[22] Οὗτος οὖν ἔνοχος μὲν ὢν τῇ αἰτίᾳ, ἐλάττονος δὲ οὔσης αὐτῷ τῆς συμφορᾶς, οὐ μόνον ὑφ᾽ ὑμῶν ἠλεήθη, ἀλλὰ καὶ τὸν μαρτυρήσαντα ἠτίμωσεν. ἐγὼ δὲ ἑορακὼς μὲν ἐκεῖνο τοῦτον ποιήσαντα ὃ καὶ ὑμεῖς ἴστε, αὐτὸς δὲ σώσας τὴν ἀσπίδα, ἀκηκοὼς δὲ οὕτως ἀνόσιον καὶ δεινὸν πρᾶγμα, μεγίστης δὲ οὔσης μοι τῆς συμφορᾶς, εἰ ἀποφεύξεται, τούτῳ δ᾽ οὐδενὸς ἀξίας, εἰ κακηγορίας ἁλώσεται, οὐκ ἄρα δίκην παρ᾽ αὐτοῦ λήψομαι;
[23] τίνος ὄντος ἐμοὶ πρὸς ὑμᾶς ἐγκλήματος; πότερον ὅτι δικαίως ἀκήκοα; ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ἂν αὐτοὶ φήσαιτε. ἀλλ᾽ ὅτι βελτίων καὶ ἐκ βελτιόνων ὁ φεύγων ἐμοῦ; ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ἂν αὐτὸς ἀξιώσειεν. ἀλλ᾽ ὅτι ἀποβεβληκὼς τὰ ὅπλα δικάζομαι κακηγορίας τῷ σώσαντι; ἀλλ᾽ οὐχ οὗτος ὁ λόγος ἐν τῇ πόλει κατεσκέδασται.
[24] ἀναμνήσθητε δὲ ὅτι μεγάλην καὶ καλὴν ἐκείνην δωρειὰν αὐτῷ δεδώκατε· ἐν ᾗ τίς οὐκ ἂν ἐλεήσειε Διονύσιον, τοιαύτῃ μὲν συμφορᾷ περιπεπτωκότα, ἄνδρα δὲ ἄριστον ἐν τοῖς κινδύνοις γεγενημένον,
[25] ἀπιόντα δὲ ἀπὸ τοῦ δικαστηρίου [καὶ] λέγοντα ὅτι δυστυχεστάτην ἐκείνην εἴημεν στρατείαν ἐστρατευμένοι, ἐν ᾗ πολλοὶ μὲν ἡμῶν ἀπέθανον, οἱ δὲ σώσαντες τὰ ὅπλα ὑπὸ τῶν ἀποβαλόντων ψευδομαρτυρίων ἑαλώκασι, κρεῖττον δὲ ἦν αὐτῷ τότε ἀποθανεῖν ἢ οἴκαδ᾽ ἐλθόντι τοιαύτῃ τύχῃ χρῆσθαι;
[26] μὴ τοίνυν †ἀκούσαντα Θεόμνηστον κακῶς τὰ προσήκοντα ἐλεεῖτε† καὶ ὑβρίζοντι καὶ λέγοντι παρὰ τοὺς νόμους συγγνώμην ἔχετε. τίς γὰρ ἂν ἐμοὶ μείζων ταύτης γένοιτο συμφορά, περὶ τοιούτου πατρὸς οὕτως αἰσχρὰς αἰτίας ἀκηκοότι;
[27] ὃς πολλάκις μὲν ἐστρατήγησε, πολλοὺς δὲ καὶ ἄλλους κινδύνους μεθ᾽ ὑμῶν ἐκινδύνευσε· καὶ οὔτε τοῖς πολεμίοις τὸ ἐκείνου σῶμα ὑποχείριον ἐγένετο, οὔτε τοῖς πολίταις οὐδεμίαν πώποτε ὦφλεν εὐθύναν, ἔτη δὲ γεγονὼς ἑπτὰ καὶ ἑξήκοντα ἐν ὀλιγαρχίᾳ δι᾽ εὔνοιαν τοῦ ὑμετέρου πλήθους ἀπέθανεν.
[28] ἆρ᾽ ἄξιον ὀργισθῆναι τῷ ‹τοιαῦτ᾽› εἰρηκότι καὶ βοηθῆσαι τῷ πατρί, ὡς καὶ ἐκείνου κακῶς ἀκηκοότος; τί γὰρ ἂν τούτου ἀνιαρότερον γένοιτο αὐτῷ, ἢ τεθνάναι μὲν ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν, αἰτίαν δ᾽ ἔχειν ὑπὸ τῶν παίδων ‹ἀνῃρῆσθαι›; οὗ ἔτι καὶ νῦν, ὦ ἄνδρες δικασταί, τῆς ἀρετῆς τὰ μνημεῖα πρὸς τοῖς ὑμετέροις ‹ἱεροῖς› ἀνάκειται, τὰ δὲ τούτου καὶ τοῦ τούτου πατρὸς τῆς κακίας πρὸς τοῖς τῶν πολεμίων· οὕτω σύμφυτος αὐτοῖς ἡ δειλία.
[29] καὶ μὲν δή, ὦ ἄνδρες δικασταί, ὅσῳ μείζους εἰσὶ καὶ νεανίαι τὰς ὄψεις, τοσούτῳ μᾶλλον ὀργῆς ἄξιοί εἰσι. δῆλον γὰρ ὅτι τοῖς μὲν σώμασι δύνανται, τὰς δὲ ψυχὰς οὐκ ‹εὖ› ἔχουσιν.
[30] Ἀκούω δ᾽ αὐτόν, ὦ ἄνδρες δικασταί, ἐπὶ τοῦτον τὸν λόγον τρέψεσθαι, ὡς ὀργισθεὶς εἴρηκε ταῦτα ἐμοῦ μαρτυρήσαντος τὴν αὐτὴν μαρτυρίαν Διονυσίῳ. ὑμεῖς δ᾽ ἐνθυμεῖσθε, ὦ ἄνδρες δικασταί, ὅτι ὁ νομοθέτης οὐδεμίαν ὀργῇ συγγνώμην δίδωσιν, ἀλλὰ ζημιοῖ τὸν λέγοντα, ἐὰν μὴ ἀποφαίνῃ ὡς ἔστιν ἀληθῆ τὰ εἰρημένα. ἐγὼ δὲ δὶς ἤδη περὶ τούτου μεμαρτύρηκα· οὐ γάρ πω ᾔδη ὅτι ὑμεῖς τοὺς μὲν ἰδόντας τιμωρεῖσθε, τοῖς δὲ ἀποβαλοῦσι συγγνώμην ἔχετε.
***
[22] Αυτός λοιπόν, ενώ ήταν ένοχος κατά το κατηγορητήριο, και ενώ η συμφορά ήταν γι᾽ αυτόν μικρότερη, όχι μόνο αντιμετωπίστηκε από σας με επιείκεια, αλλά στέρησε τα πολιτικά δικαιώματα και από τον άνθρωπο που κατέθεσε ως μάρτυρας. Εγώ από την άλλη, που τον είδα να κάνει αυτό που και εσείς γνωρίζετε, που ο ίδιος έσωσα την ασπίδα μου, που έχω κατηγορηθεί για πράξη τόσο ανίερη και φρικτή, που η συμφορά για μένα, σε περίπτωση που αθωωθεί, είναι τρομακτική, ενώ γι᾽ αυτόν, αν καταδικαστεί για δυσφήμηση, αμελητέα, είναι δυνατό να μην τον τιμωρήσω;
[23] Τι έχετε να μου προσάψετε; Μήπως ότι κατηγορήθηκα δικαίως; Μα ούτε εσείς οι ίδιοι θα λέγατε κάτι τέτοιο. Ή ότι ο κατηγορούμενος είναι καλύτερος και από καλύτερη γενιά; Μα ούτε ο ίδιος θα προέβαλε τέτοιο ισχυρισμό. Ή ότι εγκατέλειψα τα όπλα και έχω οδηγήσει σε δίκη για δυσφήμηση κάποιον που τα έσωσε; Δεν είναι αυτή η φήμη που κυκλοφορεί στην πόλη.
[24] Θυμηθείτε το μεγάλο και ωραίο εκείνο δώρο που του κάνατε. Ποιός τότε δεν θα αισθανόταν οίκτο για τον Διονύσιο, που βρέθηκε αντιμέτωπος με τέτοια συμφορά, ενώ είχε υπάρξει ήρωας στους αγώνες;
[25] Όταν αποχωρούσε από το δικαστήριο έλεγε ότι η εκστρατεία αυτή, στην οποία πολλοί από τους δικούς μας είχαν σκοτωθεί, ενώ στη συνέχεια εκείνοι που έσωσαν τα όπλα είχαν καταδικαστεί για ψευδομαρτυρία από αυτούς που τα εγκατέλειψαν, ήταν η πιο φρικτή που είχαμε επιχειρήσει και ότι ήταν προτιμότερο γι᾽ αυτόν να είχε σκοτωθεί τότε παρά να έχει επιστρέψει στην πατρίδα και να έχει τέτοια τύχη.
[26] Μη λοιπόν δείξετε οίκτο για τον Θεόμνηστο, για τον οποίο δικαίως ελέχθησαν πράγματα όχι κολακευτικά, και μην τον συγχωρήσετε όταν συμπεριφέρεται υβριστικά και αγορεύει παράνομα. Γιατί ποιά μεγαλύτερη συμφορά από αυτή θα μπορούσε να υπάρξει για μένα, να έχω κατηγορηθεί τόσο αισχρά για έναν τέτοιο πατέρα;
[27] Εκείνος πολλές φορές διετέλεσε στρατηγός, και έδωσε μαζί σας πολλούς άλλους αγώνες. Και ποτέ δεν έπεσε στα χέρια των εχθρών, όπως ποτέ έως τώρα δεν καταδικάστηκε από τους πολίτες σε δίκη σχετική με λογοδοσία του. Σε ηλικία εξήντα επτά ετών εκτελέστηκε τον καιρό της ολιγαρχίας, λόγω των δημοκρατικών του φρονημάτων.
[28] Δεν πρέπει άραγε να αισθάνομαι οργή γι᾽ αυτόν που είπε τέτοια πράγματα και να βοηθήσω τον πατέρα μου, καθότι σπιλώθηκε και εκείνος; Γιατί τί πιο οδυνηρό από αυτό θα μπορούσε να του συμβεί, να έχει θανατωθεί από τους εχθρούς, και να αιωρείται η κατηγορία ότι τον θανάτωσαν τα παιδιά του; Τα σημάδια της ανδρείας εκείνου, άνδρες δικαστές, είναι ακόμα και σήμερα αφιερωμένα στα δικά σας ιερά, ενώ τα σημάδια της αναξιότητας αυτού και του πατέρα του στα ιερά των εχθρών. Τόσο πολύ έχουν τη δειλία στο αίμα τους.
[29] Και βέβαια, άνδρες δικαστές, όσο πιο μεγαλόσωμοι και νεανικοί στην όψη είναι, τόσο περισσότερο αξίζουν την οργή σας. Γιατί είναι προφανές ότι σωματικά είναι εύρωστοι, πάσχουν όμως στις ψυχές.
[30] Ακούω ότι αυτός, άνδρες δικαστές, θα καταφύγει στο ακόλουθο επιχείρημα, ότι αυτά τα είπε οργισμένος, επειδή εγώ κατέθεσα ως μάρτυρας τα ίδια με τον Διονύσιο. Εσείς ωστόσο έχετε κατά νουν, άνδρες δικαστές, ότι ο νομοθέτης δεν αναγνωρίζει κανενός είδους συγγνώμη στην οργή, αλλά τιμωρεί εκείνον που τα είπε, αν δεν αποδείξει ότι αυτά που ελέχθησαν είναι αλήθεια. Εγώ εν προκειμένω έχω καταθέσει ήδη δύο φορές ως μάρτυρας. Γιατί δεν γνώριζα ακόμη ότι εσείς τιμωρείτε αυτούς που απλώς είδαν, ενώ συγχωρείτε εκείνους που εγκατέλειψαν τα όπλα.
[23] τίνος ὄντος ἐμοὶ πρὸς ὑμᾶς ἐγκλήματος; πότερον ὅτι δικαίως ἀκήκοα; ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ἂν αὐτοὶ φήσαιτε. ἀλλ᾽ ὅτι βελτίων καὶ ἐκ βελτιόνων ὁ φεύγων ἐμοῦ; ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ἂν αὐτὸς ἀξιώσειεν. ἀλλ᾽ ὅτι ἀποβεβληκὼς τὰ ὅπλα δικάζομαι κακηγορίας τῷ σώσαντι; ἀλλ᾽ οὐχ οὗτος ὁ λόγος ἐν τῇ πόλει κατεσκέδασται.
[24] ἀναμνήσθητε δὲ ὅτι μεγάλην καὶ καλὴν ἐκείνην δωρειὰν αὐτῷ δεδώκατε· ἐν ᾗ τίς οὐκ ἂν ἐλεήσειε Διονύσιον, τοιαύτῃ μὲν συμφορᾷ περιπεπτωκότα, ἄνδρα δὲ ἄριστον ἐν τοῖς κινδύνοις γεγενημένον,
[25] ἀπιόντα δὲ ἀπὸ τοῦ δικαστηρίου [καὶ] λέγοντα ὅτι δυστυχεστάτην ἐκείνην εἴημεν στρατείαν ἐστρατευμένοι, ἐν ᾗ πολλοὶ μὲν ἡμῶν ἀπέθανον, οἱ δὲ σώσαντες τὰ ὅπλα ὑπὸ τῶν ἀποβαλόντων ψευδομαρτυρίων ἑαλώκασι, κρεῖττον δὲ ἦν αὐτῷ τότε ἀποθανεῖν ἢ οἴκαδ᾽ ἐλθόντι τοιαύτῃ τύχῃ χρῆσθαι;
[26] μὴ τοίνυν †ἀκούσαντα Θεόμνηστον κακῶς τὰ προσήκοντα ἐλεεῖτε† καὶ ὑβρίζοντι καὶ λέγοντι παρὰ τοὺς νόμους συγγνώμην ἔχετε. τίς γὰρ ἂν ἐμοὶ μείζων ταύτης γένοιτο συμφορά, περὶ τοιούτου πατρὸς οὕτως αἰσχρὰς αἰτίας ἀκηκοότι;
[27] ὃς πολλάκις μὲν ἐστρατήγησε, πολλοὺς δὲ καὶ ἄλλους κινδύνους μεθ᾽ ὑμῶν ἐκινδύνευσε· καὶ οὔτε τοῖς πολεμίοις τὸ ἐκείνου σῶμα ὑποχείριον ἐγένετο, οὔτε τοῖς πολίταις οὐδεμίαν πώποτε ὦφλεν εὐθύναν, ἔτη δὲ γεγονὼς ἑπτὰ καὶ ἑξήκοντα ἐν ὀλιγαρχίᾳ δι᾽ εὔνοιαν τοῦ ὑμετέρου πλήθους ἀπέθανεν.
[28] ἆρ᾽ ἄξιον ὀργισθῆναι τῷ ‹τοιαῦτ᾽› εἰρηκότι καὶ βοηθῆσαι τῷ πατρί, ὡς καὶ ἐκείνου κακῶς ἀκηκοότος; τί γὰρ ἂν τούτου ἀνιαρότερον γένοιτο αὐτῷ, ἢ τεθνάναι μὲν ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν, αἰτίαν δ᾽ ἔχειν ὑπὸ τῶν παίδων ‹ἀνῃρῆσθαι›; οὗ ἔτι καὶ νῦν, ὦ ἄνδρες δικασταί, τῆς ἀρετῆς τὰ μνημεῖα πρὸς τοῖς ὑμετέροις ‹ἱεροῖς› ἀνάκειται, τὰ δὲ τούτου καὶ τοῦ τούτου πατρὸς τῆς κακίας πρὸς τοῖς τῶν πολεμίων· οὕτω σύμφυτος αὐτοῖς ἡ δειλία.
[29] καὶ μὲν δή, ὦ ἄνδρες δικασταί, ὅσῳ μείζους εἰσὶ καὶ νεανίαι τὰς ὄψεις, τοσούτῳ μᾶλλον ὀργῆς ἄξιοί εἰσι. δῆλον γὰρ ὅτι τοῖς μὲν σώμασι δύνανται, τὰς δὲ ψυχὰς οὐκ ‹εὖ› ἔχουσιν.
[30] Ἀκούω δ᾽ αὐτόν, ὦ ἄνδρες δικασταί, ἐπὶ τοῦτον τὸν λόγον τρέψεσθαι, ὡς ὀργισθεὶς εἴρηκε ταῦτα ἐμοῦ μαρτυρήσαντος τὴν αὐτὴν μαρτυρίαν Διονυσίῳ. ὑμεῖς δ᾽ ἐνθυμεῖσθε, ὦ ἄνδρες δικασταί, ὅτι ὁ νομοθέτης οὐδεμίαν ὀργῇ συγγνώμην δίδωσιν, ἀλλὰ ζημιοῖ τὸν λέγοντα, ἐὰν μὴ ἀποφαίνῃ ὡς ἔστιν ἀληθῆ τὰ εἰρημένα. ἐγὼ δὲ δὶς ἤδη περὶ τούτου μεμαρτύρηκα· οὐ γάρ πω ᾔδη ὅτι ὑμεῖς τοὺς μὲν ἰδόντας τιμωρεῖσθε, τοῖς δὲ ἀποβαλοῦσι συγγνώμην ἔχετε.
***
[22] Αυτός λοιπόν, ενώ ήταν ένοχος κατά το κατηγορητήριο, και ενώ η συμφορά ήταν γι᾽ αυτόν μικρότερη, όχι μόνο αντιμετωπίστηκε από σας με επιείκεια, αλλά στέρησε τα πολιτικά δικαιώματα και από τον άνθρωπο που κατέθεσε ως μάρτυρας. Εγώ από την άλλη, που τον είδα να κάνει αυτό που και εσείς γνωρίζετε, που ο ίδιος έσωσα την ασπίδα μου, που έχω κατηγορηθεί για πράξη τόσο ανίερη και φρικτή, που η συμφορά για μένα, σε περίπτωση που αθωωθεί, είναι τρομακτική, ενώ γι᾽ αυτόν, αν καταδικαστεί για δυσφήμηση, αμελητέα, είναι δυνατό να μην τον τιμωρήσω;
[23] Τι έχετε να μου προσάψετε; Μήπως ότι κατηγορήθηκα δικαίως; Μα ούτε εσείς οι ίδιοι θα λέγατε κάτι τέτοιο. Ή ότι ο κατηγορούμενος είναι καλύτερος και από καλύτερη γενιά; Μα ούτε ο ίδιος θα προέβαλε τέτοιο ισχυρισμό. Ή ότι εγκατέλειψα τα όπλα και έχω οδηγήσει σε δίκη για δυσφήμηση κάποιον που τα έσωσε; Δεν είναι αυτή η φήμη που κυκλοφορεί στην πόλη.
[24] Θυμηθείτε το μεγάλο και ωραίο εκείνο δώρο που του κάνατε. Ποιός τότε δεν θα αισθανόταν οίκτο για τον Διονύσιο, που βρέθηκε αντιμέτωπος με τέτοια συμφορά, ενώ είχε υπάρξει ήρωας στους αγώνες;
[25] Όταν αποχωρούσε από το δικαστήριο έλεγε ότι η εκστρατεία αυτή, στην οποία πολλοί από τους δικούς μας είχαν σκοτωθεί, ενώ στη συνέχεια εκείνοι που έσωσαν τα όπλα είχαν καταδικαστεί για ψευδομαρτυρία από αυτούς που τα εγκατέλειψαν, ήταν η πιο φρικτή που είχαμε επιχειρήσει και ότι ήταν προτιμότερο γι᾽ αυτόν να είχε σκοτωθεί τότε παρά να έχει επιστρέψει στην πατρίδα και να έχει τέτοια τύχη.
[26] Μη λοιπόν δείξετε οίκτο για τον Θεόμνηστο, για τον οποίο δικαίως ελέχθησαν πράγματα όχι κολακευτικά, και μην τον συγχωρήσετε όταν συμπεριφέρεται υβριστικά και αγορεύει παράνομα. Γιατί ποιά μεγαλύτερη συμφορά από αυτή θα μπορούσε να υπάρξει για μένα, να έχω κατηγορηθεί τόσο αισχρά για έναν τέτοιο πατέρα;
[27] Εκείνος πολλές φορές διετέλεσε στρατηγός, και έδωσε μαζί σας πολλούς άλλους αγώνες. Και ποτέ δεν έπεσε στα χέρια των εχθρών, όπως ποτέ έως τώρα δεν καταδικάστηκε από τους πολίτες σε δίκη σχετική με λογοδοσία του. Σε ηλικία εξήντα επτά ετών εκτελέστηκε τον καιρό της ολιγαρχίας, λόγω των δημοκρατικών του φρονημάτων.
[28] Δεν πρέπει άραγε να αισθάνομαι οργή γι᾽ αυτόν που είπε τέτοια πράγματα και να βοηθήσω τον πατέρα μου, καθότι σπιλώθηκε και εκείνος; Γιατί τί πιο οδυνηρό από αυτό θα μπορούσε να του συμβεί, να έχει θανατωθεί από τους εχθρούς, και να αιωρείται η κατηγορία ότι τον θανάτωσαν τα παιδιά του; Τα σημάδια της ανδρείας εκείνου, άνδρες δικαστές, είναι ακόμα και σήμερα αφιερωμένα στα δικά σας ιερά, ενώ τα σημάδια της αναξιότητας αυτού και του πατέρα του στα ιερά των εχθρών. Τόσο πολύ έχουν τη δειλία στο αίμα τους.
[29] Και βέβαια, άνδρες δικαστές, όσο πιο μεγαλόσωμοι και νεανικοί στην όψη είναι, τόσο περισσότερο αξίζουν την οργή σας. Γιατί είναι προφανές ότι σωματικά είναι εύρωστοι, πάσχουν όμως στις ψυχές.
[30] Ακούω ότι αυτός, άνδρες δικαστές, θα καταφύγει στο ακόλουθο επιχείρημα, ότι αυτά τα είπε οργισμένος, επειδή εγώ κατέθεσα ως μάρτυρας τα ίδια με τον Διονύσιο. Εσείς ωστόσο έχετε κατά νουν, άνδρες δικαστές, ότι ο νομοθέτης δεν αναγνωρίζει κανενός είδους συγγνώμη στην οργή, αλλά τιμωρεί εκείνον που τα είπε, αν δεν αποδείξει ότι αυτά που ελέχθησαν είναι αλήθεια. Εγώ εν προκειμένω έχω καταθέσει ήδη δύο φορές ως μάρτυρας. Γιατί δεν γνώριζα ακόμη ότι εσείς τιμωρείτε αυτούς που απλώς είδαν, ενώ συγχωρείτε εκείνους που εγκατέλειψαν τα όπλα.