Η ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΛΒΙΓΗΝΩΝ (1208 - 1229)
Η ΑΙΜΑΤΟΒΑΜΕΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΩΝ
Οι Σταυροφορίες ήταν στρατιωτικές επιχειρήσεις υπό την ηγεσία του Πάπα της Ρώμης κατά τον Μεσαίωνα αλλά και την νεότερη ακόμα εποχή. Οι Σταυροφορίες σαν ιδέα του ιερού πολέμου δεν είναι κάτι καινούργιο, αφού τόσο στην Αρχαία Ελλάδα έγιναν τέσσερις αιματηροί ιεροί πόλεμοι που κατέληξαν στον πλήρη ή μερικό αφανισμό πόλεων για θρησκευτικούς λόγους, ενώ στο Ισλάμ με πρόσχημα την τζιχάντ τον ιερό πόλεμο των Μουσουλμάνων πραγματοποιήθηκε κατάληψη πολλών νέων εδαφών. Η καταπάτηση των Αγίων Τόπων από τους Μουσουλμάνους Σελτζούκους Τούρκους το 1078, ήταν η αφορμή της πρώτης Σταυροφορίας. Οι Σελτζούκοι απαγόρευαν την είσοδο στους προσκυνητές των Χριστιανικών εθνών της Δύσης, γεγονός που τελικά δεν έμεινε ατιμώρητο. Οι κίνδυνοι ήταν πολλοί σε κάθε προσπάθεια προσέγγισης των Αγίων Τόπων από τους πιστούς με αποτέλεσμα να ξεκινήσει η μεγαλύτερη αιματοχυσία στα χρόνια του Μεσαίωνα που διήρκεσε 200 χρόνια...
Μέχρι το τέλος του 11ου αιώνα, η Δυτική Ευρώπη είχε αναδειχθεί ως μια σημαντική δύναμη, αν και υστερούσε από άλλους πολιτισμούς της Μεσογείου, δηλαδή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, της Ισλαμικής Αυτοκρατορίας της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Το Βυζάντιο όμως, έχανε σημαντικό έδαφος με την εισβολή των Σελτζούκων Τούρκων, οι οποίοι νίκησαν το Βυζαντινό στρατό στη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι είχαν αναλάβει τον έλεγχο σχεδόν όλης της Μικράς Ασίας με πολύ βίαιο και ανηλεή τρόπο επιφέροντας έτσι ένα τεράστιο πλήγμα στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ενώ και η ίδια η Ανατολική Ρωμαϊκή (Βυζαντινή) Αυτοκρατορία παράλληλα ταλαιπωρούταν επίσης από συχνούς εμφυλίους πολέμους.
Μετά από χρόνια χάους και εμφυλίου πολέμου την γενική αρχηγεία του Βυζαντινού θρόνου κατέλαβε το 1081 ο Αλέξιος Κομνηνός, γνωστός στην ιστορία ως Αυτοκράτορας Αλέξιος Α'. Το 1095 ο Αλέξιος έστειλε απεσταλμένους στον Πάπα Ουρβανό ΙΙ ζητώντας μισθοφορικά στρατεύματα από τη Δύση για να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της Τουρκικής απειλής. Αν και οι σχέσεις μεταξύ Χριστιανών στην Ανατολή και τη Δύση ήταν τεταμένες για μεγάλο διάστημα, το αίτημα του Αλέξιου ήρθε σε μια στιγμή που η κατάσταση έδειχνε ότι βελτιωνόταν. Τον Νοέμβριο του 1095, στο Συμβούλιο της Κλερμόντ στη νότια Γαλλία, ο Πάπας κάλεσε τους Δυτικούς Χριστιανούς να πάρουν τα όπλα, προκειμένου να βοηθήσουν τους Βυζαντινούς στην ανακατάληψη των Αγίων Τόπων από τον Μουσουλμανικό έλεγχο.
Στις 27 Νοεμβρίου μίλησε για πρώτη φορά για τα προβλήματα των Χριστιανών στην Ανατολή μπροστά σε ένα τεράστιο κοινό, με την συνεχή επανάληψη της φράσης "Ο Θεός το θέλει", και παροτρύνε τους Χριστιανούς της Δύσης σε πόλεμο κατά των Μουσουλμάνων, που είχαν καταλάβει τους Αγίους Τόπους, κάτι που ήταν πολύ διαφορετικό από ότι του είχε ζητήσει ο Αυτοκράτορας Αλέξιος, ενώ παράλληλε σχεδίαζε να «πείσει» με την δύναμη αυτή και τους Ορθοδόξους να «ενωθούν οικειοθελώς» υπό την εξουσία του όταν τελείωνε με τους Μουσουλμάνους σαν «ανταμοιβή» για τις υπηρεσίες του και έχοντας τον Σταυροφορικό στρατό σαν μέσο εκφοβισμού, εκβιασμού και απειλών έναντι των Ορθοδόξων αλλά και των μουσουλμάνων.
Ο Πάπας συνάντησε μεγάλη ανταπόκριση τόσο από τα χαμηλότερα στρώματα της στρατιωτικής ελίτ (που θα διαμόρφωνε μια νέα τάξη ιπποτών), όσο και από απλούς πολίτες που ήταν αποφασισμένοι να φορέσουν την στολή με τον κόκκινο σταυρό. Οι πιο γνωστές Σταυροφορίες στην ιστορία είναι οι εξής: Η Α' Σταυροφορία, η Σταυροφορία του λαού, η Γερμανική Σταυροφορία του 1096, η Σταυροφορία του 1101, η Β' Σταυροφορία, η Γ' Σταυροφορία, η Δ' Σταυροφορία, η Σταυροφορία των Αλβιγηνών, η Σταυροφορία των παιδιών, η Ε' Σταυροφορία, η ΣΤ' Σταυροφορία, η Ζ' Σταυροφορία, η Σταυροφορία των βοσκών, η Η' Σταυροφορία, η Θ' Σταυροφορία, η Σταυροφορία της Αραγωνίας, η Σταυροφορία της Αλεξάνδρειας, η Σταυροφορία της Νικόπολης, η Σταυροφορία των Χουσσιτών, η Σταυροφορία της Βάρνας καθώς και οι Βόρειες Σταυροφορίες.
Η πρώτη ανεπίσημη Σταυροφορία του Πάπα πραγματοποιήθηκε το 1066 στην Μεγάλη Βρετανία, όταν ο καθολικός δούκας της Νορμανδίας Γουλιέλμος, γνωστός ως κατακτητής, φέροντας το λάβαρο, την υποστήριξη και την ευλογία του Πάπα, εισέβαλε και κατέκτησε την Ορθόδοξη και μη υποταγμένη στην Παπική εξουσία Σαξονική Βρετανία του βασιλιά Χάρολντ, με την δικαιολογία ότι ήταν ο «νόμιμος» διάδοχος του θρόνου και θα έφερνε «κάθαρση» στην χώρα από τους Ορθόδοξους «αιρετικούς», σηματοδοτώντας έτσι την έναρξη των ιερών πολέμων της Δύσης με πρώτο στόχο την Ορθοδοξία, 29 ολόκληρα χρόνια πριν την πρώτη «επίσημη» Σταυροφορία.
Η Πρώτη Σταυροφορία (1096 - 1099)
Η Α' Σταυροφορία ξεκίνησε το 1095 από τον Πάπα Ουρβανό ΙΙ με στόχο την ανακατάληψη της Ιερουσαλήμ από τους Μουσουλμάνους. Πέρα από τις γνωστές Σταυροφορίες στην Μέση Ανατολή υπήρξαν και άλλες που πραγματοποιήθηκαν για θρησκευτικούς και πολιτικούς λόγους όπως η Σταυροφορία των Αλβιγηνών, η Σταυροφορία της Αραγωνίας, η Reconquista (Ανακατάκτηση της Ιβηρικής Χερσονήσου) και οι Βόρειες Σταυροφορίες. Τέσσερις στρατιές Σταυροφόρων σχηματίστηκαν από τα στρατεύματα διαφόρων περιοχών της Δυτικής Ευρώπης, με επικεφαλής τον Ρεϋμόνδο του Σαιν Ζιλ,τον Γοδεφρείδο του Μπουιγιόν, τον Ούγο του Βερμαντουά και τον Βοϊμόνδο Α' της Αντιόχειας, που είχαν τοποθετηθεί με σκοπό να αναχωρήσουν για το Βυζάντιο, τον Αύγουστο του 1096.
Μια λιγότερο οργανωμένη ομάδα ιπποτών γνωστή ως «Σταυροφορία του Λαού» δημιουργήθηκε ύστερα από εντολή ενός δημοφιλούς ιεροκήρυκα, που έγινε γνωστός ως «Πέτρος ο Ερημίτης». Η Σταυροφόροι του Λαού έδρασαν βίαια περνώντας μέσα από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία σκορπώντας το θάνατο και παραβλέποντας τις εντολές του Αλέξιου που ζητούσε να περιμένουν και τους υπόλοιπους Σταυροφόρους που θα περνούσαν τον Βόσπορο στις αρχές Αυγούστου. Στην πρώτη μεγάλη σύγκρουση μεταξύ Σταυροφόρων και Μουσουλμάνων, οι Τουρκικές δυνάμεις συνθλίβονται από την εισβολή των Ευρωπαίων στην Απάμεια την Κιβωτό.
Μια άλλη ομάδα Σταυροφόρων, με επικεφαλής τον περιβόητο κόμη Emicho, πραγματοποίησε μια σειρά από σφαγές Εβραίων σε διάφορες πόλεις στη Ρηνανία το 1096, προκαλώντας οργή και μια σοβαρή κρίση στις σχέσεις Εβραίων και Χριστιανών. Όταν οι τέσσερις κύριες στρατιές των Σταυροφόρων έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη, ο Αλέξιος επέμεινε ότι οι επικεφαλής του έπρεπε δώσουν όρκο πίστης σ' αυτόν και να αναγνωρίσουν την εξουσία του πάνω σε οποιαδήποτε γη ανέκτησε από τους Τούρκους, καθώς και οποιοδήποτε άλλο έδαφος θα μπορούσε να κατακτήσει. Ο μόνος που αντέδρασε ήταν ο Βοϊμόνδος. Τον Μάιο του 1097, οι Σταυροφόροι και οι Βυζαντινοί τους σύμμαχοι επιτέθηκαν στη Νικαία (σημερινό Iznik, Τουρκία), την πρωτεύουσα των Σελτζούκων στην Ανατολία. Η πόλη παραδόθηκε στα τέλη Ιουνίου.
Παρά την επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ των Σταυροφόρων και των Βυζαντινών ηγετών, οι ενωμένες τους δυνάμεις συνέχισαν την επέλαση στην Ανατολία, καταλαμβάνοντας την μεγάλη Συριακή πόλη της Αντιόχειας, τον Ιούνιο του 1098. Μετά από εσωτερικές διαμάχες για τον έλεγχο της Αντιοχείας, οι Σταυροφόροι άρχισαν την πορεία τους προς την Ιερουσαλήμ, που τότε είχε καταληφθεί από το Αιγυπτιακό χαλιφάτο των Φατμιδών. Αυτοί ως Σιίτες Μουσουλμάνοι ήταν εχθροί των Σουνιτών Σελτζούκων Τούρκων. Κατασκηνώνοντας έξω από την Ιερουσαλήμ ανάγκασαν τον διοικητή της πολιορκημένης πόλης να παραδοθεί. Παρά τις διαβεβαιώσεις για ασφάλεια του πρίγκιπα της Γαλιλαίας Τάνγκρεντ οι Σταυροφόροι σφαγίασαν αμέτρητες γυναίκες και παιδιά κατά την είσοδο τους στην πόλη.
Αργότερα άλλος στρατός πειθαρχημένος, από 80.000 περίπου άνδρες, και αρχηγό το Γοδεφρείδο της Μπουγιόν αναχώρησε για την Ανατολή πέρασε τον Ελλήσποντο και κυρίευσε τη Νίκαια (1097), την Αντιόχεια (1098) και την Ιερουσαλήμ (1099). Στο πέρασμα του σημειώθηκαν άπειρες σφαγές και καταστροφές. Ο Γοδεφρείδος αναγορεύτηκε βασιλιάς της Ιερουσαλήμ το 1100 όμως πέθανε και τον διαδέχτηκε ο αδερφός του Βαλδουίνος της Φλάνδρας. Τη σταυροφορία αυτή ακολούθησε ένα δεύτερο, λιγότερο επιτυχημένο κύμα σταυροφόρων, γνωστό ως Σταυροφορία του 1101, κατά την οποία οι Τούρκοι υπό τον Κιλίτζ Αρσλάν νίκησαν τους σταυροφόρους σε τρεις διαφορετικές μάχες σε αντίδραση για την Α' Σταυροφορία.
Επόμενες απόπειρες του 1120 περιλαμβάνουν μία σταυροφορία, που κηρύχθηκε από τον Πάπα Κάλλιστο Β' γύρω στα 1120, που έγινε η Ενετική Σταυροφορία του 1122 - 1124, ένα προσκύνημα του Κόμη Φούλκωνα Ε' του Ανζού του 1120, μια απόπειρα του Κονράδου Γ' της Γερμανίας του 1124, για την οποία λίγες λεπτομέρειες είναι γνωστές, και η Σταυροφορία της Δαμασκού από το Φουλκ Ε', που είχε ως αποτέλεσμα την επίσημη αναγνώριση προνομίων στο τάγμα των Ναϊτών Ιπποτών από τον Πάπα Ονώριο Β' τον Ιανουάριο του 1129. Μετά την Α' Σταυροφορία ξεκίνησε ένας βίαιος αγώνας για τον έλεγχο των Αγίων Τόπων που κράτησε σχεδόν 200 χρόνια. Η σύγκρουση αυτή έληξε το 1291 μετά την πτώση του τελευταίου της Άκρας που ήταν το τελευταίο προπύργιο των Σταυροφόρων στην Μέση Ανατολή.
Η Δεύτερη Σταυροφορία (1147 - 1149)
Έχοντας επιτύχει το στόχο τους σε ένα απροσδόκητα σύντομο χρονικό διάστημα, πολλοί από τους Σταυροφόρους αναχώρησαν για την πατρίδα τους. Θέλοντας όμως να επιτηρούν τις κατακτημένες περιοχές κάποιοι εγκαταστάθηκαν σε τέσσερις μεγάλους δυτικούς οικισμούς ή κράτη των Σταυροφόρων όπως η Αντιόχεια, η Ιερουσαλήμ, η Έδεσσα και η Τρίπολη. Τα κράτη φρουρούνταν από τεράστια κάστρα και έτσι κατάφεραν να κρατήσουν το πάνω χέρι μέχρι το 1130, όταν οι Μουσουλμανικές δυνάμεις άρχισαν να κερδίζουν έδαφος στον δικό τους ιερό πόλεμο κατά των Χριστιανών, τους οποίους ονόμαζαν «Φράγκους». Τα νέα για την κατάληψη της Έδεσσας κονητοποίησαν την Ευρώπη και σύντομα οι Χριστιανικές αρχές στη Δύση πήραν την απόφαση για μια δεύτερη Σταυροφορία.
Η Β' Σταυροφορία πραγματοποιήθηκε λόγω της Έδεσσας από τους Άραβες. Ο πάπας Ευγένιος Γ' παρακίνησε το Γερμανό Αυτοκράτορα Κονράδο Γ' και το βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο Ζ' να υπερασπιστούν το σταυρό. Οι δύο μονάρχες δέχτηκαν την πρόσκληση το 1147 και οδήγησαν μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις στην Ανατολή, αλλά η εκστρατεία τους απέτυχε. Επικεφαλής ήταν ο βασιλιάς Λουδοβίκος Ζ' της Γαλλίας και ο βασιλιάς Κονράδος Γ' της Γερμανίας. Η δεύτερη Σταυροφορία ξεκίνησε το 1147. Τον Οκτώβριο εκείνου του έτους οι Τούρκοι συνθλίβονται από τις δυνάμεις του βασιλιά Κονράδου στο Δορύλαιο, μέρος όπου είχε σημειωθεί μια μεγάλη νίκη κατά την πρώτη Σταυροφορία.
Έπειτα οι δυο επικεφαλής μάζεψαν τα στρατεύματα τους στην Ιερουσαλήμ και αποφάσισαν να επιτεθούν σε ένα συριακό προπύργιο της Δαμασκού με στρατό 50.000 Σταυροφόρων. Προηγουμένως, ο θετικά διακείμενος προς τους «Φράγκους» ηγεμόνας της Δαμασκού, αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια του Νουρ Αλ Ντίν διαδόχου του Ζενγκί στη Μοσούλη. Οι ενωμένες Μουσουλμανικές δυνάμεις χάρισαν μια συντριπτική ήττα κατά των Σταυροφόρων και έτσι η Δαμασκός προστέθηκε στην αυτοκρατορία του Αλ Ντίν κλείνοντας με αυτό τον τρόπο τη δεύτερη Σταυροφορία.
Συγχρόνως με την Β' Σταυροφορία, Σάξονες και Δανοί πολεμούσαν κατά των Πολάβων Σλάβων στην Βενδική Σταυροφορία ή Α' Βόρεια Σταυροφορία. Οι Βένδες νίκησαν αρχικά τους Δανούς και οι Σάξονες αλλά το 1162 οι Βένδες νικήθηκαν οριστικά στην μάχη του Ντέμιν.
Η Τρίτη Σταυροφορία (1189 - 1192)
Η Γ' Σταυροφορία πραγματοποιήθηκε επειδή ο σουλτάνος της Αιγύπτου Σαλαντίν κυρίευσε την Ιερουσαλήμ. Οι μονάρχες τριών χωρών της Ευρώπης, ο Αυτοκράτορας της Γερμανίας Φρειδερίκος Α', ο βασιλιάς της Γαλλίας Φίλιππος Αύγουστος και ο βασιλιάς της Αγγλίας Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, αποφάσισαν να οδηγήσουν τους στρατούς τους αυτοπροσώπως κατά των απίστων (1189). Η εκστρατεία του Φρειδερίκου απέτυχε, γιατί αυτός, έπεσε από το άλογό του στον ποταμό Κύδνο και πνίγηκε, ενώ ο στρατός του καταστράφηκε από λοιμό. Αλλά οι βασιλείς της Γαλλίας και της Αγγλίας πέτυχαν να νικήσουν τον Σαλαδίνο σε δύο μάχες και μάλιστα ο Ριχάρδος θέλησε να προχωρήσει στην Ιερουσαλήμ.
Μετά από πολλές προσπάθειες των Σταυροφόρων της Ιερουσαλήμ για να καταλάβουν την Αίγυπτο οι δυνάμεις του Νουρ Αλ Ντίν με επικεφαλής τον στρατηγό Σιρκούχ και τον ανιψιό του, Σαλαντίν, κατέλαβαν το Κάιρο το 1169 και ανάγκασαν τον στρατό των Σταυροφόρων να εγκαταλείψει. Μετά τον θάνατο του στρατηγού Σιρκούχ, ο ανιψιός του, Σαλαντίν, ξεκίνησε μια κατακτητική εκστρατεία που επιταχύνθηκε μετά το θάνατο του Νουρ Αλ Ντίν το 1174. Το 1187, ο Σαλαντίν ξεκίνησε μια μεγάλη εκστρατεία κατά του Βασιλείου των Σταυροφόρων της Ιερουσαλήμ. Τα στρατεύματά του κατέστρεψαν σχεδόν το Χριστιανικό στρατό στη μάχη του Χατίν, λαμβάνοντας την πόλη μαζί με ένα μεγάλο μέρος της επικράτειας.
Η οργή μέσα από αυτές τις ήττες ενέπνευσαν την τρίτη Σταυροφορία. Είχε επικεφαλής τον Φρειδερίκο Μπαρμπαρόσα, ο οποίος πνίγηκε στην Ανατολία πριν το στράτευμά του φτάσει στη Συρία, τον βασιλιά Φίλιππο Β' της Γαλλίας και τον βασιλιά Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο. Τον Σεπτέμβριο 1191, οι δυνάμεις του Ριχάρδου νίκησαν τα στρατεύματα του Σαλαντίν στη μάχη της Αρσούφ, όπου ήταν η μόνη αληθινή μάχη της Τρίτης Σταυροφορίας. Από την ανακατάληψη της πόλης Γιάφα, ο Ριχάρδος απεκατέστησε τον Χριστιανικό έλεγχο της περιοχής και πλησίασε την Ιερουσαλήμ, αν και αρνήθηκε να πολιορκήσει την πόλη.
Τον Σεπτέμβριο 1192, ο Ριχάρδος και ο Σαλαντίν υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης που απεκατέστησε το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ, χωρίς όμως την πόλη της Ιερουσαλήμ. Ο Αυτοκράτορας Ερρίκος ΣΤ' άρχισε τις προετοιμασίες για μια Γερμανική Σταυροφορία το 1195. Η υγεία του δεν του επέτρεψε να ηγηθεί των δυνάμεων προσωπικά, έτσι η ηγεσία ανατέθηκε στον Κόνραντ του Βίτελσμπαχ, Αρχιεπίσκοπο του Μάιντς. Οι δυνάμεις αποβιβάσθηκαν στην Ακρα το Σεπτέμβριο του 1197 και κατέλαβαν τις πόλεις Σιδώνα και Βηρυτό. Αμέσως μετά ο Ερρίκος πέθανε και οι περισσότεροι σταυροφόροι επέστρεψαν στη Γερμανία. το 1198.
Η Τέταρτη Σταυροφορία (1198 - 1229)
Σε απάντηση οι Σταυροφόροι επιτέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη κλείνοντας την τέταρτη Σταυροφορία με την κατάκτηση και τη λεηλασία της Βυζαντινής πρωτεύουσας. Ήταν μια μαύρη σελίδα της ιστορίας και ένα καθοριστικό χτύπημα που αποδυνάμωσε την πόλη - σύμβολο. Το υπόλοιπο του 13ου αιώνα κύλισε με Σταυροφορίες που δεν είχαν σαν σκοπό την ανατροπή των μουσουλμανικών δυνάμεων από τους Άγιους Τόπους. Η Δ' Σταυροφορία πραγματοποιήθηκε και οργανώθηκε από τον Πάπα Ινοκέντιο Γ' και το δόγη της Ενετικής Δημοκρατίας Ερρίκο Δάνδολο, οι οποίοι έτρεφαν ιμπεριαλιστικές βλέψεις κατά του Βυζαντίου.
Στρατιωτικοί αρχηγοί ορίστηκαν ο Ιταλός ευγενής Βονιφάτιος ο Μομφερατικός και ο κόμης της Φλάνδρας Βαλδουίνος. Αρχικός σκοπός ήταν η Αίγυπτος, αλλά όταν στον Δάνδολο παρουσιάστηκε ο Αλέξιος, γιος του εκθρονισμένου Ισαάκιου Άγγελου, ο οποίος και ζήτησε τη βοήθειά του προκειμένου να μπορέσει να διεκδικήσει το θρόνο του Βυζαντίου, τότε η Σταυροφορία αυτή άλλαξε τροπή. Συμφώνησαν λοιπόν η Σταυροφορία να κατευθυνθεί πρώτα στην Κωνσταντινούπολη, για την αποκατάσταση του Αλέξιου και του πατέρα του, και έπειτα προς τον τελικό της σκοπό. Το 1203 οι Σταυροφόροι εμφανίστηκαν μπροστά στην Κωνσταντινούπολη και επιτέθηκαν εναντίον της από ξηρά και θάλασσα.
Ο Αυτοκράτορας Αλέξιος Γ' εγκατέλειψε την πόλη και οι Σταυροφόροι κυρίευσαν τη βασιλεύουσα και αποκατέστησαν στο θρόνο τον Ισαάκιο Β΄ και το γιο του Αλέξιο Δ', ως συμβασιλιά. Οι νέοι Αυτοκράτορες δεν μπόρεσαν να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους, να υποτάξουν δηλ. την Ορθόδοξη εκκλησία στον Πάπα και να ικανοποιήσουν την απληστία των Ενετών, οι αρπαγές και οι λεηλασίες των οποίων έστρεψαν την οργή του λαού εναντίον των ανάξιων Αυτοκρατόρων του. Ο Αλέξιος Δ' στραγγαλίστηκε και ο Ισαάκιος πέθανε από τον τρόμο του. Τους διαδέχτηκε ο συγγενής τους Αλέξιος Ε' ο Μούρτζουφλος (1204). Αλλά και αυτός αναγκάστηκε να δραπετεύσει, όταν οι Ενετοί επιτέθηκαν και έγιναν κύριοι της επαναστατημένης πόλης.
Ανακηρύχτηκε τότε Αυτοκράτορας ο Θεόδωρος Λάσκαρης. Καμιά βελτίωση της κατάστασης όμως δεν ήταν πια δυνατή και γι` αυτό η αριστοκρατία με τον κλήρο κατέφυγε στη Νίκαια, όπου μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα του κράτους. Οι νικητές κατέστρεψαν και λεηλάτησαν την Κωνσταντινούπολη και ο Ελληνισμός δέχτηκε σκληρό χτύπημα χάνοντας από τις σφαγές στην Πόλη μισό εκατομμύριο ανθρώπους και ακόμα περισσότερους στην διάρκεια της βάρβαρης και ανηλεούς Λατινικής κατοχής. Μετά από όλα αυτά τα γεγονότα και την αποδυνάμωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ο Πάπας εκβίαζε την ένωση των Εκκλησιών για την παροχή βοήθειας από την Δύση, και αν αυτή γινόταν με την βία από τις ηγεσίες και δεν γινόταν αποδεκτή από τον λαό καλούσε σε συνεχείς Σταυροφορίες κατά του Βυζαντίου.
Όπως αυτές του Καρόλου του Ανδεγαυού, που στο τέλος απέτυχαν, και έδινε παράλληλα και ψεύτικες υποσχέσεις, όπως το 1453 ξέροντας ότι κανένας δεν μπορούσε να στείλει από την Ευρώπη βοήθεια στο Βυζάντιο (Αγγλία - Γαλλία λόγω 100τους πολέμου, Γερμανία λόγω εμφυλίου, Ισπανία - Πορτογαλία λόγω συγκρούσεων με τους Άραβες στην Ιβηρική και Βενετία και Γένοβα λόγω φόβου αλλά και συμφερόντων με τους Οθωμανούς), προκειμένου να υποτάξει τους Ορθοδόξους στην εξουσία του, ενώ μετά την πτώση της Πόλης στους Τούρκους τους έστελνε και συγχαρητήρια μηνύματα με επιστολές, λέγοντας πως η πτώση της Πόλης σε αυτούς ήταν «Θεία Δίκη» για τους Βυζαντινούς γιατί αυτοί ήταν αιρετικοί και δεν αποδεχόταν την απόλυτη και «αλάθητη» εξουσία του Πάπα.
Οι Υπόλοιπες Σταυροφορίες
Ακολούθησαν άλλες 4 Σταυροφορίες στην Μέση Ανατολή και πολλές ακόμα ανεπίσημες χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα. Ανάμεσα σ` αυτές δεν υπολογίζεται η "Σταυροφορία των παίδων" που έγινε το 1212, κατά την οποία 50.000 παιδιά, συγκεντρωμένα από τους ιερείς, ανίκανα να υποφέρουν τους κινδύνους και τις δυσκολίες μιας τόσο μεγάλης επιχείρησης, βρήκαν θλιβερό τέλος. Η Σταυροφορία των Αλβιγηνών (1208 - 1229), έγινε με σκοπό να ξεριζωθούν οι αιρετικοί «Καθαροί» ή Αλβιγηνοί που αποτελούσαν μια Χριστιανική αίρεση της Γαλλίας. Ήταν ένας αγώνας δεκαετιών, που είχε να κάνει τόσο με την επιθυμία της βόρειας Γαλλίας να επεκτείνει τον έλεγχό της προς τα νότια, όσο και με την καταπολέμηση της αίρεσης. Τελικά, οι Καθαροί κηρύχθηκαν παράνομοι και η ανεξαρτησία της νότιας Γαλλίας εξαλείφθηκε.
Στη συνέχεια η Βαλτική Σταυροφορία (1211 - 1225) έγινε προκειμένου να υποταχθούν οι ειδωλολάτρες στην Τρανσυλβανία. Η πέμπτη Σταυροφορία που έγινε πριν από το θάνατο του Πάπα Ιννοκέντιου Γ' το 1216, οι Σταυροφόροι επιτέθηκαν στην Αίγυπτο από ξηρά και θάλασσα αλλά τελικά υποτάχθηκαν στους Μουσουλμάνους υπερασπιστές με επικεφαλής τον ανιψιό του Σαλαντίν, Αλ Μαλίκ αλ-Καμίλ, στο 1221. Το 1229 στη μάχη που έμεινε γνωστή ως έκτη Σταυροφορία ο Αυτοκράτορας Φρειδερίκος Β' πέτυχε την ειρηνική μεταβίβαση της Ιερουσαλήμ στους Σταυροφόρους μέσω διαπραγματεύσεων με τον Αλ-Καμίλ. Η συνθήκη ειρήνης έληξε μια δεκαετία αργότερα και οι Μουσουλμάνοι ανέκτησε ξανά τον έλεγχο της Ιερουσαλήμ.
Η Ε' Σταυροφορία πραγματοποιήθηκε το 1215 από τον βασιλιά της Ιερουσαλήμ Ιωάννη Βρυέννιος και τον βασιλιάς της Ουγγαρίας Ανδρέας Β' και είχε μικρές επιτυχίες αρχικά στην Αίγυπτο, αλλά η εκστρατεία κατά του Καΐρου κατέληξε σε καταστροφή και αποχώρηση του Σταυροφορικού σώματος το 1221. Η ΣΤ' Σταυροφορία πραγματοποιήθηκε το 1228 από τον Αυτοκράτορα της Γερμανίας Φρειδερίκος Β', ο οποίος εκστράτευσε στην Παλαιστίνη και κυρίευσε μετά από συνθήκη με τον σουλτάνο της Αιγύπτου Μελίκ-Ελ-Καμέλ την Ιερουσαλήμ, αλλά και όλες τις άλλες πόλεις τις οποίες είχαν χάσει οι Χριστιανοί, αλλά αμέσως μετά την αναχώρησή του, οι Άραβες τις ανέκτησαν όλες τις πόλεις αυτές.
Συνέχεια αυτής της Σταυροφορίας ήταν η προσπάθεια του Βασιλιά Θεοβάλδου Α' της Ναβάρρας το 1239 και 1240, που είχε αρχικά κηρυχτεί το 1234 από τον Πάπα Γρηγόριο Θ', για να οργανωθεί τελικά τον Ιούλιο του 1239, στο τέλος μιας ανακωχής. Έφτασαν στην Άκρα το Σεπτέμβριο του 1239 και, παρά μία ήττα το Νοέμβριο, ο Θεοβάλδος συνήψε μια συνθήκη με τους Μουσουλμάνους, που επέστρεφε εδάφη στα σταυροφορικά κράτη, αλλά προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια μεταξύ των σταυροφόρων. Η Ζ' Σταυροφορία πραγματοποιήθηκε το 1245. Αρχηγός της ήταν ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος Θ', που εκστράτευσε εναντίον της Αιγύπτου.
Οι σταυροφόροι κατέλαβαν τη Δαμιέτη το 1249, αλλά ο Λουδοβίκος θ' αιχμαλωτίστηκε στην Μασούρα και ελευθερώθηκε το 1251 και παρέμεινε στην Παλαιστίνη μέχρι το 1254. Έτσι και αυτή η Σταυροφορία απέτυχε. Τέλος η Η' Σταυροφορία στην Μέση Ανατολή πραγματοποιήθηκε το 1270 με αρχηγό και πάλι τον βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκο Θ' με σκοπό την κατάληψη της Τύνιδας. Όμως το 1270 πέθανε κατά τη διάρκεια της πολιορκίας αυτής της πόλης και ο στρατός του επέστρεψε στη Γαλλία. Εκτός από τις παραπάνω Σταυροφορίες πραγματοποιήθηκαν και Σταυροφορίες και στην Ιβηρική Χερσόνησο, με σκοπό την ανακατάληψη της από τους Μουσουλμάνους.
Οι Πάπες κήρυξαν Ιβηρικές σταυροφορίες τα έτη 1147, 1193, 1197, 1210, 1212, 1221 και 1229. Από το 1212 ως το 1265 τα Χριστιανικά βασίλεια της Ιβηρικής απώθησαν την Μουσουλμανική κυριαρχία στο νότιο άκρο της Ιβηρικής Χερσονήσου, περιορίζοντάς τη στο μικρό Εμιράτο της Γρανάδα, έως το 1492 οπότε αυτό και αυτή καταλήφθηκε. Επίσης στην Ιβηρική εκδηλώθηκε και η Σταυροφορία της Αραγωνίας. Η Σταυροφορία αυτή Σικελία μετά τους Σικελικούς Εσπερινούς και οι Πάπες υποστήριζαν τον Κάρολο τον Ανδεγαυό. Ο Πάπας Βονιφάτιος Η' κήρυξε μια σταυροφορία κατά του Φρειδερίκου Γ' της Σικελίας, νεότερου αδελφού του Πέτρου το 1298, αλλά χωρίς να καταφέρει να αποτρέψει τη στέψη και αναγνώριση του Φρειδερίκου ως Βασιλιά της Σικελίας.
Επίσης υπήρξαν και οι βόρειες Σταυροφορίες. Οι Λιβονιανοί κατακτήθηκαν και προσηλυτίσθηκαν μεταξύ 1202 και 1209 μετά από την Σταυροφορία που κήρυξε ο Ο Πάπας Κελεστίνος Γ'. Ο Πάπας Ονώριος Γ' κήρυξε μια σταυροφορία κατά των Πρώσων το 1217. Το 1249 οι Τεύτονες ιππότες είχαν ολοκληρώσει την κατάκτηση των Πρώσων, τους οποίους κυβερνούσαν ως φέουδο του Γερμανού Αυτοκράτορα. Οι Ιππότες τότε προχώρησαν στην κατάκτηση και τον προσηλυτισμό των ειδωλολατρών Λιθουανών, διαδικασία που διήρκεσε μέχρι τη δεκαετία του 1380.
Το Τευτονικό Τάγμα προσπάθησε αλλά απέτυχε να καταλάβει την Ορθόδοξη Ρωσία (ιδιαίτερα τα Πριγκιπάτα του Πσκόφ και τη Δημοκρατία του Νόβγκοροντ), επιχείρηση που επικυρώθηκε από τον Πάπα Γρηγόριο Θ', ως τμήμα των Βόρειων Σταυροφοριών. Το 1240 ο στρατός του Νόβγκοροντ νίκησε τους Σουηδούς στη Μάχη του Νέβα και το 1242 τους Λιβονιανούς ιππότες στη Μάχη των Πάγων. Στα νεότερα χρόνια πραγματοποιήθηκαν διάφορες σταυροφορίες το 14ο και 15ο αιώνα για να εμποδίσουν την επέκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αρχίζοντας το 1296 με το Σιγισμούνδο του Λουξεμβούργου, βασιλιά της Ουγγαρίας αλλά οι τους σταυροφόροι ηττήθηκαν στην μάχη της Νικόπολης το 1396.
Η Χουσιτική Σταυροφορία, γνωστή και ως "Πόλεμοι των Χουσιτών", η "Βοημικοί Πόλεμοι", περιελάμβαναν τις στρατιωτικές ενέργειες κατά των οπαδών του Γιαν Χους στη Βοημία την περίοδο από το 1420 μέχρι το 1431. Την περίοδο αυτή κηρύχθηκαν σταυροφορίες πέντε φορές - 1420, 1421, 1422, 1427 και 1431. Το τελικό αποτέλεσμα των εκστρατειών αυτών ήταν να αναγκάσει τις δυνάμεις των Χουσιτών, που διαφωνούσαν σε πολλά δογματικά θέματα, να ενωθούν για να εκδιώξουν τους εισβολείς. Οι πόλεμοι έληξαν το 1436 με την επικύρωση από την Εκκλησία των Συμφωνιών του Ιγκλάου (σημερινή Γιχλάβα της Τσεχίας).
Τον Απρίλιο του 1487 ο Πάπας Ινοκέντιος Η' κήρυξε μια σταυροφορία κατά των Βαλδένσιων αιρετικών της Σαβοίας, του Πεδεμοντίου και της Ντοφινέ, στη νότια Γαλλία και τη βόρεια Ιταλία. Οι μόνες ενέργειες που πράγματι έγιναν ήταν κατά των αιρετικών στη Ντοφινέ, με ελάχιστο αποτέλεσμα. Ο βασιλιάς Πολωνίας και Ουγγαρίας Βλάντισλαβ Βαρνέντσικ εισέβαλε στα εδάφη που είχαν πρόσφατα καταλάβει οι Οθωμανοί και έφτασε στο Βελιγράδι τον Ιανουάριο του 1444. Οι διαπραγματεύσεις για ανακωχή οδήγησαν τελικά σε μια συμφωνία που αποκηρύχθηκε από το Σουλτάνο Μουράτ Β', μέρες μόνο μετά την επικύρωσή της.
Περαιτέρω προσπάθειες των σταυροφόρων τερματίστηκαν με τη Μάχη της Βάρνας, στις 10 Νοεμβρίου 1444, που ήταν μια αποφασιστική νίκη των Οθωμανών, κάνοντας τους σταυροφόρους να αποχωρήσουν. Η αποχώρηση αυτή οδήγησε στην άλωση της Κωνσταντινούπολης, καθώς αυτή ήταν η τελευταία Δυτική προσπάθεια βοήθειας προς τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Το 1456 ο Ιωάννης Ουνιάδης και ο Τζιοβάνι ντα Καπιστράνο οργάνωσαν μια σταυροφορία για να άρουν την Οθωμανική πολιορκία του Βελιγραδίου.
Ακόμα και η αποτυχημένη ναυτική εισβολή της «Αήττητης Αρμάδας» του Καθολικού βασιλιά Φιλίππου Β' της Ισπανίας στο βασίλειο της Ελισάβετ Α' της Αγγλίας, χαρακτηρίστηκε ως Σταυροφορία από τον Πάπα. Το ίδιο έγινε και με την ναυμαχία της Ναυπάκτου, τους θρησκευτικούς πολέμους της Γαλλίας (νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου), τον Τριακονταετή πόλεμο και τον καιρό της αντιμεταρρύθμισης με τους θρησκευτικούς πολέμους του Κάρολου του Ε' του Κουίντου της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και με την Ιερά εξέταση.
Το Τέλος των Σταυροφοριών
Μετά το τέλος του 130ου αιώνα, οι ομάδες των Σταυροφόρων προσπάθησαν να κερδίσουν έδαφος στους Αγίους Τόπους μέσω βραχύβιων επιδρομών που αποδείχθηκαν κάτι περισσότερο από μια απλή ενόχληση στους Μουσουλμάνους ηγεμόνες της περιοχής. Η έβδομη Σταυροφορία (1239 - 1241), με επικεφαλής τον Θεοβάλδο Δ' της Καμπανίας, είχε ως αποτέλεσμα την ανακατάληψη της Ιερουσαλήμ αν και το 1244 την έχασε ξανά. Το 1249, ο βασιλιάς Λουδοβίκος Θ' της Γαλλίας οδήγησε την έβδομη Σταυροφορία εναντίον της Αιγύπτου, η οποία έληξε με την ήττα στο Μανσούρα το επόμενο έτος. Καθώς οι Σταυροφόροι αγωνιζόντουσαν ακόμα ενεργά , μια νέα δυναστεία γνωστή ως «Δυναστεία των Μαμελούκων», που καταγόταν από πρώην δούλους του σουλτάνου, ανέλαβε την εξουσία στην Αίγυπτο.
Το 1260 οι Μαμελούκοι κατάφεραν να σταματήσουν την επέλαση των Μογγόλων από την Παλαιστίνη και τις εισβολές ξένων δυνάμεων με αρχηγό τον θρυλικό Τζένγκις Χαν και τους απογόνους του που είχαν προκύψει ως πιθανοί σύμμαχοi για τους χριστιανούς της περιοχής. Κάτω από τον ανελέητο ζυγό του σουλτάνου Μπαϊμπάρ, οι Μαμελούκοι κατέλαβαν την Αντιόχεια το 1268 προτρέποντας τον Λουδοβίκο Θ' για μια ακόμα Σταυροφορία η οποία έληξε με τον θάνατο του στην Αφρική. Ένας νέος σουλτάνος των Μαμελούκων, ο Καλαούμ, κατάφερε να νικήσει τους Μογγόλους μέχρι το τέλος του 1281 και έστρεψε άμεσα την προσοχή του στους Σταυροφόρους, καταλαμβάνοντας την Τρίπολη το 1289.
Αυτή που θεωρείται ως τελευταία Σταυροφορία ήταν ουσιαστικά ένας στόλος από τη Βενετία και την Αραγονία όπου κατέφτασε για να υπερασπιστεί ότι κομμάτι γης είχε απομείνει από τις Σταυροφορίες το 1290. Το επόμενο έτος ο διάδοχος του Καλαούμ, βάδισε με ένα τεράστιο στρατό ενάντια στο παράκτιο λιμάνι της Άκρας,που ήταν πρωτεύουσα των Σταυροφόρων από τα τέλη της τρίτης Σταυροφορίας. Αν και η Εκκλησία οργάνωσε μικρότερες Σταυροφορίες με περιορισμένους στόχους το 1291 -κυρίως στρατιωτικές εκστρατείες με στόχο την απομάκρυνση των Μουσουλμάνων από την κατακτημένη περιοχή, οι προσπάθειες εγκαταλείφθηκαν οριστικά μετά τον 16ο αιώνα με την άνοδο της Μεταρρύθμισης.
ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΛΠΙΖΙΕΝ
ΓΕΝΙΚΑ
Η νότια Γαλλία των αρχών του 13ου αιώνα αποτελείτο από ένα σύνολο τοπικών φεουδαρχικών κτήσεων, σχεδόν ανεξάρτητων από το Γαλλικό στέμμα. Ακόμη και η διαδεδομένη τοπική διάλεκτος διέφερε από τη διάλεκτο langue d’oc που μιλούσε το τμήμα της Γαλλικής επικράτειας βορείως του ποταμού Λίγηρα. Ονομαζόταν langue d’ oc (γλώσσα του oκ) και από αυτή τη διάλεκτο έχει λάβει την ονομασία της η ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Γαλλίας (Languedoc). Εξυπακούεται ότι από τους κατοίκους της περιοχής αυτής απουσίαζε η συνείδηση εθνικής ενότητας. Άλλωστε το να μιλούμε για ενιαία Γαλλία, αναφερόμενοι σε εκείνη την περίοδο, θα ήταν υπερβολή.
Οι φεουδάρχες της περιοχής είχαν αρκετή ανεξαρτησία και το εμπόριο ανθούσε σε πόλεις όπως το Φουά ή η Τουλούζη, αν και το Λανγκεντόκ περιβαλλόταν από φιλόδοξους άνδρες όπως ο δούκας της Ακουιτανίας ή οι ηγεμόνες της Καταλανίας. H οικονομική άνθηση οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό και στην παρουσία Εβραίων, καθώς στο Λανγκεντόκ η επιρροή της Καθολικής Εκκλησίας ήταν μειωμένη και η θρησκευτική ανοχή μεγαλύτερη. Η κατάσταση αυτή είχε ως αποτέλεσμα και την ανάπτυξη της αίρεσης των Αλβιγηνών ή «Καθαρών». Η Σταυροφορία των Αλβιγηνών (1208 - 1229) (ή Σταυροφορία ενάντια στους Αλβιγηνούς) ήταν μια Σταυροφορία που κηρύχτηκε από την Καθολική Εκκλησία ενάντια στις αιρέσεις, κυρίως αυτή των Καθαρών και σε μικρότερη κλίμακα τον Βαλδεϊσμό.
Από τον 12ο αιώνα, κείμενα της εποχής έκαναν λόγο για την αίρεση του Αλμπί (από το οποίο και το όνομα των αιρετικών), χωρίς, ωστόσο, οι γειτονικές του περιοχές να υπολείπονται σε πιστούς της αίρεσης. Η Αίρεση των Καθαρών είχε κυρίως εγκατασταθεί στην περιοχή του Λανγκντόκ, στο οποίο κυριαρχούσαν δύο οικογένειες, ο Οίκος της Τουλούζης και ο Οίκος των Τρενκαβέλ. Καθώς δεν επήλθε μεταξύ τους συμφωνία για την αντιμετώπιση της κατάστασης, ο κόμης Ραϊμόνδος ΣΤ' της Τουλούζης θα συμμετάσχει στο πλευρό των Σταυροφόρων, ενώ ο Ραϊμόν-Ροζέ Τρενκαβέλ, υποκόμης του Αλμπί, προετοίμαζε την άμυνα των εδαφών του απέναντί τους.
Μετά την κατάληψη του Μπεζιέ και της Καρκασσόν και την αιχμαλωσία του Ραϊμόν-Ροζέ, οι Σταυροφόροι επέλεξαν ένα εξ αυτών, τον Σιμόν ντε Μονφόρ, για να συνεχίσει τον αγώνα το (1209). Αυτή η Σταυροφορία εξελίχτηκε σύντομα σε επεκτατικό πόλεμο, καταρχήν για λογαριασμό του Σιμόν ντε Μονφόρ, και μετά τον θάνατο του τελευταίου (1218) και την αποτυχία του γιου του Αμωρί, για λογαριασμό του Στέμματος της Γαλλίας. Εκ παραλλήλου διεξήγετο κατά των Καθαρών και ο αγώνας της Εκκλησία υπό την καθοδήγηση της Ιεράς Εξέτασης (από το 1233).
Τελικώς, οι υποκομητείες της Καρκασσόν, του Αλμπίκαι του Μπεζιέ προσαρτήθηκαν στις βασιλικές κτήσεις το 1226. Η Κομητεία της Τουλούζης πέρασε στην κατοχή του Αλφόνσου του Πουατιέ, ενός αδερφού του Αγίου Λουδοβίκου το 1249 και προσαρτήθηκε το 1271. Το Λανγκοντόκ, το οποίο βρισκόταν στις αρχές του 13ου αιώνα στη σφαίρα επιρροής του Βασιλείου της Αραγωνίας πέρασε ολοκληρωτικά, στα τέλη του συγκεκριμένου αιώνα, σε αυτή του βασιλιά της Γαλλίας. Εκείνη την εποχή, ο Καθαρισμός αφανίστηκε από το Λανγκντόκ, και μονάχα ορισμένοι Καθαροί κατάφεραν να βρουν καταφύγιο στην Λομβαρδία.
ΕΝΔΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ
Αποτελεί σύνηθες λάθος η αντίληψη ότι οι σταυροφορίες αποτέλεσαν, αποκλειστικά και μόνο, εκστρατείες των πιστών (Χριστιανών) κατά των απίστων (Μουσουλμάνων) με στόχο την ανάκτηση της κυριαρχίας των Αγίων Τόπων και, ιδιαίτερα, της Ιερουσαλήμ. Σταυροφορίες υπήρξαν και μέσα σε ενδοχριστιανικά πλαίσια και μάλιστα, μία από αυτές έμεινε στην Ιστορία σαν πρότυπο αγριότητας, υπενθυμίζοντας δια μέσου των αιώνων την αλήθεια της ρήσης ότι «οι αιματηρότεροι πόλεμοι ήσαν, πάντα, οι εμφύλιοι». Η σταυροφορία αυτή, που πραγματοποιήθηκε στις αρχές του 13ου αιώνα ήταν η Σταυροφορία κατά των Αλβιγήνων (Croisade des Albigeois).
Περί το 1150 διάφοροι ευγενείς που επέστρεψαν από τη δεύτερη σταυροφορία εισήγαγαν στην Ευρώπη την αίρεση των Καθαρών, η οποία βρήκε πολλούς υποστηρικτές στη νότια Γαλλία και, ιδιαίτερα, στο Λάνγκεντοκ (Languedoc) και την περιοχή του Αλμπί (Albi), από όπου πήρε και το όνομά της ένα παρακλάδι της αίρεσης αυτής, οι Αλβιγήνοι ή Αλβίγιοι ή Αλβιγαίοι (Albigeois). Οι Καθαροί δεν εδέχοντο τη Θεία φύση του Χριστού, απέρριπταν την ενσάρκωση και την ανάσταση και πρέσβευαν ότι οι δυνάμεις που εξουσίαζαν τον άνθρωπο ήταν το Καλό (πνεύμα) και το Κακό (σώμα και υλικά αγαθά).
Οι ιερείς των ονομάζοντο Τέλειοι (Parfaits), ζούσαν μοναχικό και ιδιαίτερα λιτό βίο και οι πιστοί της αίρεσης πίστευαν ότι, προς το τέλος της ζωής των, όφειλαν να ζητήσουν άφεση αμαρτιών, κάτι που πραγματοποιείτο με μία επίθεση των χειρών των ιερέων των επί αυτών, γνωστή ως Παρηγορία (Consolamentum). Στην ουσία, η αίρεση αυτή αποτελούσε μία παραλλαγή της Μανιχαιϊστικής αντίθεσης του καλού (φως) και του κακού (σκότος), των απόψεων των Χριστιανών Γνωστικών των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων και των ορφικών διδασκαλιών περί μετενσάρκωσης. Κάθε πιστός, μέσω της παρηγορίας, προσέγγιζε την τελειότητα την οποίαν, κάποτε, μπορούσε να κατακτήσει και να ενωθεί με τον Θεό, σταματώντας έτσι την περιπλάνησή του μέσω των μετενσαρκώσεων.
Ο ιδιαίτερα ασκητικός βίος και η αμεσότητα της επικοινωνίας των Καθαρών με τις λαϊκές μάζες, σε συνδυασμό με την εκτός ορίων διαφθορά του κλήρου της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, συνετέλεσαν στην ταχεία εξάπλωση της επιρροής των στη νότια Γαλλία, τη Φλάνδρα, την Καμπανία, την Αγγλία και την περιοχή του Ρήνου. Ιδιαίτερα στη νότια Γαλλία, όπου η αίρεση αυτή υποστηρίχθηκε ανοιχτά από τον Ραϋμόνδο ΣΤ', κόμη της Τουλούζης, και πολλές οικογένειες ευγενών, η ισχύς των Καθαρών πήρε τέτοιες διαστάσεις ώστε, τόσο τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία όσο και τους ηγέτες - φεουδάρχες του Βορρά ανησύχησαν ιδιαίτερα.
Έτσι το 1208, όταν οι φανατικοί Αλβιγήνοι δολοφόνησαν τον επίτροπο του Πάπα Ιννοκέντιου Γ' (Innocent III), Πέτρο του Καστελνό (Pierre de Castelnau), αυτός κήρυξε Σταυροφορία κατά της αίρεσης, εξομοιώνοντας αυτή με τις Σταυροφορίες κατά των απίστων και υποσχόμενος, αφενός ότι τα εδάφη των αιρετικών θα ανήκαν σε αυτούς οι οποίοι θα τα κατακτούσαν και αφετέρου, ότι με μια ετήσια θητεία των ιπποτών στη σταυροφορία, έπαιρναν εφ' όρου ζωής άφεση αμαρτιών και είχαν εξασφαλίσει μια θέση στον παράδεισο. Ο Σιμόν Δ', κόμης του Μονφόρ (Simon IV, Comte de Montfort), ο οποίος ανέλαβε την ηγεσία της Αλβιγιανής Σταυροφορίας, γεννήθηκε το 1165, ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας του Île de France και είχε πάρει μέρος στην Δ' Σταυροφορία.
Το 1209 συγκέντρωσε ο Σιμόν πολυπληθές στράτευμα και, διαμέσου της κοιλάδας του Ροδανού (Rhône), έβαλε στόχο όλα τα κέντρα των Καθαρών, οι οποίοι προτιμούσαν να κατασκευάζουν δυσπρόσητα φρούρια σε ορεινές τοποθεσίες. Τον Ιούλιο του 1209 κατέκτησε ο Μονφόρ την Μπεζιέ (Béziers) και τον Σεπτέμβριο την Καρκασόν (Carcassonne). Όμως, από όποια περιοχή περνούσαν οι Σταυροφόροι, κατέσφαζαν τους ντόπιους πληθυσμούς και κατέστρεφαν χωριά και πόλεις. Μόνο στην Μπεζιέ οι κατακρεουργηθέντες κάτοικοί της υπολογίζονται σε 7.000.
Όταν πριν από μια σφαγή «αιρετικών» που είχε διατάξει ο Μονφόρ σε βάρος του πληθυσμού κάποιας πόλης, ρωτήθηκε από τους επικεφαλής των στρατιωτικών μονάδων, πώς θα ξεχώριζαν οι στρατιώτες τους «αιρετικούς» από τους άλλους πολίτες, ο Μονφόρτ διέταξε: «Σφάξτε τους όλους, ο θεός θα ξεχωρίσει ποιοι είναι οι πιστοί του». Εκτιμώντας αυτή τη μεγαλειώδη συνεισφορά του Μονφόρ στον πόλεμο κατά των «αιρετικών» και υπέρ της αληθινής πίστης, ο Πάπας της Ρώμης απένειμε σ’ αυτόν τον τίτλο του Υποκόμη (Vicomte) της Μπεζιέ και της Καρκασόν. Οι φιλοδοξίες του Σιμόν ντε Μονφόρ ήσαν ευρύτερες και περιελάμβαναν και τις εκτάσεις του Κόμητα της Τουλούζης ο οποίος, εν τω μεταξύ, βρήκε σύμμαχο στο πρόσωπο του βασιλιά της Αραγωνίας Πέτρου Β' (Pierre II d’Aragon).
Ο ενωμένος όμως στρατός του Ραϋμόνδου ΣΤ' και του Πέτρου Β' υπέστη πανωλεθρία από τους σταυροφόρους του Σιμόν το 1213, στη μάχη του Μουρέ (Muret), όπου 20.000 στρατιώτες και ο βασιλιάς της Αραγωνίας βρήκαν φρικτό θάνατο. Αν και έγινε κύριος πλέον μιας τεράστιας σε έκταση περιοχής, ο Σιμόν ντε Μονφόρ δεν μπορούσε να καθυποτάξει τους κατοίκους της Τουλούζης, οι οποίοι συνεχώς εξεγείροντο. Το 1218, κατά τη διάρκεια μιας πολιορκίας της πόλης, ο ηγέτης της Αλβιγιανής Σταυροφορίας σκοτώθηκε από μια πέτρα εκτοξευμένη εναντίον του από έναν καταπέλτη που εχειρίζοντο γυναίκες. Ένας άκρως ταπεινωτικός θάνατος για τον σφαγέα.
Τον διαδέχθηκε στην ηγεσία του στρατεύματος ο γιος του Amauri ο οποίος όμως δεν διέθετε ούτε τις ικανότητες ούτε τον χαρακτήρα του πατέρα του. Λίγα χρόνια αργότερα, όταν ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος Η' ο Λέων (Louis le Lion, 1187 - 1226) εκστράτευσε, υπό την παρότρυνση του Πάπα Ονώριου Γ' κατά των Αλβιγήνων, ο Amauri παραχώρησε όλα τα δικαιώματά του επί της κομητείας της Τουλούζης και, γενικότερα, της περιοχής του Λάνγκεντοκ (Languedoc) στον βασιλέα της Γαλλίας. Τρία χρόνια αργότερα, το 1229, ο Λουδοβίκος Θ' της Γαλλίας υπέγραψε με το διάδοχο του θανόντος Ραϋμόνδου ΣΤ', τον κόμη Ραϋμόνδο Ζ' της Τουλούζης συμφωνία τερματισμού του πολέμου.
Η αίρεση των Καθαρών διατηρήθηκε μέχρι το 1244 οπότε και το τελευταίο οχυρό της, ο πύργος του Montsegur παραδόθηκε μετά μία σκληρή, δεκάμηνη πολιορκία. Έτσι έκλεισε ο κύκλος αυτής της αιματηρής ενδοχριστιανικής σταυροφορίας που, υπό το πρόσχημα της ορθότητας της Χριστιανικής πίστης, καταστρατηγήθηκαν όλα τα δόγματα που αναμασάνε οι παπάδες.
ΟΙ ΑΙΡΕΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΑ
Ελάχιστες είναι οι πληροφορίες για τις αντιπαραθέσεις μεταξύ της επίσημης Καθολικής Εκκλησίας και αίρεσης στις αρχές του Μεσαίωνα. Η μέχρι τότε Εκκλησία είχε επικεντρώσει τις δυνάμεις της σχεδόν αποκλειστικά στις ιεραποστολές, η δε εκκλησιαστική και κρατική εξουσία κατέφευγαν σε απαρχαιωμένα πρότυπα αντιμετώπισης των διαφόρων ανορθόδοξων τάσεων ανάμεσα στις τάξεις της χρησιμοποιώντας την πειθώ από τη μια και από την άλλη τον εξαναγκασμό. Το 1022 πραγματοποιήθηκε στην Ορλεάνη η πρώτη καύση αιρετικών επειδή αυτοί αρνούνταν την εκ Παρθένου γέννηση του Χριστού, τα μυστήρια της Θείας Ευχαριστίας και της Βάπτισης.
Η επίσημη θέση της Εκκλησίας έλεγε πως «οι αιρετικοί μοιάζουν με τα ζιζάνια που έστειλε ο εχθρός του καλού και που φύτρωσαν ανάμεσα στο σιτάρι». Η αύξηση του πληθυσμού, η δημιουργία πόλεων, η κινητικότητα του πληθυσμού κατά τις αρχές του 12ου αιώνα είχε σαν αποτέλεσμα να παρουσιαστεί το φαινόμενο των περιπλανώμενων κηρύκων που διακήρυσσαν την επαναφορά του τρόπου ζωής των πρώτων Χριστιανών καταφέρνοντας σταδιακά να αποκτήσουν ισχυρό λαϊκό έρισμα. Εν τούτοις δεν είχε ακόμα αναπτυχθεί εκ μέρους της Εκκλησίας μια τυποποιημένη μέθοδος καταπολέμησης των αιρετικών. Ο Θωμάς Ακινάτος (1224 - 1274), για παράδειγμα, τάχτηκε κατηγορηματικά υπέρ της άποψης όπως οι αμετανόητοι αιρετικοί παραπέμπονται στα τοπικά δικαστήρια για να τους επιβληθεί η ανάλογη ποινή.
«Τα δικαστήρια αυτά να επιβάλλουν αδιακρίτως την θανατική ποινή σε κακοποιούς και να έχουν το δικαίωμα να εκτελούν τους αιρετικούς ως επικίνδυνους εγκληματίες». Το 1143 από χρονογράφους της εποχής αναφέρεται το γεγονός πως μαινόμενο πλήθος άρπαξε μια ομάδα αμετανόητων αιρετικών στην περιοχή της Κολωνίας και τους έριξε στην πυρά. Πρόκειται για μια από τις πρώιμες περιπτώσεις μιας νέας ισχυρής αίρεσης γνωστής στην ιστορία σαν οπαδοί του Bohomil. Ο αυτοπροσδιορισμός τους ήσαν σαν οι πτωχοί του Χριστού (pauperes Christi) δηλ. βίος κατά το υπόδειγμα των Αποστόλων.
BOGOMILS ''ΟΙ ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ''
Τα Βαλκάνια στον 9ο αιώνα ήταν ο χώρος που παρουσιάστηκε και άνθισε η αίρεση των Bogomils. Από τις μέρες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας υπήρξαν οι πιο πλούσιες περιοχές της Ευρώπης και στρατιώτες από την περιοχή υπήρξαν επίλεκτα μέλη του Ρωμαϊκού στρατού. Η εισβολή των Σλαβικών φυλών στα Βαλκάνια ξεκίνησε από την Πολωνία περί το τέλος του 6ου αιώνα συγκεντρώνοντας τις δραστηριότητές τους στην γεωργία, ακολουθούμενοι από τους Βούλγαρους, μια Φιλλανδοουκρανική φυλή, που πέρασαν τον Δούναβη στο τέλος του 7ου αιώνα υποδουλώνοντας τους άλλους λαούς και εγκαθιδρύοντας δικό τους βασίλειο, που επεκτείνετο μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα.
Οι στρατοί του τρομερού Khan Krum έφτασαν και προ των πυλών της Κωνσταντινούπολης. Στο τέλος του 9ου αιώνα η κυριαρχία τους επεκτάθηκε μέχρι το Αιγαίο και την Κορινθία. Η γλώσσα που μιλούσαν ήταν κατανοητή από τους Σλάβους της Μακεδονίας, της Κροατίας μέχρι της Μοραβίας στο Βορρά. Τον 9ον αιώνα αυτοί ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό με ανάδοχο τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος εβάπτισε τον ίδιο τον Χάνο Βόρι. Ταυτόχρονα παρουσιάζεται διαμάχη μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης για την κηδεμονία της νεοσυσταθείσας Εκκλησίας της Βουλγαρίας.
Τελικά κέρδισε η Κωνσταντινούπολη, που τους παραχώρησε το προνόμιο να λειτουργούν στη δική τους γλώσσα με τα μεταφρασμένα Ευαγγέλια που είχαν μεταφράσει οι αδελφοί Κύριλλος και Μεθόδιος. Η πρώτη καθαρά αναφορά για την παρουσία της αίρεσης Bogomils φαίνεται σε ένα κήρυγμα του Κοσμά του Αιτωλού. Οι Bohomils, κατά τον Κοσμά, πίστευαν στην επαναφορά της αποστολικής απλότητας και ήσαν ενάντια στην εγκόσμια εξουσία, απέρριπταν όλες τις εκκλησιαστικές τελετουργίες, μεταξύ αυτών την βάπτιση των νηπίων, την εξομολόγηση προς ιερέα και απέρριπταν τα ιερά κειμήλια και τις εικόνες. Ο Κοσμάς επιρρίπτει την ευθύνη της άνθισης της αιρέσεως αυτής στη μοναστηριακή διαφθορά που επικρατούσε.
Η αίρεση αυτή είχε φθάσει μέχρι και την ίδια την Κωνσταντινούπολη του 11ου αιώνα. Ο Bernard της Clairvaux ένας ξακουστός Καθολικός ιεροκήρυκας, έγραφε το 1145 για τη μεγάλη δυσαρέσκεια που επικρατούσε ανάμεσα στις μάζες του λαού για τη συμπεριφορά του κλήρου, γεγονός που τους οδήγησε στην αίρεση των Bohomils, πολύ πριν από την επικράτηση της αίρεσης των Καθαρών στη Νότια Γαλλία. Μεταξύ άλλων γράφει αυτά τα χαρακτηριστικά για τη κατάσταση που επικρατούσε στους κόλπους της επίσημης Καθολικής Εκκλησίας. «Οι εκκλησίες είναι χωρίς πιστούς, οι εκκλησίες χωρίς παπάδες, παπάδες χωρίς σεβασμό και τελικά Χριστιανοί χωρίς τον Χριστό».
Η Βόρεια Ιταλία και ιδιαίτερα η Λομβαρδία αποτελούσε το καταφύγιο των αιρετικών και το συνδετικό κρίκο μεταξύ των Βαλκανίων και της περιοχής της Νότιας Γαλλίας. Ο Πάπας Ιννοκέντιος ΙΙΙ, μετά την άνοδο στον Παπικό θρόνο, επικεντρώθηκε στην εκστρατεία ενάντια των αιρετικών που βρίσκονταν δίπλα του. Τα επαιτητικά τάγματα των Φραγκισκανών και Δομινικανών βρήκαν μεγάλη απήχηση στην Βόρεια Ιταλία, ιδιαίτερα στις μεγάλες της πόλεις. Στις 21 του Ιούλη του 1233, 60 αιρετικοί Καθαροί κάηκαν, ανάμεσά τους και μέλη ευγενών οικογενειών. Το 1234 ο Παπικός απεσταλμένος Ρολάνδος της Κρεμόνας δέχτηκε ένοπλη επίθεση και ένα μέλος της συνοδείας τους πληγώθηκε θανάσιμα.
Προπύργιο των αιρετικών απεδείχθη η Φλωρεντία με βίαιες συγκρούσεις μεταξύ των δυνάμεων του Πάπα και των αιρετικών λαμβάνοντας τη μορφή εμφυλίου πολέμου. Τον Απρίλιο του 1252 ο ιεροεξεταστής Πέτρος της Βερόνας δολοφονήθηκε. Στο τέλος του χρόνου ο Πάπας ανακήρυξε το δολοφονηθέντα ιεροεξεταστή σε άγιο μάρτυρα. Η Ιταλία διαιρέθηκε σε οκτώ ιεροεξεταστικές περιφέρειες με σκοπό την πάταξη της αιρέσεως με κάθε μέσο. Ταυτόχρονα από την Βόρεια Ιταλία και τη Νότια Γαλλία παρουσιάζεται περί τα τέλη του 12ου αιώνα μια νέα ισχυρή αίρεση γνωστή στην ιστορία με το όνομα «Καθαροί».
Ο αυτοπροσδιορισμός τους σαν «πτωχών του Χριστού» (paupers Christi) δηλ. βίος κατά το υπόδειγμα των Αποστόλων, ακτημοσύνη, ολοκληρωτική αποχή από τη σεξουαλική επαφή, άρνηση της ορκωμοσίας, απαγόρευση διάπραξης φόνου. Η ιδεολογία των Καθαρών χώριζαν το αμόλυντο της ψυχής και του μιαρού εξωτερικού κόσμου, μεταξύ του αγαθού Θεού και του Σατανά. Η αίρεση αυτή επεκτάθηκε πολύ γρήγορα και ισχυροί πυρήνες εγκαθιδρύονται στη νοτιοδυτική Γαλλία, όπου αργότερα πήραν και το όνομα Αλβιγηνοί από την πόλη βάση τους Αλμπί.
Οι Καθαροί πίστευαν στην παρουσία όχι μόνο ενός Θεού αλλά δύο εξ ίσου ισχυρών, ένας καλός και ο άλλος κακός, πίστευαν πως όλα τα υλικά πράγματα ανήκαν στον κακό Θεό και συνεπώς έπρεπε να αποφεύγονται όπου ήταν δυνατό, όπως για παράδειγμα ο πλούτος, η σεξουαλική επαφή, αποχή από την κατανάλωση κρέατος και περιορισμός στην κατανάλωση τροφής. Πίστευαν πως η Ρωμαϊκή Εκκλησία ήταν δημιούργημα του Κακού Θεού, που απέβλεπε να εμποδίσει το έργο του Χριστού. Επίσης απέρριπταν πως ο Χριστός απέθανε στον Σταυρό και συνεπώς δεν είχε ανάγκη να αναστηθεί.
Το όνομα το έδωσαν οι ίδιοι στους εαυτούς τους «καθαροί» και απαιτούσαν αυτοί που ήσαν αγνοί καθαροί στην πράξη να διάγουν μια ζωή αφοσίωσης στην φτώχεια και αποχή από τις κοσμικές φιλοδοξίες, αποτελούντες έτσι παράδειγμα προς μίμηση και για τους άλλους. Οι οπαδοί των Καθαρών, ιδιαίτερα οι φτωχοί και αγράμματοι, αγκάλιασαν τη νέα θρησκεία με ενθουσιασμό και πολλοί ήσαν έτοιμοι να δεχτούν να οδηγηθούν στην πυρά με το χαμόγελο. Απέρριπταν ολόκληρο το μηχανισμό της επίσημης Ρωμαϊκής Εκκλησίας που γι’ αυτούς ήταν η «συναγωγή του Σατανά». Η σωτηρία μέσω των εικόνων των αγίων απορρίπτονταν.
Η τελετουργία της ευχαριστίας αντικαθίστατο με την ευλογία του ψωμιού που διεξήγετο καθημερινά στο τραπέζι και διανέμετο σε όλους τους παρευρισκόμενους. Οι σεξουαλικές σχέσεις υπήρξαν γι’ αυτούς ο απαγορευμένος καρπός του Αδάμ και της Εύας, μέσω του οποίου ο Σατανάς κυριαρχούσε πάνω στον άνθρωπο. Σε μια ομολογία ενώπιον της Ιεράς Εξετάσεως στην Toulouse αναφέρεται το παράδειγμα ενός αιρετικού καθαρού διδασκάλου, που επ’ ουδενί λόγω θα άγγιζε γυναίκα «έστω και αν του προσφερόταν ο κόσμος ολόκληρος». Σε άλλη περίπτωση μια γυναίκα από τις τάξεις των Καθαρών αναφέρει την περίπτωση του πατέρα της που μετά που ασπάστηκε την αίρεση της είπε πως δεν έπρεπε να τον αγγίσει κι αυτή ακολούθησε τις οδηγίες του μέχρι τον θάνατό του.
Η κατανάλωση κρέατος, αυγών, γάλακτος και κάθε τι που ήταν παράγωγό τους αποφεύγετο. Η καταδίκη του γάμου, αποφυγή κατανάλωσης κρέατος, και η αυ- στηρή απαγόρευση του ορκίζεσθαι ήσαν τα κύρια εξωτερικά χαρακτηριστικά των Καθαρών. Ζούσαν ασκητικά και ήσαν ενάντια στην συσσώρευση προσωπικής περιουσίας. Το Κίνημα φαίνεται να ξεκίνησε από την Ανατολή / Κωνσταντινούπολη και έφθασε στη Βόρεια Ιταλία τον 11ο αιώνα και απ’ εκεί στη Νότια Γαλλία. Ο 12ος αιώνας ήταν ο αιώνας που παρουσιάστηκαν πιο έντονα οι διάφορες αιρέσεις στην Ευρώπη.
Υπήρξε κατά την περίοδο αυτή μια αναπτυσσόμενη δυσαρέσκεια και αποστροφή για τη ζωή και τον πλούτο της επίσημης Εκκλησίας και ταυτόχρονα μια ισχυρή «επιδημία» επιστροφής στην πρώτη Εκκλησία του Χριστού και στους πρώτους Αποστόλους. Μέχρι το τέλος του 12ου αιώνα οι Καθαροί είχαν σχεδόν συγκεντρωθεί στη περιοχή Languedoc της Provence και Λομβαρδία και μια μικρή ομάδα στην Κεντρική Γαλλία. Προς το τέλος του 12ου αιώνα τόσο η Μασσαλία όσο και η πόλη της Avignon και οι άλλες πόλεις της Νοτίου Γαλλίας αποτελούσαν τα σπουδαιότερα κέντρα της αίρεσης με κρυφή ή φανερή ανοχή των αρχόντων.
Πέραν του μισού αιώνα οι Καθαροί κυριαρχούσαν στη Νότια Γαλλία και φαινόταν πως η περιοχή ήταν οριστικά χαμένη για την Ρώμη. Το κύριο χαρακτηριστικό και αξιοσημείωτο είναι πως οι κυρίες της αριστοκρατίας υποστήριξαν φανερά το κίνημα και πολλές κυρίες της άρχουσας τάξης ασπάστηκαν την αίρεση.
ΟΙ ΑΛΒΙΓΗΝΟΙ ''ΚΑΘΑΡΟΙ''
Ο όρος «Αλβιγηνός» (Αlbigensis) προέρχεται από την πόλη Άλμπι (Albi, Albiga) που βρίσκεται στις όχθες του ποταμού Ταρν, 50 - 60 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Τουλούζης. Για τον όρο «καθαρός» υπάρχουν δύο πιθανές ερμηνείες ως προς την προέλευσή του. Είτε προέρχεται από την Ελληνική λέξη καθαρός με την έννοια του αγνός, είτε σχετίζεται με τη Γερμανική λέξη κέτερ (ketter) που σημαίνει αιρετικός (σχετίζεται και με υβριστικό λογοπαίγνιο του 12ου αιώνα). Η προέλευση του όρου από το Λατινικό cattus (γάτα, ζώο που συχνά σχετίζεται με αιρέσεις ή με τη μαγεία) δεν φαίνεται πιθανή. Στη Γαλλία τα μέλη της αίρεσης αποκαλούντο υποτιμητικά και με τον όρο texerants (υφαντουργοί), δεδομένου ότι κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια συχνά απαξίωναν τη συγκεκριμένη δραστηριότητα ως ανήθικη.
Ο όρος «καθαρός» συναντάται για πρώτη φορά στο χρονικό του Έκμπερτ φον Σέναου, ο οποίος έζησε στην Κολωνία στα τέλη του 12ου αιώνα (1181): "Hos nostra germania catharos appellat (η Γερμανία μας ονόμασε - απεκάλεσε καθαρούς). Την ίδια περίπου περίοδο συναντάται και ο όρος «Αλβιγηνός», στο χρονικό του Γκοφρουά ντε Βιζουά. Οι ίδιοι οι "Καθαροί" αποκαλούσαν τους εαυτούς τους «καλούς Χριστιανούς» (bons hommes ή bons chretiens). Όπως γίνεται αντιληπτό, η πόλη Αλμπι αποτελούσε προπύργιο της αίρεσης, η οποία είχε διαδοθεί αρκετά στη νότια Γαλλία και σε μέρη της Ιταλικής χερσονήσου μεταξύ του 11ου και του 13ου αιώνα. Η ιστορία της παραπάνω πόλης σχετίζεται στενά με την εκστρατεία εναντίον των Αλβιγηνών και με την πολιορκία του Μοντσεγκούρ.
Η καταστροφή πολλών αρχείων που σχετίζονταν με τους «Καθαρούς» δεν επιτρέπει την εύρεση ή την εξακρίβωση πολλών στοιχείων γύρω από την αίρεσή τους. Η πολεμική εναντίον τους καταγράφεται από νωρίς σε χρονικά (π.χ. στο χρονικό του Ραϋνάλδου "Annales", S.R. Maitland, History of the Albigenses and Waldenses, 1832). Σε γενικές γραμμές η αίρεση αυτή είχε δυαδικό χαρακτήρα. Πίστευε στην ύπαρξη δύο υπέρτατων δυνάμεων και πρέσβευε την ύπαρξη δύο κόσμων: Του επίγειου βασιλείου το οποίο ήλεγχε ο Διάβολος και του επουράνιου όπου βρισκόταν η αληθινή βασιλεία του Θεού. Οι δύο αυτές δυνάμεις είχαν την ίδια ισχύ κατά τους "Καθαρούς".
Η σάρκα θεωρείτο οίκος του Διαβόλου, γι' αυτό η ερωτική πράξη θεωρείτο αμαρτία και όλοι οι άνθρωποι κατ' αυτούς γεννιούνταν αμαρτωλοί. Μεταξύ άλλων η αίρεση αρνείτο τον Καθολικό και τον Ορθόδοξο κλήρο, την αξία της προσευχής και της λατρείας των εικόνων, την Ανάσταση, το Καθαρτήριο, τα Ιερά Μυστήρια, τη Σύνοδο της Νίκαιας και την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Αντίθετα πρέσβευε τη χορτοφαγία (τα τρόφιμα που είναι παράγωγα της ερωτικής πράξης, π.χ. τα αυγά και το κρέας, απαγορεύονταν), είχε δε δικό της κλήρο και χώρους λατρείας (οικίες ή υπαίθριοι χώροι).
Οι οπαδοί της χωρίζονταν σε «λαϊκούς» (credentes, πιστοί που δεν είχαν ακόμη απελευθερωθεί από τον κόσμο της αμαρτωλής σάρκας) και σε "κληρικούς" (perfecti/ parfaits, «τέλειοι», οι οποίοι θεωρείτο ότι είχαν βρει την οδό προς τη σωτηρία). Αξίζει να σημειωθεί ότι στους κόλπους των perfecti υπήρχαν και γυναίκες, που μπορούσαν να πραγματοποιήσουν μερικές τελετές. Οι «Καθαροί» αποτέλεσαν - θεωρητικά - συνέχεια άλλων, ανάλογων αιρέσεων δυαδικού χαρακτήρα. Μπορούμε να αναφέρουμε για παράδειγμα τον Μανιχαϊσμό, τον Παυλικιανισμό ή τον Βογομιλισμό. Ειδικά η τελευταία αίρεση, λόγω του ότι συνδέθηκε στενά με τους Βουλγάρους, ώθησε μερικούς να αποκαλούν «Βουλγάρους» (Bougres) τους «Καθαρούς».
Οι δύο κυριότερες τελετές των «Καθαρών» ονομάζονταν consolamentum (κονσολαμέντουμ, παραμυθία) και melioramentum (μελιοραμέντουμ, βελτίωση). Η πρώτη είχε ως σκοπό να αποκαθάρει την ψυχή του πιστού πριν πεθάνει, καθώς αυτή θεωρείτο εγκλωβισμένη στο «ακάθαρτο» σώμα. Η δεύτερη τελετή ήταν μια μορφή έμμεσης προσευχής. Επειδή οι απλοί πιστοί θεωρούντο αμαρτωλοί, έπρεπε να γονατίσουν μπροστά από έναν από τους perfecti και να τον παρακαλέσουν να προσευχηθεί γι’ αυτούς:
«Τη μετάνοια που μας παραχωρήθηκε δεν την προσέξαμε όσο έπρεπε, ούτε τη νηστεία και την προσευχή. Καθώς λέμε την ιερή προσευχή τα αισθήματά μας στρέφονται στις σαρκικές επιθυμίες και στις κοσμικές έννοιες, ώστε αυτή τη στιγμή σχεδόν δεν γνωρίζουμε τι μπορούμε να προσφέρουμε στον Πατέρα του Δικαίου. Ευλογημένε, ελέησέ μας. Αμήν».
Το 1163 μ.Χ. η Σίβυλλα του Ρήνου, Hildegard von Bingen -οραματίστρια και Αγία για τους Παπικούς- εξέφρασε τον τρόμο της, όταν συνειδητοποίησε ότι οι Καθαροί ήταν οι προάγγελοι των χρόνων της Αποκάλυψης: «Διότι έχουν περάσει είκοσι τρία χρόνια και τέσσερις μήνες, από τότε που εξαιτίας της κακίας των ανθρώπων αυτών, οι οποίοι ξεβράστηκαν από το στόμα του μαύρου θηρίου, οι τέσσερις άνεμοι τέθηκαν σε κίνηση από τους αγγέλους των τεσσάρων σημείων του ορίζοντα, προκαλώντας μεγάλη καταστροφή».
Στα μέσα του 12ου αιώνα η εμφάνιση των Καθαρών σηματοδοτεί την σύζευξη των πολλών δυαρχικών σεκτών και την ενσωμάτωσή τους στον ίδιο αιρετικό οργανισμό, ο οποίος μιμούμενος τα εξωτερικά χαρακτηριστικά εκκλησίας, εμφανίζεται ως το αντίπαλο δέος του Παπισμού στην Δύση. Το όνομα ''Καθαροί'' εμφανίζεται σε γραπτό κείμενο για πρώτη φορά σε έργο του αδελφού της φίλης της Hildegard, Elizabeth του Schönau, επίσης οραματίστριας και Αγίας για τους Παπικούς. Ο Eckbert, Βενεδικτίνος μοναχός στο Αββαείο του Schönau, έγραψε δεκατέσσερις ομιλίες εναντίον τους στα μέσα του ίδιου αιώνα, τις Sermones contra Kataros. Η Γερμανική απόδοση του ονόματος Ketzer έφθασε με τον καιρό να σημαίνει τον αιρετικό, γενικά.
Οι ίδιοι οι Καθαροί αυτοπροσδιορίζονταν ως ''bons homes'', καλοί άνθρωποι. Άλλα ονόματα που τους δόθηκαν ήταν:
Ο όρος ήταν γνωστός από παλαιά στην Δύση, οπότε από μόνος του είναι μεν ενδεικτικός ανατολικής προέλευσης, όχι όμως αποδεικτικός. Το πρόβλημα τη προέλευσης των Καθαρών του Μεσαίωνα δεν μπορεί να λυθεί μόνο από την χρήση των ονομάτων. Πρέπει να ερευνηθεί μέσα από την εξέταση της εξέλιξης της δυαρχίας στην Δύση, σε θεωρητικό και ιστορικό επίπεδο.
Οι Καθαροί στην Ιταλία
Τα γεγονότα αυτά βοήθησαν στην εδραίωση της Ιεράς Εξέτασης στην Ιταλία και οι αριθμοί των ιεροεξεταστών αυξήθηκε. Ο θάνατος του Φρειδερίκου ΙΙ (1250) βοήθησε στην ενδυνάμωση του Πάπα και του αγώνα του ενάντια στους αιρετικούς με επέκταση της δύναμής του στο βασίλειο της Σικελίας στη Νεάπολη και Σαρδηνία. Ακόμα και η Βενετία ύστερα από μακροχρόνια αντίσταση υποχρεώθηκε να ανοίξει τις πύλες της στους ιεροεξεταστές. Οι Καθαροί στα τέλη του 13ου αιώνα περιήλθαν σε αμυντική θέση. Το 1278 στην πόλη Σιρμιόνε συνελήφθησαν 178 Καθαροί και κάηκαν. Ακολούθησαν μεγάλες διώξεις στη μεγάλη πόλη Μπολόνια. Το αποτέλεσμα ήταν η αποδιοργάνωση του κινήματος χωρίς πια να αποτελεί σοβαρή απειλή για τη Ρώμη.
Στο τέλος οι Καθαροί κατέφυγαν στη Νότια Γαλλία και ένωσαν τις δυνάμεις τους με το ισχυρότατο κίνημα των καθαρών που ήδη υπήρχε εκεί. Η Σύνοδος της Λαλεράν (1179) αποφάσισε να κηρύξει σταυροφορία κατά των αιρέσεων και την αντίστοιχη άφεση αμαρτιών γι’ αυτούς που πολεμούσαν την αίρεση. Η Σύνοδος υιοθέτησε την αρχή της επιβολής βασανιστηρίων για εκμαίευση ομολογιών. Η σημαντικότερη όμως απόφαση αφορούσε τη δήμευση της περιουσίας όχι μόνο του ίδιου του αιρετικού αλλά και της οικογένειάς του. Η περιουσία αυτή κατέληγε στην Εκκλησία και τους λειτουργούς της και στο τέλος απετέλεσε σοβαρό κίνητρο για την εκ των προτέρων καταδίκη των υποδίκων.
Ο Πάπας Λεύκιος Γ' κήρυσσε πως αμετανόητοι αιρετικοί πρέπει να παραπέμπονται στην κοσμική εξουσία για να τιμωρούνται όπως τους αξίζει. Όλοι οι επίσκοποι οφείλουν να επιβλέπουν του ύποπτους στις ενορίες τους, οι δε ενορίτες επιφορτώνονται ενόρκως με το καθήκον όπως καταγγέλλουν στις αρχές τους αιρετικούς. Η εκλογή στον Παπικό Θρόνο, «του νομομαθή Πάπα» Ιννοκέντιου του Γ' το 1198 έθεσε επί νέας βάσης το θέμα της καταπολέμησης των αιρέσεων. Ο ίδιος εισήγαγε νομοθεσία περί αιρέσεων βασισμένο στο αξίωμα πως οι αιρετικοί πρέπει να αντιμετωπίζονται όπως οι δράστες ενός εγκλήματος και που δικαιολογημένα ακολουθούσε η κατάσχεση της περιουσίας τους.
Αυτή η νομοθεσία διάνοιξε την οδό για τη νομιμοποίηση της θανατικής ποινής στην Εκκλησία από τα κοσμικά δικαστήρια. Μερικά χρόνια αργότερα το 1215 καθιερώθηκε από την Δ’ Σύνοδο της Λατεράν υποχρεωτική διαδικασία per inquisition eu όπου σε κάθε ύποπτη περιοχή αποστέλλονται «ανιχνευτικές ομάδες» από ένα ιερέα και τρεις λαϊκούς προς αναζήτηση αιρετικών και καταγγελία τους στις εκκλησιαστικές αρχές. Με άλλα λόγια εγκαθιδρύεται ένα εξειδικευμένο αστυνομικό σώμα (μετέπειτα εξελιχθέν σε μυστικές υπηρεσίες της Εκκλησίας) με σκοπό την πάταξη της αιρέσεως. Ο διάδοχος του Ιννοκέντιου, Ονόριος Γ' υιοθέτησε το Νόμο του Φρειδερίκου Β' περί αιρετικών, επιτρέποντας με τον τρόπο αυτό την αποδοχή στον χώρο της Εκκλησίας της ποινής της καύσης στην πυρά των αιρετικών.
Αυτή ήταν η κατάσταση όταν ο Πάπας Ιννοκέντιος ο ΙΙΙ ανήλθε στον θρόνο με την αίρεση διασκορπισμένη στη Βόρεια Ιταλία και τη Νότια Γαλλία στην περιοχή της Languedoc. Το 1199 απέστειλε μια αποστολή από Σιστεριανούς μοναχούς με επικεφαλής τον Πέτρο Castelnau, και που έγινε ο κύριος εκπρόσωπος του Πάπα στον πόλεμο ενάντια των αιρετικών, μεταφέροντας επιστολές του Πάπα προς τους ευγενείς, κάνοντας έκκληση σ’ αυτούς να υποβοηθήσουν στο έργο της πάταξης της αίρεσης. Το έργο του Pier de Castelnau είχε κάποια απήχηση και περί το τέλος του 1203 η πόλη της Toulouse υποσχέθηκε να διώξει τους αιρετικούς και ο Κόμης Raymond υποσχέθηκε να διακόψει τους δεσμούς του με τους αιρετικούς.
Οι καχυποψίες όμως ενάντια στον Κόμη της Toulouse συνεχίζονταν, πως στην πράξη δεν έκανε τίποτα για την εκδίωξη των αιρετικών από την επικράτειά του, με αποκορύφωμα ο Pier de Castelnau να τον αφορίσει. Το ίδιο και ο Βασιλιάς της Αραγκόν έδωσε την υπόσχεσή του για συνεργασία σε σχέση με την καταστολή της αιρέσεως. Τα γεγονότα όμως που ακολούθησαν υπήρξαν δραματικά και άλλαξαν πλήρως την εικόνα, όταν στις 14 του Γεννάρη 1208 εκεί, όπου ο Ροδανός ποταμός χωρίζεται σε «μικρό» και «μεγάλο» προτού χυθεί στη Μεσόγειο, δολοφονήθηκε ο Pier de Castelnau. Ο δολοφόνος κατάφερε να διαφύγει εύκολα, πιθανόν προστατευόμενος από τις αρχές και τους κοινούς ανθρώπους, ενώ η Ρώμη επικεντρώνει τις κατηγορίες της ενάντια στον Κόμη της Toulouse Raymond που τον θεωρεί σαν τον ηθικό αυτουργό.
Η δολοφονία αυτή υπήρξε το έναυσμα της τρομερής αιματοχυσίας που ακολούθησε και που κράτησε πάνω από είκοσι έτη, γνωστή στην ιστορία σαν οι σταυροφορίες της Αλπιζιέν. Αμέσως μετά τη δολοφονία του Pier de Castelnau ο Πάπας Ιννοκέντιος κατηγόρησε τον Δούκα της Toulouse ότι ήταν ενεργά αναμεμιγμένος στη δολοφονία του Λεγάτου. Τονίζεται πως πριν από ένα έτος ο Λεγάτος είχε αφορίσει τον Δούκα της Toulouse, κατηγορώντας τον πως είχε αρνηθεί να καταστείλει την αίρεση. Ο Πάπας επικυρώνοντας τον αφορισμό του, προχώρησε ακόμα ένα βήμα αποστέλλοντας επιστολή στον Δούκα της Toulouse (δεκατρείς χιλιάδες λέξεις), τονίζοντάς του πως άξιζε η όλη περιουσία και οι γαίες του να κατασχεθούν γιατί υπήρχε ισχυρή υπόνοια πως και αυτός πρέσβευε την αίρεση.
Ύστερα από ένα έτος ο Πάπας πεπεισμένος πως ο Δούκας προστάτευε τον δολοφόνο του Pier de Castelnau, κήρυξε επισήμως την ένοπλη σταυροφορία ενάντιά του. Έτσι η δολοφονία του Pier de Castelnau έδωσε το έναυσμα για την κήρυξη της σταυροφορίας ενάντια στους Καθαρούς. Για λόγους προπαγάνδας η ευθύνη για την δολοφονία επιρρίφθηκε στον κόμητα της Toulouse. Με αυτό τον τρόπο απέβλεπαν να ξεπεραστούν οι ενδοιασμοί του βασιλέως της Γαλλίας για ένοπλη επέμβαση. Μπορεί όμως κάποιος να υποθέσει πως η δολοφονία αυτή οργανώθηκε από τους ίδιους τους εχθρούς του Raymond της Toulouse, που ήταν πολλοί, σαν προβοκάτσια.
Η συγκέντρωση του εκστρατευτικού στρατεύματος των σταυροφόρων ενάντια στον Δούκα της Toulouse και των άλλων αιρετικών πόλεων ήταν τεράστια, πέντε χιλιάδες ιππείς, μεταξύ δέκα και δεκαπέντε χιλιάδες στρατιώτες όλων των τάξεων ακόμα και παιδιά αλήτες. Στην διακήρυξή του ο Πάπας παρότρυνε τους σταυροφόρους να κάνουν έφοδο ενάντια των αιρετικών «και φανείτε αμείλικτοι και προς τους ίδιους τους Σαρακηνούς, γιατί αυτοί οι αιρετικοί είναι πιο άπιστοι και από το ίδιο το κακό». Στην πράξη όμως ποτέ δεν έχει αποδειχτεί πως ο Κόμης της Toulouse υπεστήριζε ή προφύλαγε τους δολοφόνους του Λεγάτου της Ρώμης.
Ο Πάπας προσπάθησε να παρασύρει τον ίδιο τον βασιλιά της Γαλλίας Φίλιππο ΙΙ Αύγουστο όπως ηγηθεί της σταυροφορίας ενάντια στον Raymond, μα ο Γάλλος μονάρχης αρνήθηκε. Αντί αυτού όμως επέτρεψε σε 500 ευγενείς να σηκώσουν το λάβαρο ενάντια στους αιρετικούς. Έτσι στις αρχές του 1209 ξεκίνησε ένα μεγάλο εκστρατευτικό σώμα με βάση την Βόρεια Γαλλία με χρυσούς σταυρούς στο στήθος, συγκεντρώθηκε στην πόλη Λυών για τη μεγάλη επίθεση που έμελλε να κρατήσει πάνω από είκοσι χρόνια, καταστρέφοντας πόλεις και σφαγιάζοντας χωρίς οίκτο τους πληθυσμούς των νότιων πόλεων. Ο Raymond μπροστά σ’ αυτό τον κίνδυνο απεκήρυξε την αίρεση και υποσχέθηκε να βοηθήσει στην πάταξη της αιρέσεως και μετέβηκε στη Ρώμη για να συναντήσει τον Πάπα.
Εντούτοις οι καχυποψίες ενάντιά του από τη Ρώμη παρέμειναν. Επί του παρόντος ο στόχος της σταυροφορίας επικεντρώθηκε σε πόλεις της Νοτίου Γαλλίας που ήκμαζε η αίρεση. Ο στρατός των Σταυροφόρων προχώρησε προς τις ακτές της Μεσογείου φθάνοντας στις 21 Ιουνίου 1209 μπροστά από την πόλη Béziers. Οι κάτοικοι της πόλης αρνήθηκαν να παραδώσουν τους αιρετικούς, καταλήφθηκαν όμως εξ απροόπτου, όταν χιλιάδες ξυπόλυτα αλητόπαιδα κατάφεραν να μπουν στην πόλη σφαγιάζοντας αδιάκριτα πολίτες, άντρες, γυναίκες και παιδιά. Λίγο αργότερα οι σταυροφόροι ιππότες προσπάθησαν με ξύλα να εκδιώξουν τα αλητάκια, οπότε αυτοί άρχισαν να κραυγάζουν «κάψετέ τους» «κάψετέ τους».
Ύστερα από 15 μέρες τρομερής δοκιμασίας και αφόρητης ζέστης τελικά οι κάτοικοι της πόλεως Béziers παραδόθηκαν, παραχωρώντας όλα τα υπάρχοντα και τον πλούτο της πόλης. Ο Simon, Δούκας της Montfort l’ Amaury, ανακηρύχθηκε σαν ο νέος ηγέτης της σταυροφορίας που ανέλαβε «το ιερό καθήκον του Ιησού Χριστού στον αγώνα ενάντια της μόλυνσης της αίρεσης». Ο Simon de Montfort προχώρησε την προέλασή του προς το Νότο, κυριεύοντας χωριά, κάστρα, κυριεύοντας την πόλη Pamiers και Mirepoix, Albi. Στην πόλη Castres ένας συλληφθείς αιρετικός κάηκε στη δημόσια πλατεία. Ο Simon de Montfort απαίτησε όπως όλοι οι αιρετικοί που ζούσαν στην πόλη της Toulouse παραδοθούν πάραυτα για να δικαστούν. Ο κόμης και οι δημοτικοί σύμβουλοι αρνήθηκαν.
Στις 6 του Φεβράρη 1211 επαναβεβαιώθηκε από μια ομάδα αρχιεπισκόπων ο αφορισμός του κόμη της Toulouse. Η προέλαση του στρατεύματος των Σταυροφόρων συνεχίστηκε και κατελήφθη η πόλη Bram, όπου μερικές εκατοντάδες υπερασπιστές της πόλης τους απέκοψαν τις μύτες και τους τύφλωσαν. Η πόλη Lavaur στη δυτική πλευρά του Agont έπεσε ύστερα από πολιορκία πέντε - έξη εβδομάδων στις 3 Μαΐου 1211. Τετρακόσιοι κάτοικοι της πόλης με την υποψία του αιρετικού συναθροίστηκαν έξω από την πόλη και κάηκαν ομαδικά. Ο δρόμος για την κατάληψη της Toulouse ήταν τώρα ανοιχτός. Ο αρχηγός του σταυροφορικού στρατεύματος Simon de Montfort, μη έχοντας όμως αρκετούς άντρες και προμήθειες, εγκατέλειψε την ιδέα της κατάληψης της πόλεως.
Αντί της Toulouse κατέλαβε την πόλη Castelnaudary και τα κάστρα γύρω από την περιοχή και μόνο η Toulouse παρέμεινε «προπύργιο των αιρετικών». Ο βασιλιάς της Αραγκόν διακήρυξε ότι αναλαμβάνει υπό την προστασία του την Toulouse κι έτσι στην ουσία η πόλη και η κομητεία της Toulouse αποκόπηκε από την επικράτεια (regnum) της Γαλλίας. Τον Αύγουστο 1213 ο βασιλιάς της Αραγκόν Pierre II διάβηκε τα Πυρηναία με σκοπό να καταστρέψει τον στρατό του Simon de Montfort. Το αποτέλεσμα για τον ίδιο ήταν τραγικό, καθ’ ότι ο στρατός του αποδεκατίστηκε, ο ίδιος φονεύτηκε στη μάχη και ο γιος του πέντε ετών, συνελήφθηκε όμηρος.
Ο δε κόμης της Toulouse Raymond κατέφυγε πρόσφυγας στην Αγγλία, και ο Πάπας Ιννοκέντιος ο 3ος διόρισε σαν το νέο κόμη της Toulouse τον ίδιο τον Simon de Montfort. Λίγο αργότερα ο Raymond κατάφερε να επιστρέψει κρυφά από την εξορία στην Αγγλία και με την υποστήριξη του τοπικού πληθυσμού της Toulouse και των γύρω περιοχών να καταλάβει ξανά την πόλη στις 13 Σεπτεμβρίου 1217. Ο κόσμος επεφύλαξε θερμή υποδοχή στον Raymond «φιλώντας τα ρούχα και τα χέρια του. Τώρα έχουμε ξανά τον Ιησού Χριστό» (χρονογράφος) και το πλήθος με λοστούς και άλλα όπλα καταδίωξαν όλους τους Γάλλους της πόλης και τους σκότωσαν.
Μετά την κατάληψη των σημαντικών πόλεων Béziers και Carcassonne από τους σταυροφόρους λήγει και η πρώτη φάση των σταυροφοριών. Το στράτευμα όμως, που στην πλειονότητά του αποτελείτο από μισθοφόρους και τυχοδιώκτες, αρχίζει να παρουσιάζει μια κόπωση και εξάντληση και με πολλές λιποταξίες. Αυτό ανάγκασε τον Simon, αρχηγό του στρατεύματος, να διπλασιάσει τους μισθούς των στρατιωτών του. Στο τέλος κατόρθωσε να επιβιώσει χάρις στο γεγονός πως οι πόλεις του Νότου δεν ήσαν ενωμένες, με τον κάθε λόρδο να ενδιαφέρεται να κρατά και να υπερασπίζεται την δική του πόλη και επικράτεια. Με ανανεωμένες τις δυνάμεις του ο Simon ξεκίνησε την πολιορκία της πόλεως Lavaur, που ήταν μια από τις πιο καλά οχυρωμένες πόλεις και την οποία κατέλαβε.
Να πώς περιγράφει ο Χρονογράφος στο «Έπος των Πολέμων των Καθαρών». «Η Lavaur είναι μια πολύ ισχυρή πόλη. Κανένας σε οποιοδήποτε βασίλειο δεν έχει συναντήσει πιο ισχυρό οχυρό σε μια πεδιάδα, με τα πιο ισχυρά τείχη ή βαθύτερα αυλάκια. Εντός της πόλεως υπήρχαν πολλοί ευγενείς καλά οπλισμένοι συμπεριλαμβανομένου και του Sir Aimery, αδελφού της ευγενούς Girauda, που ήταν η κύρια ιδιοκτήτρια της πόλεως. Ο Sir Aimery μετακόμισε εδώ μετά που έχασε τις πόλεις Montreal, Lautrec και άλλες κτήσεις του από τους σταυροφόρους. Δεν υπήρχε πλουσιότερος ευγενής σ’ όλη την Toulouse ή και τις άλλες γύρω περιοχές και πιο γενναιόδωρος σπάταλος.
Κακή του τύχη την ημέρα που συναντήθηκε με τους αιρετικούς και τους υφαντουργούς. Ποτέ μέχρι σήμερα, εξ όσων γνωρίζω, ένα τόσο υψηλός ευγενής σ’ όλη την χριστιανοσύνη κρεμάστηκε μαζί με τόσους άλλους πολυάριθμους ευγενείς. Ήταν πάνω από ογδόντα. Όσον αφορά τον απλό κόσμο της πόλης, είχαν επιλέξει έως τους τετρακόσιους, τους συγκέντρωσαν στο γύρω λιβάδι και τους κατέκαψαν. Εκτός από αυτό, έριξαν την Lady Girauda σ’ ένα πηγάδι που το κάλυψαν με πέτρες, μια πράξη ντροπή και λύπης, γιατί κανένας μα κανένας στο κόσμο δεν πέρασε από κοντά της χωρίς να φιλοξενηθεί γενναιόδωρα. Αυτό συνέβη το Μάη του 1211 την ημέρα του Σταυρού. Ακολούθησαν τόσες μεγάλες σφαγές, που θα γίνεται γι’ αυτές λόγος μέχρι το τέλος του κόσμου».
Ο αντίκτυπος αυτών των σφαγών είχε σαν αποτέλεσμα δεκάδες πόλεις γύρω από την περιοχή της Toulouse να παραδοθούν άνευ όρων. Ο Sir Simon δοκίμασε μια κατά μέτωπο επίθεση ενάντια της Toulouse. Η πόλη αντιστάθηκε σθεναρά αναγνωρίζοντας πως η ελευθερία της πόλης εξαρτάτο, εφ’ όσον ο Raymond παρέμενε αρχηγός τους. Ο Sir Simon βλέποντας πως δεν μπορούσε να καταλάβει την πόλη απέσυρε τα στρατεύματά του. Η εκστρατεία της σταυροφορίας του 1211, 1212 απέδειξε ακόμα μια φορά την αδυναμία των πόλεων της Οξιτανίας να συστρατευτούν και να ενωθούν ενάντια στις επιδρομές των Γάλλων. Κι έτσι χάθηκε μια λαμπρή ευκαιρία τώρα να επιτεθούν και να εκδιώξουν από την χώρα τους μισητούς σταυροφόρους.
Με την έλευση της Άνοιξης του 1212 με ενισχύσεις από την Γαλλία ο Sir Simon επανάρχισε την πολιορκία της πόλης της Toulouse, έχοντας ήδη καταλάβει τις σπουδαιότερες πόλεις γύρω από αυτήν, την Agen, Cahors, Moissac και Albi, Auterive και Muret. «Κανείς (από τα στρατεύματα του Sir Simon) δεν έχανε χρόνο με λάφυρα ή με αιχμαλώτους, μα κοκκίνιζαν τα σπαθιά τους με βαριά χτυπήματα ενάντια στον εχθρό. Στην διάρκεια της ημέρας αυ- τής η δύναμη και η εξουσία των Γάλλων έλαμψε καθαρά, αποστέλλοντας 17.000 στρατιώτες του εχθρού στα έλη της κολάσεως». (Guillaume le Breton, Βιογραφία του Φίλιππου Αύγουστου. Αναφέρεται στο βιβλίο του Joseph R. Strayer ''The Albigensian Crusades'').
Ο Πάπας όμως ανησυχούσε τώρα για την αύξηση του κύρους του Sir Simon και δεν θα τον ήθελε να καταλάβει και την Toulouse. Το ίδιο τόσο ο Πάπας Ιννοκέντιος ΙΙΙ όσο και ο βασιλιάς Augustus ταλαντεύονταν και δεν ήθελαν να παραχωρήσουν πλήρη εξουσία στον Sir Simon, γιατί υποψιάζονταν πως αυτός ενδιαφερόταν περισσότερο να ισχυροποιήσει την εξουσία του και να επεκτείνει την κατοχή γης παρά για την εξολόθρευση της αίρεσης. Απέφευγαν να πάρουν απόφαση για το τι μέλλει γενέσθαι με τον Raymond καθ’ ότι ήσαν απασχολημένοι, ο μεν πρώτος με την εκστρατεία ενάντια της Αγγλίας ενώ ο δεύτερος στη προετοιμασία της μεγάλης Συνόδου της Lateran το 1215. Ο Raymond αποφάσισε να εναποθέσει όλες τις ελπίδες του στη Ρώμη, μεταφέροντας όλα τα δικαιώματά του στο γιο του Raymond 7ο και πρόσφερε όλες τις γαίες του στην Εκκλησία.
Έτσι η Εκκλησία κατέλαβε το κάστρο του Κόμη και το κλειδί της πόλης. Ταυτόχρονα ο Simon de facto είχε αναγνωριστεί ως έχοντας τα διοικητικά δικαιώματα στην κομητεία της Toulouse. Ο βασιλιάς της Γαλλίας έστειλε τον γιο του Λούη στο Νότο που έφθασε τον Απρίλη του 1215. Ο Λούης έδωσε οδηγίες, όπως τα τείχη της πόλης της Toulouse καταστραφούν, οι τάφροι να γεμίσουν και όπως ο λαός αποδεκτεί τον Sir Simon ως τον Κυβερνήτη της πόλης. Η τέταρτη σύνοδος της Lateran υπήρξε μια από τις πιο σημαντικές θρησκευτικές συνάξεις του Μεσαίωνα. Τα σημαντικότερα θέματα που την απασχόλησαν ήταν η αίρεση και το μέλλον του κόμητα της Toulouse.
Η Σύνοδος αποφάσισε όπως όλες οι κατεχόμενες περιοχές από τα σταυροφορικά στρατεύματα παραχωρηθούν στον Simon de Montfort και οι γαίες γύρω από την πόλη Toulouse τεθούν υπό τον έλεγχο της Εκκλησίας μέχρις ότου ενηλικιωθεί ο γιος του Raymond. Κι έτσι για την Εκκλησία ο Simon de Montfort αναγνωρίστηκε σαν ο Κόμης της Toulouse, δούκας της Narbonne και Βισκόντιος της Béziers και Carcassonne. Ο πληθυσμός όμως της περιοχής διέκειτο εχθρικά προς το νέο Κυβερνήτη, συνεχίζοντας να αναγνωρίζει τον κόμητα Raymond σαν το μόνο νόμιμο Κυβερνήτη της πόλης και έτοιμο να πολεμήσει για την αποκατάσταση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Στην περίοδο αυτή παρουσιάζεται μια ύφεση του ενδιαφέροντος για τη συνέχιση της σταυροφορίας τόσο εκ μέρους του βασιλέως της Γαλλίας όσο και εκ μέρους του νέου Πάπα Ονόριους, που αντικατέστησε τον Ιννοκέντιο ΙΙΙ, μετά τον θάνατό του. Ο Ονόριους προτιμούσε τις διαπραγματεύσεις παρά τον πόλεμο. Από την άλλη οι χιλιάδες των στρατευμάτων του Simon de Montfort, προτιμούσαν την επιστροφή στα σπίτια τους παρά την εγκατάσταση στα κατειλημμένα εδάφη. Τα πραγματικά όμως προβλήματα για τον Simon άρχισαν, όταν τον Απρίλιο του 1216 ο Raymond μαζί με τον γιο του επέστρεψαν από την αυτοεξορία μέσω Μασσαλίας με ένα εκστρατευτικό σώμα, όπου έτυχαν ενθουσιώδους υποδοχής από τα πλήθη της περιοχής, βλέποντάς τον σαν απελευθερωτή και τον άνθρωπο που θα μπορούσε να εκδιώξει τους κατακτητές.
Ο Simon μαζί με το γιο του Amaury σπεύδουν προς αντιμετώπιση της κατάστασης, με τους κατοίκους της Toulouse έτοιμους για αντίσταση και να μην επιτρέψουν στον Simon να εισέλθει στην πόλη. Οι σταυροφόροι κατέλαβαν την πόλη Marmande και ακολούθησε η ολοκληρωτική σφαγή του πληθυσμού, παρόμοιες με εκείνες της Béziers. «Χέρια, πόδια, πτώματα και αίμα κάλυπταν το έδαφος. Σκότωσαν όλους τους κατοίκους, μαζί με τις γυναίκες και παιδιά, που έφθαναν τον αριθμό πέντε χιλιάδες». Σκοπός της σφαγής ήταν να τρομοκρατηθούν οι κάτοικοι της Toulouse και να παραδοθούν χωρίς αντίσταση.
Η πολιορκία της πόλεως άρχισε μα η αντίσταση ήταν σθεναρά κι ύστερα από μερικές εβδομάδες οι επιδρομές έλυσαν την πολιορκία και υποχώρησαν στις αρχές του Αυγούστου 1219. Στην διάρκεια της πολιορκίας ο Simon πληγώθηκε στο κεφάλι θανάσιμα. Με τον θάνατό του η ηγεσία του σταυροφορικού στρατού έχασε τον ικανότατο στρατιωτικό αρχηγό και που είχε άμεση επίδραση στο ηθικό του στρατεύματος και με τους στρατιώτες να λιποτακτούν και ο Amaury (ο γιος του Simon) εγκατέλειψε οριστικά την προσπάθεια κατάληψης της Toulouse. Κι έτσι ο θάνατος του Simon σήμαινε και το τέλος της πρώτης φάσης της εκστρατείας της Αλπιζιέν.
Η μόνη ελπίδα συνέχισης της σταυροφορίας ήταν πια η άμεση ανάμειξη του ίδιου του βασιλιά της Γαλλίας. Στη συνέχεια είχαμε τον απότομο θάνατο του αγαπημένου ηγέτη της Toulouse Raymond VI, στο έτος 1222. Η έχθρα της επίσημης Εκκλησίας εναντίον του συνεχίστηκε και μετά το θάνατό του, αρνούμενη να επιτρέψει την ταφή του σε αναγνωρισμένο νεκροταφείο. Η συμπεριφορά αυτή της Ιεράς Εξέτασης ενάντια του κόμη Raymond VI απέδειξε πως καταδικάζονταν άνθρωποι με την απλή υποψία της αιρέσεως. Στις 16 Ιανουαρίου 1224 εγένετο εκεχειρία. Στην ουσία ο Amaury εγκατέλειψε την Οξιτανία. Ο δε Raymond, υιός, επανεκατέλαβε τις πόλεις Carcassonne και Béziers.
Η αντίσταση ενάντια στις σταυροφορίες φαινόταν να είχε επιτύχει με τους εκτοπισμένους ευγενείς να επιστρέφουν στις κτήσεις τους και ουδείς σημαντικός εκπρόσωπος της Γαλλίας παρέμεινε στη θέση του στο Νότο. Για την ώρα τα πράγματα έδειχναν ότι οι σταυροφορίες της Αλπιζιέν είχαν αποτύχει με την αίρεση σοβαρά πληγωμένη μεν αλλά να παραμένει ισχυρή. Το θάρρος και η ανθεκτικότητα των Καθαρών ήταν αξιοθαύμαστη. Στερούμενοι των αρχηγών τους, χωρίς καμία ελπίδα προστασίας από τους γείτονες, παρέμειναν πιστοί στα πιστεύω τους. Άντρες έκαναν το μακρινό ταξίδι στην Ιταλία με σκοπό να γίνουν ιεροκήρυκες, αφιερώνοντας για τον σκοπό αυτό το υπόλοιπο της ζωής τους.
Οι πιστοί παρέμεναν σταθεροί και διακριτικοί. Πολύ λίγοι από τους εκλεκτούς (perfect) προδόθηκαν από τα απλά μέλη. Κι ακόμα μετά από πολλά χρόνια προσπαθειών η Ιερά Εξέταση κατόρθωσε να συλλάβει μόνον μερικούς από τους ηγέτες, ενώ οι συνηθισμένοι πιστοί παρέμειναν πιστοί στα πιστεύω τους. Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση ο βασιλιάς της Γαλλίας αποφάσισε να ηγηθεί νέας σταυροφορίας στο Νότο ενάντια στους αιρετικούς για τελικό διακανονισμό. Κι έτσι ο πόλεμος συνεχίστηκε. Τον Απρίλιο 1229 ο μακρύς πόλεμος τερματίστηκε, όταν ο υιός Raymond εισερχόμενος στη Notre Dame ζήτησε ειρήνευση με την Εκκλησία και άφεση αμαρτιών.
Μετά από αυτό το γεγονός παρέμεινε τυπικά αιχμάλωτος στο Λούβρο μέχρις ότου η κόρη του και πέντε από τα κάστρα θα παραδίδονταν στον βασιλιά και τα οχυρά της Toulouse θα καταστρέφονταν. Πήρε όρκο πως θα εδίωκε την αίρεση με όλες του τις δυνάμεις. Θα δεχόταν την άμεση εγκαθίδρυση εκπροσώπων της Ιεράς Εξετάσης, προσφέροντας ταυτόχρονα αμοιβή εκ δύο μάρκων για κάθε συλλαμβανόμενο αιρετικό και πως θα προστάτευε τα συμφέροντα της Εκκλησίας με όλες τους τις δυνάμεις. Με τον τρόπο αυτό ο οίκος της Toulouse υποβαθμίστηκε οριστικά από την πιο ισχυρή θέση που κατείχε με περιουσία μεγαλύτερη και από το στέμμα και δεν αποτελούσε πια κίνδυνο για τον βασιλιά της Γαλλίας.
Ο Σφαγιασμός των Καθαρών
Συντελέστηκε στη Νότια Γαλλία, γνωστή σαν Occitania, στον δωδέκατο και δέκατο τρίτο αιώνα, γύρω από τις πλούσιες πόλεις πάνω στον Ροδανό ποταμό. Εδώ ήκμασε στην περίοδο αυτή η αίρεση των Καθαρών και εδώ έδρασε η τρομερή σταυροφορία ενάντιά τους, γνωστή σαν σταυροφορία των Αλπιζιέν, που μαζί με την Ιερά Εξέταση σφάγιασαν χιλιάδες αθώους ανθρώπους και κατέκαυσαν ακμάζουσες πόλεις, μια σταυροφορία μοναδική στην ιστορία της ανθρωπότητας για την αγριότητα και τις καταστροφικές της συνέπειες στην Ευρώπη. Στο Μεσαίωνα η Νότιος Γαλλία ήταν μια άλλη χώρα, ενωμένη μόνο με τη Βόρεια Γαλλία στην αναγνώριση ενός κοινού βασιλιά που έδρευε στο Παρίσι.
Ένας σοβαρός λόγος αυτής της διαφοράς μεταξύ Βορρά και Νότου ήταν το γεγονός πως η γλώσσα του Νότου ήταν πιο κοντά στα Λατινικά. Σε πολλά σημεία οι πόλεις του Νότου έμοιαζαν περισσότερο με τις πόλεις της Βορείου Ιταλίας, με τις πόλεις να είναι πλουσιότατες, αυτοδιοικούμενες με αναπτυγμένο το εμπόριο και τις τέχνες. Οι ευγενείς ζούσαν εντός των πόλεων κι έπαιρναν μέρος στην τοπική αυτοδιοίκηση με έλεγχο στον στρατό και των γύρω κάστρων και οχυρών. Κάτω από αυτές τις συνθήκες αστικοποίησης επεκράτησαν και πιο φιλελεύθερες και ανεκτικές απόψεις έναντι των ξένων, των αιρετικών και αλλοθρήσκων. Εβραίοι διαβιούσαν εν πλήρη ειρήνη και αρμονία με τον πληθυσμό της χώρας.
Εν ολίγοις, βορράς και νότος ήσαν δυο διαφορετικές οντότητες όπως για παράδειγμα η Γαλλία και Ισπανία σήμερα. Την περίοδο αυτή στην επαρχία της Provence επικρατούσε μεγάλη πολιτική αστάθεια καθ’ ότι οι προσπάθειες του βασιλιά της Γαλλίας για επέκταση της κυριαρχίας του πάνω στις περιοχές του Νότου υπήρξαν άκαρπες και η διαμάχη μεταξύ των επαρχιών της Provence και του Κόμητα της Toulouse Raymond, την ισχυρότερη δύναμη του Νότου, και του βασιλιά της Γαλλίας στο Παρίσι από την άλλη εντείνονται. Η περιοχή μεταξύ του Ροδανού ποταμού και της Gascony ήταν στην πλειονότητά της αιρετική συμπεριλαμβανομένης και της τάξης των ευγενών. Η αίρεση αυτή είναι γνωστή σαν η αίρεση των Καθαρών.
Στην περιοχή Occitania επικρατούσε βαθιά διαφθορά στους κόλπους της επίσημης Καθολικής Εκκλησίας, όπου η Εκκλησία συγκέντρωνε όλη την προσοχή της στα εγκόσμια και της πλήρους εγκατάλειψης του έργου της Εκκλησίας. Όλα αυτά οδήγησαν τους κοινούς ανθρώπους να μην σέβονται τους εκπροσώπους της Εκκλησίας. Η περιοχή που διαδραματίζονται τα γεγονότα είναι η περιοχή γύρω από την πόλη της Toulouse, της Carcassonne, της Béziers, Narbonne, Montpellier και Nimes πάνω από τον ποταμό Ροδανό που υπήρξε μια από τις πιο πλούσιες περιοχές της Γαλλίας με την πιο εύφορη γη και μερικές από τις πιο πλούσιες πόλεις σ’ ολόκληρη την χώρα.
Όλη αυτή η περιοχή υπήρξε απευθείας κάτω από την δικαιοδοσία του Κόμητα της Toulouse Raymond Rogers VI με τη μεγαλύτερη πόλη σε πληθυσμό (25.000) να αυτοδιοικείται. Ο κόμης Raymond VI της Toulouse ήταν τριανταπέντε ετών όταν κληρονόμησε από τον πατέρα του τις τεράστιες πλουσιότατες περιοχές και πόλεις γύρω από τον ποταμό Ροδανό, που τον καθιστούσε το πιο σπουδαίο πρόσωπο της εποχής θεωρώντας τον ισάξιο του μονάρχη. Οι γάμοι του με τους σπουδαιότερους βασιλικούς οίκους της Avignon και της Αγγλίας τον καθιστούσαν ακόμη ισχυρότερο. Παρόλο που ο ίδιος δεν ήταν αιρετικός, αδιαφορούσε για τα δόγματα της Εκκλησίας με αποτέλεσμα να ανέχεται την αίρεση που ήκμαζε ανάμεσα στους υπηκόους του.
Στην αυλή του φιλοξενούσε ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών και ο ίδιος ήταν προστάτης των ποιητών. Το σπουδαιότερο όμως ήταν το γεγονός πως έχαιρε της αγάπης των υπηκόων του. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ήταν αυτονόητο γι’ αυτόν να μην ακολουθήσει τις οδηγίες της Ρώμης για να ηγηθεί εκστρατείας ενάντια των αιρετικών υπηκόων του γιατί στην ουσία θα σήμαινε την κήρυξη εμφυλίου πολέμου. Γι’ αυτή του την άρνηση, όπως θα δούμε, την πλήρωσε πολύ ακριβά με την Ρώμη να τον υποσκάπτει συνεχώς και να εποφθαλμιά την περιουσία του. Ο κόμης δεν έχαιρε της εμπιστοσύνης της Ρώμης, γιατί τον θεωρούσε υπεύθυνο για την εξάπλωση της αίρεσης των Καθαρών στις περιοχές κάτω από την δικαιοδοσία του.
Στην πραγματικότητα οι πληθυσμοί αυτοί δεν έδειχναν κανένα ενθουσιασμό για την διεφθαρμένη παρουσία των εκπροσώπων της Ρωμαϊκής Εκκλησίας ούτε και επιθυμούσαν να υποστηρίξουν σταυροφορίες ενάντια στους αιρετικούς που ζούσαν ανάμεσά τους. Ο Κόμης της Toulouse Raymond αποτελούσε το παράδειγμα για τις άλλες πόλεις και ηρνείτο να οργανώσει την εκστρατεία ενάντια στους αιρετικούς. Η Ρώμη κατέβαλλε κάθε προσπάθεια να υποσκάψει το κύρος του και να στρέψει τον Βασιλιά της Γαλλίας Φίλιππο ενάντια στον Raymond και να ηγηθεί της σταυροφορίας ενάντιά του. Μεγάλο ρόλο στην ευρεία μετάδοση της αίρεσης έπαιξαν οι έμποροι υφασμάτων «οι πραματευτάδες» και οι γιατροί που είχαν εύκολη πρόσβαση στα σπίτια και τα κάστρα των ευγενών.
Για την πλήρη επικράτηση της αίρεσης στις περιοχές αυτές το μεγαλύτερο ρόλο για την κατάσταση ευθύνη φέρει η ίδια η επίσημη Καθολική Εκκλησία με την βαθιά διαφθορά της και τον προκλητικό τρόπο διαβίωσης των ανωτέρων κληρικών της. Ο Πάπας Ιννοκέντιος ΙΙΙ δεν υπέρβαλε όταν έγραφε για τον Αρχιεπίσκοπο της Narbonne και τους βοηθούς του πως ήσαν «τυφλοί άνθρωποι, σκυλιά που δεν έμαθαν να γαυγίζουν, άνθρωποι που είναι ικανοί να κάνουν το κάθε τι για τα χρήματα. Όλοι τους από το μεγαλύτερο ως το μικρότερο διψούν για τα πλούτη, λάτρεις των δώρων. Δικαιολογούν το κακό με την εξαγορά και αρνούνται την δικαιοσύνη για τους δίκαιους. Η παρουσία τέτοιων ανθρώπων οδηγούν τον λαό να βλασφημεί.
Αυτοί οι άνθρωποι μετατρέπουν το καλό σε κακό, μετατρέπουν το φως σε σκοτάδι και το σκοτάδι σε φως, το γλυκό σε ξινό και το ξινό σε γλυκό. Δεν φοβούνται τον Θεό ούτε και εκτιμούν τους ανθρώπους. Έχουν εμπιστευθεί την διακυβέρνηση της Εκκλησίας σε αγράμματους, που συνήθως η διαγωγή τους είναι σκανδαλώδης». Η Αυτή ήταν η κατάσταση όταν ο Πάπας Ιννοκέντιος ο ΙΙΙ ανήλθε στον θρόνο με την αίρεση διασκορπισμένη στη Βόρεια Ιταλία και τη Νότια Γαλλία. Το 1199 ο Πάπας απέστειλε μια αποστολή στις περιοχές από μοναχούς με επικεφαλής τον Πέτρο Castelnaou, πρώην αρχιδιάκονο της Maguelonne και που έγινε ο κύριος εκπρόσωπος του Πάπα, μεταφέροντας επιστολές του Πάπα προς τους κόμητες και ευγενείς με έκκληση να υποβοηθήσουν στο έργο της πάταξης της αίρεσης.
Το έργο του Πέτρου de Castelnaou είχε κάποια απήχηση και περί το τέλος του 1203 ο Κόμης της πόλης της Toulouse Raymond VI συμφώνησε να διακόψει τους δεσμούς του με τους αιρετικούς. Το ίδιο και ο βασιλιάς της Αραγκόν Πέτρος έδωσε την υπόσχεση του για καταστολή της αιρέσεως.
Η Εκκαθάριση των ''Καθαρών''
Οι Καθαροί αποτέλεσαν μια Μεσαιωνική, θρησκευτική αίρεση που έκανε την εμφάνισή της στην Δ. Ευρώπη μεταξύ του 12ου και 14ου αιώνα. Η αίρεση των Καθαρών είχε Μανιχαϊστικές και Γνωστικές καταβολές, καθώς και συνάφειες με την αίρεση των Παυλικιανών της Μ.Ασίας και τους Βογομίλους της Βουλγαρίας. Η πίστη τους ήταν δυϊστική, δηλαδή πίστευαν σε έναν καλό Θεό, τον Θεό της Καινής Διαθήκης και δημιουργό του πνευματικού κόσμο και έναν ομόλογό του «σατανικό» Θεό, τον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης και του υλικού κόσμο. Οι Καθαροί απέρριπταν καθετί φυσικό ως μίασμα, ενώ θεωρούσαν ότι οι ψυχές των ανθρώπων ήταν στην πραγματικότητα αυτές των αιωνίων αγγέλων.
Εγκλωβισμένες στο σάρκινο σώμα και καταδικασμένες να υποβάλλονται σ’ ένα κύκλο μετενσαρκώσεων έως ότου απελευθερωθούν μέσω ενός τελετουργικού που οι Καθαροί αποκαλούσαν Consolamentum. H ως άνω περιγραφείσα σέκτα, αποτέλεσε το θύμα της πρώτης και μοναδικής «σταυροφορίας» σε δυτικό-Ευρωπαϊκό έδαφος. Η επονομαζόμενη σταυροφορία κατα των Αλβιγηνών έλαβε χώρα την άνοιξη του 1208 στην περιοχή του Λανγκντόκ (Languedoc), στον Γαλλικό Νότο -ειρήσθω εν παρόδω, τέσσερα χρόνια μετά την Τέταρη Σταυροφορία που επέφερε την πτώση της Κωνσταντινούπολης- και είχε ως αφορμή την δολοφονία του Παπικού απεσταλμένου, Πέτρου του Καστελνάου (Pierre deCastelnau) από τους Καθαρούς.
Ο Πάπας κήρυξε την σταυροφορία κατά των Αλβιγηνών και κάλεσε τον βασιλιά της Γαλλίας να συμμετάσχει και, παρ’ότι δεν συμμετείχε αυτοπροσώπως, επέτρεψε την συμμετοχή βαρόνων του, όπως ο βαρώνος Σιμόν του Μονφόρ (Simon de Montfort) και ο Μπουσάρντ του Μαρλύ (Buchard deMarly). Υπό μία άλλη οπτική, η σταυροφορία αυτή θα μπορούσε να ιδωθεί ως ένας εμφύλιος πόλεμος των ευγενών της Βορείου Γαλλίας εναντίον εκείνων της Νοτίου. Τα γεγονότα εκτυλίχθηκαν ωςεξής:
Η πρώτη μεγάλη επιχείρηση της εκστρατείας ήταν η πολιορκία της πόλης Μπεζιέ (Béziers), τον Ιούλιο του 1209. Επικεφαλής της πολιορκίας ήταν ο ανάλγητος αββάς του Σιτώ (Cîteaux), Αρνώ-Αμωρί(Arnaud-Amaury). Οι πολιορκούμενοι, μεταξύ των οποίων ήταν και καθολικοί, επεχείρησαν μία έξοδο, η οποία απέτυχε, και οδηγήθηκαν πάλι πίσω από τα τείχη. Διαβόητη θεωρείται η φημολογούμενη απάντηση του αββά στην ερώτηση πώς θα διακρίνουν τους καθολικούς από τους αιρετικούς:« Σκοτώστε τους όλους και ο Θεός θα αναγνωρίσει τους δικούς τους». Όπερ και εγένετο – το πρώτο σκέλος τουλάχιστον.
Η πόλη ισοπεδώθηκε, οι σταυροφόροι εισέβαλαν στην εκκλησία της Αγίας Μαγδαληνής έσυραν τους «ικέτες» έξω και τους εκτέλεσαν. Σε ολόκληρη την πόλη, αιρετικοί και μη τυφλώθηκαν, ακρωτηριάστηκαν και σφαγιάσθηκαν. Αναφέρεται ότι εξοντώθηκαν συνολικά είκοσι χιλιάδες άτομα εκεί. Εν συνεχεία, οι σταυροφόροι κατέλαβαν την Καρκασσόν (Carcassone), συνέλαβαν και φυλάκισαν τον ηγεμόνα της περιοχής, Ρεϋμόνδο Ρογήρο (Raymond Roger).Τον Σεπτέμβριο του 1213, ο Σιμόν ντε Μονφόρ συνέτριψε υπέρτερες δυνάμεις στην μάχη του Μουρέ, στην οποία σκοτώθηκε ο άλλος μεγάλος αντίπαλος των σταυροφόρων, Πέτρος της Αραγονίας.
Η εκστρατεία έληξε με την υπογραφή της συνθήκης των Παρισίων, το 1229, με την οποία οι ηγεμόνες του Λανγκντόκ έχαναν κάθε ίχνος ανεξαρτησίας. Παρ’ όλα αυτά, το «κυνήγι μαγισσών» ενάντια στους εναπομείναντες θύλακες Καθαρών συνεχίστηκε με πρωταγωνιστή την Ιερά Εξέταση, από το 1234 και έπειτα. Άλλη στιγμή ορόσημο για το κυνήγι των Καθαρών είναι η πολιορκία του οχυρού Μονσεγκούρ το 1243 - 1244 με αποκορύφωμα την καύση των αρχηγών τους. Στις προσεχείς δεκαετίες οι Καθαροί, μοναχοί και χωρικοί, κυνηγήθηκαν αμφότεροι και όσοι δεν μετανοούσαν, καίγονταν στην πυρά. Το 1321 εξοντώθηκε και ο τελευταίος parfait των Καθαρών.
Μία τέτοια προσπάθεια τής Ιεράς Εξέτασης είναι αυτή του επισκόπου Ζακ Φουρνιέ, κατοπινού Πάπα Βενέδικτου ΙΒ', όπως την αφηγείται ο Emmanuel Le Roy Ladurie στο βιβλίο του: Μονταγιού, ένα Οξιτανικό χωριό από το 1294 έως το 1324. Τέλος, σημαντικό είναι να ειπωθεί πως η εκστρατεία εναντίον των Αλβιγηνών συνετέλεσε στην εδραίωση και την ισχυροποίηση τής Ιεράς Εξέτασης.
Η ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ''ΚΑΘΑΡΩΝ'' - Η ΑΡΧΗ (1209 - 1229)
Ήδη από τον 11ο αιώνα η Καθολική Εκκλησία προσπάθησε να εξαλείψει την αίρεση. Οι πρώτες εκτελέσεις έγιναν στην Τουλούζη το 1022. Ιεροκήρυκες στάλθηκαν στη νότια Γαλλία για να αποκαταστήσουν την τάξη. Οι Σύνοδοι της Βιέννης (Charroux) το 1028 και της Τουλούζης το 1056, καταδίκασαν την αίρεση. Το 1147 ο Πάπας Ευγένιος Γ' έστειλε αντιπροσωπεία στην περιοχή, αλλά δεν πέτυχε κάτι ουσιαστικό. Ακολούθησαν οι αποστολές του καρδιναλίου Πέτρου, το 1178, στην περιοχή της Τουλούζης, και του καρδιναλίου Ερρίκου, επισκόπου του Άλμπαν το 1181. Αν και οι παπικοί απεσταλμένοι κατέφυγαν τόσο στην πειθώ του λόγου, όσο και στην πειθώ των όπλων, οι επιτυχίες τους ήταν αποσπασματικές.
Η αίρεση είχε ριζώσει καλά στο Λανγκεντόκ. Ούτε οι συνοδικές αποφάσεις περιόρισαν την επέκτασή της. Η Σύνοδος της Τούρ (1163) και η Γ' Σύνοδος του Λατερανού (1179) αναθεμάτισαν τους «Καθαρούς», χωρίς να καταφέρουν να τους εξοντώσουν. Στα τέλη του 12ου αιώνα ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ' (γνωστός και από την ανάμιξή του στην καταστροφική για το Βυζάντιο Δ' Σταυροφορία) ανέλαβε δράση εναντίον τους. Απέστειλε το 1204 και το 1206 σημαίνοντες μοναστικούς ηγέτες στην περιοχή εξάπλωσης της αίρεσης για να την εξαρθρώσει. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ο Αρνολντ Αμάλρικ (Arnold Amalric ή Arnaud Amaury), ηγούμενος της γνωστής μονής του Σιτώ, και ο Ντομίνγκο ντε Γκούζμαν, μετέπειτα Αγιος της Καθολικής Εκκλησίας και ιδρυτής του μοναστικού Τάγματος των Δομηνικανών.
Μέχρι το 1207 οι «Καθαροί», που είχαν την ανεπίσημη υποστήριξη ή, τουλάχιστον, την ανοχή του κόμη της Τουλούζης Ραϊμόνδου ΣΤ', δεν κινδύνευσαν σοβαρά από την Παπική απειλή. Όμως εκείνο τον χρόνο ο Ιννοκέντιος ζήτησε τη στρατιωτική αρωγή του βασιλιά Φιλίππου Β' της Γαλλίας. Το 1209 ο Ραϊμόνδος αναγκάστηκε να συναινέσει στις Παπικές επιταγές, φοβούμενος για την εξουσία του μετά τον αφορισμό του από τον Ιννοκέντιο έναν χρόνο πριν. Οι «Καθαροί» έχασαν έναν σημαντικό υποστηρικτή. Τον Ιούλιο του 1209 οι σταυροφόροι συγκεντρώθηκαν για το κρίσιμο κτύπημα στην αίρεση. Στις τάξεις τους βρέθηκαν και αρκετοί καιροσκόποι που περίμεναν να επωφεληθούν από τις περιουσίες των «Καθαρών».
Οι προθέσεις τους έγιναν μάλιστα σαφείς από την πρώτη επιχείρηση, την κατάληψη της πόλης Μπεζιέρ. Η σφαγή που ακολούθησε ήταν μαζική. Μολονότι πολλά από τα θύματα δεν ήταν οπαδοί της αίρεσης αλλά καθολικοί, ο Παπικός «επίτροπος» της σταυροφορίας, Αρνολντ Αμάλρικ, δεν πτοήθηκε: «Σκοτώστε τους όλους. Ο Θεός θα ξεχωρίσει τους δικούς του». Με αυτό τον τρόπο έγινε φανερό ότι η εποχή των παραινέσεων και του κηρύγματος είχε περάσει. Ήταν η ώρα της Ιεράς Εξέτασης και των φλεγόμενων στύλων στους οποίους καίγονταν οι αιρετικοί. Μετά την Μπεζιέρ οι σταυροφόροι κατευθύνθηκαν δυτικά και κατέλαβαν τις πόλεις Ναρμπόν και Καρκασόν.
Πρωταγωνιστής είχε αναδειχθεί ο Σιμόν ντε Μονφόρ (Simon de Montfort, πόλη βορείως της Τουλούζης). Εκείνος κατέλαβε την ευρύτερη περιοχή γύρω από την Τουλούζη, αποκλείοντας τον -ύποπτο για τους παπικούς- Ραϊμόνδο στην πόλη. Εξάλλου το κίνητρο γι’ αυτόν ήταν μεγάλο: οι κατακτημένες περιοχές περιήλθαν στην κυριότητά του. Αυτό το γεγονός ενόχλησε τον βασιλιά της Αραγωνίας Πέτρο, ο οποίος θεωρούσε ότι τα γαλλικά εδάφη που συνόρευαν με τα Πυρηναία ήταν στη δικαιοδοσία του. Στο πρόσωπό του ο Ραϊμόνδος βρήκε έναν ανέλπιστο υποστηρικτή, αλλά και έναν επικίνδυνα παρορμητικό σύμμαχο.
Η ανωριμότητα του Πέτρου κατά τη μάχη που έγινε στις 12 Σεπτεμβρίου κοντά στην Τουλούζη, στη Μουρέ, κόστισε τη ζωή του και μια καθοριστική ήττα για τους «Καθαρούς». Ειδικά όταν ο πρίγκιπας Λουδοβίκος Η' εισέβαλε στο Λανγκεντόκ, ο Ραϊμόνδος αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Διάδοχός του ήταν ο γιος του Ραϊμόνδος Ζ'. Η κυριαρχία του Σιμόν στα περισσότερα εδάφη που κατέκτησαν οι σταυροφόροι επικυρώθηκε. Ενώ όλα έδειχναν ότι η σταυροφορία είχε επιτύχει, ο Ραϊμόνδος και ο γιος του επικράτησαν έναντι των σταυροφόρων στην Μποκέρ, (μεταξύ Αρλ και Αβινιόν). Μάλιστα το 1218 ο Σιμόν σκοτώθηκε σε μάχη και οι παπικοί έχασαν τον έλεγχο του Λανγκεντόκ και της Τουλούζης.
Το 1222 πέθανε και ο Ραϊμόνδος, ωστόσο η σταυροφορία αποτελματώθηκε. Ο γιος του Σιμόν, Αμάλρικ, δεν είχε τα χαρίσματα του πατέρα του και ο Ραϊμόνδος Ζ' ενίσχυσε τις θέσεις του, μολονότι αφορίστηκε κι αυτός το 1225. Η κατάσταση στην οποία περιήλθε η επιχείρηση εκρίζωσης της αίρεσης ανάγκασε τον πάπα Ονώριο Γ' να καλέσει εκ νέου σταυροφορία. Αυτή τη φορά έλαβε τα ηνία ο ίδιος ο βασιλιάς Λουδοβίκος Η' της Γαλλίας ο οποίος κατέλαβε τις ανυπότακτες περιοχές εκτός από την Τουλούζη, που ακόμη αντιστεκόταν. Ο θάνατός του στις 8 Νοεμβρίου 1226 άφησε την ηγεσία της επιχείρησης στα χέρια του Υμπέρ ντε Μποζώ.
Οι δύο πλευρές είχαν εξαντληθεί από τον πολυετή πόλεμο και ο Ραϊμόνδος Ζ' αναγκάστηκε να δηλώσει υποτέλεια (Συμφωνία του Παρισιού, 12 Απριλίου 1229 - συμφωνήθηκε στην πόλη Mω, κοντά στο Παρίσι) στον νέο βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο Θ', προκειμένου να σώσει τα εδάφη και την εξουσία του. Παρά την υποταγή του Λανγκεντόκ στο γαλλικό στέμμα η αίρεση δεν καταπνίχθηκε, θρήνησε όμως εκατοντάδες πιστούς της που πέθαναν στην πυρά της Ιεράς Εξέτασης. Το χειρότερο γι' αυτήν ήταν ότι η Ιερά Εξέταση είχε εγκατασταθεί πλέον στο Λανγκεντόκ.
ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑΣ
Θεωρείται βέβαιο ότι η αίρεση των Καθαρών προήλθε από τον Παυλικιανισμό της Μικράς Ασίας, ο οποίος μεταφυτεύθηκε ως αίρεση των Βογομίλων στην Βουλγαρία και εν συνεχεία έφτασε στην Προβηγκία και στην Λανγκντόκ. Η αίρεση έκανε την εμφάνισή της στο Λανγκντόκ στη διάρκεια του 12ου αιώνα, με την δημιουργία, την ίδια περίοδο, έξι επισκοπών των Καθαρών. Έχοντας απέναντί της έναν Χριστιανικό κλήρο πλούσιο και εξαγορασμένο, μερικές φορές, και καταγγέλλοντας αυτή την κατάσταση, η νέα αυτή θρησκεία δεν συνάντησε ιδιαίτερα εμπόδια για την ανάπτυξή της εντός των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, αρχικά, και στην συνέχεια των ανώτερων.
Αντίθετα από τους θεμελιώδεις κανόνες της Εκκλησίας, οι Καθαροί επηρεασμένοι από τον Μανιχαϊσμό, υποστήριζαν ότι το σύμπαν διαιρείται στο Καλό (Θεός, Πνεύμα) αφ’ ενός και στο Κακό (Σατανάς, Ύλη) αφ' ετέρου. Η δημιουργία του θεατού κόσμου, ατελής, είναι έργο του Σατανά και οι Καθαροί υποχρεούνταν να αφήσουν την "φυλακή" του σώματός τους για να επιστρέψουν στον Θεό. Γι' αυτό τον λόγο, πίστευαν σε μια φτωχική ζωή σε συνδυασμό με την μετάνοια, ώστε να φτάσουν στην πνευματική τελειότητα. Ορισμένοι Καθαροί προορίζονταν για την ιδιότητα του κληρικού και αφού χειροτονούνταν, ζούσαν ζωή ασκητική, φέροντας τον τίτλο Perfecti (τέλειοι).
Οι καθαροί απέρριπταν, επίσης, όλες τις Χριστιανικές τελετές, αναγνωρίζοντας μόνο μία, τοconsolamentum, το οποίο έφερνε την σωτηρία αυτού που το δεχόταν, έπρεπε όμως να γίνει στο τέλος της ζωής του πιστού ώστε να μη υποπέσει πάλι αυτός σε αμαρτήματα. Σε πολλές περιπτώσεις οι Perfecti κατηγορήθηκαν ότι έπεισαν ασθενείς να πεθάνουν από την πείνα ή ότι τους έπνιγαν με την συγκατάθεσή τους, για να κερδίσουν έτσι αυτοί τον παράδεισο. Αυτή η κατάσταση ήταν ιδιαιτέρως ανησυχητική για την Εκκλησία, καθώς επρόκειτο για μία αντιεκκλησιαστική κίνηση που αναπτυσσόταν σε χριστιανικά εδάφη και ήδη από το 1119 Πάπας Κάλλιστος Β' την είχε αποκηρύξει.
Το 1177, ο κόμης Ραϊμόνδος Ε' της Τουλούζης είχε ζητήσει την βοήθεια του Αββαείου του Σιτώ για την καταπολέμηση αυτής της αίρεσης που κέρδιζε συνεχώς έδαφος. Ένα εκστρατευτικό σώμα στρατού του οποίου ηγούνταν ο κόμης και ο αββάς Ερρίκος του Μαρσιάκ πολιόρκησε την Λαβώρ, η οποία ήταν γνωστή ως η εστία της αίρεσης. Όταν η πόλη παραδόθηκε, δύο εκπρόσωποι των Καθαρών αιχμαλωτίστηκαν και απαρνήθηκαν την πίστη τους. Ο Ερρίκος του Μαρσιάκ επέστρεψε, τότε, στο αββαείο του, αλλά η αίρεση αναζωογονήθηκε μετά την αποχώρησή του. Όταν ο Ραϊμόνδος ΣΤ' διαδέχτηκε τον πατέρα του, το 1194, η αίρεση αυτή είχε σε τέτοιο βαθμό διεισδύσει στα εδάφη του ώστε του ήταν αδύνατο να προβεί σε οποιαδήποτε κίνηση χωρίς να προκαλέσει εξεγέρσεις εντός των κομητειών του.
Άλλωστε ένα τμήμα της διοικούσας τάξης είχε ασπαστεί τον Καθαρισμό, και επωφελήθηκε καταλαμβάνοντας τις εκκλησιαστικές ιδιοκτησίες. Ο υποκόμης του Μπεζιέ Ρογήρος Β' λεηλάτησε κι έκαψε ένα μοναστήρι, και φυλάκισε τον ηγούμενό του και τον επίσκοπο του Αλμπί. Ο κόμης του Φουά έδιωξε τους μοναχούς από την μονή του Παμιέ και την έκανε στρατώνα. Ο ίδιος ο Ραϊμόνδος ΣΤ' κατέστρεψε πολλές εκκλησίες και καταδίωξε τους μοναχούς του Μουασσάκ, με αποτέλεσμα να αφοριστεί. Κατά την έναρξη της βασιλείας του, ο πάπας Ιννοκέντιος Γ' ανησυχούσε ιδιαιτέρως για την αυξανόμενη επιρροή της Εκκλησίας των Καθαρών στο Λανγκντόκ.
Αλλά οι αρχιεπίσκοποι του Ος και της Ναρμπόν καθώς και ο επίσκοπος της Μπεζιέ δεν συμμορφώνονταν με τις υποδείξεις των λεγάτων του. Ο Ιννοκέντιος απέστειλε αρκετούς ιερωμένους, μεταξύ των οποίων ο άγιος Δομίνικος και ο Γκυ ντε Βω ντε Σερναί, για την επιστροφή των κατοίκων της περιοχής στον καθολικισμό. Οι αλλαξοπιστίες ήταν σπάνιες στην αρχή, κι έτσι ο Δομίνικος είχε την ιδέα της δημιουργίας του Τάγματος των Δομινικανών, το οποίο βασιζόταν σε ζωή περιπλάνησης και προσευχής στον Ιησού, με στόχο την καλύτερη προσέγγιση των τοπικών πληθυσμών. Η υποδειγματική ζωή του είχε σαν αποτέλεσμα αρκετούς προσηλυτισμούς Καθαρών.
Το ίδιο χρονικό διάστημα, ο Πάπας διόρισε τον Πιέρ ντε Καστελνώ, ως εκπρόσωπό του στους ευγενείς και τους ανώτατους κληρικούς του Λανγκντόκ, ώστε αυτός να τους πείσει για την ανάγκη λήψης μέτρων κατά των Καθαρών, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία. Ο Ραϊμόνδος αρνήθηκε να επιβάλει διά της βίας της απόψεις της Εκκλησίας και προσφέρθηκε να μεταστρέψει τους αιρετικούς διά της πειθούς. Αφορίστηκε στις αρχές του Ιανουαρίου του 1208, δήλωσε μετάνοια, έλαβε άφεση αλλά δεν έκανε τίποτα. Λίγο καιρό αργότερα, στις 14 Ιανουαρίου 1208, ο Πιέρ ντε Καστελνώ δολοφονήθηκε, ενώ εγκατέλειπε το Σαιν-Ζιλ για να επιστρέψει στον Πάπα.
Η ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΑΡΟΝΩΝ (1209)
Ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ' αποφάσισε τότε την οργάνωση εκστρατείας κατά των Καθαρών, δίνοντας, σε όσους συμμετείχαν, τις ίδιες αφέσεις αμαρτιών και προνόμια με όσους μάχονταν στους Αγίους Τόπους. Αφόρισε και πάλι τον Ραϊμόνδο, επέβαλε το interdictum (εκκλησιαστική απαγόρευση) στα εδάφη του και τα προσέφερε στους νέου είδους σταυροφόρους. Αν και κατά πολύ διαφορετική ως προς τον στόχο από τις προηγούμενες Σταυροφορίες, αυτή η εκστρατεία έλαβε την ονομασία «Σταυροφορία των Αλβιγηνών» ή «Σταυροφορία εναντίον των Αλβιγηνών». Αυτή η Σταυροφορία, έδωσε ένα άλλο νόημα στην συγκεκριμένη έννοια, καθώς πλέον ο πόλεμος γινόταν κατά των εχθρών του Πάπα.
Ο Αρνώ Αμωρί (ή Αρνώ Αμαλρίκ) και ο Γκι ντε Βω ντε Σερναί ταξίδεψαν ανά το Βασίλειο της Γαλλίας με στόχο την προσέλκυση βαρόνων για συμμετοχή στην « Σταυροφορία». Ο Πάπας ζήτησε, αρχικά, από τον βασιλιά της Γαλλίας Φίλιππο Αύγουστο να τεθεί επικεφαλής αυτής της εκστρατείας, αλλά ο τελευταίος αρνήθηκε. Αυτό εξηγούνταν από πολλούς λόγους.
Τρεις μεγάλοι φεουδάρχες ήταν κύριοι τότε του Λανγκντόκ: ο βασιλιάς Πέτρος Β' της Αραγωνίας, κόμης επίσης της Βαρκελώνης, του Ζεβωντάν, του Ρουσιγιόν, άρχοντας του Μονπελιέ και επικυρίαρχος αρκετών μικρότερων φεουδαρχών, ο Ραϊμόνδος ΣΤ', κόμης της Τουλούζης και ο Ραϊμόν-Ροζέ Τρενκαβέλ, υποκόμης της Μπεζιέ, της Καρκασσόν και του Αλμπί. Για να απομακρύνει την απειλή αυτή από τα εδάφη του και, καθώς δεν είχε καταλήξει σε συμφωνία με τον Τρενκαβέλ για από κοινού άμυνα, ο Ραϊμόνδος ΣΤ' αναγκάστηκε να πάρει μέρος στην Σταυροφορία. Για πολλοστή φορά ζήτησε και έλαβε άφεση. Στις 18 Ιουνίου 1209 στην εκκλησία του Σαιν-Ζιλ δήλωσε μετάνοια και μαστιγώθηκε ημίγυμνος δημόσια.
Ο Ραϊμόνδος εντάχτηκε στην Σταυροφορία, και, συνεπώς, δεν μπορούσε να δεχτεί επίθεση. Ο Πέτρος Β' της Αραγωνίας ήταν ισχυρός βασιλιάς και ο Καθαρισμός είχε αδύναμη παρουσία στα εδάφη του, έτσι οι Σταυροφόροι αποφάσισαν να μην του επιτεθούν. Ο Αρνώ Αμωρί ανακοίνωσε, τότε, πως θα γινόταν επίθεση στις κτήσεις του Ραϊμόν-Ροζέ Τρενκαβέλ, υποκόμη του Αλμπί, της Μπεζιέ και της Καρκασσόν, περιοχές που φιλοξενούσαν μεγάλο αριθμό Καθαρών. Κι ενώ η Σταυροφορία είχε φτάσει στο Μονπελιέ, ο τελευταίος παρουσιάστηκε, ζητώντας συνάντηση με τον λεγάτο Αρνώ Αμωρί.
Παρουσίασε ως επιχείρημα τον ισχυρό δεσμό του και την πίστη του στην Καθολική Εκκλησία και επιχείρησε διαπραγμάτευση, όμως, ο λεγάτος απαίτησε πλήρη υποταγή του, κάτι που ο νεαρός υποκόμης αρνήθηκε.
Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΜΠΕΖΙΕ
Με το τέλος κιόλας της συνάντησης, ο Τρενκαβέλ κήρυξε το Μπεζιέ σε κατάσταση πολιορκίας και συγκέντρωσε οπλισμό και προμήθειες. Πράγματι, καθώς οι Σταυροφόροι όφειλαν σαράντα μόνο μέρες υπηρεσίας στην Σταυροφορία, ήλπιζε πως με το πέρας αυτής της χρονικής περιόδου, η στρατιωτική δύναμη των Σταυροφόρων θα ελαττωνόταν. Καθώς η Μπεζιέ είχε οχυρωθεί, ο Τρενκαβέλ πήγε στην Καρκασσόν για να συγκεντρώσει επικουρία. Οι οχυρώσεις του Μπεζιέ ήταν αρκετά γερές και ισχυρές ώστε η πόλη να αντέξει μεγάλη, σε διάρκεια, πολιορκία.
Αλλά η απερισκεψία ορισμένων κατοίκων έδωσε την ευκαιρία στους Σταυροφόρους να εισβάλλουν αιφνιδιαστικά στην πόλη, στις 22 Ιουλίου 1209, όπου κατέσφαξαν χιλιάδες υπερασπιστές αδιακρίτως, είτε ήταν αυτοί Καθαροί είτε Καθολικοί. Σύμφωνα με μοναχό που έγραψε είκοσι χρόνια αργότερα, όταν ο Αρνώ ρωτήθηκε αν πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ Καθολικών και Καθαρών, απάντησε : «Σκοτώστε τους όλους. Ο Θεός θ’ αναγνωρίσει τους δικούς του».
Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΡΚΑΣΣΟΝ
Στις 26 Ιουλίου, οι Σταυροφόροι αποχώρησαν από την Μπεζιέ, η οποία δεν ήταν πλέον παρά ένας σωρός ερειπίων, και κατευθύνθηκαν στην Καρκασσόν. Μετά την κατάληψη της Μπεζιέ, ο Τρενκαβέλ δεν είχε άλλη επιλογή από το να οχυρωθεί στην πόλη περιμένοντας να περάσει ο κίνδυνος. Σε καιρό ειρήνης, η πόλη φιλοξενούσε τρεις με τέσσερις χιλιάδες κατοίκους, αλλά ο πληθυσμός αυτός αυξήθηκε με τους πρόσφυγες, λόγω της Σταυροφορίας. Αυτή, έφτασε στις πύλες της πόλης την 1η Αυγούστου. Στις 3 Αυγούστου, μία πρώτη επίθεση έδωσε την δυνατότητα στους Σταυροφόρους να καταλάβουν την βόρεια συνοικία της Καρκασσόν και να πάρουν, έτσι, υπό τον έλεγχό τους τα σημεία ανεφοδιασμού των πολιορκημένων σε νερό.
Την επόμενη, μια επίθεση ενάντια στο Castellare, τη νότια συνοικία της πόλης, απωθήθηκε, και οι Σταυροφόροι πολιόρκησαν κανονικά την πόλη. Ο Τρενκαβέλ πραγματοποίησε έξοδο, σκοτώνοντας όσους στρατιώτες βρίσκονταν στις συνοικίες και βάζοντάς τους φωτιά ώστε να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους επιτιθέμενους. Τότε, ο βασιλιάς της Αραγωνίας Πέτρος έφτασε στην Καρκασσόν. Πράγματι, ήταν άρχοντας αρκετών φέουδων στο Λανγκντόκ, ορισμένα των οποίων ανήκαν στον Τρενκαβέλ, και προσπαθούσε να επεκτείνει την εξουσία του στην περιοχή. Η εμφάνιση ενός στρατού όπως ο σταυροφορικός δεν μπορούσε παρά να του προκαλέσει ανησυχία, και παρουσιάστηκε ως διαμεσολαβητής, ώστε τα πράγματα να επιστρέψουν γρήγορα σε μία τάξη.
Επιθυμώντας να διατηρήσει την ειρήνη με την Εκκλησία, κάλεσε τον Τρενκαβέλ σε διαπραγματεύσεις με τον λεγάτο, αλλά η αδιαλλαξία του τελευταίου τις οδήγησε σε ναυάγιο. Η έλλειψη νερού, ο υπερπληθυσμός της πόλης και οι άθλιες συνθήκες υγιεινής, οδήγησαν τον Υποκόμη σε νέες διαπραγματεύσεις για παράδοση. Από την άλλη μεριά οι Σταυροφόροι επιθυμούσαν την αποφυγή μιας νέας ανεξέλεγκτης λεηλασίας. Χρειάζονταν τα λάφυρα για την χρηματοδότηση των πολεμικών τους επιχειρήσεων, ενώ έπρεπε να ορίσουν νέο Υποκόμη που θα αντικαθιστούσε τον Τρενκαβέλ και ο οποίος θα έπρεπε να διαθέτει τις οικονομικές δυνατότητες να συνεχίσει την εκστρατεία εναντίον των Καθαρών.
Έτσι, υπογράφηκε συμφωνία στις 15 Αυγούστου : η Καρκασσόν συνθηκολόγησε και η ζωή χαρίστηκε στους ευγενείς και στους λοιπούς κατοίκους της πόλης υπό τον όρο να την εγκαταλείψουν με μόνο ό,τι φορούσαν. Ο Τρενκαβέλ παραδόθηκε στους Σταυροφόρους ως όμηρος και πέθανε λίγο καιρό αργότερα στην φυλακή, σε ηλικία 24 ετών.
Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΛΑΝΓΚΤΟΚ (1209 - 1213)
Κατά το παρελθόν, πολλές ήταν οι πολεμικές επιχειρήσεις που είχαν οργανωθεί κατά των Καθαρών. Αλλά με την αναχώρηση των στρατευμάτων, η αίρεση αναγεννιόταν κάθε φορά, ακόμη πιο ισχυρή. Για ν' αποφευχθεί αυτό το ενδεχόμενο και να μπει ένα οριστικό τέλος στην αίρεση, ο λεγάτος του πάπα αποφάσισε να εμπιστευτεί την διοίκηση των υποκομητειών του Τρενκαβέλ σε έναν Σταυροφόρο, με αποστολή την συνέχιση της εκστρατείας κατά της αίρεσης. Καθώς αυτό θα του παρείχε την δυνατότητα να αυξήσει την έκταση των εδαφών του, ο Ραϊμόνδος ΣΤ' της Τουλούζης αυτοπροτάθηκε, αλλά καθώς η μεταμέλειά του ήταν αρκετά πρόσφατη, σε βαθμό να φαντάζει ύποπτη στον Αρνώ Αμωρί, ο οποίος την απέρριψε.
Έγινε πρόταση στην συνέχεια στον Ερβέ Δ' ντε Ντονζί, κόμη της Νεβέρ, ο οποίος, αν και φιλόδοξος, αρνήθηκε, υποστηρίζοντας πως διέθετε, ήδη, μεγάλο αριθμό εδαφών και πως επιθυμούσε να επιστρέψει σε αυτά. Παρομοίως, ο δούκας της Βουργουνδίας, και έπειτα ο κόμης του Σαιν-Πολ αρνήθηκαν αυτή την τιμή. Καθώς οι τρεις σημαντικότεροι βαρόνοι της Σταυροφορίας αρνήθηκαν, ο Αρνώ Αμωρί προέδρευσε επιτροπής αποτελούμενης από δύο επισκόπους και τέσσερις βαρόνους, η οποία επέλεξε τον Σιμόν Δ΄ ντε Μονφόρ για την συνέχιση της εκστρατείας.
Ο τελευταίος, αρχικώς, αρνήθηκε, αλλά η επιμονή του φίλου του Γκι ντε Βω ντε Σερναί και του Αρνώ Αμωρί τον οδήγησαν στο να αλλάξει γνώμη. Δέχτηκε, υπό τον όρο ότι όσοι βαρόνοι ήσαν παρόντες θα έδιναν όρκο πως θα έρχονταν σε βοήθειά του, εφόσον βρισκόταν σε κίνδυνο.
Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΡΑΖΕ
Η πρώτη δυσκολία του Σιμόν εμφανίστηκε με το πέρας του σαρανταημέρου, που επήλθε λίγο μετά την παράδοση της Καρκασσόν. Ο Σιμόν ικέτευσε τον δούκα της Βουργουνδίας και τον κόμη του Νεβέρ να παραμείνουν λίγο καιρό ακόμη. Ο δούκας της Βουργουνδίας δέχτηκε, από φιλία, ενώ ο κόμης της Νεβέρ αρνήθηκε και εγκατέλειψε το Λανγκντόκ. Ο Ραϊμόνδος ΣΤ' της Τουλούζης κατέλαβε, επίσης, ορισμένα κάστρα, αλλά περισσότερο για να επεκτείνει τα εδάφη του και επέστρεψε στην πρωτεύουσα της κομητείας του. Με τον δούκα της Βουργουνδίας, ο Σιμόν κατέλαβε το Φανζώ, ενώ στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Αλζόν, θέση που θεωρούσε στρατηγικής σημασίας.
Εκεί, δέχτηκε μια αντιπροσωπεία από την πόλη της Καστρ, όπου μετέβη και δέχτηκε την υποταγή των κατοίκων της. Στη συνέχεια, επεχείρησε να καταλάβει τα Κάστρα του Λαστούρ, αλλά αναγκάστηκε να λύσει την πολιορκία μετά την αποχώρηση του δούκα της Βουργουνδίας. Είχε, τότε, στην διάθεσή του μονάχα τριάντα ιππότες και ένα στράτευμα περίπου πεντακοσίων στρατιωτών. Κατόπιν αιτήματος του Αββά του Αγίου-Αντωνίνου του Παμιέ, κατέλαβε το Μιρπουά, το οποίο παραχώρησε στον γυναικάδερφό του, Γκι ντε Λεβί, κατέστρεψε τον Οίκο των Perfecti που είχε ιδρύσει στο Παμιέ η αδερφή του κόμη του Φουά και κατέλαβε το Σαβερντάν.
Στη συνέχεια, επέστρεψε στα εδάφη του, όπου και δέχτηκε την υποταγή των κατοίκων του Αλμπί. Έπειτα, κατέλαβε το Πρεϊσάν και πολλοί άρχοντες της περιοχής του δήλωσαν υποταγή. Έχοντας λάβει τις νέες του κτήσεις από την Εκκλησία, ο Σιμόν έπρεπε, πλέον, να νομιμοποιήσει την κατοχή τους με την αναγνώρισή της από τον επικυρίαρχο των υποκομητειών αυτών, τον βασιλιά Πέτρο Β΄ της Αραγωνίας. Τον συνάντησε στη Ναρμπόν, αλλά ύστερα από διάστημα δεκαπέντε ημερών, ο βασιλιάς παρέμενε αναποφάσιστος αναφορικά με την αναγνώρισή του ως υποτελούς του. Τότε ακριβώς, στις 10 Νοεμβρίου 1209, πέθανε ο Ραϊμόν-Ροζέ Τρενκαβέλ και οι εχθροί του Μονφόρ διέδιδαν πως είχε δολοφονηθεί.
Τότε ξέσπασε επαναστατικός αναβρασμός στην περιοχή, ο εξάδερφος του Σιμόν Μπουσάρ ντε Μαρλί έπεσε σε ενέδρα του άρχοντα Πιέρ-Ροζέ ντε Καμπαρέ, και αρκετά από τα κάστρα του πολιορκήθηκαν. Ο Ζιρώ ντε Πεπιέ, ένας από τους άρχοντες που είχαν δώσει όρκο πίστης στον Μονφόρ, πολιόρκησε και κατέλαβε το κάστρο του Πουϊσεργκιέ. Οι υπερασπιστές του, δύο ιππότες και πενήντα στρατιώτες, παραδόθηκαν με τον όρο να τους χαριστεί η ζωή. Καθώς ο Μονφόρ πλησίαζε στο κάστρο, ο Ζιρό εκτέλεσε τους στρατιώτες και διέφυγε προς την Μινέρβ παίρνοντας μαζί του τους δύο ιππότες, τους οποίους αργότερα απελευθέρωσε, αφού πρώτα τους τύφλωσε και τους έκοψε τα αυτιά και την μύτη.
Ανάλογη τύχη είχαν κι άλλα κάστρα, με την φρουρά τους να κατασφάζεται και αυτά να περνάνε στην κατοχή των αρχόντων της περιοχής του Λανγκντόκ. Ο Σιμόν ντε Μονφόρ δεν είχε, πλέον, στην κατοχή του παρά μονάχα ορισμένες πόλεις και ξεκίνησε προετοιμασίες για την, εκ νέου, κατάληψη του συνόλου της περιοχής. Ξεκίνησε καταλαμβάνοντας το Μπραμ, κοντά στο Αλζόν και δείχνοντας βαρβαρότητα ανάλογη αυτής του Ζιρώ ντε Πεπιέ : οι άρχοντες που καταπάτησαν τον όρκο πίστης τους σύρθηκαν από άλογα, προτού κρεμαστούν, ενώ οι υπόλοιποι τυφλώθηκαν και τους κόπηκε η μύτη. Δεκαπέντε μέρες αργότερα, κατέλαβε το κάστρο του Μιραμόν, κοντά στην Καρκασσόν.
Αντιλαμβανόμενος πως ο Μονφόρ δεν θα αποχωρούσε εύκολα από το Λανγκντόκ, ο βασιλιάς της Αραγωνίας ήρθε σε επικοινωνία με τον κόμη της Φουά, αλλά δύο παρεμβάσεις του Σιμόν ντε Μονφόρ διέκοψαν τις διαπραγματεύσεις στο Παμιέ. Στις αρχές του Ιουνίου του 1210, οι κάτοικοι της Ναρμπόν προσήλθαν στον Σιμόν ντε Μονφόρ, προσφέροντάς του την βοήθειά τους ενάντια στην πόλη της Μινέρβ. Ο Σιμόν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να πολιορκήσει την πόλη, όπου είχε καταφύγει μεγάλος αριθμός τελείων (perfecti) και Καθαρών. Σε πρώτο στάδιο, διέταξε την κατασκευή ενός μεγάλου καταπέλτη, της «Malvoisine», ο οποίος κατέστρεψε το δίκτυο ύδρευσης της πόλης.
Η πόλη συνθηκολόγησε στις 22 Ιουλίου, με τον άρχοντα να έχει εξασφαλίσει την ασφάλεια των κατοίκων, των στρατιωτών και των Καθαρών που θα δέχονταν να απαρνηθούν την πίστη τους. Εκατόν σαράντα perfecti, οι οποίοι αρνήθηκαν να κάνουν κάτι τέτοιο, οδηγήθηκαν στην πυρά. Τρομαγμένο από την επιτυχία της πολιορκίας της Μινέρβ, το Μονρεάλ παραδόθηκε χωρίς μάχη. Ενθαρρυμένος από αυτή την επιτυχία, ο Σιμόν επιτέθηκε στο Κάστρο του Τερμ, το οποίο κατέλαβε ύστερα από πολιορκία διάρκειας τεσσάρων μηνών.
Στις αρχές του Ιανουαρίου του 1211, ο βασιλιάς Πέτρος Β' της Αραγωνίας οργάνωσε συνάντηση με στόχο την σύναψη ειρήνης μεταξύ των Αρνώ, Σιμόν ντε Μονφόρ, Ραϊμόνδου της Τουλούζης, που δεν είχε συμμετάσχει ενεργά στον πόλεμο κατά των Καθαρών και του Ραϊμόν-Ροζέ του Φουά που είχε αντιμετωπίσει με μεγάλη εχθρότητα την Σταυροφορία. Ο κόμης του Φουά αρνήθηκε να λάβει μέρος, αλλά ο βασιλιάς ανακοίνωσε πως θα έστελνε στρατό στο Φουά, για να συνετίσει τον κόμη. Ο Σιμόν, δείχνοντας μεγάλη επιμονή, κατάφερε, ύστερα από διάστημα πολλών ημερών, να αναγνωριστεί η εξουσία του επί των υποκομητειών από τον βασιλιά. Η συνάντηση ξανάρχισε στο Μονπελιέ, με τους λεγάτους να απαιτούν από τον Ραϊμόνδο της Τουλούζης την αποστρατιωτικοποίηση των εδαφών του.
Καθώς ο Ραϊμόνδος αρνήθηκε, ο αφορισμός του υπήρξε άμεσος, αλλά αυτός, ως απάντηση, κάλεσε σε συσπείρωση τους υποτελείς του και συγκέντρωσε στρατό. Ο Σιμόν αδυνατούσε να αντιδράσει άμεσα, καθώς έπρεπε πρώτα να αποκαταστήσει την τάξη και να γίνει απόλυτος κύριος των εδαφών του. Η άφιξη ενός σταυροφορικού στρατεύματος του έδωσε την δυνατότητα να πολιορκήσει τα Κάστρα του Λαστούρ. Ο άρχοντας Πιέρ-Ροζέ ντε Καμπαρέ παρέδωσε τα κάστρα στον Σιμόν, ελευθερώνοντας, ταυτόχρονα, τον Μπουσάρ ντε Μαρλί. Τότε ένας άρχοντας που είχε ήδη δώσει όρκο πίστης στον Μονφόρ, ο Αιμερί ντε Μονρεάλ, ενθαρρυμένος από την αντίδραση του κόμη της Τουλούζης, επαναστάτησε και οχυρώθηκε στο Λαβώρ.
Ο Σιμόν έφτασε μπροστά στα τείχη του φρουρίου, όπου τον συνάντησε στράτευμα πέντε χιλιάδων ανδρών, υπό τις διαταγές του Φουλκ, επισκόπου της Τουλούζης, ο οποίος αντετίθετο στον κόμη. Ο τελευταίος δεν άργησε να εμφανιστεί με τον στρατό του, αλλά αρνήθηκε, ύστερα από συνάντηση, να απωθήσει τους πολιορκητές από το φρούριο. Ένα στράτευμα Γερμανών Σταυροφόρων κατευθυνόμενο προς το Λαβώρ καταστράφηκε στο Μονζέ από τον Ραϊμόν-Ροζέ ντε Φουά και τον Ζιρώ ντε Πεπιέ. Στις 3 Μαΐου 1211, έπειτα από πολιορκία διάρκειας ενάμισι μηνός και εντατικού βομβαρδισμού, ένας υπόνομος πέτυχε να ανοίξει ρήγμα στα τείχη. Η επίθεση που ακολούθησε αμέσως μετά έδωσε την δυνατότητα στον Σιμόν να γίνει κύριος του φρουρίου.
Ο Αιμερί ντε Μονρεάλ και οι ιππότες του απαγχονίστηκαν για καταπάτηση των όρκων πίστης τους. Η αρχόντισσα Γκιρώντ, αδερφή του Αιμερί, λιθοβολήθηκε στο βάθος ενός πηγαδιού, ενώ τριακόσιοι με τετρακόσιους Perfecti κάηκαν ζωντανοί. Ο Σιμόν είχε, πλέον, ολοκληρώσει την κατάληψη των υποκομητειών του και μπορούσε, απερίσπαστος πλέον, να οργανώσει την εκστρατεία του κατά της Κομητείας της Τουλούζης.
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΤΟΥΛΟΥΖΗ
Ο αφορισμός του Ραϊμόνδου της Τουλούζης έδινε την δυνατότητα, σε όποιον το επιθυμούσε, να καταλάβει τα εδάφη του. Ο εξαιρετικά αυστηρός αυτός κανόνας εφαρμόστηκε σε σπανιότατες περιπτώσεις στη διάρκεια της ιστορίας, καθώς ο Πάπας ήλπιζε πάντοτε στην μετάνοια του αφορισμένου. Σε αυτή την περίπτωση όμως, οι Λεγάτοι ήξεραν πως μπορούσαν να στηρίζονται σε έναν αποφασισμένο στρατιωτικό, τον Σιμόν ντε Μονφόρ, και στην διαρκή στήριξη των Σταυροφόρων, ώστε η αποστολή τους να φτάσει στο τέλος της. Ο Σιμόν ξεκίνησε καταλαμβάνοντας το Καστελνωνταρί, ενώ στη συνέχεια κατέκτησε το Αλμπιζουά.
Στις 5 Ιουνίου 1211, δέχτηκε την παραίτηση του Ραϊμόνδου Β' Τρενκαβέλ από τα τιμάρια του πατέρα του. Έπειτα εμφανίστηκε με ένα σταυροφορικό στράτευμα, του οποίου ηγούνταν ο Τιεμπώ Α' ντε Μπαρ, εμπρός στο Μοντωντράν στις 15 Ιουνίου, κατατροπώσε ένα απόσπασμα που επεχείρησε να του φράξει τον δρόμο για την Τουλούζη και την πολιόρκησε. Ο Σιμόν, αντιλαμβανόμενος πως ήταν πολύ καλά προστατευμένη για να την καταλάβει με επίθεση, έλυσε την πολιορκία για να λεηλατήσει την Κομητεία της Φουά. Σκοπός ήταν η αποδυνάμωσή της και ταυτόχρονα η εκδίκηση για την ήττα στο Μονζέ.
Επιστρέφοντας στην Καρκασσόν, έμαθε πως ο Ραϊμόνδος της Τουλούζης είχε ολοκληρώσει την προετοιμασία του στρατού του και, πλέον, ετοιμαζόταν να περάσει στην αντεπίθεση. Ο Σιμόν εγκαταστάθηκε στο Καστελνωνταρί, ώστε να του φράξει τον δρόμο. Παράλληλα, έκανε έκκληση για βοήθεια, αλλά οι περισσότερες πόλεις του Λανγκντόκ καιροσκοπούσαν. Ο Μπουσάρ ντε Μαρλί κατέφθασε με ένα μικρό στράτευμα και μια εφοδιοπομπή. Δέχτηκε την επίθεση του κόμη του Φουά, αλλά οι άνδρες του τελευταίου προτίμησαν να λεηλατήσουν βιαστικά την εφοδιοπομπή παρά να συνεχίσουν την μάχη. Μια έξοδος του Μονφόρ διέλυσε τις δυνάμεις του κόμη του Φουά.
Ο κόμης της Τουλούζης έλυσε την πολιορκία, αλλά ο Σιμόν δεν κατάφερε να χαρεί την επιτυχία του, καθώς ορισμένες πόλεις είχαν, στο μεσοδιάστημα, επαναστατήσει. Για να τον βοηθήσει, ο πάπας καθαίρεσε όσους επισκόπους θεωρούσε πως είχαν οποιαδήποτε σχέση με την αίρεση των Καθαρών, όπως τον Μπερανζέ της Βαρκελώνης, αρχιεπίσκοπο της Ναρμπόν, τον οποίο αντικατέστησε ο Αρνώ-Αμωρί, και τον Μπερνάρ-Ροζέ του Ροκφόρ, επίσκοπο της Καρκασσόν, τον οποίο αντικατέστησε ο Γκι ντε Βω ντε Σερναί. Η μαζική άφιξη σταυροφορικών στρατευμάτων έδωσε την δυνατότητα στον Σιμόν να εισβάλει στο βόρειο τμήμα του Αλμπιζουά την άνοιξη του 1212, και του Αζεναί, στη διάρκεια του καλοκαιριού.
Ασχολήθηκε με την κατάληψη του Μουασάκ, ενώ μετέβη στη συνέχεια στο Παμιέ για να στηρίξει τον αββά του, ο οποίος δεχόταν την επίθεση του κόμη της Φουά. Έπειτα, κατέλαβε το Μυρέ, ολοκληρώνοντας την περικύκλωση της Τουλούζης, ενώ οι σύμμαχοί του κατέλαβαν την Κομμάνζ, εξουδετερώνοντας έτσι τον κόμη της Κομμάνζ. Έχοντας αποδυναμώσει πλέον τον κόμη της Τουλούζης, ο Μονφόρ επωφελήθηκε από μια περίοδο σχετικής ειρήνης για να καλέσει τους υποτελείς του τιμαριούχους στο Παμιέ, όπου εκδόθηκαν τα Καταστατικά του Παμιέ, ένας χάρτης της στρατιωτικής, κοινωνικής και εκκλησιαστικής οργάνωσης των εδαφών του.
Τον ίδιο καιρό, ο Ραϊμόνδος ΣΤ' διαπραγματεύτηκε συμμαχία με τον Πέτρο Β' της Αραγωνίας, ο οποίος είχε αποκτήσει μεγάλη αίγλη ύστερα από την νίκη του κατά των Μουσουλμάνων στην Λας Νάβας ντε Τολόσα, και απευθύνθηκε για την υπόθεσή του στον Πάπα. Ο τελευταίος συγκάλεσε σύνοδο για την εξέταση του θέματος και ο βασιλιάς της Αραγωνίας συνηγόρησε υπέρ των κομήτων της Τουλούζης, της Φουά και της Κομμάνζ. Ο Πάπας αποφάσισε, τότε, τον τερματισμό του πολέμου κατά των αιρετικών (15 Ιανουαρίου 1213). Ο βασιλιάς της Αραγωνίας πήρε, επίσημα, υπό την προστασία του τους τρεις κόμητες και ξεκίνησε τις προετοιμασίες για νέο πόλεμο.
Διέσχισε τα Πυρηναία, ενώνοντας τις δυνάμεις του με αυτές των τριών κομήτων και πολιόρκησε το Μυρέ. Ο Σιμόν κατέφθασε όμως και συνέτριψε τις δυνάμεις των αρχόντων του Λανγκντόκ στις 12 Σεπτεμβρίου 1213. Οι συνέπειες της μάχης του Μυρέ ήταν μεγάλης σημασίας, καθώς το Φουά, η Ναρμπόν και η Κομμάνζ πέρασαν στην κατοχή του Σιμόν του Μονφόρ. Άρχισε μετά να καταλαμβάνει τις προβηγκιανές κτήσεις του κόμη της Τουλούζης. Αλλά ο Ραϊμόνδος διαπραγματευόταν την συμμαχία με την Αγγλία, και ο Σιμόν έπρεπε να φροντίσει για την ειρήνευση των κτήσεών του.
Η ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΙ Η Δ' ΛΑΤΕΡΑΝΗ ΣΥΝΟΔΟΣ (1214 - 1215)
Η Εκκλησία αποφάσισε προσωρινή ειρήνη τον Απρίλιο του 1214, την οποία απεδέχθησαν οι ευγενείς του Λανγκντόκ, μέχρις ότου ένα συμβούλιο αποφασίσει για την τύχη του Ραϊμόνδου της Τουλούζης. Πράγματι, ο Ιωάννης ο Ακτήμων, απασχολημένος με μιαν εκστρατεία του εναντίον της Γαλλίας, αδυνατούσε προς το παρόν να βοηθήσει τους νέους του συμμάχους του Λανγκτόκ. Η ήττα του, όμως, στην Λα Ρος-ω-Μουάν στις 2 Ιουλίου 1214, σε συνδυασμό με αυτή των συμμάχων του στην Μπουβίν στις 27 Ιουλίου έβαλε οριστικό τέλος στις ελπίδες του Ραϊμόνδου ΣΤ'.
Ένα τοπικό συμβούλιο οργανώθηκε στο Μονπελιέ τον Ιανουαρίου του 1215, το οποίο παρέδωσε τον έλεγχο των εδαφών του Ραϊμόνδου της Τουλούζης στον Σιμόν ντε Μονφόρ, αλλά διαπίστωσε μετά ότι δεν είχε τέτοια εξουσία και απευθύνθηκε συνεπώς στον Πάπα. Ο τελευταίος τροποποίησε τις αποφάσεις του συμβουλίου δίνοντας την Μαρκιωνία της Προβηγκίας στον Γουλιέλμο ντε Μπω, το Δουκάτο της Ναρμπόν στον Αρνώ Αμωρί και τα υπόλοιπα εδάφη στον Σιμόν ντε Μονφόρ (4 Φεβρουαρίου 1215).
Λίγο αργότερα, ο διάδοχος του Γαλλικού θρόνου πρίγκιπας Λουδοβίκος πραγματοποίησε ένα ταξίδι στον νότο της Γαλλίας για να επιβεβαιώσει την παρουσία των Καπετιδών στην περιοχή και να βάλει ένα τέλος σε μια πρώτη διαφωνία, μεταξύ του Σιμόν ντε Μονφόρ και του Αρνώ Αμωρί, σχετικά με την κατοχή της Ναρμπόν. Η πόλη της Τουλούζης παραδόθηκε, και ο πρίγκιπας Λουδοβίκος με τον Σιμόν ντε Μονφόρ μπήκαν στην πόλη, αφού πρώτα κατεδάφισαν τις οχυρώσεις της.
Η Δ' Λατερανή Σύνοδος διήρκεσε από τις 11 έως τις 30 Νοεμβρίου του 1215 και εξέτασε συνολικά τα θέματα του Χριστιανισμού, και ιδιαίτερα την κατάσταση στους Αγίους Τόπους, τα σχετικά με την πίστη (και συνεπώς με τις αιρέσεις), καθώς και τις μεταρρυθμίσεις. Η τύχη του Ραϊμόνδου της Τουλούζης εξετάστηκε κατά την τελευταία συνεδρία. Με το πέρας της συνόδου, ο Πάπας αποφάσισε στις 15 Δεκεμβρίου 1215 να δώσει, οριστικά, την μαρκιωνία της Προβηγκίας στον Ραϊμόνδο Ζ' της Τουλούζης, γιο του Ραϊμόνδου ΣΤ', και την κομητεία της Τουλούζης, τις υποκομητείες της Καρκασσόν και του Μπεζιέ και το δουκάτο της Ναρμπόν στον Σιμόν Δ' ντε Μονφόρ.
Ο λεγάτος Αρνώ Αμωρί, αρχιεπίσκοπος της Ναρμπόν, του αρνήθηκε την κατοχή του δουκάτου της Ναρμπόν, με αποτέλεσμα να επέμβει δυναμικά ο Σιμόν, παρά τις απειλές του λεγάτου για αφορισμό. Στη συνέχεια, μετέβη στην Τουλούζη, όπου δέχθηκε την υποταγή των κατοίκων στις 7 Μαρτίου 1216. Έχοντας πια υπό τον έλεγχό του τις νέες κτήσεις του, μετέβη στην Ιλ-ντε-Φρανς, από την οποία απουσίαζε επί επτά χρόνια, για να δηλώσει την υποτέλειά του στον βασιλιά Φίλιππο Αύγουστο ως προς τα νέα του εδάφη (10 Απριλίου1216).
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΛΑΝΓΚΤΟΚ (1216 - 1223)
Ο Ραϊμόνδος ΣΤ', ο οποίος είχε καταφύγει στην Γένοβα και ο γιος του, Ραϊμόνδος Ζ' διέσχισαν την Προβηγκία, συγκεντρώνοντας ένα στρατό από οπαδούς τους στον οποίον θα έρθουν να προστεθούν και οι faydits (Προβηγκοί ιππότες - ευγενείς των οποίων τα εδάφη είχαν κατασχεθεί στη διάρκεια της Σταυροφορίας. Ο Ραϊμόνδος Ζ' αρχικά απαίτησε να του επιστραφεί η Μπωκαίρ. Η φύλαξη της πόλης αυτής είχε, αρχικώς, ανατεθεί από τους Αρχιεπισκόπους της Αρλ στους Κόμητες της Τουλούζης, αλλά ο Αρχιεπίσκοπος την είχε ξαναπάρει το 1214 και δώσει στον Σιμόν ντε Μονφόρ, ο οποίος είχε εγκαταστήσει φρουρά την οποία διοικούσε ο Λαμβέρτος του Λιμού.
Η απόφαση του Πάπα Ιννοκέντιου Γ' της 15ης Δεκεμβρίου 1215 δεν έκανε αναφορά σε αυτή την πόλη, συνεπώς δεν ανέφερε σε ποιανού την κατοχή θα περιερχόταν. Στρατηγικής σημασίας, η Μπωκαίρ φύλαγε την Γαλλική πλευρά του Ροδανού, απέναντι από την Ταρασκόν, μία Αυτοκρατορική πόλη. Ο Ραϊμόνδος Ζ' εισήλθε στην πόλη τον Μάιο του 1216, υπό τις επευφημίες των κατοίκων. Ο Λαμβέρτος του Λιμού επιχείρησε, μάταια, να αντισταθεί στον ερχομό του Ραϊμόνδου, αλλά αναγκάστηκε να υποχωρήσει μπροστά στον όχλο και να κλειστεί στο κάστρο, το οποίο, σύντομα, βρέθηκε να πολιορκείται από τους κατοίκους της πόλης.
Μόλις έμαθε την είδηση, ο Γκι ντε Μονφόρ κατευθύνθηκε προς την Μπωκαίρ, με τον Κόμη Ραϊμόνδο Ζ' να μην επιθυμεί την κατά μέτωπο επίθεση, υποχρεώνοντας τον Γκι να πολιορκήσει την πόλη. Ο Σιμόν έμαθε την είδηση ενώ βρισκόταν, ακόμη, στο Παρίσι. Μετέβη άμεσα στην Μπωκαίρ, όπου αφίχθη στις 6 Ιουνίου. Δύο επιθέσεις απωθήθηκαν στη διάρκεια του Ιουλίου. Μια τρίτη επίθεση επιχειρήθηκε στις 15 Αυγούστου, καταφέρνοντας να καταλάβει μέρος των τειχών, αλλά οι αμυνόμενοι, με την βοήθεια του τοπικού πληθυσμού, κατέβαλαν λυσσαλέα αντίσταση υποχρεώνοντας σε υποχώρηση τον Σιμόν.
Αυτό τον καιρό, η φρουρά του Λαμβέρτου του Λιμού άρχισε να έχει έλλειψη πολεμοφοδίων, υποχρεώνοντας τον Σιμόν να εκκινήσει διαπραγματεύσεις για την λύση της πολιορκίας έναντι της αναίμακτης αποχώρησης της φρουράς του από την πόλη (24 Αυγούστου 1216). Η διάδοση της αποτυχίας αυτής του Σιμόν, οδήγησε στο ξέσπασμα αναταραχών στην περιοχή του Λανγκντόκ. Επέστρεψε με ταχύ βηματισμό στην Τουλούζη, φοβούμενος ενδεχόμενη εξέγερση, η οποία ξέσπασε καθώς πλησίαζε στην πόλη, από την οποία απαίτησε ομήρους. Η πόλη κατελήφθη, αλλά ο Σιμόν απαίτησε πολεμικές αποζημιώσεις, οι οποίες ήταν τόσο υψηλές, ώστε ο ίδιος βρέθηκε να κυβερνά μια πόλη που τον μισούσε και βρισκόταν σε επαναστατικό αναβρασμό.
Εκμεταλλευόμενος την προσωρινή αυτή γαλήνη, ο Σιμόν πάντρεψε τον δεύτερο γιο του, Γκι με την Κόμισσα Πετρονέλα της Μπιγκόρ. Ο γάμος αυτός ενίσχυσε την κυριαρχία του στην περιοχή και άρπαξε την Μπιγκόρ από τους οπαδούς του Κόμη της Τουλούζης. Επενέβη, στην συνέχεια, στην Κομητεία της Φουά, όμως έμαθε ότι ο Ραϊμόνδος Ζ' συσπείρωσε γύρω του αρκετές πόλεις του Λανγκντόκ καθώς και τον Κόμη του Βαλεντινουά, τον οποίον πολέμησε το καλοκαίρι του 1217. Επιστρέφοντας από αυτή την εκστρατεία, ο Μονφόρ έμαθε ότι ο Ραϊμόνδος Ζ' είχε επιστρέψει στην Τουλούζη στις 13 Σεπτεμβρίου 1217, και ότι η πόλη είχε επαναστατήσει και είχε ανοικοδομήσει τα τείχη της.
Ο Γκι, έχοντας ενημερωθεί πρώτος, ξεκίνησε την πολιορκία της πόλης στις 22 Σεπτεμβρίου. Η πολιορκία φαινόταν να διαιωνίζεται και στις 25 Ιουνίου 1218, ο Σιμόν δέχτηκε βλήμα από τους πολιορκημένους, πεθαίνοντας ακαριαία. Ο Αμωρί ΣΤ' του Μονφόρ, διαδέχτηκε, τότε, τον πατέρα του στην ηγεσία των σταυροφορικών στρατευμάτων. Στις 25 Ιουλίου, έλυσε την πολιορκία και υποχώρησε στην Καρκασσόν. Αν και δεν του έλειπαν το θάρρος και η τόλμη, ο Αμωρί δεν είχε τα ίδια ηγετικά χαρίσματα με τον πατέρα του, μη μπορώντας να εμποδίσει την πλειοψηφία των βαρόνων του Λάνγκντόκ να συσπειρωθούν γύρω από τους Κόμητες της Τουλούζης και να ανακαταλάβουν τα φέουδα που κατείχαν οι Σταυροφόροι στην περιοχή.
Εμπρός σε αυτή την γενικότερη κατάσταση εξέγερσης, ο Πάπας Ονώριος Γ' ξεκίνησε να κάνει εκκλήσεις για νέα Σταυροφορία, στις αρχές του 1218. Ο Βασιλιάς Φίλιππος Αύγουστος αποφάσισε να αποστείλει τον γιο του, Λουδοβίκο να επέμβει στο Λανγκντόκ. Ο Φίλιππος έδρασε περισσότερο με στόχο την επιβολή της βασιλικής εξουσίας στο νότο της Γαλλίας, παρά από θρησκευτικό φανατισμό ή υποστήριξη προς τους φίλα προσκείμενους σε αυτόν βαρόνους. Ο Πρίγκιπας Λουδοβίκος μετέβη στο Λανγκντόκ επικεφαλής στρατεύματος και ένωσε τις δυνάμεις του με τον Αμωρί ΣΤ' του Μονφόρ, ο οποίος πολιορκούσε την Μαρμάντ (2 Ιουνίου 1219). Η πόλη κατελήφθη και ο πληθυσμός της σφαγιάστηκε.
Οι Σταυροφόροι κατευθύνθηκαν τότε προς την Τουλούζη, όπου έφτασαν στις 17 Ιουνίου. ύστερα από ενάμιση μήνα ανεπιτυχούς πολιορκίας, η πολιορκία λύθηκε την 1η Αυγούστου, και ο Πρίγκιπας Λουδοβίκος επέστρεψε στον Βορρά. Κατά το υπόλοιπο του έτους, ο Ραϊμόνδος και ο Αμωρί περιδιέβεναν την περιοχή, ο καθένας ψάχνοντας να βρει νέους συμμάχους. Από τον Ιούλιο του 1220 έως τον Φεβρουάριο του 1221, ο Αμωρί πολιόρκησε, ανεπιτυχώς, το Καστενωνταρί. Στις 2 Αυγούστου 1222, ο Ραϊμόνδος Ζ' διαδέχτηκε τον πατέρα του και επιχείρησε την συμμαχία με τον Βασιλιά, ο οποίος του απάντησε πως θα συμφωνούσε μονάχα όταν η Εκκλησία έπραττε παρομοίως.
Ο Ραϊμόνδος ξεκίνησε, τότε, ενέργειες προς αυτή την κατεύθυνση, ενώσω ο Ροζέ-Μπερτράν της Φουά συνέχισε τον ένοπλο αγώνα ανακαταλαμβάνοντας το Φανζώ, το Λιμού, την Πιές (1222), και το Μιρπουά (Ιούνιος 1223).
Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΤΑΡΑΧΗΣ (1230 - 1243)
Το Μοντσεγκούρ δεν ενοχλήθηκε κατά την πρώτη περίοδο της σταυροφορίας. Όμως μετά την Συνθήκη του Παρισιού και τη μονιμοποίηση των Δομινικανών ιεροεξεταστών στο Λανγκεντόκ (ειδικά μετά τον Απρίλιο του 1233), ο ηγέτης των «Καθαρών», επίσκοπος Γκιλαμπέρ ντε Καστρ, ζήτησε το 1232 από τον τοπικό ηγεμόνα Ρεϊμόν ντε Περέϊγ (1190 - 1244) να κατοικήσουν πιστοί της εκκλησίας μέσα στα τείχη (infracastrum), ώστε να χρησιμοποιηθεί το κάστρο ως καταφύγιο και έδρα της Εκκλησίας τους. Οι «Καθαροί» αναζητούσαν ασφαλή καταφύγια όσο έσφιγγε ο Παπικός κλοιός, γι' αυτό το κάστρο ανακαινίσθηκε το 1204 κατόπιν αίτησης δύο perfecti των «Καθαρών», των Ρεϊμόν ντε Μιρπουά του πρεσβύτερου και Ρεϊμόν Μπλασκό.
Η εδαφική έξαρση του Μοντσεγκούρ βρίσκεται κοντά στα Πυρηναία, 80 περίπου χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πόλης Καρκασόν. Οι δασωμένες παρειές της ανέρχονται απότομα στο ύψος των 127 μέτρων και έτσι αποτελεί φυσικά οχυρή θέση. Η αμυντική αξία της τοποθεσίας είχε εκτιμηθεί από την εποχή των Ρωμαίων, όπως απέδειξαν ευρήματα από ανασκαφές που έγιναν στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Οι υπάρχουσες οχυρώσεις ενισχύθηκαν από τους «Καθαρούς» μετά το 1230, ενώ επεκτάθηκε και ο οικισμός που εντοπίζεται στη βορειοανατολική παρειά του λόφου, προκειμένου να φιλοξενήσει περισσότερους φυγάδες.
Όσο ανεκτικοί κι αν συνέχιζαν να είναι προς την αίρεση οι τοπικοί άρχοντες, η Ιερά Εξέταση αποτελούσε μόνιμη απειλή. Εξάλλου η Σύνοδος της Ναρμπόν (1235) προέβλεπε αυστηρές ποινές για όσους ενίσχυαν με οποιονδήποτε τρόπο τους «Καθαρούς», ασχέτως του αν ανήκαν στην αίρεση. Ο χρόνος πίεζε, το ίδιο και οι ιεροεξεταστές. Με βάση συγκεκριμένα διατάγματα προέβησαν σε ωμότητες που έφθασαν μέχρι την εκταφή πτωμάτων και την αποτέφρωσή τους στην «εξαγνιστική» πυρά. Ο διάσημος Δομινικανός ιεροεξεταστής του πρώιμου 14ου αιώνα Μπερνάρντο Γκούι (Bernardo Gui, με άλλη προφορά: Γκυ), αν και έζησε και έδρασε αργότερα, περιγράφει με αποστροφή την αίρεση και τα πιστεύω της στο Εγχειρίδιο του Ιεροεξεταστή το οποίο έχει συγγράψει.
Ήταν ζήτημα χρόνου να φθάσουν και οι δύο πλευρές σε ακρότητες. Οι τελευταίες προκάλεσαν νέα αναταραχή στο Λανγκεντόκ το 1235. Εξαγριωμένοι κάτοικοι έριξαν ιεροεξεταστές σε πηγάδια και ποτάμια και εκδίωξαν τα αιματοβαμμένα όργανα της Ιεράς Εξέτασης από ολόκληρη σχεδόν την περιοχή. Εκτός των άλλων η Ιερά Εξέταση ήταν επιζήμια και για την οικονομική ζωή. Το 1240 εκδηλώθηκε εξέγερση υπό τον Ρεϊμόν - Ροζέ ντε Τρενκαβέλ, η οποία σημείωσε σχετική επιτυχία πριν καταπνιγεί τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου, μετά από ήττα των επαναστατών στην Καρκασόν. Μέχρι τον Νοέμβριο τα βασιλικά στρατεύματα με ηγέτη τον Ζαν ντε Μπωμόν είχαν καταλάβει τα περισσότερα προπύργια των «Καθαρών».
Ο Ραϊμόνδος Ζ' στο μεταξύ βρισκόταν σε δίλημμα. Από τη μία πλευρά έπρεπε να συμμορφωθεί με τη Συμφωνία του Παρισιού, καθώς το 1241 ανανέωσε τις υποσχέσεις του προς τον βασιλιά και τον Πάπα ότι θα εκμηδένιζε την αίρεση, και από την άλλη οι προσβολές και οι ταπεινώσεις που υπέστη κατά τις διαπραγματεύσεις προ της Συμφωνίας στην πόλη Μω (είχε φθάσει ως τη μαστίγωση), αλλά και η συμπάθειά του απέναντι στους «Καθαρούς», τον ωθούσαν να μην υπακούσει. Πάντως το καλοκαίρι του 1241 «εκστράτευσε» εναντίον του Μοντσεγκούρ, το οποίο είχε υποσχεθεί να καταστρέψει. Η πολιορκία δεν διεξήχθη με μεγάλη θέρμη, καθώς και ο στρατός του Ραϊμόνδου Ζ' έτρεφε συμπάθεια προς την αίρεση (μάλιστα μερικά στελέχη του την είχαν ασπασθεί κρυφά).
Δεν είναι λοιπόν παράξενο που η «εκστρατεία» έληξε άδοξα το φθινόπωρο του 1241. Μέχρι την άνοιξη του επόμενου έτους δεν σημειώθηκε κάποια σημαντική εξέλιξη. Όμως τον Μάιο ο Πιέρ - Ροζέ ντε Μιρπουά, γαμπρός του Ρεϊμόν ντε Περέϊγ, ηγεμόνα του Μοντσεγκούρ, και γιος του συνώνυμου προαναφερθέντος perfectus, ενημερώθηκε κρυφά από οπαδό της αίρεσης ότι οι επικεφαλής ιεροεξεταστές της Τουλούζης, Ετιέν ντε Σαίν - Τιμπερύ και Γκιγιώμ Αρνώ, αναμένονταν μαζί με την κουστωδία τους στην πόλη Αβινιονέ στα μισά περίπου του δρόμου που ενώνει τις πόλεις Τουλούζη και Φουά. Ο Μιρπουά, που ήταν υπεύθυνος για την άμυνα του Μοντσεγκούρ, εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία.
Αφού κατέβηκε με μια μικρή ομάδα πιστών ανδρών από το οχυρό, στρατολόγησε μερικούς ακόμη από την περιοχή Γκάια λα Σελβ και υπό την κάλυψη της νύκτας έφθασε στην Αβινιονέ. Εκεί συναντήθηκε κρυφά με έμπιστο άνθρωπο του αξιωματούχου της πόλης ο οποίος τον είχε ενημερώσει για την άφιξη των ιεροεξεταστών. Όταν βεβαιώθηκε ότι οι «στόχοι» αναπαύονταν στο κάστρο της πόλης, έστειλε ένα απόσπασμα με τρεις ιππότες επικεφαλής για να τους εξοντώσουν. Ο ένας από τους ιππότες είχε ήδη καταδικαστεί ερήμην από την Ιερά Εξέταση. Κανένας δεν εμπόδισε την είσοδο των επιδρομέων του Μιρπουά στους χώρους ανάπαυσης των ιεροεξεταστών. Η παγίδα είχε στηθεί καλά και η φρουρά αδιαφόρησε.
Δέκα μοναχοί δολοφονήθηκαν και τα αρχεία τους καταστράφηκαν. Για τους «Καθαρούς» ο κύβος είχε ριφθεί. Εκμεταλλευόμενος την αναταραχή ο Ραϊμόνδος Ζ', ενισχυμένος από τους βασιλείς της Καστίλλης, της Αραγωνίας, της Ναβάρρας και της Αγγλίας, επαναστάτησε εκ νέου. Η εισβολή του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Γ' στη Γαλλία θα βοηθούσε τα σχέδια των επαναστατών, αλλά οι Αγγλοι ηττήθηκαν από τα γαλλικά στρατεύματα στο Σαίντ και στο Ταγμπούργκ τον Ιούλιο του 1242. Υπό αυτές τις συνθήκες η επανάσταση ήταν καταδικασμένη. Ο Ραϊμόνδος Ζ' αναγκάστηκε πάλι να δηλώσει υποταγή στον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο Θ', τον Ιανουάριο του 1243.
Μολονότι ο τελευταίος τον συγχώρησε, η Καθολική Εκκλησία δεν είχε την πρόθεση να άρει τον αφορισμό του, γνωρίζοντας ότι προσποιείτο πως συμμορφωνόταν. Η αίρεση συνέχιζε να προοδεύει και να προκαλεί. Το Μοντσεγκούρ έπρεπε να πέσει.
Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΤΣΕΓΚΟΥΡ - ΤΟ ΤΕΛΟΣ (1243 - 1244)
Το οχυρό Montségur υπήρξε το τελευταίο καταφύγιο των αιρετικών, ιδιαίτερα αυτών που είχαν υψηλές κοινωνικές θέσεις, και σταδιακά έγινε το διοικητικό κέντρο της Εκκλησίας των Καθαρών. Ριγμένο πάνω σε ένα ύψωμα των Πυρηναίων, όπου για να φθάσει κανείς έπρεπε να περάσει ένα μοναδικά δύσκολο μονοπάτι, με μπόλικες προμήθειες, η πόλη φαινόταν σχεδόν απόρθητη. Τα βασιλικά στρατεύματα με αρχηγό τον Hugh d’ Arcis πολιόρκησαν την πόλη από το Μάρτιο 1243 - 1244 και τελικά η πόλη παρεδόθη. Στους ''perfect'' εδόθη η επιλογή είτε να εγκαταλείψουν την πίστη τους και να μετανοήσουν ή ο θάνατος διά πυρός. Διακόσιοι άνδρες και γυναίκες προτίμησαν την πυρά παρά να προδώσουν την πίστη τους.
Η πτώση των Montségur σήμαινε το τέλος σοβαρής στρατιωτικής αντίστασης εκ μέρους των Καθαρών. Η απώλεια της πόλεως σήμαινε το οικοδόμημα της Εκκλησίας των Καθαρών και το Κίνημα ποτέ δεν συνήλθε από το κτύπημα του 1244. Με την αντίσταση σοβαρά ελαττωμένη η βασιλική οικογένεια της Γαλλίας ισχυροποίησε την θέση της στη Νότια Γαλλία και τα στρατεύματα έκαμαν μια θριαμβευτική είσοδο στην πόλη Toulouse το 1251. Ο Raymond VII, ο γιος του Raymond VI, στο τέλος αναγκάζεται να ενωθεί με τους ιεροεξεταστές. Το 1249, αναφέρεται από χρονογράφους της εποχής, έκαψε 80 καθαρούς στην πόλη Agen. Ταυτόχρονα η πίεση της Ιεράς Εξετάσεως πάνω στον πληθυσμό της Νοτίου Γαλλίας εντείνεται με την καθημερινή σύλληψη και καταδίκη υπόπτων αιρετικών.
Μέχρι το 1250 ο Rainer Sacconi ιεροεξεταστής υπολόγισε πως δεν είχαν παραμείνει στη Νότια Γαλλία παρά μόνον 200 ηγέτες των Καθαρών. Αυτό σήμαινε ότι η αίρεση των Καθαρών είχε δεχτεί οριστικό πλήγμα από τους πολέμους, τα βασανιστήρια, τις φυλακίσεις και το κάψιμο στην πυρά, και δεν αποτελούσε πλέον σοβαρό κίνδυνο τόσο για την Εκκλησία της Ρώμης όσο και για τον βασιλέα της Γαλλίας. Τελικά και η Κυβέρνηση των Παρισίων βγήκε κερδισμένη από το έργο της Ιεράς Εξετάσεως καθ’ ότι αποκτούσε δικαιώματα στις περιουσίες των καταδικασμένων Καθαρών και μπορούσε τώρα να αποσύρει τα στρατεύματα από το Νότο. Το έργο των ιεροεξεταστών συνεχίστηκε, βελτιώνοντας τις μεθόδους εξαναγκασμού για εξασφάλιση παραδοχής, χρησιμοποιώντας ευρέως τα βασανιστήρια.
Μέχρι το τέλος του αιώνα οι φυλακές ήταν γεμάτες από αιρετικούς. Ό,τι είχε απομείνει από την πίστη των Καθαρών χάθηκε με την κοινή γνώμη τώρα να στρέφεται εναντίον τους. Από την περίοδο 1243 μέχρι το 1244 η πυρά της Ιεράς Εξετάσεως έκαιε ακατάπαυστα και μαζί τους χάθηκαν και οι σπουδαιότεροι ευγενείς. Οι εναπομείναντες Καθαροί κατέφυγαν στις πεδιάδες των Πυρηναίων και στη Λομβαρδία. Σε μια νύχτα στις 4 του Μάρτη μερικοί από τους αρχηγούς (perfect) κατάφεραν να διαφύγουν με τα κειμήλια της πίστεως για να τα μεταφέρουν στα ψηλά βουνά των Πυρηναίων. Τελικά τα στρατεύματα κατέκαψαν το οχυρό, 200 υπερασπιστές κάηκαν επί τόπου και άλλοι τόσοι συνελήφθησαν αιχμάλωτοι.
Με την πτώση του τελευταίου οχυρού των Καθαρών αυτοί έκτοτε δεν συνήλθαν. Η Ιερά Εξέταση είχε πια ελεύθερο χέρι να αποτελειώσει οριστικά διά πυρός και σιδήρου ό,τι απόμεινε από τον πληθυσμό των Καθαρών και των υποστηρικτών τους. Το ρόλο αυτό τον ανάθεσε στους πράκτορες της Ιεράς Εξετάσεως, παρέχοντάς τους ελεύθερο χέρι με τον τρόπο που θα δρούσαν επιτρέποντάς τους, ανάμεσα στ’ άλλα, χρησιμοποίησης ψυχικής και σωματικής βίας, βασανιστηρίων για την εκμαίευση παραδοχών, τη μακρά φυλάκιση άνευ δίκης, την κατάσχεση των περιουσιών όχι μόνο των αιρετικών μα και των ευγενών υποστηρικτών τους και τελικά την επιβολή της θανατικής ποινής.
Επιβλήθηκε η συστηματική κατάσχεση περιουσιών όχι μόνον των καταδικασθέντων μα και των αρχόντων που υποστήριζαν την αίρεση. Αποφασίστηκε όπως όλοι οι άντρες άνω των 14 και όλες οι γυναίκες άνω των 12 όφειλαν να αποκηρύξουν ενόρκως την αίρεση. Μοναχοί περιόδευαν στις επισκοπές, απειλούσαν και προειδοποιούσαν για τον κίνδυνο της αίρεσης. Μεταξύ του Μαΐου 1445 και Αυγούστου 1446 διενεργήθηκε η πιο συστηματική έρευνα -καταγραφή των πεποιθήσεων του πληθυσμού- που πραγματοποιήθηκε ποτέ κατά το Μεσαίωνα και είναι στην περίοδο αυτή που οργάνωσε «επιστημονικά» τον τρόπο διώξεως των αιρετικών.
Οι ιεροεξεταστές κλήτευσαν διαδοχικά όλους ανεξαιρέτως τους κατοίκους που επεκτεινόταν από την Toulouse έως την Καρκασσόν. Όλοι οι άντρες άνω των 14 και οι γυναίκες άνω των 12 υποβάλλονταν υποχρεωτικά σε ανάκριση. Μια από τις μεθόδους της Ιεράς Εξετάσεως ήταν οι συστηματικές αναβολές. Τρία, πέντε κι ακόμα δέκα έτη ήταν συνηθισμένο φαινόμενο μεταξύ της πρώτης ακρόασης του ανακρινομένου και της τελικής καταδίκης του. Στόχος τους ήταν να αποκομίσουν μια ολοκληρωμένη και συνολική εικόνα της αίρεσης. Οι έρευνες με ορμητήριο την Toulouse έπληξαν καίρια και μόνιμα το χώρο των αιρετικών. Οι Καθαροί εκδιωκόμενοι από παντού κατέφευγαν στην Ιταλία και στα πιο απόμακρα μέρη των Πυρηναίων.
Η τελική κατατρόπωση της αίρεσης των Καθαρών το πρώτο τρίτο του 14ου και 15ου αιώνα θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της Ιεράς Εξετάσεως. Η χρήση βίας από μόνη της δεν στάθηκε ικανή για κατανίκηση των Καθαρών, γιατί μαζί με την βία κατά των Καθαρών η Καθολική Εκκλησία εισήγαγε μεταρρυθμίσεις στους κόλπους της ενώ οι Καθαροί έχασαν ταυτόχρονα την σιωπηλή υποστήριξη και προστασία των ηγετών των μεγάλων αστικών κέντρων. Η ίδια η αίρεση που στηριζόταν στην απόλυτη καθαρότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, μπροστά στις διώξεις και τα μαρτύρια βρισκόταν έξω από την πραγματικότητα για την πλειονότητα των ανθρώπων.
Οι κήρυκες των επαιτικών ταγμάτων βρήκαν μεγάλη απήχηση στις πόλεις με αποτέλεσμα να κινητοποιηθούν οι λαϊκοί για την προώθηση των συμφερόντων του καθολικισμού, με αποτέλεσμα ν’ αποτελούν εθνοφρουρούς και έλεγχο της περιοχής τους από την παρουσία αιρετικών. Οι ανακριτές με τον καιρό είχαν αποκτήσει μεγάλη πείρα με τον τρόπο διεξαγωγής των ανακρίσεων, ανιχνεύοντας τα αδύνατα σημεία του ανακρινόμενου για να εκμαιεύσει παραδοχές. Μεγάλος νικητής της διαμάχης αυτής βγήκε τελικά ο βασιλιάς της Γαλλίας, που επέβαλε ουσιαστικά την εξουσία του στο Νότο, εισάγοντας φεουδαρχικούς τρόπους διακυβέρνησης καταργώντας την αυτοδιοίκηση των πόλεων.
Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥ ΟΧΥΡΟΥ ΤΩΝ ''ΚΑΘΑΡΩΝ''
Η συνεδρίαση που έγινε στην πόλη Μπεζιέρ, στις αρχές της άνοιξης του 1243, βρήκε τους στρατιωτικούς και τους κληρικούς σύμφωνους: όσο υπήρχε το Μοντσεγκούρ, η αίρεση θα επιζούσε. Μόνο με μια αποφασιστική στρατιωτική επιχείρηση θα ετίθετο ένα τέρμα. Η επιχείρηση αυτή άρχισε έναν χρόνο μετά τη δολοφονία των ιεροεξεταστών στην Αβινιονέ. Επικεφαλής τέθηκαν ο Υγκ ντεζ Αρκί, σενεσάλης της Καρκασόν, και ο Πιέρ Αμιέλ, αρχιεπίσκοπος της Ναρμπόν. Η αρχική δύναμη περιελάμβανε 1.500 άνδρες από τη Γασκώνη, την Ακουιτανία και το Λανγκεντόκ. Οι τελευταίοι, βέβαια, δεν συμμετείχαν με μεγάλη προθυμία. Ο συνολικός αριθμός των ανδρών που συμμετείχαν στην εκστρατεία αποκλεισμού και πολιορκίας του Μοντσεγκούρ πλησίαζε τις 10.000.
Αρχηγός των υπερασπιστών του Μοντσεγκούρ ήταν ο νεαρός Πιέρ - Ροζέ ντε Μιρπουά. Μπορούσε να υπολογίζει στην παρουσία 11-18 ιπποτών και 150 περίπου άλλων ενόπλων, μερικοί από τους οποίους ήταν μισθοφόροι. Υπήρχαν ακόμη 250-300 άμαχοι. Περισσότερο απ' όλα οι υπερασπιστές μπορούσαν να υπολογίζουν στην αμυντική αξία των απόκρημνων παρειών του λόφου και στις οχυρώσεις. Οι οικισμοί βρίσκονταν στην ανατολική και στη δυτική πλευρά της δασωμένης κορυφογραμμής. Το νότιο άκρο, που ήταν και το υψηλότερο, αποτελούσε το κέντρο των οχυρώσεων, με την ακρόπολη η οποία υπεράσπιζε και τον αρχικό οικισμό.
Η πρόσβαση από τον νότο ήταν πρακτικά αδύνατη λόγω του σχεδόν κάθετου βράχου, ενώ ο πρόσφατος βορειοανατολικός οικισμός προστατευόταν από οχυρό πύργο (barbican), που ονομαζόταν Ροκ ντε λα Τούρ (Roc de la Tour - πύργος του βράχου). Η πρόσβαση από αυτή την πλευρά ήταν ευκολότερη και αποτελούσε το "κλειδί" για να προσεγγίσει κάποιος το ανηφορικό μονοπάτι που οδηγούσε στην ακρόπολη. Οχυρωματικά έργα περιέτρεχαν την κορυφογραμμή και εξασφάλιζαν την επικοινωνία του οχυρού πύργου με την ακρόπολη. Ο λόφος είναι γεμάτος σπηλιές και τότε υπήρχαν αρκετά μονοπάτια που οδηγούσαν στην πεδιάδα, πολλά από αυτά μάλιστα ήταν άγνωστα στους πολιορκητές.
Οι πολιορκημένοι τα χρησιμοποιούσαν για να ανεφοδιαστούν κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, υπό τα συχνά αδιάφορα βλέμματα κάποιων φρουρών (προφανώς ντόπιων, που έτρεφαν συμπάθεια για τους «Καθαρούς»). Η ύπαρξη στερνών εξασφάλιζε αυτάρκεια σε νερό. Υπό αυτές τις συνθήκες η πολιορκία αποτύγχανε μέχρι τα τέλη του 1243. Τότε ο Υγκ ντεζ Αρκί επικέντρωσε την προσοχή του στην κατάληψη του Ροκ ντε λα Τούρ, καθώς δεν υπήρχε πιο προσιτό πέρασμα προς τον στόχο. Οι πολιορκούμενοι όμως το γνώριζαν και «υποδέχονταν» ανάλογα τους τολμηρούς οι οποίοι προσπαθούσαν να καταλάβουν τον πύργο.
Η άμυνά τους ήταν αποτελεσματική μέχρι τις αρχές του 1244. Στις αρχές του νέου χρόνου σκληραγωγημένοι Γασκώνοι κατάφεραν με μια παράτολμη νυκτερινή ανάβαση να καταλάβουν το Ροκ ντε λα Τούρ. Ο χρόνος κυλούσε πια σε βάρος των πολιορκημένων. Οι επιτιθέμενοι, λειτουργώντας υπομονετικά και μεθοδικά, προώθησαν τις θέσεις τους προς την ακρόπολη και εγκατέστησαν μια πολιορκητική μηχανή με περιστρεφόμενο βραχίονα εκτόξευσης βλημάτων (τρεμπουσέ, trebuchet). Χρησιμοποιώντας λίθινα βλήματα που κατασκεύαζαν επί τόπου (πολλά βρίσκονται ακόμη εκεί) κτυπούσαν εντατικά την ακρόπολη.
Αν και οι αμυνόμενοι πραγματοποίησαν τολμηρές εξόδους για να απωθήσουν τον εχθρό, εκείνος ενίσχυε τις θέσεις του με νέα στρατεύματα και βελτίωνε τα οχυρωματικά του έργα. Οι άμαχοι είχαν καταφύγει στη νοτιοδυτική πλευρά, καθώς οι πολιορκητές κατελάμβαναν τη μία μετά την άλλη τις οχυρώσεις. Μόνο μια εξωτερική βοήθεια θα μπορούσε να σώσει πια το Μοντσεγκούρ. Ομως τα πρώτα σημάδια της άνοιξης, τον Μάρτιο του 1243, δεν έφεραν μαζί τους την ελπίδα. Ο Ραϊμόνδος δεν κινήθηκε αυτή τη φορά. Ο Πιέρ - Ροζέ ντε Μιρπουά ζήτησε 15ήμερη ανακωχή την 1η Μαρτίου με την προοπτική να παραδώσει την ακρόπολη.
Οι όροι της παράδοσης ήταν ευνοϊκοί: όσοι αποκήρυσσαν την αίρεση εμπρός από την Ιερά Εξέταση θα μπορούσαν να αποχωρήσουν ανενόχλητοι. Αρκετοί υπάκουσαν, αλλά 200 - 225 (στις πηγές ο αριθμός ποικίλλει) έμειναν σταθεροί στην πίστη τους. Ανάμεσά τους ήταν και 26 άνθρωποι που είχαν ασπασθεί την αίρεση -μέσω της τελετής του consolamentum- στις 13 Μαρτίου, λίγες μέρες πριν παραδοθούν. Δύο ή τέσσερις «Καθαροί» κατόρθωσαν να αποδράσουν εκείνες τις δύσκολες ώρες, άγνωστο πότε ακριβώς. Την Τετάρτη, 16 Μαρτίου 1244, όσοι είχαν απομείνει κατηφόρισαν τον λόφο και παραδόθηκαν.
Με συνοπτικές διαδικασίες οι οπαδοί της αίρεσης δέθηκαν σε στύλους για να καούν σε μια τεράστια πυρά, που είχε προετοιμαστεί υπό τις οδηγίες της Ιεράς Εξέτασης στις νότιες παρυφές του λόφου. Η τραγική πορεία του Μοντσεγκούρ είχε τελειώσει. Η ιστορική έρευνα έχει παραδώσει 63 ονόματα «Καθαρών» που κάηκαν σε εκείνη την πυρά.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η αίρεση των «Καθαρών» δεν εξοντώθηκε ολοκληρωτικά στο Μοντσεγκούρ. Στο Αγκεν το έτος 1249 εκτελέστηκαν με τον ίδιο τρόπο και άλλοι οπαδοί της, με τη συνδρομή του Ραϊμόνδου Ζ', ο οποίος προσπαθούσε να κερδίσει πάλι την εμπιστοσύνη της Εκκλησίας και του Γάλλου βασιλιά. Το τελευταίο προπύργιο των «Καθαρών» στο Κιριμπού, νότια της Καρκασόν και ανατολικά του Μοντσεγκούρ, υποτάχθηκε τον Αύγουστο του 1255, τερματίζοντας μια αιματηρή περιπέτεια που διήρκεσε μισό περίπου αιώνα. H αίρεση πραγματοποίησε μια παροδική και αποτυχημένη επανεμφάνιση στο Λανγκεντόκ το πρώτο τέταρτο του 14ου αιώνα.
Έκτοτε η Ιστορία της σχετίσθηκε με την έρευνα για το Ιερό Δισκοπότηρο (από όπου προήλθε και η ονομασία Μονσαλβά, δηλαδή Όρος της Σωτηρίας, για το Μοντσεγκούρ), με αποκρυφιστικές θεωρίες, ακόμη και με ευρήματα τα οποία σχετίζονται με τη ζωή του Ιησού Χριστού. Από τις αρχές του 20ού αιώνα ο μύθος περί του θησαυρού των «Καθαρών», που υποτίθεται ότι πήρε μαζί της η μικρή ομάδα οπαδών η οποία διέφυγε τον Μάρτιο του 1244 από το Μοντσεγκούρ, έφερε τον χώρο πάλι στο προσκήνιο. Κυνηγοί θησαυρών, εθνικοσοσιαλιστές αποκρυφιστές της οργάνωσης Ανενέρμπε (Ahnenerbe), εραστές των μεσαιωνικών μύθων, ερευνητές ή απλώς περίεργοι ενδιαφέρθηκαν για το Μοντσεγκούρ.
Οι ανασκαφές που διεξήχθησαν στον λόφο από το 1947 και ειδικά κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, έφεραν στην επιφάνεια ελάχιστα ίχνη από τα κτίσματα που χρονολογούνται από την εποχή της πολιορκίας. Επρόκειτο για υπολείμματα κατοικιών στην περιοχή του βορειοανατολικού οικισμού, κοντά στην ακρόπολη, που έχουν αποκατασταθεί. Το αρχαιότερο τμήμα της σημερινής ακρόπολης ανήκει στις οχυρώσεις τις οποίες κατασκεύασε το 1245 ο νέος ηγέτης του Μοντσεγκούρ, Γκυ ντε Λεβί. Πολλά έχουν γραφεί και γράφονται για τους "Καθαρούς" και το Μοντσεγκούρ, θετικά ή αρνητικά. Η Ιστορία τους προκαλεί ακόμη ενδιαφέρον και αυτό επιβεβαιώνεται από τον μεγάλο αριθμό επισκεπτών της ακρόπολης.
Η ΑΙΜΑΤΟΒΑΜΕΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΩΝ
Οι Σταυροφορίες ήταν στρατιωτικές επιχειρήσεις υπό την ηγεσία του Πάπα της Ρώμης κατά τον Μεσαίωνα αλλά και την νεότερη ακόμα εποχή. Οι Σταυροφορίες σαν ιδέα του ιερού πολέμου δεν είναι κάτι καινούργιο, αφού τόσο στην Αρχαία Ελλάδα έγιναν τέσσερις αιματηροί ιεροί πόλεμοι που κατέληξαν στον πλήρη ή μερικό αφανισμό πόλεων για θρησκευτικούς λόγους, ενώ στο Ισλάμ με πρόσχημα την τζιχάντ τον ιερό πόλεμο των Μουσουλμάνων πραγματοποιήθηκε κατάληψη πολλών νέων εδαφών. Η καταπάτηση των Αγίων Τόπων από τους Μουσουλμάνους Σελτζούκους Τούρκους το 1078, ήταν η αφορμή της πρώτης Σταυροφορίας. Οι Σελτζούκοι απαγόρευαν την είσοδο στους προσκυνητές των Χριστιανικών εθνών της Δύσης, γεγονός που τελικά δεν έμεινε ατιμώρητο. Οι κίνδυνοι ήταν πολλοί σε κάθε προσπάθεια προσέγγισης των Αγίων Τόπων από τους πιστούς με αποτέλεσμα να ξεκινήσει η μεγαλύτερη αιματοχυσία στα χρόνια του Μεσαίωνα που διήρκεσε 200 χρόνια...
Μέχρι το τέλος του 11ου αιώνα, η Δυτική Ευρώπη είχε αναδειχθεί ως μια σημαντική δύναμη, αν και υστερούσε από άλλους πολιτισμούς της Μεσογείου, δηλαδή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, της Ισλαμικής Αυτοκρατορίας της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Το Βυζάντιο όμως, έχανε σημαντικό έδαφος με την εισβολή των Σελτζούκων Τούρκων, οι οποίοι νίκησαν το Βυζαντινό στρατό στη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι είχαν αναλάβει τον έλεγχο σχεδόν όλης της Μικράς Ασίας με πολύ βίαιο και ανηλεή τρόπο επιφέροντας έτσι ένα τεράστιο πλήγμα στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ενώ και η ίδια η Ανατολική Ρωμαϊκή (Βυζαντινή) Αυτοκρατορία παράλληλα ταλαιπωρούταν επίσης από συχνούς εμφυλίους πολέμους.
Μετά από χρόνια χάους και εμφυλίου πολέμου την γενική αρχηγεία του Βυζαντινού θρόνου κατέλαβε το 1081 ο Αλέξιος Κομνηνός, γνωστός στην ιστορία ως Αυτοκράτορας Αλέξιος Α'. Το 1095 ο Αλέξιος έστειλε απεσταλμένους στον Πάπα Ουρβανό ΙΙ ζητώντας μισθοφορικά στρατεύματα από τη Δύση για να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της Τουρκικής απειλής. Αν και οι σχέσεις μεταξύ Χριστιανών στην Ανατολή και τη Δύση ήταν τεταμένες για μεγάλο διάστημα, το αίτημα του Αλέξιου ήρθε σε μια στιγμή που η κατάσταση έδειχνε ότι βελτιωνόταν. Τον Νοέμβριο του 1095, στο Συμβούλιο της Κλερμόντ στη νότια Γαλλία, ο Πάπας κάλεσε τους Δυτικούς Χριστιανούς να πάρουν τα όπλα, προκειμένου να βοηθήσουν τους Βυζαντινούς στην ανακατάληψη των Αγίων Τόπων από τον Μουσουλμανικό έλεγχο.
Στις 27 Νοεμβρίου μίλησε για πρώτη φορά για τα προβλήματα των Χριστιανών στην Ανατολή μπροστά σε ένα τεράστιο κοινό, με την συνεχή επανάληψη της φράσης "Ο Θεός το θέλει", και παροτρύνε τους Χριστιανούς της Δύσης σε πόλεμο κατά των Μουσουλμάνων, που είχαν καταλάβει τους Αγίους Τόπους, κάτι που ήταν πολύ διαφορετικό από ότι του είχε ζητήσει ο Αυτοκράτορας Αλέξιος, ενώ παράλληλε σχεδίαζε να «πείσει» με την δύναμη αυτή και τους Ορθοδόξους να «ενωθούν οικειοθελώς» υπό την εξουσία του όταν τελείωνε με τους Μουσουλμάνους σαν «ανταμοιβή» για τις υπηρεσίες του και έχοντας τον Σταυροφορικό στρατό σαν μέσο εκφοβισμού, εκβιασμού και απειλών έναντι των Ορθοδόξων αλλά και των μουσουλμάνων.
Ο Πάπας συνάντησε μεγάλη ανταπόκριση τόσο από τα χαμηλότερα στρώματα της στρατιωτικής ελίτ (που θα διαμόρφωνε μια νέα τάξη ιπποτών), όσο και από απλούς πολίτες που ήταν αποφασισμένοι να φορέσουν την στολή με τον κόκκινο σταυρό. Οι πιο γνωστές Σταυροφορίες στην ιστορία είναι οι εξής: Η Α' Σταυροφορία, η Σταυροφορία του λαού, η Γερμανική Σταυροφορία του 1096, η Σταυροφορία του 1101, η Β' Σταυροφορία, η Γ' Σταυροφορία, η Δ' Σταυροφορία, η Σταυροφορία των Αλβιγηνών, η Σταυροφορία των παιδιών, η Ε' Σταυροφορία, η ΣΤ' Σταυροφορία, η Ζ' Σταυροφορία, η Σταυροφορία των βοσκών, η Η' Σταυροφορία, η Θ' Σταυροφορία, η Σταυροφορία της Αραγωνίας, η Σταυροφορία της Αλεξάνδρειας, η Σταυροφορία της Νικόπολης, η Σταυροφορία των Χουσσιτών, η Σταυροφορία της Βάρνας καθώς και οι Βόρειες Σταυροφορίες.
Η πρώτη ανεπίσημη Σταυροφορία του Πάπα πραγματοποιήθηκε το 1066 στην Μεγάλη Βρετανία, όταν ο καθολικός δούκας της Νορμανδίας Γουλιέλμος, γνωστός ως κατακτητής, φέροντας το λάβαρο, την υποστήριξη και την ευλογία του Πάπα, εισέβαλε και κατέκτησε την Ορθόδοξη και μη υποταγμένη στην Παπική εξουσία Σαξονική Βρετανία του βασιλιά Χάρολντ, με την δικαιολογία ότι ήταν ο «νόμιμος» διάδοχος του θρόνου και θα έφερνε «κάθαρση» στην χώρα από τους Ορθόδοξους «αιρετικούς», σηματοδοτώντας έτσι την έναρξη των ιερών πολέμων της Δύσης με πρώτο στόχο την Ορθοδοξία, 29 ολόκληρα χρόνια πριν την πρώτη «επίσημη» Σταυροφορία.
Η Πρώτη Σταυροφορία (1096 - 1099)
Η Α' Σταυροφορία ξεκίνησε το 1095 από τον Πάπα Ουρβανό ΙΙ με στόχο την ανακατάληψη της Ιερουσαλήμ από τους Μουσουλμάνους. Πέρα από τις γνωστές Σταυροφορίες στην Μέση Ανατολή υπήρξαν και άλλες που πραγματοποιήθηκαν για θρησκευτικούς και πολιτικούς λόγους όπως η Σταυροφορία των Αλβιγηνών, η Σταυροφορία της Αραγωνίας, η Reconquista (Ανακατάκτηση της Ιβηρικής Χερσονήσου) και οι Βόρειες Σταυροφορίες. Τέσσερις στρατιές Σταυροφόρων σχηματίστηκαν από τα στρατεύματα διαφόρων περιοχών της Δυτικής Ευρώπης, με επικεφαλής τον Ρεϋμόνδο του Σαιν Ζιλ,τον Γοδεφρείδο του Μπουιγιόν, τον Ούγο του Βερμαντουά και τον Βοϊμόνδο Α' της Αντιόχειας, που είχαν τοποθετηθεί με σκοπό να αναχωρήσουν για το Βυζάντιο, τον Αύγουστο του 1096.
Μια λιγότερο οργανωμένη ομάδα ιπποτών γνωστή ως «Σταυροφορία του Λαού» δημιουργήθηκε ύστερα από εντολή ενός δημοφιλούς ιεροκήρυκα, που έγινε γνωστός ως «Πέτρος ο Ερημίτης». Η Σταυροφόροι του Λαού έδρασαν βίαια περνώντας μέσα από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία σκορπώντας το θάνατο και παραβλέποντας τις εντολές του Αλέξιου που ζητούσε να περιμένουν και τους υπόλοιπους Σταυροφόρους που θα περνούσαν τον Βόσπορο στις αρχές Αυγούστου. Στην πρώτη μεγάλη σύγκρουση μεταξύ Σταυροφόρων και Μουσουλμάνων, οι Τουρκικές δυνάμεις συνθλίβονται από την εισβολή των Ευρωπαίων στην Απάμεια την Κιβωτό.
Μια άλλη ομάδα Σταυροφόρων, με επικεφαλής τον περιβόητο κόμη Emicho, πραγματοποίησε μια σειρά από σφαγές Εβραίων σε διάφορες πόλεις στη Ρηνανία το 1096, προκαλώντας οργή και μια σοβαρή κρίση στις σχέσεις Εβραίων και Χριστιανών. Όταν οι τέσσερις κύριες στρατιές των Σταυροφόρων έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη, ο Αλέξιος επέμεινε ότι οι επικεφαλής του έπρεπε δώσουν όρκο πίστης σ' αυτόν και να αναγνωρίσουν την εξουσία του πάνω σε οποιαδήποτε γη ανέκτησε από τους Τούρκους, καθώς και οποιοδήποτε άλλο έδαφος θα μπορούσε να κατακτήσει. Ο μόνος που αντέδρασε ήταν ο Βοϊμόνδος. Τον Μάιο του 1097, οι Σταυροφόροι και οι Βυζαντινοί τους σύμμαχοι επιτέθηκαν στη Νικαία (σημερινό Iznik, Τουρκία), την πρωτεύουσα των Σελτζούκων στην Ανατολία. Η πόλη παραδόθηκε στα τέλη Ιουνίου.
Παρά την επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ των Σταυροφόρων και των Βυζαντινών ηγετών, οι ενωμένες τους δυνάμεις συνέχισαν την επέλαση στην Ανατολία, καταλαμβάνοντας την μεγάλη Συριακή πόλη της Αντιόχειας, τον Ιούνιο του 1098. Μετά από εσωτερικές διαμάχες για τον έλεγχο της Αντιοχείας, οι Σταυροφόροι άρχισαν την πορεία τους προς την Ιερουσαλήμ, που τότε είχε καταληφθεί από το Αιγυπτιακό χαλιφάτο των Φατμιδών. Αυτοί ως Σιίτες Μουσουλμάνοι ήταν εχθροί των Σουνιτών Σελτζούκων Τούρκων. Κατασκηνώνοντας έξω από την Ιερουσαλήμ ανάγκασαν τον διοικητή της πολιορκημένης πόλης να παραδοθεί. Παρά τις διαβεβαιώσεις για ασφάλεια του πρίγκιπα της Γαλιλαίας Τάνγκρεντ οι Σταυροφόροι σφαγίασαν αμέτρητες γυναίκες και παιδιά κατά την είσοδο τους στην πόλη.
Αργότερα άλλος στρατός πειθαρχημένος, από 80.000 περίπου άνδρες, και αρχηγό το Γοδεφρείδο της Μπουγιόν αναχώρησε για την Ανατολή πέρασε τον Ελλήσποντο και κυρίευσε τη Νίκαια (1097), την Αντιόχεια (1098) και την Ιερουσαλήμ (1099). Στο πέρασμα του σημειώθηκαν άπειρες σφαγές και καταστροφές. Ο Γοδεφρείδος αναγορεύτηκε βασιλιάς της Ιερουσαλήμ το 1100 όμως πέθανε και τον διαδέχτηκε ο αδερφός του Βαλδουίνος της Φλάνδρας. Τη σταυροφορία αυτή ακολούθησε ένα δεύτερο, λιγότερο επιτυχημένο κύμα σταυροφόρων, γνωστό ως Σταυροφορία του 1101, κατά την οποία οι Τούρκοι υπό τον Κιλίτζ Αρσλάν νίκησαν τους σταυροφόρους σε τρεις διαφορετικές μάχες σε αντίδραση για την Α' Σταυροφορία.
Επόμενες απόπειρες του 1120 περιλαμβάνουν μία σταυροφορία, που κηρύχθηκε από τον Πάπα Κάλλιστο Β' γύρω στα 1120, που έγινε η Ενετική Σταυροφορία του 1122 - 1124, ένα προσκύνημα του Κόμη Φούλκωνα Ε' του Ανζού του 1120, μια απόπειρα του Κονράδου Γ' της Γερμανίας του 1124, για την οποία λίγες λεπτομέρειες είναι γνωστές, και η Σταυροφορία της Δαμασκού από το Φουλκ Ε', που είχε ως αποτέλεσμα την επίσημη αναγνώριση προνομίων στο τάγμα των Ναϊτών Ιπποτών από τον Πάπα Ονώριο Β' τον Ιανουάριο του 1129. Μετά την Α' Σταυροφορία ξεκίνησε ένας βίαιος αγώνας για τον έλεγχο των Αγίων Τόπων που κράτησε σχεδόν 200 χρόνια. Η σύγκρουση αυτή έληξε το 1291 μετά την πτώση του τελευταίου της Άκρας που ήταν το τελευταίο προπύργιο των Σταυροφόρων στην Μέση Ανατολή.
Η Δεύτερη Σταυροφορία (1147 - 1149)
Έχοντας επιτύχει το στόχο τους σε ένα απροσδόκητα σύντομο χρονικό διάστημα, πολλοί από τους Σταυροφόρους αναχώρησαν για την πατρίδα τους. Θέλοντας όμως να επιτηρούν τις κατακτημένες περιοχές κάποιοι εγκαταστάθηκαν σε τέσσερις μεγάλους δυτικούς οικισμούς ή κράτη των Σταυροφόρων όπως η Αντιόχεια, η Ιερουσαλήμ, η Έδεσσα και η Τρίπολη. Τα κράτη φρουρούνταν από τεράστια κάστρα και έτσι κατάφεραν να κρατήσουν το πάνω χέρι μέχρι το 1130, όταν οι Μουσουλμανικές δυνάμεις άρχισαν να κερδίζουν έδαφος στον δικό τους ιερό πόλεμο κατά των Χριστιανών, τους οποίους ονόμαζαν «Φράγκους». Τα νέα για την κατάληψη της Έδεσσας κονητοποίησαν την Ευρώπη και σύντομα οι Χριστιανικές αρχές στη Δύση πήραν την απόφαση για μια δεύτερη Σταυροφορία.
Η Β' Σταυροφορία πραγματοποιήθηκε λόγω της Έδεσσας από τους Άραβες. Ο πάπας Ευγένιος Γ' παρακίνησε το Γερμανό Αυτοκράτορα Κονράδο Γ' και το βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο Ζ' να υπερασπιστούν το σταυρό. Οι δύο μονάρχες δέχτηκαν την πρόσκληση το 1147 και οδήγησαν μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις στην Ανατολή, αλλά η εκστρατεία τους απέτυχε. Επικεφαλής ήταν ο βασιλιάς Λουδοβίκος Ζ' της Γαλλίας και ο βασιλιάς Κονράδος Γ' της Γερμανίας. Η δεύτερη Σταυροφορία ξεκίνησε το 1147. Τον Οκτώβριο εκείνου του έτους οι Τούρκοι συνθλίβονται από τις δυνάμεις του βασιλιά Κονράδου στο Δορύλαιο, μέρος όπου είχε σημειωθεί μια μεγάλη νίκη κατά την πρώτη Σταυροφορία.
Έπειτα οι δυο επικεφαλής μάζεψαν τα στρατεύματα τους στην Ιερουσαλήμ και αποφάσισαν να επιτεθούν σε ένα συριακό προπύργιο της Δαμασκού με στρατό 50.000 Σταυροφόρων. Προηγουμένως, ο θετικά διακείμενος προς τους «Φράγκους» ηγεμόνας της Δαμασκού, αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια του Νουρ Αλ Ντίν διαδόχου του Ζενγκί στη Μοσούλη. Οι ενωμένες Μουσουλμανικές δυνάμεις χάρισαν μια συντριπτική ήττα κατά των Σταυροφόρων και έτσι η Δαμασκός προστέθηκε στην αυτοκρατορία του Αλ Ντίν κλείνοντας με αυτό τον τρόπο τη δεύτερη Σταυροφορία.
Συγχρόνως με την Β' Σταυροφορία, Σάξονες και Δανοί πολεμούσαν κατά των Πολάβων Σλάβων στην Βενδική Σταυροφορία ή Α' Βόρεια Σταυροφορία. Οι Βένδες νίκησαν αρχικά τους Δανούς και οι Σάξονες αλλά το 1162 οι Βένδες νικήθηκαν οριστικά στην μάχη του Ντέμιν.
Η Τρίτη Σταυροφορία (1189 - 1192)
Η Γ' Σταυροφορία πραγματοποιήθηκε επειδή ο σουλτάνος της Αιγύπτου Σαλαντίν κυρίευσε την Ιερουσαλήμ. Οι μονάρχες τριών χωρών της Ευρώπης, ο Αυτοκράτορας της Γερμανίας Φρειδερίκος Α', ο βασιλιάς της Γαλλίας Φίλιππος Αύγουστος και ο βασιλιάς της Αγγλίας Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, αποφάσισαν να οδηγήσουν τους στρατούς τους αυτοπροσώπως κατά των απίστων (1189). Η εκστρατεία του Φρειδερίκου απέτυχε, γιατί αυτός, έπεσε από το άλογό του στον ποταμό Κύδνο και πνίγηκε, ενώ ο στρατός του καταστράφηκε από λοιμό. Αλλά οι βασιλείς της Γαλλίας και της Αγγλίας πέτυχαν να νικήσουν τον Σαλαδίνο σε δύο μάχες και μάλιστα ο Ριχάρδος θέλησε να προχωρήσει στην Ιερουσαλήμ.
Μετά από πολλές προσπάθειες των Σταυροφόρων της Ιερουσαλήμ για να καταλάβουν την Αίγυπτο οι δυνάμεις του Νουρ Αλ Ντίν με επικεφαλής τον στρατηγό Σιρκούχ και τον ανιψιό του, Σαλαντίν, κατέλαβαν το Κάιρο το 1169 και ανάγκασαν τον στρατό των Σταυροφόρων να εγκαταλείψει. Μετά τον θάνατο του στρατηγού Σιρκούχ, ο ανιψιός του, Σαλαντίν, ξεκίνησε μια κατακτητική εκστρατεία που επιταχύνθηκε μετά το θάνατο του Νουρ Αλ Ντίν το 1174. Το 1187, ο Σαλαντίν ξεκίνησε μια μεγάλη εκστρατεία κατά του Βασιλείου των Σταυροφόρων της Ιερουσαλήμ. Τα στρατεύματά του κατέστρεψαν σχεδόν το Χριστιανικό στρατό στη μάχη του Χατίν, λαμβάνοντας την πόλη μαζί με ένα μεγάλο μέρος της επικράτειας.
Η οργή μέσα από αυτές τις ήττες ενέπνευσαν την τρίτη Σταυροφορία. Είχε επικεφαλής τον Φρειδερίκο Μπαρμπαρόσα, ο οποίος πνίγηκε στην Ανατολία πριν το στράτευμά του φτάσει στη Συρία, τον βασιλιά Φίλιππο Β' της Γαλλίας και τον βασιλιά Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο. Τον Σεπτέμβριο 1191, οι δυνάμεις του Ριχάρδου νίκησαν τα στρατεύματα του Σαλαντίν στη μάχη της Αρσούφ, όπου ήταν η μόνη αληθινή μάχη της Τρίτης Σταυροφορίας. Από την ανακατάληψη της πόλης Γιάφα, ο Ριχάρδος απεκατέστησε τον Χριστιανικό έλεγχο της περιοχής και πλησίασε την Ιερουσαλήμ, αν και αρνήθηκε να πολιορκήσει την πόλη.
Τον Σεπτέμβριο 1192, ο Ριχάρδος και ο Σαλαντίν υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης που απεκατέστησε το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ, χωρίς όμως την πόλη της Ιερουσαλήμ. Ο Αυτοκράτορας Ερρίκος ΣΤ' άρχισε τις προετοιμασίες για μια Γερμανική Σταυροφορία το 1195. Η υγεία του δεν του επέτρεψε να ηγηθεί των δυνάμεων προσωπικά, έτσι η ηγεσία ανατέθηκε στον Κόνραντ του Βίτελσμπαχ, Αρχιεπίσκοπο του Μάιντς. Οι δυνάμεις αποβιβάσθηκαν στην Ακρα το Σεπτέμβριο του 1197 και κατέλαβαν τις πόλεις Σιδώνα και Βηρυτό. Αμέσως μετά ο Ερρίκος πέθανε και οι περισσότεροι σταυροφόροι επέστρεψαν στη Γερμανία. το 1198.
Η Τέταρτη Σταυροφορία (1198 - 1229)
Σε απάντηση οι Σταυροφόροι επιτέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη κλείνοντας την τέταρτη Σταυροφορία με την κατάκτηση και τη λεηλασία της Βυζαντινής πρωτεύουσας. Ήταν μια μαύρη σελίδα της ιστορίας και ένα καθοριστικό χτύπημα που αποδυνάμωσε την πόλη - σύμβολο. Το υπόλοιπο του 13ου αιώνα κύλισε με Σταυροφορίες που δεν είχαν σαν σκοπό την ανατροπή των μουσουλμανικών δυνάμεων από τους Άγιους Τόπους. Η Δ' Σταυροφορία πραγματοποιήθηκε και οργανώθηκε από τον Πάπα Ινοκέντιο Γ' και το δόγη της Ενετικής Δημοκρατίας Ερρίκο Δάνδολο, οι οποίοι έτρεφαν ιμπεριαλιστικές βλέψεις κατά του Βυζαντίου.
Στρατιωτικοί αρχηγοί ορίστηκαν ο Ιταλός ευγενής Βονιφάτιος ο Μομφερατικός και ο κόμης της Φλάνδρας Βαλδουίνος. Αρχικός σκοπός ήταν η Αίγυπτος, αλλά όταν στον Δάνδολο παρουσιάστηκε ο Αλέξιος, γιος του εκθρονισμένου Ισαάκιου Άγγελου, ο οποίος και ζήτησε τη βοήθειά του προκειμένου να μπορέσει να διεκδικήσει το θρόνο του Βυζαντίου, τότε η Σταυροφορία αυτή άλλαξε τροπή. Συμφώνησαν λοιπόν η Σταυροφορία να κατευθυνθεί πρώτα στην Κωνσταντινούπολη, για την αποκατάσταση του Αλέξιου και του πατέρα του, και έπειτα προς τον τελικό της σκοπό. Το 1203 οι Σταυροφόροι εμφανίστηκαν μπροστά στην Κωνσταντινούπολη και επιτέθηκαν εναντίον της από ξηρά και θάλασσα.
Ο Αυτοκράτορας Αλέξιος Γ' εγκατέλειψε την πόλη και οι Σταυροφόροι κυρίευσαν τη βασιλεύουσα και αποκατέστησαν στο θρόνο τον Ισαάκιο Β΄ και το γιο του Αλέξιο Δ', ως συμβασιλιά. Οι νέοι Αυτοκράτορες δεν μπόρεσαν να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους, να υποτάξουν δηλ. την Ορθόδοξη εκκλησία στον Πάπα και να ικανοποιήσουν την απληστία των Ενετών, οι αρπαγές και οι λεηλασίες των οποίων έστρεψαν την οργή του λαού εναντίον των ανάξιων Αυτοκρατόρων του. Ο Αλέξιος Δ' στραγγαλίστηκε και ο Ισαάκιος πέθανε από τον τρόμο του. Τους διαδέχτηκε ο συγγενής τους Αλέξιος Ε' ο Μούρτζουφλος (1204). Αλλά και αυτός αναγκάστηκε να δραπετεύσει, όταν οι Ενετοί επιτέθηκαν και έγιναν κύριοι της επαναστατημένης πόλης.
Ανακηρύχτηκε τότε Αυτοκράτορας ο Θεόδωρος Λάσκαρης. Καμιά βελτίωση της κατάστασης όμως δεν ήταν πια δυνατή και γι` αυτό η αριστοκρατία με τον κλήρο κατέφυγε στη Νίκαια, όπου μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα του κράτους. Οι νικητές κατέστρεψαν και λεηλάτησαν την Κωνσταντινούπολη και ο Ελληνισμός δέχτηκε σκληρό χτύπημα χάνοντας από τις σφαγές στην Πόλη μισό εκατομμύριο ανθρώπους και ακόμα περισσότερους στην διάρκεια της βάρβαρης και ανηλεούς Λατινικής κατοχής. Μετά από όλα αυτά τα γεγονότα και την αποδυνάμωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ο Πάπας εκβίαζε την ένωση των Εκκλησιών για την παροχή βοήθειας από την Δύση, και αν αυτή γινόταν με την βία από τις ηγεσίες και δεν γινόταν αποδεκτή από τον λαό καλούσε σε συνεχείς Σταυροφορίες κατά του Βυζαντίου.
Όπως αυτές του Καρόλου του Ανδεγαυού, που στο τέλος απέτυχαν, και έδινε παράλληλα και ψεύτικες υποσχέσεις, όπως το 1453 ξέροντας ότι κανένας δεν μπορούσε να στείλει από την Ευρώπη βοήθεια στο Βυζάντιο (Αγγλία - Γαλλία λόγω 100τους πολέμου, Γερμανία λόγω εμφυλίου, Ισπανία - Πορτογαλία λόγω συγκρούσεων με τους Άραβες στην Ιβηρική και Βενετία και Γένοβα λόγω φόβου αλλά και συμφερόντων με τους Οθωμανούς), προκειμένου να υποτάξει τους Ορθοδόξους στην εξουσία του, ενώ μετά την πτώση της Πόλης στους Τούρκους τους έστελνε και συγχαρητήρια μηνύματα με επιστολές, λέγοντας πως η πτώση της Πόλης σε αυτούς ήταν «Θεία Δίκη» για τους Βυζαντινούς γιατί αυτοί ήταν αιρετικοί και δεν αποδεχόταν την απόλυτη και «αλάθητη» εξουσία του Πάπα.
Οι Υπόλοιπες Σταυροφορίες
Ακολούθησαν άλλες 4 Σταυροφορίες στην Μέση Ανατολή και πολλές ακόμα ανεπίσημες χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα. Ανάμεσα σ` αυτές δεν υπολογίζεται η "Σταυροφορία των παίδων" που έγινε το 1212, κατά την οποία 50.000 παιδιά, συγκεντρωμένα από τους ιερείς, ανίκανα να υποφέρουν τους κινδύνους και τις δυσκολίες μιας τόσο μεγάλης επιχείρησης, βρήκαν θλιβερό τέλος. Η Σταυροφορία των Αλβιγηνών (1208 - 1229), έγινε με σκοπό να ξεριζωθούν οι αιρετικοί «Καθαροί» ή Αλβιγηνοί που αποτελούσαν μια Χριστιανική αίρεση της Γαλλίας. Ήταν ένας αγώνας δεκαετιών, που είχε να κάνει τόσο με την επιθυμία της βόρειας Γαλλίας να επεκτείνει τον έλεγχό της προς τα νότια, όσο και με την καταπολέμηση της αίρεσης. Τελικά, οι Καθαροί κηρύχθηκαν παράνομοι και η ανεξαρτησία της νότιας Γαλλίας εξαλείφθηκε.
Στη συνέχεια η Βαλτική Σταυροφορία (1211 - 1225) έγινε προκειμένου να υποταχθούν οι ειδωλολάτρες στην Τρανσυλβανία. Η πέμπτη Σταυροφορία που έγινε πριν από το θάνατο του Πάπα Ιννοκέντιου Γ' το 1216, οι Σταυροφόροι επιτέθηκαν στην Αίγυπτο από ξηρά και θάλασσα αλλά τελικά υποτάχθηκαν στους Μουσουλμάνους υπερασπιστές με επικεφαλής τον ανιψιό του Σαλαντίν, Αλ Μαλίκ αλ-Καμίλ, στο 1221. Το 1229 στη μάχη που έμεινε γνωστή ως έκτη Σταυροφορία ο Αυτοκράτορας Φρειδερίκος Β' πέτυχε την ειρηνική μεταβίβαση της Ιερουσαλήμ στους Σταυροφόρους μέσω διαπραγματεύσεων με τον Αλ-Καμίλ. Η συνθήκη ειρήνης έληξε μια δεκαετία αργότερα και οι Μουσουλμάνοι ανέκτησε ξανά τον έλεγχο της Ιερουσαλήμ.
Η Ε' Σταυροφορία πραγματοποιήθηκε το 1215 από τον βασιλιά της Ιερουσαλήμ Ιωάννη Βρυέννιος και τον βασιλιάς της Ουγγαρίας Ανδρέας Β' και είχε μικρές επιτυχίες αρχικά στην Αίγυπτο, αλλά η εκστρατεία κατά του Καΐρου κατέληξε σε καταστροφή και αποχώρηση του Σταυροφορικού σώματος το 1221. Η ΣΤ' Σταυροφορία πραγματοποιήθηκε το 1228 από τον Αυτοκράτορα της Γερμανίας Φρειδερίκος Β', ο οποίος εκστράτευσε στην Παλαιστίνη και κυρίευσε μετά από συνθήκη με τον σουλτάνο της Αιγύπτου Μελίκ-Ελ-Καμέλ την Ιερουσαλήμ, αλλά και όλες τις άλλες πόλεις τις οποίες είχαν χάσει οι Χριστιανοί, αλλά αμέσως μετά την αναχώρησή του, οι Άραβες τις ανέκτησαν όλες τις πόλεις αυτές.
Συνέχεια αυτής της Σταυροφορίας ήταν η προσπάθεια του Βασιλιά Θεοβάλδου Α' της Ναβάρρας το 1239 και 1240, που είχε αρχικά κηρυχτεί το 1234 από τον Πάπα Γρηγόριο Θ', για να οργανωθεί τελικά τον Ιούλιο του 1239, στο τέλος μιας ανακωχής. Έφτασαν στην Άκρα το Σεπτέμβριο του 1239 και, παρά μία ήττα το Νοέμβριο, ο Θεοβάλδος συνήψε μια συνθήκη με τους Μουσουλμάνους, που επέστρεφε εδάφη στα σταυροφορικά κράτη, αλλά προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια μεταξύ των σταυροφόρων. Η Ζ' Σταυροφορία πραγματοποιήθηκε το 1245. Αρχηγός της ήταν ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος Θ', που εκστράτευσε εναντίον της Αιγύπτου.
Οι σταυροφόροι κατέλαβαν τη Δαμιέτη το 1249, αλλά ο Λουδοβίκος θ' αιχμαλωτίστηκε στην Μασούρα και ελευθερώθηκε το 1251 και παρέμεινε στην Παλαιστίνη μέχρι το 1254. Έτσι και αυτή η Σταυροφορία απέτυχε. Τέλος η Η' Σταυροφορία στην Μέση Ανατολή πραγματοποιήθηκε το 1270 με αρχηγό και πάλι τον βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκο Θ' με σκοπό την κατάληψη της Τύνιδας. Όμως το 1270 πέθανε κατά τη διάρκεια της πολιορκίας αυτής της πόλης και ο στρατός του επέστρεψε στη Γαλλία. Εκτός από τις παραπάνω Σταυροφορίες πραγματοποιήθηκαν και Σταυροφορίες και στην Ιβηρική Χερσόνησο, με σκοπό την ανακατάληψη της από τους Μουσουλμάνους.
Οι Πάπες κήρυξαν Ιβηρικές σταυροφορίες τα έτη 1147, 1193, 1197, 1210, 1212, 1221 και 1229. Από το 1212 ως το 1265 τα Χριστιανικά βασίλεια της Ιβηρικής απώθησαν την Μουσουλμανική κυριαρχία στο νότιο άκρο της Ιβηρικής Χερσονήσου, περιορίζοντάς τη στο μικρό Εμιράτο της Γρανάδα, έως το 1492 οπότε αυτό και αυτή καταλήφθηκε. Επίσης στην Ιβηρική εκδηλώθηκε και η Σταυροφορία της Αραγωνίας. Η Σταυροφορία αυτή Σικελία μετά τους Σικελικούς Εσπερινούς και οι Πάπες υποστήριζαν τον Κάρολο τον Ανδεγαυό. Ο Πάπας Βονιφάτιος Η' κήρυξε μια σταυροφορία κατά του Φρειδερίκου Γ' της Σικελίας, νεότερου αδελφού του Πέτρου το 1298, αλλά χωρίς να καταφέρει να αποτρέψει τη στέψη και αναγνώριση του Φρειδερίκου ως Βασιλιά της Σικελίας.
Επίσης υπήρξαν και οι βόρειες Σταυροφορίες. Οι Λιβονιανοί κατακτήθηκαν και προσηλυτίσθηκαν μεταξύ 1202 και 1209 μετά από την Σταυροφορία που κήρυξε ο Ο Πάπας Κελεστίνος Γ'. Ο Πάπας Ονώριος Γ' κήρυξε μια σταυροφορία κατά των Πρώσων το 1217. Το 1249 οι Τεύτονες ιππότες είχαν ολοκληρώσει την κατάκτηση των Πρώσων, τους οποίους κυβερνούσαν ως φέουδο του Γερμανού Αυτοκράτορα. Οι Ιππότες τότε προχώρησαν στην κατάκτηση και τον προσηλυτισμό των ειδωλολατρών Λιθουανών, διαδικασία που διήρκεσε μέχρι τη δεκαετία του 1380.
Το Τευτονικό Τάγμα προσπάθησε αλλά απέτυχε να καταλάβει την Ορθόδοξη Ρωσία (ιδιαίτερα τα Πριγκιπάτα του Πσκόφ και τη Δημοκρατία του Νόβγκοροντ), επιχείρηση που επικυρώθηκε από τον Πάπα Γρηγόριο Θ', ως τμήμα των Βόρειων Σταυροφοριών. Το 1240 ο στρατός του Νόβγκοροντ νίκησε τους Σουηδούς στη Μάχη του Νέβα και το 1242 τους Λιβονιανούς ιππότες στη Μάχη των Πάγων. Στα νεότερα χρόνια πραγματοποιήθηκαν διάφορες σταυροφορίες το 14ο και 15ο αιώνα για να εμποδίσουν την επέκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αρχίζοντας το 1296 με το Σιγισμούνδο του Λουξεμβούργου, βασιλιά της Ουγγαρίας αλλά οι τους σταυροφόροι ηττήθηκαν στην μάχη της Νικόπολης το 1396.
Η Χουσιτική Σταυροφορία, γνωστή και ως "Πόλεμοι των Χουσιτών", η "Βοημικοί Πόλεμοι", περιελάμβαναν τις στρατιωτικές ενέργειες κατά των οπαδών του Γιαν Χους στη Βοημία την περίοδο από το 1420 μέχρι το 1431. Την περίοδο αυτή κηρύχθηκαν σταυροφορίες πέντε φορές - 1420, 1421, 1422, 1427 και 1431. Το τελικό αποτέλεσμα των εκστρατειών αυτών ήταν να αναγκάσει τις δυνάμεις των Χουσιτών, που διαφωνούσαν σε πολλά δογματικά θέματα, να ενωθούν για να εκδιώξουν τους εισβολείς. Οι πόλεμοι έληξαν το 1436 με την επικύρωση από την Εκκλησία των Συμφωνιών του Ιγκλάου (σημερινή Γιχλάβα της Τσεχίας).
Τον Απρίλιο του 1487 ο Πάπας Ινοκέντιος Η' κήρυξε μια σταυροφορία κατά των Βαλδένσιων αιρετικών της Σαβοίας, του Πεδεμοντίου και της Ντοφινέ, στη νότια Γαλλία και τη βόρεια Ιταλία. Οι μόνες ενέργειες που πράγματι έγιναν ήταν κατά των αιρετικών στη Ντοφινέ, με ελάχιστο αποτέλεσμα. Ο βασιλιάς Πολωνίας και Ουγγαρίας Βλάντισλαβ Βαρνέντσικ εισέβαλε στα εδάφη που είχαν πρόσφατα καταλάβει οι Οθωμανοί και έφτασε στο Βελιγράδι τον Ιανουάριο του 1444. Οι διαπραγματεύσεις για ανακωχή οδήγησαν τελικά σε μια συμφωνία που αποκηρύχθηκε από το Σουλτάνο Μουράτ Β', μέρες μόνο μετά την επικύρωσή της.
Περαιτέρω προσπάθειες των σταυροφόρων τερματίστηκαν με τη Μάχη της Βάρνας, στις 10 Νοεμβρίου 1444, που ήταν μια αποφασιστική νίκη των Οθωμανών, κάνοντας τους σταυροφόρους να αποχωρήσουν. Η αποχώρηση αυτή οδήγησε στην άλωση της Κωνσταντινούπολης, καθώς αυτή ήταν η τελευταία Δυτική προσπάθεια βοήθειας προς τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Το 1456 ο Ιωάννης Ουνιάδης και ο Τζιοβάνι ντα Καπιστράνο οργάνωσαν μια σταυροφορία για να άρουν την Οθωμανική πολιορκία του Βελιγραδίου.
Ακόμα και η αποτυχημένη ναυτική εισβολή της «Αήττητης Αρμάδας» του Καθολικού βασιλιά Φιλίππου Β' της Ισπανίας στο βασίλειο της Ελισάβετ Α' της Αγγλίας, χαρακτηρίστηκε ως Σταυροφορία από τον Πάπα. Το ίδιο έγινε και με την ναυμαχία της Ναυπάκτου, τους θρησκευτικούς πολέμους της Γαλλίας (νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου), τον Τριακονταετή πόλεμο και τον καιρό της αντιμεταρρύθμισης με τους θρησκευτικούς πολέμους του Κάρολου του Ε' του Κουίντου της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και με την Ιερά εξέταση.
Το Τέλος των Σταυροφοριών
Μετά το τέλος του 130ου αιώνα, οι ομάδες των Σταυροφόρων προσπάθησαν να κερδίσουν έδαφος στους Αγίους Τόπους μέσω βραχύβιων επιδρομών που αποδείχθηκαν κάτι περισσότερο από μια απλή ενόχληση στους Μουσουλμάνους ηγεμόνες της περιοχής. Η έβδομη Σταυροφορία (1239 - 1241), με επικεφαλής τον Θεοβάλδο Δ' της Καμπανίας, είχε ως αποτέλεσμα την ανακατάληψη της Ιερουσαλήμ αν και το 1244 την έχασε ξανά. Το 1249, ο βασιλιάς Λουδοβίκος Θ' της Γαλλίας οδήγησε την έβδομη Σταυροφορία εναντίον της Αιγύπτου, η οποία έληξε με την ήττα στο Μανσούρα το επόμενο έτος. Καθώς οι Σταυροφόροι αγωνιζόντουσαν ακόμα ενεργά , μια νέα δυναστεία γνωστή ως «Δυναστεία των Μαμελούκων», που καταγόταν από πρώην δούλους του σουλτάνου, ανέλαβε την εξουσία στην Αίγυπτο.
Το 1260 οι Μαμελούκοι κατάφεραν να σταματήσουν την επέλαση των Μογγόλων από την Παλαιστίνη και τις εισβολές ξένων δυνάμεων με αρχηγό τον θρυλικό Τζένγκις Χαν και τους απογόνους του που είχαν προκύψει ως πιθανοί σύμμαχοi για τους χριστιανούς της περιοχής. Κάτω από τον ανελέητο ζυγό του σουλτάνου Μπαϊμπάρ, οι Μαμελούκοι κατέλαβαν την Αντιόχεια το 1268 προτρέποντας τον Λουδοβίκο Θ' για μια ακόμα Σταυροφορία η οποία έληξε με τον θάνατο του στην Αφρική. Ένας νέος σουλτάνος των Μαμελούκων, ο Καλαούμ, κατάφερε να νικήσει τους Μογγόλους μέχρι το τέλος του 1281 και έστρεψε άμεσα την προσοχή του στους Σταυροφόρους, καταλαμβάνοντας την Τρίπολη το 1289.
Αυτή που θεωρείται ως τελευταία Σταυροφορία ήταν ουσιαστικά ένας στόλος από τη Βενετία και την Αραγονία όπου κατέφτασε για να υπερασπιστεί ότι κομμάτι γης είχε απομείνει από τις Σταυροφορίες το 1290. Το επόμενο έτος ο διάδοχος του Καλαούμ, βάδισε με ένα τεράστιο στρατό ενάντια στο παράκτιο λιμάνι της Άκρας,που ήταν πρωτεύουσα των Σταυροφόρων από τα τέλη της τρίτης Σταυροφορίας. Αν και η Εκκλησία οργάνωσε μικρότερες Σταυροφορίες με περιορισμένους στόχους το 1291 -κυρίως στρατιωτικές εκστρατείες με στόχο την απομάκρυνση των Μουσουλμάνων από την κατακτημένη περιοχή, οι προσπάθειες εγκαταλείφθηκαν οριστικά μετά τον 16ο αιώνα με την άνοδο της Μεταρρύθμισης.
ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΛΠΙΖΙΕΝ
ΓΕΝΙΚΑ
Η νότια Γαλλία των αρχών του 13ου αιώνα αποτελείτο από ένα σύνολο τοπικών φεουδαρχικών κτήσεων, σχεδόν ανεξάρτητων από το Γαλλικό στέμμα. Ακόμη και η διαδεδομένη τοπική διάλεκτος διέφερε από τη διάλεκτο langue d’oc που μιλούσε το τμήμα της Γαλλικής επικράτειας βορείως του ποταμού Λίγηρα. Ονομαζόταν langue d’ oc (γλώσσα του oκ) και από αυτή τη διάλεκτο έχει λάβει την ονομασία της η ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Γαλλίας (Languedoc). Εξυπακούεται ότι από τους κατοίκους της περιοχής αυτής απουσίαζε η συνείδηση εθνικής ενότητας. Άλλωστε το να μιλούμε για ενιαία Γαλλία, αναφερόμενοι σε εκείνη την περίοδο, θα ήταν υπερβολή.
Οι φεουδάρχες της περιοχής είχαν αρκετή ανεξαρτησία και το εμπόριο ανθούσε σε πόλεις όπως το Φουά ή η Τουλούζη, αν και το Λανγκεντόκ περιβαλλόταν από φιλόδοξους άνδρες όπως ο δούκας της Ακουιτανίας ή οι ηγεμόνες της Καταλανίας. H οικονομική άνθηση οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό και στην παρουσία Εβραίων, καθώς στο Λανγκεντόκ η επιρροή της Καθολικής Εκκλησίας ήταν μειωμένη και η θρησκευτική ανοχή μεγαλύτερη. Η κατάσταση αυτή είχε ως αποτέλεσμα και την ανάπτυξη της αίρεσης των Αλβιγηνών ή «Καθαρών». Η Σταυροφορία των Αλβιγηνών (1208 - 1229) (ή Σταυροφορία ενάντια στους Αλβιγηνούς) ήταν μια Σταυροφορία που κηρύχτηκε από την Καθολική Εκκλησία ενάντια στις αιρέσεις, κυρίως αυτή των Καθαρών και σε μικρότερη κλίμακα τον Βαλδεϊσμό.
Από τον 12ο αιώνα, κείμενα της εποχής έκαναν λόγο για την αίρεση του Αλμπί (από το οποίο και το όνομα των αιρετικών), χωρίς, ωστόσο, οι γειτονικές του περιοχές να υπολείπονται σε πιστούς της αίρεσης. Η Αίρεση των Καθαρών είχε κυρίως εγκατασταθεί στην περιοχή του Λανγκντόκ, στο οποίο κυριαρχούσαν δύο οικογένειες, ο Οίκος της Τουλούζης και ο Οίκος των Τρενκαβέλ. Καθώς δεν επήλθε μεταξύ τους συμφωνία για την αντιμετώπιση της κατάστασης, ο κόμης Ραϊμόνδος ΣΤ' της Τουλούζης θα συμμετάσχει στο πλευρό των Σταυροφόρων, ενώ ο Ραϊμόν-Ροζέ Τρενκαβέλ, υποκόμης του Αλμπί, προετοίμαζε την άμυνα των εδαφών του απέναντί τους.
Μετά την κατάληψη του Μπεζιέ και της Καρκασσόν και την αιχμαλωσία του Ραϊμόν-Ροζέ, οι Σταυροφόροι επέλεξαν ένα εξ αυτών, τον Σιμόν ντε Μονφόρ, για να συνεχίσει τον αγώνα το (1209). Αυτή η Σταυροφορία εξελίχτηκε σύντομα σε επεκτατικό πόλεμο, καταρχήν για λογαριασμό του Σιμόν ντε Μονφόρ, και μετά τον θάνατο του τελευταίου (1218) και την αποτυχία του γιου του Αμωρί, για λογαριασμό του Στέμματος της Γαλλίας. Εκ παραλλήλου διεξήγετο κατά των Καθαρών και ο αγώνας της Εκκλησία υπό την καθοδήγηση της Ιεράς Εξέτασης (από το 1233).
Τελικώς, οι υποκομητείες της Καρκασσόν, του Αλμπίκαι του Μπεζιέ προσαρτήθηκαν στις βασιλικές κτήσεις το 1226. Η Κομητεία της Τουλούζης πέρασε στην κατοχή του Αλφόνσου του Πουατιέ, ενός αδερφού του Αγίου Λουδοβίκου το 1249 και προσαρτήθηκε το 1271. Το Λανγκοντόκ, το οποίο βρισκόταν στις αρχές του 13ου αιώνα στη σφαίρα επιρροής του Βασιλείου της Αραγωνίας πέρασε ολοκληρωτικά, στα τέλη του συγκεκριμένου αιώνα, σε αυτή του βασιλιά της Γαλλίας. Εκείνη την εποχή, ο Καθαρισμός αφανίστηκε από το Λανγκντόκ, και μονάχα ορισμένοι Καθαροί κατάφεραν να βρουν καταφύγιο στην Λομβαρδία.
ΕΝΔΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ
Αποτελεί σύνηθες λάθος η αντίληψη ότι οι σταυροφορίες αποτέλεσαν, αποκλειστικά και μόνο, εκστρατείες των πιστών (Χριστιανών) κατά των απίστων (Μουσουλμάνων) με στόχο την ανάκτηση της κυριαρχίας των Αγίων Τόπων και, ιδιαίτερα, της Ιερουσαλήμ. Σταυροφορίες υπήρξαν και μέσα σε ενδοχριστιανικά πλαίσια και μάλιστα, μία από αυτές έμεινε στην Ιστορία σαν πρότυπο αγριότητας, υπενθυμίζοντας δια μέσου των αιώνων την αλήθεια της ρήσης ότι «οι αιματηρότεροι πόλεμοι ήσαν, πάντα, οι εμφύλιοι». Η σταυροφορία αυτή, που πραγματοποιήθηκε στις αρχές του 13ου αιώνα ήταν η Σταυροφορία κατά των Αλβιγήνων (Croisade des Albigeois).
Περί το 1150 διάφοροι ευγενείς που επέστρεψαν από τη δεύτερη σταυροφορία εισήγαγαν στην Ευρώπη την αίρεση των Καθαρών, η οποία βρήκε πολλούς υποστηρικτές στη νότια Γαλλία και, ιδιαίτερα, στο Λάνγκεντοκ (Languedoc) και την περιοχή του Αλμπί (Albi), από όπου πήρε και το όνομά της ένα παρακλάδι της αίρεσης αυτής, οι Αλβιγήνοι ή Αλβίγιοι ή Αλβιγαίοι (Albigeois). Οι Καθαροί δεν εδέχοντο τη Θεία φύση του Χριστού, απέρριπταν την ενσάρκωση και την ανάσταση και πρέσβευαν ότι οι δυνάμεις που εξουσίαζαν τον άνθρωπο ήταν το Καλό (πνεύμα) και το Κακό (σώμα και υλικά αγαθά).
Οι ιερείς των ονομάζοντο Τέλειοι (Parfaits), ζούσαν μοναχικό και ιδιαίτερα λιτό βίο και οι πιστοί της αίρεσης πίστευαν ότι, προς το τέλος της ζωής των, όφειλαν να ζητήσουν άφεση αμαρτιών, κάτι που πραγματοποιείτο με μία επίθεση των χειρών των ιερέων των επί αυτών, γνωστή ως Παρηγορία (Consolamentum). Στην ουσία, η αίρεση αυτή αποτελούσε μία παραλλαγή της Μανιχαιϊστικής αντίθεσης του καλού (φως) και του κακού (σκότος), των απόψεων των Χριστιανών Γνωστικών των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων και των ορφικών διδασκαλιών περί μετενσάρκωσης. Κάθε πιστός, μέσω της παρηγορίας, προσέγγιζε την τελειότητα την οποίαν, κάποτε, μπορούσε να κατακτήσει και να ενωθεί με τον Θεό, σταματώντας έτσι την περιπλάνησή του μέσω των μετενσαρκώσεων.
Ο ιδιαίτερα ασκητικός βίος και η αμεσότητα της επικοινωνίας των Καθαρών με τις λαϊκές μάζες, σε συνδυασμό με την εκτός ορίων διαφθορά του κλήρου της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, συνετέλεσαν στην ταχεία εξάπλωση της επιρροής των στη νότια Γαλλία, τη Φλάνδρα, την Καμπανία, την Αγγλία και την περιοχή του Ρήνου. Ιδιαίτερα στη νότια Γαλλία, όπου η αίρεση αυτή υποστηρίχθηκε ανοιχτά από τον Ραϋμόνδο ΣΤ', κόμη της Τουλούζης, και πολλές οικογένειες ευγενών, η ισχύς των Καθαρών πήρε τέτοιες διαστάσεις ώστε, τόσο τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία όσο και τους ηγέτες - φεουδάρχες του Βορρά ανησύχησαν ιδιαίτερα.
Έτσι το 1208, όταν οι φανατικοί Αλβιγήνοι δολοφόνησαν τον επίτροπο του Πάπα Ιννοκέντιου Γ' (Innocent III), Πέτρο του Καστελνό (Pierre de Castelnau), αυτός κήρυξε Σταυροφορία κατά της αίρεσης, εξομοιώνοντας αυτή με τις Σταυροφορίες κατά των απίστων και υποσχόμενος, αφενός ότι τα εδάφη των αιρετικών θα ανήκαν σε αυτούς οι οποίοι θα τα κατακτούσαν και αφετέρου, ότι με μια ετήσια θητεία των ιπποτών στη σταυροφορία, έπαιρναν εφ' όρου ζωής άφεση αμαρτιών και είχαν εξασφαλίσει μια θέση στον παράδεισο. Ο Σιμόν Δ', κόμης του Μονφόρ (Simon IV, Comte de Montfort), ο οποίος ανέλαβε την ηγεσία της Αλβιγιανής Σταυροφορίας, γεννήθηκε το 1165, ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας του Île de France και είχε πάρει μέρος στην Δ' Σταυροφορία.
Το 1209 συγκέντρωσε ο Σιμόν πολυπληθές στράτευμα και, διαμέσου της κοιλάδας του Ροδανού (Rhône), έβαλε στόχο όλα τα κέντρα των Καθαρών, οι οποίοι προτιμούσαν να κατασκευάζουν δυσπρόσητα φρούρια σε ορεινές τοποθεσίες. Τον Ιούλιο του 1209 κατέκτησε ο Μονφόρ την Μπεζιέ (Béziers) και τον Σεπτέμβριο την Καρκασόν (Carcassonne). Όμως, από όποια περιοχή περνούσαν οι Σταυροφόροι, κατέσφαζαν τους ντόπιους πληθυσμούς και κατέστρεφαν χωριά και πόλεις. Μόνο στην Μπεζιέ οι κατακρεουργηθέντες κάτοικοί της υπολογίζονται σε 7.000.
Όταν πριν από μια σφαγή «αιρετικών» που είχε διατάξει ο Μονφόρ σε βάρος του πληθυσμού κάποιας πόλης, ρωτήθηκε από τους επικεφαλής των στρατιωτικών μονάδων, πώς θα ξεχώριζαν οι στρατιώτες τους «αιρετικούς» από τους άλλους πολίτες, ο Μονφόρτ διέταξε: «Σφάξτε τους όλους, ο θεός θα ξεχωρίσει ποιοι είναι οι πιστοί του». Εκτιμώντας αυτή τη μεγαλειώδη συνεισφορά του Μονφόρ στον πόλεμο κατά των «αιρετικών» και υπέρ της αληθινής πίστης, ο Πάπας της Ρώμης απένειμε σ’ αυτόν τον τίτλο του Υποκόμη (Vicomte) της Μπεζιέ και της Καρκασόν. Οι φιλοδοξίες του Σιμόν ντε Μονφόρ ήσαν ευρύτερες και περιελάμβαναν και τις εκτάσεις του Κόμητα της Τουλούζης ο οποίος, εν τω μεταξύ, βρήκε σύμμαχο στο πρόσωπο του βασιλιά της Αραγωνίας Πέτρου Β' (Pierre II d’Aragon).
Ο ενωμένος όμως στρατός του Ραϋμόνδου ΣΤ' και του Πέτρου Β' υπέστη πανωλεθρία από τους σταυροφόρους του Σιμόν το 1213, στη μάχη του Μουρέ (Muret), όπου 20.000 στρατιώτες και ο βασιλιάς της Αραγωνίας βρήκαν φρικτό θάνατο. Αν και έγινε κύριος πλέον μιας τεράστιας σε έκταση περιοχής, ο Σιμόν ντε Μονφόρ δεν μπορούσε να καθυποτάξει τους κατοίκους της Τουλούζης, οι οποίοι συνεχώς εξεγείροντο. Το 1218, κατά τη διάρκεια μιας πολιορκίας της πόλης, ο ηγέτης της Αλβιγιανής Σταυροφορίας σκοτώθηκε από μια πέτρα εκτοξευμένη εναντίον του από έναν καταπέλτη που εχειρίζοντο γυναίκες. Ένας άκρως ταπεινωτικός θάνατος για τον σφαγέα.
Τον διαδέχθηκε στην ηγεσία του στρατεύματος ο γιος του Amauri ο οποίος όμως δεν διέθετε ούτε τις ικανότητες ούτε τον χαρακτήρα του πατέρα του. Λίγα χρόνια αργότερα, όταν ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος Η' ο Λέων (Louis le Lion, 1187 - 1226) εκστράτευσε, υπό την παρότρυνση του Πάπα Ονώριου Γ' κατά των Αλβιγήνων, ο Amauri παραχώρησε όλα τα δικαιώματά του επί της κομητείας της Τουλούζης και, γενικότερα, της περιοχής του Λάνγκεντοκ (Languedoc) στον βασιλέα της Γαλλίας. Τρία χρόνια αργότερα, το 1229, ο Λουδοβίκος Θ' της Γαλλίας υπέγραψε με το διάδοχο του θανόντος Ραϋμόνδου ΣΤ', τον κόμη Ραϋμόνδο Ζ' της Τουλούζης συμφωνία τερματισμού του πολέμου.
Η αίρεση των Καθαρών διατηρήθηκε μέχρι το 1244 οπότε και το τελευταίο οχυρό της, ο πύργος του Montsegur παραδόθηκε μετά μία σκληρή, δεκάμηνη πολιορκία. Έτσι έκλεισε ο κύκλος αυτής της αιματηρής ενδοχριστιανικής σταυροφορίας που, υπό το πρόσχημα της ορθότητας της Χριστιανικής πίστης, καταστρατηγήθηκαν όλα τα δόγματα που αναμασάνε οι παπάδες.
ΟΙ ΑΙΡΕΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΑ
Ελάχιστες είναι οι πληροφορίες για τις αντιπαραθέσεις μεταξύ της επίσημης Καθολικής Εκκλησίας και αίρεσης στις αρχές του Μεσαίωνα. Η μέχρι τότε Εκκλησία είχε επικεντρώσει τις δυνάμεις της σχεδόν αποκλειστικά στις ιεραποστολές, η δε εκκλησιαστική και κρατική εξουσία κατέφευγαν σε απαρχαιωμένα πρότυπα αντιμετώπισης των διαφόρων ανορθόδοξων τάσεων ανάμεσα στις τάξεις της χρησιμοποιώντας την πειθώ από τη μια και από την άλλη τον εξαναγκασμό. Το 1022 πραγματοποιήθηκε στην Ορλεάνη η πρώτη καύση αιρετικών επειδή αυτοί αρνούνταν την εκ Παρθένου γέννηση του Χριστού, τα μυστήρια της Θείας Ευχαριστίας και της Βάπτισης.
Η επίσημη θέση της Εκκλησίας έλεγε πως «οι αιρετικοί μοιάζουν με τα ζιζάνια που έστειλε ο εχθρός του καλού και που φύτρωσαν ανάμεσα στο σιτάρι». Η αύξηση του πληθυσμού, η δημιουργία πόλεων, η κινητικότητα του πληθυσμού κατά τις αρχές του 12ου αιώνα είχε σαν αποτέλεσμα να παρουσιαστεί το φαινόμενο των περιπλανώμενων κηρύκων που διακήρυσσαν την επαναφορά του τρόπου ζωής των πρώτων Χριστιανών καταφέρνοντας σταδιακά να αποκτήσουν ισχυρό λαϊκό έρισμα. Εν τούτοις δεν είχε ακόμα αναπτυχθεί εκ μέρους της Εκκλησίας μια τυποποιημένη μέθοδος καταπολέμησης των αιρετικών. Ο Θωμάς Ακινάτος (1224 - 1274), για παράδειγμα, τάχτηκε κατηγορηματικά υπέρ της άποψης όπως οι αμετανόητοι αιρετικοί παραπέμπονται στα τοπικά δικαστήρια για να τους επιβληθεί η ανάλογη ποινή.
«Τα δικαστήρια αυτά να επιβάλλουν αδιακρίτως την θανατική ποινή σε κακοποιούς και να έχουν το δικαίωμα να εκτελούν τους αιρετικούς ως επικίνδυνους εγκληματίες». Το 1143 από χρονογράφους της εποχής αναφέρεται το γεγονός πως μαινόμενο πλήθος άρπαξε μια ομάδα αμετανόητων αιρετικών στην περιοχή της Κολωνίας και τους έριξε στην πυρά. Πρόκειται για μια από τις πρώιμες περιπτώσεις μιας νέας ισχυρής αίρεσης γνωστής στην ιστορία σαν οπαδοί του Bohomil. Ο αυτοπροσδιορισμός τους ήσαν σαν οι πτωχοί του Χριστού (pauperes Christi) δηλ. βίος κατά το υπόδειγμα των Αποστόλων.
BOGOMILS ''ΟΙ ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ''
Τα Βαλκάνια στον 9ο αιώνα ήταν ο χώρος που παρουσιάστηκε και άνθισε η αίρεση των Bogomils. Από τις μέρες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας υπήρξαν οι πιο πλούσιες περιοχές της Ευρώπης και στρατιώτες από την περιοχή υπήρξαν επίλεκτα μέλη του Ρωμαϊκού στρατού. Η εισβολή των Σλαβικών φυλών στα Βαλκάνια ξεκίνησε από την Πολωνία περί το τέλος του 6ου αιώνα συγκεντρώνοντας τις δραστηριότητές τους στην γεωργία, ακολουθούμενοι από τους Βούλγαρους, μια Φιλλανδοουκρανική φυλή, που πέρασαν τον Δούναβη στο τέλος του 7ου αιώνα υποδουλώνοντας τους άλλους λαούς και εγκαθιδρύοντας δικό τους βασίλειο, που επεκτείνετο μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα.
Οι στρατοί του τρομερού Khan Krum έφτασαν και προ των πυλών της Κωνσταντινούπολης. Στο τέλος του 9ου αιώνα η κυριαρχία τους επεκτάθηκε μέχρι το Αιγαίο και την Κορινθία. Η γλώσσα που μιλούσαν ήταν κατανοητή από τους Σλάβους της Μακεδονίας, της Κροατίας μέχρι της Μοραβίας στο Βορρά. Τον 9ον αιώνα αυτοί ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό με ανάδοχο τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος εβάπτισε τον ίδιο τον Χάνο Βόρι. Ταυτόχρονα παρουσιάζεται διαμάχη μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης για την κηδεμονία της νεοσυσταθείσας Εκκλησίας της Βουλγαρίας.
Τελικά κέρδισε η Κωνσταντινούπολη, που τους παραχώρησε το προνόμιο να λειτουργούν στη δική τους γλώσσα με τα μεταφρασμένα Ευαγγέλια που είχαν μεταφράσει οι αδελφοί Κύριλλος και Μεθόδιος. Η πρώτη καθαρά αναφορά για την παρουσία της αίρεσης Bogomils φαίνεται σε ένα κήρυγμα του Κοσμά του Αιτωλού. Οι Bohomils, κατά τον Κοσμά, πίστευαν στην επαναφορά της αποστολικής απλότητας και ήσαν ενάντια στην εγκόσμια εξουσία, απέρριπταν όλες τις εκκλησιαστικές τελετουργίες, μεταξύ αυτών την βάπτιση των νηπίων, την εξομολόγηση προς ιερέα και απέρριπταν τα ιερά κειμήλια και τις εικόνες. Ο Κοσμάς επιρρίπτει την ευθύνη της άνθισης της αιρέσεως αυτής στη μοναστηριακή διαφθορά που επικρατούσε.
Η αίρεση αυτή είχε φθάσει μέχρι και την ίδια την Κωνσταντινούπολη του 11ου αιώνα. Ο Bernard της Clairvaux ένας ξακουστός Καθολικός ιεροκήρυκας, έγραφε το 1145 για τη μεγάλη δυσαρέσκεια που επικρατούσε ανάμεσα στις μάζες του λαού για τη συμπεριφορά του κλήρου, γεγονός που τους οδήγησε στην αίρεση των Bohomils, πολύ πριν από την επικράτηση της αίρεσης των Καθαρών στη Νότια Γαλλία. Μεταξύ άλλων γράφει αυτά τα χαρακτηριστικά για τη κατάσταση που επικρατούσε στους κόλπους της επίσημης Καθολικής Εκκλησίας. «Οι εκκλησίες είναι χωρίς πιστούς, οι εκκλησίες χωρίς παπάδες, παπάδες χωρίς σεβασμό και τελικά Χριστιανοί χωρίς τον Χριστό».
Η Βόρεια Ιταλία και ιδιαίτερα η Λομβαρδία αποτελούσε το καταφύγιο των αιρετικών και το συνδετικό κρίκο μεταξύ των Βαλκανίων και της περιοχής της Νότιας Γαλλίας. Ο Πάπας Ιννοκέντιος ΙΙΙ, μετά την άνοδο στον Παπικό θρόνο, επικεντρώθηκε στην εκστρατεία ενάντια των αιρετικών που βρίσκονταν δίπλα του. Τα επαιτητικά τάγματα των Φραγκισκανών και Δομινικανών βρήκαν μεγάλη απήχηση στην Βόρεια Ιταλία, ιδιαίτερα στις μεγάλες της πόλεις. Στις 21 του Ιούλη του 1233, 60 αιρετικοί Καθαροί κάηκαν, ανάμεσά τους και μέλη ευγενών οικογενειών. Το 1234 ο Παπικός απεσταλμένος Ρολάνδος της Κρεμόνας δέχτηκε ένοπλη επίθεση και ένα μέλος της συνοδείας τους πληγώθηκε θανάσιμα.
Προπύργιο των αιρετικών απεδείχθη η Φλωρεντία με βίαιες συγκρούσεις μεταξύ των δυνάμεων του Πάπα και των αιρετικών λαμβάνοντας τη μορφή εμφυλίου πολέμου. Τον Απρίλιο του 1252 ο ιεροεξεταστής Πέτρος της Βερόνας δολοφονήθηκε. Στο τέλος του χρόνου ο Πάπας ανακήρυξε το δολοφονηθέντα ιεροεξεταστή σε άγιο μάρτυρα. Η Ιταλία διαιρέθηκε σε οκτώ ιεροεξεταστικές περιφέρειες με σκοπό την πάταξη της αιρέσεως με κάθε μέσο. Ταυτόχρονα από την Βόρεια Ιταλία και τη Νότια Γαλλία παρουσιάζεται περί τα τέλη του 12ου αιώνα μια νέα ισχυρή αίρεση γνωστή στην ιστορία με το όνομα «Καθαροί».
Ο αυτοπροσδιορισμός τους σαν «πτωχών του Χριστού» (paupers Christi) δηλ. βίος κατά το υπόδειγμα των Αποστόλων, ακτημοσύνη, ολοκληρωτική αποχή από τη σεξουαλική επαφή, άρνηση της ορκωμοσίας, απαγόρευση διάπραξης φόνου. Η ιδεολογία των Καθαρών χώριζαν το αμόλυντο της ψυχής και του μιαρού εξωτερικού κόσμου, μεταξύ του αγαθού Θεού και του Σατανά. Η αίρεση αυτή επεκτάθηκε πολύ γρήγορα και ισχυροί πυρήνες εγκαθιδρύονται στη νοτιοδυτική Γαλλία, όπου αργότερα πήραν και το όνομα Αλβιγηνοί από την πόλη βάση τους Αλμπί.
Οι Καθαροί πίστευαν στην παρουσία όχι μόνο ενός Θεού αλλά δύο εξ ίσου ισχυρών, ένας καλός και ο άλλος κακός, πίστευαν πως όλα τα υλικά πράγματα ανήκαν στον κακό Θεό και συνεπώς έπρεπε να αποφεύγονται όπου ήταν δυνατό, όπως για παράδειγμα ο πλούτος, η σεξουαλική επαφή, αποχή από την κατανάλωση κρέατος και περιορισμός στην κατανάλωση τροφής. Πίστευαν πως η Ρωμαϊκή Εκκλησία ήταν δημιούργημα του Κακού Θεού, που απέβλεπε να εμποδίσει το έργο του Χριστού. Επίσης απέρριπταν πως ο Χριστός απέθανε στον Σταυρό και συνεπώς δεν είχε ανάγκη να αναστηθεί.
Το όνομα το έδωσαν οι ίδιοι στους εαυτούς τους «καθαροί» και απαιτούσαν αυτοί που ήσαν αγνοί καθαροί στην πράξη να διάγουν μια ζωή αφοσίωσης στην φτώχεια και αποχή από τις κοσμικές φιλοδοξίες, αποτελούντες έτσι παράδειγμα προς μίμηση και για τους άλλους. Οι οπαδοί των Καθαρών, ιδιαίτερα οι φτωχοί και αγράμματοι, αγκάλιασαν τη νέα θρησκεία με ενθουσιασμό και πολλοί ήσαν έτοιμοι να δεχτούν να οδηγηθούν στην πυρά με το χαμόγελο. Απέρριπταν ολόκληρο το μηχανισμό της επίσημης Ρωμαϊκής Εκκλησίας που γι’ αυτούς ήταν η «συναγωγή του Σατανά». Η σωτηρία μέσω των εικόνων των αγίων απορρίπτονταν.
Η τελετουργία της ευχαριστίας αντικαθίστατο με την ευλογία του ψωμιού που διεξήγετο καθημερινά στο τραπέζι και διανέμετο σε όλους τους παρευρισκόμενους. Οι σεξουαλικές σχέσεις υπήρξαν γι’ αυτούς ο απαγορευμένος καρπός του Αδάμ και της Εύας, μέσω του οποίου ο Σατανάς κυριαρχούσε πάνω στον άνθρωπο. Σε μια ομολογία ενώπιον της Ιεράς Εξετάσεως στην Toulouse αναφέρεται το παράδειγμα ενός αιρετικού καθαρού διδασκάλου, που επ’ ουδενί λόγω θα άγγιζε γυναίκα «έστω και αν του προσφερόταν ο κόσμος ολόκληρος». Σε άλλη περίπτωση μια γυναίκα από τις τάξεις των Καθαρών αναφέρει την περίπτωση του πατέρα της που μετά που ασπάστηκε την αίρεση της είπε πως δεν έπρεπε να τον αγγίσει κι αυτή ακολούθησε τις οδηγίες του μέχρι τον θάνατό του.
Η κατανάλωση κρέατος, αυγών, γάλακτος και κάθε τι που ήταν παράγωγό τους αποφεύγετο. Η καταδίκη του γάμου, αποφυγή κατανάλωσης κρέατος, και η αυ- στηρή απαγόρευση του ορκίζεσθαι ήσαν τα κύρια εξωτερικά χαρακτηριστικά των Καθαρών. Ζούσαν ασκητικά και ήσαν ενάντια στην συσσώρευση προσωπικής περιουσίας. Το Κίνημα φαίνεται να ξεκίνησε από την Ανατολή / Κωνσταντινούπολη και έφθασε στη Βόρεια Ιταλία τον 11ο αιώνα και απ’ εκεί στη Νότια Γαλλία. Ο 12ος αιώνας ήταν ο αιώνας που παρουσιάστηκαν πιο έντονα οι διάφορες αιρέσεις στην Ευρώπη.
Υπήρξε κατά την περίοδο αυτή μια αναπτυσσόμενη δυσαρέσκεια και αποστροφή για τη ζωή και τον πλούτο της επίσημης Εκκλησίας και ταυτόχρονα μια ισχυρή «επιδημία» επιστροφής στην πρώτη Εκκλησία του Χριστού και στους πρώτους Αποστόλους. Μέχρι το τέλος του 12ου αιώνα οι Καθαροί είχαν σχεδόν συγκεντρωθεί στη περιοχή Languedoc της Provence και Λομβαρδία και μια μικρή ομάδα στην Κεντρική Γαλλία. Προς το τέλος του 12ου αιώνα τόσο η Μασσαλία όσο και η πόλη της Avignon και οι άλλες πόλεις της Νοτίου Γαλλίας αποτελούσαν τα σπουδαιότερα κέντρα της αίρεσης με κρυφή ή φανερή ανοχή των αρχόντων.
Πέραν του μισού αιώνα οι Καθαροί κυριαρχούσαν στη Νότια Γαλλία και φαινόταν πως η περιοχή ήταν οριστικά χαμένη για την Ρώμη. Το κύριο χαρακτηριστικό και αξιοσημείωτο είναι πως οι κυρίες της αριστοκρατίας υποστήριξαν φανερά το κίνημα και πολλές κυρίες της άρχουσας τάξης ασπάστηκαν την αίρεση.
ΟΙ ΑΛΒΙΓΗΝΟΙ ''ΚΑΘΑΡΟΙ''
Ο όρος «Αλβιγηνός» (Αlbigensis) προέρχεται από την πόλη Άλμπι (Albi, Albiga) που βρίσκεται στις όχθες του ποταμού Ταρν, 50 - 60 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Τουλούζης. Για τον όρο «καθαρός» υπάρχουν δύο πιθανές ερμηνείες ως προς την προέλευσή του. Είτε προέρχεται από την Ελληνική λέξη καθαρός με την έννοια του αγνός, είτε σχετίζεται με τη Γερμανική λέξη κέτερ (ketter) που σημαίνει αιρετικός (σχετίζεται και με υβριστικό λογοπαίγνιο του 12ου αιώνα). Η προέλευση του όρου από το Λατινικό cattus (γάτα, ζώο που συχνά σχετίζεται με αιρέσεις ή με τη μαγεία) δεν φαίνεται πιθανή. Στη Γαλλία τα μέλη της αίρεσης αποκαλούντο υποτιμητικά και με τον όρο texerants (υφαντουργοί), δεδομένου ότι κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια συχνά απαξίωναν τη συγκεκριμένη δραστηριότητα ως ανήθικη.
Ο όρος «καθαρός» συναντάται για πρώτη φορά στο χρονικό του Έκμπερτ φον Σέναου, ο οποίος έζησε στην Κολωνία στα τέλη του 12ου αιώνα (1181): "Hos nostra germania catharos appellat (η Γερμανία μας ονόμασε - απεκάλεσε καθαρούς). Την ίδια περίπου περίοδο συναντάται και ο όρος «Αλβιγηνός», στο χρονικό του Γκοφρουά ντε Βιζουά. Οι ίδιοι οι "Καθαροί" αποκαλούσαν τους εαυτούς τους «καλούς Χριστιανούς» (bons hommes ή bons chretiens). Όπως γίνεται αντιληπτό, η πόλη Αλμπι αποτελούσε προπύργιο της αίρεσης, η οποία είχε διαδοθεί αρκετά στη νότια Γαλλία και σε μέρη της Ιταλικής χερσονήσου μεταξύ του 11ου και του 13ου αιώνα. Η ιστορία της παραπάνω πόλης σχετίζεται στενά με την εκστρατεία εναντίον των Αλβιγηνών και με την πολιορκία του Μοντσεγκούρ.
Η καταστροφή πολλών αρχείων που σχετίζονταν με τους «Καθαρούς» δεν επιτρέπει την εύρεση ή την εξακρίβωση πολλών στοιχείων γύρω από την αίρεσή τους. Η πολεμική εναντίον τους καταγράφεται από νωρίς σε χρονικά (π.χ. στο χρονικό του Ραϋνάλδου "Annales", S.R. Maitland, History of the Albigenses and Waldenses, 1832). Σε γενικές γραμμές η αίρεση αυτή είχε δυαδικό χαρακτήρα. Πίστευε στην ύπαρξη δύο υπέρτατων δυνάμεων και πρέσβευε την ύπαρξη δύο κόσμων: Του επίγειου βασιλείου το οποίο ήλεγχε ο Διάβολος και του επουράνιου όπου βρισκόταν η αληθινή βασιλεία του Θεού. Οι δύο αυτές δυνάμεις είχαν την ίδια ισχύ κατά τους "Καθαρούς".
Η σάρκα θεωρείτο οίκος του Διαβόλου, γι' αυτό η ερωτική πράξη θεωρείτο αμαρτία και όλοι οι άνθρωποι κατ' αυτούς γεννιούνταν αμαρτωλοί. Μεταξύ άλλων η αίρεση αρνείτο τον Καθολικό και τον Ορθόδοξο κλήρο, την αξία της προσευχής και της λατρείας των εικόνων, την Ανάσταση, το Καθαρτήριο, τα Ιερά Μυστήρια, τη Σύνοδο της Νίκαιας και την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Αντίθετα πρέσβευε τη χορτοφαγία (τα τρόφιμα που είναι παράγωγα της ερωτικής πράξης, π.χ. τα αυγά και το κρέας, απαγορεύονταν), είχε δε δικό της κλήρο και χώρους λατρείας (οικίες ή υπαίθριοι χώροι).
Οι οπαδοί της χωρίζονταν σε «λαϊκούς» (credentes, πιστοί που δεν είχαν ακόμη απελευθερωθεί από τον κόσμο της αμαρτωλής σάρκας) και σε "κληρικούς" (perfecti/ parfaits, «τέλειοι», οι οποίοι θεωρείτο ότι είχαν βρει την οδό προς τη σωτηρία). Αξίζει να σημειωθεί ότι στους κόλπους των perfecti υπήρχαν και γυναίκες, που μπορούσαν να πραγματοποιήσουν μερικές τελετές. Οι «Καθαροί» αποτέλεσαν - θεωρητικά - συνέχεια άλλων, ανάλογων αιρέσεων δυαδικού χαρακτήρα. Μπορούμε να αναφέρουμε για παράδειγμα τον Μανιχαϊσμό, τον Παυλικιανισμό ή τον Βογομιλισμό. Ειδικά η τελευταία αίρεση, λόγω του ότι συνδέθηκε στενά με τους Βουλγάρους, ώθησε μερικούς να αποκαλούν «Βουλγάρους» (Bougres) τους «Καθαρούς».
Οι δύο κυριότερες τελετές των «Καθαρών» ονομάζονταν consolamentum (κονσολαμέντουμ, παραμυθία) και melioramentum (μελιοραμέντουμ, βελτίωση). Η πρώτη είχε ως σκοπό να αποκαθάρει την ψυχή του πιστού πριν πεθάνει, καθώς αυτή θεωρείτο εγκλωβισμένη στο «ακάθαρτο» σώμα. Η δεύτερη τελετή ήταν μια μορφή έμμεσης προσευχής. Επειδή οι απλοί πιστοί θεωρούντο αμαρτωλοί, έπρεπε να γονατίσουν μπροστά από έναν από τους perfecti και να τον παρακαλέσουν να προσευχηθεί γι’ αυτούς:
«Τη μετάνοια που μας παραχωρήθηκε δεν την προσέξαμε όσο έπρεπε, ούτε τη νηστεία και την προσευχή. Καθώς λέμε την ιερή προσευχή τα αισθήματά μας στρέφονται στις σαρκικές επιθυμίες και στις κοσμικές έννοιες, ώστε αυτή τη στιγμή σχεδόν δεν γνωρίζουμε τι μπορούμε να προσφέρουμε στον Πατέρα του Δικαίου. Ευλογημένε, ελέησέ μας. Αμήν».
Το 1163 μ.Χ. η Σίβυλλα του Ρήνου, Hildegard von Bingen -οραματίστρια και Αγία για τους Παπικούς- εξέφρασε τον τρόμο της, όταν συνειδητοποίησε ότι οι Καθαροί ήταν οι προάγγελοι των χρόνων της Αποκάλυψης: «Διότι έχουν περάσει είκοσι τρία χρόνια και τέσσερις μήνες, από τότε που εξαιτίας της κακίας των ανθρώπων αυτών, οι οποίοι ξεβράστηκαν από το στόμα του μαύρου θηρίου, οι τέσσερις άνεμοι τέθηκαν σε κίνηση από τους αγγέλους των τεσσάρων σημείων του ορίζοντα, προκαλώντας μεγάλη καταστροφή».
Στα μέσα του 12ου αιώνα η εμφάνιση των Καθαρών σηματοδοτεί την σύζευξη των πολλών δυαρχικών σεκτών και την ενσωμάτωσή τους στον ίδιο αιρετικό οργανισμό, ο οποίος μιμούμενος τα εξωτερικά χαρακτηριστικά εκκλησίας, εμφανίζεται ως το αντίπαλο δέος του Παπισμού στην Δύση. Το όνομα ''Καθαροί'' εμφανίζεται σε γραπτό κείμενο για πρώτη φορά σε έργο του αδελφού της φίλης της Hildegard, Elizabeth του Schönau, επίσης οραματίστριας και Αγίας για τους Παπικούς. Ο Eckbert, Βενεδικτίνος μοναχός στο Αββαείο του Schönau, έγραψε δεκατέσσερις ομιλίες εναντίον τους στα μέσα του ίδιου αιώνα, τις Sermones contra Kataros. Η Γερμανική απόδοση του ονόματος Ketzer έφθασε με τον καιρό να σημαίνει τον αιρετικό, γενικά.
Οι ίδιοι οι Καθαροί αυτοπροσδιορίζονταν ως ''bons homes'', καλοί άνθρωποι. Άλλα ονόματα που τους δόθηκαν ήταν:
- Παταρηνοί (Patarenes), από το κίνημα που έδρασε τον 11ο αιώνα στο Μιλάνο. Δεν είναι γνωστή η σχέση ή ο συνειρμός που οδήγησε στην απόδοση αυτού του ονόματος, όπως δεν είναι γνωστή η ετυμολογία της λέξης.
- Poplicani, Publicani, Populiacani, πρόκειται για εκλατινισμό του ''Παυλικιανοί''. Χρησιμοποιήθηκε περισσότερο στην Βόρεια Φραγκία.
- Burges, δηλ. Βούλγαροι, προφανώς από την σχέση των Καθαρών με τους Βογομίλους.
- Αλβιγήνοι (Albigenses), είναι τοπικός όρος και αναφέρεται στους Καθαρούς της Alba. Ως όρος χρησιμοποιήθηκε πρώτα στην Προβηγκία στο τέλος του 12ου αιώνα. Κατά την διάρκεια της Αλβιγηνικής εκστρατείας χαρακτήριζε όλους τους αιρετικούς που αντιμετωπίστηκαν από τα Παπικά στρατεύματα. Αργότερα η σημασία του ονόματος περιορίστηκε πάλι και μόνο στους Καθαρούς.
- Άλλα δύο ονόματα με τοπικό χαρακτήρα και προέλευση είναι τα Τουλουζάνοι (Toulousain) και Προβηγκάλιοι (Provençal).
- Υφαντές (Textores) το όνομα εμφανίζεται στον Eckbert του Schönau. Φανερώνει την ανατολική προέλευση του καθαρισμού. Έμποροι από την Κωνσταντινούπολη έφεραν στην Δύση την δυαρχία μαζί με τα μεταξωτά υφαντά. Την διδασκαλία μαζί με το εμπόρευμα παρέδωσαν οι αντίστοιχοι δυτικοί έμποροι και την μετέδωσαν στους εγχώριους παραγωγούς. Θεωρείται ότι χρησιμοποιείται για πρώτη φορά στην επιστολή του Γοδεφρείδου της Ωξέρ προς τον Βερνάρδο του Κλαιρβώ, αλλά εμείς το συναντήσαμε ήδη στο Chronicon S. Andreae Casti-Cameracesii III, κείμενο που προηγείται κάποια χρόνια και αναφέρεται σε ομάδα, η οποία δεν εκλαμβάνεται από τους ιστορικούς ως σέκτα Καθαρών.
- Runcarii, Runkeler, επίσης τοπικό όνομα, το οποίο συναντάται στην Γερμανία. Ο Φρειδερίκος Β' τους αποκαλεί Roncaroli.
- Garatenses, αναφέρεται στην Βίβλο των δύο Αρχών. Πρόκειται για τους οπαδούς της μετριοπαθούς δυαρχίας, μέσα στους κόλπους των Καθαρών. Ίσως να ετυμολογείται από τον Garatus, Καθαρό επίσκοπο της Εκκλησίας του Concorezo το 1200 μ.Χ. Ισχυρίζονταν ότι είχε παραλάβει την διδασκαλία του απευθείας από τους Σλάβους και τους Βουλγάρους και ήταν Μοναρχιανός.
Ο όρος ήταν γνωστός από παλαιά στην Δύση, οπότε από μόνος του είναι μεν ενδεικτικός ανατολικής προέλευσης, όχι όμως αποδεικτικός. Το πρόβλημα τη προέλευσης των Καθαρών του Μεσαίωνα δεν μπορεί να λυθεί μόνο από την χρήση των ονομάτων. Πρέπει να ερευνηθεί μέσα από την εξέταση της εξέλιξης της δυαρχίας στην Δύση, σε θεωρητικό και ιστορικό επίπεδο.
Οι Καθαροί στην Ιταλία
Τα γεγονότα αυτά βοήθησαν στην εδραίωση της Ιεράς Εξέτασης στην Ιταλία και οι αριθμοί των ιεροεξεταστών αυξήθηκε. Ο θάνατος του Φρειδερίκου ΙΙ (1250) βοήθησε στην ενδυνάμωση του Πάπα και του αγώνα του ενάντια στους αιρετικούς με επέκταση της δύναμής του στο βασίλειο της Σικελίας στη Νεάπολη και Σαρδηνία. Ακόμα και η Βενετία ύστερα από μακροχρόνια αντίσταση υποχρεώθηκε να ανοίξει τις πύλες της στους ιεροεξεταστές. Οι Καθαροί στα τέλη του 13ου αιώνα περιήλθαν σε αμυντική θέση. Το 1278 στην πόλη Σιρμιόνε συνελήφθησαν 178 Καθαροί και κάηκαν. Ακολούθησαν μεγάλες διώξεις στη μεγάλη πόλη Μπολόνια. Το αποτέλεσμα ήταν η αποδιοργάνωση του κινήματος χωρίς πια να αποτελεί σοβαρή απειλή για τη Ρώμη.
Στο τέλος οι Καθαροί κατέφυγαν στη Νότια Γαλλία και ένωσαν τις δυνάμεις τους με το ισχυρότατο κίνημα των καθαρών που ήδη υπήρχε εκεί. Η Σύνοδος της Λαλεράν (1179) αποφάσισε να κηρύξει σταυροφορία κατά των αιρέσεων και την αντίστοιχη άφεση αμαρτιών γι’ αυτούς που πολεμούσαν την αίρεση. Η Σύνοδος υιοθέτησε την αρχή της επιβολής βασανιστηρίων για εκμαίευση ομολογιών. Η σημαντικότερη όμως απόφαση αφορούσε τη δήμευση της περιουσίας όχι μόνο του ίδιου του αιρετικού αλλά και της οικογένειάς του. Η περιουσία αυτή κατέληγε στην Εκκλησία και τους λειτουργούς της και στο τέλος απετέλεσε σοβαρό κίνητρο για την εκ των προτέρων καταδίκη των υποδίκων.
Ο Πάπας Λεύκιος Γ' κήρυσσε πως αμετανόητοι αιρετικοί πρέπει να παραπέμπονται στην κοσμική εξουσία για να τιμωρούνται όπως τους αξίζει. Όλοι οι επίσκοποι οφείλουν να επιβλέπουν του ύποπτους στις ενορίες τους, οι δε ενορίτες επιφορτώνονται ενόρκως με το καθήκον όπως καταγγέλλουν στις αρχές τους αιρετικούς. Η εκλογή στον Παπικό Θρόνο, «του νομομαθή Πάπα» Ιννοκέντιου του Γ' το 1198 έθεσε επί νέας βάσης το θέμα της καταπολέμησης των αιρέσεων. Ο ίδιος εισήγαγε νομοθεσία περί αιρέσεων βασισμένο στο αξίωμα πως οι αιρετικοί πρέπει να αντιμετωπίζονται όπως οι δράστες ενός εγκλήματος και που δικαιολογημένα ακολουθούσε η κατάσχεση της περιουσίας τους.
Αυτή η νομοθεσία διάνοιξε την οδό για τη νομιμοποίηση της θανατικής ποινής στην Εκκλησία από τα κοσμικά δικαστήρια. Μερικά χρόνια αργότερα το 1215 καθιερώθηκε από την Δ’ Σύνοδο της Λατεράν υποχρεωτική διαδικασία per inquisition eu όπου σε κάθε ύποπτη περιοχή αποστέλλονται «ανιχνευτικές ομάδες» από ένα ιερέα και τρεις λαϊκούς προς αναζήτηση αιρετικών και καταγγελία τους στις εκκλησιαστικές αρχές. Με άλλα λόγια εγκαθιδρύεται ένα εξειδικευμένο αστυνομικό σώμα (μετέπειτα εξελιχθέν σε μυστικές υπηρεσίες της Εκκλησίας) με σκοπό την πάταξη της αιρέσεως. Ο διάδοχος του Ιννοκέντιου, Ονόριος Γ' υιοθέτησε το Νόμο του Φρειδερίκου Β' περί αιρετικών, επιτρέποντας με τον τρόπο αυτό την αποδοχή στον χώρο της Εκκλησίας της ποινής της καύσης στην πυρά των αιρετικών.
Αυτή ήταν η κατάσταση όταν ο Πάπας Ιννοκέντιος ο ΙΙΙ ανήλθε στον θρόνο με την αίρεση διασκορπισμένη στη Βόρεια Ιταλία και τη Νότια Γαλλία στην περιοχή της Languedoc. Το 1199 απέστειλε μια αποστολή από Σιστεριανούς μοναχούς με επικεφαλής τον Πέτρο Castelnau, και που έγινε ο κύριος εκπρόσωπος του Πάπα στον πόλεμο ενάντια των αιρετικών, μεταφέροντας επιστολές του Πάπα προς τους ευγενείς, κάνοντας έκκληση σ’ αυτούς να υποβοηθήσουν στο έργο της πάταξης της αίρεσης. Το έργο του Pier de Castelnau είχε κάποια απήχηση και περί το τέλος του 1203 η πόλη της Toulouse υποσχέθηκε να διώξει τους αιρετικούς και ο Κόμης Raymond υποσχέθηκε να διακόψει τους δεσμούς του με τους αιρετικούς.
Οι καχυποψίες όμως ενάντια στον Κόμη της Toulouse συνεχίζονταν, πως στην πράξη δεν έκανε τίποτα για την εκδίωξη των αιρετικών από την επικράτειά του, με αποκορύφωμα ο Pier de Castelnau να τον αφορίσει. Το ίδιο και ο Βασιλιάς της Αραγκόν έδωσε την υπόσχεσή του για συνεργασία σε σχέση με την καταστολή της αιρέσεως. Τα γεγονότα όμως που ακολούθησαν υπήρξαν δραματικά και άλλαξαν πλήρως την εικόνα, όταν στις 14 του Γεννάρη 1208 εκεί, όπου ο Ροδανός ποταμός χωρίζεται σε «μικρό» και «μεγάλο» προτού χυθεί στη Μεσόγειο, δολοφονήθηκε ο Pier de Castelnau. Ο δολοφόνος κατάφερε να διαφύγει εύκολα, πιθανόν προστατευόμενος από τις αρχές και τους κοινούς ανθρώπους, ενώ η Ρώμη επικεντρώνει τις κατηγορίες της ενάντια στον Κόμη της Toulouse Raymond που τον θεωρεί σαν τον ηθικό αυτουργό.
Η δολοφονία αυτή υπήρξε το έναυσμα της τρομερής αιματοχυσίας που ακολούθησε και που κράτησε πάνω από είκοσι έτη, γνωστή στην ιστορία σαν οι σταυροφορίες της Αλπιζιέν. Αμέσως μετά τη δολοφονία του Pier de Castelnau ο Πάπας Ιννοκέντιος κατηγόρησε τον Δούκα της Toulouse ότι ήταν ενεργά αναμεμιγμένος στη δολοφονία του Λεγάτου. Τονίζεται πως πριν από ένα έτος ο Λεγάτος είχε αφορίσει τον Δούκα της Toulouse, κατηγορώντας τον πως είχε αρνηθεί να καταστείλει την αίρεση. Ο Πάπας επικυρώνοντας τον αφορισμό του, προχώρησε ακόμα ένα βήμα αποστέλλοντας επιστολή στον Δούκα της Toulouse (δεκατρείς χιλιάδες λέξεις), τονίζοντάς του πως άξιζε η όλη περιουσία και οι γαίες του να κατασχεθούν γιατί υπήρχε ισχυρή υπόνοια πως και αυτός πρέσβευε την αίρεση.
Ύστερα από ένα έτος ο Πάπας πεπεισμένος πως ο Δούκας προστάτευε τον δολοφόνο του Pier de Castelnau, κήρυξε επισήμως την ένοπλη σταυροφορία ενάντιά του. Έτσι η δολοφονία του Pier de Castelnau έδωσε το έναυσμα για την κήρυξη της σταυροφορίας ενάντια στους Καθαρούς. Για λόγους προπαγάνδας η ευθύνη για την δολοφονία επιρρίφθηκε στον κόμητα της Toulouse. Με αυτό τον τρόπο απέβλεπαν να ξεπεραστούν οι ενδοιασμοί του βασιλέως της Γαλλίας για ένοπλη επέμβαση. Μπορεί όμως κάποιος να υποθέσει πως η δολοφονία αυτή οργανώθηκε από τους ίδιους τους εχθρούς του Raymond της Toulouse, που ήταν πολλοί, σαν προβοκάτσια.
Η συγκέντρωση του εκστρατευτικού στρατεύματος των σταυροφόρων ενάντια στον Δούκα της Toulouse και των άλλων αιρετικών πόλεων ήταν τεράστια, πέντε χιλιάδες ιππείς, μεταξύ δέκα και δεκαπέντε χιλιάδες στρατιώτες όλων των τάξεων ακόμα και παιδιά αλήτες. Στην διακήρυξή του ο Πάπας παρότρυνε τους σταυροφόρους να κάνουν έφοδο ενάντια των αιρετικών «και φανείτε αμείλικτοι και προς τους ίδιους τους Σαρακηνούς, γιατί αυτοί οι αιρετικοί είναι πιο άπιστοι και από το ίδιο το κακό». Στην πράξη όμως ποτέ δεν έχει αποδειχτεί πως ο Κόμης της Toulouse υπεστήριζε ή προφύλαγε τους δολοφόνους του Λεγάτου της Ρώμης.
Ο Πάπας προσπάθησε να παρασύρει τον ίδιο τον βασιλιά της Γαλλίας Φίλιππο ΙΙ Αύγουστο όπως ηγηθεί της σταυροφορίας ενάντια στον Raymond, μα ο Γάλλος μονάρχης αρνήθηκε. Αντί αυτού όμως επέτρεψε σε 500 ευγενείς να σηκώσουν το λάβαρο ενάντια στους αιρετικούς. Έτσι στις αρχές του 1209 ξεκίνησε ένα μεγάλο εκστρατευτικό σώμα με βάση την Βόρεια Γαλλία με χρυσούς σταυρούς στο στήθος, συγκεντρώθηκε στην πόλη Λυών για τη μεγάλη επίθεση που έμελλε να κρατήσει πάνω από είκοσι χρόνια, καταστρέφοντας πόλεις και σφαγιάζοντας χωρίς οίκτο τους πληθυσμούς των νότιων πόλεων. Ο Raymond μπροστά σ’ αυτό τον κίνδυνο απεκήρυξε την αίρεση και υποσχέθηκε να βοηθήσει στην πάταξη της αιρέσεως και μετέβηκε στη Ρώμη για να συναντήσει τον Πάπα.
Εντούτοις οι καχυποψίες ενάντιά του από τη Ρώμη παρέμειναν. Επί του παρόντος ο στόχος της σταυροφορίας επικεντρώθηκε σε πόλεις της Νοτίου Γαλλίας που ήκμαζε η αίρεση. Ο στρατός των Σταυροφόρων προχώρησε προς τις ακτές της Μεσογείου φθάνοντας στις 21 Ιουνίου 1209 μπροστά από την πόλη Béziers. Οι κάτοικοι της πόλης αρνήθηκαν να παραδώσουν τους αιρετικούς, καταλήφθηκαν όμως εξ απροόπτου, όταν χιλιάδες ξυπόλυτα αλητόπαιδα κατάφεραν να μπουν στην πόλη σφαγιάζοντας αδιάκριτα πολίτες, άντρες, γυναίκες και παιδιά. Λίγο αργότερα οι σταυροφόροι ιππότες προσπάθησαν με ξύλα να εκδιώξουν τα αλητάκια, οπότε αυτοί άρχισαν να κραυγάζουν «κάψετέ τους» «κάψετέ τους».
Ύστερα από 15 μέρες τρομερής δοκιμασίας και αφόρητης ζέστης τελικά οι κάτοικοι της πόλεως Béziers παραδόθηκαν, παραχωρώντας όλα τα υπάρχοντα και τον πλούτο της πόλης. Ο Simon, Δούκας της Montfort l’ Amaury, ανακηρύχθηκε σαν ο νέος ηγέτης της σταυροφορίας που ανέλαβε «το ιερό καθήκον του Ιησού Χριστού στον αγώνα ενάντια της μόλυνσης της αίρεσης». Ο Simon de Montfort προχώρησε την προέλασή του προς το Νότο, κυριεύοντας χωριά, κάστρα, κυριεύοντας την πόλη Pamiers και Mirepoix, Albi. Στην πόλη Castres ένας συλληφθείς αιρετικός κάηκε στη δημόσια πλατεία. Ο Simon de Montfort απαίτησε όπως όλοι οι αιρετικοί που ζούσαν στην πόλη της Toulouse παραδοθούν πάραυτα για να δικαστούν. Ο κόμης και οι δημοτικοί σύμβουλοι αρνήθηκαν.
Στις 6 του Φεβράρη 1211 επαναβεβαιώθηκε από μια ομάδα αρχιεπισκόπων ο αφορισμός του κόμη της Toulouse. Η προέλαση του στρατεύματος των Σταυροφόρων συνεχίστηκε και κατελήφθη η πόλη Bram, όπου μερικές εκατοντάδες υπερασπιστές της πόλης τους απέκοψαν τις μύτες και τους τύφλωσαν. Η πόλη Lavaur στη δυτική πλευρά του Agont έπεσε ύστερα από πολιορκία πέντε - έξη εβδομάδων στις 3 Μαΐου 1211. Τετρακόσιοι κάτοικοι της πόλης με την υποψία του αιρετικού συναθροίστηκαν έξω από την πόλη και κάηκαν ομαδικά. Ο δρόμος για την κατάληψη της Toulouse ήταν τώρα ανοιχτός. Ο αρχηγός του σταυροφορικού στρατεύματος Simon de Montfort, μη έχοντας όμως αρκετούς άντρες και προμήθειες, εγκατέλειψε την ιδέα της κατάληψης της πόλεως.
Αντί της Toulouse κατέλαβε την πόλη Castelnaudary και τα κάστρα γύρω από την περιοχή και μόνο η Toulouse παρέμεινε «προπύργιο των αιρετικών». Ο βασιλιάς της Αραγκόν διακήρυξε ότι αναλαμβάνει υπό την προστασία του την Toulouse κι έτσι στην ουσία η πόλη και η κομητεία της Toulouse αποκόπηκε από την επικράτεια (regnum) της Γαλλίας. Τον Αύγουστο 1213 ο βασιλιάς της Αραγκόν Pierre II διάβηκε τα Πυρηναία με σκοπό να καταστρέψει τον στρατό του Simon de Montfort. Το αποτέλεσμα για τον ίδιο ήταν τραγικό, καθ’ ότι ο στρατός του αποδεκατίστηκε, ο ίδιος φονεύτηκε στη μάχη και ο γιος του πέντε ετών, συνελήφθηκε όμηρος.
Ο δε κόμης της Toulouse Raymond κατέφυγε πρόσφυγας στην Αγγλία, και ο Πάπας Ιννοκέντιος ο 3ος διόρισε σαν το νέο κόμη της Toulouse τον ίδιο τον Simon de Montfort. Λίγο αργότερα ο Raymond κατάφερε να επιστρέψει κρυφά από την εξορία στην Αγγλία και με την υποστήριξη του τοπικού πληθυσμού της Toulouse και των γύρω περιοχών να καταλάβει ξανά την πόλη στις 13 Σεπτεμβρίου 1217. Ο κόσμος επεφύλαξε θερμή υποδοχή στον Raymond «φιλώντας τα ρούχα και τα χέρια του. Τώρα έχουμε ξανά τον Ιησού Χριστό» (χρονογράφος) και το πλήθος με λοστούς και άλλα όπλα καταδίωξαν όλους τους Γάλλους της πόλης και τους σκότωσαν.
Μετά την κατάληψη των σημαντικών πόλεων Béziers και Carcassonne από τους σταυροφόρους λήγει και η πρώτη φάση των σταυροφοριών. Το στράτευμα όμως, που στην πλειονότητά του αποτελείτο από μισθοφόρους και τυχοδιώκτες, αρχίζει να παρουσιάζει μια κόπωση και εξάντληση και με πολλές λιποταξίες. Αυτό ανάγκασε τον Simon, αρχηγό του στρατεύματος, να διπλασιάσει τους μισθούς των στρατιωτών του. Στο τέλος κατόρθωσε να επιβιώσει χάρις στο γεγονός πως οι πόλεις του Νότου δεν ήσαν ενωμένες, με τον κάθε λόρδο να ενδιαφέρεται να κρατά και να υπερασπίζεται την δική του πόλη και επικράτεια. Με ανανεωμένες τις δυνάμεις του ο Simon ξεκίνησε την πολιορκία της πόλεως Lavaur, που ήταν μια από τις πιο καλά οχυρωμένες πόλεις και την οποία κατέλαβε.
Να πώς περιγράφει ο Χρονογράφος στο «Έπος των Πολέμων των Καθαρών». «Η Lavaur είναι μια πολύ ισχυρή πόλη. Κανένας σε οποιοδήποτε βασίλειο δεν έχει συναντήσει πιο ισχυρό οχυρό σε μια πεδιάδα, με τα πιο ισχυρά τείχη ή βαθύτερα αυλάκια. Εντός της πόλεως υπήρχαν πολλοί ευγενείς καλά οπλισμένοι συμπεριλαμβανομένου και του Sir Aimery, αδελφού της ευγενούς Girauda, που ήταν η κύρια ιδιοκτήτρια της πόλεως. Ο Sir Aimery μετακόμισε εδώ μετά που έχασε τις πόλεις Montreal, Lautrec και άλλες κτήσεις του από τους σταυροφόρους. Δεν υπήρχε πλουσιότερος ευγενής σ’ όλη την Toulouse ή και τις άλλες γύρω περιοχές και πιο γενναιόδωρος σπάταλος.
Κακή του τύχη την ημέρα που συναντήθηκε με τους αιρετικούς και τους υφαντουργούς. Ποτέ μέχρι σήμερα, εξ όσων γνωρίζω, ένα τόσο υψηλός ευγενής σ’ όλη την χριστιανοσύνη κρεμάστηκε μαζί με τόσους άλλους πολυάριθμους ευγενείς. Ήταν πάνω από ογδόντα. Όσον αφορά τον απλό κόσμο της πόλης, είχαν επιλέξει έως τους τετρακόσιους, τους συγκέντρωσαν στο γύρω λιβάδι και τους κατέκαψαν. Εκτός από αυτό, έριξαν την Lady Girauda σ’ ένα πηγάδι που το κάλυψαν με πέτρες, μια πράξη ντροπή και λύπης, γιατί κανένας μα κανένας στο κόσμο δεν πέρασε από κοντά της χωρίς να φιλοξενηθεί γενναιόδωρα. Αυτό συνέβη το Μάη του 1211 την ημέρα του Σταυρού. Ακολούθησαν τόσες μεγάλες σφαγές, που θα γίνεται γι’ αυτές λόγος μέχρι το τέλος του κόσμου».
Ο αντίκτυπος αυτών των σφαγών είχε σαν αποτέλεσμα δεκάδες πόλεις γύρω από την περιοχή της Toulouse να παραδοθούν άνευ όρων. Ο Sir Simon δοκίμασε μια κατά μέτωπο επίθεση ενάντια της Toulouse. Η πόλη αντιστάθηκε σθεναρά αναγνωρίζοντας πως η ελευθερία της πόλης εξαρτάτο, εφ’ όσον ο Raymond παρέμενε αρχηγός τους. Ο Sir Simon βλέποντας πως δεν μπορούσε να καταλάβει την πόλη απέσυρε τα στρατεύματά του. Η εκστρατεία της σταυροφορίας του 1211, 1212 απέδειξε ακόμα μια φορά την αδυναμία των πόλεων της Οξιτανίας να συστρατευτούν και να ενωθούν ενάντια στις επιδρομές των Γάλλων. Κι έτσι χάθηκε μια λαμπρή ευκαιρία τώρα να επιτεθούν και να εκδιώξουν από την χώρα τους μισητούς σταυροφόρους.
Με την έλευση της Άνοιξης του 1212 με ενισχύσεις από την Γαλλία ο Sir Simon επανάρχισε την πολιορκία της πόλης της Toulouse, έχοντας ήδη καταλάβει τις σπουδαιότερες πόλεις γύρω από αυτήν, την Agen, Cahors, Moissac και Albi, Auterive και Muret. «Κανείς (από τα στρατεύματα του Sir Simon) δεν έχανε χρόνο με λάφυρα ή με αιχμαλώτους, μα κοκκίνιζαν τα σπαθιά τους με βαριά χτυπήματα ενάντια στον εχθρό. Στην διάρκεια της ημέρας αυ- τής η δύναμη και η εξουσία των Γάλλων έλαμψε καθαρά, αποστέλλοντας 17.000 στρατιώτες του εχθρού στα έλη της κολάσεως». (Guillaume le Breton, Βιογραφία του Φίλιππου Αύγουστου. Αναφέρεται στο βιβλίο του Joseph R. Strayer ''The Albigensian Crusades'').
Ο Πάπας όμως ανησυχούσε τώρα για την αύξηση του κύρους του Sir Simon και δεν θα τον ήθελε να καταλάβει και την Toulouse. Το ίδιο τόσο ο Πάπας Ιννοκέντιος ΙΙΙ όσο και ο βασιλιάς Augustus ταλαντεύονταν και δεν ήθελαν να παραχωρήσουν πλήρη εξουσία στον Sir Simon, γιατί υποψιάζονταν πως αυτός ενδιαφερόταν περισσότερο να ισχυροποιήσει την εξουσία του και να επεκτείνει την κατοχή γης παρά για την εξολόθρευση της αίρεσης. Απέφευγαν να πάρουν απόφαση για το τι μέλλει γενέσθαι με τον Raymond καθ’ ότι ήσαν απασχολημένοι, ο μεν πρώτος με την εκστρατεία ενάντια της Αγγλίας ενώ ο δεύτερος στη προετοιμασία της μεγάλης Συνόδου της Lateran το 1215. Ο Raymond αποφάσισε να εναποθέσει όλες τις ελπίδες του στη Ρώμη, μεταφέροντας όλα τα δικαιώματά του στο γιο του Raymond 7ο και πρόσφερε όλες τις γαίες του στην Εκκλησία.
Έτσι η Εκκλησία κατέλαβε το κάστρο του Κόμη και το κλειδί της πόλης. Ταυτόχρονα ο Simon de facto είχε αναγνωριστεί ως έχοντας τα διοικητικά δικαιώματα στην κομητεία της Toulouse. Ο βασιλιάς της Γαλλίας έστειλε τον γιο του Λούη στο Νότο που έφθασε τον Απρίλη του 1215. Ο Λούης έδωσε οδηγίες, όπως τα τείχη της πόλης της Toulouse καταστραφούν, οι τάφροι να γεμίσουν και όπως ο λαός αποδεκτεί τον Sir Simon ως τον Κυβερνήτη της πόλης. Η τέταρτη σύνοδος της Lateran υπήρξε μια από τις πιο σημαντικές θρησκευτικές συνάξεις του Μεσαίωνα. Τα σημαντικότερα θέματα που την απασχόλησαν ήταν η αίρεση και το μέλλον του κόμητα της Toulouse.
Η Σύνοδος αποφάσισε όπως όλες οι κατεχόμενες περιοχές από τα σταυροφορικά στρατεύματα παραχωρηθούν στον Simon de Montfort και οι γαίες γύρω από την πόλη Toulouse τεθούν υπό τον έλεγχο της Εκκλησίας μέχρις ότου ενηλικιωθεί ο γιος του Raymond. Κι έτσι για την Εκκλησία ο Simon de Montfort αναγνωρίστηκε σαν ο Κόμης της Toulouse, δούκας της Narbonne και Βισκόντιος της Béziers και Carcassonne. Ο πληθυσμός όμως της περιοχής διέκειτο εχθρικά προς το νέο Κυβερνήτη, συνεχίζοντας να αναγνωρίζει τον κόμητα Raymond σαν το μόνο νόμιμο Κυβερνήτη της πόλης και έτοιμο να πολεμήσει για την αποκατάσταση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Στην περίοδο αυτή παρουσιάζεται μια ύφεση του ενδιαφέροντος για τη συνέχιση της σταυροφορίας τόσο εκ μέρους του βασιλέως της Γαλλίας όσο και εκ μέρους του νέου Πάπα Ονόριους, που αντικατέστησε τον Ιννοκέντιο ΙΙΙ, μετά τον θάνατό του. Ο Ονόριους προτιμούσε τις διαπραγματεύσεις παρά τον πόλεμο. Από την άλλη οι χιλιάδες των στρατευμάτων του Simon de Montfort, προτιμούσαν την επιστροφή στα σπίτια τους παρά την εγκατάσταση στα κατειλημμένα εδάφη. Τα πραγματικά όμως προβλήματα για τον Simon άρχισαν, όταν τον Απρίλιο του 1216 ο Raymond μαζί με τον γιο του επέστρεψαν από την αυτοεξορία μέσω Μασσαλίας με ένα εκστρατευτικό σώμα, όπου έτυχαν ενθουσιώδους υποδοχής από τα πλήθη της περιοχής, βλέποντάς τον σαν απελευθερωτή και τον άνθρωπο που θα μπορούσε να εκδιώξει τους κατακτητές.
Ο Simon μαζί με το γιο του Amaury σπεύδουν προς αντιμετώπιση της κατάστασης, με τους κατοίκους της Toulouse έτοιμους για αντίσταση και να μην επιτρέψουν στον Simon να εισέλθει στην πόλη. Οι σταυροφόροι κατέλαβαν την πόλη Marmande και ακολούθησε η ολοκληρωτική σφαγή του πληθυσμού, παρόμοιες με εκείνες της Béziers. «Χέρια, πόδια, πτώματα και αίμα κάλυπταν το έδαφος. Σκότωσαν όλους τους κατοίκους, μαζί με τις γυναίκες και παιδιά, που έφθαναν τον αριθμό πέντε χιλιάδες». Σκοπός της σφαγής ήταν να τρομοκρατηθούν οι κάτοικοι της Toulouse και να παραδοθούν χωρίς αντίσταση.
Η πολιορκία της πόλεως άρχισε μα η αντίσταση ήταν σθεναρά κι ύστερα από μερικές εβδομάδες οι επιδρομές έλυσαν την πολιορκία και υποχώρησαν στις αρχές του Αυγούστου 1219. Στην διάρκεια της πολιορκίας ο Simon πληγώθηκε στο κεφάλι θανάσιμα. Με τον θάνατό του η ηγεσία του σταυροφορικού στρατού έχασε τον ικανότατο στρατιωτικό αρχηγό και που είχε άμεση επίδραση στο ηθικό του στρατεύματος και με τους στρατιώτες να λιποτακτούν και ο Amaury (ο γιος του Simon) εγκατέλειψε οριστικά την προσπάθεια κατάληψης της Toulouse. Κι έτσι ο θάνατος του Simon σήμαινε και το τέλος της πρώτης φάσης της εκστρατείας της Αλπιζιέν.
Η μόνη ελπίδα συνέχισης της σταυροφορίας ήταν πια η άμεση ανάμειξη του ίδιου του βασιλιά της Γαλλίας. Στη συνέχεια είχαμε τον απότομο θάνατο του αγαπημένου ηγέτη της Toulouse Raymond VI, στο έτος 1222. Η έχθρα της επίσημης Εκκλησίας εναντίον του συνεχίστηκε και μετά το θάνατό του, αρνούμενη να επιτρέψει την ταφή του σε αναγνωρισμένο νεκροταφείο. Η συμπεριφορά αυτή της Ιεράς Εξέτασης ενάντια του κόμη Raymond VI απέδειξε πως καταδικάζονταν άνθρωποι με την απλή υποψία της αιρέσεως. Στις 16 Ιανουαρίου 1224 εγένετο εκεχειρία. Στην ουσία ο Amaury εγκατέλειψε την Οξιτανία. Ο δε Raymond, υιός, επανεκατέλαβε τις πόλεις Carcassonne και Béziers.
Η αντίσταση ενάντια στις σταυροφορίες φαινόταν να είχε επιτύχει με τους εκτοπισμένους ευγενείς να επιστρέφουν στις κτήσεις τους και ουδείς σημαντικός εκπρόσωπος της Γαλλίας παρέμεινε στη θέση του στο Νότο. Για την ώρα τα πράγματα έδειχναν ότι οι σταυροφορίες της Αλπιζιέν είχαν αποτύχει με την αίρεση σοβαρά πληγωμένη μεν αλλά να παραμένει ισχυρή. Το θάρρος και η ανθεκτικότητα των Καθαρών ήταν αξιοθαύμαστη. Στερούμενοι των αρχηγών τους, χωρίς καμία ελπίδα προστασίας από τους γείτονες, παρέμειναν πιστοί στα πιστεύω τους. Άντρες έκαναν το μακρινό ταξίδι στην Ιταλία με σκοπό να γίνουν ιεροκήρυκες, αφιερώνοντας για τον σκοπό αυτό το υπόλοιπο της ζωής τους.
Οι πιστοί παρέμεναν σταθεροί και διακριτικοί. Πολύ λίγοι από τους εκλεκτούς (perfect) προδόθηκαν από τα απλά μέλη. Κι ακόμα μετά από πολλά χρόνια προσπαθειών η Ιερά Εξέταση κατόρθωσε να συλλάβει μόνον μερικούς από τους ηγέτες, ενώ οι συνηθισμένοι πιστοί παρέμειναν πιστοί στα πιστεύω τους. Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση ο βασιλιάς της Γαλλίας αποφάσισε να ηγηθεί νέας σταυροφορίας στο Νότο ενάντια στους αιρετικούς για τελικό διακανονισμό. Κι έτσι ο πόλεμος συνεχίστηκε. Τον Απρίλιο 1229 ο μακρύς πόλεμος τερματίστηκε, όταν ο υιός Raymond εισερχόμενος στη Notre Dame ζήτησε ειρήνευση με την Εκκλησία και άφεση αμαρτιών.
Μετά από αυτό το γεγονός παρέμεινε τυπικά αιχμάλωτος στο Λούβρο μέχρις ότου η κόρη του και πέντε από τα κάστρα θα παραδίδονταν στον βασιλιά και τα οχυρά της Toulouse θα καταστρέφονταν. Πήρε όρκο πως θα εδίωκε την αίρεση με όλες του τις δυνάμεις. Θα δεχόταν την άμεση εγκαθίδρυση εκπροσώπων της Ιεράς Εξετάσης, προσφέροντας ταυτόχρονα αμοιβή εκ δύο μάρκων για κάθε συλλαμβανόμενο αιρετικό και πως θα προστάτευε τα συμφέροντα της Εκκλησίας με όλες τους τις δυνάμεις. Με τον τρόπο αυτό ο οίκος της Toulouse υποβαθμίστηκε οριστικά από την πιο ισχυρή θέση που κατείχε με περιουσία μεγαλύτερη και από το στέμμα και δεν αποτελούσε πια κίνδυνο για τον βασιλιά της Γαλλίας.
Ο Σφαγιασμός των Καθαρών
Συντελέστηκε στη Νότια Γαλλία, γνωστή σαν Occitania, στον δωδέκατο και δέκατο τρίτο αιώνα, γύρω από τις πλούσιες πόλεις πάνω στον Ροδανό ποταμό. Εδώ ήκμασε στην περίοδο αυτή η αίρεση των Καθαρών και εδώ έδρασε η τρομερή σταυροφορία ενάντιά τους, γνωστή σαν σταυροφορία των Αλπιζιέν, που μαζί με την Ιερά Εξέταση σφάγιασαν χιλιάδες αθώους ανθρώπους και κατέκαυσαν ακμάζουσες πόλεις, μια σταυροφορία μοναδική στην ιστορία της ανθρωπότητας για την αγριότητα και τις καταστροφικές της συνέπειες στην Ευρώπη. Στο Μεσαίωνα η Νότιος Γαλλία ήταν μια άλλη χώρα, ενωμένη μόνο με τη Βόρεια Γαλλία στην αναγνώριση ενός κοινού βασιλιά που έδρευε στο Παρίσι.
Ένας σοβαρός λόγος αυτής της διαφοράς μεταξύ Βορρά και Νότου ήταν το γεγονός πως η γλώσσα του Νότου ήταν πιο κοντά στα Λατινικά. Σε πολλά σημεία οι πόλεις του Νότου έμοιαζαν περισσότερο με τις πόλεις της Βορείου Ιταλίας, με τις πόλεις να είναι πλουσιότατες, αυτοδιοικούμενες με αναπτυγμένο το εμπόριο και τις τέχνες. Οι ευγενείς ζούσαν εντός των πόλεων κι έπαιρναν μέρος στην τοπική αυτοδιοίκηση με έλεγχο στον στρατό και των γύρω κάστρων και οχυρών. Κάτω από αυτές τις συνθήκες αστικοποίησης επεκράτησαν και πιο φιλελεύθερες και ανεκτικές απόψεις έναντι των ξένων, των αιρετικών και αλλοθρήσκων. Εβραίοι διαβιούσαν εν πλήρη ειρήνη και αρμονία με τον πληθυσμό της χώρας.
Εν ολίγοις, βορράς και νότος ήσαν δυο διαφορετικές οντότητες όπως για παράδειγμα η Γαλλία και Ισπανία σήμερα. Την περίοδο αυτή στην επαρχία της Provence επικρατούσε μεγάλη πολιτική αστάθεια καθ’ ότι οι προσπάθειες του βασιλιά της Γαλλίας για επέκταση της κυριαρχίας του πάνω στις περιοχές του Νότου υπήρξαν άκαρπες και η διαμάχη μεταξύ των επαρχιών της Provence και του Κόμητα της Toulouse Raymond, την ισχυρότερη δύναμη του Νότου, και του βασιλιά της Γαλλίας στο Παρίσι από την άλλη εντείνονται. Η περιοχή μεταξύ του Ροδανού ποταμού και της Gascony ήταν στην πλειονότητά της αιρετική συμπεριλαμβανομένης και της τάξης των ευγενών. Η αίρεση αυτή είναι γνωστή σαν η αίρεση των Καθαρών.
Στην περιοχή Occitania επικρατούσε βαθιά διαφθορά στους κόλπους της επίσημης Καθολικής Εκκλησίας, όπου η Εκκλησία συγκέντρωνε όλη την προσοχή της στα εγκόσμια και της πλήρους εγκατάλειψης του έργου της Εκκλησίας. Όλα αυτά οδήγησαν τους κοινούς ανθρώπους να μην σέβονται τους εκπροσώπους της Εκκλησίας. Η περιοχή που διαδραματίζονται τα γεγονότα είναι η περιοχή γύρω από την πόλη της Toulouse, της Carcassonne, της Béziers, Narbonne, Montpellier και Nimes πάνω από τον ποταμό Ροδανό που υπήρξε μια από τις πιο πλούσιες περιοχές της Γαλλίας με την πιο εύφορη γη και μερικές από τις πιο πλούσιες πόλεις σ’ ολόκληρη την χώρα.
Όλη αυτή η περιοχή υπήρξε απευθείας κάτω από την δικαιοδοσία του Κόμητα της Toulouse Raymond Rogers VI με τη μεγαλύτερη πόλη σε πληθυσμό (25.000) να αυτοδιοικείται. Ο κόμης Raymond VI της Toulouse ήταν τριανταπέντε ετών όταν κληρονόμησε από τον πατέρα του τις τεράστιες πλουσιότατες περιοχές και πόλεις γύρω από τον ποταμό Ροδανό, που τον καθιστούσε το πιο σπουδαίο πρόσωπο της εποχής θεωρώντας τον ισάξιο του μονάρχη. Οι γάμοι του με τους σπουδαιότερους βασιλικούς οίκους της Avignon και της Αγγλίας τον καθιστούσαν ακόμη ισχυρότερο. Παρόλο που ο ίδιος δεν ήταν αιρετικός, αδιαφορούσε για τα δόγματα της Εκκλησίας με αποτέλεσμα να ανέχεται την αίρεση που ήκμαζε ανάμεσα στους υπηκόους του.
Στην αυλή του φιλοξενούσε ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών και ο ίδιος ήταν προστάτης των ποιητών. Το σπουδαιότερο όμως ήταν το γεγονός πως έχαιρε της αγάπης των υπηκόων του. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ήταν αυτονόητο γι’ αυτόν να μην ακολουθήσει τις οδηγίες της Ρώμης για να ηγηθεί εκστρατείας ενάντια των αιρετικών υπηκόων του γιατί στην ουσία θα σήμαινε την κήρυξη εμφυλίου πολέμου. Γι’ αυτή του την άρνηση, όπως θα δούμε, την πλήρωσε πολύ ακριβά με την Ρώμη να τον υποσκάπτει συνεχώς και να εποφθαλμιά την περιουσία του. Ο κόμης δεν έχαιρε της εμπιστοσύνης της Ρώμης, γιατί τον θεωρούσε υπεύθυνο για την εξάπλωση της αίρεσης των Καθαρών στις περιοχές κάτω από την δικαιοδοσία του.
Στην πραγματικότητα οι πληθυσμοί αυτοί δεν έδειχναν κανένα ενθουσιασμό για την διεφθαρμένη παρουσία των εκπροσώπων της Ρωμαϊκής Εκκλησίας ούτε και επιθυμούσαν να υποστηρίξουν σταυροφορίες ενάντια στους αιρετικούς που ζούσαν ανάμεσά τους. Ο Κόμης της Toulouse Raymond αποτελούσε το παράδειγμα για τις άλλες πόλεις και ηρνείτο να οργανώσει την εκστρατεία ενάντια στους αιρετικούς. Η Ρώμη κατέβαλλε κάθε προσπάθεια να υποσκάψει το κύρος του και να στρέψει τον Βασιλιά της Γαλλίας Φίλιππο ενάντια στον Raymond και να ηγηθεί της σταυροφορίας ενάντιά του. Μεγάλο ρόλο στην ευρεία μετάδοση της αίρεσης έπαιξαν οι έμποροι υφασμάτων «οι πραματευτάδες» και οι γιατροί που είχαν εύκολη πρόσβαση στα σπίτια και τα κάστρα των ευγενών.
Για την πλήρη επικράτηση της αίρεσης στις περιοχές αυτές το μεγαλύτερο ρόλο για την κατάσταση ευθύνη φέρει η ίδια η επίσημη Καθολική Εκκλησία με την βαθιά διαφθορά της και τον προκλητικό τρόπο διαβίωσης των ανωτέρων κληρικών της. Ο Πάπας Ιννοκέντιος ΙΙΙ δεν υπέρβαλε όταν έγραφε για τον Αρχιεπίσκοπο της Narbonne και τους βοηθούς του πως ήσαν «τυφλοί άνθρωποι, σκυλιά που δεν έμαθαν να γαυγίζουν, άνθρωποι που είναι ικανοί να κάνουν το κάθε τι για τα χρήματα. Όλοι τους από το μεγαλύτερο ως το μικρότερο διψούν για τα πλούτη, λάτρεις των δώρων. Δικαιολογούν το κακό με την εξαγορά και αρνούνται την δικαιοσύνη για τους δίκαιους. Η παρουσία τέτοιων ανθρώπων οδηγούν τον λαό να βλασφημεί.
Αυτοί οι άνθρωποι μετατρέπουν το καλό σε κακό, μετατρέπουν το φως σε σκοτάδι και το σκοτάδι σε φως, το γλυκό σε ξινό και το ξινό σε γλυκό. Δεν φοβούνται τον Θεό ούτε και εκτιμούν τους ανθρώπους. Έχουν εμπιστευθεί την διακυβέρνηση της Εκκλησίας σε αγράμματους, που συνήθως η διαγωγή τους είναι σκανδαλώδης». Η Αυτή ήταν η κατάσταση όταν ο Πάπας Ιννοκέντιος ο ΙΙΙ ανήλθε στον θρόνο με την αίρεση διασκορπισμένη στη Βόρεια Ιταλία και τη Νότια Γαλλία. Το 1199 ο Πάπας απέστειλε μια αποστολή στις περιοχές από μοναχούς με επικεφαλής τον Πέτρο Castelnaou, πρώην αρχιδιάκονο της Maguelonne και που έγινε ο κύριος εκπρόσωπος του Πάπα, μεταφέροντας επιστολές του Πάπα προς τους κόμητες και ευγενείς με έκκληση να υποβοηθήσουν στο έργο της πάταξης της αίρεσης.
Το έργο του Πέτρου de Castelnaou είχε κάποια απήχηση και περί το τέλος του 1203 ο Κόμης της πόλης της Toulouse Raymond VI συμφώνησε να διακόψει τους δεσμούς του με τους αιρετικούς. Το ίδιο και ο βασιλιάς της Αραγκόν Πέτρος έδωσε την υπόσχεση του για καταστολή της αιρέσεως.
Η Εκκαθάριση των ''Καθαρών''
Οι Καθαροί αποτέλεσαν μια Μεσαιωνική, θρησκευτική αίρεση που έκανε την εμφάνισή της στην Δ. Ευρώπη μεταξύ του 12ου και 14ου αιώνα. Η αίρεση των Καθαρών είχε Μανιχαϊστικές και Γνωστικές καταβολές, καθώς και συνάφειες με την αίρεση των Παυλικιανών της Μ.Ασίας και τους Βογομίλους της Βουλγαρίας. Η πίστη τους ήταν δυϊστική, δηλαδή πίστευαν σε έναν καλό Θεό, τον Θεό της Καινής Διαθήκης και δημιουργό του πνευματικού κόσμο και έναν ομόλογό του «σατανικό» Θεό, τον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης και του υλικού κόσμο. Οι Καθαροί απέρριπταν καθετί φυσικό ως μίασμα, ενώ θεωρούσαν ότι οι ψυχές των ανθρώπων ήταν στην πραγματικότητα αυτές των αιωνίων αγγέλων.
Εγκλωβισμένες στο σάρκινο σώμα και καταδικασμένες να υποβάλλονται σ’ ένα κύκλο μετενσαρκώσεων έως ότου απελευθερωθούν μέσω ενός τελετουργικού που οι Καθαροί αποκαλούσαν Consolamentum. H ως άνω περιγραφείσα σέκτα, αποτέλεσε το θύμα της πρώτης και μοναδικής «σταυροφορίας» σε δυτικό-Ευρωπαϊκό έδαφος. Η επονομαζόμενη σταυροφορία κατα των Αλβιγηνών έλαβε χώρα την άνοιξη του 1208 στην περιοχή του Λανγκντόκ (Languedoc), στον Γαλλικό Νότο -ειρήσθω εν παρόδω, τέσσερα χρόνια μετά την Τέταρη Σταυροφορία που επέφερε την πτώση της Κωνσταντινούπολης- και είχε ως αφορμή την δολοφονία του Παπικού απεσταλμένου, Πέτρου του Καστελνάου (Pierre deCastelnau) από τους Καθαρούς.
Ο Πάπας κήρυξε την σταυροφορία κατά των Αλβιγηνών και κάλεσε τον βασιλιά της Γαλλίας να συμμετάσχει και, παρ’ότι δεν συμμετείχε αυτοπροσώπως, επέτρεψε την συμμετοχή βαρόνων του, όπως ο βαρώνος Σιμόν του Μονφόρ (Simon de Montfort) και ο Μπουσάρντ του Μαρλύ (Buchard deMarly). Υπό μία άλλη οπτική, η σταυροφορία αυτή θα μπορούσε να ιδωθεί ως ένας εμφύλιος πόλεμος των ευγενών της Βορείου Γαλλίας εναντίον εκείνων της Νοτίου. Τα γεγονότα εκτυλίχθηκαν ωςεξής:
Η πρώτη μεγάλη επιχείρηση της εκστρατείας ήταν η πολιορκία της πόλης Μπεζιέ (Béziers), τον Ιούλιο του 1209. Επικεφαλής της πολιορκίας ήταν ο ανάλγητος αββάς του Σιτώ (Cîteaux), Αρνώ-Αμωρί(Arnaud-Amaury). Οι πολιορκούμενοι, μεταξύ των οποίων ήταν και καθολικοί, επεχείρησαν μία έξοδο, η οποία απέτυχε, και οδηγήθηκαν πάλι πίσω από τα τείχη. Διαβόητη θεωρείται η φημολογούμενη απάντηση του αββά στην ερώτηση πώς θα διακρίνουν τους καθολικούς από τους αιρετικούς:« Σκοτώστε τους όλους και ο Θεός θα αναγνωρίσει τους δικούς τους». Όπερ και εγένετο – το πρώτο σκέλος τουλάχιστον.
Η πόλη ισοπεδώθηκε, οι σταυροφόροι εισέβαλαν στην εκκλησία της Αγίας Μαγδαληνής έσυραν τους «ικέτες» έξω και τους εκτέλεσαν. Σε ολόκληρη την πόλη, αιρετικοί και μη τυφλώθηκαν, ακρωτηριάστηκαν και σφαγιάσθηκαν. Αναφέρεται ότι εξοντώθηκαν συνολικά είκοσι χιλιάδες άτομα εκεί. Εν συνεχεία, οι σταυροφόροι κατέλαβαν την Καρκασσόν (Carcassone), συνέλαβαν και φυλάκισαν τον ηγεμόνα της περιοχής, Ρεϋμόνδο Ρογήρο (Raymond Roger).Τον Σεπτέμβριο του 1213, ο Σιμόν ντε Μονφόρ συνέτριψε υπέρτερες δυνάμεις στην μάχη του Μουρέ, στην οποία σκοτώθηκε ο άλλος μεγάλος αντίπαλος των σταυροφόρων, Πέτρος της Αραγονίας.
Η εκστρατεία έληξε με την υπογραφή της συνθήκης των Παρισίων, το 1229, με την οποία οι ηγεμόνες του Λανγκντόκ έχαναν κάθε ίχνος ανεξαρτησίας. Παρ’ όλα αυτά, το «κυνήγι μαγισσών» ενάντια στους εναπομείναντες θύλακες Καθαρών συνεχίστηκε με πρωταγωνιστή την Ιερά Εξέταση, από το 1234 και έπειτα. Άλλη στιγμή ορόσημο για το κυνήγι των Καθαρών είναι η πολιορκία του οχυρού Μονσεγκούρ το 1243 - 1244 με αποκορύφωμα την καύση των αρχηγών τους. Στις προσεχείς δεκαετίες οι Καθαροί, μοναχοί και χωρικοί, κυνηγήθηκαν αμφότεροι και όσοι δεν μετανοούσαν, καίγονταν στην πυρά. Το 1321 εξοντώθηκε και ο τελευταίος parfait των Καθαρών.
Μία τέτοια προσπάθεια τής Ιεράς Εξέτασης είναι αυτή του επισκόπου Ζακ Φουρνιέ, κατοπινού Πάπα Βενέδικτου ΙΒ', όπως την αφηγείται ο Emmanuel Le Roy Ladurie στο βιβλίο του: Μονταγιού, ένα Οξιτανικό χωριό από το 1294 έως το 1324. Τέλος, σημαντικό είναι να ειπωθεί πως η εκστρατεία εναντίον των Αλβιγηνών συνετέλεσε στην εδραίωση και την ισχυροποίηση τής Ιεράς Εξέτασης.
Η ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ''ΚΑΘΑΡΩΝ'' - Η ΑΡΧΗ (1209 - 1229)
Ήδη από τον 11ο αιώνα η Καθολική Εκκλησία προσπάθησε να εξαλείψει την αίρεση. Οι πρώτες εκτελέσεις έγιναν στην Τουλούζη το 1022. Ιεροκήρυκες στάλθηκαν στη νότια Γαλλία για να αποκαταστήσουν την τάξη. Οι Σύνοδοι της Βιέννης (Charroux) το 1028 και της Τουλούζης το 1056, καταδίκασαν την αίρεση. Το 1147 ο Πάπας Ευγένιος Γ' έστειλε αντιπροσωπεία στην περιοχή, αλλά δεν πέτυχε κάτι ουσιαστικό. Ακολούθησαν οι αποστολές του καρδιναλίου Πέτρου, το 1178, στην περιοχή της Τουλούζης, και του καρδιναλίου Ερρίκου, επισκόπου του Άλμπαν το 1181. Αν και οι παπικοί απεσταλμένοι κατέφυγαν τόσο στην πειθώ του λόγου, όσο και στην πειθώ των όπλων, οι επιτυχίες τους ήταν αποσπασματικές.
Η αίρεση είχε ριζώσει καλά στο Λανγκεντόκ. Ούτε οι συνοδικές αποφάσεις περιόρισαν την επέκτασή της. Η Σύνοδος της Τούρ (1163) και η Γ' Σύνοδος του Λατερανού (1179) αναθεμάτισαν τους «Καθαρούς», χωρίς να καταφέρουν να τους εξοντώσουν. Στα τέλη του 12ου αιώνα ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ' (γνωστός και από την ανάμιξή του στην καταστροφική για το Βυζάντιο Δ' Σταυροφορία) ανέλαβε δράση εναντίον τους. Απέστειλε το 1204 και το 1206 σημαίνοντες μοναστικούς ηγέτες στην περιοχή εξάπλωσης της αίρεσης για να την εξαρθρώσει. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ο Αρνολντ Αμάλρικ (Arnold Amalric ή Arnaud Amaury), ηγούμενος της γνωστής μονής του Σιτώ, και ο Ντομίνγκο ντε Γκούζμαν, μετέπειτα Αγιος της Καθολικής Εκκλησίας και ιδρυτής του μοναστικού Τάγματος των Δομηνικανών.
Μέχρι το 1207 οι «Καθαροί», που είχαν την ανεπίσημη υποστήριξη ή, τουλάχιστον, την ανοχή του κόμη της Τουλούζης Ραϊμόνδου ΣΤ', δεν κινδύνευσαν σοβαρά από την Παπική απειλή. Όμως εκείνο τον χρόνο ο Ιννοκέντιος ζήτησε τη στρατιωτική αρωγή του βασιλιά Φιλίππου Β' της Γαλλίας. Το 1209 ο Ραϊμόνδος αναγκάστηκε να συναινέσει στις Παπικές επιταγές, φοβούμενος για την εξουσία του μετά τον αφορισμό του από τον Ιννοκέντιο έναν χρόνο πριν. Οι «Καθαροί» έχασαν έναν σημαντικό υποστηρικτή. Τον Ιούλιο του 1209 οι σταυροφόροι συγκεντρώθηκαν για το κρίσιμο κτύπημα στην αίρεση. Στις τάξεις τους βρέθηκαν και αρκετοί καιροσκόποι που περίμεναν να επωφεληθούν από τις περιουσίες των «Καθαρών».
Οι προθέσεις τους έγιναν μάλιστα σαφείς από την πρώτη επιχείρηση, την κατάληψη της πόλης Μπεζιέρ. Η σφαγή που ακολούθησε ήταν μαζική. Μολονότι πολλά από τα θύματα δεν ήταν οπαδοί της αίρεσης αλλά καθολικοί, ο Παπικός «επίτροπος» της σταυροφορίας, Αρνολντ Αμάλρικ, δεν πτοήθηκε: «Σκοτώστε τους όλους. Ο Θεός θα ξεχωρίσει τους δικούς του». Με αυτό τον τρόπο έγινε φανερό ότι η εποχή των παραινέσεων και του κηρύγματος είχε περάσει. Ήταν η ώρα της Ιεράς Εξέτασης και των φλεγόμενων στύλων στους οποίους καίγονταν οι αιρετικοί. Μετά την Μπεζιέρ οι σταυροφόροι κατευθύνθηκαν δυτικά και κατέλαβαν τις πόλεις Ναρμπόν και Καρκασόν.
Πρωταγωνιστής είχε αναδειχθεί ο Σιμόν ντε Μονφόρ (Simon de Montfort, πόλη βορείως της Τουλούζης). Εκείνος κατέλαβε την ευρύτερη περιοχή γύρω από την Τουλούζη, αποκλείοντας τον -ύποπτο για τους παπικούς- Ραϊμόνδο στην πόλη. Εξάλλου το κίνητρο γι’ αυτόν ήταν μεγάλο: οι κατακτημένες περιοχές περιήλθαν στην κυριότητά του. Αυτό το γεγονός ενόχλησε τον βασιλιά της Αραγωνίας Πέτρο, ο οποίος θεωρούσε ότι τα γαλλικά εδάφη που συνόρευαν με τα Πυρηναία ήταν στη δικαιοδοσία του. Στο πρόσωπό του ο Ραϊμόνδος βρήκε έναν ανέλπιστο υποστηρικτή, αλλά και έναν επικίνδυνα παρορμητικό σύμμαχο.
Η ανωριμότητα του Πέτρου κατά τη μάχη που έγινε στις 12 Σεπτεμβρίου κοντά στην Τουλούζη, στη Μουρέ, κόστισε τη ζωή του και μια καθοριστική ήττα για τους «Καθαρούς». Ειδικά όταν ο πρίγκιπας Λουδοβίκος Η' εισέβαλε στο Λανγκεντόκ, ο Ραϊμόνδος αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Διάδοχός του ήταν ο γιος του Ραϊμόνδος Ζ'. Η κυριαρχία του Σιμόν στα περισσότερα εδάφη που κατέκτησαν οι σταυροφόροι επικυρώθηκε. Ενώ όλα έδειχναν ότι η σταυροφορία είχε επιτύχει, ο Ραϊμόνδος και ο γιος του επικράτησαν έναντι των σταυροφόρων στην Μποκέρ, (μεταξύ Αρλ και Αβινιόν). Μάλιστα το 1218 ο Σιμόν σκοτώθηκε σε μάχη και οι παπικοί έχασαν τον έλεγχο του Λανγκεντόκ και της Τουλούζης.
Το 1222 πέθανε και ο Ραϊμόνδος, ωστόσο η σταυροφορία αποτελματώθηκε. Ο γιος του Σιμόν, Αμάλρικ, δεν είχε τα χαρίσματα του πατέρα του και ο Ραϊμόνδος Ζ' ενίσχυσε τις θέσεις του, μολονότι αφορίστηκε κι αυτός το 1225. Η κατάσταση στην οποία περιήλθε η επιχείρηση εκρίζωσης της αίρεσης ανάγκασε τον πάπα Ονώριο Γ' να καλέσει εκ νέου σταυροφορία. Αυτή τη φορά έλαβε τα ηνία ο ίδιος ο βασιλιάς Λουδοβίκος Η' της Γαλλίας ο οποίος κατέλαβε τις ανυπότακτες περιοχές εκτός από την Τουλούζη, που ακόμη αντιστεκόταν. Ο θάνατός του στις 8 Νοεμβρίου 1226 άφησε την ηγεσία της επιχείρησης στα χέρια του Υμπέρ ντε Μποζώ.
Οι δύο πλευρές είχαν εξαντληθεί από τον πολυετή πόλεμο και ο Ραϊμόνδος Ζ' αναγκάστηκε να δηλώσει υποτέλεια (Συμφωνία του Παρισιού, 12 Απριλίου 1229 - συμφωνήθηκε στην πόλη Mω, κοντά στο Παρίσι) στον νέο βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο Θ', προκειμένου να σώσει τα εδάφη και την εξουσία του. Παρά την υποταγή του Λανγκεντόκ στο γαλλικό στέμμα η αίρεση δεν καταπνίχθηκε, θρήνησε όμως εκατοντάδες πιστούς της που πέθαναν στην πυρά της Ιεράς Εξέτασης. Το χειρότερο γι' αυτήν ήταν ότι η Ιερά Εξέταση είχε εγκατασταθεί πλέον στο Λανγκεντόκ.
ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑΣ
Θεωρείται βέβαιο ότι η αίρεση των Καθαρών προήλθε από τον Παυλικιανισμό της Μικράς Ασίας, ο οποίος μεταφυτεύθηκε ως αίρεση των Βογομίλων στην Βουλγαρία και εν συνεχεία έφτασε στην Προβηγκία και στην Λανγκντόκ. Η αίρεση έκανε την εμφάνισή της στο Λανγκντόκ στη διάρκεια του 12ου αιώνα, με την δημιουργία, την ίδια περίοδο, έξι επισκοπών των Καθαρών. Έχοντας απέναντί της έναν Χριστιανικό κλήρο πλούσιο και εξαγορασμένο, μερικές φορές, και καταγγέλλοντας αυτή την κατάσταση, η νέα αυτή θρησκεία δεν συνάντησε ιδιαίτερα εμπόδια για την ανάπτυξή της εντός των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, αρχικά, και στην συνέχεια των ανώτερων.
Αντίθετα από τους θεμελιώδεις κανόνες της Εκκλησίας, οι Καθαροί επηρεασμένοι από τον Μανιχαϊσμό, υποστήριζαν ότι το σύμπαν διαιρείται στο Καλό (Θεός, Πνεύμα) αφ’ ενός και στο Κακό (Σατανάς, Ύλη) αφ' ετέρου. Η δημιουργία του θεατού κόσμου, ατελής, είναι έργο του Σατανά και οι Καθαροί υποχρεούνταν να αφήσουν την "φυλακή" του σώματός τους για να επιστρέψουν στον Θεό. Γι' αυτό τον λόγο, πίστευαν σε μια φτωχική ζωή σε συνδυασμό με την μετάνοια, ώστε να φτάσουν στην πνευματική τελειότητα. Ορισμένοι Καθαροί προορίζονταν για την ιδιότητα του κληρικού και αφού χειροτονούνταν, ζούσαν ζωή ασκητική, φέροντας τον τίτλο Perfecti (τέλειοι).
Οι καθαροί απέρριπταν, επίσης, όλες τις Χριστιανικές τελετές, αναγνωρίζοντας μόνο μία, τοconsolamentum, το οποίο έφερνε την σωτηρία αυτού που το δεχόταν, έπρεπε όμως να γίνει στο τέλος της ζωής του πιστού ώστε να μη υποπέσει πάλι αυτός σε αμαρτήματα. Σε πολλές περιπτώσεις οι Perfecti κατηγορήθηκαν ότι έπεισαν ασθενείς να πεθάνουν από την πείνα ή ότι τους έπνιγαν με την συγκατάθεσή τους, για να κερδίσουν έτσι αυτοί τον παράδεισο. Αυτή η κατάσταση ήταν ιδιαιτέρως ανησυχητική για την Εκκλησία, καθώς επρόκειτο για μία αντιεκκλησιαστική κίνηση που αναπτυσσόταν σε χριστιανικά εδάφη και ήδη από το 1119 Πάπας Κάλλιστος Β' την είχε αποκηρύξει.
Το 1177, ο κόμης Ραϊμόνδος Ε' της Τουλούζης είχε ζητήσει την βοήθεια του Αββαείου του Σιτώ για την καταπολέμηση αυτής της αίρεσης που κέρδιζε συνεχώς έδαφος. Ένα εκστρατευτικό σώμα στρατού του οποίου ηγούνταν ο κόμης και ο αββάς Ερρίκος του Μαρσιάκ πολιόρκησε την Λαβώρ, η οποία ήταν γνωστή ως η εστία της αίρεσης. Όταν η πόλη παραδόθηκε, δύο εκπρόσωποι των Καθαρών αιχμαλωτίστηκαν και απαρνήθηκαν την πίστη τους. Ο Ερρίκος του Μαρσιάκ επέστρεψε, τότε, στο αββαείο του, αλλά η αίρεση αναζωογονήθηκε μετά την αποχώρησή του. Όταν ο Ραϊμόνδος ΣΤ' διαδέχτηκε τον πατέρα του, το 1194, η αίρεση αυτή είχε σε τέτοιο βαθμό διεισδύσει στα εδάφη του ώστε του ήταν αδύνατο να προβεί σε οποιαδήποτε κίνηση χωρίς να προκαλέσει εξεγέρσεις εντός των κομητειών του.
Άλλωστε ένα τμήμα της διοικούσας τάξης είχε ασπαστεί τον Καθαρισμό, και επωφελήθηκε καταλαμβάνοντας τις εκκλησιαστικές ιδιοκτησίες. Ο υποκόμης του Μπεζιέ Ρογήρος Β' λεηλάτησε κι έκαψε ένα μοναστήρι, και φυλάκισε τον ηγούμενό του και τον επίσκοπο του Αλμπί. Ο κόμης του Φουά έδιωξε τους μοναχούς από την μονή του Παμιέ και την έκανε στρατώνα. Ο ίδιος ο Ραϊμόνδος ΣΤ' κατέστρεψε πολλές εκκλησίες και καταδίωξε τους μοναχούς του Μουασσάκ, με αποτέλεσμα να αφοριστεί. Κατά την έναρξη της βασιλείας του, ο πάπας Ιννοκέντιος Γ' ανησυχούσε ιδιαιτέρως για την αυξανόμενη επιρροή της Εκκλησίας των Καθαρών στο Λανγκντόκ.
Αλλά οι αρχιεπίσκοποι του Ος και της Ναρμπόν καθώς και ο επίσκοπος της Μπεζιέ δεν συμμορφώνονταν με τις υποδείξεις των λεγάτων του. Ο Ιννοκέντιος απέστειλε αρκετούς ιερωμένους, μεταξύ των οποίων ο άγιος Δομίνικος και ο Γκυ ντε Βω ντε Σερναί, για την επιστροφή των κατοίκων της περιοχής στον καθολικισμό. Οι αλλαξοπιστίες ήταν σπάνιες στην αρχή, κι έτσι ο Δομίνικος είχε την ιδέα της δημιουργίας του Τάγματος των Δομινικανών, το οποίο βασιζόταν σε ζωή περιπλάνησης και προσευχής στον Ιησού, με στόχο την καλύτερη προσέγγιση των τοπικών πληθυσμών. Η υποδειγματική ζωή του είχε σαν αποτέλεσμα αρκετούς προσηλυτισμούς Καθαρών.
Το ίδιο χρονικό διάστημα, ο Πάπας διόρισε τον Πιέρ ντε Καστελνώ, ως εκπρόσωπό του στους ευγενείς και τους ανώτατους κληρικούς του Λανγκντόκ, ώστε αυτός να τους πείσει για την ανάγκη λήψης μέτρων κατά των Καθαρών, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία. Ο Ραϊμόνδος αρνήθηκε να επιβάλει διά της βίας της απόψεις της Εκκλησίας και προσφέρθηκε να μεταστρέψει τους αιρετικούς διά της πειθούς. Αφορίστηκε στις αρχές του Ιανουαρίου του 1208, δήλωσε μετάνοια, έλαβε άφεση αλλά δεν έκανε τίποτα. Λίγο καιρό αργότερα, στις 14 Ιανουαρίου 1208, ο Πιέρ ντε Καστελνώ δολοφονήθηκε, ενώ εγκατέλειπε το Σαιν-Ζιλ για να επιστρέψει στον Πάπα.
Η ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΑΡΟΝΩΝ (1209)
Ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ' αποφάσισε τότε την οργάνωση εκστρατείας κατά των Καθαρών, δίνοντας, σε όσους συμμετείχαν, τις ίδιες αφέσεις αμαρτιών και προνόμια με όσους μάχονταν στους Αγίους Τόπους. Αφόρισε και πάλι τον Ραϊμόνδο, επέβαλε το interdictum (εκκλησιαστική απαγόρευση) στα εδάφη του και τα προσέφερε στους νέου είδους σταυροφόρους. Αν και κατά πολύ διαφορετική ως προς τον στόχο από τις προηγούμενες Σταυροφορίες, αυτή η εκστρατεία έλαβε την ονομασία «Σταυροφορία των Αλβιγηνών» ή «Σταυροφορία εναντίον των Αλβιγηνών». Αυτή η Σταυροφορία, έδωσε ένα άλλο νόημα στην συγκεκριμένη έννοια, καθώς πλέον ο πόλεμος γινόταν κατά των εχθρών του Πάπα.
Ο Αρνώ Αμωρί (ή Αρνώ Αμαλρίκ) και ο Γκι ντε Βω ντε Σερναί ταξίδεψαν ανά το Βασίλειο της Γαλλίας με στόχο την προσέλκυση βαρόνων για συμμετοχή στην « Σταυροφορία». Ο Πάπας ζήτησε, αρχικά, από τον βασιλιά της Γαλλίας Φίλιππο Αύγουστο να τεθεί επικεφαλής αυτής της εκστρατείας, αλλά ο τελευταίος αρνήθηκε. Αυτό εξηγούνταν από πολλούς λόγους.
- Ο πρώτος ήταν καθαρά νομικός: Ακόμη κι αν ο βασιλιάς θεωρούσε πως ο Πάπας είχε το δικαίωμα των μεταρρυθμίσεων και της κάθαρσης του τοπικού κλήρου, η απόφαση δήμευσης των εδαφών ενός άρχοντα ανήκε αποκλειστικά στον ανώτερό του, σε αυτή την περίπτωση τον βασιλιά.
- Ο δεύτερος λόγος είναι καθαρά πρακτικός : βρισκόταν, ακόμη, σε πόλεμο εναντίον του Ιωάννη του Ακτήμονα, βασιλιά της Αγγλίας, καθώς και με τον Γερμανό Αυτοκράτορα Όθωνα Δ', και του ήταν συνεπώς πολύ δύσκολο ν' ανοίξει και τρίτο μέτωπο. Αρχικά, μάλιστα απαγόρευσε στους βαρόνους του βασιλείου του να λάβουν μέρος σε αυτή την Σταυροφορία, τελικά όμως, άλλαξε γνώμη κι έδωσε την σχετική άδεια.
Τρεις μεγάλοι φεουδάρχες ήταν κύριοι τότε του Λανγκντόκ: ο βασιλιάς Πέτρος Β' της Αραγωνίας, κόμης επίσης της Βαρκελώνης, του Ζεβωντάν, του Ρουσιγιόν, άρχοντας του Μονπελιέ και επικυρίαρχος αρκετών μικρότερων φεουδαρχών, ο Ραϊμόνδος ΣΤ', κόμης της Τουλούζης και ο Ραϊμόν-Ροζέ Τρενκαβέλ, υποκόμης της Μπεζιέ, της Καρκασσόν και του Αλμπί. Για να απομακρύνει την απειλή αυτή από τα εδάφη του και, καθώς δεν είχε καταλήξει σε συμφωνία με τον Τρενκαβέλ για από κοινού άμυνα, ο Ραϊμόνδος ΣΤ' αναγκάστηκε να πάρει μέρος στην Σταυροφορία. Για πολλοστή φορά ζήτησε και έλαβε άφεση. Στις 18 Ιουνίου 1209 στην εκκλησία του Σαιν-Ζιλ δήλωσε μετάνοια και μαστιγώθηκε ημίγυμνος δημόσια.
Ο Ραϊμόνδος εντάχτηκε στην Σταυροφορία, και, συνεπώς, δεν μπορούσε να δεχτεί επίθεση. Ο Πέτρος Β' της Αραγωνίας ήταν ισχυρός βασιλιάς και ο Καθαρισμός είχε αδύναμη παρουσία στα εδάφη του, έτσι οι Σταυροφόροι αποφάσισαν να μην του επιτεθούν. Ο Αρνώ Αμωρί ανακοίνωσε, τότε, πως θα γινόταν επίθεση στις κτήσεις του Ραϊμόν-Ροζέ Τρενκαβέλ, υποκόμη του Αλμπί, της Μπεζιέ και της Καρκασσόν, περιοχές που φιλοξενούσαν μεγάλο αριθμό Καθαρών. Κι ενώ η Σταυροφορία είχε φτάσει στο Μονπελιέ, ο τελευταίος παρουσιάστηκε, ζητώντας συνάντηση με τον λεγάτο Αρνώ Αμωρί.
Παρουσίασε ως επιχείρημα τον ισχυρό δεσμό του και την πίστη του στην Καθολική Εκκλησία και επιχείρησε διαπραγμάτευση, όμως, ο λεγάτος απαίτησε πλήρη υποταγή του, κάτι που ο νεαρός υποκόμης αρνήθηκε.
Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΜΠΕΖΙΕ
Με το τέλος κιόλας της συνάντησης, ο Τρενκαβέλ κήρυξε το Μπεζιέ σε κατάσταση πολιορκίας και συγκέντρωσε οπλισμό και προμήθειες. Πράγματι, καθώς οι Σταυροφόροι όφειλαν σαράντα μόνο μέρες υπηρεσίας στην Σταυροφορία, ήλπιζε πως με το πέρας αυτής της χρονικής περιόδου, η στρατιωτική δύναμη των Σταυροφόρων θα ελαττωνόταν. Καθώς η Μπεζιέ είχε οχυρωθεί, ο Τρενκαβέλ πήγε στην Καρκασσόν για να συγκεντρώσει επικουρία. Οι οχυρώσεις του Μπεζιέ ήταν αρκετά γερές και ισχυρές ώστε η πόλη να αντέξει μεγάλη, σε διάρκεια, πολιορκία.
Αλλά η απερισκεψία ορισμένων κατοίκων έδωσε την ευκαιρία στους Σταυροφόρους να εισβάλλουν αιφνιδιαστικά στην πόλη, στις 22 Ιουλίου 1209, όπου κατέσφαξαν χιλιάδες υπερασπιστές αδιακρίτως, είτε ήταν αυτοί Καθαροί είτε Καθολικοί. Σύμφωνα με μοναχό που έγραψε είκοσι χρόνια αργότερα, όταν ο Αρνώ ρωτήθηκε αν πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ Καθολικών και Καθαρών, απάντησε : «Σκοτώστε τους όλους. Ο Θεός θ’ αναγνωρίσει τους δικούς του».
Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΡΚΑΣΣΟΝ
Στις 26 Ιουλίου, οι Σταυροφόροι αποχώρησαν από την Μπεζιέ, η οποία δεν ήταν πλέον παρά ένας σωρός ερειπίων, και κατευθύνθηκαν στην Καρκασσόν. Μετά την κατάληψη της Μπεζιέ, ο Τρενκαβέλ δεν είχε άλλη επιλογή από το να οχυρωθεί στην πόλη περιμένοντας να περάσει ο κίνδυνος. Σε καιρό ειρήνης, η πόλη φιλοξενούσε τρεις με τέσσερις χιλιάδες κατοίκους, αλλά ο πληθυσμός αυτός αυξήθηκε με τους πρόσφυγες, λόγω της Σταυροφορίας. Αυτή, έφτασε στις πύλες της πόλης την 1η Αυγούστου. Στις 3 Αυγούστου, μία πρώτη επίθεση έδωσε την δυνατότητα στους Σταυροφόρους να καταλάβουν την βόρεια συνοικία της Καρκασσόν και να πάρουν, έτσι, υπό τον έλεγχό τους τα σημεία ανεφοδιασμού των πολιορκημένων σε νερό.
Την επόμενη, μια επίθεση ενάντια στο Castellare, τη νότια συνοικία της πόλης, απωθήθηκε, και οι Σταυροφόροι πολιόρκησαν κανονικά την πόλη. Ο Τρενκαβέλ πραγματοποίησε έξοδο, σκοτώνοντας όσους στρατιώτες βρίσκονταν στις συνοικίες και βάζοντάς τους φωτιά ώστε να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους επιτιθέμενους. Τότε, ο βασιλιάς της Αραγωνίας Πέτρος έφτασε στην Καρκασσόν. Πράγματι, ήταν άρχοντας αρκετών φέουδων στο Λανγκντόκ, ορισμένα των οποίων ανήκαν στον Τρενκαβέλ, και προσπαθούσε να επεκτείνει την εξουσία του στην περιοχή. Η εμφάνιση ενός στρατού όπως ο σταυροφορικός δεν μπορούσε παρά να του προκαλέσει ανησυχία, και παρουσιάστηκε ως διαμεσολαβητής, ώστε τα πράγματα να επιστρέψουν γρήγορα σε μία τάξη.
Επιθυμώντας να διατηρήσει την ειρήνη με την Εκκλησία, κάλεσε τον Τρενκαβέλ σε διαπραγματεύσεις με τον λεγάτο, αλλά η αδιαλλαξία του τελευταίου τις οδήγησε σε ναυάγιο. Η έλλειψη νερού, ο υπερπληθυσμός της πόλης και οι άθλιες συνθήκες υγιεινής, οδήγησαν τον Υποκόμη σε νέες διαπραγματεύσεις για παράδοση. Από την άλλη μεριά οι Σταυροφόροι επιθυμούσαν την αποφυγή μιας νέας ανεξέλεγκτης λεηλασίας. Χρειάζονταν τα λάφυρα για την χρηματοδότηση των πολεμικών τους επιχειρήσεων, ενώ έπρεπε να ορίσουν νέο Υποκόμη που θα αντικαθιστούσε τον Τρενκαβέλ και ο οποίος θα έπρεπε να διαθέτει τις οικονομικές δυνατότητες να συνεχίσει την εκστρατεία εναντίον των Καθαρών.
Έτσι, υπογράφηκε συμφωνία στις 15 Αυγούστου : η Καρκασσόν συνθηκολόγησε και η ζωή χαρίστηκε στους ευγενείς και στους λοιπούς κατοίκους της πόλης υπό τον όρο να την εγκαταλείψουν με μόνο ό,τι φορούσαν. Ο Τρενκαβέλ παραδόθηκε στους Σταυροφόρους ως όμηρος και πέθανε λίγο καιρό αργότερα στην φυλακή, σε ηλικία 24 ετών.
Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΛΑΝΓΚΤΟΚ (1209 - 1213)
Κατά το παρελθόν, πολλές ήταν οι πολεμικές επιχειρήσεις που είχαν οργανωθεί κατά των Καθαρών. Αλλά με την αναχώρηση των στρατευμάτων, η αίρεση αναγεννιόταν κάθε φορά, ακόμη πιο ισχυρή. Για ν' αποφευχθεί αυτό το ενδεχόμενο και να μπει ένα οριστικό τέλος στην αίρεση, ο λεγάτος του πάπα αποφάσισε να εμπιστευτεί την διοίκηση των υποκομητειών του Τρενκαβέλ σε έναν Σταυροφόρο, με αποστολή την συνέχιση της εκστρατείας κατά της αίρεσης. Καθώς αυτό θα του παρείχε την δυνατότητα να αυξήσει την έκταση των εδαφών του, ο Ραϊμόνδος ΣΤ' της Τουλούζης αυτοπροτάθηκε, αλλά καθώς η μεταμέλειά του ήταν αρκετά πρόσφατη, σε βαθμό να φαντάζει ύποπτη στον Αρνώ Αμωρί, ο οποίος την απέρριψε.
Έγινε πρόταση στην συνέχεια στον Ερβέ Δ' ντε Ντονζί, κόμη της Νεβέρ, ο οποίος, αν και φιλόδοξος, αρνήθηκε, υποστηρίζοντας πως διέθετε, ήδη, μεγάλο αριθμό εδαφών και πως επιθυμούσε να επιστρέψει σε αυτά. Παρομοίως, ο δούκας της Βουργουνδίας, και έπειτα ο κόμης του Σαιν-Πολ αρνήθηκαν αυτή την τιμή. Καθώς οι τρεις σημαντικότεροι βαρόνοι της Σταυροφορίας αρνήθηκαν, ο Αρνώ Αμωρί προέδρευσε επιτροπής αποτελούμενης από δύο επισκόπους και τέσσερις βαρόνους, η οποία επέλεξε τον Σιμόν Δ΄ ντε Μονφόρ για την συνέχιση της εκστρατείας.
Ο τελευταίος, αρχικώς, αρνήθηκε, αλλά η επιμονή του φίλου του Γκι ντε Βω ντε Σερναί και του Αρνώ Αμωρί τον οδήγησαν στο να αλλάξει γνώμη. Δέχτηκε, υπό τον όρο ότι όσοι βαρόνοι ήσαν παρόντες θα έδιναν όρκο πως θα έρχονταν σε βοήθειά του, εφόσον βρισκόταν σε κίνδυνο.
Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΡΑΖΕ
Η πρώτη δυσκολία του Σιμόν εμφανίστηκε με το πέρας του σαρανταημέρου, που επήλθε λίγο μετά την παράδοση της Καρκασσόν. Ο Σιμόν ικέτευσε τον δούκα της Βουργουνδίας και τον κόμη του Νεβέρ να παραμείνουν λίγο καιρό ακόμη. Ο δούκας της Βουργουνδίας δέχτηκε, από φιλία, ενώ ο κόμης της Νεβέρ αρνήθηκε και εγκατέλειψε το Λανγκντόκ. Ο Ραϊμόνδος ΣΤ' της Τουλούζης κατέλαβε, επίσης, ορισμένα κάστρα, αλλά περισσότερο για να επεκτείνει τα εδάφη του και επέστρεψε στην πρωτεύουσα της κομητείας του. Με τον δούκα της Βουργουνδίας, ο Σιμόν κατέλαβε το Φανζώ, ενώ στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Αλζόν, θέση που θεωρούσε στρατηγικής σημασίας.
Εκεί, δέχτηκε μια αντιπροσωπεία από την πόλη της Καστρ, όπου μετέβη και δέχτηκε την υποταγή των κατοίκων της. Στη συνέχεια, επεχείρησε να καταλάβει τα Κάστρα του Λαστούρ, αλλά αναγκάστηκε να λύσει την πολιορκία μετά την αποχώρηση του δούκα της Βουργουνδίας. Είχε, τότε, στην διάθεσή του μονάχα τριάντα ιππότες και ένα στράτευμα περίπου πεντακοσίων στρατιωτών. Κατόπιν αιτήματος του Αββά του Αγίου-Αντωνίνου του Παμιέ, κατέλαβε το Μιρπουά, το οποίο παραχώρησε στον γυναικάδερφό του, Γκι ντε Λεβί, κατέστρεψε τον Οίκο των Perfecti που είχε ιδρύσει στο Παμιέ η αδερφή του κόμη του Φουά και κατέλαβε το Σαβερντάν.
Στη συνέχεια, επέστρεψε στα εδάφη του, όπου και δέχτηκε την υποταγή των κατοίκων του Αλμπί. Έπειτα, κατέλαβε το Πρεϊσάν και πολλοί άρχοντες της περιοχής του δήλωσαν υποταγή. Έχοντας λάβει τις νέες του κτήσεις από την Εκκλησία, ο Σιμόν έπρεπε, πλέον, να νομιμοποιήσει την κατοχή τους με την αναγνώρισή της από τον επικυρίαρχο των υποκομητειών αυτών, τον βασιλιά Πέτρο Β΄ της Αραγωνίας. Τον συνάντησε στη Ναρμπόν, αλλά ύστερα από διάστημα δεκαπέντε ημερών, ο βασιλιάς παρέμενε αναποφάσιστος αναφορικά με την αναγνώρισή του ως υποτελούς του. Τότε ακριβώς, στις 10 Νοεμβρίου 1209, πέθανε ο Ραϊμόν-Ροζέ Τρενκαβέλ και οι εχθροί του Μονφόρ διέδιδαν πως είχε δολοφονηθεί.
Τότε ξέσπασε επαναστατικός αναβρασμός στην περιοχή, ο εξάδερφος του Σιμόν Μπουσάρ ντε Μαρλί έπεσε σε ενέδρα του άρχοντα Πιέρ-Ροζέ ντε Καμπαρέ, και αρκετά από τα κάστρα του πολιορκήθηκαν. Ο Ζιρώ ντε Πεπιέ, ένας από τους άρχοντες που είχαν δώσει όρκο πίστης στον Μονφόρ, πολιόρκησε και κατέλαβε το κάστρο του Πουϊσεργκιέ. Οι υπερασπιστές του, δύο ιππότες και πενήντα στρατιώτες, παραδόθηκαν με τον όρο να τους χαριστεί η ζωή. Καθώς ο Μονφόρ πλησίαζε στο κάστρο, ο Ζιρό εκτέλεσε τους στρατιώτες και διέφυγε προς την Μινέρβ παίρνοντας μαζί του τους δύο ιππότες, τους οποίους αργότερα απελευθέρωσε, αφού πρώτα τους τύφλωσε και τους έκοψε τα αυτιά και την μύτη.
Ανάλογη τύχη είχαν κι άλλα κάστρα, με την φρουρά τους να κατασφάζεται και αυτά να περνάνε στην κατοχή των αρχόντων της περιοχής του Λανγκντόκ. Ο Σιμόν ντε Μονφόρ δεν είχε, πλέον, στην κατοχή του παρά μονάχα ορισμένες πόλεις και ξεκίνησε προετοιμασίες για την, εκ νέου, κατάληψη του συνόλου της περιοχής. Ξεκίνησε καταλαμβάνοντας το Μπραμ, κοντά στο Αλζόν και δείχνοντας βαρβαρότητα ανάλογη αυτής του Ζιρώ ντε Πεπιέ : οι άρχοντες που καταπάτησαν τον όρκο πίστης τους σύρθηκαν από άλογα, προτού κρεμαστούν, ενώ οι υπόλοιποι τυφλώθηκαν και τους κόπηκε η μύτη. Δεκαπέντε μέρες αργότερα, κατέλαβε το κάστρο του Μιραμόν, κοντά στην Καρκασσόν.
Αντιλαμβανόμενος πως ο Μονφόρ δεν θα αποχωρούσε εύκολα από το Λανγκντόκ, ο βασιλιάς της Αραγωνίας ήρθε σε επικοινωνία με τον κόμη της Φουά, αλλά δύο παρεμβάσεις του Σιμόν ντε Μονφόρ διέκοψαν τις διαπραγματεύσεις στο Παμιέ. Στις αρχές του Ιουνίου του 1210, οι κάτοικοι της Ναρμπόν προσήλθαν στον Σιμόν ντε Μονφόρ, προσφέροντάς του την βοήθειά τους ενάντια στην πόλη της Μινέρβ. Ο Σιμόν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να πολιορκήσει την πόλη, όπου είχε καταφύγει μεγάλος αριθμός τελείων (perfecti) και Καθαρών. Σε πρώτο στάδιο, διέταξε την κατασκευή ενός μεγάλου καταπέλτη, της «Malvoisine», ο οποίος κατέστρεψε το δίκτυο ύδρευσης της πόλης.
Η πόλη συνθηκολόγησε στις 22 Ιουλίου, με τον άρχοντα να έχει εξασφαλίσει την ασφάλεια των κατοίκων, των στρατιωτών και των Καθαρών που θα δέχονταν να απαρνηθούν την πίστη τους. Εκατόν σαράντα perfecti, οι οποίοι αρνήθηκαν να κάνουν κάτι τέτοιο, οδηγήθηκαν στην πυρά. Τρομαγμένο από την επιτυχία της πολιορκίας της Μινέρβ, το Μονρεάλ παραδόθηκε χωρίς μάχη. Ενθαρρυμένος από αυτή την επιτυχία, ο Σιμόν επιτέθηκε στο Κάστρο του Τερμ, το οποίο κατέλαβε ύστερα από πολιορκία διάρκειας τεσσάρων μηνών.
Στις αρχές του Ιανουαρίου του 1211, ο βασιλιάς Πέτρος Β' της Αραγωνίας οργάνωσε συνάντηση με στόχο την σύναψη ειρήνης μεταξύ των Αρνώ, Σιμόν ντε Μονφόρ, Ραϊμόνδου της Τουλούζης, που δεν είχε συμμετάσχει ενεργά στον πόλεμο κατά των Καθαρών και του Ραϊμόν-Ροζέ του Φουά που είχε αντιμετωπίσει με μεγάλη εχθρότητα την Σταυροφορία. Ο κόμης του Φουά αρνήθηκε να λάβει μέρος, αλλά ο βασιλιάς ανακοίνωσε πως θα έστελνε στρατό στο Φουά, για να συνετίσει τον κόμη. Ο Σιμόν, δείχνοντας μεγάλη επιμονή, κατάφερε, ύστερα από διάστημα πολλών ημερών, να αναγνωριστεί η εξουσία του επί των υποκομητειών από τον βασιλιά. Η συνάντηση ξανάρχισε στο Μονπελιέ, με τους λεγάτους να απαιτούν από τον Ραϊμόνδο της Τουλούζης την αποστρατιωτικοποίηση των εδαφών του.
Καθώς ο Ραϊμόνδος αρνήθηκε, ο αφορισμός του υπήρξε άμεσος, αλλά αυτός, ως απάντηση, κάλεσε σε συσπείρωση τους υποτελείς του και συγκέντρωσε στρατό. Ο Σιμόν αδυνατούσε να αντιδράσει άμεσα, καθώς έπρεπε πρώτα να αποκαταστήσει την τάξη και να γίνει απόλυτος κύριος των εδαφών του. Η άφιξη ενός σταυροφορικού στρατεύματος του έδωσε την δυνατότητα να πολιορκήσει τα Κάστρα του Λαστούρ. Ο άρχοντας Πιέρ-Ροζέ ντε Καμπαρέ παρέδωσε τα κάστρα στον Σιμόν, ελευθερώνοντας, ταυτόχρονα, τον Μπουσάρ ντε Μαρλί. Τότε ένας άρχοντας που είχε ήδη δώσει όρκο πίστης στον Μονφόρ, ο Αιμερί ντε Μονρεάλ, ενθαρρυμένος από την αντίδραση του κόμη της Τουλούζης, επαναστάτησε και οχυρώθηκε στο Λαβώρ.
Ο Σιμόν έφτασε μπροστά στα τείχη του φρουρίου, όπου τον συνάντησε στράτευμα πέντε χιλιάδων ανδρών, υπό τις διαταγές του Φουλκ, επισκόπου της Τουλούζης, ο οποίος αντετίθετο στον κόμη. Ο τελευταίος δεν άργησε να εμφανιστεί με τον στρατό του, αλλά αρνήθηκε, ύστερα από συνάντηση, να απωθήσει τους πολιορκητές από το φρούριο. Ένα στράτευμα Γερμανών Σταυροφόρων κατευθυνόμενο προς το Λαβώρ καταστράφηκε στο Μονζέ από τον Ραϊμόν-Ροζέ ντε Φουά και τον Ζιρώ ντε Πεπιέ. Στις 3 Μαΐου 1211, έπειτα από πολιορκία διάρκειας ενάμισι μηνός και εντατικού βομβαρδισμού, ένας υπόνομος πέτυχε να ανοίξει ρήγμα στα τείχη. Η επίθεση που ακολούθησε αμέσως μετά έδωσε την δυνατότητα στον Σιμόν να γίνει κύριος του φρουρίου.
Ο Αιμερί ντε Μονρεάλ και οι ιππότες του απαγχονίστηκαν για καταπάτηση των όρκων πίστης τους. Η αρχόντισσα Γκιρώντ, αδερφή του Αιμερί, λιθοβολήθηκε στο βάθος ενός πηγαδιού, ενώ τριακόσιοι με τετρακόσιους Perfecti κάηκαν ζωντανοί. Ο Σιμόν είχε, πλέον, ολοκληρώσει την κατάληψη των υποκομητειών του και μπορούσε, απερίσπαστος πλέον, να οργανώσει την εκστρατεία του κατά της Κομητείας της Τουλούζης.
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΤΟΥΛΟΥΖΗ
Ο αφορισμός του Ραϊμόνδου της Τουλούζης έδινε την δυνατότητα, σε όποιον το επιθυμούσε, να καταλάβει τα εδάφη του. Ο εξαιρετικά αυστηρός αυτός κανόνας εφαρμόστηκε σε σπανιότατες περιπτώσεις στη διάρκεια της ιστορίας, καθώς ο Πάπας ήλπιζε πάντοτε στην μετάνοια του αφορισμένου. Σε αυτή την περίπτωση όμως, οι Λεγάτοι ήξεραν πως μπορούσαν να στηρίζονται σε έναν αποφασισμένο στρατιωτικό, τον Σιμόν ντε Μονφόρ, και στην διαρκή στήριξη των Σταυροφόρων, ώστε η αποστολή τους να φτάσει στο τέλος της. Ο Σιμόν ξεκίνησε καταλαμβάνοντας το Καστελνωνταρί, ενώ στη συνέχεια κατέκτησε το Αλμπιζουά.
Στις 5 Ιουνίου 1211, δέχτηκε την παραίτηση του Ραϊμόνδου Β' Τρενκαβέλ από τα τιμάρια του πατέρα του. Έπειτα εμφανίστηκε με ένα σταυροφορικό στράτευμα, του οποίου ηγούνταν ο Τιεμπώ Α' ντε Μπαρ, εμπρός στο Μοντωντράν στις 15 Ιουνίου, κατατροπώσε ένα απόσπασμα που επεχείρησε να του φράξει τον δρόμο για την Τουλούζη και την πολιόρκησε. Ο Σιμόν, αντιλαμβανόμενος πως ήταν πολύ καλά προστατευμένη για να την καταλάβει με επίθεση, έλυσε την πολιορκία για να λεηλατήσει την Κομητεία της Φουά. Σκοπός ήταν η αποδυνάμωσή της και ταυτόχρονα η εκδίκηση για την ήττα στο Μονζέ.
Επιστρέφοντας στην Καρκασσόν, έμαθε πως ο Ραϊμόνδος της Τουλούζης είχε ολοκληρώσει την προετοιμασία του στρατού του και, πλέον, ετοιμαζόταν να περάσει στην αντεπίθεση. Ο Σιμόν εγκαταστάθηκε στο Καστελνωνταρί, ώστε να του φράξει τον δρόμο. Παράλληλα, έκανε έκκληση για βοήθεια, αλλά οι περισσότερες πόλεις του Λανγκντόκ καιροσκοπούσαν. Ο Μπουσάρ ντε Μαρλί κατέφθασε με ένα μικρό στράτευμα και μια εφοδιοπομπή. Δέχτηκε την επίθεση του κόμη του Φουά, αλλά οι άνδρες του τελευταίου προτίμησαν να λεηλατήσουν βιαστικά την εφοδιοπομπή παρά να συνεχίσουν την μάχη. Μια έξοδος του Μονφόρ διέλυσε τις δυνάμεις του κόμη του Φουά.
Ο κόμης της Τουλούζης έλυσε την πολιορκία, αλλά ο Σιμόν δεν κατάφερε να χαρεί την επιτυχία του, καθώς ορισμένες πόλεις είχαν, στο μεσοδιάστημα, επαναστατήσει. Για να τον βοηθήσει, ο πάπας καθαίρεσε όσους επισκόπους θεωρούσε πως είχαν οποιαδήποτε σχέση με την αίρεση των Καθαρών, όπως τον Μπερανζέ της Βαρκελώνης, αρχιεπίσκοπο της Ναρμπόν, τον οποίο αντικατέστησε ο Αρνώ-Αμωρί, και τον Μπερνάρ-Ροζέ του Ροκφόρ, επίσκοπο της Καρκασσόν, τον οποίο αντικατέστησε ο Γκι ντε Βω ντε Σερναί. Η μαζική άφιξη σταυροφορικών στρατευμάτων έδωσε την δυνατότητα στον Σιμόν να εισβάλει στο βόρειο τμήμα του Αλμπιζουά την άνοιξη του 1212, και του Αζεναί, στη διάρκεια του καλοκαιριού.
Ασχολήθηκε με την κατάληψη του Μουασάκ, ενώ μετέβη στη συνέχεια στο Παμιέ για να στηρίξει τον αββά του, ο οποίος δεχόταν την επίθεση του κόμη της Φουά. Έπειτα, κατέλαβε το Μυρέ, ολοκληρώνοντας την περικύκλωση της Τουλούζης, ενώ οι σύμμαχοί του κατέλαβαν την Κομμάνζ, εξουδετερώνοντας έτσι τον κόμη της Κομμάνζ. Έχοντας αποδυναμώσει πλέον τον κόμη της Τουλούζης, ο Μονφόρ επωφελήθηκε από μια περίοδο σχετικής ειρήνης για να καλέσει τους υποτελείς του τιμαριούχους στο Παμιέ, όπου εκδόθηκαν τα Καταστατικά του Παμιέ, ένας χάρτης της στρατιωτικής, κοινωνικής και εκκλησιαστικής οργάνωσης των εδαφών του.
Τον ίδιο καιρό, ο Ραϊμόνδος ΣΤ' διαπραγματεύτηκε συμμαχία με τον Πέτρο Β' της Αραγωνίας, ο οποίος είχε αποκτήσει μεγάλη αίγλη ύστερα από την νίκη του κατά των Μουσουλμάνων στην Λας Νάβας ντε Τολόσα, και απευθύνθηκε για την υπόθεσή του στον Πάπα. Ο τελευταίος συγκάλεσε σύνοδο για την εξέταση του θέματος και ο βασιλιάς της Αραγωνίας συνηγόρησε υπέρ των κομήτων της Τουλούζης, της Φουά και της Κομμάνζ. Ο Πάπας αποφάσισε, τότε, τον τερματισμό του πολέμου κατά των αιρετικών (15 Ιανουαρίου 1213). Ο βασιλιάς της Αραγωνίας πήρε, επίσημα, υπό την προστασία του τους τρεις κόμητες και ξεκίνησε τις προετοιμασίες για νέο πόλεμο.
Διέσχισε τα Πυρηναία, ενώνοντας τις δυνάμεις του με αυτές των τριών κομήτων και πολιόρκησε το Μυρέ. Ο Σιμόν κατέφθασε όμως και συνέτριψε τις δυνάμεις των αρχόντων του Λανγκντόκ στις 12 Σεπτεμβρίου 1213. Οι συνέπειες της μάχης του Μυρέ ήταν μεγάλης σημασίας, καθώς το Φουά, η Ναρμπόν και η Κομμάνζ πέρασαν στην κατοχή του Σιμόν του Μονφόρ. Άρχισε μετά να καταλαμβάνει τις προβηγκιανές κτήσεις του κόμη της Τουλούζης. Αλλά ο Ραϊμόνδος διαπραγματευόταν την συμμαχία με την Αγγλία, και ο Σιμόν έπρεπε να φροντίσει για την ειρήνευση των κτήσεών του.
Η ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΙ Η Δ' ΛΑΤΕΡΑΝΗ ΣΥΝΟΔΟΣ (1214 - 1215)
Η Εκκλησία αποφάσισε προσωρινή ειρήνη τον Απρίλιο του 1214, την οποία απεδέχθησαν οι ευγενείς του Λανγκντόκ, μέχρις ότου ένα συμβούλιο αποφασίσει για την τύχη του Ραϊμόνδου της Τουλούζης. Πράγματι, ο Ιωάννης ο Ακτήμων, απασχολημένος με μιαν εκστρατεία του εναντίον της Γαλλίας, αδυνατούσε προς το παρόν να βοηθήσει τους νέους του συμμάχους του Λανγκτόκ. Η ήττα του, όμως, στην Λα Ρος-ω-Μουάν στις 2 Ιουλίου 1214, σε συνδυασμό με αυτή των συμμάχων του στην Μπουβίν στις 27 Ιουλίου έβαλε οριστικό τέλος στις ελπίδες του Ραϊμόνδου ΣΤ'.
Ένα τοπικό συμβούλιο οργανώθηκε στο Μονπελιέ τον Ιανουαρίου του 1215, το οποίο παρέδωσε τον έλεγχο των εδαφών του Ραϊμόνδου της Τουλούζης στον Σιμόν ντε Μονφόρ, αλλά διαπίστωσε μετά ότι δεν είχε τέτοια εξουσία και απευθύνθηκε συνεπώς στον Πάπα. Ο τελευταίος τροποποίησε τις αποφάσεις του συμβουλίου δίνοντας την Μαρκιωνία της Προβηγκίας στον Γουλιέλμο ντε Μπω, το Δουκάτο της Ναρμπόν στον Αρνώ Αμωρί και τα υπόλοιπα εδάφη στον Σιμόν ντε Μονφόρ (4 Φεβρουαρίου 1215).
Λίγο αργότερα, ο διάδοχος του Γαλλικού θρόνου πρίγκιπας Λουδοβίκος πραγματοποίησε ένα ταξίδι στον νότο της Γαλλίας για να επιβεβαιώσει την παρουσία των Καπετιδών στην περιοχή και να βάλει ένα τέλος σε μια πρώτη διαφωνία, μεταξύ του Σιμόν ντε Μονφόρ και του Αρνώ Αμωρί, σχετικά με την κατοχή της Ναρμπόν. Η πόλη της Τουλούζης παραδόθηκε, και ο πρίγκιπας Λουδοβίκος με τον Σιμόν ντε Μονφόρ μπήκαν στην πόλη, αφού πρώτα κατεδάφισαν τις οχυρώσεις της.
Η Δ' Λατερανή Σύνοδος διήρκεσε από τις 11 έως τις 30 Νοεμβρίου του 1215 και εξέτασε συνολικά τα θέματα του Χριστιανισμού, και ιδιαίτερα την κατάσταση στους Αγίους Τόπους, τα σχετικά με την πίστη (και συνεπώς με τις αιρέσεις), καθώς και τις μεταρρυθμίσεις. Η τύχη του Ραϊμόνδου της Τουλούζης εξετάστηκε κατά την τελευταία συνεδρία. Με το πέρας της συνόδου, ο Πάπας αποφάσισε στις 15 Δεκεμβρίου 1215 να δώσει, οριστικά, την μαρκιωνία της Προβηγκίας στον Ραϊμόνδο Ζ' της Τουλούζης, γιο του Ραϊμόνδου ΣΤ', και την κομητεία της Τουλούζης, τις υποκομητείες της Καρκασσόν και του Μπεζιέ και το δουκάτο της Ναρμπόν στον Σιμόν Δ' ντε Μονφόρ.
Ο λεγάτος Αρνώ Αμωρί, αρχιεπίσκοπος της Ναρμπόν, του αρνήθηκε την κατοχή του δουκάτου της Ναρμπόν, με αποτέλεσμα να επέμβει δυναμικά ο Σιμόν, παρά τις απειλές του λεγάτου για αφορισμό. Στη συνέχεια, μετέβη στην Τουλούζη, όπου δέχθηκε την υποταγή των κατοίκων στις 7 Μαρτίου 1216. Έχοντας πια υπό τον έλεγχό του τις νέες κτήσεις του, μετέβη στην Ιλ-ντε-Φρανς, από την οποία απουσίαζε επί επτά χρόνια, για να δηλώσει την υποτέλειά του στον βασιλιά Φίλιππο Αύγουστο ως προς τα νέα του εδάφη (10 Απριλίου1216).
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΛΑΝΓΚΤΟΚ (1216 - 1223)
Ο Ραϊμόνδος ΣΤ', ο οποίος είχε καταφύγει στην Γένοβα και ο γιος του, Ραϊμόνδος Ζ' διέσχισαν την Προβηγκία, συγκεντρώνοντας ένα στρατό από οπαδούς τους στον οποίον θα έρθουν να προστεθούν και οι faydits (Προβηγκοί ιππότες - ευγενείς των οποίων τα εδάφη είχαν κατασχεθεί στη διάρκεια της Σταυροφορίας. Ο Ραϊμόνδος Ζ' αρχικά απαίτησε να του επιστραφεί η Μπωκαίρ. Η φύλαξη της πόλης αυτής είχε, αρχικώς, ανατεθεί από τους Αρχιεπισκόπους της Αρλ στους Κόμητες της Τουλούζης, αλλά ο Αρχιεπίσκοπος την είχε ξαναπάρει το 1214 και δώσει στον Σιμόν ντε Μονφόρ, ο οποίος είχε εγκαταστήσει φρουρά την οποία διοικούσε ο Λαμβέρτος του Λιμού.
Η απόφαση του Πάπα Ιννοκέντιου Γ' της 15ης Δεκεμβρίου 1215 δεν έκανε αναφορά σε αυτή την πόλη, συνεπώς δεν ανέφερε σε ποιανού την κατοχή θα περιερχόταν. Στρατηγικής σημασίας, η Μπωκαίρ φύλαγε την Γαλλική πλευρά του Ροδανού, απέναντι από την Ταρασκόν, μία Αυτοκρατορική πόλη. Ο Ραϊμόνδος Ζ' εισήλθε στην πόλη τον Μάιο του 1216, υπό τις επευφημίες των κατοίκων. Ο Λαμβέρτος του Λιμού επιχείρησε, μάταια, να αντισταθεί στον ερχομό του Ραϊμόνδου, αλλά αναγκάστηκε να υποχωρήσει μπροστά στον όχλο και να κλειστεί στο κάστρο, το οποίο, σύντομα, βρέθηκε να πολιορκείται από τους κατοίκους της πόλης.
Μόλις έμαθε την είδηση, ο Γκι ντε Μονφόρ κατευθύνθηκε προς την Μπωκαίρ, με τον Κόμη Ραϊμόνδο Ζ' να μην επιθυμεί την κατά μέτωπο επίθεση, υποχρεώνοντας τον Γκι να πολιορκήσει την πόλη. Ο Σιμόν έμαθε την είδηση ενώ βρισκόταν, ακόμη, στο Παρίσι. Μετέβη άμεσα στην Μπωκαίρ, όπου αφίχθη στις 6 Ιουνίου. Δύο επιθέσεις απωθήθηκαν στη διάρκεια του Ιουλίου. Μια τρίτη επίθεση επιχειρήθηκε στις 15 Αυγούστου, καταφέρνοντας να καταλάβει μέρος των τειχών, αλλά οι αμυνόμενοι, με την βοήθεια του τοπικού πληθυσμού, κατέβαλαν λυσσαλέα αντίσταση υποχρεώνοντας σε υποχώρηση τον Σιμόν.
Αυτό τον καιρό, η φρουρά του Λαμβέρτου του Λιμού άρχισε να έχει έλλειψη πολεμοφοδίων, υποχρεώνοντας τον Σιμόν να εκκινήσει διαπραγματεύσεις για την λύση της πολιορκίας έναντι της αναίμακτης αποχώρησης της φρουράς του από την πόλη (24 Αυγούστου 1216). Η διάδοση της αποτυχίας αυτής του Σιμόν, οδήγησε στο ξέσπασμα αναταραχών στην περιοχή του Λανγκντόκ. Επέστρεψε με ταχύ βηματισμό στην Τουλούζη, φοβούμενος ενδεχόμενη εξέγερση, η οποία ξέσπασε καθώς πλησίαζε στην πόλη, από την οποία απαίτησε ομήρους. Η πόλη κατελήφθη, αλλά ο Σιμόν απαίτησε πολεμικές αποζημιώσεις, οι οποίες ήταν τόσο υψηλές, ώστε ο ίδιος βρέθηκε να κυβερνά μια πόλη που τον μισούσε και βρισκόταν σε επαναστατικό αναβρασμό.
Εκμεταλλευόμενος την προσωρινή αυτή γαλήνη, ο Σιμόν πάντρεψε τον δεύτερο γιο του, Γκι με την Κόμισσα Πετρονέλα της Μπιγκόρ. Ο γάμος αυτός ενίσχυσε την κυριαρχία του στην περιοχή και άρπαξε την Μπιγκόρ από τους οπαδούς του Κόμη της Τουλούζης. Επενέβη, στην συνέχεια, στην Κομητεία της Φουά, όμως έμαθε ότι ο Ραϊμόνδος Ζ' συσπείρωσε γύρω του αρκετές πόλεις του Λανγκντόκ καθώς και τον Κόμη του Βαλεντινουά, τον οποίον πολέμησε το καλοκαίρι του 1217. Επιστρέφοντας από αυτή την εκστρατεία, ο Μονφόρ έμαθε ότι ο Ραϊμόνδος Ζ' είχε επιστρέψει στην Τουλούζη στις 13 Σεπτεμβρίου 1217, και ότι η πόλη είχε επαναστατήσει και είχε ανοικοδομήσει τα τείχη της.
Ο Γκι, έχοντας ενημερωθεί πρώτος, ξεκίνησε την πολιορκία της πόλης στις 22 Σεπτεμβρίου. Η πολιορκία φαινόταν να διαιωνίζεται και στις 25 Ιουνίου 1218, ο Σιμόν δέχτηκε βλήμα από τους πολιορκημένους, πεθαίνοντας ακαριαία. Ο Αμωρί ΣΤ' του Μονφόρ, διαδέχτηκε, τότε, τον πατέρα του στην ηγεσία των σταυροφορικών στρατευμάτων. Στις 25 Ιουλίου, έλυσε την πολιορκία και υποχώρησε στην Καρκασσόν. Αν και δεν του έλειπαν το θάρρος και η τόλμη, ο Αμωρί δεν είχε τα ίδια ηγετικά χαρίσματα με τον πατέρα του, μη μπορώντας να εμποδίσει την πλειοψηφία των βαρόνων του Λάνγκντόκ να συσπειρωθούν γύρω από τους Κόμητες της Τουλούζης και να ανακαταλάβουν τα φέουδα που κατείχαν οι Σταυροφόροι στην περιοχή.
Εμπρός σε αυτή την γενικότερη κατάσταση εξέγερσης, ο Πάπας Ονώριος Γ' ξεκίνησε να κάνει εκκλήσεις για νέα Σταυροφορία, στις αρχές του 1218. Ο Βασιλιάς Φίλιππος Αύγουστος αποφάσισε να αποστείλει τον γιο του, Λουδοβίκο να επέμβει στο Λανγκντόκ. Ο Φίλιππος έδρασε περισσότερο με στόχο την επιβολή της βασιλικής εξουσίας στο νότο της Γαλλίας, παρά από θρησκευτικό φανατισμό ή υποστήριξη προς τους φίλα προσκείμενους σε αυτόν βαρόνους. Ο Πρίγκιπας Λουδοβίκος μετέβη στο Λανγκντόκ επικεφαλής στρατεύματος και ένωσε τις δυνάμεις του με τον Αμωρί ΣΤ' του Μονφόρ, ο οποίος πολιορκούσε την Μαρμάντ (2 Ιουνίου 1219). Η πόλη κατελήφθη και ο πληθυσμός της σφαγιάστηκε.
Οι Σταυροφόροι κατευθύνθηκαν τότε προς την Τουλούζη, όπου έφτασαν στις 17 Ιουνίου. ύστερα από ενάμιση μήνα ανεπιτυχούς πολιορκίας, η πολιορκία λύθηκε την 1η Αυγούστου, και ο Πρίγκιπας Λουδοβίκος επέστρεψε στον Βορρά. Κατά το υπόλοιπο του έτους, ο Ραϊμόνδος και ο Αμωρί περιδιέβεναν την περιοχή, ο καθένας ψάχνοντας να βρει νέους συμμάχους. Από τον Ιούλιο του 1220 έως τον Φεβρουάριο του 1221, ο Αμωρί πολιόρκησε, ανεπιτυχώς, το Καστενωνταρί. Στις 2 Αυγούστου 1222, ο Ραϊμόνδος Ζ' διαδέχτηκε τον πατέρα του και επιχείρησε την συμμαχία με τον Βασιλιά, ο οποίος του απάντησε πως θα συμφωνούσε μονάχα όταν η Εκκλησία έπραττε παρομοίως.
Ο Ραϊμόνδος ξεκίνησε, τότε, ενέργειες προς αυτή την κατεύθυνση, ενώσω ο Ροζέ-Μπερτράν της Φουά συνέχισε τον ένοπλο αγώνα ανακαταλαμβάνοντας το Φανζώ, το Λιμού, την Πιές (1222), και το Μιρπουά (Ιούνιος 1223).
Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΤΑΡΑΧΗΣ (1230 - 1243)
Το Μοντσεγκούρ δεν ενοχλήθηκε κατά την πρώτη περίοδο της σταυροφορίας. Όμως μετά την Συνθήκη του Παρισιού και τη μονιμοποίηση των Δομινικανών ιεροεξεταστών στο Λανγκεντόκ (ειδικά μετά τον Απρίλιο του 1233), ο ηγέτης των «Καθαρών», επίσκοπος Γκιλαμπέρ ντε Καστρ, ζήτησε το 1232 από τον τοπικό ηγεμόνα Ρεϊμόν ντε Περέϊγ (1190 - 1244) να κατοικήσουν πιστοί της εκκλησίας μέσα στα τείχη (infracastrum), ώστε να χρησιμοποιηθεί το κάστρο ως καταφύγιο και έδρα της Εκκλησίας τους. Οι «Καθαροί» αναζητούσαν ασφαλή καταφύγια όσο έσφιγγε ο Παπικός κλοιός, γι' αυτό το κάστρο ανακαινίσθηκε το 1204 κατόπιν αίτησης δύο perfecti των «Καθαρών», των Ρεϊμόν ντε Μιρπουά του πρεσβύτερου και Ρεϊμόν Μπλασκό.
Η εδαφική έξαρση του Μοντσεγκούρ βρίσκεται κοντά στα Πυρηναία, 80 περίπου χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πόλης Καρκασόν. Οι δασωμένες παρειές της ανέρχονται απότομα στο ύψος των 127 μέτρων και έτσι αποτελεί φυσικά οχυρή θέση. Η αμυντική αξία της τοποθεσίας είχε εκτιμηθεί από την εποχή των Ρωμαίων, όπως απέδειξαν ευρήματα από ανασκαφές που έγιναν στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Οι υπάρχουσες οχυρώσεις ενισχύθηκαν από τους «Καθαρούς» μετά το 1230, ενώ επεκτάθηκε και ο οικισμός που εντοπίζεται στη βορειοανατολική παρειά του λόφου, προκειμένου να φιλοξενήσει περισσότερους φυγάδες.
Όσο ανεκτικοί κι αν συνέχιζαν να είναι προς την αίρεση οι τοπικοί άρχοντες, η Ιερά Εξέταση αποτελούσε μόνιμη απειλή. Εξάλλου η Σύνοδος της Ναρμπόν (1235) προέβλεπε αυστηρές ποινές για όσους ενίσχυαν με οποιονδήποτε τρόπο τους «Καθαρούς», ασχέτως του αν ανήκαν στην αίρεση. Ο χρόνος πίεζε, το ίδιο και οι ιεροεξεταστές. Με βάση συγκεκριμένα διατάγματα προέβησαν σε ωμότητες που έφθασαν μέχρι την εκταφή πτωμάτων και την αποτέφρωσή τους στην «εξαγνιστική» πυρά. Ο διάσημος Δομινικανός ιεροεξεταστής του πρώιμου 14ου αιώνα Μπερνάρντο Γκούι (Bernardo Gui, με άλλη προφορά: Γκυ), αν και έζησε και έδρασε αργότερα, περιγράφει με αποστροφή την αίρεση και τα πιστεύω της στο Εγχειρίδιο του Ιεροεξεταστή το οποίο έχει συγγράψει.
Ήταν ζήτημα χρόνου να φθάσουν και οι δύο πλευρές σε ακρότητες. Οι τελευταίες προκάλεσαν νέα αναταραχή στο Λανγκεντόκ το 1235. Εξαγριωμένοι κάτοικοι έριξαν ιεροεξεταστές σε πηγάδια και ποτάμια και εκδίωξαν τα αιματοβαμμένα όργανα της Ιεράς Εξέτασης από ολόκληρη σχεδόν την περιοχή. Εκτός των άλλων η Ιερά Εξέταση ήταν επιζήμια και για την οικονομική ζωή. Το 1240 εκδηλώθηκε εξέγερση υπό τον Ρεϊμόν - Ροζέ ντε Τρενκαβέλ, η οποία σημείωσε σχετική επιτυχία πριν καταπνιγεί τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου, μετά από ήττα των επαναστατών στην Καρκασόν. Μέχρι τον Νοέμβριο τα βασιλικά στρατεύματα με ηγέτη τον Ζαν ντε Μπωμόν είχαν καταλάβει τα περισσότερα προπύργια των «Καθαρών».
Ο Ραϊμόνδος Ζ' στο μεταξύ βρισκόταν σε δίλημμα. Από τη μία πλευρά έπρεπε να συμμορφωθεί με τη Συμφωνία του Παρισιού, καθώς το 1241 ανανέωσε τις υποσχέσεις του προς τον βασιλιά και τον Πάπα ότι θα εκμηδένιζε την αίρεση, και από την άλλη οι προσβολές και οι ταπεινώσεις που υπέστη κατά τις διαπραγματεύσεις προ της Συμφωνίας στην πόλη Μω (είχε φθάσει ως τη μαστίγωση), αλλά και η συμπάθειά του απέναντι στους «Καθαρούς», τον ωθούσαν να μην υπακούσει. Πάντως το καλοκαίρι του 1241 «εκστράτευσε» εναντίον του Μοντσεγκούρ, το οποίο είχε υποσχεθεί να καταστρέψει. Η πολιορκία δεν διεξήχθη με μεγάλη θέρμη, καθώς και ο στρατός του Ραϊμόνδου Ζ' έτρεφε συμπάθεια προς την αίρεση (μάλιστα μερικά στελέχη του την είχαν ασπασθεί κρυφά).
Δεν είναι λοιπόν παράξενο που η «εκστρατεία» έληξε άδοξα το φθινόπωρο του 1241. Μέχρι την άνοιξη του επόμενου έτους δεν σημειώθηκε κάποια σημαντική εξέλιξη. Όμως τον Μάιο ο Πιέρ - Ροζέ ντε Μιρπουά, γαμπρός του Ρεϊμόν ντε Περέϊγ, ηγεμόνα του Μοντσεγκούρ, και γιος του συνώνυμου προαναφερθέντος perfectus, ενημερώθηκε κρυφά από οπαδό της αίρεσης ότι οι επικεφαλής ιεροεξεταστές της Τουλούζης, Ετιέν ντε Σαίν - Τιμπερύ και Γκιγιώμ Αρνώ, αναμένονταν μαζί με την κουστωδία τους στην πόλη Αβινιονέ στα μισά περίπου του δρόμου που ενώνει τις πόλεις Τουλούζη και Φουά. Ο Μιρπουά, που ήταν υπεύθυνος για την άμυνα του Μοντσεγκούρ, εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία.
Αφού κατέβηκε με μια μικρή ομάδα πιστών ανδρών από το οχυρό, στρατολόγησε μερικούς ακόμη από την περιοχή Γκάια λα Σελβ και υπό την κάλυψη της νύκτας έφθασε στην Αβινιονέ. Εκεί συναντήθηκε κρυφά με έμπιστο άνθρωπο του αξιωματούχου της πόλης ο οποίος τον είχε ενημερώσει για την άφιξη των ιεροεξεταστών. Όταν βεβαιώθηκε ότι οι «στόχοι» αναπαύονταν στο κάστρο της πόλης, έστειλε ένα απόσπασμα με τρεις ιππότες επικεφαλής για να τους εξοντώσουν. Ο ένας από τους ιππότες είχε ήδη καταδικαστεί ερήμην από την Ιερά Εξέταση. Κανένας δεν εμπόδισε την είσοδο των επιδρομέων του Μιρπουά στους χώρους ανάπαυσης των ιεροεξεταστών. Η παγίδα είχε στηθεί καλά και η φρουρά αδιαφόρησε.
Δέκα μοναχοί δολοφονήθηκαν και τα αρχεία τους καταστράφηκαν. Για τους «Καθαρούς» ο κύβος είχε ριφθεί. Εκμεταλλευόμενος την αναταραχή ο Ραϊμόνδος Ζ', ενισχυμένος από τους βασιλείς της Καστίλλης, της Αραγωνίας, της Ναβάρρας και της Αγγλίας, επαναστάτησε εκ νέου. Η εισβολή του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Γ' στη Γαλλία θα βοηθούσε τα σχέδια των επαναστατών, αλλά οι Αγγλοι ηττήθηκαν από τα γαλλικά στρατεύματα στο Σαίντ και στο Ταγμπούργκ τον Ιούλιο του 1242. Υπό αυτές τις συνθήκες η επανάσταση ήταν καταδικασμένη. Ο Ραϊμόνδος Ζ' αναγκάστηκε πάλι να δηλώσει υποταγή στον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο Θ', τον Ιανουάριο του 1243.
Μολονότι ο τελευταίος τον συγχώρησε, η Καθολική Εκκλησία δεν είχε την πρόθεση να άρει τον αφορισμό του, γνωρίζοντας ότι προσποιείτο πως συμμορφωνόταν. Η αίρεση συνέχιζε να προοδεύει και να προκαλεί. Το Μοντσεγκούρ έπρεπε να πέσει.
Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΤΣΕΓΚΟΥΡ - ΤΟ ΤΕΛΟΣ (1243 - 1244)
Το οχυρό Montségur υπήρξε το τελευταίο καταφύγιο των αιρετικών, ιδιαίτερα αυτών που είχαν υψηλές κοινωνικές θέσεις, και σταδιακά έγινε το διοικητικό κέντρο της Εκκλησίας των Καθαρών. Ριγμένο πάνω σε ένα ύψωμα των Πυρηναίων, όπου για να φθάσει κανείς έπρεπε να περάσει ένα μοναδικά δύσκολο μονοπάτι, με μπόλικες προμήθειες, η πόλη φαινόταν σχεδόν απόρθητη. Τα βασιλικά στρατεύματα με αρχηγό τον Hugh d’ Arcis πολιόρκησαν την πόλη από το Μάρτιο 1243 - 1244 και τελικά η πόλη παρεδόθη. Στους ''perfect'' εδόθη η επιλογή είτε να εγκαταλείψουν την πίστη τους και να μετανοήσουν ή ο θάνατος διά πυρός. Διακόσιοι άνδρες και γυναίκες προτίμησαν την πυρά παρά να προδώσουν την πίστη τους.
Η πτώση των Montségur σήμαινε το τέλος σοβαρής στρατιωτικής αντίστασης εκ μέρους των Καθαρών. Η απώλεια της πόλεως σήμαινε το οικοδόμημα της Εκκλησίας των Καθαρών και το Κίνημα ποτέ δεν συνήλθε από το κτύπημα του 1244. Με την αντίσταση σοβαρά ελαττωμένη η βασιλική οικογένεια της Γαλλίας ισχυροποίησε την θέση της στη Νότια Γαλλία και τα στρατεύματα έκαμαν μια θριαμβευτική είσοδο στην πόλη Toulouse το 1251. Ο Raymond VII, ο γιος του Raymond VI, στο τέλος αναγκάζεται να ενωθεί με τους ιεροεξεταστές. Το 1249, αναφέρεται από χρονογράφους της εποχής, έκαψε 80 καθαρούς στην πόλη Agen. Ταυτόχρονα η πίεση της Ιεράς Εξετάσεως πάνω στον πληθυσμό της Νοτίου Γαλλίας εντείνεται με την καθημερινή σύλληψη και καταδίκη υπόπτων αιρετικών.
Μέχρι το 1250 ο Rainer Sacconi ιεροεξεταστής υπολόγισε πως δεν είχαν παραμείνει στη Νότια Γαλλία παρά μόνον 200 ηγέτες των Καθαρών. Αυτό σήμαινε ότι η αίρεση των Καθαρών είχε δεχτεί οριστικό πλήγμα από τους πολέμους, τα βασανιστήρια, τις φυλακίσεις και το κάψιμο στην πυρά, και δεν αποτελούσε πλέον σοβαρό κίνδυνο τόσο για την Εκκλησία της Ρώμης όσο και για τον βασιλέα της Γαλλίας. Τελικά και η Κυβέρνηση των Παρισίων βγήκε κερδισμένη από το έργο της Ιεράς Εξετάσεως καθ’ ότι αποκτούσε δικαιώματα στις περιουσίες των καταδικασμένων Καθαρών και μπορούσε τώρα να αποσύρει τα στρατεύματα από το Νότο. Το έργο των ιεροεξεταστών συνεχίστηκε, βελτιώνοντας τις μεθόδους εξαναγκασμού για εξασφάλιση παραδοχής, χρησιμοποιώντας ευρέως τα βασανιστήρια.
Μέχρι το τέλος του αιώνα οι φυλακές ήταν γεμάτες από αιρετικούς. Ό,τι είχε απομείνει από την πίστη των Καθαρών χάθηκε με την κοινή γνώμη τώρα να στρέφεται εναντίον τους. Από την περίοδο 1243 μέχρι το 1244 η πυρά της Ιεράς Εξετάσεως έκαιε ακατάπαυστα και μαζί τους χάθηκαν και οι σπουδαιότεροι ευγενείς. Οι εναπομείναντες Καθαροί κατέφυγαν στις πεδιάδες των Πυρηναίων και στη Λομβαρδία. Σε μια νύχτα στις 4 του Μάρτη μερικοί από τους αρχηγούς (perfect) κατάφεραν να διαφύγουν με τα κειμήλια της πίστεως για να τα μεταφέρουν στα ψηλά βουνά των Πυρηναίων. Τελικά τα στρατεύματα κατέκαψαν το οχυρό, 200 υπερασπιστές κάηκαν επί τόπου και άλλοι τόσοι συνελήφθησαν αιχμάλωτοι.
Με την πτώση του τελευταίου οχυρού των Καθαρών αυτοί έκτοτε δεν συνήλθαν. Η Ιερά Εξέταση είχε πια ελεύθερο χέρι να αποτελειώσει οριστικά διά πυρός και σιδήρου ό,τι απόμεινε από τον πληθυσμό των Καθαρών και των υποστηρικτών τους. Το ρόλο αυτό τον ανάθεσε στους πράκτορες της Ιεράς Εξετάσεως, παρέχοντάς τους ελεύθερο χέρι με τον τρόπο που θα δρούσαν επιτρέποντάς τους, ανάμεσα στ’ άλλα, χρησιμοποίησης ψυχικής και σωματικής βίας, βασανιστηρίων για την εκμαίευση παραδοχών, τη μακρά φυλάκιση άνευ δίκης, την κατάσχεση των περιουσιών όχι μόνο των αιρετικών μα και των ευγενών υποστηρικτών τους και τελικά την επιβολή της θανατικής ποινής.
Επιβλήθηκε η συστηματική κατάσχεση περιουσιών όχι μόνον των καταδικασθέντων μα και των αρχόντων που υποστήριζαν την αίρεση. Αποφασίστηκε όπως όλοι οι άντρες άνω των 14 και όλες οι γυναίκες άνω των 12 όφειλαν να αποκηρύξουν ενόρκως την αίρεση. Μοναχοί περιόδευαν στις επισκοπές, απειλούσαν και προειδοποιούσαν για τον κίνδυνο της αίρεσης. Μεταξύ του Μαΐου 1445 και Αυγούστου 1446 διενεργήθηκε η πιο συστηματική έρευνα -καταγραφή των πεποιθήσεων του πληθυσμού- που πραγματοποιήθηκε ποτέ κατά το Μεσαίωνα και είναι στην περίοδο αυτή που οργάνωσε «επιστημονικά» τον τρόπο διώξεως των αιρετικών.
Οι ιεροεξεταστές κλήτευσαν διαδοχικά όλους ανεξαιρέτως τους κατοίκους που επεκτεινόταν από την Toulouse έως την Καρκασσόν. Όλοι οι άντρες άνω των 14 και οι γυναίκες άνω των 12 υποβάλλονταν υποχρεωτικά σε ανάκριση. Μια από τις μεθόδους της Ιεράς Εξετάσεως ήταν οι συστηματικές αναβολές. Τρία, πέντε κι ακόμα δέκα έτη ήταν συνηθισμένο φαινόμενο μεταξύ της πρώτης ακρόασης του ανακρινομένου και της τελικής καταδίκης του. Στόχος τους ήταν να αποκομίσουν μια ολοκληρωμένη και συνολική εικόνα της αίρεσης. Οι έρευνες με ορμητήριο την Toulouse έπληξαν καίρια και μόνιμα το χώρο των αιρετικών. Οι Καθαροί εκδιωκόμενοι από παντού κατέφευγαν στην Ιταλία και στα πιο απόμακρα μέρη των Πυρηναίων.
Η τελική κατατρόπωση της αίρεσης των Καθαρών το πρώτο τρίτο του 14ου και 15ου αιώνα θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της Ιεράς Εξετάσεως. Η χρήση βίας από μόνη της δεν στάθηκε ικανή για κατανίκηση των Καθαρών, γιατί μαζί με την βία κατά των Καθαρών η Καθολική Εκκλησία εισήγαγε μεταρρυθμίσεις στους κόλπους της ενώ οι Καθαροί έχασαν ταυτόχρονα την σιωπηλή υποστήριξη και προστασία των ηγετών των μεγάλων αστικών κέντρων. Η ίδια η αίρεση που στηριζόταν στην απόλυτη καθαρότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, μπροστά στις διώξεις και τα μαρτύρια βρισκόταν έξω από την πραγματικότητα για την πλειονότητα των ανθρώπων.
Οι κήρυκες των επαιτικών ταγμάτων βρήκαν μεγάλη απήχηση στις πόλεις με αποτέλεσμα να κινητοποιηθούν οι λαϊκοί για την προώθηση των συμφερόντων του καθολικισμού, με αποτέλεσμα ν’ αποτελούν εθνοφρουρούς και έλεγχο της περιοχής τους από την παρουσία αιρετικών. Οι ανακριτές με τον καιρό είχαν αποκτήσει μεγάλη πείρα με τον τρόπο διεξαγωγής των ανακρίσεων, ανιχνεύοντας τα αδύνατα σημεία του ανακρινόμενου για να εκμαιεύσει παραδοχές. Μεγάλος νικητής της διαμάχης αυτής βγήκε τελικά ο βασιλιάς της Γαλλίας, που επέβαλε ουσιαστικά την εξουσία του στο Νότο, εισάγοντας φεουδαρχικούς τρόπους διακυβέρνησης καταργώντας την αυτοδιοίκηση των πόλεων.
Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥ ΟΧΥΡΟΥ ΤΩΝ ''ΚΑΘΑΡΩΝ''
Η συνεδρίαση που έγινε στην πόλη Μπεζιέρ, στις αρχές της άνοιξης του 1243, βρήκε τους στρατιωτικούς και τους κληρικούς σύμφωνους: όσο υπήρχε το Μοντσεγκούρ, η αίρεση θα επιζούσε. Μόνο με μια αποφασιστική στρατιωτική επιχείρηση θα ετίθετο ένα τέρμα. Η επιχείρηση αυτή άρχισε έναν χρόνο μετά τη δολοφονία των ιεροεξεταστών στην Αβινιονέ. Επικεφαλής τέθηκαν ο Υγκ ντεζ Αρκί, σενεσάλης της Καρκασόν, και ο Πιέρ Αμιέλ, αρχιεπίσκοπος της Ναρμπόν. Η αρχική δύναμη περιελάμβανε 1.500 άνδρες από τη Γασκώνη, την Ακουιτανία και το Λανγκεντόκ. Οι τελευταίοι, βέβαια, δεν συμμετείχαν με μεγάλη προθυμία. Ο συνολικός αριθμός των ανδρών που συμμετείχαν στην εκστρατεία αποκλεισμού και πολιορκίας του Μοντσεγκούρ πλησίαζε τις 10.000.
Αρχηγός των υπερασπιστών του Μοντσεγκούρ ήταν ο νεαρός Πιέρ - Ροζέ ντε Μιρπουά. Μπορούσε να υπολογίζει στην παρουσία 11-18 ιπποτών και 150 περίπου άλλων ενόπλων, μερικοί από τους οποίους ήταν μισθοφόροι. Υπήρχαν ακόμη 250-300 άμαχοι. Περισσότερο απ' όλα οι υπερασπιστές μπορούσαν να υπολογίζουν στην αμυντική αξία των απόκρημνων παρειών του λόφου και στις οχυρώσεις. Οι οικισμοί βρίσκονταν στην ανατολική και στη δυτική πλευρά της δασωμένης κορυφογραμμής. Το νότιο άκρο, που ήταν και το υψηλότερο, αποτελούσε το κέντρο των οχυρώσεων, με την ακρόπολη η οποία υπεράσπιζε και τον αρχικό οικισμό.
Η πρόσβαση από τον νότο ήταν πρακτικά αδύνατη λόγω του σχεδόν κάθετου βράχου, ενώ ο πρόσφατος βορειοανατολικός οικισμός προστατευόταν από οχυρό πύργο (barbican), που ονομαζόταν Ροκ ντε λα Τούρ (Roc de la Tour - πύργος του βράχου). Η πρόσβαση από αυτή την πλευρά ήταν ευκολότερη και αποτελούσε το "κλειδί" για να προσεγγίσει κάποιος το ανηφορικό μονοπάτι που οδηγούσε στην ακρόπολη. Οχυρωματικά έργα περιέτρεχαν την κορυφογραμμή και εξασφάλιζαν την επικοινωνία του οχυρού πύργου με την ακρόπολη. Ο λόφος είναι γεμάτος σπηλιές και τότε υπήρχαν αρκετά μονοπάτια που οδηγούσαν στην πεδιάδα, πολλά από αυτά μάλιστα ήταν άγνωστα στους πολιορκητές.
Οι πολιορκημένοι τα χρησιμοποιούσαν για να ανεφοδιαστούν κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, υπό τα συχνά αδιάφορα βλέμματα κάποιων φρουρών (προφανώς ντόπιων, που έτρεφαν συμπάθεια για τους «Καθαρούς»). Η ύπαρξη στερνών εξασφάλιζε αυτάρκεια σε νερό. Υπό αυτές τις συνθήκες η πολιορκία αποτύγχανε μέχρι τα τέλη του 1243. Τότε ο Υγκ ντεζ Αρκί επικέντρωσε την προσοχή του στην κατάληψη του Ροκ ντε λα Τούρ, καθώς δεν υπήρχε πιο προσιτό πέρασμα προς τον στόχο. Οι πολιορκούμενοι όμως το γνώριζαν και «υποδέχονταν» ανάλογα τους τολμηρούς οι οποίοι προσπαθούσαν να καταλάβουν τον πύργο.
Η άμυνά τους ήταν αποτελεσματική μέχρι τις αρχές του 1244. Στις αρχές του νέου χρόνου σκληραγωγημένοι Γασκώνοι κατάφεραν με μια παράτολμη νυκτερινή ανάβαση να καταλάβουν το Ροκ ντε λα Τούρ. Ο χρόνος κυλούσε πια σε βάρος των πολιορκημένων. Οι επιτιθέμενοι, λειτουργώντας υπομονετικά και μεθοδικά, προώθησαν τις θέσεις τους προς την ακρόπολη και εγκατέστησαν μια πολιορκητική μηχανή με περιστρεφόμενο βραχίονα εκτόξευσης βλημάτων (τρεμπουσέ, trebuchet). Χρησιμοποιώντας λίθινα βλήματα που κατασκεύαζαν επί τόπου (πολλά βρίσκονται ακόμη εκεί) κτυπούσαν εντατικά την ακρόπολη.
Αν και οι αμυνόμενοι πραγματοποίησαν τολμηρές εξόδους για να απωθήσουν τον εχθρό, εκείνος ενίσχυε τις θέσεις του με νέα στρατεύματα και βελτίωνε τα οχυρωματικά του έργα. Οι άμαχοι είχαν καταφύγει στη νοτιοδυτική πλευρά, καθώς οι πολιορκητές κατελάμβαναν τη μία μετά την άλλη τις οχυρώσεις. Μόνο μια εξωτερική βοήθεια θα μπορούσε να σώσει πια το Μοντσεγκούρ. Ομως τα πρώτα σημάδια της άνοιξης, τον Μάρτιο του 1243, δεν έφεραν μαζί τους την ελπίδα. Ο Ραϊμόνδος δεν κινήθηκε αυτή τη φορά. Ο Πιέρ - Ροζέ ντε Μιρπουά ζήτησε 15ήμερη ανακωχή την 1η Μαρτίου με την προοπτική να παραδώσει την ακρόπολη.
Οι όροι της παράδοσης ήταν ευνοϊκοί: όσοι αποκήρυσσαν την αίρεση εμπρός από την Ιερά Εξέταση θα μπορούσαν να αποχωρήσουν ανενόχλητοι. Αρκετοί υπάκουσαν, αλλά 200 - 225 (στις πηγές ο αριθμός ποικίλλει) έμειναν σταθεροί στην πίστη τους. Ανάμεσά τους ήταν και 26 άνθρωποι που είχαν ασπασθεί την αίρεση -μέσω της τελετής του consolamentum- στις 13 Μαρτίου, λίγες μέρες πριν παραδοθούν. Δύο ή τέσσερις «Καθαροί» κατόρθωσαν να αποδράσουν εκείνες τις δύσκολες ώρες, άγνωστο πότε ακριβώς. Την Τετάρτη, 16 Μαρτίου 1244, όσοι είχαν απομείνει κατηφόρισαν τον λόφο και παραδόθηκαν.
Με συνοπτικές διαδικασίες οι οπαδοί της αίρεσης δέθηκαν σε στύλους για να καούν σε μια τεράστια πυρά, που είχε προετοιμαστεί υπό τις οδηγίες της Ιεράς Εξέτασης στις νότιες παρυφές του λόφου. Η τραγική πορεία του Μοντσεγκούρ είχε τελειώσει. Η ιστορική έρευνα έχει παραδώσει 63 ονόματα «Καθαρών» που κάηκαν σε εκείνη την πυρά.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η αίρεση των «Καθαρών» δεν εξοντώθηκε ολοκληρωτικά στο Μοντσεγκούρ. Στο Αγκεν το έτος 1249 εκτελέστηκαν με τον ίδιο τρόπο και άλλοι οπαδοί της, με τη συνδρομή του Ραϊμόνδου Ζ', ο οποίος προσπαθούσε να κερδίσει πάλι την εμπιστοσύνη της Εκκλησίας και του Γάλλου βασιλιά. Το τελευταίο προπύργιο των «Καθαρών» στο Κιριμπού, νότια της Καρκασόν και ανατολικά του Μοντσεγκούρ, υποτάχθηκε τον Αύγουστο του 1255, τερματίζοντας μια αιματηρή περιπέτεια που διήρκεσε μισό περίπου αιώνα. H αίρεση πραγματοποίησε μια παροδική και αποτυχημένη επανεμφάνιση στο Λανγκεντόκ το πρώτο τέταρτο του 14ου αιώνα.
Έκτοτε η Ιστορία της σχετίσθηκε με την έρευνα για το Ιερό Δισκοπότηρο (από όπου προήλθε και η ονομασία Μονσαλβά, δηλαδή Όρος της Σωτηρίας, για το Μοντσεγκούρ), με αποκρυφιστικές θεωρίες, ακόμη και με ευρήματα τα οποία σχετίζονται με τη ζωή του Ιησού Χριστού. Από τις αρχές του 20ού αιώνα ο μύθος περί του θησαυρού των «Καθαρών», που υποτίθεται ότι πήρε μαζί της η μικρή ομάδα οπαδών η οποία διέφυγε τον Μάρτιο του 1244 από το Μοντσεγκούρ, έφερε τον χώρο πάλι στο προσκήνιο. Κυνηγοί θησαυρών, εθνικοσοσιαλιστές αποκρυφιστές της οργάνωσης Ανενέρμπε (Ahnenerbe), εραστές των μεσαιωνικών μύθων, ερευνητές ή απλώς περίεργοι ενδιαφέρθηκαν για το Μοντσεγκούρ.
Οι ανασκαφές που διεξήχθησαν στον λόφο από το 1947 και ειδικά κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, έφεραν στην επιφάνεια ελάχιστα ίχνη από τα κτίσματα που χρονολογούνται από την εποχή της πολιορκίας. Επρόκειτο για υπολείμματα κατοικιών στην περιοχή του βορειοανατολικού οικισμού, κοντά στην ακρόπολη, που έχουν αποκατασταθεί. Το αρχαιότερο τμήμα της σημερινής ακρόπολης ανήκει στις οχυρώσεις τις οποίες κατασκεύασε το 1245 ο νέος ηγέτης του Μοντσεγκούρ, Γκυ ντε Λεβί. Πολλά έχουν γραφεί και γράφονται για τους "Καθαρούς" και το Μοντσεγκούρ, θετικά ή αρνητικά. Η Ιστορία τους προκαλεί ακόμη ενδιαφέρον και αυτό επιβεβαιώνεται από τον μεγάλο αριθμό επισκεπτών της ακρόπολης.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ - ΧΑΡΤΕΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου