Σάββατο 24 Μαρτίου 2018

ΑΙΣΩΠΟΣ - Μῦθοι (186.1-190.1)

186. ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ ΚΑΙ ΕΧΙΣ [186.1] ὁδοιπόρος χειμῶνος ὁδεύων ὡς ἐθεάσατο ἔχιν ὑπὸ κρύους διαφθειρόμενον, τοῦτον ἐλεήσας ἀνείλατο καὶ βαλὼν εἰς τὸν ἑαυτοῦ κόλπον θερμαίνειν ἐπειρᾶτο. ὁ δὲ μέχρι μὲν ὑπὸ τοῦ ψύχους συνείχετο, ἠρέμει· ἐπειδὴ δὲ ἐθερμάνθη, † ὀδὰξ εἰς τὴν γαστέρα αὐτοῦ ἀνῆκε. καὶ ὃς ἀποθνῄσκειν μέλλων ἔφη· «ἀλλ᾽ ἔγωγε δίκαια πέπονθα· τί γὰρ τοῦτον ἀπολλύμενον ἔσῳζον, ὃν ἔδει καὶ ἐρρωμένον ἀναιρεῖν;»
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι πονηρία εὐεργετουμένη πρὸς τῷ ἀμοιβὰς μὴ ἀποδιδόναι καὶ κατὰ τῶν εὐεργετῶν ἀναπτεροῦται.

187. ΟΔΟΙΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΦΡΥΓΑΝΑ
[187.1] ὁδοιπόροι κατά τινα αἰγιαλὸν ὁδεύοντες ὡς ἦλθον ἐπί τινα σκοπιάν, ἐνθένδε θεασάμενοι φρύγανα πόρρωθεν ἐπιπλέοντα ᾠήθησαν ναῦν εἶναι μεγάλην· διὸ προσέμενον ὡς μέλλουσαν προσορμίζεσθαι. ἐπεὶ δὲ ὑπὸ ἀνέμου φερόμενα τὰ φρύγανα μικρὸν προσεπέλαζον, ἀπεκαραδόκουν ὑπολαμβάνοντες πλοῖον εἶναι, οὐκέτι μέγα ὡς τὸ πρότερον. ἐγγὺς δὲ παντελῶς ἐξενεχθέντα αὐτὰ ἰδόντες φρύγανα ὄντα ἔφασαν πρὸς ἀλλήλους· «τὸ μηδὲν ὂν ἡμεῖς μάτην προσεδεχόμεθα».
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων ἔνιοι ἐξ ἀπόπτου δοκοῦντες φοβεροὶ εἶναι, ὅταν εἰς διάπειραν ἔλθωσιν, εὑρίσκονται οὐδενὸς ἄξιοι.

188. ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ ΚΑΙ ΕΡΜΗΣ
[188.1] ὁδοιπόρος πολλὴν ὁδὸν ἀνύων ηὔξατο, ὧν ἂν εὕρῃ τὸ ἥμισυ τῷ Ἑρμῇ ἀναθήσειν. περιτυχὼν δὲ πήρᾳ, ἐν ᾗ ἀμύγδαλά τε ἦν καὶ φοίνικες ταύτην ἀνείλατο οἰόμενος ἀργύριον εἶναι. ἐκτινάξας δὲ ὡς εὗρε τὰ ἐνόντα, ταῦτα καταφαγὼν καὶ λαβὼν τῶν τε ἀμυγδάλων τὰ κελύφη καὶ τῶν φοινίκων τὰ ὀστᾶ ταῦτα ἐπί τινος βωμοῦ ἔθηκεν εἰπών· «ἀπέχεις, ὦ Ἑρμῆ, τὴν εὐχήν· καὶ γὰρ τὰ ἐντός, ὧν εὗρον, καὶ τὰ ἐκτὸς πρὸς σὲ διανενέμημαι».
πρὸς ἄνδρα φιλάργυρον διὰ πλεονεξίαν καὶ θεοὺς κατασοφιζόμενον ὁ λόγος εὔκαιρος.

189. ΔΕΛΦΑΞ ΚΑΙ ΑΛΩΠΗΞ
[189.1] ὄνῳ τις ἐπιθεὶς αἶγα καὶ πρόβατον καὶ δέλφακα ἤλαυνεν εἰς ἄστυ. τοῦ δὲ δέλφακος παρ᾽ ὅλην τὴν ὁδὸν κεκραγότος ἀλώπηξ ἀκούσασα ἐπυνθάνετο αὐτοῦ τὴν αἰτίαν, δι᾽ ἣν τῶν λοιπῶν μεθ᾽ ἡσυχίας φερομένων μόνος αὐτὸς βοᾷ. ὁ δὲ ὑποτυχὼν ἔφη· «ἀλλ᾽ ἔγωγε οὐ μάτην ὀδύρομαι. εὖ γὰρ οἶδα, ὅτι τοῦ μὲν προβάτου ἔριά τε καὶ γάλα ὁ δεσπότης λαμβάνων ἀφέξεται, ὁμοίως δὲ καὶ τῆς αἰγὸς διὰ τοὺς τυροὺς καὶ τοὺς ἐρίφους. ἐμοὶ δὲ οὐκ ἔχων εἰς ἄλλο τι χρήσασθαι πάντως με θύσει».
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οὐ μεμπτέοι εἰσίν, ὅσοι τὰς μελλούσας προορώμενοι συμφορὰς ἀποκλαίονται.

190. ΟΝΟΣ ΚΑΙ ΚΗΠΩΡΟΣ
[190.1] ὄνος κηπωρῷ δουλεύων ἐπειδὴ ὀλίγα μὲν ἤσθιε, πολλὰ δὲ ἐκακοπάθει, ηὔξατο τῷ Διί, ὅπως τοῦ κηπωροῦ αὐτὸν ἀπαλλάξας ἑτέρῳ δεσπότῃ ἐγχειρίσῃ. ὁ δὲ Ἑρμῆν πέμψας ἐκέλευσε κεραμεῖ πωλῆσαι. πάλιν δὲ αὐτοῦ δυσφοροῦντος, ἐπειδὴ καὶ πολλῷ πλείονα ἀχθοφορεῖν ἠναγκάζετο, καὶ τὸν Δία ἐπικαλουμένου, τὸ τελευταῖον ὁ Ζεὺς παρεσκεύασεν αὐτὸν βυρσοδέψῃ πραθῆναι. καὶ ὁ ὄνος ἰδὼν τὰ ὑπὸ τοῦ δεσπότου πραττόμενα ἔφη· «ἀλλ᾽ ἔμοιγε αἱρετώτερον ἦν παρὰ τοῖς προτέροις δεσπόταις. τούτῳ γάρ, ὡς ὁρῶ, καὶ τὸ δέρμα μέλλω προσδοῦναι».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι τότε μάλιστα τοὺς πρώτους δεσπότας οἱ οἰκέται ποθοῦσιν, ὅταν ἑτέρων πεῖραν λάβωσιν.

***
186. Ο διαβάτης και η οχιά.
[186.1] Μια φορά κάποιος διαβάτης οδοιπορούσε μέσα στο καταχείμωνο, όταν συνάντησε στον δρόμο του μια οχιά μισοπεθαμένη από την παγωνιά. Τη λυπήθηκε την καημένη, γι᾽ αυτό την περιμάζεψε από κάτω, την έχωσε στον κόρφο του και προσπαθούσε να τη ζεστάνει. Η οχιά, που λέτε, όσο την έτσουζε το κρύο, καθόταν ήσυχα. Μόλις όμως ζεστάθηκε κάπως, έμπηξε μια δαγκωματιά στην κοιλιά του ανθρώπου. Καθώς λοιπόν ψυχορραγούσε εκείνος, αναλογίστηκε: «Βρε καλά να πάθω! Τί μου ήρθε να τη σώσω την καταραμένη από τον χαμό — αυτήν που θα έπρεπε να την ξεπαστρέψω αν τυχόν την έβρισκα στα καλά της;».
Το δίδαγμα του μύθου: Άμα κάνεις το καλό στους αχρείους, όχι μόνο δεν σου το ανταποδίδουν από τη μεριά τους, αλλά αντίθετα σηκώνουν κεφάλι ενάντια στον ευεργέτη τους.

187. Οι διαβάτες και τα κούτσουρα.
[187.1] Μια φορά κάτι διαβάτες προχωρούσαν στην ακρογιαλιά, ώσπου έφτασαν σε κάποιο ύψωμα. Από εκεί αντίκρισαν κάτι κούτσουρα που επέπλεαν, μακριά μέσα στο πέλαγος, και τα πέρασαν για μεγάλο πλοίο. Γι᾽ αυτό έμειναν στη θέση τους και καρτερούσαν, λογαριάζοντας πως το καράβι θα αράξει όπου να ᾽ναι. Σιγά-σιγά, που λέτε, τα κούτσουρα, παρασυρμένα από τον άνεμο, άρχισαν να πλησιάζουν πιο κοντά στην ακτή. Οι άνθρωποί μας, πάντως, εξακολουθούσαν να τρέφουν προσδοκίες, θαρρώντας ακόμη πως επρόκειτο για πλοίο, αν και όχι τόσο μεγάλο όσο τους είχε φανεί πρωτύτερα. Τέλος, όταν τα ξύλα ξεβράστηκαν έξω, εκεί κοντά στα πόδια τους, τότε πια οι διαβάτες το είδαν καθαρά πως ήσαν κούτσουρα. Είπαν λοιπόν αναμεταξύ τους: «Τζάμπα η αναμονή μας — για το τίποτα ήταν».
Έτσι συμβαίνει και με μερικούς ανθρώπους: Από μακριά σού δίνουν την εντύπωση πως είναι φοβεροί. Όταν όμως τους δοκιμάσεις, ανακαλύπτεις πόσο μηδαμινοί είναι.

188. Ο ταξιδιώτης και ο Ερμής.
[188.1] Ήταν ένας ταξιδιώτης που είχε να διανύσει πολύ δρόμο. Έκανε τάμα, λοιπόν, αν τυχόν βρει τίποτε στο διάβα του, να προσφέρει το μισό στον Ερμή. Όντως, το έφερε η τύχη και ο στρατοκόπος μας απάντησε μπροστά του ένα σακούλι γεμάτο αμύγδαλα και χουρμάδες. Το μάζεψε, που λέτε, από χάμω με την ελπίδα πως θα είχε μέσα λεφτά. Όταν όμως το τίναξε καλά-καλά, δεν βρήκε παρά τούτα που είπαμε. Κάθισε λοιπόν και έφαγε τους καρπούς. Έπειτα πήρε τα τσόφλια από τα αμύγδαλα και τα κουκούτσια των χουρμάδων και τα στοίβαξε πάνω σε κάποιον βωμό, αναφωνώντας: «Νά, θεέ μου Ερμή, δέξου το τάμα μου! Βλέπεις, σου έδωσα μερτικό από όλα όσα βρήκα, και από τα έξω και από τα μέσα τους».
Ο μύθος αυτός ταιριάζει για άνθρωπο τσιγκούνη, ο οποίος από την πλεονεξία του δεν διστάζει να κοροϊδέψει ακόμη και τους θεούς.

189. Το γουρούνι και η αλεπού.
[189.1] Κάποτε ένας χωρικός φόρτωσε στον γάιδαρό του την κατσίκα, το πρόβατο και το γουρούνι του και κίνησε για την πόλη. Το γουρούνι, που λέτε, έσκουζε δυνατά σε όλη τη διαδρομή, τόσο που το πήρε το αφτί της αλεπούς. Τούτη έσπευσε βέβαια να μάθει την αιτία: «Γιατί βρε βάζεις τέτοιες φωνές μοναχό σου; Δεν βλέπεις τί ήσυχα που κάθονται και κουβαλιούνται οι άλλοι;». Όμως το γουρούνι τής αποκρίθηκε αμέσως: «Μωρέ με το δίκιο μου κλαίω. Σάμπως δεν το ξέρω καλά; Το πρόβατο ο αφέντης μου δεν θα το πειράξει, διότι του δίνει το γάλα και το μαλλί του. Το ίδιο θα γλιτώσει και η κατσίκα χάρη στα τυριά και στα κατσικάκια της. Από μένα, όμως, ο άνθρωπος δεν περιμένει καμίαν άλλη ωφέλεια: σίγουρα θα με πάει για σφαγή!».
Το ίδιο ισχύει και για τους ανθρώπους: Όσοι προβλέπουν τις συμφορές που τους περιμένουν δεν έχουν άδικο να κλαίνε και να οδύρονται.

190. Ο γάιδαρος και ο περιβολάρης.
[190.1] Ήταν μια φορά ένας γάιδαρος στη δούλεψη κάποιου περιβολάρη. Αυτός, που λέτε, τράβαγε μεγάλο ζόρι, και επιπλέον ο αφέντης του δεν τον τάιζε καλά. Γι᾽ αυτό ο γάιδαρος προσευχήθηκε στον Δία, παρακαλώντας να γλιτώσει από τον περιβολάρη και να παραδοθεί σε άλλο αφεντικό. Πράγματι, ο Δίας έστειλε κάτω τον Ερμή, με την εντολή να πουλήσει το ζωντανό στον κανατά. Πάλι όμως ο γάιδαρος δυσανασχετούσε, καθότι τώρα, κοντά στα άλλα, ήταν αναγκασμένος να κουβαλάει και πολύ βαρύτερα φορτία. Συνεπώς επικαλέστηκε ξανά τον θεό. Στο τέλος, λοιπόν, ο Δίας κανόνισε να πουληθεί το ζώο στον βυρσοδέψη. Τότε βέβαια, με το που είδε ο γάιδαρος τί λογής δουλειά έκανε ο νέος ιδιοκτήτης του, συλλογίστηκε: «Μωρέ χίλιες φορές να είχα μείνει με τα προηγούμενα αφεντικά. Γιατί τούτος εδώ, καθώς βλέπω, συν τοις άλλοις θα μου αργάσει και το τομάρι».
Το δίδαγμα του μύθου: Οι δούλοι νοσταλγούν τους παλιούς αφεντάδες τους μονάχα όταν δοκιμάσουν τους καινούργιους.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου