21. ΑΛΙΕΙΣ [21.1] ἁλιεῖς ἐπ᾽ ἄγραν ἐξελθόντες καὶ πολὺν χρόνον κακοπαθήσαντες οὐδὲν συνέλαβον, καθεζόμενοι δὲ ἐν τῇ νηὶ ἠθύμουν. ἐν τοσούτῳ δὲ θύννος διωκόμενος καὶ πολλῷ τῷ ῥοίζῳ φερόμενος ἔλαθεν εἰς τὸ σκάφος ἐναλλόμενος. οἱ δὲ συλλαβόντες αὐτὸν καὶ εἰς τὴν πόλιν ἐλάσαντες ἀπημπόλησαν.
οὕτω πολλάκις ἃ μὴ τέχνη παρέσχε, ταῦτα τύχη διεβράβευσεν.
22. ΑΛΩΠΗΞ ΚΑΙ ΔΡΥΤΟΜΟΣ
[22.1] ἀλώπηξ κυνηγοὺς φεύγουσα ὡς ἐθεάσατό τινα δρυτόμον, τοῦτον ἱκέτευσε κατακρύψαι αὐτήν. ὁ δὲ αὐτῇ παρῄνεσεν εἰς τὴν ἑαυτοῦ καλύβην εἰσελθοῦσαν κρυβῆναι. μετ᾽ οὐ πολὺ δὲ παραγενομένων τῶν κυνηγῶν καὶ τοῦ δρυτόμου πυνθανομένων, εἰ τεθέαται ἀλώπεκα τῇδε παριοῦσαν, ἐκεῖνος τῇ μὲν φωνῇ ἠρνεῖτο ἑωρακέναι, τῇ δὲ χειρὶ νεύων ἐσήμαινεν, ὅπου κατεκρύπτετο. τῶν δὲ οὐχ οἷς ἔνευε προσσχόντων, οἷς δὲ ἔλεγε πιστευσάντων, ἡ ἀλώπηξ ἰδοῦσα αὐτοὺς ἀπαλλαγέντας ἐξελθοῦσα ἀπροσφωνητὶ ἐπορεύετο. μεμφομένου δὲ αὐτὴν τοῦ δρυτόμου, εἴ γε διασωθεῖσα ὑπ᾽ αὐτοῦ οὐδὲ διὰ φωνῆς αὐτῷ ἐμαρτύρησεν, ἔφη· «ἀλλ᾽ ἔγωγε ηὐχαρίστησα ἄν σοι, εἰ τοῖς λόγοις ὅμοια τὰ ἔργα τῆς χειρὸς [καὶ τοὺς τρόπους] εἶχες».
τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις πρὸς ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους τοὺς χρηστὰ μὲν σαφῶς ἐπαγγελλομένους, δι᾽ ἔργων δὲ φαῦλα δρῶντας.
23. ΑΛΕΚΤΡΥΟΝΕΣ ΚΑΙ ΠΕΡΔΙΞ
[23.1] ἀλεκτρυόνας τις ἐπὶ τῆς οἰκίας ἔχων ὡς περιέτυχε πέρδικι τιθασσῷ πωλουμένῳ, τοῦτον ἀγοράσας ἐκόμισεν οἴκαδε ὡς συντραφησόμενον. τῶν δὲ τυπτόντων αὐτὸν καὶ ἐκδιωκόντων ὁ πέρδιξ ἐβαρυθύμει νομίζων διὰ τοῦτο αὐτὸν καταφρονεῖσθαι, ὅτι ἀλλόφυλός ἐστι. μικρὸν δὲ διαλιπὼν ὡς ἐθεάσατο τοὺς ἀλεκτρυόνας πρὸς ἑαυτοὺς μαχομένους καὶ οὐ πρότερον ἀποστάντας πρὶν ἢ ἀλλήλους αἱμάξαι, ἔφη πρὸς ἑαυτόν· «ἀλλ᾽ ἔγωγε οὐκέτι ἄχθομαι ὑπὸ τούτων τυπτόμενος. ὁρῶ γὰρ αὐτοὺς οὐδὲ αὑτῶν ἀπεχομένους».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι ῥᾴδιον τὰς ἐκ τῶν πέλας ὕβρεις οἱ φρόνιμοι δέχονται, ὅταν ἴδωσιν αὐτοὺς μηδὲ τῶν οἰκείων ἀπεχομένους.
24. ΑΛΩΠΗΞ ΕΞΟΓΚΩΘΕΙΣΑ ΤΗΝ ΓΑΣΤΕΡΑ
[24.1] ἀλώπηξ λιμώττουσα ὡς ἐθεάσατο ἔν τινι δρυὸς κοιλώματι ἄρτους καὶ κρέα ὑπό τινων ποιμένων καταλελειμμένα, ταῦτα εἰσελθοῦσα κατέφαγεν. ἐξογκωθεῖσα δὲ τὴν γαστέρα ἐπειδὴ οὐκ ἠδύνατο ἐξελθεῖν, ἐστέναζε καὶ ὠδύρετο. ἑτέρα δὲ ἀλώπηξ τῇδε παριοῦσα ὡς ἤκουσεν αὐτῆς τὸν στεναγμόν, προσελθοῦσα ἐπυνθάνετο τὴν αἰτίαν. μαθοῦσα δὲ τὰ γεγενημένα ἔφη πρὸς αὐτήν· «ἀλλὰ μενετέον σοι ἐνταῦθα, ἕως ἂν τοιαύτη γένῃ, ὁποία οὖσα εἰσῆλθες, καὶ οὕτω ῥᾳδίως ἐξελεύσῃ».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι τὰ χαλεπὰ τῶν πραγμάτων ὁ χρόνος διαλύει.
25. ΑΛΚΥΩΝ
[25.1] ἀλκυὼν ὄρνεόν ἐστι φιλέρημον διὰ παντὸς ἐν θαλάττῃ διαιτώμενον. ταύτην λέγεται τὰς τῶν ἀνθρώπων θήρας φυλαττομένην ἐν σκοπέλοις παραθαλαττίοις νεοττοποιεῖσθαι. καὶ δήποτε τίκτειν μέλλουσα παρεγένετο εἴς τι ἀκρωτήριον καὶ θεασαμένη πέτραν ἐπιθαλάσσιον ἐνεοττοποιεῖτο ἐνταῦθα. ἐξελθούσης δὲ αὐτῆς ποτε ἐπὶ νομὴν συνέβη τὴν θάλασσαν ὑπὸ λάβρου πνεύματος κυματωθεῖσαν ἐξαρθῆναι μέχρι τῆς καλιᾶς καὶ ταύτην ἐπικλύσασαν τοὺς νεοττοὺς διαφθεῖραι. καὶ ἡ ἀλκυὼν ἐπανελθοῦσα ὡς ἔγνω τὸ γεγονός, εἶπεν· «ἀλλ᾽ ἔγωγε δειλαία, ἥτις τὴν γῆν ὡς ἐπίβουλον φυλαττομένη ἐπὶ ταύτην κατέφυγον, ἣ πολλῷ μοι γέγονεν ἀπιστοτέρα».
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων ἔνιοι τοὺς ἐχθροὺς φυλαττόμενοι λανθάνουσι πολλῷ χαλεπωτέροις τῶν ἐχθρῶν φίλοις ἐμπίπτοντες.
***
21. Οι ψαράδες.
[21.1] Ήταν κάτι ψαράδες που ξανοίχτηκαν για ψάρεμα και βολόδερναν για πολλή ώρα χωρίς να πιάσουν τίποτε. Κάθονταν λοιπόν μέσα στη βάρκα στενοχωρημένοι. Στο μεταξύ, όμως, πέρασε από εκεί ένας τόνος που τον κυνηγούσαν μεγάλα σκυλόψαρα· αυτός, με τη φόρα που είχε πάρει, πήδηξε έξω από τα νερά και προτού καλά-καλά το καταλάβει βρέθηκε μέσα στο σκάφος των ψαράδων. Αμέσως εκείνοι τον έπιασαν και τον έφεραν στην πόλη, όπου τον μοσχοπούλησαν.
Έτσι συμβαίνει πολλές φορές: Όσα δεν μας προσπορίζει η δουλειά, μας τα επιδαψιλεύει η τύχη.
22. Η αλεπού και ο ξυλοκόπος.
[22.1] Μια φορά η αλεπού έτρεχε να ξεφύγει από κάτι κυνηγούς, όταν ξαφνικά είδε μπροστά της έναν ξυλοκόπο. Ευθύς τον ικέτεψε να την κρύψει, και εκείνος όντως την καθοδήγησε να χωθεί μέσα στο καλύβι του και να μείνει κρυμμένη εκεί. Μετά από λίγο, που λέτε, κατέφτασαν οι κυνηγοί και ρωτούσαν τον ξυλοκόπο αν είδε καμιά αλεπού να περνάει από εκείνα τα μέρη. Ξέρετε τί έκανε ο ξυλοκόπος τότε; Στα λόγια μεν δήλωνε πως δεν είχε δει, αλλά με το χέρι τούς έκανε νοήματα, δείχνοντας πού ήταν κρυμμένο το ζώο. Πάντως εκείνοι δεν έδωσαν προσοχή στα νεύματά του και πίστεψαν όσα τους έλεγε. Όταν η αλεπού τους είδε να απομακρύνονται, βγήκε έξω και πήρε τον δρόμο της χωρίς να ξεστομίσει λέξη. Τότε ο ξυλοκόπος ξέσπασε σε διαμαρτυρίες: ακούς εκεί να μη βγάλει η αχάριστη ούτε κιχ, να μην του πει έναν καλό λόγο, παρόλο που του χρωστούσε τη σωτηρία της! Η αλεπού όμως απάντησε: «Έγνοια σου, θα σου έλεγα ευχαριστώ, αρκεί τα έργα των χεριών σου να ήσαν όμοια με τα λόγια σου».
Αυτός ο μύθος βρίσκει εφαρμογή σε εκείνους τους ανθρώπους που δίνουν ωραίες υποσχέσεις στα φανερά, αλλά κάνουν το κακό στην πράξη.
23. Τα κοκόρια και η πέρδικα.
[23.1] Ήταν κάποιος άνθρωπος που είχε κοκόρια στο σπίτι του. Αυτός, που λέτε, έτυχε να βρεθεί κάπου όπου πουλούσαν μια εξημερωμένη πέρδικα. Την αγόρασε, λοιπόν, και την έφερε στο σπίτι του, για να την εκθρέψει μαζί με τα κοκόρια του. Οι πετεινοί, βέβαια, έδιναν ξύλο στη νεοφερμένη και την έδιωχναν μακριά. Γι᾽ αυτό εκείνη στενοχωριόταν πολύ — πίστευε, βλέπετε, πως την περιφρονούσαν επειδή ανήκε σε διαφορετικό είδος. Μετά από λίγο καιρό, όμως, είδε τους κόκορες να παλεύουν μεταξύ τους, και μάλιστα δεν εννοούσαν οι αναθεματισμένοι να χωριστούν παρά μόνο αφού είχαν χύσει ο ένας το αίμα του άλλου. Τότε σκέφτηκε από μέσα της: «Βρε δεν αξίζει να χαλάω εγώ τη διάθεσή μου επειδή με βαράνε τούτοι εδώ. Από ό,τι βλέπω, δεν χαρίζονται ούτε ο ένας στον άλλον».
Το δίδαγμα του μύθου: Οι μυαλωμένοι υπομένουν εύκολα τις προσβολές από τους άλλους, άμα διαπιστώσουν ότι αυτοί οι τελευταίοι δεν λυπούνται ούτε τους δικούς τους ανθρώπους.
24. Η αλεπού με το φούσκωμα στην κοιλιά.
[24.1] Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια πεινασμένη αλεπού. Αυτή, που λέτε, ανακάλυψε μέσα στην κουφάλα κάποιας βελανιδιάς ψωμί και κρέατα, παρατημένα εκεί πέρα από κάτι βοσκούς. Μια και δυο, τρύπωσε μέσα στην κουφάλα και τα έφαγε όλα. Έλα όμως που έτσι φούσκωσε η κοιλιά της και μετά δεν χωρούσε να βγει. Καθόταν λοιπόν και στέναζε και έκλαιγε τη μοίρα της. Πάνω στην ώρα έτυχε να περνάει από εκεί κάποια άλλη αλεπού, η οποία άκουσε τους στεναγμούς και πλησίασε για να μάθει την αιτία. Μόλις πληροφορήθηκε τί είχε συμβεί, η δεύτερη αυτή αλεπού ορμήνευσε τη φουσκωμένη: «Τί σκας, καλέ; Το μόνο που σου χρειάζεται είναι να μείνεις εδώ που βρίσκεσαι μέχρι να ξαναγίνεις όπως ήσουν προτού μπεις. Τότε θα βγεις χωρίς δυσκολία».
Το δίδαγμα του μύθου: Ο χρόνος εξομαλύνει τις δύσκολες καταστάσεις.
25. Η αλκυόνα.
[25.1] Η αλκυόνα, ως γνωστόν, είναι πουλί που αγαπάει τη μοναξιά και περνάει όλη τη ζωή του στη θάλασσα. Καθώς λένε, γεννάει τα μικρά της στα βράχια που προεξέχουν δίπλα στα νερά, επειδή θέλει να προφυλαχτεί από το κυνήγι των ανθρώπων. Έτσι, που λέτε, κάποια μέρα τής ήρθε να γεννήσει. Μια και δυο, λοιπόν, έσπευσε στο ακρωτήρι, εντόπισε έναν βράχο άκρη-άκρη στον γιαλό και εκεί μέσα κάθισε και εκκόλαψε τους νεοσσούς της. Αργότερα, σε κάποια στιγμή, βγήκε έξω για να βρει τροφή. Για κακή της τύχη, εκείνη ακριβώς την ώρα συνέπεσε να σηκώσει η θάλασσα μεγάλα κύματα εξαιτίας του σφοδρού ανέμου, με αποτέλεσμα τα νερά να σκεπάσουνε τη φωλιά, κατακλύζοντάς την και πνίγοντας τα κλωσσόπουλα. Μετά από λίγο γύρισε η καημένη η αλκυόνα, και μόλις κατάλαβε τί είχε συμβεί, αναστέναξε: «Αχ η δύσμοιρη εγώ! Φυλαγόμουν από τη γη και τις επιβουλές της, και γι᾽ αυτό κατέφυγα στη θάλασσα. Ποιός το περίμενε πως αυτή θα μου προέκυπτε ακόμη πιο άπιστη;».
Το δίδαγμα του μύθου: Κάποιοι άνθρωποι, προσπαθώντας να προφυλαχτούν από τους εχθρούς τους, πέφτουν στα χέρια φίλων οι οποίοι, ενάντια σε κάθε προσδοκία, αποδεικνύονται πολύ χειρότεροι.
οὕτω πολλάκις ἃ μὴ τέχνη παρέσχε, ταῦτα τύχη διεβράβευσεν.
22. ΑΛΩΠΗΞ ΚΑΙ ΔΡΥΤΟΜΟΣ
[22.1] ἀλώπηξ κυνηγοὺς φεύγουσα ὡς ἐθεάσατό τινα δρυτόμον, τοῦτον ἱκέτευσε κατακρύψαι αὐτήν. ὁ δὲ αὐτῇ παρῄνεσεν εἰς τὴν ἑαυτοῦ καλύβην εἰσελθοῦσαν κρυβῆναι. μετ᾽ οὐ πολὺ δὲ παραγενομένων τῶν κυνηγῶν καὶ τοῦ δρυτόμου πυνθανομένων, εἰ τεθέαται ἀλώπεκα τῇδε παριοῦσαν, ἐκεῖνος τῇ μὲν φωνῇ ἠρνεῖτο ἑωρακέναι, τῇ δὲ χειρὶ νεύων ἐσήμαινεν, ὅπου κατεκρύπτετο. τῶν δὲ οὐχ οἷς ἔνευε προσσχόντων, οἷς δὲ ἔλεγε πιστευσάντων, ἡ ἀλώπηξ ἰδοῦσα αὐτοὺς ἀπαλλαγέντας ἐξελθοῦσα ἀπροσφωνητὶ ἐπορεύετο. μεμφομένου δὲ αὐτὴν τοῦ δρυτόμου, εἴ γε διασωθεῖσα ὑπ᾽ αὐτοῦ οὐδὲ διὰ φωνῆς αὐτῷ ἐμαρτύρησεν, ἔφη· «ἀλλ᾽ ἔγωγε ηὐχαρίστησα ἄν σοι, εἰ τοῖς λόγοις ὅμοια τὰ ἔργα τῆς χειρὸς [καὶ τοὺς τρόπους] εἶχες».
τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις πρὸς ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους τοὺς χρηστὰ μὲν σαφῶς ἐπαγγελλομένους, δι᾽ ἔργων δὲ φαῦλα δρῶντας.
23. ΑΛΕΚΤΡΥΟΝΕΣ ΚΑΙ ΠΕΡΔΙΞ
[23.1] ἀλεκτρυόνας τις ἐπὶ τῆς οἰκίας ἔχων ὡς περιέτυχε πέρδικι τιθασσῷ πωλουμένῳ, τοῦτον ἀγοράσας ἐκόμισεν οἴκαδε ὡς συντραφησόμενον. τῶν δὲ τυπτόντων αὐτὸν καὶ ἐκδιωκόντων ὁ πέρδιξ ἐβαρυθύμει νομίζων διὰ τοῦτο αὐτὸν καταφρονεῖσθαι, ὅτι ἀλλόφυλός ἐστι. μικρὸν δὲ διαλιπὼν ὡς ἐθεάσατο τοὺς ἀλεκτρυόνας πρὸς ἑαυτοὺς μαχομένους καὶ οὐ πρότερον ἀποστάντας πρὶν ἢ ἀλλήλους αἱμάξαι, ἔφη πρὸς ἑαυτόν· «ἀλλ᾽ ἔγωγε οὐκέτι ἄχθομαι ὑπὸ τούτων τυπτόμενος. ὁρῶ γὰρ αὐτοὺς οὐδὲ αὑτῶν ἀπεχομένους».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι ῥᾴδιον τὰς ἐκ τῶν πέλας ὕβρεις οἱ φρόνιμοι δέχονται, ὅταν ἴδωσιν αὐτοὺς μηδὲ τῶν οἰκείων ἀπεχομένους.
24. ΑΛΩΠΗΞ ΕΞΟΓΚΩΘΕΙΣΑ ΤΗΝ ΓΑΣΤΕΡΑ
[24.1] ἀλώπηξ λιμώττουσα ὡς ἐθεάσατο ἔν τινι δρυὸς κοιλώματι ἄρτους καὶ κρέα ὑπό τινων ποιμένων καταλελειμμένα, ταῦτα εἰσελθοῦσα κατέφαγεν. ἐξογκωθεῖσα δὲ τὴν γαστέρα ἐπειδὴ οὐκ ἠδύνατο ἐξελθεῖν, ἐστέναζε καὶ ὠδύρετο. ἑτέρα δὲ ἀλώπηξ τῇδε παριοῦσα ὡς ἤκουσεν αὐτῆς τὸν στεναγμόν, προσελθοῦσα ἐπυνθάνετο τὴν αἰτίαν. μαθοῦσα δὲ τὰ γεγενημένα ἔφη πρὸς αὐτήν· «ἀλλὰ μενετέον σοι ἐνταῦθα, ἕως ἂν τοιαύτη γένῃ, ὁποία οὖσα εἰσῆλθες, καὶ οὕτω ῥᾳδίως ἐξελεύσῃ».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι τὰ χαλεπὰ τῶν πραγμάτων ὁ χρόνος διαλύει.
25. ΑΛΚΥΩΝ
[25.1] ἀλκυὼν ὄρνεόν ἐστι φιλέρημον διὰ παντὸς ἐν θαλάττῃ διαιτώμενον. ταύτην λέγεται τὰς τῶν ἀνθρώπων θήρας φυλαττομένην ἐν σκοπέλοις παραθαλαττίοις νεοττοποιεῖσθαι. καὶ δήποτε τίκτειν μέλλουσα παρεγένετο εἴς τι ἀκρωτήριον καὶ θεασαμένη πέτραν ἐπιθαλάσσιον ἐνεοττοποιεῖτο ἐνταῦθα. ἐξελθούσης δὲ αὐτῆς ποτε ἐπὶ νομὴν συνέβη τὴν θάλασσαν ὑπὸ λάβρου πνεύματος κυματωθεῖσαν ἐξαρθῆναι μέχρι τῆς καλιᾶς καὶ ταύτην ἐπικλύσασαν τοὺς νεοττοὺς διαφθεῖραι. καὶ ἡ ἀλκυὼν ἐπανελθοῦσα ὡς ἔγνω τὸ γεγονός, εἶπεν· «ἀλλ᾽ ἔγωγε δειλαία, ἥτις τὴν γῆν ὡς ἐπίβουλον φυλαττομένη ἐπὶ ταύτην κατέφυγον, ἣ πολλῷ μοι γέγονεν ἀπιστοτέρα».
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων ἔνιοι τοὺς ἐχθροὺς φυλαττόμενοι λανθάνουσι πολλῷ χαλεπωτέροις τῶν ἐχθρῶν φίλοις ἐμπίπτοντες.
***
21. Οι ψαράδες.
[21.1] Ήταν κάτι ψαράδες που ξανοίχτηκαν για ψάρεμα και βολόδερναν για πολλή ώρα χωρίς να πιάσουν τίποτε. Κάθονταν λοιπόν μέσα στη βάρκα στενοχωρημένοι. Στο μεταξύ, όμως, πέρασε από εκεί ένας τόνος που τον κυνηγούσαν μεγάλα σκυλόψαρα· αυτός, με τη φόρα που είχε πάρει, πήδηξε έξω από τα νερά και προτού καλά-καλά το καταλάβει βρέθηκε μέσα στο σκάφος των ψαράδων. Αμέσως εκείνοι τον έπιασαν και τον έφεραν στην πόλη, όπου τον μοσχοπούλησαν.
Έτσι συμβαίνει πολλές φορές: Όσα δεν μας προσπορίζει η δουλειά, μας τα επιδαψιλεύει η τύχη.
22. Η αλεπού και ο ξυλοκόπος.
[22.1] Μια φορά η αλεπού έτρεχε να ξεφύγει από κάτι κυνηγούς, όταν ξαφνικά είδε μπροστά της έναν ξυλοκόπο. Ευθύς τον ικέτεψε να την κρύψει, και εκείνος όντως την καθοδήγησε να χωθεί μέσα στο καλύβι του και να μείνει κρυμμένη εκεί. Μετά από λίγο, που λέτε, κατέφτασαν οι κυνηγοί και ρωτούσαν τον ξυλοκόπο αν είδε καμιά αλεπού να περνάει από εκείνα τα μέρη. Ξέρετε τί έκανε ο ξυλοκόπος τότε; Στα λόγια μεν δήλωνε πως δεν είχε δει, αλλά με το χέρι τούς έκανε νοήματα, δείχνοντας πού ήταν κρυμμένο το ζώο. Πάντως εκείνοι δεν έδωσαν προσοχή στα νεύματά του και πίστεψαν όσα τους έλεγε. Όταν η αλεπού τους είδε να απομακρύνονται, βγήκε έξω και πήρε τον δρόμο της χωρίς να ξεστομίσει λέξη. Τότε ο ξυλοκόπος ξέσπασε σε διαμαρτυρίες: ακούς εκεί να μη βγάλει η αχάριστη ούτε κιχ, να μην του πει έναν καλό λόγο, παρόλο που του χρωστούσε τη σωτηρία της! Η αλεπού όμως απάντησε: «Έγνοια σου, θα σου έλεγα ευχαριστώ, αρκεί τα έργα των χεριών σου να ήσαν όμοια με τα λόγια σου».
Αυτός ο μύθος βρίσκει εφαρμογή σε εκείνους τους ανθρώπους που δίνουν ωραίες υποσχέσεις στα φανερά, αλλά κάνουν το κακό στην πράξη.
23. Τα κοκόρια και η πέρδικα.
[23.1] Ήταν κάποιος άνθρωπος που είχε κοκόρια στο σπίτι του. Αυτός, που λέτε, έτυχε να βρεθεί κάπου όπου πουλούσαν μια εξημερωμένη πέρδικα. Την αγόρασε, λοιπόν, και την έφερε στο σπίτι του, για να την εκθρέψει μαζί με τα κοκόρια του. Οι πετεινοί, βέβαια, έδιναν ξύλο στη νεοφερμένη και την έδιωχναν μακριά. Γι᾽ αυτό εκείνη στενοχωριόταν πολύ — πίστευε, βλέπετε, πως την περιφρονούσαν επειδή ανήκε σε διαφορετικό είδος. Μετά από λίγο καιρό, όμως, είδε τους κόκορες να παλεύουν μεταξύ τους, και μάλιστα δεν εννοούσαν οι αναθεματισμένοι να χωριστούν παρά μόνο αφού είχαν χύσει ο ένας το αίμα του άλλου. Τότε σκέφτηκε από μέσα της: «Βρε δεν αξίζει να χαλάω εγώ τη διάθεσή μου επειδή με βαράνε τούτοι εδώ. Από ό,τι βλέπω, δεν χαρίζονται ούτε ο ένας στον άλλον».
Το δίδαγμα του μύθου: Οι μυαλωμένοι υπομένουν εύκολα τις προσβολές από τους άλλους, άμα διαπιστώσουν ότι αυτοί οι τελευταίοι δεν λυπούνται ούτε τους δικούς τους ανθρώπους.
24. Η αλεπού με το φούσκωμα στην κοιλιά.
[24.1] Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια πεινασμένη αλεπού. Αυτή, που λέτε, ανακάλυψε μέσα στην κουφάλα κάποιας βελανιδιάς ψωμί και κρέατα, παρατημένα εκεί πέρα από κάτι βοσκούς. Μια και δυο, τρύπωσε μέσα στην κουφάλα και τα έφαγε όλα. Έλα όμως που έτσι φούσκωσε η κοιλιά της και μετά δεν χωρούσε να βγει. Καθόταν λοιπόν και στέναζε και έκλαιγε τη μοίρα της. Πάνω στην ώρα έτυχε να περνάει από εκεί κάποια άλλη αλεπού, η οποία άκουσε τους στεναγμούς και πλησίασε για να μάθει την αιτία. Μόλις πληροφορήθηκε τί είχε συμβεί, η δεύτερη αυτή αλεπού ορμήνευσε τη φουσκωμένη: «Τί σκας, καλέ; Το μόνο που σου χρειάζεται είναι να μείνεις εδώ που βρίσκεσαι μέχρι να ξαναγίνεις όπως ήσουν προτού μπεις. Τότε θα βγεις χωρίς δυσκολία».
Το δίδαγμα του μύθου: Ο χρόνος εξομαλύνει τις δύσκολες καταστάσεις.
25. Η αλκυόνα.
[25.1] Η αλκυόνα, ως γνωστόν, είναι πουλί που αγαπάει τη μοναξιά και περνάει όλη τη ζωή του στη θάλασσα. Καθώς λένε, γεννάει τα μικρά της στα βράχια που προεξέχουν δίπλα στα νερά, επειδή θέλει να προφυλαχτεί από το κυνήγι των ανθρώπων. Έτσι, που λέτε, κάποια μέρα τής ήρθε να γεννήσει. Μια και δυο, λοιπόν, έσπευσε στο ακρωτήρι, εντόπισε έναν βράχο άκρη-άκρη στον γιαλό και εκεί μέσα κάθισε και εκκόλαψε τους νεοσσούς της. Αργότερα, σε κάποια στιγμή, βγήκε έξω για να βρει τροφή. Για κακή της τύχη, εκείνη ακριβώς την ώρα συνέπεσε να σηκώσει η θάλασσα μεγάλα κύματα εξαιτίας του σφοδρού ανέμου, με αποτέλεσμα τα νερά να σκεπάσουνε τη φωλιά, κατακλύζοντάς την και πνίγοντας τα κλωσσόπουλα. Μετά από λίγο γύρισε η καημένη η αλκυόνα, και μόλις κατάλαβε τί είχε συμβεί, αναστέναξε: «Αχ η δύσμοιρη εγώ! Φυλαγόμουν από τη γη και τις επιβουλές της, και γι᾽ αυτό κατέφυγα στη θάλασσα. Ποιός το περίμενε πως αυτή θα μου προέκυπτε ακόμη πιο άπιστη;».
Το δίδαγμα του μύθου: Κάποιοι άνθρωποι, προσπαθώντας να προφυλαχτούν από τους εχθρούς τους, πέφτουν στα χέρια φίλων οι οποίοι, ενάντια σε κάθε προσδοκία, αποδεικνύονται πολύ χειρότεροι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου