116. ΙΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΝΟΣΩΝ [116.1] ἰατρὸς ἐκκομιζομένῳ τινὶ τῶν οἰκείων ἐπακολουθῶν ἔλεγε πρὸς τοὺς προπέμποντας ὡς, οὗτος ὁ ἄνθρωπος εἰ οἴνου ἀπείχετο καὶ κλυστῆρι ἐκέχρητο, οὐκ ἂν ἀπέθανε. τούτων δέ τις ὑποτυχὼν ἔφη· «ὦ οὗτος, ἀλλ᾽ οὐ νῦν σε ἔδει ταῦτα λέγειν, ὅτε οὐδὲν ὄφελός ἐστι, τότε δὲ αὐτῷ παραινεῖν, ὅτε καὶ χρῆσθαι ἠδύνατο».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι δεῖ τοῖς φίλοις παρὰ τὰς χρείας τὰς βοηθείας παρέχεσθαι, ἀλλὰ μὴ μετὰ τὴν τῶν πραγμάτων ἀπόγνωσιν κατειρωνεύεσθαι.
117. ΙΞΕΥΤΗΣ ΚΑΙ ΑΣΠΙΣ
[117.1] ἰξευτὴς ἀναλαβὼν ἰξὸν καὶ τοὺς καλάμους ἐξῆλθεν εἰς ἄγραν. θεασάμενος δὲ κίχλαν ἐπί τινος ὑψηλοῦ δένδρου καθημένην ταύτην συλλαβεῖν ἠβουλήθη. καὶ δὴ συνάψας εἰς μῆκος τοὺς καλάμους ἀτενὲς ἔβλεπεν ὅλος ὢν πρὸς τὸν ἀέρα τὸν νοῦν. τοῦτον δὲ τὸν τρόπον ἄνω νεύων ἔλαθεν ἀσπίδα πρὸ τῶν ἑαυτοῦ ποδῶν κοιμωμένην πατήσας, ἥτις ἐπιστραφεῖσα †δὰξ εἰς αὐτὸν ἀνῆκεν. ὁ δὲ λειποψυχῶν ἔφη πρὸς ἑαυτόν· «ἄθλιος ἔγωγε, ὃς ἕτερον θηρεῦσαι βουλόμενος ἔλαθον αὐτὸς ἀγρευθεὶς εἰς θάνατον».
οὕτως οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλὰς ῥάπτοντες φθάνουσιν αὐτοὶ συμφοραῖς περιπίπτοντες.
118. ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΚΑΙ ΑΛΩΠΗΞ
[118.1] καρκίνος ἀναβὰς ἀπὸ τῆς θαλάσσης ἐπί τινος αἰγιαλοῦ ἐνέμετο. ἀλώπηξ δὲ λιμώττουσα ὡς ἐθεάσατο αὐτὸν [ἀποροῦσα τροφῆς], προσδραμοῦσα συνέλαβεν αὐτόν. ὁ δὲ μέλλων καταβιβρώσκεσθαι ἔφη· «ἀλλ᾽ ἔγωγε δίκαια πέπονθα, ὅτι θαλάσσιος ὢν χερσαῖος ἠβουλήθην γενέσθαι».
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ τὰ οἰκεῖα καταλιπόντες ἐπιτηδεύματα καὶ τοῖς μηδὲν προσήκουσιν ἐπιχειροῦντες εἰκότως δυστυχοῦσιν.
119. ΚΑΜΗΛΟΣ ΚΑΙ ΖΕΥΣ
[119.1] κάμηλος θεασαμένη ταῦρον ἐπὶ τοῖς κέρασιν ἀγαλλόμενον φθονήσασα αὐτῷ ἠβουλήθη καὶ αὐτὴ τῶν ἴσων ἐφικέσθαι. διόπερ παραγενομένη πρὸς τὸν Δία τούτου ἐδέετο, ὅπως αὐτῇ κέρατα προσνείμῃ. καὶ ὁ Ζεὺς ἀγανακτήσας κατ᾽ αὐτῆς, εἴγε μὴ ἀρκεῖται τῷ μεγέθει τοῦ σώματος καὶ τῇ ἰσχύι, ἀλλὰ καὶ περισσοτέρων ἐπιθυμεῖ, οὐ μόνον αὐτῇ κέρατα οὐ προσέθηκεν, ἀλλὰ καὶ μέρος τι τῶν ὤτων ἀφείλετο.
οὕτω πολλοὶ διὰ πλεονεξίαν τοῖς ἄλλοις ἐποφθαλμιῶντες λανθάνουσι καὶ τῶν ἰδίων στερούμενοι.
120. ΚΑΣΤΩΡ
[120.1] κάστωρ ἐστὶ ζῷον τετράπουν ἐν λίμνῃ νεμόμενον. τούτου λέγεται τὰ αἰδοῖα εἴς τινας θεραπείας χρήσιμα εἶναι. καὶ δὴ εἴποτέ τις αὐτὸν θεασάμενος διώκει [ἐκτέμνειν βουλόμενος], εἰδώς, τίνος χάριν διώκεται, μέχρι μέν τινος φεύγει τῇ τῶν ποδῶν ταχύτητι χρώμενος πρὸς τὸ ὁλόκληρον ἑαυτὸν διαφυλάξαι. ἐπειδὰν δὲ περικατάληπτος γένηται, ἀποκόπτων τὰ ἑαυτοῦ αἰδοῖα ῥίπτει καὶ οὕτω τῆς σωτηρίας αὐτοῦ περιγίνεται.
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ φρόνιμοι ὑπὲρ τῆς ἑαυτῶν σωτηρίας οὐδένα λόγον τῶν χρημάτων ποιοῦνται.
***
116. Ο γιατρός και ο ασθενής.
[116.1] Ήταν ένας γιατρός που ακολουθούσε το φέρετρο κάποιου συγγενή του, καθώς τον πήγαιναν να τον κηδέψουν. Λοιπόν, αυτός όλη την ώρα έβγαζε λόγους στους άλλους που συνόδευαν το ξόδι, διακηρύσσοντας πως ο μακαρίτης θα είχε γλιτώσει τον θάνατο αν έκοβε το ποτό και έκανε τακτικά το κλύσμα του. Με τα πολλά, κάποιος του έβαλε φρένο και τον συνέτισε: «Βρε σιχαμένε, τί κάθεσαι και τα λες όλα αυτά τώρα που δεν ωφελεί πια; Τότε έπρεπε να δίνεις τις οδηγίες, όσο ο άνθρωπος ήταν ζωντανός και μπορούσε να τις ακολουθήσει».
Το δίδαγμα του μύθου: Στους φίλους μας πρέπει να προσφέρουμε τη βοήθειά μας όταν τη χρειάζονται, όχι να τους περιγελούμε όταν πια έχουν χάσει κάθε ελπίδα.
117. Ο κυνηγός και ο αστρίτης.
[117.1] Ήταν ένας κυνηγός που πήρε τις ξόβεργες και τις παγίδες του και βγήκε να πάει κυνήγι. Σε κάποια στιγμή, που λέτε, πήρε το μάτι του μια τσίχλα που κούρνιαζε πάνω σε ψηλό δέντρο, και το έβαλε σκοπό να την τσακώσει. Βάλθηκε λοιπόν να συναρμολογεί τις ξόβεργες, τη μία πίσω από την άλλη, για να φτιάξει ένα μακρύ στέλεχος. Και φυσικά όλη αυτή την ώρα είχε αδιάκοπα στραμμένη την προσοχή του ψηλά προς τον ουρανό. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, έτσι όπως κοίταζε συνέχεια προς τα πάνω, δεν πρόσεξε και πάτησε έναν αστρίτη που κοιμόταν εκεί μπροστά στα πόδια του. Το φίδι σήκωσε αμέσως κεφάλι και τον δάγκωσε, εξαπολύοντας το δηλητήριό του. Καθώς λοιπόν ο άνθρωπος ξεψυχούσε, συλλογίστηκε από μέσα του: «Τί γκαντεμιά, που να πάρει — άλλον πήγαινα να τσακώσω, και προτού το καταλάβω με γράπωσε εμένα ο χάρος».
Έτσι συμβαίνει στον κόσμο: Όσοι καταστρώνουν πλεκτάνες ενάντια σε άλλους, καμιά φορά πέφτουν οι ίδιοι πρωτύτερα στη δυστυχία.
118. Ο κάβουρας και η αλεπού.
[118.1] Ήταν μια φορά ένας κάβουρας που βγήκε από τη θάλασσα και έψαχνε τροφή στην ακρογιαλιά. Τον πρόσεξε τότε η αλεπού, που ψοφούσε της πείνας, και ευθύς όρμησε τρεχάτη καταπάνω του και τον άρπαξε. Καθώς ετοιμαζόταν να τον ροκανίσει, εκείνος σκέφτηκε: «Καλά να πάθω! Τί γύρευα να κάνω τον στεριανό, όντας θαλασσινός;».
Έτσι συμβαίνει και με τους ανθρώπους: Όσοι αφήνουν τις ασχολίες που ξέρουν και καταπιάνονται με πράγματα που δεν τους ταιριάζουν, είναι φυσικό να αποτύχουν.
119. Η καμήλα και ο Δίας.
[119.1] Μια φορά και έναν καιρό η καμήλα αντιλήφθηκε πόσο υπερηφανευόταν ο ταύρος για τα κέρατά του και ζήλεψε. Έβαλε στον νου της, που λέτε, να πετύχει και αυτή το ίδιο. Μια και δυο, λοιπόν, πήγε στον Δία και τον παρακαλούσε να της χαρίσει και αυτής κέρατα. Ο θεός όμως αγανάκτησε με την αχαριστία της: ακούς εκεί, να μην της φτάνουν το σώμα της το πελώριο και όλη η δύναμη που έχει, παρά να γυρεύει και άλλα! Γι᾽ αυτό όχι μόνο δεν της έβαλε τα κέρατα, αλλά αντίθετα της έκοψε κιόλας ένα μέρος από τα αυτιά της.
Το ίδιο παθαίνουν πολλοί: Εποφθαλμιούν με τόση απληστία τα πράγματα των άλλων, που δεν καταλαβαίνουν ότι χάνουν τα δικά τους.
120. Ο κάστορας.
[120.1] Ο κάστορας, ως γνωστόν, είναι τετράποδο ζώο που ζει στις λίμνες. Λένε πως τα γεννητικά του όργανα είναι χρήσιμα για κάποιες θεραπείες. Έτσι, αν καμιά φορά τον εντοπίσει κανείς και τον πάρει στο κυνήγι, ο κάστορας καταλαβαίνει για ποιόν σκοπό γυρεύουν να τον πιάσουν. Όσο τον παίρνει, λοιπόν, τρέχει να ξεφύγει με όλη τη δύναμη των ποδιών του, προκειμένου να διαφυλάξει το σώμα του ακέραιο. Αν όμως τον προφτάσουν και τον περικυκλώσουν, κόβει τα γεννητικά του όργανα και τα πετάει στους διώκτες του, και με αυτό το τέχνασμα εξασφαλίζει τη σωτηρία του.
Έτσι συμβαίνει και με τους ανθρώπους: Οι μυαλωμένοι, προκειμένου να διασφαλίσουν την προσωπική τους σωτηρία, δεν λογαριάζουν καθόλου τα χρήματα.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι δεῖ τοῖς φίλοις παρὰ τὰς χρείας τὰς βοηθείας παρέχεσθαι, ἀλλὰ μὴ μετὰ τὴν τῶν πραγμάτων ἀπόγνωσιν κατειρωνεύεσθαι.
117. ΙΞΕΥΤΗΣ ΚΑΙ ΑΣΠΙΣ
[117.1] ἰξευτὴς ἀναλαβὼν ἰξὸν καὶ τοὺς καλάμους ἐξῆλθεν εἰς ἄγραν. θεασάμενος δὲ κίχλαν ἐπί τινος ὑψηλοῦ δένδρου καθημένην ταύτην συλλαβεῖν ἠβουλήθη. καὶ δὴ συνάψας εἰς μῆκος τοὺς καλάμους ἀτενὲς ἔβλεπεν ὅλος ὢν πρὸς τὸν ἀέρα τὸν νοῦν. τοῦτον δὲ τὸν τρόπον ἄνω νεύων ἔλαθεν ἀσπίδα πρὸ τῶν ἑαυτοῦ ποδῶν κοιμωμένην πατήσας, ἥτις ἐπιστραφεῖσα †δὰξ εἰς αὐτὸν ἀνῆκεν. ὁ δὲ λειποψυχῶν ἔφη πρὸς ἑαυτόν· «ἄθλιος ἔγωγε, ὃς ἕτερον θηρεῦσαι βουλόμενος ἔλαθον αὐτὸς ἀγρευθεὶς εἰς θάνατον».
οὕτως οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλὰς ῥάπτοντες φθάνουσιν αὐτοὶ συμφοραῖς περιπίπτοντες.
118. ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΚΑΙ ΑΛΩΠΗΞ
[118.1] καρκίνος ἀναβὰς ἀπὸ τῆς θαλάσσης ἐπί τινος αἰγιαλοῦ ἐνέμετο. ἀλώπηξ δὲ λιμώττουσα ὡς ἐθεάσατο αὐτὸν [ἀποροῦσα τροφῆς], προσδραμοῦσα συνέλαβεν αὐτόν. ὁ δὲ μέλλων καταβιβρώσκεσθαι ἔφη· «ἀλλ᾽ ἔγωγε δίκαια πέπονθα, ὅτι θαλάσσιος ὢν χερσαῖος ἠβουλήθην γενέσθαι».
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ τὰ οἰκεῖα καταλιπόντες ἐπιτηδεύματα καὶ τοῖς μηδὲν προσήκουσιν ἐπιχειροῦντες εἰκότως δυστυχοῦσιν.
119. ΚΑΜΗΛΟΣ ΚΑΙ ΖΕΥΣ
[119.1] κάμηλος θεασαμένη ταῦρον ἐπὶ τοῖς κέρασιν ἀγαλλόμενον φθονήσασα αὐτῷ ἠβουλήθη καὶ αὐτὴ τῶν ἴσων ἐφικέσθαι. διόπερ παραγενομένη πρὸς τὸν Δία τούτου ἐδέετο, ὅπως αὐτῇ κέρατα προσνείμῃ. καὶ ὁ Ζεὺς ἀγανακτήσας κατ᾽ αὐτῆς, εἴγε μὴ ἀρκεῖται τῷ μεγέθει τοῦ σώματος καὶ τῇ ἰσχύι, ἀλλὰ καὶ περισσοτέρων ἐπιθυμεῖ, οὐ μόνον αὐτῇ κέρατα οὐ προσέθηκεν, ἀλλὰ καὶ μέρος τι τῶν ὤτων ἀφείλετο.
οὕτω πολλοὶ διὰ πλεονεξίαν τοῖς ἄλλοις ἐποφθαλμιῶντες λανθάνουσι καὶ τῶν ἰδίων στερούμενοι.
120. ΚΑΣΤΩΡ
[120.1] κάστωρ ἐστὶ ζῷον τετράπουν ἐν λίμνῃ νεμόμενον. τούτου λέγεται τὰ αἰδοῖα εἴς τινας θεραπείας χρήσιμα εἶναι. καὶ δὴ εἴποτέ τις αὐτὸν θεασάμενος διώκει [ἐκτέμνειν βουλόμενος], εἰδώς, τίνος χάριν διώκεται, μέχρι μέν τινος φεύγει τῇ τῶν ποδῶν ταχύτητι χρώμενος πρὸς τὸ ὁλόκληρον ἑαυτὸν διαφυλάξαι. ἐπειδὰν δὲ περικατάληπτος γένηται, ἀποκόπτων τὰ ἑαυτοῦ αἰδοῖα ῥίπτει καὶ οὕτω τῆς σωτηρίας αὐτοῦ περιγίνεται.
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ φρόνιμοι ὑπὲρ τῆς ἑαυτῶν σωτηρίας οὐδένα λόγον τῶν χρημάτων ποιοῦνται.
***
116. Ο γιατρός και ο ασθενής.
[116.1] Ήταν ένας γιατρός που ακολουθούσε το φέρετρο κάποιου συγγενή του, καθώς τον πήγαιναν να τον κηδέψουν. Λοιπόν, αυτός όλη την ώρα έβγαζε λόγους στους άλλους που συνόδευαν το ξόδι, διακηρύσσοντας πως ο μακαρίτης θα είχε γλιτώσει τον θάνατο αν έκοβε το ποτό και έκανε τακτικά το κλύσμα του. Με τα πολλά, κάποιος του έβαλε φρένο και τον συνέτισε: «Βρε σιχαμένε, τί κάθεσαι και τα λες όλα αυτά τώρα που δεν ωφελεί πια; Τότε έπρεπε να δίνεις τις οδηγίες, όσο ο άνθρωπος ήταν ζωντανός και μπορούσε να τις ακολουθήσει».
Το δίδαγμα του μύθου: Στους φίλους μας πρέπει να προσφέρουμε τη βοήθειά μας όταν τη χρειάζονται, όχι να τους περιγελούμε όταν πια έχουν χάσει κάθε ελπίδα.
117. Ο κυνηγός και ο αστρίτης.
[117.1] Ήταν ένας κυνηγός που πήρε τις ξόβεργες και τις παγίδες του και βγήκε να πάει κυνήγι. Σε κάποια στιγμή, που λέτε, πήρε το μάτι του μια τσίχλα που κούρνιαζε πάνω σε ψηλό δέντρο, και το έβαλε σκοπό να την τσακώσει. Βάλθηκε λοιπόν να συναρμολογεί τις ξόβεργες, τη μία πίσω από την άλλη, για να φτιάξει ένα μακρύ στέλεχος. Και φυσικά όλη αυτή την ώρα είχε αδιάκοπα στραμμένη την προσοχή του ψηλά προς τον ουρανό. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, έτσι όπως κοίταζε συνέχεια προς τα πάνω, δεν πρόσεξε και πάτησε έναν αστρίτη που κοιμόταν εκεί μπροστά στα πόδια του. Το φίδι σήκωσε αμέσως κεφάλι και τον δάγκωσε, εξαπολύοντας το δηλητήριό του. Καθώς λοιπόν ο άνθρωπος ξεψυχούσε, συλλογίστηκε από μέσα του: «Τί γκαντεμιά, που να πάρει — άλλον πήγαινα να τσακώσω, και προτού το καταλάβω με γράπωσε εμένα ο χάρος».
Έτσι συμβαίνει στον κόσμο: Όσοι καταστρώνουν πλεκτάνες ενάντια σε άλλους, καμιά φορά πέφτουν οι ίδιοι πρωτύτερα στη δυστυχία.
118. Ο κάβουρας και η αλεπού.
[118.1] Ήταν μια φορά ένας κάβουρας που βγήκε από τη θάλασσα και έψαχνε τροφή στην ακρογιαλιά. Τον πρόσεξε τότε η αλεπού, που ψοφούσε της πείνας, και ευθύς όρμησε τρεχάτη καταπάνω του και τον άρπαξε. Καθώς ετοιμαζόταν να τον ροκανίσει, εκείνος σκέφτηκε: «Καλά να πάθω! Τί γύρευα να κάνω τον στεριανό, όντας θαλασσινός;».
Έτσι συμβαίνει και με τους ανθρώπους: Όσοι αφήνουν τις ασχολίες που ξέρουν και καταπιάνονται με πράγματα που δεν τους ταιριάζουν, είναι φυσικό να αποτύχουν.
119. Η καμήλα και ο Δίας.
[119.1] Μια φορά και έναν καιρό η καμήλα αντιλήφθηκε πόσο υπερηφανευόταν ο ταύρος για τα κέρατά του και ζήλεψε. Έβαλε στον νου της, που λέτε, να πετύχει και αυτή το ίδιο. Μια και δυο, λοιπόν, πήγε στον Δία και τον παρακαλούσε να της χαρίσει και αυτής κέρατα. Ο θεός όμως αγανάκτησε με την αχαριστία της: ακούς εκεί, να μην της φτάνουν το σώμα της το πελώριο και όλη η δύναμη που έχει, παρά να γυρεύει και άλλα! Γι᾽ αυτό όχι μόνο δεν της έβαλε τα κέρατα, αλλά αντίθετα της έκοψε κιόλας ένα μέρος από τα αυτιά της.
Το ίδιο παθαίνουν πολλοί: Εποφθαλμιούν με τόση απληστία τα πράγματα των άλλων, που δεν καταλαβαίνουν ότι χάνουν τα δικά τους.
120. Ο κάστορας.
[120.1] Ο κάστορας, ως γνωστόν, είναι τετράποδο ζώο που ζει στις λίμνες. Λένε πως τα γεννητικά του όργανα είναι χρήσιμα για κάποιες θεραπείες. Έτσι, αν καμιά φορά τον εντοπίσει κανείς και τον πάρει στο κυνήγι, ο κάστορας καταλαβαίνει για ποιόν σκοπό γυρεύουν να τον πιάσουν. Όσο τον παίρνει, λοιπόν, τρέχει να ξεφύγει με όλη τη δύναμη των ποδιών του, προκειμένου να διαφυλάξει το σώμα του ακέραιο. Αν όμως τον προφτάσουν και τον περικυκλώσουν, κόβει τα γεννητικά του όργανα και τα πετάει στους διώκτες του, και με αυτό το τέχνασμα εξασφαλίζει τη σωτηρία του.
Έτσι συμβαίνει και με τους ανθρώπους: Οι μυαλωμένοι, προκειμένου να διασφαλίσουν την προσωπική τους σωτηρία, δεν λογαριάζουν καθόλου τα χρήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου