νιώσει ευχαρίστηση ή δυσαρέσκεια, και σε μεγαλύτερο και σε μικρότερο βαθμό, και ούτε το ένα ούτε το άλλο από τα δύο αυτά είναι καλό». (1106b 6, 20-23).
 
Με άλλα λόγια, τα συναισθήματα είναι μέσα στη φύση του ανθρώπου και είναι αδύνατο να τα αρνηθεί κανείς. Αν κάποιος στερείται συναισθημάτων, βρίσκεται στο άκρο της έλλειψης και είναι αδύνατο να φτάσει στην αρετή, όπως κι αυτός που τα βιώνει με τρόπο έντονο, που μπορεί να φτάσει στο ανεξέλεγκτο, επειδή κινείται προς το πλευρό της υπερβολής. Η μεσότητα στα πάθη είναι που θα φέρει την ψυχική ισορροπία και τη νηφαλιότητα στις πράξεις, που τελικά θα οδηγήσουν στην ευτυχία. Τα συναισθήματα που είναι καθαρά αρνητικά και που πρέπει να τα καταπολεμά κανείς, όπως η ζηλοτυπία, ο φθόνος ή το μίσος, δε λαμβάνονται υπόψη στην παρούσα στιγμή. Αυτό που καταδεικνύεται εδώ είναι η αναγκαιότητα του μέτρου στα συναισθήματα που πρέπει να νιώθει κανείς.
 
Κι αφού η μεσότητα είναι ο καθοριστικός παράγοντας για την ορθότητα όλων των συναισθηματικών αποχρώσεων, ο Αριστοτέλης προχωρά στην απόδοση των επιμέρους χαρακτηριστικών της: «να τα αισθανθεί όλα αυτά τη στιγμή που πρέπει, ενσχέσει με τα πράγματα που πρέπει, ενσχέσει με τους ανθρώπους που πρέπει, για το λόγο που πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει, αυτό είναι κατά κάποιον τρόπο, το μέσον και το άριστο – αυτό το δεύτερο έχει, βέβαια, άμεση σχέση με την αρετή». (1106b 6, 23-25).
 
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο καθορίζονται από τον Αριστοτέλη και οι πράξεις καταδεικνύοντας για μια ακόμη φορά το αδιάσπαστο που έχουν με τα συναισθήματα: «Όμοια και στις πράξεις υπάρχει υπερβολή, έλλειψη και μέσον – η αρετή αναφέρεται στα πάθη και στις πράξεις». (1106b 6, 25-27).
 
Ο συσχετισμός των συναισθηματικών εντάσεων με το πρέπει είναι η σημασία του κοινωνικού περίγυρου, που λαμβάνεται πολύ σοβαρά υπόψη. Το δεοντολογικό στοιχείο κάθε συμπεριφοράς είναι συνυφασμένο με την κοινωνική νοοτροπία στην οποία εντάσσεται. Η στιγμή που πρέπει, οι άνθρωποι που πρέπει, η αιτία που πρέπει και ο τρόπος που πρέπει είναι το πλαίσιο της αρετής που δεν μπορεί παρά να έχει κοινωνική διάσταση. Κι εδώ δε γίνεται λόγος για την καταπιεστική εκδοχή της συνύπαρξης που επιβάλλει κανόνες, αλλά για την ορθότητα των πράξεων που αποκομμένες από το περιβάλλον στερούνται νοήματος.
 
Σε τελική ανάλυση, η ηθική αρετή αφορά τη συμπεριφορά και τα συναισθήματα που εναρμονίζουν τις ανθρώπινες σχέσεις. Κι αυτό δε σημαίνει την υποταγή ή τον ακρωτηριασμό του ατόμου στο όνομα της συνύπαρξης, αφού ούτε η οργή ούτε η προσωπική επιθυμία αποκλείονται. Όταν κάποιος αδικείται είναι σωστό να οργιστεί και να διεκδικήσει αυτά που του ανήκουν ή του αξίζουν. Κι όταν κάποιος διαπιστώσει μια εσφαλμένη κοινωνική αντίληψη πρέπει να έχει το θάρρος να την καταστήσει σαφή. Αν χρειαστεί, οφείλει να παλέψει για τις ιδέες του.
 
Με άλλα λόγια, ο Αριστοτέλης δεν αναφέρεται στον κούφιο καθωσπρεπισμό της κοινωνικής μίμησης, αλλά στα όρια της συμπεριφοράς, την οποία θα καθορίσουν τα συναισθήματα, ώστε να είναι κοινωνικώς αποδεκτή προάγοντας τη συνύπαρξη. Ο ανεξέλεγκτος θυμός, η ανεξέλεγκτη επιθυμία, το ανεξέλεγκτο θάρρος (που γίνεται θράσος) δεν μπορούν να έχουν αποδοχή από το σύνολο, γιατί θα οδηγήσουν σε ακραίες συμπεριφορές. Και οι ακραίες συμπεριφορές δεν έχουν καμία σχέση ούτε με την ομαλότητα ούτε με τη γαλήνη.
 
Κι επειδή το μέσον στη συμπεριφορά είναι μόνο ένα σημείο, σε αντίθεση με τα άπειρα που τείνουν προς τα δύο άκρα, η εύρεση και η επίτευξη της μεσότητας είναι δύσκολο πράγμα: «Το λάθος γίνεται με πολλούς τρόπους το σωστό όμως γίνεται με έναν μόνο τρόπο (γι’ αυτό και το πρώτο είναι εύκολο, ενώ το άλλο είναι δύσκολο: είναι εύκολο, πράγματι, να αποτύχεις στο στόχο σου και είναι δύσκολο να τον πετύχεις)». (1106b 6, 31-35). Και προς ενίσχυση αυτού ο Αριστοτέλης θα παραθέσει και τον άγνωστης προέλευσης λαϊκό στίχο «καλοί με έναν μόνο τρόπο, κακοί με χίλιους τόσους τρόπους» (1106b 6, 38), κάτι ανάλογο με το δικό μας «ο διάολος έχει πολλά ποδάρια».
 
Κατόπιν αυτών ο Αριστοτέλης είναι έτοιμος να παραθέσει τον τελικό ορισμό της αρετής, ο οποίος οφείλει να εκπληρώνει όλες τις προϋποθέσεις που έχουν ως τώρα αναφερθεί: «Η αρετή λοιπόν είναι μια έξη, που α) επιλέγεται ελεύθερα από το άτομο, β) βρίσκεται στο μέσον, στο μέσον όμως το “σε σχέση προς εμάς”· το μέσον αυτό καθορίζεται από τη λογική – πιο συγκεκριμένα, από τη λογική, πιστεύω, που καθορίζει ο φρόνιμος άνθρωπος». (1106b 6, 40 και 1107a 6, 1-2).
 
Η επιμονή στην έξη είναι το τελικό ξεκαθάρισμα ότι η αρετή δεν είναι από τη φύση, αλλά αποτελεί συνήθεια (εθισμό) που συντελείται μέσω των επαναλαμβανόμενων πράξεων και γίνεται μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα. Η ελεύθερη επιλογή είναι η απόδειξη ότι η αρετή είναι αδύνατο να ασκηθεί καταπιεστικά. Πρέπει το άτομο να θέλει να την ασκήσει κι αυτός είναι ο ρόλος του συναισθήματος, που κατευθύνει την ανθρώπινη συμπεριφορά, καθώς η άσκηση της αρετής, αν δε συνοδεύεται από την ευχαρίστηση είναι αδύνατο να γίνει μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα. Γι’ αυτό πρέπει από τη μικρή ηλικία να δέχεται κανείς εκείνη τη διαπαιδαγώγηση που θα συνδυάζει τα θετικά συναισθήματα με τις θετικές πράξεις. Και βέβαια, από τη στιγμή που επιλέγει κανείς ελεύθερα, οφείλει να αποδεχτεί και τις συνέπειες, καθώς φέρει την ευθύνη των επιλογών του.
 
Από κει και πέρα η μεσότητα παίζει ρόλο καθοριστικό στην αναζήτηση της αρετής και μάλιστα η μεσότητα η υποκειμενική («σε σχέση με μας»), που προϋποθέτει την αυτογνωσία, ώστε να μπορεί κανείς να παίρνει τις σωστές αποφάσεις για τον εαυτό του. Τα όρια της υποκειμενικής μεσότητας περιορίζονται από τη λογική, καθώς η δίχως όριο υποκειμενικότητα υπάρχει κίνδυνος να ταυτιστεί με την αυθαιρεσία.
 
Ο Αριστοτέλης δίνει τόσο μεγάλη βαρύτητα στη λογική, που αναφέρει σαφώς τη λογική «που καθορίζει ο φρόνιμος άνθρωπος». Ο φρόνιμος, ο συνετός, δηλαδή ο σοφός αποτελεί αδιαπραγμάτευτη αξία της αρχαιότητας και επικαλείται από τον Αριστοτέλη ακριβώς για να τονιστεί η σημασία της λογικής στον καθορισμό του υποκειμενικού μέσου. Δε μιλάμε, δηλαδή, για τη λογική του κάθε ανθρώπου, αλλά για την αυστηρότερη εκδοχή της, την εκδοχή που εξασφαλίζει την ύψιστη ποιότητα.
 
Η κατάκτηση της αρετής, ως κατάκτηση της ευτυχίας, είναι η παρακαταθήκη του Αριστοτέλη στο σύγχρονο άνθρωπο για να ευημερήσει. Οι σωστές συνήθειες, η ελευθερία, η αυτογνωσία, η μεσότητα και η λογική είναι σε θέση να προσφέρουν στον άνθρωπο το νόημα της ζωής που είναι ευτυχία. Το τελικό συμπέρασμα είναι απολύτως προφανές: «Από την άποψη λοιπόν της ουσίας της, και όσο μας ενδιαφέρει ο ορισμός της φύσης της, η αρετή είναι μεσότητα, από την άποψη όμως του σωστού και του άριστου είναι, ασφαλώς, κάτι που βρίσκεται στο ψηλότερο σκαλί». (1107a 6, 6-8).
 
Αριστοτέλης: Ηθικά Νικομάχεια

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου