Κυκλοφορούν δύο διδαχές για το πώς να αντιμετωπίζουμε τούτη τη ζωή στον κόσμο και τις ακούμε συχνά.
Η πρώτη προτείνει πως η εγκόσμια ζωή είναι πάντοτε μαρτύριο. Μια δοκιμασία με τα κρεσέντο της. Σταύρωση που επιμένει μέχρι την Ανάσταση. Η δεύτερη ισχυρίζεται πως υπάρχει Παράδεισος αλλά μονάχα για όσους ξεκινούν τον Παράδεισό τους από εδώ. Τον Παράδεισο τον οικοδομούν η αγάπη, η καλοσύνη, η ωραιότητα, η αλήθεια, η πίστη, η ταπείνωση, η καθαρότητα, όλα εκείνα δηλαδή τα στοιχεία που κι εδώ, στη γη τούτη, στην κάθε μέρα μας, στα πιο μικρά μας, κάνουν και τη ζωή μας παραδεισένια. Κι όταν αυτά καταντούν πότε πότε δύσκολα, ποτέ δεν παύει η επιδίωξή τους να είναι συναρπαστική.
Για άλλη μια φορά, το νόημα είναι εκείνο που κάνει τη διαφορά. Τα πάντα είναι ουδέτερα, η σημασία τους εξαρτάται από το νόημα που εμείς θα τους δώσουμε. Γιατί το ωραίο νόημα είναι το μόνο που γεμίζει τις άδειες καρδιές και τα άδεια κουτιά της εορτής.
Μια μεγάλη καρδιά γεμίζει με ελάχιστα, γράφει στις φωνές του ο Αντόνιο Πόρτσια, ο σοφός – ποιητής από την Καλαβρία. Όμως τα «ελάχιστα» τούτα είναι μονάχα τα ουσιαστικά, τα θεϊκά δηλαδή. Αν δε διψούσε γι’ αυτά και μόνο γι’ αυτά μια καρδιά, δε θα ήταν μεγάλη καρδιά.
«Και ποια είναι τούτα τα ελάχιστα;» θα ρωτήσει με ζωτικό ενδιαφέρον κάποιος. «Ποια είναι εκείνα που θα εξασφαλίσουν στην ταλαίπωρη καρδιά πληρότητα, ειρήνη, ισορροπία, ευδαιμονία και όσα εντέλει γυρεύει ο άνθρωπος;»
Ο Σωκράτης, βαδίζοντας ανάμεσα στους πωλητές και στα απλωμένα εμπορεύματα, έλεγε γελαστά στους δικούς του: «Είμαι ο πιο πλούσιος από όλους σας, περπατώ στην αγορά και δεν έχω ανάγκη τίποτα να ψωνίσω!»
Με τέτοια ελευθερία από τα μάταια άγχη, τους ψυχαναγκαστικούς στόχους, πώς να μην αισθάνεται θαυμάσια κάποιος! Πώς να μην αγαπάει τη ζωή, τον εαυτό του και, ως εκ τούτου, τους πάντες! Αφού είναι πλάσμα τόσο χορτάτο, και είναι χορτάτο διότι είναι ευγνώμον, πλήρες, αφού ξέρει να κοιτά, να ακούει και να καταβαίνει.
Όσοι το παρατηρούμε με όλο και μεγαλύτερη ενάργεια, σύντομα αναγκαζόμαστε να το αποδεχθούμε: Οι ασθένειες της ψυχής προέρχονται ή επιδεινώνονται από την έλλειψη ουσιώδους νοήματος στη ζωή του ασθενούς μας.
Γιατί η ψυχή μας είναι πιο απαιτητική και απόλυτη από όσο τείνουμε – για τη βολή μας, τα συμφέροντα και τις μάταιες εκλογικεύσεις – να πιστεύουμε. Όλα του κόσμου κι αν τα κερδίσεις, εκείνη δε βολεύεται. Αναστατωμένη θα αγχώνεται, θα γεννά αλλοπρόσαλλους θυμούς, θα βλέπει δυσνόητους εφιάλτες, θα αγωνιά χωρίς φανερή αιτία, θα ξαγρυπνά από δυσφορίες αόριστες ή μεταβιβασμένες σε φαντασιωτικά προβλήματα, που θα μεγεθύνονται, μήπως παρηγορήσουν δικαιολογώντας την αγωνία της.
Η ψυχή είναι ακατάβλητη και πείσμων, και, ως απύθμενα σημαντική, αρνιέται να επιβιώνει στριμωγμένη στα ασήμαντα που της προσφέρονται ως βίος. Τιμωρεί με οδύνες όσους δε σκύβουμε να ακούσουμε εκείνα που ψιθυρίζει αυτή, η ακαταπόνητη, η ασυμβίβαστη αύρα μέσα μας.
Η πρώτη προτείνει πως η εγκόσμια ζωή είναι πάντοτε μαρτύριο. Μια δοκιμασία με τα κρεσέντο της. Σταύρωση που επιμένει μέχρι την Ανάσταση. Η δεύτερη ισχυρίζεται πως υπάρχει Παράδεισος αλλά μονάχα για όσους ξεκινούν τον Παράδεισό τους από εδώ. Τον Παράδεισο τον οικοδομούν η αγάπη, η καλοσύνη, η ωραιότητα, η αλήθεια, η πίστη, η ταπείνωση, η καθαρότητα, όλα εκείνα δηλαδή τα στοιχεία που κι εδώ, στη γη τούτη, στην κάθε μέρα μας, στα πιο μικρά μας, κάνουν και τη ζωή μας παραδεισένια. Κι όταν αυτά καταντούν πότε πότε δύσκολα, ποτέ δεν παύει η επιδίωξή τους να είναι συναρπαστική.
Για άλλη μια φορά, το νόημα είναι εκείνο που κάνει τη διαφορά. Τα πάντα είναι ουδέτερα, η σημασία τους εξαρτάται από το νόημα που εμείς θα τους δώσουμε. Γιατί το ωραίο νόημα είναι το μόνο που γεμίζει τις άδειες καρδιές και τα άδεια κουτιά της εορτής.
Μια μεγάλη καρδιά γεμίζει με ελάχιστα, γράφει στις φωνές του ο Αντόνιο Πόρτσια, ο σοφός – ποιητής από την Καλαβρία. Όμως τα «ελάχιστα» τούτα είναι μονάχα τα ουσιαστικά, τα θεϊκά δηλαδή. Αν δε διψούσε γι’ αυτά και μόνο γι’ αυτά μια καρδιά, δε θα ήταν μεγάλη καρδιά.
«Και ποια είναι τούτα τα ελάχιστα;» θα ρωτήσει με ζωτικό ενδιαφέρον κάποιος. «Ποια είναι εκείνα που θα εξασφαλίσουν στην ταλαίπωρη καρδιά πληρότητα, ειρήνη, ισορροπία, ευδαιμονία και όσα εντέλει γυρεύει ο άνθρωπος;»
Ο Σωκράτης, βαδίζοντας ανάμεσα στους πωλητές και στα απλωμένα εμπορεύματα, έλεγε γελαστά στους δικούς του: «Είμαι ο πιο πλούσιος από όλους σας, περπατώ στην αγορά και δεν έχω ανάγκη τίποτα να ψωνίσω!»
Με τέτοια ελευθερία από τα μάταια άγχη, τους ψυχαναγκαστικούς στόχους, πώς να μην αισθάνεται θαυμάσια κάποιος! Πώς να μην αγαπάει τη ζωή, τον εαυτό του και, ως εκ τούτου, τους πάντες! Αφού είναι πλάσμα τόσο χορτάτο, και είναι χορτάτο διότι είναι ευγνώμον, πλήρες, αφού ξέρει να κοιτά, να ακούει και να καταβαίνει.
Όσοι το παρατηρούμε με όλο και μεγαλύτερη ενάργεια, σύντομα αναγκαζόμαστε να το αποδεχθούμε: Οι ασθένειες της ψυχής προέρχονται ή επιδεινώνονται από την έλλειψη ουσιώδους νοήματος στη ζωή του ασθενούς μας.
Γιατί η ψυχή μας είναι πιο απαιτητική και απόλυτη από όσο τείνουμε – για τη βολή μας, τα συμφέροντα και τις μάταιες εκλογικεύσεις – να πιστεύουμε. Όλα του κόσμου κι αν τα κερδίσεις, εκείνη δε βολεύεται. Αναστατωμένη θα αγχώνεται, θα γεννά αλλοπρόσαλλους θυμούς, θα βλέπει δυσνόητους εφιάλτες, θα αγωνιά χωρίς φανερή αιτία, θα ξαγρυπνά από δυσφορίες αόριστες ή μεταβιβασμένες σε φαντασιωτικά προβλήματα, που θα μεγεθύνονται, μήπως παρηγορήσουν δικαιολογώντας την αγωνία της.
Η ψυχή είναι ακατάβλητη και πείσμων, και, ως απύθμενα σημαντική, αρνιέται να επιβιώνει στριμωγμένη στα ασήμαντα που της προσφέρονται ως βίος. Τιμωρεί με οδύνες όσους δε σκύβουμε να ακούσουμε εκείνα που ψιθυρίζει αυτή, η ακαταπόνητη, η ασυμβίβαστη αύρα μέσα μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου