Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

Η ΜΕΓΑΛΗ ΓΑΛΛΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1789 (ΜΕΡΟΣ Β')

Η ΕΚΡΗΞΗ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ 

ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Οι Πόλεμοι της Γαλλικής Επανάστασης ήταν μία σειρά μεγάλων συγκρούσεων, που διήρκεσαν από το 1792 έως το 1802, ανάμεσα στην επαναστατημένη Γαλλία και στους συνασπισμούς κρατών που σχηματίστηκαν εναντίον της. Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο στρατός των Γάλλων επαναστατών εισήλθε σε περιοχές των Κάτω Χωρών, της Ιταλίας και της κοιλάδας του Ρήνου, πετυχαίνοντας νίκες εναντίον των αντιπάλων του. Κατά την διάρκεια των πολέμων αυτών αναπτύχθηκαν στρατιωτικές καινοτομίες που χαρακτήρισαν και τους μετέπειτα Ναπολεόντιους πολέμους...
 
Η Γαλλική Επανάσταση κατά τη διάρκειά τους εδραιώθηκε όμως το τίμημα ήταν ο τεράστιος αριθμός θυμάτων απ’ όλες τις πλευρές. Οι πόλεμοι της Γαλλικής επανάστασης συνήθως διαιρούνται στον πόλεμο του Πρώτου Συνασπισμού και στον πόλεμο του Δεύτερου Συνασπισμού. Ο πρώτος διεξήχθη στο διάστημα 1792 - 1797 και ο δεύτερος στο διάστημα 1798 - 1801 αν και η Γαλλία βρισκόταν συνεχώς σε πόλεμο με την Μεγάλη Βρετανία από το 1793 έως το 1802. Οι εχθροπραξίες τερματίστηκαν με τη Συνθήκη της Αμιένης το 1802.

ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ 

Ο Πόλεμος του Πρώτου Συνασπισμού (1792 – 1797) ήταν η πρώτη μεγάλης κλίμακας απόπειρα των σημαντικότερων μοναρχιών της Ευρώπης να περιορίσουν την επαναστατική Γαλλία και τη διάδοση των νέων ιδεών που αυτή πρέσβευε. Η Γαλλία κήρυξε τον πόλεμο στην Αυστριακή Αυτοκρατορία στις 20 Απριλίου 1792, ενώ λίγες βδομάδες αργότερα, το Βασίλειο της Πρωσίας συμμάχησε με τους Αυστριακούς. Οι δυνάμεις αυτές ξεκίνησαν μια σειρά εισβολών στη Γαλλία από ξηράς και θαλάσσης, από τις Αυστριακές Κάτω Χώρες και το Ρήνο και με τη Μεγάλη Βρετανία να υποστηρίζει εξεγέρσεις στην επαρχία της Γαλλίας και να πολιορκεί την Τουλόν.

Η Γαλλία δοκίμασε ατυχίες (μάχη του Νεερβίντεν, 18 Μαρτίου 1793) και εσωτερικές διαμάχες (εξέγερση στη Βανδέα), απαντώντας με ακραία μέτρα: σχηματίστηκε η Επιτροπή Εθνικής Σωτηρίας (6 Απριλίου 1793) και έγινε μαζική στρατολόγηση (Αύγουστος 1793) όλων των ικανών προς στρατιωτική υπηρεσία αντρών μεταξύ 18 και 25 ετών. Οι νέες Γαλλικές δυνάμεις αντεπιτέθηκαν, απέκρουσαν τους εισβολείς και προχώρησαν έξω από τη Γαλλία. Ίδρυσαν τη Βαταβική Δημοκρατία ως "δορυφορικό" κράτος (Μάιος 1795) και προσάρτησαν την Πρωσική Ρηνανία με την πρώτη Συνθήκη της Βασιλείας.

Με τη Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο, η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία παραχώρησε τις Αυστριακές Κάτω Χώρες στη Γαλλία και η βόρειος Ιταλία χωρίστηκε σε φιλικές προς τη Γαλλία Δημοκρατίες. Η Ισπανία έκανε ξεχωριστή ειρήνη με τη Γαλλία (δεύτερη Συνθήκη της Βασιλείας) και το Διευθυντήριο της Γαλλίας εκπόνησε το 1795 σχέδια για κατάκτηση περισσότερων εδαφών στη Γερμανία και τη βόρεια Ιταλία.

Βόρεια των Άλπεων, ο Αρχιδούκας Κάρολος της Αυστρίας αποκατέστησε τα πράγματα στα 1796, αλλά ο Ναπολέων επικράτησε εναντίον της Αυστρίας και της συμμάχου της του Βασιλείου της Σαρδηνίας στη βόρεια Ιταλία (1796 – 1797) κοντά στην κοιλάδα του Πο, οδηγώντας στη Συνθήκη Ειρήνης του Λεόμπεν και τη Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο (Οκτώβριος 1797). Συνακόλουθα, επήλθε η κατάρρευση του Πρώτου Συνασπισμού, με τη Μεγάλη Βρετανία να μάχεται πλέον μόνη ενάντια στους Γάλλους.

Στα 1791, οι άλλες μοναρχίες της Ευρώπης παρακολουθούσαν με αυξημένη προσοχή τις εξελίξεις στη Γαλλία και αναλογίζοντο εάν έπρεπε να αναμειχθούν, είτε προς υποστήριξη του Γάλλου έκπτωτου βασιλιά Λουδοβίκου ΙΣΤ', είτε για να εκμεταλλευτούν το χάος που προκάλεσε η επανάσταση. Η κεντρική φιγούρα ήταν ο Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Λεοπόλδος Β', αδελφός της έκπτωτης βασίλισσας της Γαλλίας Μαρίας Αντουανέτας, ο οποίος αρχικώς αντιμετώπισε την Επανάσταση στωικά, αλλά βαθμιαία έγινε όλο και πιο εχθρικός απέναντί της, εξαιτίας της κλιμακούμενης ριζοσπαστικοποίησής της προϊόντος του χρόνου.

Παρόλα αυτά, ο Αυστριακός ηγεμόνας ήλπιζε ακόμα ν' αποφύγει τον πόλεμο. Στις 27 Αυγούστου, ο Λεοπόλδος και ο βασιλιάς της Πρωσίας, Φρειδερίκος Γουλιέλμος Β', σε συνεννόηση με Εμιγκρέδες Γάλλους ευγενείς, εξέδωσαν τη Διακήρυξη του Πίλνιτς, η οποία διακήρυσσε το ενδιαφέρον των μοναρχών της Ευρώπης για την τύχη του Λουδοβίκου ΙΣΤ' και της οικογένειάς του, απειλώντας παράλληλα με ασαφείς αλλά αυστηρές συνέπειες σε περίπτωση που τους συνέβαινε οτιδήποτε. Αν και ο Λεοπόλδος με τη Διακήρυξη του Πίλνιτς ήλπιζε να μην κάνει τίποτα για τη Γαλλία προς το παρόν, εμφανιζόμενος παράλληλα ότι δήθεν αναλάμβανε δράση.

Στη Γαλλία η Διακήρυξη αυτή ερμηνεύτηκε ως σοβαρή απειλή και αποκηρύχθηκε από τους ηγέτες της Επανάστασης. Στις ιδεολογικές διαφορές ανάμεσα στη Γαλλία και τις μοναρχικές Δυνάμεις της Ευρώπης, προστέθηκαν και οι συνεχιζόμενες διαμάχες για το καθεστώς των Αυτοκρατορικών κτημάτων στην Αλσατία, με τους Γάλλους επαναστάτες να ανησυχούν επιπλέον όλο και περισσότερο από την αντεπαναστατική προπαγάνδα και την αναταραχή που επέφεραν οι Γάλλοι Εμιγκρέδες ευγενείς στο εξωτερικό, ειδικά στις Αυστριακές Κάτω Χώρες και τα μικρότερα Γερμανικά κρατίδια.

Τελικώς, η Γαλλία κήρυξε πρώτη τον πόλεμο στην Αυστρία με ψήφισμα της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης στις 20 Απριλίου 1792, μετά την παρουσίαση μακράς λίστας παραπόνων από το Γάλλο υπουργό των Εξωτερικών, Κάρολο Ντυμουριέ. Ο Ντυμουριέ προετοίμασε την άμεση εισβολή στις Αυστριακές Κάτω Χώρες, όπου προσδοκούσε ο τοπικός πληθυσμός να εξεγερθεί εναντίον της Αυστριακής Αρχής. Παρόλα αυτά, η επανάσταση είχε πλήρως αποδιοργανώσει το Γαλλικό στρατό και οι δυνάμεις που συγκεντρώθηκαν ήταν ανεπαρκείς για την εισβολή.

Οι στρατιώτες τράπηκαν σε φυγή με τα πρώτα σημάδια μάχης, λιποτακτώντας μαζικά, ενώ σε μια περίπτωση δολοφόνησαν το στρατηγό τους, Τεομπάλντ Ντιλόν. Ενώ η επαναστατική κυβέρνηση μανιωδώς στρατολογούσε νέα στρατεύματα και αναδιοργάνωνε τις δυνάμεις της, μια συμμαχική στρατιά υπό την ηγεσία του Καρόλου Γουλιέλμου Φερδινάνδου, Δούκα του Μπράουνσβαϊγκ, συγκεντρώθηκε στην πόλη Κόμπλεντς στο Ρήνο. Τον Ιούλιο ξεκίνησε η εισβολή του εχθρικού συμμαχικού στρατού με εμπροσθοφυλακή το στρατό του Δουκάτου του Μπράουνσβαϊγκ, ο οποίος αποτελείτο κυρίως από Πρώσους βετεράνους.


Σύντομα έπεσαν στα χέρια των εισβολέων τα οχυρά του Λονκγβύ και του Βερντέν. Ο Δούκας του Μπράουνσβαϊγκ, εξέδωσε στις 25 Ιουλίου διακήρυξη, συνταχθείσα από τα αδέλφια του Λουδοβίκου ΙΣΤ', που διακήρυττε την πρόθεσή του να επαναφέρει το Γάλλο βασιλιά στο θρόνο του με όλες τις παλιές του εξουσίες και να μεταχειριστεί κάθε πρόσωπο ή πόλη που θα αντιδρούσε ως αντάρτες, επιβάλλοντάς τους μέσω στρατοδικείων τη θανατική ποινή.

Η διακήρυξη αυτή συσπείρωσε περισσότερο τους Γάλλους, έδωσε κίνητρο στο Γαλλικό στρατό της Επανάστασης και στην επαναστατική Γαλλική κυβέρνηση να αντιπαρατεθεί με κάθε μέσο διαθέσιμο, οδηγώντας στην ανατροπή του Γάλλου βασιλέα από το επαναστατικό πλήθος που εισέβαλε και ισοπέδωσε το Παλάτι του Κεραμεικού.

Μάχη του Βαλμί

Η Μάχη του Βαλμί ήταν η πρώτη μεγάλη νίκη του Γαλλικού στρατού κατά τη διάρκεια των πολέμων που ακολούθησαν τη Γαλλική Επανάσταση. Η μάχη διεξήχθη στις 20 Σεπτεμβρίου 1792, καθώς τα Πρωσικά στρατεύματα του Δούκα του Μπράουνσβαϊχ προσπάθησαν να προελάσουν μέχρι το Παρίσι. Οι στρατηγοί Φρανσουά Κελλερμάν και Σαρλ Ντυμουριέ σταμάτησαν την προέλαση τους κοντά στο χωριό Βαλμί. Σ' αυτή την πρώιμη φάση των Πολέμων της Γαλλικής Επανάστασης (γνωστή και ως Πόλεμος του Πρώτου Συνασπισμού).

Η νέα γαλλική κυβέρνηση βρέθηκε περικυκλωμένη απ' όλες τις πλευρές και η τοπική νίκη στο Βαλμί ήταν μεγάλη ψυχολογική νίκη για τους επαναστάτες. Η μάχη θεωρήθηκε καταστροφική ήττα για τον περίφημο Πρωσικό στρατό. Μετά τη μάχη, η Εθνική Συνέλευση ανέκτησε το θάρρος της και κήρυξε το τέλος της μοναρχίας στη Γαλλία και την εγκαθίδρυση της Πρώτης Γαλλικής Δημοκρατίας. Η νίκη των Γάλλων στο Βαλμί επέτρεψε την ανάπτυξη της επανάστασης και θεωρείται ως μια από τις πιο σημαντικές μάχες όλων των εποχών.

Όσο η Γαλλική Επανάσταση βρισκόταν σε εξέλιξη, οι μονάρχες των άλλων Ευρωπαϊκών χωρών φοβήθηκαν πως το επαναστατικό κύμα θα επεκταθεί και στις χώρες τους. Ο Πόλεμος του Πρώτου Συνασπισμού ήταν μια προσπάθεια να σταματήσουν την επανάσταση ή να την περιορίσουν στη Γαλλία. Στην πρώιμη φάση του πολέμου, οι Γαλλικές δυνάμεις δεν είχαν διακριθεί, και οι εχθρικές δυνάμεις προέλασαν απειλητικά στα βάθη της Γαλλίας με σκοπό να βάλουν τέλος στην Επανάσταση και να επαναφέρουν την παραδοσιακή μοναρχία.

Ο βασιλιάς Φρειδερίκος Γουλιέλμος Β' της Πρωσίας έλαβε τη στήριξη των Βρετανίας και της Αυστρίας για να στείλει τον Δούκα του Μπράουνσβαϊχ με μεγάλες δυνάμεις εναντίον του Παρισιού. Το στράτευμα του Δούκα του Μπράουνσβαϊχ αποτελείτο από Πρώσους και Αυστριακούς βετεράνους, καθώς επίσης και φιλοβασιλικά στρατεύματα του Κοντέ. Ο Γάλλος διοικητής Ντυμουριέ, εν τω μεταξύ, αποφάσισε να επιτεθεί στις Αυστριακές Κάτω Χώρες, αλλά αναγκάστηκε να ακυρώσει το σχέδιο λόγω της άμεσης απειλής του Παρισιού.

Σύμφωνα με σύγχρονους ιστορικούς, το μισό πεζικό του Ντυμουριέ είχε υπηρετήσει τακτικά στον παλιό Βασιλικό Στρατό, μαζί με σχεδόν ολόκληρο το ιππικό και το πυροβολικό. Αυτός ο επαγγελματικός πυρήνας έπαιξε σταθεροποιητικό ρόλο στην οργάνωση των εθελοντικών στρατευμάτων που είχαν στρατολογηθεί τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 1791. Η στρατιά του Δούκα του Μπράουνσβαϊχ κατέλαβε το Λονγκβύ στις 23 Αυγούστου και το Βέρντεν στις 2 Σεπτεμβρίου, ενώ μετά συνέχισε την πορεία της για το Παρίσι μέσω των στενωμάτων του Δάσους του Αργκόν.

Ως απάντηση, ο Ντυμουριέ σταμάτησε την πορεία του στις Κάτω Χώρες και άλλαξε πορεία, προσεγγίζοντας τα εχθρικά στρατεύματα από την οπισθοφυλακή τους. Από το Μετζ, ο Κελλερμάν κινήθηκε για να βοηθήσει τον Ντυμουριέ και τα δύο στρατεύματα ενώθηκαν στο χωριό του Σεντ-Μενεχούλντ στις 19 Σεπτεμβρίου. Οι Γαλλικές δυνάμεις βρίσκονταν στα ανατολικά των Πρωσικών, πίσω από τις γραμμές τους. Θεωρητικά, οι Πρώσοι μπορούσαν να συνεχίσουν ακάθεκτοι την πορεία τους, αλλά τέτοιο ενδεχόμενο δεν λήφθηκε ποτά στα σοβαρά, καθώς η απειλή για τις γραμμές εφοδιασμού και επικοινωνίας ήταν μεγάλη για να αγνοηθεί.

Η κατάσταση των Πρώσων επιδεινώθηκε από τις κακές καιρικές συνθήκες και την αύξηση των ασθενειών και ο Δούκας του Μπράουνσβαϊχ αναγκάστηκε να δώσει μάχη. Ο Δούκας του Μπράουνσβαϊχ κινήθηκε μέσω των βορείων δασών με την ελπίδα να αποκόψει τον Ντυμουριέ. Τη στιγμή που ολοκληρωνόταν ο πρωσικός ελιγμός, η αριστερή πτέρυγα του Κελλερμάν προχώρησε και έλαβε θέση στις πλαγιές μεταξύ του Σαιντ - Μενεχούλντ και του Βαλμί. Το επιτελείο του επικεντρώθηκε γύρω από ένα παλιό ανεμόμυλο και οι βετεράνοι πυροβολητές είχαν παραταχθεί καλά δίπλα του και ξεκίνησαν τον κανονιοβολισμό του Βαλμί.

Ακολούθησε μια σύγκρουση μεταξύ των πυροβόλων μεγάλου βεληνεκούς με νικήτρια τη Γαλλική πλευρά, ενώ το πεζικό των Πρώσων έκανε μάταιες προσπάθειες να προωθηθεί ανάμεσα στην πυρκαγιά που προκλήθηκε στον υπαίθριο χώρο. Καθώς οι Πρώσοι αμφιταλεύονταν, ο Κελλερμάν σήκωσε το καπέλο του και φώναξε τη γνωστή φράση «Ζήτω το Έθνος» (Vive la Nation). Η κραυγή επαναλήφθηκε από ολόκληρο τον Γαλλικό στρατό, προκαλώντας σοβαρό πλήγμα στο ηθικό των Πρώσων. Προς έκπληξη όλων, ο Δούκας του Μπράουνσβαϊχ αποσύρθηκε από το πεδίο της μάχης.


Οι Πρώσοι κύκλωσαν τις Γαλλικές θέσεις και ξεκίνησαν να υποχωρούν προς ανατολάς. Οι δύο στρατιές είχαν περίπου την ίδια δύναμη, με τον Κελλερμάν να έχει στη διάθεση του περίπου 36.000 άνδρες και 40 κανόνια, ενώ ο Δούκας του Μπράουνσβαϊχ είχε 34.000 άνδρες και 54 κανόνια. Κατά τη διάρκεια της υποχώρησης του Δούκα του Μπράουνσβαϊχ, οι απώλειες των Γάλλων δεν ήσαν περισσότερες από τους 300 άνδρες και οι απώλειες των Πρώσων δεν ξεπέρασαν τους 200 άνδρες. Η απότομη λήξη της δράσης προκάλεσε έξαρση στις Γαλλικές δυνάμεις.

Το ερώτημα γιατί οι Πρώσοι υποχώρησαν δεν είχε απαντηθεί ποτέ. Οι περισσότεροι ιστορικοί θεωρούν πως οι Πρώσοι υποχώρησαν για τους εξής λόγους: οι εξαιρετικές αμυντικές θέσεις των Γάλλων μαζί με την ραγδαία αύξηση ενισχύσεων και εθελοντών με την απρόσμενη «φλόγα» τους έπεισαν τον προσεκτικό Δούκα του Μπράουνσβαϊχ να σταματήσει πριν χάσει πολλούς στρατιώτες, ειδικά όταν η Ρωσική εισβολή στην Πολωνία απειλούσε την πρωσική άμυνα στα ανατολικά.

Άλλοι ιστορικοί θεωρούν πως η υποχώρηση των Πρώσων οφείλεται σε μυστικές ενέργειες του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄, ο οποίος προσπάθησε να αποφύγει δράση που θα του κόστιζε τη ζωή, ακόμα και σε δωροδοκία των Πρώσων που υποτίθεται ότι πληρώθηκαν με πετράδια από το στέμμα του Οίκου των Βουρβόνων. Ο Δούκας του Μπράουνσβαϊχ είχε λάβει πρόταση να αναλάβει τη διοίκηση των Γαλλικών στρατευμάτων πριν το ξέσπασμα του πολέμου και απόδημες φατρίες χρησιμοποίησαν αυτό το γεγονός ως βάση για την κατηγορία προδοσίας εκ μέρους του.

Ωστόσο, δεν υπάρχει απόδειξη για αυτή την υπόθεση και θεωρείται πως ο Δούκας του Μπράουνσβαϊχ, αν και είχε υιοθετήσει μια επιθετική πολιτική, δεν είχε το θάρρος να την φέρει εις πέρας όταν αντιμετώπισε για πρώτη φορά για την απρόσμενα πειθαρχημένη αντιπολίτευση. Όπως και να' χει, η μάχη έληξε με αποφασιστική νίκη των Γάλλων και χαλάρωσε την πίεση γύρω από τις Γαλλικές θέσεις, και ο Δούκας του Μπράουνσβαϊχ πέτυχε μια ασφαλής αν και άδοξη υποχώρηση στα ανατολικά.

Αυτή η ήττα έγινε αιτία για την αποτυχία της πρωσικής εκστρατείας. Λόγω έλλειψης τροφίμων και δυσεντερίας, οι Πρώσοι υποχώρησαν μέχρι τον ποταμό Ρήνο. Τον Οκτώβριο, οι Γαλλικές δυνάμεις κατέλαβαν το Μάιντζ. Ο Ντυμουριέ κινήθηκε κατά των Αυστριακών Κάτω Χωρών και ο Κελλερμάν διασφάλισε το μέτωπο στο Μετζ. Ο Ντυμουριέ πέτυχε μια μεγάλη νίκη στη μάχη του Ζεμαππέ τον Νοέμβριο του 1792, αλλά το επόμενο έτος υπέστη καταστροφικές απώλειες και αποσκίρτησε στη φιλοβασιλική πλευρά μέχρι το τέλος της ζωής του.

Από την άλλη, ο Κελλερμάν συνέχισε τη στρατιωτική του καριέρα και το 1808 έλαβε τον τίτλο του Δούκα του Βαλμί από τον Ναπολέοντα. Στην ιστοριογραφία της Γαλλικής Επανάστασης, η μάχη του Βαλμί συχνά παρουσιάζεται ως η πρώτη νίκη των πολιτοφυλάκων, η οποία είχε εμπνευστεί από την ελευθερία και τον εθνικισμό. Στην πραγματικότητα, παρά το γεγονός ότι εκατοντάδες εθελοντές συμμετείχαν στη μάχη, ο μισός Γαλλικός στρατός ήταν επαγγελματικός μαζί με το πυροβολικό του Κελλερμάν, το οποίο έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη μάχη.

Το Γαλλικό πυροβολικό είχε επίσης τακτικό πλεονέκτημα έναντι του Πρωσικού. Αλλά, κατά τη λαϊκή γνώμη, η νίκη στο Βαλμί ήταν νίκη των πολιτοφυλάκων: η μάχη έμεινε γνωστή για την κραυγή του Κελλερμάν και την εκτέλεση της Μασσαλιώτιδας και του Ça Ira κατά τη διάρκεια της μάχης. Την ίδια μέρα, η Νομοθετική Συνέλευση μετέφερε τις εξουσίες της στην Εθνική Συνέλευση. Στις επόμενες δύο μέρες, οι βουλευτές της Εθνικής Συνέλευσης κήρυξαν το τέλος της μοναρχίας και την αρχή της Γαλλικής Δημοκρατίας.

Οι Πρώσοι αναγνώρισαν τη σημασία της μάχης όχι απλώς ως μια υποχώρηση ενός από τους πιο αποτελεσματικούς στρατούς της Ευρώπης αλλά ως ένα κρίσιμο στήριγμα στο επαναστατικό Γαλλικό κράτος. Ο γνωστός Γερμανός συγγραφές και ποιητής Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε, ο οποίος συμμετείχε στη μάχη με το μέρος του Πρωσικού στρατού, αργότερα έγραψε πως κατά τη διάρκεια της μάχης, οι σύντροφοι του τον πλησίασαν σε κατάσταση κατήφειας.

Νωρίτερα, τους είχε υποστηρίξει με αξέχαστες και έξυπνες φράσεις, αλλά στο τέλος κατέληξε στο εξής συμπέρασμα: «Από αυτό το σημείο και από σήμερα ξεκινά μια νέα εποχή στην παγκόσμια ιστορία και όλοι μπορούμε να δηλώσουμε πως ήμασταν παρόντες στη γέννηση της».


Συνθήκη Ειρήνης Λεόμπεν

Η Συνθήκη ειρήνης Λεόμπεν συνάφθηκε στις 18 Απριλίου του 1797 στον Πύργο των Βενεδικτίνων στην ομώνυμη πόλη Λεόμπεν της Στυρίας, της Αυστρίας, μεταξύ Γαλλίας και Αυστρίας. Η Συνθήκη αυτή απετέλεσε στη πραγματικότητα τις προκαταρκτικές διαπραγματεύσεις ειρήνης επί των οποίων ακολούθησε η Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο από τις ίδιες χώρες, έξι μήνες μετά, στις 17 Οκτωβρίου.

Κύριο στοιχείο της συνθήκης αυτής ήταν η απόφαση που έλαβαν ο Ναπολέων και ο Αυτοκράτορας της Αυστρίας για την τύχη των Ενετικών χωρών, όπου η ίδια η Βενετία θα διατηρούσε κάποια ανεξαρτησία, πλην όμως θα περιοριζόταν εδαφικά στη Βενετική λιμνοθάλασσα και σε κάποια νησιά της Αδριατικής. Γενικά η ειρήνη αυτή προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση στους διπλωματικούς κύκλους της τότε Ευρώπης, καθόσον δύο αντίπαλες Μεγάλες Δυνάμεις συνενοούνταν σε βάρος τρίτου, της Βενετίας.

Αμέσως μετά τη συνομολόγηση της συνθήκης αυτής και προ των νικηφόρων προελάσεων των Ναπολεοντείων στρατευμάτων ο Δόγης της Βενετίας Λουδοβίκος Μανίν στις 12 Μαΐου συγκάλεσε "Μέγα Συμβούλιο" κατά το οποίο και παραιτήθηκε και αποφασίστηκε η σύναψη συμμαχίας με την Γαλλία. Έτσι φθάνοντας τα Γαλλικά στρατεύματα και με το πρόσχημα των ταραχών που υπήρχαν στη Βενετική Ιστρία κατέλαβαν τη Βενετία στις 16 Μαΐου του 1797, όπως τούτο είχε συμφωνηθεί στη "Συνθήκη Λεόμπεν".

Ενάμιση μήνα μετά στις 29 Ιουνίου αποβιβάζεται στη Κέρκυρα ο Γάλλος στρατηγός Ζεντιγί, (Gentilli), με τα στρατεύματά του που τα αποτελούν 1500 Γάλλοι και 600 Ενετοί. Στην αποβάθρα του λιμένα όπου είχε συγκεντρωθεί ένα έξαλλο από ενθουσιασμό πλήθος, ο γέρος πρωτοπαπάς Χαλκιόπουλος Μάντζαρος, ως εκπρόσωπος των Επτανησίων, υποδέχθηκε τον στρατηγό προσφέροντάς του ένα αντίτυπο της "Οδύσσειας" του Ομήρου λέγοντας:

"Στρατηγέ και Γάλλοι (αξιωματικοί) εις την νήσον ταύτην θέλετε συναντήση λαόν μάλλον αμαθή ως προς τας επιστήμας και τας τέχνας, αι οποίαι εις άλλα έθνη ανθούσιν, μή περιφρονήσετε όμως τούτον. Διδαχθήτε να τον εκτιμήσετε αναγιγνώσκοντες το βιβλίον τούτο".

Βέβαια αμέσως μετά ο Ζεντιγί εξέδωσε διάταγμα με το οποίο προσδιόριζε ότι σκόπευε να εγκαθιδρύσει καθεστώς παρόμοιο με της Γαλλίας πλην όμως όλοι οι κάτοικοι θα πρέπει προηγουμένως να επιδείξουν υπακοή και τη διατήρηση της τάξης. Σημειώνεται ότι ο Ναπολέων ενάμιση μήνα μετά στις 16 Αυγούστου γράφει από το Μιλάνο προς το Διευθυντήριο:

"Τα νησιά Κέρκυρα, Ζάκυνθος και Κεφαληνία είναι περισσότερο ενδιαφέροντα για μας παρά ολόκληρη η Ιταλία".


Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο

Η Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο που συνάφθηκε στις 17 Οκτωβρίου 1797 ήταν μια σπουδαία συνθήκη ειρήνης μεταξύ Γαλλίας και Αυστρίας η οποία και επισφράγησε την προκαταρκτική Συνθήκη ειρήνης Λεόμπεν που είχαν συνομολογήσει οι ίδιες χώρες έξι μήνες πριν. Υπογράφηκε στο Κάμπο Φόρμιο, ένα χωριό της Βενέτσια Τζούλια, (Βενετίας), ύστερα από την ήττα των Αυστριακών και τον τερματισμό της νικηφόρας εκστρατείας του Ναπολέοντος, στην Ιταλία. Σύμφωνα με τη Συνθήκη:
  • Τέθηκε τέρμα στη μέχρι τότε ένδοξη Γαληνοτάτη Δημοκρατία μετά από 11 αιώνες ανεξαρτησίας. Λόγω δε της παρακμής της η Βενετία τελικά αναγκάζεται να δεχθεί συμμαχία με τον Ναπολέοντα η οποία ουσιαστικά είναι μια υποταγή γι΄ αυτήν. 
  • Η Βενετία χάνει το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών της μεταξύ των οποίων και τα Επτάνησα που περιέρχονται στη Γαλλία.
  • Η Αυστρία εγκατέλειψε τις επαρχίες της στο Βέλγιο και συμφώνησε επίσης, με τον όρο της επικύρωσης από διάσκεψη των χωρών της Αυτοκρατορίας, ότι η Γαλλία μπορούσε να προσαρτήσει τα εδάφη που είχε κυριεύσει και κατείχε στην αριστερή όχθη του Ρήνου, από τη Βασιλεία ώς το Άντερναχ, συμπεριλαμβανομένου και του Μάιντς.
  • Σε αντάλλαγμα, για την απώλεια των Αυστριακών αυτών κτήσεων στη Λομβαρδία, ο Ναπολέων παραχώρησε στους Αυστριακούς τα Βενετικά εδάφη ανατολικά του ποταμού Αδίγη, στα οποία συμπεριλαμβάνονταν η Ίστρια, η Δαλματία, και η ίδια η πόλη της Βενετίας.
  • Περιέρχονται στη Γαλλία τα περισσότερα από τα εδάφη, που κατέκτησε ο Ναπολέων στην εκστρατεία του αυτή κατά του Πρώτου Συνασπισμού, κυρίως στη βόρεια Ιταλία καθώς επίσης τις ενετικές κτήσεις του ελλαδικού χώρου μεταξύ των οποίων το Βουθρωτό, την Πάργα, την Πρέβεζα και την Άρτα.
  • Σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης ιδρύθηκαν οι Δημοκρατίες των Ιταλικών Άλπεων (Παράλπεια Δημοκρατία) και της Λιγουρίας στη βόρεια Ιταλία, που τελούσαν μέχρι τότε υπό Γαλλική επιρροή,
  • Επίσης η Γαλλία υποσχέθηκε να χρησιμοποιήσει την επιρροή της για να βοηθήσει την Αυστρία ν'αποκτήσει το Σάλτσμπουργκ και τμήμα της Βαυαρίας, ενώ ακολούθησε μυστική συμφωνία ότι κανένα εδαφικό αντάλλαγμα δεν θα δινόταν στην Πρωσία, πρώην σύμμαχο της Αυστρίας.
Οι διαπραγματεύσεις για τη Συνθήκη αυτή, ύστερα από την προκαταρκτική "Συνθήκη Ειρήνης Λεόμπεν" ξεκίνησαν στις 1 Σεπτεμβρίου 1797 στο Udine για να καταλήξουν στην υπογραφή της στο Campo Formio στις 17 Οκτωβρίου του ίδιου έτους. Άξιο ιδιαίτερης προσοχής είναι το γεγονός ότι η συναφθείσα αυτή συνθήκη του Βοναπάρτη και κατ΄ επέκταση των Γάλλων, δεν διαπνέονταν από κανένα σεβασμό του δικαιώματος των λαών για αυτοδιάθεση.

Πριν τη συναφθείσα συνθήκη αυτή, ο Δόγης της Βενετίας, Λουδοβίκος Μανίν, προ των νικηφόρων Ναπολεοντείων προελάσεων, είχε συγκαλέσει στις 12 Μαΐου 1797 "Μέγα Συμβούλιο" στο οποίο ο μεν Δόγης παραιτήθηκε μαζί με την κυβέρνησή του, όπου και αποφασίσθηκε η εγκαθίδρυση Δημοκρατικού Πολιτεύματος, "Δημαρχείου", ομοίου της Γαλλίας. Οι όροι της συνθήκης αυτής επικυρώθηκαν με τη Συνθήκη της Λουνεβίλ (Φεβρουάριος 1801).

Από τις χώρες του Πρώτου Συνασπισμού εναντίον της Γαλλίας μόνο η Βρετανία διατήρησε την εχθρότητά της απέναντι στη Γαλλία μετά τη σύναψη αυτής της συνθήκης. Η Πρωσία υπέγραψε συνθήκη ειρήνης, τον Μάρτιο του 1795, μετά την πραγματοποίηση του Τρίτου Διαμελισμού της Πολωνίας. Η Συνθήκη όμως αυτή δεν συγκλόνησε μόνο την Ευρώπη αλλά και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η δε κατάληψη των Επτανήσων απετέλεσε σοβαρό πλήγμα στις Γαλλοτουρκικές σχέσεις.

Ο δε Τσάρος της Ρωσίας που είχε προσφέρει προηγουμένως τη βοήθειά του στην Υψηλή Πύλη, μετά την υπογραφή της συνθήκης αυτής, βρήκε τώρα σύμφωνο τον Σουλτάνο για σύμπραξη των στόλων τους εναντίον των επεκτατικών κινήσεων των Γάλλων στη Μεσόγειο. Έτσι, ένα χρόνο μετά, τον Ιανουάριο του 1799 συνάπτεται η Ρωσοτουρκική συμμαχία (1799) με συνέπεια τα Ρωσικά συμφέροντα στη Μεσόγειο όχι μόνο να λάβουν σημαντική πρόοδο, αλλά και ν΄ ακολουθήσει αυτών η Συνθήκη ανακωχής του Αγίου Παύλου τον ίδιο χρόνο, το 1799.

Αλλά και ο Βασιλεύς της Νεάπολης έγειρε αξιώσεις μετά την κατάργηση της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας απαιτώντας την προσάρτηση των άλλοτε ενετικών κτήσεων ως ιστορικά νόμιμος κληρονόμος, αφού αποτελούσαν κτήσεις των προκατόχων του ηγεμόνων. Σ΄ αυτή όμως τη νέα κατάσταση και η Αγγλία άρχισε ν΄ αναζητά βάσεις ώστε στη κατάλληλη στιγμή ν΄ ανακόψει με κάθε δυνατό τρόπο την "Ναπολεόντεια Πλημμυρίδα".


Και τελικά τη βρήκε στη πρώτη δυσφορία και αντίδραση των Επτανησίων παρουσιαζόμενη ως νέος προστάτης "ελευθερωτής". Επ΄ αυτού ακολούθησε η Προκήρυξη ναυάρχου Νέλσωνος προς τους Επτανησίους, τον Οκτώβριο του 1798. Τελική εξέλιξη των παραπάνω ήταν ότι τουλάχιστον η Γαλλική προσάρτηση των Επτανήσων διήρκεσε μικρό σχετικά διάστημα.

ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ 

Το 1798 οι Βρετανοί με τους Αυστριακούς οργάνωσαν νέο συνασπισμό εναντίον της Γαλλίας. Αυτή τη φορά στον νέο συνασπισμό συμμετείχαν και οι Ρώσοι. Οι σύμμαχοι ξεκίνησαν τις επιχειρήσεις τους το 1799 εισβάλοντας στην Ιταλία και στις Κάτω Χώρες. Ο Ρώσος στρατηγός Σουβόροφ προέλασε στην Ιταλία, αναγκάζοντας τους Γάλλους να οπισθοχωρήσουν πίσω από τις Άλπεις. Οι επιχειρήσεις του συμμαχικού συνασπισμού ήταν λιγότερο επιτυχημένες στις Κάτω Χώρες και στην Ελβετία.

Στην Ελβετία μετά από τις αρχικές νίκες των Ρωσικών και Αυστριακών δυνάμεων οι Γάλλοι πέτυχαν σημαντική νίκη στη Ζυρίχη ανακόπτοντας την προέλαση των αντιπάλων τους. Λίγο μετά η Ρωσία αποσύρθηκε από τον συνασπισμό. Το 1800 ο Ναπολέων εκστράτευσε στην Ιταλία. Νικώντας στη μάχη του Μαρέγκο ανακατέλαβε την Ιταλία. Ο Μορώ την ίδια περίοδο εισέβαλε στην Βαυαρία και πέτυχε μεγάλη νίκη εναντίον των Αυστριακών στο Χοχενλίντεν. Ο Μορώ στη συνέχεια βάδισε προς την Βιέννη αναγκάζοντας τους Αυστριακούς να ζητήσουν νέα συνθήκη ειρήνης.

Τον Φεβρουάριο του 1801 υπογράφηκε ανάμεσα στις δύο χώρες η Συνθήκη του Λουνεβίλ η οποία βασιζόταν στην προηγούμενη συνθήκη ειρήνης του Κάμπο Φόρμιο. Η Βρετανία συνέχισε τον πόλεμο για ένα χρόνο ακόμα. Το 1802 οι Βρετανοί και οι Γάλλοι υπέγραψαν την Συνθήκη της Αμιένης με την οποία τερματίστηκε ο πόλεμος.

Η Γαλλική Εκστρατεία στην Αίγυπτο και τη Συρία

Η Γαλλική Εκστρατεία στην Αίγυπτο και τη Συρία (1798 - 1801) ήταν η εκστρατεία του Μεγάλου Ναπολέοντα στην Ανατολή, με σκοπό να προστατέψει τα Γαλλικά εμπορικά συμφέροντα, να υπονομεύσει τη Βρετανική πρόσβαση στην Ινδία και τις Ανατολικές Ινδίες και να εκσυγχρονίσει την επιστημονική έρευνα στην περιοχή. Οι λόγοι αυτοί αποτέλεσαν τον πρωταρχικό σκοπό της Μεσογειακής Εκστρατείας του 1798, που περιελάμβανε επίσης μια σειρά ναυτικών συγκρούσεων και την κατάληψη της Μάλτας.

Παρά τις πολλές αποφασιστικές νίκες και μια αρχικώς επιτυχή εκστρατεία στη Συρία, ο Ναπολέων και η Στρατιά του της Ανατολής αναγκάστηκαν να αποσυρθούν, μετά την αυξανόμενη πολιτική δυσαρμονία στη Γαλλία, τις συγκρούσεις στην Ευρώπη και την ήττα του Γαλλικού στόλου στη μάχη του Νείλου. Τον καιρό της αποστολής, το Διευθυντήριο είχε την εκτελεστική εξουσία στη Γαλλία. Ο στρατός ήταν το εχέγγυο αποτροπής των Ιακωβινικών και βασιλικών απειλών, με το στρατηγό Ναπολέοντα Βοναπάρτη ήδη επιτυχημένο διοικητή, κυρίως λόγω της ιδιοφυούς ηγεσίας του κατά την Ιταλική Εκστρατεία.

Τον Αύγουστο του 1797, ο Ναπολέων πρότεινε με γράμμα του στο Διευθυντήριο, μια στρατιωτική εκστρατεία για την κατάληψη της Αιγύπτου, επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τον πόλεμο Οθωμανών - Μαμελούκων (1516 - 1517), ώστε να προστατευτεί το Γαλλικό εμπόριο στην περιοχή καθώς και να αναχαιτιστεί το Βρετανικό εμπόριο και η δυνατότητα πρόσβασης των Βρετανών στην Ινδία και τις Ανατολικές Ινδίες, μιας και η Αίγυπτος ήταν σε στρατηγική θέση για τον έλεγχο των εμπορικών οδών της περιοχής.

Ο Βοναπάρτης επιδίωκε να καθιερώσει τη Γαλλική παρουσία στη Μέση Ανατολή, με το απώτερο σχέδιο ένωσης με το Μουσουλμάνο εχθρό των Βρετανών στην Ινδία, τον Τίπου Σαχίμπ. Καθώς η Γαλλία δεν ήταν έτοιμη για μια κατά μέτωπο επίθεση στη Μεγάλη Βρετανία, το Διευθυντήριο αποφάσισε να παρέμβει έμμεσα και να προσπαθήσει να δημιουργήσει ένα μέτωπο στη Μεσόγειο, ενώνοντας την Ερυθρά Θάλασσα με τη Μεσόγειο, εξετάζοντας την κατασκευή του Καναλιού του Σουέζ.

Τον καιρό της σχεδίασης της εκστρατείας, η Αίγυπτος ήταν Οθωμανική επαρχία υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου, έχοντας πετύχει ντε φάκτο την αυτονομία της, μετά την απόσχιση των Μαμελούκων. Στη Γαλλία, οι διανοούμενοι θεωρούσαν την Αίγυπτο ως λίκνο του δυτικού πολιτισμού και επιθυμούσαν την εξαγωγή των αρχών του Διαφωτισμού στους Αιγύπτιους. Γάλλοι έμποροι ήδη εγκατεστημένοι στον ποταμό Νείλο διαμαρτύρονταν για διωγμούς από τους Μαμελούκους και ο Ναπολέων επιθυμούσε να βαδίσει στα χνάρια του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Το Διευθυντήριο συμφώνησε με το σχέδιο του Ναπολέοντα το Μάρτιο του 1798. Αν και προβληματισμένο από το εύρος και το κόστος της επιχείρησης, συμφώνησε με το σχέδιο κυρίως για να απομακρύνει το δημοφιλή και υπερ-φιλόδοξο στρατηγό από το κέντρο της εξουσίας, σκοπός που παρέμεινε επί μακρό χρονικό διάστημα μυστικός. Πάμπολλες φήμες ανέφεραν ότι 40.000 στρατιώτες και 10.000 ναύτες συγκεντρώθηκαν στα λιμάνια της Μεσογείου και ένας μεγάλος στόλος στην Τουλόν, με 13 πλοία της γραμμής, 14 φρεγάτες και 400 μεταφορικά πλοία.


Για να αποφύγουν τον εντοπισμό από το Βρετανικό στόλο του ναυάρχου Νέλσωνα, ο προορισμός των Γαλλικών δυνάμεων παρέμεινε μυστήριο, γνωστός μόνο στο Βοναπάρτη και τους στρατηγούς του Μπερτιέ και Καφφαρελλί και το μαθηματικό Γκασπάρ Μονζ. Ο Ναπολέων Βοναπάρτης ορίστηκε αρχηγός της εκστρατείας, με υφιστάμενους αξιωματικούς τους Τομά Αλεξάντρ Ντυμά, Κλεμπέρ, Ντεσαί, Μπερτιέ, Καφφαρελλί, Λαν, Νταμά, Μυρά, Αντρεοσσί, Μπελλιάρ, Μενού, Ζάγιατσεκ κ.ά.

Υπασπιστές του ορίστηκαν ο αδελφός του Λουδοβίκος Βοναπάρτης και οι Ντιρόκ, Εζέν ντε Μπωαρναί, Τομά Προσπέρ Ζυλλιέν και ο Πολωνός ευγενής Σουλκόφσκι. Ο μεγάλος στόλος στην Τουλόν ενώθηκε με ναυτικές μοίρες από τη Γένοβα, την Τσιβιταβέκκια, τη Μπαστιά και ετέθη υπό τις διαταγές του ναυάρχου Μπρυεΐ και υποναύαρχους τους Βιλνέβ, Ντυ Σαϊλά, Ντεκρέ και Γκαντώμ.

Συνθήκη της Αμιένης

Η Συνθήκη της Αμιένης αποτελεί μία πολύ σημαντική και ιστορική συνθήκη ειρήνης στον Ευρωπαϊκό χώρο γενικότερα. Η συνθήκη αυτή συνομολογήθηκε και υπογράφηκε μεταξύ των τότε Μεγάλων Δυνάμεων στο μέγαρο του Δημαρχείου της Γαλλικής πόλης Αμιένη στις 23 Μαΐου του 1802. Η Συνθήκη αυτή αφορούσε επίσης και τμήμα του Ελλαδικού χώρου. Συγκεκριμένα δια της Συνθήκης αυτής που συνομολόγησαν η Γαλλία, η Αγγλία, η Ολλανδία και η Ισπανία καθορίσθηκαν τα ακόλουθα:
  • Η Αγγλία υποχρεώθηκε να επιστρέψει στην Ισπανία και την Ολλανδία όλες τις κατακτηθείσες αποικίες της, εκτός των νήσων Κεϋλάνης και Τρινιντάντ.
  • Η Γαλλία αναλάμβανε επίσης όλες τις αποικίες της, ενώ τα τότε σύνορα μεταξύ Γαλλικής Γουιάνας και Βραζιλίας μετατέθηκαν κατά μήκος του ποταμού Αραγκουάρι. Ταυτόχρονα υποχρεώθηκε να εκκενώσει τη Ρώμη, την Νάπολη καθώς και τη νήσο Έλβα.
  • Με την αυτή συνθήκη αναγνωρίζονταν πλέον το Ιονικό κράτος, η Επτάνησος Πολιτεία, υπό την προστασία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
  • Η νήσος Μάλτα επιστρέφονταν στο Τάγμα των Ιωαννιτών.
  • Τέλος η Αίγυπτος επανέρχονταν στην κυριαρχία του Σουλτάνου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Σχόλια για τη Συνθήκη της Αμιένης:

1. Η Επτάνησος Πολιτεία με την συνθήκη αυτή αναγνωρίσθηκε από την Γαλλία, τους Βασιλείς της Αγγλίας και Ισπανίας καθώς και από τη Βαυαρική Δημοκρατία σύμφωνα με τη Σύμβαση Κωνσταντινούπολης (1800).

2. Για τους ιστορικούς ερευνητές θεωρείται πως με τη πράξη αυτή κατοχυρώνεται το καθεστώς της «προστασίας» των Συμμάχων Δυνάμεων.

3. Με τη απόδοση της Αιγύπτου στον Σουλτάνο ανατράπηκαν τα σχέδια του Ναπολέοντα στην Ανατολή.

4. Παρά τις προσπάθειες της Γαλλίας δεν αναφέρεται τίποτα στη συνθήκη αυτή περί του υφιστάμενου στην Ευρώπη καθεστώτος της, που επιθυμούσε να δει επίσημα αναγνωρισμένο. Παρά ταύτα η συνθήκη έγινε δεκτή με ενθουσιασμό. Για πρώτη φορά από δεκαετίας η Ευρώπη διατελεί «εν ειρήνη», όχι όμως για πολύ.

5. Με μια γενικότερη ματιά στη Μεσόγειο καθίσταται οφθαλμοφανές ότι η Συνθήκη αυτή δεν θεμελίωσε μόνο το ενδιαφέρον της Αγγλίας στη Μεσόγειο αλλά την επικυριαρχία της σ΄ αυτήν με δεδομένα ότι η μεν Αίγυπτος επιστρέφει στο Σουλτάνο, η Επτάνησος κατέστη αυτόνομη Πολιτεία και η Μάλτα κύριο Αγγλικό ορμητήριο.


Συνέπειες από τη Συνθήκη της Αμιένης:

- Γεγονός πάντως ήταν ότι ο Ναπολέων μετά απ΄ αυτή τη Συνθήκη δεν εγκατέλειψε τα σχέδιά του για την Μεσόγειο, όπου στη συνέχεια περίμενε να ενισχυθεί στην ηπειρωτική Ευρώπη για ν' αναζητήσει συμμάχους προκειμένου να τα πραγματοποιήσει, που όμως δεν θα το κατορθώσει αφού δεν θα μπορέσει τελικά να κάμψει τον αντίπαλό του, την Αγγλία, που από την συνθήκη αυτή και μετά εδραιώνεται βαθμηδόν αλλά και ασφαλώς η θαλάσσια και αποικιακή της πολιτική.

- Ένα άλλο επίσης σημαντικό γεγονός είναι ότι οι όροι της Συνθήκης της Αμιένης θεωρήθηκαν στη συνέχεια από τους Άγγλους ότι πρόσβαλαν το γόητρο της πατρίδας τους, οπότε και ακολούθησε ακριβώς ένα χρόνο μετά τη συνομολόγησή της, στις 18 Μαΐου 1803, η εκ νέου έκρηξη πολέμου, όπου μία από τις κυριότερες αφορμές του ήταν η αθέτηση εκ μέρους της Αγγλίας της απόδοσης της Μάλτας.

Η ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΩΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΓΑΛΛΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Η στάση των Ευρωπαίων απέναντι στη Γαλλική Επανάσταση, δεν υπήρξε ενιαία. Σε γενικές γραμμές μπορούμε να διακρίνουμε πως παράγοντες που διαμόρφωσαν τις επιμέρους στάσεις ήταν γεωγραφικοί, ταξικοί, πολιτικοί. Μεγαλύτερη επίδραση άσκησε στις γειτονικές χώρες, όπως οι Κάτω Χώρες, η Ρηνανία, η Σαβοΐα και η Πολωνία (πριν το διπλό διαμελισμό της 1793 και 1795). Ευμενή αντίδραση επιφύλαξαν οι μορφωμένες ελίτ, ενώ κορυφαίοι ποιητές και συγγραφείς τάχθηκαν υπέρ της Επανάστασης.

Για τους οπαδούς της έγινε συνώνυμη με την απελευθέρωση από την καταπίεση της μοναρχίας, της αριστοκρατίας και της οργανωμένης θρησκείας. Επίσης σημαντική επίδραση άσκησε στη νοτιοανατολική Ευρώπη, κυρίως στους κύκλους των μορφωμένων αστών, που οραματίζονταν την αποτίναξη του δεσποτισμού του Σουλτάνου και την εθνική χειραφέτηση. Αντίθετα, για τους αντιπάλους της, η Επανάσταση σηματοδοτούσε την τρομοκρατία και την εξουσία του όχλου. Ειδικά μετά την ριζοσπαστική στροφή της, προκάλεσε ανησυχία και απέκτησε εχθρούς, ανάμεσα στις τάξεις των ευρωπαίων μοναρχών και αριστοκρατών.

Οι πρώτες αντιδράσεις ήρθαν από την Πρωσία και την Αυστρία, που αξίωσαν την επιστροφή της Γαλλίας στο Παλαιό Καθεστώς από το 1791. Στη συνέχεια, το 1793 στους εχθρούς προστέθηκαν και η Βρετανία, η Ολλανδία και η Ισπανία. Εξάλλου, ο Διαφωτισμός και η Γαλλική Επανάσταση, ενίσχυσαν την ιδέα του έθνους ως «εθελούσιας συσσωμάτωσης ανθρώπων που έχουν συνείδηση ότι ανήκουν στην ίδια κοινότητα και αποφασίζουν να ζήσουν μαζί». Η ιδέα της ελευθερίας των εθνών προκάλεσε ενθουσιασμό στους Ευρωπαίους αστούς και τρόμο στους ηγεμόνες, αλλά σταδιακά οι ίδιες οι Γαλλικές ιδέες στράφηκαν ενάντια στους Γάλλους κατακτητές.

Στον αντίποδα, αναπτύχθηκε η Γερμανική εκδοχή του έθνους, γνωστή και ως «πολιτισμικό έθνος» καθότι πρόβαλε το κοινό ιστορικό παρελθόν ως καθοριστικό στοιχείο της εθνικής ταυτότητας και παιδείας. Η Πρωσία αναδείχθηκε εστία του Γερμανικού εθνικού κινήματος, με έναν εκσυγχρονισμό «από τα πάνω», σύμφωνα με τα Γαλλικά πρότυπα και καταργήθηκε η δουλοπαροικία, διαλύθηκαν οι συντεχνίες, ιδρύθηκαν δημοτικά συμβούλια, δόθηκε τεράστια ώθηση στην εκπαίδευση.

ΒΑΣΙΚΕΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΕ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ & ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ

Εξωτερικό:

Ο Ναπολέων κατέκτησε και προσπάθησε να μετασχηματίσει το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης σύμφωνα με τα Γαλλικά πρότυπα. Στόχος του υπήρξε η διοικητική ενοποίηση, η κοινωνική και πολιτική μεταμόρφωση της ηπειρωτικής Ευρώπης, με την εισαγωγή επαναστατικών Γαλλικών προτύπων και θεσμών στις κατακτημένες ή εξαρτημένες από τη Γαλλία χώρες: Ισπανία, Κάτω Χώρες, Συνομοσπονδία του Ρήνου, Δαλματία, Ιταλία.

Θεσπίστηκε η ισονομία και η πολιτική ισότητα, καταργήθηκαν φεουδαρχικά & εκκλησιαστικά προνόμια, διαλύθηκαν οι συντεχνίες, αναπτύχθηκε η γραφειοκρατία, εκσυγχρονίστηκε το φορολογικό σύστημα, κωδικοποιήθηκαν οι νόμοι. Ο Ναπολέων διοικούσε με συγκεντρωτικό και προσωποπαγή τρόπο τοποθετώντας συγγενείς στους θρόνους των υποτελών βασιλείων. Εξαίρεση αποτελούσε η Αγγλία, που παρέμεινε αλώβητη λόγω ναυτικής ισχύς (ναυμαχία Τραφάλγκαρ 1805).

Εσωτερικό:

Ατόνησαν οι «δημοκρατικές» διαδικασίες και αδράνησαν τα όργανα αντιπροσώπευσης. Η νομοθετική Συνέλευση και το Συμβούλιο του Κράτους μετατράπηκαν σε απλούς επικυρωτές των αποφάσεων του Αυτοκράτορα. Οι δικαστές και οι νομάρχες μεταβλήθηκαν σε πειθήνια όργανά του. Ένας πολυπρόσωπος μηχανισμός αστυνόμευσης, παρακολούθησης και λογοκρισίας εξασφάλισε την εσωτερική «γαλήνη». Η ελευθεροτυπία δέχτηκε επιθέσεις.

Με την Καθολική εκκλησία ακολούθησε συμβιβαστική πολιτική, αναγνωρίζοντας της ρόλο στη βασική εκπαίδευση, με αντάλλαγμα τη νομιμοφροσύνη. Ωστόσο, στα επιτεύγματά του Ναπολέοντα συγκαταλέγονται: η κωδικοποίηση των νόμων και η αναδιοργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος, με την ίδρυση λυκείων σε κάθε μεγάλη πόλη, Παιδαγωγικής Ακαδημίας και Εθνικού Πανεπιστημίου στο Παρίσι.


ΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗΣ ΤΗΣ ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΕΙΑΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ

Οι σημαντικότεροι παράγοντες που ευνόησαν την ταχεία αποσύνθεση του γαλλικού συστήματος εξουσίας στην Ευρώπη, υπήρξαν οι ακόλουθοι:
  • Η ηγεμονική & επεκτατική πολιτική της Γαλλίας δημιούργησε έναν αντιγαλλικό πατριωτισμό.
  • Η επιβολή φόρων & στρατιωτικής θητείας προκάλεσαν δυσφορία στους ντόπιους πληθυσμούς. Αποτέλεσμα υπήρξε το ξέσπασμα εξεγέρσεων σε Ισπανία (1808), Παπικά κράτη, Βασίλειο Νεάπολης, Τυρόλο Αυστρίας (1809).
  • Στρατιωτική αδυναμία ελέγχου τόσο εκτεταμένων περιοχών.
  • Η σύγκρουση με το Βατικανό.
  • Η δυσφορία των αστών, λόγω της αρνητικής οικονομικής συγκυρίας και των δυσχερειών στη διεξαγωγή του εξωτερικού εμπορίου.
ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΕΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ & ΤΗΣ ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΕΙΑΣ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗΣ ΣΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Αποδέσμευσε νέες κοινωνικές δυνάμεις και προώθησε μεταρρυθμίσεις καθοριστικές για την εξέλιξη των Ευρωπαϊκών κοινωνιών:
  • Συγκεντρωτική διοίκηση.
  • Εκκοσμίκευση της κοινωνίας.
  • Εκσυγχρονισμό και φιλελευθεροποίηση της οικονομίας.
  • Συγκρότηση του εθνικού - αστικού κράτους.
Ώθηση στην παγίωση του σύγχρονου, του νεωτερικού γραφειοκρατικού κράτους, με την έννοια μιας κεντρικής διοίκησης που εφαρμόζει με ενιαίο τρόπο κοινούς νόμους για όλους τους πολίτες σε ολόκληρη την επικράτεια.:
  • Αστικός κώδικας.
  • Δεκαδικό σύστημα.
  • Ενοποίηση μέτρων & σταθμών.
  • Οργάνωση εθνικού στρατού – Αναμόρφωση παιδείας σε όλες τις βαθμίδες.
1. Άνοιξε ο δρόμος για την κατάργηση της δουλοπαροικίας και των φεουδαρχικών προνομίων σε ολόκληρη την Ευρώπη.

2. Οι αστοί βρέθηκαν στο προσκήνιο της ιστορίας με κατοχύρωση, κατά τον 19ο αιώνα, πολιτικής εκπροσώπησης και συμμετοχής στη κρατική διακυβέρνηση. Έφτασαν στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας και εδραίωσαν την οικονομική ηγεμονία τους.

3. Τα κηρύγματα του Διαφωτισμού μπήκαν μόνιμα στο πολιτικό λεξιλόγιο της Ευρώπης: Ισονομία, ισοπολιτεία, ελευθερία, ανεξιθρησκία, ορθολογισμός, φυσικό δίκαιο. Οι ατομικές ελευθερίες και τα δικαιώματα του πολίτη έγιναν μόνιμο αντικείμενο πολιτικής διαμάχης.

4. Δικαίωμα των εθνών για αυτοδιάθεση και αίτημα διαχωρισμού εκκλησίας από το κράτος.

Στην Γαλλία διαμορφώθηκαν και δοκιμάστηκαν ιδεολογίες & κινήματα που σφράγισαν την πορεία της Ευρώπης τους 2 τελευταίους αιώνες: Φιλελευθερισμός – Εθνικισμός – Κοινωνικός Ριζοσπαστισμός. Αναδείχτηκε ο ρόλος των μαζών ως πρωταγωνιστών των ιστορικών εξελίξεων. Η πλέον άμεση αλλαγή ήταν η ορθολογική αναδιαμόρφωση του Ευρωπαϊκού πολιτικού χάρτη, κυρίως σε Γερμανία & Ιταλία. Εξαλείφθηκαν τα Μεσαιωνικά κατάλοιπα, όπως τα μικρά κρατίδια και οι πόλεις κράτη.

Η ΓΑΛΛΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΜΑΣΟΝΙΑ

Η ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΣΤΟΩΝ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΜΕΝΗ ΓΑΛΛΙΑ 

Κάθε φορά που γίνεται λόγος για τη Γαλλική Επανάσταση ο νους όλων πηγαίνει σε μια αυθόρμητη εξέγερση του Γαλλικού λαού εναντίον του βασιλικού και εκκλησιαστικού δεσποτισμού, που πραγματοποιήθηκε με αφορμή την οικονομική δυσπραγία στην οποία είχε οδηγήσει τη χώρα η κακή διαχείριση εκ μέρους των πολιτικών της εποχής και η ανικανότητα εχέφρονος διακυβέρνησης του τόπου από τον βασιλιά Λουδοβίκου ΙΣΤ΄.

Με βάση, μάλιστα, το παράδειγμα της Γαλλικής Επανάστασης, έχουμε συνηθίσει μέσα από την Ιστορία που διδασκόμαστε να θεωρούμε δεδομένο το γεγονός ότι ένας λαός, χωρίς να καθοδηγείται από κάποιον ή να δρα, έστω και εν αγνοία του, βάσει κάποιου καλά οργανωμένου σχεδίου, μπορεί να εξεγερθεί αυθόρμητα και να καταλύσει αιωνόβιες δυναστείες με βαθιές ρίζες τόσο στην Ιστορία όσο και στον ψυχικό συμβολισμό του, να καταλάβει την εξουσία και να εφαρμόσει τακτικές, θεσμούς και ιδεολογίες παντελώς ξένες προς την ψυχοσύνθεση των επαναστατημένων.


Γιατί αυτό ήταν η Γαλλική Επανάσταση, μια επανάσταση των Γάλλων εναντίον της ίδιας τους της Ιστορίας, των παραδόσεων τους, της καθολικής τους θρησκείας και γενικά όλων όσων συνιστούσαν τα παραδοσιακά θεμέλια στα οποία στηριζόταν η χώρα τους, «η πιο αγαπημένη θυγατέρα της Καθολικής Εκκλησίας», κατά τη ρήση της Αγίας Έδρας. Χωρίς να παραβλέπουμε ότι η Γαλλική Επανάσταση ήταν ένα μεγαλειώδες γεγονός, που συγκλόνισε και συνετάραξε την Ευρώπη -νικώντας την κατά κράτος στις πολεμικές συρράξεις που ακολούθησαν- και του οποίου ο αντίλαλος ηχεί μέχρι σήμερα στη Γηραιά Ήπειρο.

Ωστόσο πρέπει να σημειώσουμε πως δεν πείθει πλέον ο «αυθορμητισμός» της έκρηξης της. Τόσο ο πρίγκιπας Φίλιππος της Ορλεάνης όσο και πολλοί άλλοι υψηλά ιστάμενοι, καθώς και διανοούμενοι της Γαλλίας των Βουρβώνων ήταν μέλη μυστικών εταιριών οι οποίες είχαν κάνει την εμφάνιση τους στη χώρα από το έτος 1726, όταν ορισμένοι Άγγλοι καθολικοί πολιτικοί εξόριστοι οι «Ιακωβίτες» ίδρυσαν στο Παρίσι την πρώτη Μασονική στοά με την επωνυμία «Σαίντ Τόμας».

Με βάση αυτή τη στοά άρχισε ο προσηλυτισμός πολλών επιφανών Γάλλων, αριστοκρατών, ιεραρχών, διανοουμένων, καλλιτεχνών, κρατικών αξιωματούχων κ.α., με αποτέλεσμα γρήγορα ο αριθμός των στοών να αυξηθεί και να εξαπλωθούν σε όλη τη χώρα συναποτελώντας πλέον τη «Μεγάλη Στοά της Γαλλίας». Επιπλέον, μολονότι στην αρχή η πρώτη στοά αποτελείτο από Καθολικούς, με τον καιρό πολλοί Προτεστάντες εισέδυσαν στις τάξεις της και ως πιο δυναμικό και προοδευτικό στοιχείο κατάφεραν να πάρουν την ηγεσία στα χέρια τους.

Το 1773 ένα μεγάλο μέρος των μελών της «Μεγάλης Στοάς της Γαλλίας» αποσχίσθηκε σχηματίζοντας τη «Μεγάλη Ανατολή της Γαλλίας», της οποίας Μέγας Διδάσκαλος ονομάσθηκε ο Λουδοβίκος Φίλιππος της Ορλεάνης. Ο νέος αυτός σχηματισμός άρχισε να αποκτά μεγάλη οικονομική και πολιτική δύναμη, γενόμενος «κράτος εν κράτει» και το 1789, όταν ξέσπασε η Επανάσταση, αριθμούσε περί τις 1.000 στοές. Τι όμως ήταν εκείνο που κίνησε αυτό το πλήθος Γάλλων να μυηθούν στις στοές;

Πολλοί Γάλλοι, κινούμενοι από διάφορα αίτια, είτε διότι τους έλκυε ο μυστικιστικός χαρακτήρας της διδασκαλίας και των τελετουργικών της οργάνωσης, είτε πιστεύοντας στις ευγενείς ιδέες και τα ιδανικά που αυτή διακήρυσσε, είτε από ιδιοτελείς σκοπούς ή ακόμη και από ανία -ίδιο των ευγενών- πύκνωσαν τις γραμμές των στοών. Επιπλέον, στις τάξεις των Γάλλων ευγενών εκείνης της εποχής επικρατούσε ένας θαυμασμός για την Αγγλική αριστοκρατία, η οποία από την εποχή των Στιούαρτς είχε καταφέρει να επιβάλει μια συνταγματική μοναρχία που της έδινε τη δυνατότητα να κυριαρχεί στην πολιτική ζωή μαζί με τους αστούς.

Σε αντίθεση με αυτούς, οι Γάλλοι αριστοκράτες είχαν υποχρεωθεί από τον ισχυρό βασιλιά Λουδοβίκο ΙΔ΄ να εγκαταλείψουν τους πύργους και τα κτήματα τους και να εγκατασταθούν μονίμως στις Βερσαλλίες, όπου ζούσαν με επιδόματα που τους παρέχονταν από το βασιλικό θησαυροφυλάκιο, χάνοντας έτσι τη δύναμη τους και εκφυλιζόμενοι σε απλούς αυλικούς που ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για τη βασιλική εύνοια. Όλοι αυτοί λοιπόν, οι οποίοι διψούσαν για την εξουσία που τους είχε αφαιρεθεί, αντιμετώπισαν την Αγγλική αριστοκρατία ως πρότυπο και τις Αγγλικής επινόησης τεκτονικές στοές ως ένα πολιτικό όργανο με βάση το οποίο θα μπορούσαν να διεκδικήσουν και πάλι τη χαμένη ισχύ τους.

Σε αυτούς με τον καιρό προστέθηκαν και εύποροι αστοί, δημοτικοί άρχοντες, τραπεζίτες, καραβοκύρηδες, έμποροι, ελεύθεροι επαγγελματίες, τεχνίτες κ.α., οι οποίοι είχαν αποκτήσει μέσα από τα επαγγέλματα τους οικονομική ισχύ, αλλά τους έλλειπε η πολιτική έκφραση και υπόσταση στο πλαίσιο της μοναρχίας, καθώς επίσης και η κοινωνική άνοδος στην ανώτερη τάξη των αριστοκρατών. Η Μασονία με τις φιλελεύθερες ιδέες που πρέσβευε δημιουργούσε στο πλαίσιο των στοών τις προϋποθέσεις ώστε να μπορέσουν όλες αυτές οι επιδιώξεις να βρουν την έκφραση τους.

Επιπλέον στους κόλπους των τεκτονικών εργαστηρίων υπήρχε μέσα από τον αμοιβαίο σεβασμό των διαφόρων κοινωνικών τάξεων μια κοινωνική ισότητα «εκτός κράτους», η οποία ήταν αδιανόητη για το απολυταρχικό κράτος του «Παλαιού Καθεστώτος». Με αυτό τον τρόπο οι κοινωνικές διαφορές είχαν ήδη καταργηθεί μέσα στις στοές. Τα μέλη τους δεν ήταν πλέον «υπήκοοι», αλλά άνθρωποι μεταξύ ανθρώπων, που μπορούσαν να σκέπτονται και να δρουν ελεύθερα. Έτσι, η μυστική ελευθερία των στοών έγινε το μυστικό της ελευθερίας.

ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΤΗΤΑ

Όπως ήταν φυσικό, σε αυτή την αλματώδη εξάπλωση των στοών αντέδρασε πρώτα η Καθολική Εκκλησία, η οποία αντιμετώπιζε με καχυποψία τη διδασκαλία και τα τελετουργικά των μασόνων και στη συνέχεια, μετά την παραίνεση της Αγίας Έδρας, και το Γαλλικό κράτος. Η μοναρχία δεν αντιμετώπισε ευνοϊκά αυτή την περίεργη αγγλοφιλία των μασόνων, η οποία όλο και αυξανόταν. Έτσι, άρχισε μια ακήρυκτη διαμάχη ανάμεσα στη μοναρχία και στις στοές, την οποία έμελλε να κερδίσουν οι δεύτερες.

Η αδύναμη μοναρχία του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ ονομάσθηκε «Γαλλικός Δεσποτισμός» και το θεμέλιο του θρόνου, η Καθολική Εκκλησία, «θρησκευτικός δεσποτισμός» ή «φανατισμός», όροι απωθητικοί, οι οποίοι ωστόσο μπορούσαν να στηριχθούν σε ιστορικά προηγούμενα (όπως οι θρησκευτικοί πόλεμοι που είχαν συνταράξει τη Γαλλία έναν αιώνα νωρίτερα και κατέληξαν στον διωγμό των Προτεσταντών ή στη θεσμοθετημένη από την Καθολική Εκκλησία «Ιερά Εξέταση», γεγονότα και τα δυο πολύ νωπά στη συλλογική μνήμη των Γάλλων).


Ο ιδεολογικός πόλεμος είχε αρχίσει και οι στοές είχαν ναρκοθετήσει τα θεμέλια του «Παλαιού Καθεστώτος», το οποίο αντιδρούσε σπασμωδικά και χωρίς σχέδιο στις καλά οργανωμένες επιθέσεις που δεχόταν. Δρώντας με άρτια οργάνωση σε αυτό τον ακήρυκτο πόλεμο ζωής και θανάτου, οι στοές επιμελήθηκαν πρώτα από όλα την ιδεολογική προετοιμασία της Επανάστασης, με σκοπό να απογυμνώσουν τόσο τη μοναρχία όσο και την Καθολική Εκκλησία από κάθε ιδεολογικό και συμβολικό έρεισμα που είχαν στην ψυχή του λαού.

Θρόνος και ναός έπρεπε να αποϊεροποιηθούν στη συνείδηση του απλού λαού και βασικό όργανο αυτού του εγχειρήματος υπήρξε η Φιλοσοφία, η οποία θεωρήθηκε σύμμαχος της μασονίας, ενώ υποστηρίχθηκε ότι η μεταξύ τους σχέση ήταν τόσο στενή ώστε η μία απέρρεε από την άλλη. «Μεταξύ των Μασόνων και των διακεκριμένων φιλοσόφων δεν υπήρξαν ούτε και μπορεί να υπάρχουν διαφορές», διακηρυσσόταν.

Η στοά «Εννέα Μούσες», που ιδρύθηκε το 1776 με πρωτοβουλία του φιλοσόφου Ελβέτιους και του αστρονόμου Λαλάντ, προσέλκυσε όλη τη φωτισμένη ελίτ της διανόησης της εποχής εκείνης και αποκλήθηκε «εργαστήριο Φιλοσοφίας», «πρόοδος», «μέλλον» και «πραγματική επανάσταση». Μέλος της μάλιστα, αν και μυήθηκε σε αυτή το έτος 1778, δηλαδή λίγο πριν τον θάνατο του, υπήρξε και ο περίφημος φιλόσοφος Βολταίρος. Έτσι, η Φιλοσοφία χρησιμοποιήθηκε ως προπομπός της Επανάστασης και κάτω από τη μάσκα της νομιμοφροσύνης απέναντι στον βασιλιά και τους θεσμούς της Μοναρχίας και της Εκκλησίας.

Εκτρεφόταν το πνεύμα της αντιμοναρχικής εξέγερσης της Αγγλόφιλης αριστοκρατίας και της φιλόδοξης και κοινωνικά ανερχόμενης αστικής τάξης των πόλεων. Επιχειρείτο, δηλαδή, μια ριζική αλλαγή της κοινωνίας σε πολιτικό και πολιτισμικό σχέδιο μέσα από συγκεκριμένες και νομιμοφανείς ενέργειες. Έτσι, για παράδειγμα, διακηρυσσόταν η ισότητα των ανθρώπων με σκοπό να επικριθεί η Καθολική ιεραρχία, αλλά και χάρη στις νέες δυνάμεις που αναπτύσσονταν μέσα από τη Μασονία. Πολλές στοές ακόμα και μέσα από την ίδια την επωνυμία τους διακήρυσσαν τη διδασκαλία τους, όπως για παράδειγμα οι στοές «Λογική» και «Τελεία Ισότης».

Ένα βασικό όπλο για τη διάδοση των ιδεών τους με σκοπό την επιχειρούμενη αλλαγή ήταν η περίφημη «Εγκυκλοπαίδεια», η οποία συνιστά κατά κοινή ομολογία ένα αληθινό επαναστατικό οπλοστάσιο. Σίγουρα το πολύτομο έργο του Ντιντερο και του ντ’ Αλαμπέρ δεν ήταν ένα αποκλειστικά Μασονικό εγχείρημα, οπωσδήποτε όμως η στήριξη που οι στοές τής παρείχαν ήταν ουσιαστική. Πολλοί Μασόνοι συνεργάσθηκαν στη συγγραφή άρθρων της Εγκυκλοπαίδειας και πολλοί περισσότεροι ήταν εκείνοι που προεγγράφησαν προπληρώνοντας συνδρομή και δίνοντας τη δυνατότητα να εκδοθεί και να διαδοθεί το έργο.

Κάποιες στοές μάλιστα έθεσαν ως υπέρτατο στόχο τους την προπαγάνδιση της Εγκυκλοπαίδειας και δεν είναι τυχαίο ότι στοές όπως αυτή της Τουλούζης αυτοτιτλοφορήθηκαν «Εγκυκλοπαιδικές». Πέρα από την Εγκυκλοπαίδεια, όμως, οι στοές φρόντισαν να διαδώσουν τις ιδέες τους και με την έκδοση αυτοτελών βιβλίων, όπως εκείνο που εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1772 με τον τίτλο «Το έτος 2440» και του οποίου συγγραφέας ήταν ο Μασόνος και μέλος της στοάς «Εννέα Μούσες» Λουί Σεμπαστιάν Μερσιέ.

Σε αυτό το βιβλίο, που κυκλοφόρησε 17 ολόκληρα έτη πριν την Επανάσταση, ο Μερσιέ περιγράφει ένα όνειρο που είδε σαν όραμα και το οποίο βεβαίωνε ότι θα πραγματοποιείτο πολύ σύντομα. Σε αυτό το όνειρο, λοιπόν, ο συγγραφέας διατεινόταν ότι είχε οραματισθεί την πτώση της Βαστίλλης, τον αποχριστιανισμό της Καθολικής Γαλλίας, την κατάργηση της Μοναρχίας και τη δολοφονία του βασιλιά. Λίγο αργότερα το όνειρο του υλοποιήθηκε επακριβώς. Σύμπτωση ή σκοτεινή «προφητεία»;

Το βέβαιο, πάντως, είναι ότι οι στοές συνέβαλαν στην ιδεολογική προετοιμασία της Επανάστασης με την οικονομική υποστήριξη που παρείχαν στην έκδοση της Εγκυκλοπαίδειας, η οποία υπήρξε το ιδεολογικό όπλο της Επανάστασης, με τη διάδοση ορθολογιστικών, αντι-καθολικών, αντιπαραδοσιακών και αντιμοναρχικών ιδεών και με την ελπίδα που έδωσαν στην παραμερισμένη αριστοκρατία και στη νεοεμφανιζόμενη αστική τάξη ότι μπορούσαν να πάρουν, όπως και στην Αγγλία, την εξουσία στα χέρια τους.

ΜΑΣΟΝΙΑ ΚΑΙ Η ΕΚΡΗΞΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Με την εκδήλωση της Επανάστασης πολλά μέλη των στοών πέρασαν από τη θεωρητική προπαγάνδα στην ενεργό δράση και ορισμένοι από αυτούς κατέλαβαν υψηλές θέσεις κατά την περίοδο της εξέγερσης. Παραδειγματικά μόνο αναφέρουμε τον δικαστή Παστορέ, πρόεδρο κατά τα έτη 1788 και 1789 της στοάς «Εννέα Μούσες» -η οποία με την έκρηξη της Επανάστασης έγινε πολιτική λέσχη και μετονομάσθηκε σε «Εθνική Εταιρία των Εννέα Μουσών»- που αναγορεύθηκε το 1790 πρόεδρος της Εκλογικής Συνελεύσεως των Παρισίων, καθήκον της οποίας ήταν η επιλογή δικαστών και εισαγγελέων.

Ένα άλλο μέλος της ίδιας στοάς, ο Γκρουβέλ, ήταν εκείνος που ανακοίνωσε το 1793 το διάταγμα της Συντακτικής στον βασιλιά Λουδοβίκο, με το οποίο ο μονάρχης καταδικαζόταν σε θάνατο. Και ένα τρίτο μέλος της ίδιας στοάς, ο Γκαρά, διορίσθηκε από τη Συντακτική υπουργός Δικαιοσύνης. Επιπλέον δύο μασόνοι, ο μαρκήσιος Λα Φαγιέτ και ο Αμερικανός διπλωμάτης Φράνκλιν, οι οποίοι είχαν λάβει μέρος στη νικηφόρο Αμερικανική Επανάσταση, είχαν επιστρέψει κατόπιν στη Γαλλία προπαγανδίζοντας τις επαναστατικές ιδέες.


Εκείνοι ήταν που μέσα από την ένθερμη προπαγάνδα που έκαναν παντού υπέρ της Επανάστασης βοήθησαν ώστε όσοι είχαν ενστερνισθεί την επαναστατική ιδεολογία να περάσουν από τη θεωρία στην πράξη. Ο Γαλλικός θρόνος μάλιστα, λόγω της διαρκούς και μόνιμης αντιπαλότητας του με τη Βρετανία, είχε ενισχύσει τους Αμερικανούς επαναστάτες χωρίς να ξέρει ότι σε λίγο ερχόταν η σειρά του να αντιμετωπίσει το ίδιο φαινόμενο και μάλιστα όχι σε αποικίες, όπως οι Βρετανοί, αλλά στο ίδιο το μητροπολιτικό έδαφος της Γαλλίας.

Με πλήρη τάξη το 1789 Κλήρος, ευγενείς και εκπρόσωποι του λαού παρήλασαν στο Παρίσι και προσήλθαν στη γενική τους συνέλευση. Τίποτε ακόμα δεν μαρτυρούσε τη σφαγή που έμελλε να ακολουθήσει, ούτε την αποπομπή των ευγενών και του Κλήρου από τον επαναστατημένο όχλο. Προς το παρόν ομονοούσαν όλοι έναντι του «κοινού εχθρού», του βασιλιά. Αργότερα θα διευθετούσαν τις μεταξύ τους διαφορές, προς το παρόν όμως η «φεουδαρχική αντίδραση» άνοιγε τον δρόμο για την εξέγερση των αστών.

Εξάλλου, το ίδιο το Παλαί Ρουαγιάλ (Palais Royal), κατοικία του δούκα της Ορλεάνης, πρίγκιπα Λουδοβίκου Φιλίππου, είχε καταστεί φωλέα επαναστατών και εκείνος χρηματοδοτούσε τους διαφωτιστές επαναστάτες, ενώ ταυτόχρονα, όπως προαναφέρθηκε, ήταν ο Μέγας Διδάσκαλος της Μεγάλης Ανατολής της Γαλλίας. Από το Παλαί Ρουαγιάλ κυκλοφορούσαν όλες οι ειδήσεις σχετικά με τον βασιλιά και τους υπουργούς του χάρη στους ειδικούς ταχυδρόμους που κατέφθαναν απευθείας από τις Βερσαλλίες με τα τελευταία νέα, λιγότερο ή περισσότερο ακριβή ή ακόμα και με δόσεις υπερβολής.

Οι δε τέκτονες που συμμετείχαν στη σύγκληση των τριών Γενικών Τάξεων ανέρχονταν σε 237, μόνιμους και αναπληρωματικούς, διανεμημένοι και στις τρεις τάξεις. Γι’ αυτούς η σύγκληση των Γενικών Τάξεων δεν ήταν παρά μόνο μια φάση, την οποία θα διαδεχόταν η επιβολή της συνταγματικής και αντιπροσωπευτικής μοναρχίας και η κατάργηση του υπουργικού δεσποτισμού. Από την αρχή ακόμα της σύγκλησης διαφάνηκε η εξέλιξη της κατάστασης, αφού, αντί να τεθεί σε πρώτη προτεραιότητα το οικονομικό πρόβλημα, τέθηκε ως πρώτο το ζήτημα του θεσμού της Μοναρχίας.

Έντρομος ο βασιλιάς έδωσε διαταγή να σφραγισθεί η αίθουσα συνεδριάσεων και τότε η Τρίτη Τάξη αυτοανακηρύχθηκε «Εθνική Συνέλευση», κατέλαβε την αίθουσα του σφαιριστηρίου και ορκίσθηκε στις 20 Ιουνίου 1789 ότι δεν θα διαλυόταν έως ότου ο βασιλιάς αποδεχόταν το Σύνταγμα. Μέλη των στοών διαδραμάτισαν τότε σημαντικό ρόλο αναλαμβάνοντας ουσιαστική δράση. Η ιδέα της κατάληψης της αίθουσας του σφαιριστηρίου ανήκε στον Μασόνο Γκιλοτίν, πρόεδρος της «Εθνοσυνέλευσης» ήταν ο επίσης μασόνος Μπεϊλύ, ενώ τον όρκο που έδωσαν οι σύνεδροι συνέταξε ο μασόνος Λε Σαπελιέ.

Η Επανάσταση είχε ήδη δρομολογηθεί και στο τέλος Ιουνίου οι εκπρόσωποι της Τρίτης Τάξης είχαν εκλέξει μια επαναστατική επιτροπή, η οποία είχε εγκατασταθεί παράνομα στο Δημαρχείο των Παρισίων (Hotel de Ville) και έδινε την εικόνα μιας Αρχής που περίμενε να παραλάβει τα ηνία του κράτους. Σε αυτή την επιτροπή είχε στρατολογηθεί μια πλειάδα Μασόνων, όπως οι Λασάλ, Τασάν, Ντελότρ, Κουατρεμέρ, Ζανίν, Οσελάν, Γκαράν ντε Κουλόν, Μορό ντε Σαν Μερύ, και Μπεϊλύ. Πρώτο τους μέλημα ήταν να σχηματίσουν μια ένοπλη δύναμη αποτελούμενη από εξεγερμένους αστούς με αρχηγό τον Λασάλ και υπαρχηγό τον Γκολάρ, Μασόνοι και οι δύο.

Εκείνοι το πρωινό της 14ης Ιουλίου έστειλαν αντιπροσωπεία που συναντήθηκε με τον διοικητή της Βαστίλλης ζητώντας του να παραδοθεί, ενώ ήδη είχαν σχεδιάσει την επίθεση εναντίον του φρουρίου. Αρχηγός της εφόδου ήταν ο μασόνος Μορετόν ντε Σαμπριγιάν, ενώ επιμέρους αρχηγοί των τριών ομάδων επιτιθέμενων ήταν οι Μασόνοι Σαντερέ και Παλού (ομάδα Α', συνοικία Σαν Αντουάν), Φουρνιέ (ομάδα Β', συνοικία των Χαλ), και Κασονιέρ (ομάδα Γ', περιοχή Αψίδας του Θριάμβου).

Ο ενορχηστρωτής της όλης επιχείρησης βέβαια δεν ήταν άλλος από τον πρίγκιπα Λουδοβίκο Φίλιππο της Ορλεάνης, ο οποίος μέσα από το παλάτι του υποκινούσε και χρηματοδοτούσε την Επανάσταση, γεγονός που είχε γίνει ευρύτατα γνωστό και είχε καταγγελθεί από όλες τις βασιλικές Αυλές της Ευρώπης. Φαίνεται λοιπόν καθαρά ότι δεν ήταν καθόλου αυθόρμητη και ασχεδίαστη η επίθεση εναντίον της Βαστίλλης και είναι πλέον φανερό με τις εγγυήσεις και τις εντολές ποίου ο διοικητής της την παρέδωσε αμαχητί μαζί με τη φρουρά της στους επαναστάτες.

Την επόμενη ημέρα της παράδοσης της Βαστίλλης η επαναστατική επιτροπή που έδρευε στο Δημαρχείο σχημάτισε την Κομούνα των Παρισίων, με δήμαρχο τον μασόνο Μπεϊλύ, ενώ η ένοπλη δύναμη των αστών μετασχηματίσθηκε σε Εθνική Φρουρά υπό την ηγεσία του Μασόνου Μαρκησίου Λα Φαγιέτ, ο οποίος, έστω και πρόσκαιρα, συγκέντρωσε με αυτό τον τρόπο στα χέρια του τη μόνη αξιόλογη δύναμη εκείνης της εποχής, τη «δύναμη των επαναστατών». Έτσι, μετά τα γεγονότα του Οκτωβρίου τόσο ο βασιλιάς όσο και η Εθνοσυνέλευση ουσιαστικά περιήλθαν στον έλεγχο του Μαρκησίου.

Πολλές στοές μετασχηματίσθηκαν σε επαναστατικές πολιτικές λέσχες, όπως η στοά «Εγκυκλοπαιδική» της Τουλούζης, που έγινε «Εγκυκλοπαιδική Εταιρεία» ή η «Συγκέντρωση των Φίλων», που έγινε «Κέντρο των Φίλων», χωρίς μέσα από αυτή την μετατροπή να χάσουν το τεκτονικό τους πνεύμα, παρότι με τη νέα τους μορφή ήταν πλέον ανοικτές και στους αμύητους. Φρόντισαν πάντοτε να αναγνωρίσουν ως αρχή τους τη Μεγάλη Ανατολή, στην οποία μετά τον αποχριστιανισμό τους και την αποκήρυξη ορισμένων αγίων (τους οποίους αρχικά είχαν ανακηρύξει ως προστάτες), είχαν την πλήρη αναφορά τους.


Αρκετές στοές, όπως η στοά «Παρφέ Ουνιόν» του Μοντομπάν, κάλεσαν τα μέλη τους σε συνεδρίαση προκειμένου να υιοθετήσουν και να υπερασπισθούν όλες τις πράξεις της «Εθνοσυνέλευσης». Ο πρόεδρος της, Μαλεζιό ντε Αμέλ, εγκωμίασε την «ευτυχισμένη επανάσταση που πραγματοποιείται» και ευχαρίστησε τον Μεγάλο Αρχιτέκτονα Του Σύμπαντος που έκανε κάτι τέτοιο δυνατό. Στην ίδια συνεδρίαση ο Κορμπάν ντε Ποντμπριάν ισχυρίσθηκε ότι «η νίκη της ελευθερίας και του πατριωτισμού είναι η πιο πλήρης νίκη του αληθινού τέκτονα».

Η στοά Λα Φιλαντελφίκ των Παρισίων αμέσως μετά την «Πτώση της Βαστίλλης» έστειλε ανοικτή επιστολή προς τη Μεγάλη Ανατολή με την οποία επικροτούσε με ενθουσιασμό την Επανάσταση που προήγαγε το πνεύμα της ισότητας, το οποίο οι ίδιοι εφήρμοζαν από χρόνια στα εργαστήρια τους και ονόμαζε όσα μέλη της είχαν εμπλακεί στις πολιτικές εξελίξεις «verteux citoyens» (Ενάρετους Πολίτες), «bons fleres» (Καλούς Αδελφούς) και «vraies maçons» (Αληθινούς Μασόνους).

Με την επικράτηση, μάλιστα, της Επανάστασης και τους Ευρωπαϊκούς πολέμους που ακολούθησαν, έθεσαν ως στόχο τους την ανατροπή των απολυταρχικών μοναρχιών της εποχής και την ίδρυση φιλελεύθερων και συνταγματικών κυβερνήσεων. Η εξέλιξη της Επανάστασης είναι γνωστή, θεωρώντας ενδεικτικά για τον ρόλο των στοών τα παραδείγματα που δώσαμε και θέλοντας να απαντήσουμε σε μια ερώτηση που είναι πιθανόν να τεθεί.

Όσοι έχουν μελετήσει την ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης πιθανώς να αναρωτηθούν πώς είναι δυνατό οι Μασονικές στοές να συνέβαλαν σε ένα εγχείρημα κατά το οποίο πολλά από τα μέλη τους, μεταξύ των οποίων και ο Μεγάλος Διδάσκαλος της Μεγάλης Ανατολής της Γαλλίας, πρίγκιπας Λουδοβίκος Φίλιππος, έπεσαν θύματα των επαναστατών, συχνά μάλιστα καρατομούμενοι. Θα απαντήσουμε με ένα πολύ γνωστό παράδειγμα από την Ιστορία. Δεν μπορεί κανείς να ισχυρισθεί ότι οι Γιρονδίνοι δεν διαδραμάτισαν κανέναν ρόλο στη Γαλλική Επανάσταση, επειδή αργότερα εκκαθαρίσθηκαν από τους Ιακωβίνους.

Οπωσδήποτε οι Μασονικές στοές δεν είχαν ως μοναδικό και κύριο σκοπό τους την Επανάσταση, ωστόσο πολλά από τα μέλη τους είχαν αφιερωθεί ολόψυχα στην ολοκλήρωση αυτού του έργου και με τη βοήθεια των στοών και του μεταξύ τους ισχυρού συνδέσμου συνέβαλαν συχνά στην επίτευξη δύσκολων στόχων των επαναστατημένων. Άλλωστε, αν ορισμένοι Μασόνοι εκκαθαρίσθηκαν από άλλους, τέκτονες ή μη, κατά τη διάρκεια των γεγονότων, είναι ένα ερώτημα που αφορά αποκλειστικά την επαναστατική διαλεκτική.

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

ΓΕΝΙΚΑ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ 

Καμία άλλη περίοδος της ιστορίας της Γαλλίας δεν ήγειρε τόσες αμφιγνωμίες όσες η Επανάσταση του 1789, ήταν και παραμένει αμφισβητούμενη. Απόδειξη αποτελεί ο πρόσφατος εορτασμός της Διακοσιοστής Επετείου και οι συνακόλου­θες πολεμικές. Αυτό συμβαίνει ασφαλώς επειδή επηρεαζόμαστε ακόμη από τα γεγονότα, επειδή τη θεωρούμε μια πορεία που δεν έχει ολοκληρωθεί, που συνε­χίζεται και σήμερα ακόμη με τις επικλήσεις στα δικαιώματα του ατόμου (εί­ναι ο μοναδικός όρος που καλύπτει τόσο τις γυναίκες όσο και τους άνδρες) και στην ελευθερία, θεμελιώδεις αρχές του δικαίου στις Ευρωπαϊκές δημοκρα­τίες.

Η Γαλλική Επανάσταση έμαθε, μεταξύ άλλων, στους λαούς ότι δεν αρκεί να κατακτούν την ελευθερία, αλλά ότι χρειάζονται πολυετείς συγκρού­σεις για να μάθουν να συγκροτούν κοινότητα. Η έννοια των δικαιωμάτων και της ελευθερίας, καρπός της επαναστατικής δί­νης, έθεσε σε λειτουργία ένα μηχανισμό αντίληψης του "εγώ", το άτομο αποβαίνει πρόσωπο, και αυτό ανήκει σε ένα γένος, σε ένα φύλο συνεπώς, η γυναίκα διεκδικεί τα προσήκοντα στο φύλο, τη λειτουργία και τη θέση που θέλει να καταλάβει στη νεοσύστατη κοινωνία δικαιώματα.

Οι γυναίκες θα χρησίμευαν σύντομα ως "άλλοθι", έπειτα κατηγορήθηκαν για "κατάχρηση" της ελευθερίας και απέβησαν τα πραγματικά θύματα της επαναστατικής τραγωδίας, για­τί κατέκτησαν όλα τα δικαιώματα και τα απώλεσαν μόλις λυτρώθηκαν από τη δουλεία της μοναρχίας, όπου διέθεταν, ωστόσο, ορισμένα κεκτημένα δικαιώ­ματα. Υποτάχθηκαν στην απόλυτη κυριαρχία των συζύγων, οι οποίοι, ανα­τρέποντας το βασιλέα, εγκαθίδρυσαν μιαν ακόμη πιο καταπιεστική για τις γυ­ναίκες Αυτοκρατορία.

Οι εορτασμοί του 1989 κεντρίζουν το ενδιαφέρον για κάποιους παραλληλισμούς μεταξύ της Επανάστασης του 1789 και του τέλους του αιώνα μας, μέσω της ανάλυσης, κυρίως, των διαφορών μεταξύ γυναικείου και ανδρικού "δικαιώμα­τος". Η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων της Γυναίκας της Olympe de Gouges (1791), η οποία επιθυμούσε να αναθεωρήσει, από επαναστατικής σκοπιάς, την κοινωνία, ιδωμένη διακόσια περίπου χρόνια αργότερα, πιστοποιεί τη σταθερή έλλειψη μιας κοινωνικής ιστορίας των γυναικών από την εποχή της Επανάστα­σης.


ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Υποβάλλοντας στη Γαλλική εθνοφρουρά την ιδέα να πάνε να πάρουν το βασιλέα από τις Βερσαλλίες και να τον φέρουν στο Παρίσι, σκέφτηκαν να παραλύσουν επί διήμερο τον ανεφοδιασμό του Παρισιού, πριν ρίξουν τις γυναίκες στην έφοδο εναντίον των Βερσαλλιών, με τον υπολογισμό ότι δεν θα χτυπούσαν γυναίκες. Τη Δευτέρα, 5 Οκτωβρίου 1789, 5.000- 6.000 γυναίκες βάδισαν κατά των Βερσαλλιών, με τις γυναίκες της αγοράς επικεφαλής (ακολουθούσαν οι άνδρες) οι πιο νέοι είχαν μεταμφιεστεί σε γυναίκες.

Λασπωμένες, μουσκεμένες από τη βροχή και τον ιδρώτα, καταπονημένες, μεθυσμένες, γυναίκες των κατωτέρων στρωμάτων οι περισσότερες, εξαπέλυαν απειλές κατά της Μαρίας Αντουανέτας. Στην ουσία, 100 - 150 μανιασμένες γυναίκες έγραφαν την ιστορία. Με την καθοδήγηση του Maillard, οι γυναίκες των οδών Pélican και Porcherons χλεύαζαν τις αστές, τις πιστές, όσες γυναίκες απέσπασαν από την αγκαλιά του άντρα τους, ή τις νοικοκυρές που είχαν επιστρατευτεί βίαια, όταν δεν τις είχαν κιόλας χτυπήσει ή απειλήσει ότι θα τις κουρέψουν.

Οι γυναίκες που συγκε­ντρώθηκαν στο Palais - Royal ακκίζονταν με τους στρατιώτες του συντάγμα­τος της Φλάνδρας. Μια άγνωστη μοίραζε σκούδα και χρυσά λουδοβίκεια. Πολλές γυναίκες και άντρες οπλισμένοι με 700 περίπου τουφέκια που είχαν κλέψει οι επικεφαλής από τα οπλουργεία της περιοχής του Δημαρχείου, λόγχες, πελέκεις, γάντζους, σιδερένιους λοστούς, κατέλαβαν την εθνοσυνέλευση που έδρευε τότε στο Hôtel des Menus­Plaisirs.

Οι βουλευτές πάσχιζαν να κατευνάσουν τις γυναίκες που τους έσπρωχναν, τους αγκάλιαζαν, τους έβριζαν, έβγαζαν τα ρούχα τους για να τα στεγνώσουν, ξάπλωναν στα έδρανα, έκαναν εμετό, τραγουδούσαν και φωνασκούσαν : "Κάτω ο κλήρος, όχι τόσα λόγια, ψω­μί, το κρέας στα έξι σολδία". Τέλος, γύρω στις έξι, ο βασιλέας δέχτηκε αντιπροσωπεία πέντε έξι γυναικών, με επικεφαλής τη Louise Chabry, η οποία δεν προερχόταν, φυσικά, από τις τάξεις τους, δεδομένου ότι δούλευε σε εργαστήριο γλυπτικής και ήταν προι­κισμένη με μοναδική ευαισθησία, και η οποία "αισθάνθηκε άσχημα" όταν την παρουσίασαν στο βασιλέα.

Ο βασιλέας τους πρόσφερε κρασί και άκουσε τι είχαν να του πουν. Η Louise Chabry ζήτησε από το βασιλέα αυτό που ζητού­σαν όλες αυτές οι γυναίκες, ψωμί και τρόφιμα για το λαό, ενώ η Louison και η Rosalie, πωλήτριες ψαριών στην αγορά Saint - Paul, ζητούσαν ουρλιάζοντας το κεφάλι της Μαρίας Αντουανέτας. Οι υπόλοιπες γυναίκες, ελά­χιστες συγκριτικά με τις αγοραίες, επιδείκνυαν τελείως διαφορετική συμπερι­φορά. Αν ο Burke επιρρίπτει το δημόσιο όνειδος στις γυναίκες, για τα γεγονότα του Οκτωβρίου του 1789 στις Βερσαλλίες, λησμονεί ότι οι γυναίκες αυτές ενήργησαν αυθόρμητα κινητοποιημένες από τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης τους.

Το μόνο που επιδίωκαν, τις ημέρες των Βερσαλλιών, ήταν να ξαναφέρουν στο Παρίσι το πολυτιμότερο αγαθό, το ψωμί. Στο πρόσωπο του Βασιλέα, της Βασί­λισσας και του Δελφίνου αναζητούσαν "το φούρναρη, τη φουρνάρισσα και το μικρό παραγιό". Ωστόσο, κατά τον εορτασμό της 10ης Αυγούστου 1793, ήγειραν μιαν αψίδα θριάμβου προς τιμή των "ηρωίδων" των ημερών του Οκτωβρίου. Κάθε φορά που ο λαός ζητά ψωμί ή μείωση της τιμής του, οι γυναίκες βρίσκο­νται στην πρώτη γραμμή και προτείνουν πρώτες τα στήθη τους στην αναπόφευ­κτη καταστολή.

Εξάλλου, οι γιατροί διαπίστωσαν πολλές παθήσεις στα παιδιά και στις γυναίκες που οφείλονταν στον τρόμο. Πολυάριθμες ήταν και οι αποβο­λές που σημειώθηκαν. Στο τέλος του 18ου αιώνα, μόνο το 16 - 18 % του Γαλλικού πληθυσμού ζούσε στις πόλεις. Δεκατέσσερις χιλιάδες νεόφερτοι προστίθενται κάθε χρόνο στον πληθυσμό της πρωτεύουσας (οι Γάλλοι ανέρχονται σε 28 εκατομμύρια έναντι 9 εκατομμυρίων των Άγγλων και 7 εκατομμυρίων των Ρώσων). Περίπου 20 εκατομ­μύρια χωρικοί, εκ των οποίων 10 εκατομμύρια γυναίκες. Το 80 % των κατοίκων είναι αναλφάβητοι.

Επί του 20 % των εγγραμμάτων, πρέπει να σημειωθεί ότι οι γυναίκες συγκαταλέγονται στους πλέον "καλλιεργημένους". Είκοσι χιλιάδες νεροκουβαλητές, άνδρες και γυναίκες, κυκλοφορούν στους 900 δρόμους του Πα­ρισιού εν μέσω 200.000 γατών και άλλων τόσων σκύλων, οι Γάλλοι όμως πίνουν κατά μέσο όρο 122 λίτρα κρασί ετησίως και κατ' άτομο, ενώ τρώνε τρεις φορές περισσότερο ψωμί απ' ό,τι στην Αγγλία. Είναι το μόνο που υπάρχει, και αυτή η κατάσταση δεν είναι καινούρια. Πριν από την Επανάσταση, ξέσπασαν περισ­σότερες από τριακόσιες εξεγέρσεις.

Στην Grenoble, στις 7 Ιουνίου 1788, κατά την εξέγερση που ονομάστηκε "ημέρα των κεραμιδιών", γιατί οι γυναίκες, εξοργισμένες, τα εκσφενδόνιζαν στη φρουρά, ο Stendhal άκουσε μια ηλικιω­μένη γυναίκα να λέει, "επαναστατώ" πεινούσε. Και τα ελάχιστα χρήματα που απέμεναν στους Γάλλους έχασαν την αξία τους μόλις εμφανίστηκαν, τον Νοέμ­βριο του 1789, τα χρεόγραφα ή τραπεζογραμμάτια που ανταλλάσσονταν κατά τον εξής τρόπο 50 λίβρες σε νομίσματα αντιστοιχούσαν σε 100 λίβρες σε τρα­πεζογραμμάτια. Οι γυναίκες συμμερίζονταν τα επαναστατικά ιδανικά των ανδρών.


Ελάχιστες πολέμησαν, αλλά στους πολέμους της Vendée η συμμετοχή τους ήταν μαζικό­τερη (μερικές εκατοντάδες), κυρίως βασιλικές, που πάσχιζαν να σωθούν από τους "γαλάζιους" (δημοκρατικούς), υπό τον Turreau, ο οποίος ήθελε "να εξοντώσει κάθε άτομο, ασχέτως ηλικίας και φύλου, που είχε συμμετάσχει στον πόλεμο". Πραγματική γενοκτονία, ο πόλεμος της Vendée θα αποκαλύψει τον εντυπωσια­κό ηρωισμό των γυναικών και το σθένος τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι "γυναίκες του πολέμου" δεν απαλλάχτηκαν ποτέ από τη συζυγική εξάρτηση και ότι χρειάστηκε να προσαρμοστούν στην επιδει­νούμενη καθημερινή τους δουλεία.

Η "ενάρετη δημοκρατία" του Ροβεσπιέρου εξάρθρωσε τα πάντα, οι ιερόδουλες αποπέμφθηκαν από τους δρόμους του Παρισιού, οι γυναίκες ξαναμαζεύτηκαν στα σπίτια τους. Ελάχιστες ήταν οι εξαιρέσεις που διέφυγαν τον εξοστρακι­σμό από κάθε δημόσια ζωή, οι θεές του Λόγου, όπως ονομάστηκαν από τη νέα κρατική θρησκεία, είχαν αποβεί, σε ολόκληρη τη Γαλλία, ιέρειες της νέας "λατρείας του ύψιστου Όντος". Κατά την περίοδο αυτή, υιοθετήθηκε και το επαναστατικό ημερολόγιο του Fahre d' Eglantine.

Όσο για τις υπό την ηγεσία της Aspasie "πλέκτριες", που αποκλήθηκαν έτσι λόγω της συνήθειας τους να πλέκουν κατά τις εκτελέσεις, η συμπεριφορά αυτή δεν συνιστά ασφαλώς μαρτυρία υπέρ της ευαισθησίας τους, αλλά δικαιολογεί­ται ως άσκηση του πατριωτικού τους καθήκοντος να εργάζονται αδιάκοπα για τα υποκείμενα σε παντοίες στερήσεις στρατεύματα. Τους καταλογίζουν τη "σκληρότητα" με την οποία χτυπούσαν τις "θρησκόληπτες" που επέμεναν να πα­ρακολουθούν τη λειτουργία αντιφρονούντων κληρικών και όσες αρνιόνταν να φο­ρέσουν την τρίχρωμη κονκάρδα.

Ωστό­σο, η Εθνοσυνέλευση ψηφίζει, στις 21 Σεπτεμβρίου 1793, "οι γυναίκες που δεν φορούν την τρίχρωμη κονκάρδα θα τιμωρούνται, την πρώτη φορά με φυλάκι­ση 8 ημερών, σε περίπτωση υποτροπής, θα χαρακτηρίζονται ''ύποπτες". Πρόκει­ται για συγκαλυμμένη αναγγελία αναπότρεπτης καταδίκης σε θάνατο. Η ουσιαστική δράση αλληλεγγύης των γυναικών υπέρ των φτωχών και των στρα­τιωτών έσωσε πολλές ζωές. Δημιούργησαν κέντρα μέριμνας, κυρίως στο Παρίσι, τα οποία λειτούργησαν ώς το 1870.

Από το 1790 οι γυναίκες ήταν θύματα ε­νός πασιφανούς και παράδοξου φοβερού μισογυνισμού γιατί τους δίδασκαν "επαναστατική" συμπεριφορά και, όταν συναντούσαν άρνηση, την απέδιδαν στην "αδυναμία και την τάση των γυναικών να παρασύρονται σε αδικήματα". Άγονταν και φέρονταν -έλεγαν- από τους κληρικούς, οι γυναίκες είναι αδύναμα πλάσματα τα οποία χειραγωγούνται από τους κληρικούς, αυτό ακουγόταν παντού.

Αντίθετα με ό,τι πιστεύεται, η Επανάσταση επέφερε ελάχιστες μόνο αλλαγές στη γυναικεία μονάδα, μόνο ευρεία χρήση των εθνικών χρωμάτων (υφάσματα, υποδήματα, κορδέλες, καπέλα), το σακάκι "à la Carmagnole" ή τις αντεπαναστατικές μόδες των αριστοκρατών μετά την Τρομοκρατία, "à la guillotine ή "à la victoire" που δεν είχαν μεγάλη διάρκεια και συνέχεια. Επικρατεί, από το 1780, η απλότητα και από το 1790 μια τάση για την "ποι­μενική" μόδα, δανεισμένη από την περιβολή των ανθρώπων του λαού.

Στον τομέα των τεχνών, με διάταγμα της Συμβατικής το 1791 τα θεάματα απο­βαίνουν ελεύθερα. Αμέσως σε 60 παρισινά θέατρα -από τα οποία δεν λειτουρ­γούσε κανένα κατά την Τρομοκρατία- ανεβάστηκαν 250 έργα 140 συγγραφέων, ανάμεσα στους οποίους πολλές γυναίκες. Πιστεύεται ότι οι γυναίκες έγραψαν κατά την Επανάσταση 900 περίπου θεατρικά έργα εμπνευσμένα από τα γεγονότα και τις διεκδικήσεις τους. Η Επανάσταση αύξησε το πνεύμα της δημιουργικής ανεξαρτησίας στις γυναίκες.

Ίσως αυτό να είναι και το μόνο κέρδος τους που διατηρήθηκε και μετά την Επανάσταση, και άνοιξε το δρόμο για τη Georges Sand ή τη Marie d' Agoult. Επίσης, πολλές ασχολήθηκαν με την πολιτική της εποχής τους (Madame de Staël) ή άσκησαν κριτική στην εποχή τους (Madame de Duras, η οποία είπε, "αυτή η αδυσώπητη κοινωνία με καθιστούσε υπεύθυνη για το κακό που η ίδια έκανε"), ενώ άλλες άφησαν γραπτά σε όλους τους τομείς του πνεύματος, στην επιστήμη, την εκπαίδευση, όπως φαίνεται από τα έργα της κόμισσας de Genlis.

Στο τέλος της Επανάστασης, οι γυναίκες γνώριζαν τι απέμενε ακόμη να κατα­κτηθεί, είχαν αποκτήσει την εμπειρία των αγώνων που έπρεπε να δώσουν. Η συμβολή τους στην Επανάσταση ήταν πολύ πιο σημαντική απ' ό,τι αφήνει να φανεί η μυθιστοριογραφία. Χρειάζεται ακόμη καιρός για να συνταχθεί μια πραγματική ιστορική μελέτη της συνεισφοράς των γυναικών, όχι μόνο όσον αφορά την Επανάσταση και τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά και την κοινωνική ιστορία της Γαλλίας.


ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ

Άρθρο 1 - Η Γυναίκα γεννιέται ελεύθερη και νομικά ίση με τον άνδρα. Οι κοινωνικές διακρίσεις δεν μπορούν να εδραιώνονται παρά στην κοινή ωφέλεια.

Άρθρο 2 - Σκοπός κάθε πολιτικής ένωσης είναι η διαφύλαξη των φυσικών και απαράγραφων δικαιωμάτων της γυναίκας και του άνδρα, τα δικαιώματα αυτά είναι η ελευ­θερία, η ιδιοκτησία, η ασφάλεια και, κυρίως, η αντίσταση στην καταπίεση.

Άρθρο 3 - Η αρχή της κυριαρχίας εδράζεται κυρίως στο έθνος, που είναι η ένωση γυναί­κας και άνδρα, κανένα σώμα, κανένα άτομο δεν δύναται να ασκήσει εξουσία που δεν απορρέει σαφώς από αυτό.

Άρθρο 4 - Ελευθερία και δικαιοσύνη είναι η απόδοση της ιδιοκτησίας στο δικαιούχο, έτσι, η άσκηση των φυσικών δικαιωμάτων της γυναίκας δεν έχει άλλα όρια από τη διαρκή τυραννία που της επιβάλλει ο άνδρας - τα όρια αυτά πρέπει να αναθεωρηθούν από τους νόμους της φύσης και του λόγου.

Άρθρο 5 - Οι νόμοι της φύσης και του λόγου απαγορεύουν οποιαδήποτε ενέργεια είναι επιζήμια για την κοινωνία, ό,τι δεν απαγορεύεται από τους νόμους της ανθρώπινης σοφίας και τους θείους νόμους επιτρέπεται και κανείς δεν μπορεί να εξαναγκασθεί να κάνει κάτι που αυτοί δεν προστάζουν.

Άρθρο 6 - Ο νόμος πρέπει να αποτελεί έκφραση της γενικής βούλησης, όλες οι Πολίτιδες και όλοι οι Πολίτες πρέπει να συμβάλλουν προσωπικά ή μέσω εκπροσώπων στη διαμόρφωση του, πρέπει να είναι ίδιος για όλους, όλες οι πολίτιδες και όλοι οι πολίτες, ίσοι ενώπιον του νόμου, πρέπει να έχουν πρόσβαση σε όλα τα αξιώματα, τις θέσεις και τα δημόσια λειτουργήματα, ανάλογα με τις ικανότητες τους, και χωρίς διακρίσεις άλλες από την αρετή και το ταλέντο τους.

Άρθρο 7 - Καμία γυναίκα δεν εξαιρείται, κάθε κατηγορία, σύλληψη ή κράτηση σε βάρος γυναικών υπόκειται στο νόμο. Οι γυναίκες οφείλουν να υπακούουν, όπως και οι άνδρες, στον απαράβατο αυτό νόμο.

Άρθρο 8 - Ο νόμος οφείλει να ορίζει τις αυστηρά και σαφώς αναγκαίες ποινές και οι άνθρωποι τιμωρούνται μόνο δυνάμει θεσπισμένου και δημοσιευμένου πριν από το παράπτωμα νόμου, ο οποίος ισχύει και για τις γυναίκες.

Άρθρο 9 - Για οποιαδήποτε γυναίκα κριθεί ένοχη, ασκείται κάθε δίωξη προβλεπόμενη από το νόμο.

Άρθρο 10 - Κανείς δεν μπορεί να ενοχληθεί για τις βασικές του ιδέες, η γυναίκα έχει το δικαίωμα να ανέβει στο ''ικρίωμα'' πρέπει επίσης να διαθέτει και το δικαίωμα να ανέβει στο βήμα, υπό την προϋπόθεση ότι οι εκδηλώσεις αυτές δεν θα διαταράσσουν τη δημόσια τάξη που προβλέπεται από το νόμο.

Άρθρο 11 - Η ελεύθερη διάδοση των σκέψεων και των γνωμών συγκαταλέγεται στα πολυτιμό­τερα δικαιώματα της γυναίκας, εφόσον η ελευθερία αυτή διασφαλίζει τη νομι­μότητα του πατέρα προς τα τέκνα του. Κάθε πολίτες μπορεί να λέει ελεύθερα: είμαι μητέρα τέκνου το οποίο σας ανήκει, χωρίς να υποχρεώνεται από απάνθρω­πες προκαταλήψεις να κρύψει την αλήθεια. Μοναδική εξαίρεση υπέρβασης αυτής της ελευθερίας αποτελούν οι περιπτώσεις που προβλέπονται από το νόμο.

Άρθρο 12 - Η εγγύηση των δικαιωμάτων της γυναίκας συνεπάγεται μείζονα χρησιμότητα, η διασφάλιση αυτή πρέπει να ισχύει προς όφελος όλων, και όχι για την ιδιαί­τερη ωφέλεια αυτών στις οποίες παρέχεται.

Άρθρο 13 - Για τη διατήρηση του στρατού και τις διοικητικές δαπάνες οι συνεισφορές γυναικών και ανδρών είναι ίσες, η γυναίκα συμμετέχει σε όλες τις εργασίες, σε όλα τα κοπιαστικά έργα, πρέπει, επομένως, να έχει τα ίδια δικαιώματα στη διανομή θέσεων, απασχολήσεων, καθηκόντων, αξιωμάτων και επαγγελμάτων.

Άρθρο 14 - Οι πολίτιδες και οι πολίτες έχουν το δικαίωμα να εξελέγχουν, είτε αυτοπρο­σώπως είτε μέσω εκπροσώπων, την αναγκαιότητα δημόσιας συμβολής. Οι πολί­τιδες πρέπει να συμμετέχουν, σε βάση ισότητας, όχι μόνο στην περιουσία, αλ­λά και στη δημόσια διοίκηση και στο δικαίωμα καθορισμού του μεριδίου, της βάσης, της είσπραξης και της διάρκειας των φόρων.

Άρθρο 15 - Οι γυναίκες που καταβάλλουν, όπως και οι άνδρες, φόρους έχουν το δικαίωμα να ελέγχουν τους δημόσιους υπαλλήλους στην άσκηση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 16 - Η κοινωνία στην οποία δεν διασφαλίζεται η εγγύηση των εξουσιών ή ο σαφής διαχωρισμός τους δεν διαθέτει σύνταγμα, το σύνταγμα είναι ανύπαρκτο, εφό­σον η πλειοψηφία των ατόμων που συνθέτουν το έθνος δεν έχει συμμετάσχει στην σύνταξη του.

Άρθρο 17 - Η ιδιοκτησία και των δύο φύλων, από κοινού ή χωριστή, αποτελεί αναφαίρετο και ιερό δικαίωμα, κανείς δεν μπορεί να στερηθεί το δικαίωμα, ως γνήσιο κληροδότημα της φύσης, εκτός αν πρόκειται για γενική αναγκαιότητα, νόμιμα επακριβωμένη και εύλογα απαιτούμενη, και υπό την προϋπόθεση δίκαιης προκαταβαλλόμενης αποζημίωσης.


Στα πολιτικά τους αιτήματα οι γυναίκες ζητούσαν το δικαίωμα ψήφου, το οποίο στο νέο Σύνταγμα αποτελούσε αποκλειστικό δικαίωμα των ανδρών. Διατυπώθηκαν και πολλά άλλα αιτήματα από τα οποία λίγα εισακούστηκαν ενώ τα περισσότερα αγνοήθηκαν. Η Εθνοσυνέλευση δεν έδινε καν απάντηση. Υπενθυμίζεται ότι, στις 2 Σεπτεμβρίου 1791, η Συντακτική Εθνοσυνέλευση ενέκρινε ομόφωνα το ακόλουθο ψήφισμα ''εκπόνηση κοινού σε όλο το βασίλειο κώδικα αστικών νόμων''. Η νομοθετική ενοποίηση ήταν ορθό μέτρο. Κατά την περίοδο της Αυτοκρατορίας, η νομοθεσία ποίκιλλε από επαρχία σε επαρχία, από πόλη σε πόλη.

Πάντα υπό την επιρροή του J.J. Rousseau, οι πάντες μιλούσαν για το "φυσικό δικαίωμα". Απλοποιημένη στο έπακρο, η νομοθεσία έπρεπε να βασίζεται στο "φυσικό δικαίω­μα" και να εφαρμόζεται για όλους. Η σύνταξη του "κώδικα της Φύσης που διέπεται από το Λόγο και διασφαλίζεται από την Ελευθερία" ανατέθηκε στον Cambacérès. Σιγά σιγά, στα τέλη του 1799, το έθνος έφτασε να διαθέτει Αστικό Κώδικα. Υπό την επίδραση του Ναπολεόντειου Κώδικα, οι νόμοι περί διαζυγίου μετα­βλήθηκαν υπέρ των ανδρών. Δεν ετίθετο πλέον θέμα ισότητας στην εκπαίδευση και, τουλάχιστον όσο το Σύνταγμα παρέμενε ανενεργό, κάθε ελπίδα των γυναι­κών για πολιτικά δικαιώματα εξανεμίστηκε.

Το 1810, οι γυναίκες, όχι μόνο δεν έχουν διατηρήσει τίποτε από τα κεκτημέ­να κατά την Επανάσταση, αλλά υφίστανται και εξοστρακισμό για μια συμπερι­φορά που, άλλοτε, προξενούσε θαυμασμό. Η μεταμφίεση τους σε άνδρες κατά την Επανάσταση ήταν απόδειξη πατριωτισμού, ενώ κατά την Αυτοκρατορία η στάση αυτή "είναι πρόξενος ύβρεων, προσβολών και, ανάλογα με τις περιστά­σεις, παρέχει προσχήματα για επιθέσεις κατά των προθέσεων αλλά και των ηθών", γράφει στις 24 Σεπτεμβρίου 1818 ο κόμης Decazes, υφυπουργός Εξωτερικών τότε αρμόδιος και για τη Γενική Αστυνομία.

Όταν έγινε Πρώτος Ύπατος, ο Βοναπάρτης δεν επιδίωξε την σύνταξη του κώ­δικα της φύσης, ούτε τη νομοθέτηση του ανθρωπισμού. Ήθελε να επιτύχει το σκοπό του το ταχύτερο δυνατό και, για να παρωθήσει τα μέλη του συμβου­λίου στα οποία είχε ανατεθεί το προσχέδιο του Κώδικα, προήδρευσε ο ίδιος 57 συνεδριάσεων επί των 104 του Συμβουλίου, όπου επέβαλε τις προσωπικές του ιδέες για τη σύνταξη των κεφαλαίων που αφορούσαν το γάμο και το δια­ζύγιο. Ο Ναπολεόντειος Κώδικας κωδικοποίησε ό,τι προϋπήρχε των γραπτών νόμων, και εμπεριείχε το κανονιστικό δίκαιο, όπως και το αστικό, πριν θεσμοθετη­θούν.

Καμία νομοθεσία δεν ήρε την υποχρέωση υπακοής της γυναίκας στο σύζυ­γο της, αντίθετα, η υποχρέωση του άνδρα να παρέχει στη γυναίκα του "τα απαραίτητα" αποτελεί ευφημισμό και αναποτελεσματική προστασία. Στο κεφάλαιο περί ιδιοκτησίας, οι γυναίκες θεωρούνταν ανήλικα άτομα, τους απαγορευόταν να συνάψουν συμβόλαια χωρίς τη συγκατάθεση του συζύγου ή του πατέρα τους και στερούνταν του δικαιώματος ελέγχου ή αντίθεσης για τις πράξεις στις οποίες προέβαινε ο σύζυγος, ο οποίος, σύμφωνα με τον Κώδικα, μπορούσε να διαθέσει τα του οίκου του, χωρίς το φόβο ότι η γυναίκα του θα πρόβαλε αντίρρηση.

Οι γυναίκες όφειλαν να αποδεχτούν όλα ανεξαιρέτως τα προ του γάμου χρέη του συζύγου, ενώ η ρύθμιση των προσωπικών τους οφειλών δεν ήταν τόσο ευ­νοϊκή. Δεν μπορούσαν να εναγάγουν τρίτο ή να υπερασπιστούν τον εαυτό τους χωρίς την έγκριση του συζύγου. Αδυνατούσαν να αποδεχτούν κληρονομιά ή δωρεά, να πουλήσουν ή να υποθηκεύσουν. Δεν μπορούσαν να βγουν από τη χώ­ρα, ούτε για μικρό διάστημα, χωρίς την άδεια του συζύγου. Σε αντάλλαγμα, όμως, οι νομοθέτες προστάτευσαν τις γυναίκες από τους πειρασμούς της απι­στίας επιτρέποντας στους συζύγους να διαβάζουν την αλληλογραφία τους.

ΓΑΛΛΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΕΛΛΑΔΑ 

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑ

Η Γαλλική Eπανάσταση το 1789 αποτελεί το ορόσημο της νεότερης Ευρωπαϊκής ιστορίας. Διέλυσε τους θεσμούς του "παλαιού καθεστώτος" στη Γαλλία και αναστάτωσε το πολιτικό και κοινωνικό status quo ανά την Eυρώπη. Διέδωσε τις ιδέες του φιλελευθερισμού (liberalism) και την αρχή των εθνοτήτων (nationalism). Στενά συνδεμένη με το Διαφωτισμό, η Γαλλική Eπανάσταση επηρέασε τις εξελίξεις στον Ελληνικό χώρο κατά τρόπο καθοριστικό και βρέθηκε στον αντίποδα της Ρωσικής επιρροής, καθώς η τελευταία στηριζόταν σε παραδοσιακούς συνδετικούς κρίκους όπως η Ορθοδοξία, ενώ η Γαλλική στηρίχθηκε στις νέες, πανευρωπαϊκής εμβέλειας αρχές του Διαφωτισμού.

Από πλευράς διανόησης, οι διδασκαλίες των Γάλλων φιλοσόφων του Διαφωτισμού και η Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου βρίσκουν ουσιαστική απήχηση σε κορυφαίους διανοούμενους της προεπαναστατικής Ελλάδας. Όμως οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης διείσδυσαν και στα λαϊκά στρώματα. Oι Έλληνες ναυτικοί, διασπώντας τον αποκλεισμό των Γαλλικών λιμανιών από τον Αγγλικό στόλο για να μεταφέρουν τρόφιμα στις Γαλλικές φρουρές, μυούνται στις νέες ιδέες, τις οποίες διαχέουν στην πατρίδα τους.

Tο νέο αυτό καθεστώς οριστικοποιήθηκε μέσα από την κρατική οργάνωση του Ναπολέοντα. Μεγάλες ήταν οι ελπίδες που γέννησαν μεταξύ των Ελλήνων και των άλλων σκλαβωμένων λαών οι επιτυχίες του Γαλλικού στρατού στην Αδριατική, η θριαμβευτική προέλαση του Ναπολέοντα στην Ιταλία, η ανατροπή των απολυταρχικών καθεστώτων και η εγκαθίδρυση λαϊκής κυριαρχίας, η κατάλυση της αριστοκρατικής "Γαληνοτάτης Δημοκρατίας" και βέβαια η απόβαση του δημοκρατικού Γαλλικού στρατού στα Επτάνησα.

Όταν μάλιστα ο Ναπολέων βρισκόταν στην Τεριέστη για τις διαπραγματεύσεις που κατέληξαν στη συνθήκη του Campo Formio, μέλη της εκεί Ελληνικής παροικίας ήρθαν σε επαφή μαζί του. Oι βλέψεις του Ναπολέοντα στην Ανατολή θα εξυπηρετούνταν από μια Ελληνική εξέγερση· γι' αυτό οι επαφές και οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν και μέσω άλλων ενδιάμεσων. Tο 1797 - 1798 δύο Γάλλοι πολίτες Ελληνικής καταγωγής, οι Δήμος και Νικόλαος Stephanopoli, αποβιβάστηκαν στην Πελοπόννησο για να εξετάσουν τις προοπτικές μιας Ελληνικής εξέγερσης.


Σύμφωνα με τη μαρτυρία τους, βρήκαν μεγάλη ανταπόκριση μεταξύ των Ελλήνων για μια Γαλλική ανάμειξη στην υπόθεσή τους και τις κοινωνικές αλλαγές που αυτή θα επέφερε. Επιπλέον, η Ελληνική παροικία της Μασσαλίας αποτέλεσε δίαυλο διάδοσης των δημοκρατικών πολιτικών πεποιθήσεων στην Ελλάδα. H επιρροή του Γαλλικού φιλελεύθερου πνεύματος αφενός και της Ρωσίας για προσήλωση στις παραδόσεις και την Ορθοδοξία αφετέρου επηρέασαν την πορεία προς την επανάσταση αλλά και τα μετέπειτα βήματα του Ελληνικού κράτους.

ΓΑΛΛΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΡΡΟΗ ΣΤΑ ΕΠΤΑΝΗΣΑ

Μετά την κατάλυση της Δημοκρατίας της Βενετίας από το Ναπολέοντα, τα νησιά του Ιονίου πέρασαν στη Γαλλική κυριαρχία. Στις 27 Ιουνίου 1797 ο Γαλλικός στόλος έφτασε στην Κέρκυρα. Όλες οι πολιτικές και θρησκευτικές αρχές καθώς και πλήθος κόσμου υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό τους Γάλλους. Tους προσέφεραν μάλιστα ένα αντίτυπο της Οδύσσειας. Tο έδαφος για την ενθουσιώδη υποδοχή των Γάλλων είχε προετοιμαστεί κατάλληλα στα Ιόνια νησιά μέσα από τη δράση νεαρών Κερκυραίων Ιακωβίνων και την ίδρυση από το Γάλλο πρόξενο στη Ζάκυνθο των δημοκρατικών συλλόγων των "Καρμανιόλων".

Λίγο μετά την εγκατάστασή τους οι Γάλλοι έκαψαν σε δημόσια τελετή τη "Χρυσή Βίβλο" και κατάργησαν όλα τα προνόμια των αριστοκρατών. Tο δέντρο της ελευθερίας φυτεύτηκε σε κεντρικές πλατείες και επαναστατικά τραγούδια όπως η "Μασσαλιώτιδα" και η "Καρμανιόλα" ακούγονταν είτε στο πρωτότυπο είτε σε Ελληνική παραλλαγή. Ακούγονταν μάλιστα τα πατριωτικά θούρια του Ρήγα και του δημοκράτη Ζακυνθινού ποιητή Αντώνιου Μαρτελάου. Tο έτος 1797 ανακηρύχθηκε ως το πρώτο έτος Ελληνικής ελευθερίας.

Παρότι οι επίσημες θρησκευτικές αρχές είχαν δηλώσει ότι το μήνυμα της επανάστασης ήταν σύμφωνο με το ευαγγέλιο, δεν έλλειψαν ακραίες προτάσεις για κατάργηση του Χριστιανισμού και ανασύσταση της αρχαίας θρησκείας. O οικουμενικός πατριάρχης βέβαια σε εγκύκλιο του συμβούλευε τους πιστούς να στραφούν εναντίον των καταστρεπτικών για την ψυχή συνεπειών της επανάστασης και της επιβλαβούς λατρείας της ελευθερίας που αποτελεί δημιούργημα του εωσφόρου.

Από την ανταπόκριση όμως που βρήκαν τα κηρύγματα της Γαλλικής Επανάστασης στα Επτάνησα διαφάνηκε ότι αυτά ανταποκρίνονταν απόλυτα στους πόθους των Ελλήνων για εθνική αποκατάσταση και κοινωνική δικαιοσύνη. Tο πνεύμα όμως της Γαλλικής Επανάστασης και το φιλογαλλικό πνεύμα εν γένει δεν περιορίστηκε μόνο στα Επτάνησα. Από εκεί πέρασε στην ηπειρωτική Ελλάδα και διαδόθηκε παντού, όπου υπήρχαν εγκατεστημένοι Έλληνες, στις ηγεμονίες, την Αυστρία ακόμη και στη Ρωσία. Από το Παρίσι ο Κοραής προέτρεπε τους ΄Έλληνες των Ιονίων νήσων να αγκαλιάσουν τη Γαλλική διοίκηση ως την έναρξη της Ελληνικής Αναγέννησης.

Ωστόσο, η πολιτική των Γάλλων προκάλεσε γρήγορα αντιδράσεις, λόγω της αυστηρής φορολογίας αλλά και της επιδεικτικής περιφρόνησης της θρησκείας και των τοπικών παραδόσεων. Όμως ακόμη και μετά την κατάληψη των νησιών από τη Ρωσία, οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης επηρέασαν τη διαμόρφωση του νέου καθεστώτος και προώθησαν τη δημιουργία της αυτόνομης Επτανησίου Πολιτείας (1800 - 1807), του πρώτου ουσιαστικά σύγχρονου κράτους που αναδύθηκε στη νοτιοανατολική Ευρώπη.

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ 

Η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση του 1789 αποτελεί ένα από τα πλέον σημαντικά γεγονότα, όχι μόνο της Ευρωπαϊκής, αλλά και της παγκόσμιας ιστορίας. Ωστόσο, οι προβληματισμοί σχετικά με τα αίτια και το χαρακτήρα της εξακολουθούν να βρίσκονται στο επίκεντρο της ιστορικής έρευνας και να αποτελούν τη βάση για διαφορετικές ερμηνείες. Η παρούσα ιστοριογραφική επισκόπηση επικεντρώνεται σε έργα των A. Soboul, F. Furet, καθώς Μ. Οzouf τα οποία εμφανίσθηκαν -είτε σε πρωτότυπη μορφή είτε σε επανέκδοση- πριν ή μετά το 1989.

Με τον τρόπο αυτό, επιχειρείται μία αποτύπωση της διαμάχης για τη Γαλλική Επανάσταση, η οποία υφίσταται στη Γαλλική ιστοριογραφία ακόμη και μετά από δύο αιώνες. Η επανάσταση, ως γνωστόν, αποτελεί ειδική μορφή ιστορικής εξέλιξης σε πολιτικό, κοινωνικό - οικονομικό, πολιτιστικό, καθώς και επιστημονικό - τεχνικό επίπεδο. Η αλλαγή αυτή μπορεί να επέλθει δυναμικά, ιδιαίτερα μετά από περίοδο κρίσης, σε όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ως εκ τούτου, με τον όρο επανάσταση νοείται η αλλαγή, η οποία επέρχεται στους υφιστάμενους θεσμούς, καθώς και η αντικατάστασή τους από άλλους.

Η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση του 1789 αποτελεί ένα από τα πλέον σημαντικά γεγονότα όχι μόνο της Ευρωπαϊκής, αλλά και της παγκόσμιας ιστορίας. H αρχή έγινε με την ανατροπή του Παλαιού Καθεστώτος (Ancien Régime), για να ακολουθήσουν οι εξελίξεις, οι οποίες οδήγησαν στη θεμελιακή αναδιάρθρωση των πολιτικο-κοινωνικών δομών στη Γαλλία. Με το ριζοσπαστικό αυτό τρόπο τέθηκε ένα τέλος στα κατάλοιπα του φεουδαρχισμού και της μέχρι τότε ελέω Θεού απόλυτης μοναρχίας.

Η επαναστατική περίοδος (1789 - 1799) άσκησε σημαντική επιρροή σε βασικούς τομείς της Γαλλικής κοινωνίας, καθώς και στις μετέπειτα πολιτικο-οικονομικές εξελίξεις του IΘ΄ και του Κ΄ αιώνα. Ωστόσο, το θέμα της Γαλλικής Επανάστασης απασχολεί την επιστημονική κοινότητα μέχρι και σήμερα, δεδομένου ότι αποτελεί πάντα πρόσφορο έδαφος, για πολύπλευρη ανάλυση, διατύπωση ερμηνειών, καθώς και ανάδειξη νέων προβληματισμών.


Είναι γεγονός ότι παρατηρήθηκε μια πρωτοφανής εκδοτική κίνηση, όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά και σε πολλές χώρες -ανάμεσά τους και η Ελλάδα- με δημοσιεύσεις πρωτότυπων έργων, αλλά και αναδημοσιεύσεις ή μεταφράσεις κλασσικών συγγραμμάτων. Στην πραγματικότητα, οι προβληματισμοί σχετικά με τα αίτια και το χαρακτήρα της Γαλλικής Επανάστασης εξακολουθούν να βρίσκονται στο επίκεντρο της ιστορικής έρευνας και να αποτελούν τη βάση για διαφορετικές και συχνά διαμετρικά αντίθετες ερμηνείες.

Είναι κοινή η διαπίστωση ότι σημαντικό ρόλο στην εκδήλωση του επαναστατικού κινήματος διαδραμάτισε, κυρίως, η αστική τάξη. Επρόκειτο για μια νέα κοινωνική δύναμη, η οποία, αφού απέκτησε οικονομική ευρωστία, επιχείρησε να διεκδικήσει και την εξουσία. Ως εκ τούτου, ο Γαλλικός λαός, ο οποίος είχε οδηγηθεί σε αδιέξοδο, μην έχοντας εναλλακτική λύση την ακολούθησε. Επίσης, τα περισσότερα μέλη της αριστοκρατίας φαίνεται ότι δεν αντιλήφθηκαν τη σοβαρότητα της κατάστασης και αντιτίθεντο σε κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια.

Ακόμη, ο Διαφωτισμός, με τη γένεση νέων θεωρητικών προβληματισμών και ορθολογικών συστημάτων, δημιούργησε το κατάλληλο διανοητικό κλίμα, το οποίο ευνόησε τις επαναστατικές διεργασίες. Επιπλέον, συνέβαλε στη διάβρωση του συστήματος των αξιών της προεπαναστατικής κοινωνίας, καθώς και στην αφύπνιση των συνειδήσεων. Η αστική τάξη, λοιπόν, διακήρυττε την ελευθερία και την ισότητα σε όλα τα επίπεδα της Γαλλικής κοινωνίας, σε αντίθεση με το Ancien Régime, το οποίο είχε τότε περιέλθει σε τέλμα.

Είναι γεγονός ότι η Γαλλική Επανάσταση, η οποία επηρέασε καθοριστικά την πορεία της Ευρώπης, απασχόλησε τους ιστορικούς από τα πρώτα χρόνια της εκδήλωσής της. Τα μετεπαναστατικά έργα Γάλλων συγγραφέων ενίσχυσαν τον προβληματισμό για τα αίτια της Γαλλικής Επανάστασης. Όμως, στα περισσότερα από αυτά διατυπώθηκαν θεολογικές – μυστικιστικές απόψεις. Μια άλλη ερμηνεία της Γαλλικής Επανάστασης διατυπώθηκε μέσω της θεωρίας της συνωμοσίας ή μηχανορραφίας.

Σύμφωνα με αυτή, η Γαλλική Επανάσταση είχε προσχεδιασθεί από μερικές μυστικές ομάδες ελευθεροτεκτόνων (maçons) και Ιακωβίνων (Jacobins). Η Παλινόρθωση σηματοδοτεί μια νέα εποχή για την ιστοριογραφία της Γαλλικής Επανάστασης, γιατί εμφανίζονται έργα στα οποία οι συγγραφείς εκφράζουν την ιδεολογική τους τοποθέτηση απέναντι στην Επανάσταση. Κατά την περίοδο από το τέλος του IΘ΄ έως τις αρχές του Κ΄ αιώνα, εκδόθηκαν αρκετά έργα για τη Γαλλική Επανάσταση.

Η θεματική τους επικεντρώνεται, κυρίως, στον προσδιορισμό των εσωτερικών δυνάμεων, καθώς και στην κριτική προσέγγιση της δράσης των πρωταγωνιστών κατά την επαναστατική περίοδο (Γιρονδίνοι, Ιακωβίνοι, Danton, Robespierre κ. ά.). Ωστόσο, υπάρχουν και ιστορικοί, οι οποίοι εκφράζουν την αντίθεσή τους ως προς τη Γαλλική Επανάσταση και συνεχίζουν με το έργο τους μια παλαιότερη αντεπαναστατική ιστοριογραφική παράδοση. Κυριότερος εκπρόσωπος της συντηρητικής ερμηνείας της Γαλλικής Επανάστασης θεωρείται ο Augustin Cochin.

Συγκεκριμένα, απέδωσε την εκδήλωσή της στις πολιτικές λέσχες, στις Μασονικές στοές, καθώς και στις sociétés de pensée (κύκλους μελέτης και αλληλογραφίας). Ακόμη, στην επίσημη Γαλλική ιστοριογραφία την εποχή της Γ΄ Γαλλικής Δημοκρατίας συγκαταλέγονται τα έργα των Alphonse Aulard και Albert Mathiez: Histoire politique de la Révolution française (1901) και Révolution française (1922 - 1927) αντίστοιχα. Με σοσιαλιστική αντίληψη προσέγγισε τη Γαλλική Επανάσταση και ο Georges Lefebvre, ο οποίος έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο ρόλο, τον οποίο διαδραμάτισε η αγροτική τάξη στις επαναστατικές διεργασίες.

Επίσης, ο συγγραφέας θεωρεί ως καθοριστικό παράγοντα για την εκδήλωση της Επανάστασης την πρόοδο σε πνευματικό και επιστημονικό επίπεδο, η οποία σημειώνεται το ΙΗ΄ αιώνα στην Ευρώπη. Μία ακόμη σοσιαλιστική - Μαρξιστική ερμηνεία για τη Γαλλική Επανάσταση διατυπώθηκε από τους Μαρξ και Ένγκελς. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη θεώρηση, η Αστική Επανάσταση, όπως αποκαλείται, υπήρξε αποτέλεσμα της νίκης του αστικού καπιταλισμού επί του φεουδαρχικού απολυταρχισμού. Σημειώνεται ότι οι μαρξιστές ανάγουν την αιτία της Επανάστασης στην ταξική πάλη.

Ο Μαρξ, ήδη, στις πρώτες του μελέτες είχε θέσει το θέμα της αλλοτρίωσης του ανθρώπου ως συνέπεια της χειραφέτησης των ατόμων που προκάλεσε η Επανάσταση. Αντιδιαστέλλει τις δύο αυτές έννοιες με σκοπό την ανάδειξη της προλεταριακής επανάστασης ως μόνης λύσης, προκειμένου να επιτευχθεί η πραγματική κοινωνία της ισότητας, και όχι της αστικής. Ως εκ τούτου, η ατομική ιδιοκτησία, η οποία υπήρξε και η βασική αιτία της Επανάστασης, δεν εξαλείφθηκε μετά την εκδήλωσή της.

Θεωρεί ως απαρχή της συγκρουσιακής σχέσης των τάξεων τη διαμάχη Γιρονδίνων και Ιακωβίνων. Το καθεστώς υπηρετούσε τα συμφέροντα των προνομιούχων σε βάρος άλλων τάξεων και ως εκ τούτου ο επαναστατικός αγώνας κατέστη ο μόνος τρόπος πραγματοποίησης των κοινωνικών αλλαγών. Επίσης, αντιτίθεται στην ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία το κίνημα των ιδεών προετοίμασε το έδαφος για την επερχόμενη κοινωνική μεταβολή. Πάντως, ο Μαρξ χαρακτηρίζει τη Γαλλική Επανάσταση ως ένα ιστορικό φαινόμενο με Ευρωπαϊκή διάσταση.


Σε αντίθεση με τους Μαρξ και Ένγκελς, οι Σοβιετικοί ιστορικοί δίνουν έμφαση στο λαϊκό ακτιβισμό, ο οποίος συνέβαλε καθοριστικά στην έκβαση των γεγονότων. Θεωρούν ως βασική αιτία της Επανάστασης το απολυταρχικό φεουδαρχικό σύστημα, το οποίο δεν συμβάδιζε με τις οικονομικο-κοινωνικές συνθήκες του ΙΗ΄ αιώνα. Ο φεουδαρχισμός αποτελούσε εμπόδιο στην εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων, οι οποίες ρύθμιζαν την κρατική οργάνωση. Στην πραγματικότητα, η αστική τάξη με τη συμμετοχή του λαού πέτυχε την αναμόρφωση της κοινωνίας σύμφωνα με τον καπιταλιστικό τρόπο που ταίριαζε στα συμφέροντά της.

Κατά τη Μαρξιστική άποψη, η πτώση του Παλαιού Καθεστώτος κατέστη δυνατή, όταν οι κύριες δυνάμεις της αστικής τάξης και των αγροτών δυσαρεστήθηκαν από την αδιάλλακτη στάση της αριστοκρατίας, με αποτέλεσμα να προσχωρήσουν στο επαναστατικό στρατόπεδο. Όμως, σε καμία περίπτωση, η Οκτωβριανή και η Γαλλική Επανάσταση δεν σχετίζονται. Και αυτό γιατί, σύμφωνα με τη θεώρηση αυτή, η Οκτωβριανή Επανάσταση οδήγησε στην επικράτηση του σοσιαλισμού και της καθολικής ισότητας. Αντίθετα, η Γαλλική Επανάσταση κατέληξε σε αντικατάσταση μιας ομάδας εκμεταλλευτών από μία άλλη.

Πάντως, γίνεται εμφανής η παραδοχή ότι μέσω της Επανάστασης η Γαλλική κοινωνία μετέβη σε ένα ανώτερο στάδιο. Η αιματηρή δράση του λαού ήταν, λοιπόν, που άνοιξε το δρόμο. Η Ιστοριογραφία της Γαλλικής Επανάστασης αφορά το έργο ιστορικών, δοκιμιογράφων και σχολιαστών που προσπάθησαν να εξηγήσουν τα αίτια, τη σημασία και τα αποτελέσματα αυτής της Επανάστασης. Περί το τέλος του 20ου αιώνα πολλοί ιστορικοί διαπιστώνουν την πλήρη διάσταση απόψεων σ’ αυτό το κεφάλαιο της ιστορίας.

Το παλαιό μοντέλο (ή «παράδειγμα») που επικεντρώνεται στην πάλη των τάξεων έχει απαξιωθεί και κανένα νέο μοντέλο δεν έχει κερδίσει ευρεία αποδοχή. Εν τούτοις, υπάρχει ακόμα μια ευρεία συμφωνία ως προς το ότι η Γαλλική Επανάσταση ήταν το πέρασμα από την προ-νεωτερική στην νεωτερική εποχή της Δυτικής ιστορίας.

ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΤΟΥ 18ου ΚΑΙ 19ου ΑΙΩΝΑ

Ένας αριθμός έργων προέκυψε από το βιβλίο « Reflections on the Revolution in France» (1790) του Ιρλανδού πολιτικού και φιλοσόφου Edmund Burke (1729 - 1797) στο οποίο καταφέρεται κατά της Γαλλικής Επανάστασης. Σήμερα το βιβλίο αυτό δεν μελετάται ιδιαίτερα στα πλαίσια των σπουδών της Επανάστασης, παρά μάλλον σαν ένα κλασσικό έργο της συντηρητικής πολιτικής φιλοσοφίας. Στη Γαλλία κυκλοφόρησαν και συνομωσιολογικές θεωρίες που ισχυρίζονταν ότι υπεύθυνοι για την Επανάσταση ήταν οι Ελευθεροτέκτονες και άλλοι που διαφωνούσαν με τη μοναρχία και την Καθολική Εκκλησία και ήθελαν να τις ανατρέψουν.

Το πλέον σημαντικό από αυτά τα έργα ήταν το Memoirs Illustrating the History of Jacobinism (1797 – 1798) του Abbé Barruel. Από τους πρωτοπόρους της κοινωνικής ιστορίας, ο Hippolyte Taine (1828 – 1893) ήταν ο πλέον συντηρητικός. Εμφανίστηκαν και πολλά μικρά έργα, όπως το «Η Γαλλική Επανάσταση: Μια σπουδή στη Δημοκρατία» (1919) της Βρετανής Nesta Webster. Αυτή επεξέτεινε τη θεωρία περί συνωμοσίας Γερμανών Ελευθεροτεκτόνων και Ιλλουμινάτι. Αυτή τη θεωρία πίστευε και ο Ουίνστον Τσώρτσιλ.

Η ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Μια απλούστευση της φιλελεύθερης προσέγγισης της Επανάστασης ήταν τυπικά η υποστήριξη των επιτευγμάτων της συνταγματικής μοναρχίας της Εθνοσυνέλευσης, αλλά και η αποκήρυξη της μετέπειτα ριζοσπαστικής βίας, όπως η εισβολή στο ανάκτορο Tuileries και η Τρομοκρατία. Γάλλοι ιστορικοί του πρώτου μισού του 19ου αιώνα που έγραψαν πάνω σε αυτή την παράδοση ήταν ο πολιτικός και λογοτέχνης François Guizot (1787 - 1874), ο ιστορικός François Mignet (δημοσίευσε το «Ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης» το 1824), και ο διάσημος φιλόσοφος Alexis de Tocqueville, «L’Ancien Régime et la Révolution» - Το Παλαιό Καθεστώς και η Επανάσταση, 1856.

Το έργο του Τοκβίλ υπήρξε καινοτόμο. Υποστηρίζει ότι στην οργάνωση του κράτους η Επανάσταση όχι μόνο δεν αποτελεί τομή, αλλά αντίθετα εκφράζει μια συνέχεια, δηλαδή συμπληρώνει και ενισχύει την τάση της κεντρικής μοναρχίας για συγκεντρωτική διοίκηση. Ακόμη, θεωρεί ότι η Γαλλική Επανάσταση πρέπει να συσχετισθεί, κυρίως, με την ευημερία κατά τον ΙΗ΄ αιώνα και όχι μόνο με τη δοκιμασία των λαϊκών τάξεων. Ο συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι περισσότεροι θεσμοί, οι οποίοι αποδίδονται στην Επανάσταση, προϋπήρχαν στο Παλαιό Καθεστώς, κυρίως, με τη μορφή διοικητικών μέτρων.

Η ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ - ΚΛΑΣΣΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ

Με τα αίτια της Γαλλικής Επανάστασης ασχολήθηκαν οι Μαρξ και Έγκελς. Σύμφωνα με τη θεώρησή τους, η Αστική Επανάσταση, όπως αποκαλείται, υπήρξε αποτέλεσμα της νίκης του αστικού καπιταλισμού επί του φεουδαρχικού απολυταρχισμού. Σημειώνεται ότι κατά τον κλασσικό Μαρξισμό η αιτία της Επανάστασης είναι η ταξική πάλη. Κατά τον Μαρξ το προεπαναστατικό καθεστώς υπηρετούσε τα συμφέροντα των προνομιούχων σε βάρος άλλων τάξεων και ως εκ τούτου ο επαναστατικός αγώνας κατέστη ο μόνος τρόπος πραγματοποίησης των κοινωνικών αλλαγών.

Ο ίδιος αντιτίθεται στην ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία το κίνημα των ιδεών προετοίμασε το έδαφος για την επερχόμενη κοινωνική μεταβολή. Σε αντίθεση με τους Μαρξ και Ένγκελς, οι Σοβιετικοί ιστορικοί έδιναν έμφαση στο λαϊκό ακτιβισμό, ο οποίος συνέβαλε καθοριστικά στην έκβαση των γεγονότων. Θεωρούν ως βασική αιτία της Επανάστασης το απολυταρχικό φεουδαρχικό σύστημα, το οποίο δεν συμβάδιζε με τις οικονομικο-κοινωνικές συνθήκες του ΙΗ΄ αιώνα. Ο φεουδαρχισμός αποτελούσε εμπόδιο στην εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων, οι οποίες ρύθμιζαν την κρατική οργάνωση.


Συγκεκριμένα, ο Manfred υποστηρίζει ότι η Επανάσταση άρχισε ουσιαστικά με τις αγροτικές εξεγέρσεις στα τέλη του 1788, καθώς και τις αναταραχές του επόμενου έτους, οι οποίες προκλήθηκαν από τις εξαθλιωμένες λαϊκές μάζες των πόλεων. Στην πραγματικότητα, η αστική τάξη με τη συμμετοχή του λαού πέτυχε την αναμόρφωση της κοινωνίας σύμφωνα με τον καπιταλιστικό τρόπο που ταίριαζε στα συμφέροντά της. Κυριότεροι εκπρόσωποι της θεωρίας αυτής θεωρούνται οι: V. P. Volgin , Ia. M. Zakher, A. R. Ioannisian, V. S. Alekseev-Popov και A. Z. Manfred.

Το 1909, ο Πέτρος Κροπότκιν, ένας Ρώσος αναρχικός, δημοσίευσε την «Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση», η οποία επιχειρεί να ολοκληρώσει όλη την πολιτική προσέγγιση από την προοπτική και τη συμβολή του κοινού ανθρώπου στην Επανάσταση. Η κυρίαρχη προσέγγιση της Γαλλικής Επανάστασης στις ιστορικές σπουδές κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα ήταν η Μαρξιστική ή Κλασσική προσέγγιση. Αυτή η άποψη θεωρεί τη Γαλλική Επανάσταση ως ουσιαστικά «αστική» (bourgeois) επανάσταση, που σημαδεύεται από την ταξική πάλη και οδηγεί σε μια νίκη της αστικής τάξης (μπουρζουαζίας).

H ουσία της κλασσικής θεώρησης είναι ότι η Επανάσταση ήταν μια ώθηση που οδηγούσε στην πρόοδο. Ήταν η δικαίωση του Διαφωτισμού που οδήγησε στη χειραφέτηση των Γάλλων και όλου του κόσμου. Αυτό είναι και το λεγόμενο «Ιακωβινικό» υπόβαθρο της κλασσική ερμηνείας. Αυτή η ερμηνεία πήρε νέα πολιτική διάσταση όταν προσαρμόστηκε στην μαρξιστική ανάλυση. Ο ίδιος ο Μαρξ δεν είχε γράψει πολλά για τη Γαλλική Επανάσταση αλλά στη θεωρία του για την πάλη των τάξεων και την αντίθεση φεουδαλισμού-καπιταλισμού μπορούσε εύκολα να προσαρμοστεί ένα κίνημα που ξεκίνησε ως επίθεση στους ευγενείς και τον φεουδαλισμό.

Την κατεύθυνση αυτή στην ιστοριογραφία έδωσε κυρίως ο αριστερός πολιτικός Jean Jaurès από το 1898. Περίπου ταυτόχρονα, ο επαγγελματίας ιστορικός Albert Mathiez ξεκίνησε μια εκστρατεία αποκατάστασης του Ροβεσπιέρου και της Τρομοκρατίας, ειδικά μετά τη Μπολσεβικική Επανάσταση του 1917. Η σχολή Ματιέ κυριάρχησε στη σχετική Γαλλική ιστοριογραφία και μέλη της κατέλαβαν την έδρα της Ιστορίας της Επανάστασης στη Σορβόνη. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Albert Soboul απεβίωσε το 1982) ο οποίος και ονόμασε «Ρεβιζιονισμό» τη νέα ιστοριογραφία που αναπτύχθηκε από τον Φουρέ και τους Αγγλοσάξωνες συγγραφείς.

Σημαντικός εκπρόσωπος της κλασικής σχολής ήταν και ο Georges Lefebvre. Αυτός επηρεάστηκε από τον σοσιαλιστή πολιτικό Jean Jaurès και τον ιστορικό Albert Mathiez (ο οποίος απομακρύνθηκε από τον δάσκαλό του Aulard σε ό,τι αφορά την ταξική σύγκρουση). Ο Lefebvre εμπνεύστηκε από τον Jaurès και εισήλθε σ’ αυτόν τον τομέα σπουδών από μια ήπια σοσιαλιστική οπτική. Η ογκώδης και περίφημη διατριβή του, Les paysans du Nord (1924), ήταν μια καταγραφή της Επανάστασης από τη μεριά των επαρχιακών αγροτών.

Συνέχισε την έρευνα προς αυτή την κατεύθυνση, δημοσιεύοντας το «The Great Fear of 1789» (Ο Μεγάλος Φόβος του 1789) το 1932, σχετικά με τον πανικό και τη βία που εξαπλώθηκε σε όλη την επαρχιακή Γαλλία το καλοκαίρι του 1789. Το έργο του προσεγγίζει σε μεγάλο βαθμό την Επανάσταση «από τα κάτω», ευνοώντας ερμηνείες από την ταξική άποψη. Το πιο διάσημο έργο του ήταν το «Quatre - Vingt - Neuf» «Τέσσερα - Είκοσι - Εννέα», (ο Γαλλικός τρόπος προφοράς του αριθμού 89) που δημοσιεύθηκε το 1939 και μεταφράστηκε στα Αγγλικά ως «The Coming of the French Revolution», το 1947.

Αυτή η επιδέξια και πειστική εργασία του ερμηνεύει την Επανάσταση μέσα από τη Μαρξιστική οπτική, πρώτα υπάρχει η «αριστοκρατική επανάσταση» της «Συνέλευσης των Δημογερόντων» και του Παρισινού Κοινοβουλίου το 1788. Μετά η «αστική επανάσταση» της Τρίτης Τάξης, η «λαϊκή επανάσταση», που συμβολίζεται με την πτώση της Βαστίλης, και η «επανάσταση των αγροτών», εκπροσωπούμενη από τον «Μεγάλο Φόβο» στις επαρχίες και το κάψιμο των σατώ. (Εναλλακτικά, μπορεί κανείς να δεί το 1788 ως την αριστοκρατική επανάσταση, το 1789 σαν την αστική επανάσταση, και το 1792 - 1793 σαν τη λαϊκή επανάσταση).

Η ερμηνεία αυτή, που επικράτησε για περίπου μια εικοσαετία, βλέπει μια ανερχόμενη καπιταλιστική μεσαία τάξη που ανατρέπει τη θνήσκουσα φεουδαρχική αριστοκρατική άρχουσα τάξη. Το κύριο έργο του ήταν το La Révolution française (1957), που μεταφράστηκε και δημοσιεύτηκε στα Αγγλικά σε δύο τόμους (1962 - 1967). Αυτό, και ιδιαίτερα το μετέπειτα έργο του για τον Ναπολέοντα και το Διευθυντήριο, παραμένει αξιόλογο.

ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ 

Ο Alphonse Aulard (1849 - 1928) ήταν ο πρώτος επαγγελματίας ιστορικός της Επανάστασης. Προώθησε σχετικές ακαδημαϊκές σπουδές, εκδόσεις και περιοδικά. Ο διορισμός του στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης προωθήθηκε και χρηματοδοτήθηκε από Ρεπουμπλικάνους των Εθνικών και Παρισινών Αρχών, αλλά ο ίδιος δεν αναμίχθηκε στην κομματική πολιτική. Προώθησε μια δημοκρατική, αστική (bourgeois) και αντικληρική άποψη για την Επανάσταση. Από το 1886 δίδαξε στη Σορβόννη, ίδρυσε την Société de l'Histoire de la Revolution, και εξέδιδε το επιστημονικό περιοδικό La Révolution française.


Συγκέντρωσε και δημοσίευσε πολλές σημαντικές πρωτογενείς πηγές. Επαγγελματοποίησε τη μελέτη στον τομέα, απομακρυνόμενος από τις πολύτομες φιλολογικού τύπου μελέτες για το ευρύ κοινό, με τις ειδικές πολιτικές ιδέες που χαρακτήριζαν τα συγγράμματα για την επανάσταση προ της δεκαετίας του 1880. Αντίθετα, το έργο του είχε στόχο τους επιστήμονες και ερευνητές. Η ευρύτερη αντίληψή του για την Επανάσταση υποστήριζε ότι:

Από κοινωνική άποψη, η Επανάσταση συνίσταται στην καταστολή αυτού που ονομάζεται φεουδαρχικό σύστημα, στη χειραφέτηση του ατόμου, στην ευρύτερη κατανομή της γεωκτησίας, την κατάργηση των προνομίων των ευγενών, την καθιέρωση της ισότητας, την απλούστευση της ζωής .... Η Γαλλική Επανάσταση διέφερε από άλλες επαναστάσεις στο ότι δεν ήταν μόνο εθνική αλλά αποσκοπούσε στο όφελος όλης της ανθρωπότητας".

Η ιστοριογραφία του Aulard βασίστηκε στον θετικισμό. Η υπόθεση ήταν ότι η μεθοδολογία ήταν πολύ σημαντική και το καθήκον του ιστορικού ήταν να παρουσιάσει σε χρονολογική σειρά τα δεόντως επαληθευμένα γεγονότα, να αναλύσει τις σχέσεις μεταξύ των γεγονότων, και να δώσει την πλέον πιθανή ερμηνεία. Ήταν απαραίτητη η πλήρης τεκμηρίωση βασισμένη την έρευνα των πρωτογενών πηγών. Έκανε την αρχή στην εκπαίδευση προχωρημένων φοιτητών στη σωστή χρήση και ανάλυση των πρωτογενών πηγών. Η περίφημη τετράτομη ιστορία της Επανάστασης του Aulard επικεντρώθηκε σε τεχνικά θέματα.

Τα βιβλία του Aulard ευνόησαν τη μελέτη των κοινοβουλευτικών συζητήσεων -όχι τη δράση στο δρόμο- και τους θεσμούς, όχι τις εξεγέρσεις. Έδωσε έμφαση στην κοινή γνώμη, τις εκλογές, τα κόμματα, τις κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες και τη νομοθεσία. Αναγνώρισε τις επιπλοκές που εμπόδισαν την Επανάσταση να εκπλήρωση όλες τις ιδανικές υποσχέσεις της - όπως όταν οι νομοθέτες του 1793 έκαναν την ψηφοφορία καθολική για όλους τους Γάλλους άνδρες, αλλά και εγκαθίδρυσαν τη δικτατορία του τρόμου.

Η Γαλλική Επανάσταση, αποτελεί αναμφισβήτητα ένα παγκόσμιας σημασίας ιστορικό γεγονός, το οποίο οδήγησε στη δημιουργία των σύγχρονων εθνικών κρατών της Ευρώπης και όχι μόνο. Τέλος, η Γαλλική Επανάσταση αναρρίπισε τις ελπίδες και στους υπόδουλους λαούς με αποτέλεσμα να τονωθεί η ιδέα της εξέγερσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι υπόδουλοι Έλληνες, οι οποίοι εμπνεύστηκαν, κυρίως, από τα κείμενα του Αδ. Κοραή (αυτόπτη μάρτυρα και θιασώτη της Γαλλικής Επανάστασης) και του Ρήγα Φεραίου, για την αποτίναξη του Οθωμανικού ζυγού.

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ ΙΣΤ΄ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ

Ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄, γεννημένος ως Λουδοβίκος Αύγουστος (Louis XVI, Louis Auguste) (Παλάτι των Βερσαλλιών, 23 Αυγούστου 1754 - Παρίσι, 21 Ιανουαρίου 1793), ήταν βασιλιάς της Γαλλίας και της Ναβάρρας από το 1774 έως το 1791, και βασιλιάς των Γάλλων από το 1791 έως το 1792. Ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ γεννήθηκε στο παλάτι των Βερσαλλιών και ήταν γιος του δελφίνου Λουδοβίκου, μοναδικού υιού του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΕ΄και της συζύγου του Μαρίας Λεζίνσκας.

Ήταν επίσης αδελφός άλλων δύο μετέπειτα βασιλέων, του Λουδοβίκου ΙΗ' και του Καρόλου του 10ου, και πατέρας του τυπικά ανήλικου βασιλιά Λουδοβίκου ΙΖ' που πέθανε στην φυλακή (1795). Ο πατέρας του πέθανε σε ηλικία 35 ετών πριν τον βασιλιά παππού του, χωρίς να μπορέσει να πάρει τον τίτλο. Η μητέρα του Μαρία Ιωσηφίνα της Σαξονίας (1731 - 1767) ήταν κόρη του Φρειδερίκου Αυγούστου Β' της Σαξονίας, βασιλιά της Πολωνίας. Ήταν ο μεγαλύτερος από 8 παιδιά, εκ των οποίων τα τρία πέθαναν σε βρεφική ηλικία.

Οι γονείς του τον απαρνήθηκαν αφού λάτρευαν τον άλλον τους γιο Λουδοβίκο της Βουργουνδίας που πέθανε (1761) σε ηλικία 10 ετών. Δυνατό και υγιές παιδί, είχε μεγάλο ενδιαφέρον για την Αγγλική ιστορία και αστρονομία. Ο πρόωρος θάνατος του πατέρα του έφερε τεράστια κατάθλιψη στην μητέρα του, που πέθανε και αυτή λίγο αργότερα από την λύπη της. Τότε σε ηλικία 11 ετών ορίστηκε δελφίνος και διάδοχος του Γαλλικού θρόνου. Ο παππούς του, βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΕ' της Γαλλίας, απέτυχε να προετοιμάσει τον εγγονό του στον πολύ δύσκολο ρόλο του βασιλιά της Γαλλίας.

Μετά τον θάνατο και τις μητέρας του τέθηκε αυτός και τα υπόλοιπα αδέλφια του υπό την φροντίδα των άγαμων θείων τους: Αδελαΐδας, Βικτωρίας, Σοφίας και Λουίζας Μαρίας. Ο νέος βασιλιάς χαρακτηριζόταν από αφηρημάδα που πολλοί την απέδιδαν στην ισχυρή μυωπία του: μετά βίας μπορούσε να ξεχωρίσει ακόμα και το συνομιλητή του. Ήταν εξαιρετικά μελετηρός και τα ενδιαφέροντα του ήταν ηιστορία, η γεωγραφία και οι τέχνες. Το ναυτικό το έκανε προτεραιότητα της πολιτικής του, κάτι στο οποίο η χώρα του μειονεκτούσε σε σχέση με την μεγάλη της αντίπαλο, την γειτονική Αγγλία.


Σχεδίαζε να ανατρέψει την δυσχερή Συνθήκη των Παρισίων. Το ενδιαφέρον του για το ναυτικό οφειλόταν και στον ενθουσιασμό του όταν είδε για πρώτη φορά τη θάλασσα. Ο Λουδοβίκος ο 14ος στόχευε απειλώντας τους ευγενείς της αυλής να μειώσει το κύρος τους μπροστά στην απέραντη βασιλική ισχύ. Υπήρχε αυστηρό ιεραρχικό σύστημα με επικεφαλής τον ίδιο τον βασιλιά, και οποιαδήποτε προσπάθεια ανεξαρτητοποίησης από την βασιλική ισχύ κατέληγε σε αποτυχία. Ο Λουδοβίκος ο 16ος στόχευε να ανατρέψει το συγκεκριμένο σύστημα, μειώνοντας την βασιλική ισχύ και δίνοντας περισσότερες εξουσίες στον λαό.

Ήταν ο πρώτος Γάλλος μονάρχης που γνώριζε άπταιστα την Αγγλική γλώσσα, και όλες τις ιδέες του διαφωτισμού. Ο στόχος του ήταν μια διαφωτιστική μοναρχία με Σύνταγμα στα πρότυπα του βασιλιά της Πρωσίας Φρειδερίκου του 2ου. Αλλά η επιθυμία της συζύγου του, Μαρίας Αντουανέτας, και τον μελών του Κοινοβουλίου να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις αμαύρωσαν την εικόνα του. Ο λαός τον παρεξήγησε, μην κατανοώντας τις αρχικές καλές του προθέσεις. Από το γάμο του με την Αυστριακή πριγκίπισσα Μαρία Αντουανέτα (κόρη του Αυτοκράτορα Φραγκίσκου Α΄ της Αυστρίας και της Μαρίας Θηρεσίας) απέκτησε τα εξής τέκνα :
  • Μαρία Θηρεσία της Γαλλίας
  • Λουδοβίκος ΙΖ' της Γαλλίας (1785 - 1795)
Τα άλλα δύο παιδιά τους πέθαναν σε νηπιακή ηλικία πριν την έκρηξη της επανάστασης. Στις 5 Οκτωβρίου 1789 ένα εξαγριωμένο γυναικείο πλήθος βάδισε στο παλάτι των Βερσαλλιών, όπου ζούσε η βασιλική οικογένεια, και επιχείρησαν να σκοτώσουν την βασίλισσα που συσχετιζόταν με τον βασιλικό αυταρχισμό. Ολόκληρη η βασιλική οικογένεια μεταφέρθηκε από το πλήθος αιχμάλωτη στο Παρίσι, στο Ανάκτορο Κεραμεικού. Ο βασιλιάς Λουδοβίκος παρόλα αυτά δεν ήταν τόσο αντιπαθής, αφού συσχετιζόταν με πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές προοδευτικές αναμορφώσεις.

Αρρώστησε όμως και άρχισε να υποφέρει όμως άσχημα από κρίσεις αϋπνίας, που τον έφερναν σε σταδιακές κρίσεις παραλυσίας κάτι που εκμεταλλεύτηκε η Μαρία Αντουανέτα, προκειμένου να εξασκήσει ολοκληρωτική εξουσία. Ταυτόχρονα οι επαναστάτες άρχισαν να αναζητούν τρόπους δημοκρατικής διακυβέρνησης και Συντάγματος. Το επαναστατικό τους κίνημα έδινε μήνυμα σε όλα τα Ευρωπαϊκά κράτη με παρόμοια καθεστώτα.

Μερικοί ισχυροί άντρες όπως ο Μιραμπώ προσπαθούσαν μυστικά να επαναφέρουν τον βασιλιά σαν κυβερνήτη με ένα δημοκρατικό Σύνταγμα, αλλά ο ξαφνικός θάνατος του Μιραμπώ και η κατάπτωση του Λουδοβίκου εξασθένησαν αυτές τις προσπάθειες. Ο Λουδοβίκος προσπαθούσε με κάθε τρόπο να δείξει ότι στηρίζει την δημοκρατική κυβέρνηση, γιατί φοβόταν για την ζωή και την ασφάλεια της οικογένειας του, που βρισκόταν αιχμάλωτη στο Τουιλερί στο Παρίσι. Η Μαρία Αντουανέτα δεχόταν την ταπείνωση να έχει επαναστατικούς στρατιώτες για φύλαξη ακόμα και στο ίδιο της το δωμάτιο, ενώ της αρνήθηκε η παρουσία εξομολόγου.

Ο Λουδοβίκος επιχείρησε να δραπετεύσει από το Παρίσι μεταφέροντας την οικογένεια του στον ασφαλή πύργο του Μοντμεντί, στα βορειοανατολικά Γαλλικά σύνορα, ώστε να μπορεί να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις έχοντας την οικογένεια του σε ασφάλεια. Αναγνωρίστηκε όμως την τελευταία στιγμή σε μια συναλλαγή, όπου ο έμπορος τον αναγνώρισε από το νόμισμα που του έδωσε και είχε την μορφή του, και επέστρεψαν στην αιχμαλωσία στο Παρίσι. Οι άλλοι μονάρχες της Ευρώπης είδαν με μεγάλη δυσπιστία το επαναστατικό κίνημα στην Γαλλία, διότι δικαιολογημένα φοβόντουσαν και την δική τους θέση.

Εξέφρασαν την συμπαράσταση τους στο βασιλικό ζεύγος, με πρώτον απ' όλους τον ίδιο τον αδελφό της βασίλισσας, Αυτοκράτορα των Αψβούργων της Αυστρίας Λεοπόλδο τον 2ο. Ο Λεοπόλδος, και ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Β' της Πρωσίας σε συνεργασία με Γάλλους ευγενείς ανακοίνωσαν (27 Αυγούστου 1791) την Διακήρυξη του Πίλινιτζ, που εξέφραζε επίσημα το ενδιαφέρον των μοναρχών της Ευρώπης απέναντι στον Λουδοβίκο και την οικογένεια του. Στην πραγματικότητα ο Λεοπόλδος είχε βλέψεις και σε Γαλλικά εδάφη επωφελούμενος την αναστάτωση, με πρώτο στόχο την Αλσατία.

Το επαναστατικό συμβούλιο απάντησε στέλνοντας ευγενείς στις Αυστριακές Κάτω Χώρες, προκειμένου να ξεσηκώσουν τον λαό και να προκαλέσουν προβλήματα στον αυτοκράτορα, κηρύσσοντας επίσημα τον πόλεμο στον Λεοπόλδο (20 Απριλίου 1792) μετά από μια σειρά αποτυχημένων διαπραγματεύσεων με τον Γάλλο υπουργό Εξωτερικών Φρανσουά Ντιμουριέ. Αλλά οι Γάλλοι στρατιώτες ήταν ανέτοιμοι για οποιαδήποτε μάχη.

Ενώ προσπαθούσαν να αναδιοργανώσουν τον στρατό του, ο Πρωσσικός στρατός υπό την ηγεσία του δούκα Καρόλου Γουλιέλμου Φερδινάνδου επιτέθηκε στον Ρήνο στο Κόμπλεντζ και κατέλαβε εύκολα τα φρούρια της περιοχής. Τότε θεωρώντας τον εαυτό του νικητή έκανε την διακήρυξη του Μπρούνσγουικ (25 Ιουλίου) υπογεγραμμένη και από τους Αυστριακούς, σύμφωνα με την οποία ο βασιλιάς Λουδοβίκος 16ος επανερχόταν πλήρης απόλυτης εξουσίας στον Γαλλικό θρόνο, όπως και πρωτύτερα. Οι οποιοιδήποτε αμφισβητίες θα τιμωρούνταν με θάνατο.

Οι φανατικότεροι εχθροί του Λουδοβίκου, η λεγόμενη Κομμούνα, βρήκαν την διακήρυξη του Μπρούνσγουικ ως αφορμή να κατηγορήσουν το Λουδοβίκο για εσχάτη εθνική προδοσία της ίδιας της χώρας του από τους εχθρούς της. Ο λαός εξοργίστηκε με τη βασιλική οικογένεια, πολιόρκησε το Ανάκτορο Κεραμεικού, όπου ζούσε, και τους συνέλαβε. Αφού δικάστηκε με συνοπτικές διαδικασίες με την κατηγορία της εθνικής προδοσίας καταδικάστηκε σε θάνατο με αποκεφαλισμό, και οδηγήθηκε στην γκιλοτίνα στις 21 Ιανουαρίου του 1793 με το υποτιμητικό για τον ίδιο ονοματεπώνυμο Λουδοβίκος Καπέτος.


Πριν την καταδίκη του ο Μαξιμιλιανός Ροβεσπιέρος είπε: ''Ο Λουδοβίκος Καπέτος πρέπει να πεθάνει για να σωθεί η χώρα''. Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου αποκεφαλίσθηκαν και οι ηγέτες των Γιρονδίνων. Μετά τον αποκεφαλισμό τους, οι Ιακωβίνοι πήραν την εξουσία και επιδόθηκαν σε τυχοδιωκτικές εκτελέσεις των αντιπάλων τους καταδικάζοντας σε θάνατο μέσα σε έναν χρόνο 2.000 φιλομοναρχικούς. Η τρομοκρατία των Ιακωβίνων έληξε με την ανατροπή τους έπειτα από πραξικόπημα, και με τον αποκεφαλισμό του Ροβεσπιέρου (1794).

ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΟΥΑΝΕΤΑ 

Η Μαρία Αντουανέτα (Βιέννη 2 Νοεμβρίου 1755 - Παρίσι 16 Οκτωβρίου1793) ήταν βασίλισσα της Γαλλίας. Αυτή και ο σύζυγος της, ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ (1754 - 1793) αποκεφαλίστηκαν κατά τη Γαλλική Επανάσταση. Η Μαρία Αντουανέτα βαφτίστηκε με το όνομα Μαρία Αντωνία Ιωσηφίνα Ιωάννα, δούκισσα της Αυστρίας. Ήταν το 15ο και τελευταίο παιδί της Αυτοκράτειρας Μαρίας Θηρεσίας και του Αυτοκράτορα Φραγκίσκου Α΄ της Αυστρίας.

Οι δυσκολίες κατά τη διάρκεια της γέννας της Μαρίας Αντουανέτας, αλλά και ο καταστροφικός σεισμός της Λισαβώνας, την ίδια ακριβώς μέρα που γεννήθηκε, ήταν "οιωνοί" θανάτου, για την άσχημη πορεία που θα ακολουθούσε η μετέπειτα βασίλισσα της Γαλλίας. Σύντομα φάνηκε ο ατίθασος χαρακτήρας της, όταν προκαλούσε συχνά φασαρίες και αρνείτο να κάνει μάθημα, για να ασχοληθεί με άλλα πράγματα. Η ανατροφή της βασιζόταν, όπως και στα υπόλοιπα αδέρφια της, σε ένα σκληρό πρόγραμμα το οποίο είχε δημιουργήσει η ίδια η Αυτοκράτειρα.

Το πρόγραμμα αυτό περιελάμβανε μαθήματα χορού, θεατρικές παραστάσεις, ιστορία, ζωγραφική, ορθογραφία, γεωγραφία, μαθηματικά και εκμάθηση ξένων γλωσσών. Τα κορίτσια επιπλέον μάθαιναν την τέχνη του κεντήματος. Η Αυτοκράτειρα ενδιαφερόταν να βελτιώσει τις σχέσεις της με τα υπόλοιπα Ευρωπαϊκά κράτη, για να κερδίσει η Αυστρία την εμπιστοσύνη της Ευρώπης. Ήξερε ότι οι συγγενικοί δεσμοί με τους βασιλικούς οίκους της Ευρώπης θα δυνάμωναν την θέση της Αυστρίας.

Περισσότερο ενδιαφερόταν να συνάψει και να βελτιώσει τις σχέσεις της με τον βασιλικό Οίκο των Βουρβόνων, που κυβερνούσαν στην Γαλλία, την Ισπανία και την Σικελία. Ο γάμος της Μαρίας Αντουανέτας με τον μετέπειτα Λουδοβίκο ΙΣΤ΄ της Γαλλίας ήταν από νωρίς στα σχέδια της Μαρίας Θηρεσίας. Απέβλεπε στο να φέρει την πολυπόθητη ειρήνη ανάμεσα στη Γαλλία και την Αυστρία. Μετά από πολλές διαπραγματεύσεις, ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΕ΄ της Γαλλίας ζήτησε το χέρι της Μαρίας Αντουανέτας για χάρη του εγγονού του, τον μετέπειτα Λουδοβίκο ΙΣΤ΄.

Μετά την υπογραφή του γαμήλιου συμβολαίου, η Μαρία Αντουανέτα ξεκίνησε εντατικά μαθήματα εκμάθησης των Γαλλικών, ώστε να είναι έτοιμη για τον ρόλο της ως βασίλισσας της Γαλλίας. Στις 19 Απριλίου 1770 ο γάμος έγινε στην Βιέννη. Τις επόμενες ημέρες προετοιμάστηκε η αναχώρηση της μέλλουσας βασίλισσας και η Μαρία Θηρεσία καθησύχαζε την κόρη της που έκλαιγε συνεχώς. Το 14χρονο κορίτσι αποχαιρέτησε στις 21 Απριλίου 1770 την μητέρα της και τα αδέλφια της στη Βιέννη και αναχώρησε για τη Γαλλία, για το πολυτελές ανάκτορο των Βερσαλλιών.

Στις 16 Μαΐου έγινε ο πραγματικός γάμος της Μαρίας Αντουανέτας με τον μετέπειτα Λουδοβίκο ΙΣΤ΄ στις Βερσαλλίες, και η νέα βασίλισσα παρουσιάστηκε στην Γαλλική βασιλική αυλή. Η Μαρία Αντουανέτα ήταν και πιόνι της διπλωματίας, υπό συνεχή πίεση από τη Γερμανοαυστριακή οικογένειά της να επεκτείνουν τα συμφέροντά τους μέσα στη Γαλλία. Δεν ήταν εκπαιδευμένη στη μεταξοντυμένη κτηνωδία της αυλικής πολιτικής του τέλους του 18ου αιώνα κι ακόμη λιγότερο προετοιμασμένη για μια επανάσταση.

Επέμεινε τραγικά στην προάσπιση των συμφερόντων του αδύναμου, αναποφάσιστου και ταλαντευόμενου συζύγου της. Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες υποθέσεις της ιστορικού είναι ότι αν η Μαρία Αντουανέτα είχε κατορθώσει να πείσει τον σύζυγό της να ενεργήσει πιο αποφασιστικά στο φιάσκο της Βαρέν, η οικογένειά της κι αυτή μπορεί να είχαν διασωθεί από το θλιβερό τους τέλος. Το 1774 το βασιλικό ζευγάρι ανέβηκε επίσημα στον Γαλλικό θρόνο μέσα από φαντασμαγορικές τελετές, αλλά σύντομα ήρθε σε ρήξη με το Γαλλικό αντιαυστριακό κόμμα.

Και όχι μόνο με το αντιαυστριακό κόμμα, αλλά και με τις θείες του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΣΤ΄, που έβγαλαν στη Μαρία Αντουανέτα το όνομα "Η Αυστριακή". Ξόδευε κάθε μήνα 15.000 λίβρες για ζητήματα όπως η μόδα, οι κομμώσεις και πολυτελή κοσμήματα, καθώς και για την ανέγερση ενός μικρού, αλλά πολύ πολυτελούς κτίσματος στις Βερσαλλίες, το Μικρό Τριανόν, ενώ μεγάλο μέρος του Γαλλικού πληθυσμού πέθαινε από την πείνα.

Αυτό δεν βοηθούσε καθόλου τις σχέσεις της με τον Γαλλικό λαό, ο οποίος ήταν δυσαρεστημένος από εκείνη, ενώ ταυτόχρονα οργίαζαν οι φήμες γύρω από την ίδια και την ιδιωτική της ζωή, όπως και τις σεξουαλικές της προτιμήσεις. Σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές την επισκέφτηκε ο αδερφός της Αυτοκράτορας Ιωσήφ Β΄ των Αψβούργων, ο οποίος προσπάθησε να την συνετίσει, θυμίζοντας της τις υποχρεώσεις της απέναντι στον Γαλλικό λαό. Από τότε, και ιδίως μετά τη γέννηση της πρώτης κόρης της, Μαρίας Θηρεσίας Καρλόττας, τον Δεκέμβριο του 1778, η βασίλισσα ζούσε πιο απλά.


Με τον θάνατο της μητέρας της το 1780, η Μαρία Αντουανέτα έχασε μία καλή και έξυπνη σύμβουλο. Η θέση της όμως ενδυναμώθηκε, όταν το 1781 γεννήθηκε ο πρώτος της γιος, Λουδοβίκος Ιωσήφ, που πέθανε σε ηλικία οκτώ ετών. Το 1785 γεννήθηκε ο δεύτερος της γιος, Λουδοβίκος, δούκας της Νορμανδίας, και το 1786 η δεύτερη κόρη της, Σοφία Βεατρίκη, η οποία πέθανε το 1787. Το έτος 1789 αποτέλεσε σημείο καμπής στην ζωή της Μαρίας Αντουανέτας. Στις 4 Ιουνίου πέθανε ο πρωτότοκος γιος της. Η οικονομική και πολιτική κατάσταση της Γαλλίας χειροτέρευε συνεχώς. Γρήγορα ξέσπασε και η Γαλλική Επανάσταση.

Στις 5 και 6 Οκτωβρίου 1789, ο λαός του Παρισιού ξεχύθηκε στο βασιλικό ανάκτορο των Βερσαλλιών και εξαγριωμένος κατευθύνθηκε προς το υπνοδωμάτιο της Μαρίας Αντουανέτας. Εκείνη από μια μυστική έξοδο κατάφερε να φτάσει στα διαμερίσματα του βασιλιά και έτσι γλίτωσε το λιντσάρισμα. Αλλά αν και γλίτωσε, η βασιλική οικογένεια, αιχμαλωτίστηκε. Στη συνέχεια την μετέφεραν στο Παρίσι. Η βασίλισσα όμως προσπάθησε να δραπετεύσει μαζί με τον βασιλιά και τα παιδιά της, βοηθούμενη από φίλους και συγγενείς στο εξωτερικό.

Η προσπάθεια της αυτή απέτυχε, καθώς συνελήφθη κοντά στα σύνορα με το Βέλγιο, όταν κάποιος αναγνώρισε τον Λουδοβίκο από την απεικόνιση του προσώπου του σε ένα νόμισμα. Η αναγνώριση θα ήταν λογικά εύκολη, καθώς οι βασιλείς ήταν τόσο προσηλωμένοι στο πρωτόκολλο, που δεν έλαβαν τις απαραίτητες προφυλάξεις για τη μεταμφίεση τους και ταξίδευαν και με αντικείμενα πάνω τους (και μέσα στην άμαξα) που τους έκαναν εύκολο στόχο.

Φυλακίστηκε στο Παρίσι, όπως και τα υπόλοιπα μέλη της βασιλικής οικογενείας. Στη φυλακή και μέσα από τα γράμματά της η Μαρία Αντουαννετα εμφάνισε μια πρωτοφανή αλλαγή στον χαρακτήρα της. Καθοδηγούσε και έδινε συμβουλές στους δικούς της ανθρώπους και εμφανίζοταν αποφασισμένη να οδηγήσει η ίδια την εκστρατεία ενάντια στην επανάσταση. Παρόλα αυτά καρατομήθηκε. Τα τελευταία της λόγια, «Συγχωρήστε με, κύριε» απευθύνονταν στον δήμιο της, Σαρλ-Ανρί Σαμσόν, του οποίου το πόδι πάτησε κατά λάθος.

Της αποδίδεται η θρυλική φράση: «αν δεν έχει ο λαός ψωμί, ας φάει παντεσπάνι», αν και κατά μία άλλη εκδοχή δεν το είχε πει η ίδια, αλλά η φράση κυκλοφορούσε σε διάφορα έντυπα ήδη από το 1760 αντικατοπτρίζοντας την παρακμή της αριστοκρατίας.

ΜΑΞΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΡΟΒΕΣΠΙΕΡΟΣ 

Ο Μαξιμιλιανός Φραγκίσκος Μαρία Ισίδωρος Ροβεσπιέρος (Maximilien François Marie Isidore de Robespierre) (1758 - 1794) ήταν Γάλλος πολιτικός, δεσπόζουσα μορφή της Γαλλικής Επανάστασης του 1789. Γεννήθηκε στην πόλη Αρράς στις 6 Μαΐου 1758 και καρατομήθηκε στο Παρίσι στις 28 Ιουλίου 1794. Έζησε πολύ δύσκολα και φτωχικά παιδικά χρόνια, κατόρθωσε όμως να σπουδάσει Νομικά στο Παρίσι και επανερχόμενος στη γενέτειρά του άσκησε τη δικηγορία επιδιδόμενος συγχρόνως στη ποίηση, στη φιλολογία και στη μουσική τέχνη, εκλεγόμενος μέλος της Ακαδημίας του Αρράς.

Το 1789 εξελέγη αντιπρόσωπος στη Συνέλευση των Τάξεων στην οποία δεν έτυχε αρχικώς καμίας διάκρισης και ιδιαίτερης προσοχής. Ο Μιραμπώ μόνο, ο οποίος παρακολουθούσε τις σχολαστικές αγορεύσεις του Ροβεσπιέρου είπε ότι: "αυτός ο νέος θα πάει μπροστά γιατί πιστεύει σε όσα λέει". Τότε ο Ροβεσπιέρος ήταν ακόμη μετριοπαθής και υπέρ της βασιλείας, είχε δε προτείνει και την κατάργηση της θανατικής ποινής. Μετά την άλωση της Βαστίλης, ετέθη επικεφαλής το 1790 των Ιακωβίνων.

Όταν οι Ορεινοί (από τη θέση που καταλάμβαναν στα ορεινά έδρανα της Συνέλευσης ονομάστηκαν Ορεινοί) κατέλαβαν την εξουσία το 1793, ο Ροβεσπιέρος έγινε ουσιαστικός αρχηγός της Γαλλίας. Ετέθη επικεφαλής της Κομμούνας και στη Συμβατική Συνέλευση εισήλθε ως αντιπρόσωπος του λαού του Παρισιού. Ψήφισε το θάνατο του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ και υπέρ της κατάργησης της Βασιλείας. Για να στερεώσει την εξουσία του απέκρουσε τις κατηγορίες των Γιρονδίνων ότι επεδίωκε την επιβολή δικτατορίας.

Εισερχόμενος δε στην Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας και διευθύνοντας πλέον τους τομείς της Δημόσιας Aσφάλειας και της Δικαιοσύνης, προχώρησε σε προγραφές εναντίον των Γιρονδίνων, για τους οποίους πέτυχε να τεθούν εκτός νόμου, στην εξόντωση των αρχηγών τους, αλλά και τη φυσική εξόντωση πολλών συντρόφων του, όπως του Δαντών, τον οποίο μισούσε θεωρώντας τον βαθύτατα διεφθαρμένο, στέλνοντάς τους στη λαιμητόμο, κάτι που έκανε στη συνέχεια και με τους Εμπερτιστές. Στην περίοδο της κυριαρχίας του Ροβεσπιέρου επικρατούσε απόλυτη Τρομοκρατία, στηριζόμενη στα Επαναστατικά Δικαστήρια και στην περίφημη Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας.

Παρότι, λόγω της προσωπικής του εντιμότητας, του ανεπίληπτου ιδιωτικού του βίου και του αδέκαστου χαρακτήρα του, είχε επονομασθεί από τους ομοϊδεάτες του "αδιάφθορος", δε δίστασε για την εδραίωση του καθεστώτος του, να στέλνει καθημερινά δια του Επαναστατικού Δικαστηρίου στη λαιμητόμο κατά δεκάδες και εκατοντάδες Γάλλους πολίτες αντιφρονούντες, βασιλόφρονες, μετριοπαθείς, αναρχικούς, κλέφτες, ύποπτους, άνδρες, γυναίκες, ακόμη και παιδιά καταδικασθέντες με συνοπτικές διαδικασίες.


Παραλλήλως, προσπάθησε να επαναφέρει ως συστατικό στοιχείο του κράτους, το πρότυπο των αρχαίων Ελληνικών πόλεων (πολιτειών), με ιθύνουσα αρχή την ενότητα και την αρετή, προχωρώντας για το σκοπό αυτό σε αλλαγές στο ημερολόγιο και στη θρησκεία, καθιερώνοντας τη λατρεία του Υπέρτατου Όντος ως θεότητα του Ορθού Λόγου, λατρεία της οποίας ανακηρύχθηκε Μέγας Ποντίφικας σε μεγαλοπρεπή τελετή (16 Νοεμβρίου 1793).

Η Τρομοκρατία, όπως αποκλήθηκε η θηριώδης αυτή περίοδος τριών μηνών, τελείωσε με το πραξικόπημα της 9ης Θερμιδόρ (27 Ιουλίου 1794) το οποίο έγινε από τους ίδιους τους συντρόφους του, όταν συνασπισθέντες οι εχθροί τους στη Συνέλευση εισήγαγαν ψήφισμα να κηρυχθεί αυτός και οι φίλοι του εκτός νόμου. Και ενώ σκόπευαν να τον συλλάβουν και μεταφέρουν από την Εθνοσυνέλευση στις φυλακές του κάστρου του Λουξεμβούργου, οπαδοί του τον φυγάδευσαν και ο Ροβεσπιέρος έσπευσε ως θριαμβευτής στο Δημαρχείο του Παρισιού προσπαθώντας να εξεγείρει τον λαό σε στάση.

Τον πρόλαβαν όμως οι εχθροί του και τον πολιόρκησαν. Τραυματισμένος ο Ροβεσπιέρος προσπάθησε ν' αυτοκτονήσει. Συνελήφθη όμως μαζί με τον αδελφό του Αυγουστίνο, τον Σαιν Ζυστ, τον Κουτόν και άλλους οπαδούς του. Την επόμενη ημέρα (28 Ιουλίου), ο Ροβεσπιέρος οδηγήθηκε στη λαιμητόμο χωρίς δίκη. Μαζί του εκτελέστηκαν οι στενοί του συνεργάτες, Σαιν Ζυστ και Κουτόν, αλλά και ο αδερφός του, Αυγουστίνος, υπό τα χειροκροτήματα του λαού του Παρισιού του οποίου μόλις λίγο καιρό πριν υπήρξε είδωλο.

Την εκτέλεση του Ροβεσπιέρου ακολούθησαν εκτελέσεις 120 περίπου Ιακωβίνων και η διάλυση της λέσχης τους το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς. Ο Μαξιμιλιανός είχε Ιρλανδική καταγωγή (κάποιον μακρινό πρόγονο) και γεννήθηκε στο Αρράς της επαρχίας Αρτουά της Γαλλίας, στις 6 Μαΐου του 1758. Βλέποντας ότι ο Μαξιμιλιανός δεν ήθελε να φτιάχνει μπίρες, ο παππούς του τον βοήθησε να σπουδάσει στο Κολέγιο "Λουί Λε Γκραν", στο Παρίσι. Αυτό έγινε με υποτροφία και αναφέρεται ότι ακόμα και τα υποδήματα που φορούσε ο φτωχός φοιτητής ήταν τρύπια.

Στο Ροβεσπιέρο έτυχε να καλωσορίσει το Βασιλιά Λουδοβίκο ΙΣΤ΄, όταν είχε επισκεφθεί το κολέγιο. Έτσι, και μάλιστα υπό δυνατή βροχή, ο νεαρός φοιτητής τού απήγγειλε επαίνους, ενώ αργότερα θα συναντώνταν ξανά υπό άλλες συνθήκες. Ο Μαξιμιλιανός σπούδασε νομικά και κατάφερε να γίνει δικηγόρος. Στο Παρίσι, μια από τις πρώτες του δικαστικές επιτυχίες ήταν η υπεράσπιση ενός πολίτη στον οποίο είχε κάνει μήνυση ο γείτονάς του καθώς θεωρούσε το αλεξικέραυνο που είχε στη στέγη του σπιτιού του ως διαβολικό κατασκεύασμα. Η εφεύρεση ήταν νέα για την εποχή και ήταν φυσικό να τρόμαζε τους δεισιδαίμονες στη Γαλλία.

Ο Ροβεσπιέρος κέρδισε τη δίκη και έγινε πια διάσημος. Το 1789, όταν ακόμα ήταν εναντίον της θανατικής ποινής, ο Ροβεσπιέρος εξελέγη αντιπρόσωπος στη Συνέλευση των Τάξεων. Λίγο μετά ξεσπάει η Γαλλική Επανάσταση. Ο φίλος του Καμίλ Ντεμουλέν, δυναμικός νεαρός φοιτητής (που καρατομήθηκε αργότερα κατ' εντολή του Ροβεσπιέρου) θα ηγηθεί αυτών που θα φωνάξουν πρώτοι "Στη Βαστίλη" και ο λαός θα καταλάβει το σύμβολο της απολυταρχίας, τις φυλακές της Βαστίλης, στις 14 Ιουλίου 1789.

Τον επόμενο χρόνο (1790) ο Ροβεσπιέρος εξελέγη Πρόεδρος της αριστερής πτέρυγας των Ιακωβίνων. Μετά το 1791, ο "Αδιάφθορος", όπως συνήθιζαν να τον αποκαλούν, δεν έχει πλέον καμία αμφιβολία για την ενοχή του Βασιλιά. Ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ δικάζεται και ο Ροβεσπιέρος έμελλε να πει για την καταδίκη του: "Ο μεγαλύτερος εγκληματίας του κόσμου δεν πρέπει να δικαστεί, είναι ήδη καταδικασμένος". Η θανατική καταδίκη του Βασιλιά είναι γεγονός και ο Λουδοβίκος εκτελείται στη γκιλοτίνα στις 21 Ιανουαρίου του 1793.

Στις 2 Ιουνίου, με τον Ροβεσπιέρο να ελέγχει και τη Συμβατική Συνέλευση, οι Ιακωβίνοι θέτουν εκτός νόμου τους αντιπάλους τους, Γιρονδίνους, και αναλαμβάνουν πλήρως την εξουσία. Ο Ροβεσπιέρος κυβέρνησε για τους επόμενους μήνες σχεδόν δικτατορικά, στηριζόμενος σε νέα όργανα, όπως τα Επαναστατικά Δικαστήρια, τα οποία δίκαζαν και έστελναν στη γκιλοτίνα με συνοπτικές διαδικασίες τους αποκαλούμενους και "εχθρούς του λαού", και την πανίσχυρη Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας. Αποτελούσε την "Τριανδρία" (της οποίας ήταν η ηγετική μορφή) μαζί με τους στενούς συνεργάτες του Σαιν Ζυστ και Κουτόν.

Ήδη από το 1791 ήταν πολύ λαοφιλής. Ταυτοχρόνως, προέβη σε σειρά μέτρων για την αναμόρφωση της κοινωνικής και θρησκευτικής πραγματικότητας. Από τα σημαντικότερα μέτρα που έλαβε ήταν:
  • Εκκαθάριση του στρατού από τους παλιούς στρατηγούς. Υπήρχαν πλέον, με την αποχώρηση των παλαιών στρατηγών, στρατηγοί ηλικίας ακόμα και 25 ετών.
  • Αναμόρφωση του ημερολογίου. Διαγράφηκε η Κυριακή και ορίστηκαν νέα ονόματα για τους μήνες. Το έτος 1 της επανάστασης (1793) ορίστηκε ως αρχή του ημερολογίου. Επίσης, κρατικοποιήθηκε η περιουσία των μοναστηριών και μειώθηκαν τα προνόμια του κλήρου.

Κατασκευάστηκαν όπλα από το λιώσιμο των μετάλλων των σημάντρων των εκκλησιών (η Γαλλία ήταν τότε υπό πολύ άσχημη οικονομική κατάσταση) και καθιερώθηκε η λατρεία του Υπέρτατου Όντος. Ολοκληρώθηκε έτσι τυπικά η αποχριστιανοποίηση του κράτους. Η λατρεία του Υπέρτατου Όντος εγκαθιδρύθηκε από τον Ροβεσπιέρο σε αντιπαράθεση προς τον Καθολικό Χριστιανισμό αφενός και τον αθεϊσμό του Ζακ Ρενέ Εμπέρ (Jacques René Hébert - Εμπερτιστές) αφετέρου.

Εφαρμόστηκε η Τρομοκρατία, με βάση την ιδέα του συνεργάτη του, Ζωρζ Κουτόν. Πρώτα εκτελέστηκαν οι μετριοπαθείς Γιρονδίνοι (Οκτώβριος 1793) και στη συνέχεια άλλοι πολιτικοί, θεωρούμενοι ως ακραίοι, όπως και μεγάλος αριθμός στρατιωτικών και ευγενών. Δεν ξέφυγαν από την εκτέλεση ούτε οι πρώην στενοί του συνεργάτες, Δαντών (Νταντόν) και Ντεμουλέν, επειδή διαφωνούσαν με τα τρομοκρατικά μέτρα, θεωρώντας τον υπερβολικό ιδεαλιστικό φανατισμό του Ροβεσπιέρου εξαιρετικά επικίνδυνο.

Με το νόμο της 10ης Ιουνίου του 1794 (22 Πραιριάλ) αφαιρέθηκε από τους κατηγορουμένους το δικαίωμα της υπεράσπισης, προκρίνοντας ως πρόσχημα την κρισιμότητα των στιγμών (εδραίωση της επανάστασης), η οποία εδύνατο να βλαφτεί από χρονοβόρες διαδικασίες (θύμα του οποίου νόμου έπεσε αργότερα και ο ίδιος ο εμπνευστής του). Έτσι, μέσα σε 6 εβδομάδες, πάνω από 1.400 άτομα οδηγήθηκαν στη λαιμητόμο, μόνο στο Παρίσι, ενώ την ίδια ώρα εκτελέσεις γίνονταν σε αρκετές άλλες πόλεις.

Ανάμεσα στα θύματα και πολλοί αδίκως καταδικασθέντες, λόγω συνωνυμίας ή λανθασμένων πληροφοριών. Η περίοδος αυτή ονομάστηκε Μεγάλη Τρομοκρατία και στιγμάτισε το κοσμοϊστορικό γεγονός της Γαλλικής Επανάστασης. Μέσα στο χάος που επικρατούσε κανένας δεν ήξερε αν θα ήταν το επόμενο θύμα στη γκιλοτίνα, μέσα σε ένα περιβάλλον άκρατων μηχανορραφιών, συκοφαντιών και πολιτικής ίντριγκας. Ο τρόμος είχε απλωθεί για τα καλά πάνω από τη Γαλλική πρωτεύουσα.

Τα νέα μέτρα προκάλεσαν ακόμα μεγαλύτερες αντιδράσεις. Την 9η Θερμιδόρ του έτους 2 της Επανάστασης, δηλαδή στις 27 Ιουλίου 1794, ο Ροβεσπιέρος εμφανίστηκε στη Συμβατική Συνέλευση και ανέφερε ότι είχε στην κατοχή του κατάλογο με εχθρούς του λαού, ανάμεσά τους και μέλη της Συνέλευσης, τους οποίους όμως δεν ανέφερε. Αυτό σήμαινε σύλληψη και εκτέλεσή τους με συνοπτικές διαδικασίες. Φοβούμενοι ότι μπορεί να είναι κι αυτοί στη λίστα, τα περισσότερα μέλη - βουλευτές της Συμβατικής προκάλεσαν πανδαιμόνιο και δεν άφησαν το δικηγόρο από το Αράς να μιλήσει.

Ούτε ο φίλος του, Σαιν Ζυστ, εξέχων ρήτορας που παρέσυρε τα πλήθη, μπόρεσε να πει κάτι. Αντιθέτως, ένα μέλος της Εθνοσυνέλευσης τον προκάλεσε να πει τα ονόματα, αναγκάζοντας τον Ροβεσπιέρο να αιφνιδιαστεί και να ψελλίσει διάφορες δικαιολογίες, κατόπιν των οποίων πολλά μέλη απαίτησαν τη σύλληψή του ως εχθρού της ενότητας του λαού. Επρόκειτο για καλά οργανωμένη συνωμοσία, που μέσα σε λίγες στιγμές αποκαθήλωσε τον μόλις πριν λίγο πανίσχυρο τύραννο.

Ο Ροβεσπιέρος και οι φίλοι του, αντιλαμβανόμενοι το δυσμενές για αυτούς κλίμα, θα φύγουν με δυσκολία από το χώρο της Συμβατικής Συνέλευσης και θα πάνε στο δημαρχείο. Δυστυχώς όμως γι' αυτούς, φάνηκαν αδύναμοι την κρίσιμη εκείνη στιγμή καθώς και εξαιρετικά άτυχοι. Αντί να προστρέξει σε στρατιωτικές δυνάμεις που ακόμα ήλεγχε, ο Ροβεσπιέρος κατέφυγε στο δημαρχείο, όπου δεν υπήρχαν στρατιωτικές δυνάμεις.

Επίσης, ο αρχηγός του σώματος που έτρεξε προς βοήθειά του ήταν, αν και γενναίος αξιωματικός, μέθυσος και ανεύθυνος, με αποτέλεσμα η βοήθεια να καθυστερήσει την ώρα που οι πιο πολλές μονάδες ήταν πιστές στο Ροβεσπιέρο και μπορούσε ακόμα να ελέγξει τα γεγονότα. Τελικώς, η χωροφυλακή πραγματοποίησε έφοδο στο Δημαρχείο για να τον συλλάβει, όπου, σύμφωνα με μία εκδοχή, ένας νεαρός χωροφύλακας, ονόματι Μερντά, θα τσακίσει με μια πιστολιά το σαγόνι του Ροβεσπιέρου. Επικρατέστερη όμως είναι η εκδοχή ότι ο Ροβεσπιέρος αυτοτραυματίστηκε.

Όπως και να έχει, μόλις τσακίστηκε το πηγούνι του "Αδιάφθορου", ο Σαιν Ζυστ δεν έφερε επιπλέον αντίσταση, ο Κουτόν κύλησε με το αναπηρικό του καροτσάκι να ξεφύγει και κόντεψε να σκοτωθεί γλυστρώντας στις σκάλες, ο Λε Μπα αυτοκτόνησε ενώ ο αδελφός του, Αυγουστίνος Ροβεσπιέρος, τραυματίστηκε προσπαθώντας να διαφύγει από το μπαλκόνι του δημαρχείου πηδώντας από αρκετό ύψος στο πλακόστρωτο (δε σκοτώθηκε, γιατί έπεσε επάνω σε δύο ανθρώπους), την ώρα που ο λαός παρακολουθούσε τα δραματικά τεκταινόμενα παγωμένος.

Πολλοί άνθρωποι, υποστηρικτές του Ροβεσπιέρου, ξεσηκώθηκαν και ζήτησαν την αποφυλάκισή του, ενώ ο ίδιος έμοιαζε πλέον με λαβωμένο αγρίμι, αιφνιδιασμένος καθώς ήταν από την απρόσμενη τροπή των γεγονότων, καταματωμένος, με σκισμένα ρούχα. Τελικώς, φυλακίστηκε στην Κονσιερζερί, δίπλα από το κελί όπου είχε φυλακιστεί παλαιότερα η Μαρία Αντουανέτα. Από εκεί έβγαινε κανείς μόνο για καρατόμηση.


Στις 28 Ιουλίου 1794, ημέρα Δευτέρα, ο Ροβεσπιέρος, με τραυματισμένο πιγούνι οδηγήθηκε στη λαιμητόμο, μαζί με 21 ακόμα συνεργάτες του. Η διαδρομή με το κάρο στο οποίο ήταν δεμένος, ήταν εξουθενωτική. Παιδιά έριχναν αίμα βοδιού στο σπίτι όπου έμενε, ένα φτωχικό σπίτι ενός ξυλουργού. Η πλατεία όπου είχε στηθεί η γκιλοτίνα, στο κέντρο του Παρισιού, ήταν ασφυκτικά γεμάτη από κόσμο.

Πρώτος εκτελέστηκε ο Σαιν Ζυστ, ανεβαίνοντας αγέρωχα και αμίλητος τα σκαλιά. Μόλις ήρθε η σειρά του Μαξιμιλιανού, ο δήμιος θέλησε να κολακεύσει το μαινόμενο πλήθος, ταλαιπωρώντας το μισητό πλέον τύραννο, αφαιρώντας με δύναμη τον επίδεσμο που συγκρατούσε την κάτω σιαγόνα του Ροβεσπιέρου. Τότε ο Μαξιμιλιανός έβγαλε μια κραυγή από τον ανυπόφορο πόνο του διαλυμένου του σαγονιού. Έπειτα, έλαβε χώρα η εκτέλεση. Απόλυτη σιγή απλώθηκε στο συγκεντρωμένο πλήθος. Ο συριγμός της γκιλοτίνας διαπέρασε σαν ψίθυρος το ψυχρό παρισινό δειλινό.

Το κεφάλι του Ροβεσπιέρου είχε πέσει και μαζί του ο άνθρωπος που ενσάρκωσε ό,τι πιο ηθικό ανέδειξε η επαναστατημένη Γαλλία, τόσο ηθικό όμως που ο φανατισμός που το περιέβαλε τον οδήγησε σε ακραίες πράξεις. Ο Ροβεσπιέρος απέτυχε να καταλάβει ότι η Γαλλία είχε πια ανάγκη από μια πολιτική συνθέσεων και συμφιλίωσης και όχι κατατμήσεων και αντιθέσεων, έστω κι αν αυτό θα έδινε τη δυνατότητα σε πολλούς διεφθαρμένους να συνεχίσουν τον πολιτικό τους βίο. Απέτυχε να καταλάβει ότι η δημοκρατία, ακόμα κι αν περιελάμβανε έναν αριθμό διεφθαρμένων πολιτικών, ήταν ο ασφαλέστερος δρόμος για την ανόρθωση της πολύπαθης Γαλλικής γης.

Ο Ροβεσπιέρος σήμερα θεωρείται αμφιλεγόμενο πρόσωπο. Άλλοι τον θεώρησαν δικτάτορα και άλλοι καλό, φλογερό και, κυρίως, υποδειγματικά ηθικό επαναστάτη. Διασημότερη είναι η εκδοχή ότι επρόκειτο περί ενός ανθρώπου απαράμιλλης ηθικής (στην παιδική του ηλικία έγινε μάρτυρας ενός καταπληγιασμένου κατάδικου που περνούσε με το κάρο πηγαίνοντας για εκτέλεση, συναντώντας τη ματιά του ανήμπορου αυτού ανθρώπου, ματιά που κατά τον ίδιο δεν ξέχασε ποτέ στη ζωή του).

Στην προσπάθειά του να πλάσει έναν ιδανικό κόσμο όπως τον φανταζόταν, αναγκάστηκε να εξολοθρεύσει τους εχθρούς του, τους οποίους θεωρούσε βαθύτατα διεφθαρμένους και λαοπλάνους, αναδεικνύοντας έτσι την αντίφαση μεταξύ του ιδεαλιστικού υπόβαθρου και της πρακτικής εφαρμογής στον αδυσώπητο κόσμο της διαπάλης για την εγκόσμια εξουσία.

ΛΟΥΙ ΑΝΤΟΥΑΝ ΛΕΟΝ ΝΤΕ ΣΑΙΝ-ΖΥΣΤ 

Ο Λουί Αντουάν Λεόν ντε Σαιν-Ζυστ (Louis Antoine Léon de Saint-Just, 25 Αυγούστου 1767 – 28 Ιουλίου 1794), γνωστός συνήθως ως Σαιν-Ζυστ, ήταν Γάλλος στρατιωτικός και πολιτικός ηγέτης κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης και συνεργάτης του Ροβεσπιέρου. Ο Λουί Αντουάν Λεόν ντε Σαιν Ζυστ γεννήθηκε στην Ντενίζ στις 25 Αυγούστου 1767 από τον Λουδοβίκο Ιωάννη ανθυπασπιστή της χωροφυλακής και έπειτα λοχαγό του ιππικού, κι από την κόρη του Ρομπινό, βασιλικού συμβολαιογράφου στην ίδια πόλη.

Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στο Νανσέλ της Ουάζ, και μετά στο Μπελερανκούρ στην Αίν όπου μετατέθηκε ο πατέρας του. Όταν πέθανε ο πατέρας του πήγε να σπουδάσει στο κολέγιο των Ορατοριανών στη Σουασσόν. Όταν αποφοίτησε επέστρεψε στο Μπλερανκούρ όπου είχε συνάψει σχέσεις με την Τερέζα Ζελέ, κόρη ενός ευυπόληπτου συμβολαιογράφου του τόπου. Πιέζεται από τον πατέρας της να την παντρευτεί όταν μένει έγκυος, αλλά εκείνος αρνείται και φεύγει παίρνοντας μαζί του τα ασημικά της οικογένειας.

Τελικά κλείνεται σε ένα αναμορφωτήριο του Παρισιού από τον Σεπτέμβριο του 1786 ως τον Μάρτιο του 1787. Κάνει πρακτική εξάσκηση σε έναν εισαγγελέα της Σουασσόν και εγγράφεται στη Νομική της Ρενς. Στις 15 Απριλίου 1788 αναγορεύεται διδάκτωρ της νομικής. Επιστρέφει στην Μπλεναρκούρ και μέσα στον Επαναστατικό αναβρασμό δημοσιεύει ένα ποίημα με τίτλο, Οργκάντ, όπου ασκεί κριτική στη θρησκεία, τη μοναρχία, και τους ευγενείς.

Ο Σαιν Ζυστ γίνεται γραμματέας του Δήμου και συνταγματάρχης της Εθνοφυλακής του Μπλερανκούρ και με αυτόν τον βαθμό συμμετέχει στις 14 Ιουλίου 1790, πρώτη επέτειο της καταλήψεως της Βαστίλλης. Το 1791 εξέδωσε το έργο του ''Το πνεύμα της Επανάστασης και του Συντάγματος της Γαλλίας'', το οποίο εκδόθηκε σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων και εξαντλήθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1792 εξελέγη πέμπτος αντιπρόσωπος της Αίν στην Συμβατική Συνέλευση και ήταν από τους πρώτους που ψήφισε τη θανατική καταδίκη του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΣΤ'.

Το 1793 έγινε μέλος της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας και προσπάθησε, μαζί με το Ροβεσπιέρο, να διαφυλάξει την Επανάσταση από τους παντοειδείς εχθρούς. Για το σκοπό αυτό στήριξε την Τρομοκρατία και εξουδετέρωσε με τη γκιλοτίνα πολλούς από τους αντιφρονούντες. Αγωνίστηκε εναντίον των Γιρονδίνων και πέτυχε την ανατροπή τους, το 1793. Ανέλαβε τη διοργάνωση της στρατιάς του Ρήνου και ύστερα της στρατιάς του Βορρά, και συνετέλεσε στη νίκη στο Φλερύ (1794).


Φανατικός δημοκράτης, ονειρευόταν μια δημοκρατία που να στηρίζεται στους μικρούς ιδιοκτήτες, τεχνίτες και χωρικούς. Μερικές από τις πολιτικές απόψεις του είχαν περιληφθεί στο Σύνταγμα του 1793. Ήταν γνωστός ως ο «ωραίος Σαιν-Ζυστ» και μαζί με τους Ροβεσπιέρο και Κουτόν αποτελούσε την «Τριανδρία». Στις 27 Ιουλίου 1794, συνελήφθη μαζί με τους οπαδούς του Ροβεσπιέρου και την επομένη αποκεφαλίστηκε στη γκιλοτίνα.

ΣΑΡΛ-ΑΝΡΙ ΣΑΝΣΟΝ

Ο Σαρλ Ανρί Σανσόν (Charles-Henri Sanson, 15 Φεβρουαρίου 1739 - 4 Ιουλίου 1806) ήταν ο βασιλικός δήμιος της Γαλλίας στην αυλή του Βασιλιά Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ και Δήμιος της Πρώτης Γαλλικής Δημοκρατίας. Εκτέλεσε την θανατική ποινή στο Παρίσι επί 40 και πλέον χρόνια, ενώ από το χέρι του θανατώθηκαν γύρω στα 3.000 άτομα, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του Βασιλιά. Ο Σανσόν ήταν ο 4ος στη δυναστεία των έξι γενεών δημίων, που ανάγεται στον 17ο αιώνα.

Ο προπάππος του ήταν στρατιώτης του βασιλικού στρατού και ονομαζόταν Σαρλ Σανσόν (1658 - 1695) από την Αμπεβίλ (Abbeville), και διορίστηκε Δήμιος των Παρισίων το 1684. Όταν πέθανε το 1695, ο πατριάρχης των Σανσόν, το αξίωμα πέρασε στον γιο του, επίσης Σαρλ (1681- 12 Σεπτεμβρίου 1726). Μετά το θάνατο και του δεύτερου Σαρλ, ορίστηκε προσωρινά αναπληρωτής του κατά το πρότυπο του αντιβασιλέα, μέχρι να ενηλικιωθεί νεότερος γιος του, Σαρλ Ζαν Μπατίστ Σανσόν (1719 - 4 Αυγούστου 1778). Ο Σανσόν εκείνος σε όλη του την ζωή ήταν ανώτερος δήμιος και κατά την περίοδο εκείνη απέκτησε 10 παιδιά.

Ο μεγαλύτερος από τους γιους του, ο Σαρλ Ανρί, γνωστός και ως ο "Σανσόν ο Μέγας" - μαθήτευσε στο πλευρό του πατέρα του επί μία εικοσαετία και ανέλαβε καθήκοντα στις 26 Δεκεμβρίου 1778. Ο Σαρλ Ανρί Σανσόν γεννήθηκε στο Παρίσι, γιος του Σαρλ Ζαν Μπατίστ Σανσόν από την πρώτη του σύζυγο, την Μαντλέν Τρονσόν. Μεγάλωσε αρχικά στο σχολείο - μοναστήρι της Ρουέν ως το 1753, όταν ο πατέρας του αναγνωρίστηκε ως δήμιος από έναν συμμαθητή του Σαρλ Ανρί. Έτσι, ο μικρός Σαρλ έφυγε από το σχολείο, για να μην αμαυρωθεί η φήμη του.

Εν συνεχεία μορφώθηκε με ιδιωτικό δάσκαλο και σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Λέιντεν με σκοπό να γίνει γιατρός, μιας και δεν του άρεσε η δουλειά του πατέρα του. Ο πατέρας του έμεινε παράλυτος και η γιαγιά του από την πλευρά του πατέρα του, η Αν-Μαρτ Σανσόν, τον έπεισε να εγκαταλείψει τις σπουδές του και να αναλάβει δήμιος για να βγάλει τα προς το ζειν. Ως δήμιος (bourreau), έγινε γνωστός με την ονομασία "Monsieur de Paris“ - "Κύριος των Παρισίων“. Στις 10 Ιανουαρίου 1765 παντρεύτηκε την δεύτερη σύζυγό του, Μαρί-Αν Ζουζιέ (Marie-Anne Jugier).

Απέκτησαν δύο γιους: τον Ανρί (1767 – 1830), ο οποίος έγινε ο επίσημος διάδοχός του, και τον Γκαμπριέλ (1769 – 1792), ο οποίος επίσης εργάστηκε στην δουλειά της οικογένειάς του. Το 1757 ο Σανσόν βοήθησε τον θείο του, Νικολά Σαρλ Γκαμπριέλ (1721 – 1795, δήμιο της Ρέιμς) με την ειδεχθή εκτέλεση του επίδοξου δολοφόνου του βασιλιά, Ρομπέρ-Φρανσουά Νταμιέν (Robert-François Damiens).Η συμβολή του Σαρλ Ανρί ήταν μεγάλη στο να γίνει σωστά η εκτέλεση και με λιγότερο πόνο, καθώς διήρκεσε λίγο (η εκτέλεση ήταν διαμελισμός).

Έπειτα από το γεγονός αυτό, ο θείος του παραιτήθηκε από τη θέση του. Το 1778 ο Σαρλ-Ανρί παρέλαβε επίσημα το παλτό με το κόκκινο αίμα, διακριτικό του αρχιδήμιου, από τον πατέρα του Σαρλ-Ζαν-Μπατίστ και υπηρέτησε στη θέση εκείνη επί 38 χρόνια, μέχρι που ο γιος του, Ανρί, τον διαδέχθηκε το 1795 (ο Σαρλ Ανρί είχε ασθενήσει). Η πλειονότητα των εκτελέσεων γίνονταν από τον Σανσόν και ως 6 βοηθούς. Συνολικά, ο Σαρλ Ανρί εκτέλεσε 2.918 άτομα, ανάμεσα στα οποία και ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄.

Παρότι ποτέ δεν ήταν υποστηρικτής της μοναρχίας, ωστόσο ήταν αρχικά απρόθυμος να εκτελέσει τον Λουδοβίκο, ώσπου υποχώρησε στο τέλος. Η βασίλισσα, Μαρία Αντουανέτα, εκτελέστηκε από τον γιο του, τον Ανρί, ο ο οποίος διαδέχθηκε τον πατέρα του το 1795 (ο Σανσόν ο Μέγας είχε παραστεί απλώς στην εκτέλεση της βασίλισσας το 1793). Εν συνεχεία, χρησιμοποιώντας την λαιμητόμο, ο Σανσόν και οι άνδρες του εκτέλεσαν πλήθος επαναστατών, ανάμεσα στους οποίους ο Δαντών, ο Ροβεσπιέρος, ο Σαιν Ζυστ,ο Εμπέρ και ο Ντεμουλέν.

Έπειτα από την Επανάσταση, ο Σανσόν συνετέλεσε τα μέγιστα στο να εισαχθεί και να καθιερωθεί η χρήση της γκιλοτίνας ως μέσου εκτέλεσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά την δημόσια πρόταση του Ζοζέφ Ινιάς Γκιγιοτέν για μια εκτελεστική μηχανή, ο Σανσόν κατέθεσε ένα μοναδικό σε αξία υπόμνημα προς την Νομοθετική Συνέλευση. Ο Σανσόν διατηρούσε και είχε στην κατοχή του όλο τον εξοπλισμό του. Υποστήριξε ότι οι πολλές εκτελέσεις -οι οποίες είχαν γίνει νόρμα-, ήταν πολύ απαιτητικές για τις παλιές μεθόδους.

Τα σχετικά ελαφρού βάρους εργαλεία του ήταν ευαίσθητα λόγω της συχνής χρήσης και το κόστος της επισκευής τους επιβάρυνε τον δήμιο, κάτι που ο ίδιος χαρακτηρίζει άδικο στο υπόμνημά του. Ακόμα χειρότερα, η σωματική κόπωση του εκτελεστή μπορούσε εύκολα να οδηγήσει σε σφάλματα και ατυχήματα κατά τις εκτελέσεις των θυμάτων. Τα ίδια τα θύματα θα μπορούσαν να καταφύγουν σε πράξεις απόγνωσης εξαιτίας της αγωνίας τους για την μακρόχρονη και απρόβλεπτη διαδικασία της εκτέλεσης.


Όταν το πρωτότυπο μοντέλο της λαιμητόμου δοκιμάστηκε για πρώτη φορά στο νοσοκομείο του Μπισέτρ (Bicêtre) του Παρισιού, στις 17 Απριλίου 1792, ο ίδιος ο Σανσόν επέβλεψε την διαδικασία. Πρώτα δοκιμάστηκε σε δεμάτια από άχυρα, έπειτα σε ζωντανά πρόβατα και εν τέλει σε ανθρώπινα πτώματα. Λίγο πριν ολοκληρωθεί η διαδικασία, ο Σανσόν κήρυξε επιτυχημένο το μηχάνημα. Εντός μίας εβδομάδας, η χρήση της γκιλοτίνας εγκρίθηκε από την Συνέλευση και στις 25 Απριλίου 1792 ο Σανσόν εκτέλεσε τον πρώτο κατάδικο με την νέα μηχανή, τον ληστή Νικολά Ζακ Πελετιέ στην Πλατεία της Γκρεβ (Place de Grève).

Στον ελεύθερό του χρόνο ο Σανσόν τεμάχιζε τα θύματά του και έφτιαχνε φάρμακα χρησιμοποιώντας βότανα που είχε στον κήπο του. Επίσης, έπαιζε βιολί και τσέλο, ενώ άκουγε την μουσική του Γκλουκ. Συχνά συναντούσε τον στενό του φίλο Τόμπιας Σμιτ, έναν Γερμανό κατασκευαστή μουσικών οργάνων, ο οποίος αργότερα θα κατασκεύαζε και την γκιλοτίνα του Σανσόν. Σύμφωνα με μία ανεκδοτική αναφορά, ο Σαρλ-Ανρί Σανσόν έπειτα από την συνταξιοδότησή του συνάντησε τον Ναπολέοντα και ο τελευταίος τον ρώτησε αν μπορούσε να κοιμηθεί όταν είχε εκτελέσει περισσότερα από 3.000 άτομα.

Η Λακωνική απάντηση του δημίου ήταν: "Αφού οι Αυτοκράτορες, οι βασιλείς και οι δικτάτορες μπορούν να κοιμούνται καλά, γιατί δεν θα μπορούσε ένας δήμιος;" Ο νεότερος γιος του Σανσόν, ο Γκαμπριέλ (1769 – 27 Αυγούστου 1792) ήταν βοηθός του και πιθανός διάδοχός του από το 1790, ωστόσο πέθανε ξαφνικά γλιστρώντας από το ικρίωμα, ενώ έδειχνε ένα κομμένο κεφάλι στο πλήθος.

Ο τραγικός θάνατος του Γκαμπριέλ σήμαινε ότι το κληρονομικό επάγγελμα πέρασε στον μεγαλύτερο γιο του, Ανρί (1767 – 1840), ο οποίος ήταν στρατιώτης κατά την Επανάσταση (δεκανέας και στη συνέχεια λοχίας της εθνοφρουράς στο Παρίσι, εν συνεχεία στο πυροβολικό και στην δικαστική αστυνομία). Παντρεύτηκε τη Μαρί-Λουίζ Νταμιντό (Marie-Louise Damidot). Ο Ανρί ανέλαβε επίσημα καθήκοντα τον Απρίλιο του 1793 και παρέμεινε ο επίσημος Δήμιος των Παρισίων επί 47 χρόνια.

Μεταξύ άλλων, καρατόμησε την Μαρία Αντουανέτα και τον εισαγγελέα Φουκέ-Τενβίλ. Ο εγγονός του Σαρλ Ανρί, Ανρί-Κλεμάν Σανσόν, ήταν ο 6ος και τελευταίος της δυναστείας των δημίων. Υπηρέτησε ως το 1847. Ο Σαρλ Ανρί Σανσόν πέθανε στις 4 Ιουλίου 1806 και ετάφη σε οικογενειακό τάφο στο Κοιμητήριο της Μονμάρτρης στο Παρίσι.

ΖΑΝ-ΠΟΛ ΜΑΡΑ 

Ο Ζαν Πολ Μαρά (Jean-Paul Marat, 24 Μαΐου 1743 - 13 Ιουλίου 1793) ήταν Γάλλος πολιτικός και αρθρογράφος επαναστατικής εφημερίδας, από τις σημαντικότερες μορφές της Γαλλικής Επανάστασης. Γεννήθηκε στο Μπουντρύ (Boudry) του Νεσατέλ (Neuchâtel) της Ελβετίας. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια. Σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια του Μπορντό και του Παρισιού. Ως γιατρός ήταν αποτυχημένος και φτωχός, καταλήγοντας μάλιστα σε κάποια φάση της ζωής του να βρίσκει καταφύγιο στους υπονόμους του Παρισιού, όπου απέκτησε μία δερματοπάθεια που τον υποχρέωνε αργότερα σε πολύωρα λουτρά.

Επηρεασμένος από τις ιδέες των Γάλλων διαφωτιστών, στράφηκε από τα νεανικά του χρόνια στη μελέτη και στην έρευνα των κοινωνικοπολιτικών προβλημάτων της εποχής του. Πρώτος καρπός των ερευνών του ήταν δύο μελέτες με τους τίτλους: Φιλοσοφικό δοκίμιο για τον άνθρωπο και Αλυσίδες της δουλείας, τις οποίες δημοσίευσε σε ηλικία 30 ετών. Το 1789 άρχισε να εκδίδει την εφημερίδα "Ο Φίλος του Λαού", από τις στήλες της οποίας στηλίτευε τους αριστοκράτες. Επίσης, έκανε λόγο για ανεπάρκεια των κυβερνητικών παραγόντων.

Ήταν μέλος της περίφημης «Λέσχης των Κορδελιέρων» και αναγκάστηκε πολλές φορές να διακόψει την έκδοση της εφημερίδας του και να καταφύγει στο εξωτερικό (στην Αγγλία) για να αποφύγει τη σύλληψη. Ήταν αδιάλλακτος αντίπαλος του μοναρχικού καθεστώτος και συνέβαλε με την αρθρογραφία του στην καταδίκη και εκτέλεση του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΣΤ΄, το 1793. Ο Μαρά αναδείχτηκε σε ηγετική μορφή της "Επιτροπής για Επαγρύπνηση της Κομμούνας".

Παρόλο που απολάμβανε της αγάπης του λαού, ως πολιτικός σύντομα κατέληξε σε ακρότητες. Υποστήριζε τη βία ως μέσο για την εξουδετέρωση των συνωμοσιών εναντίον της Επανάστασης και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις "Σφαγές του Σεπτέμβρη". Ως πρόεδρος της "Λέσχης των Ιακωβίνων" απομάκρυνε το Στρατηγό Ντυμουριέ από την ηγεσία των επαναστατικών στρατευμάτων. Συνέβαλε επίσης στην ανατροπή των Γιρονδίνων από την εξουσία (1793).

Ένα μήνα αργότερα και ενώ βρισκόταν στο απόγειο της δόξας του, στις 13 Ιουλίου 1793, δολοφονήθηκε από τη νεαρή Σαρλότ Κορντέ, που ήταν στην υπηρεσία των Γιρονδίνων. Το πλήρες όνομά της ήταν Marie Anne Charlotte Corday d'Armont. (27 Ιουλίου 1768 - 17 Ιουλίου 1793) ήταν Γαλλίδα Γιρονδίνη και δολοφόνος του Ζαν Πωλ Μαρά. Ήταν μέλος αριστοκρατικής πλην φτωχής οικογένειας. Γεννήθηκε στην Καέν και το 1789, όταν ο Μαρά διέταξε τη σύλληψη 22 Γιρονδίνων, αποφάσισε να τον δολοφονήσει.


Αυτό έγινε στις 13 Ιουλίου 1793, στο μπάνιο του επαναστάτη. Είχε προηγηθεί μια πρώτη απόπειρα να τον συναντήσει, αλλά ο Μαρά δεν τη δέχτηκε. Στη δεύτερη απόπειρα, τη δέχτηκε και η Κορντέ -που ήδη είχε αγοράσει ένα μαχαίρι από το Παρίσι- του διάβασε ονόματα Γιρονδίνων, που φέρονταν να σχεδιάζουν επανάσταση. Τότε, η Κορντέ τράβηξε το μαχαίρι και το βύθισε στο στήθος του, τρυπώντας τον πνεύμονα, την αορτή και την αριστερή κοιλία της καρδιάς. Ο Μαρά ούρλιαξε «A moi, ma chère amie!» (Σε μένα, αγαπητή μου φίλη) και πέθανε.

Η Κορντέ τον δολοφόνησε με μαχαίρι στο λουτρό του, όπου ο Μαρά περνούσε πολλές ώρες λόγω της δερματοπάθειάς του. Στη δίκη της, η Κορντέ παραδέχτηκε ότι διέπραξε μόνη της τη δολοφονία, «για να σώσει 100.000 ανθρώπους». Πέθανε στη λαιμητόμο. Στις 21 Σεπτεμβρίου η σορός του τοποθετήθηκε στο Πάνθεον και τοποθετήθηκε προτομή του στην αίθουσα συνεδριάσεων της Συμβατικής Εθνοσυνέλευσης. Μετά το θάνατό του, τιμήθηκε ως ήρωας και μάρτυρας, λίγους μήνες όμως μετά, ο Γαλλικός λαός τον χαρακτήρισε "τέρας" και αποκατέστησε τη δολοφόνο του, η οποία είχε εκτελεστεί στη λαιμητόμο, λίγο μετά την πράξη της.

ΕΜΜΑΝΥΕΛ ΖΟΖΕΦ ΣΙΕΓΕΣ

Ο Εμμανυέλ Ζοζέφ Σιεγές (Emmanuel Joseph Sieyes) (1748 - 1835) ήταν Γάλλος Ρωμαιοκαθολικός κληρικός, εξ ου και περισσότερο γνωστός ως Αβάς (Ηγούμενος) Σιεγές (Abbe Sieyes Αμπέ Σιεγές) που εξελίχθηκε συνταγματολόγος, και πρώιμος κοινωνιολόγος και καθοδηγητής της Γαλλικής Επανάστασης (1789), ενώ στη συνέχεια πρωτοστάτησε στην οργάνωση του πραξικοπήματος με το οποίο ο Ναπολέων Βοναπάρτης ανέλαβε την εξουσία (1799). Μετά το τέλος του Ναπολέοντα, όταν έγινε η παλινόρθωση της Βασιλείας στη Γαλλία δήλωσε θρασύτατα "έχω επιζήσει ".

Ο Ζοζέφ Σιεγές γιος πολύτεκνου συμβολαιογράφου του Φρεζύς αντελήφθη από μικρή ηλικία τη γρήγορη εξέλιξη που είχαν οι στρατιωτικοί αλλά και οι κληρικοί στην εποχή του, την καταξίωσή τους στην κοινωνία καθώς και τα πολλά και μεγάλα προνόμια που τελικά απολάμβαναν. Έτσι ενώ αρχικά ήθελε να γίνει στρατιωτικός αποφάσισε τελικά να ακολουθήσει την ιεροσύνη που δεν υποβαλλόταν και σε ιδιαίτερους κινδύνους. Σπουδάζοντας θεολογία στη Σορβόνη κατάφερε το 1770 να λάβει πτυχίο, τελευταίος της τάξης του και το 1772 να χειροτονηθεί ιερέας. Το 1774 έλαβε δίπλωμα καθηγητή θεολογίας.

Το 1780 αναδείχθηκε μέγας Βικάριος (βοηθός Επισκόπου) και το 1788 Καγκελάριος της Επισκοπής της Σαρτρ. Οι δυνατότητες όμως για περαιτέρω εξέλιξη ήταν ιδιαίτερα περιορισμένες επειδή στερούταν αριστοκρατικής καταγωγής. Το γεγονός αυτό τον έφερε πλέον αντιμαχόμενο της τότε άρχουσας τάξης και αριστοκρατίας. Το 1788 που συγκλήθηκαν στη Γαλλία οι Γενικές Τάξεις ο Ζοζέφ Σιεγές προκάλεσε ανοικτή διαμάχη για τον τρόπο που συγκλήθηκαν αυτές, όσον αφορά στην κατανομή του αριθμού των συμμετασχόντων από κάθε κοινωνική τάξη βουλευτών, που μέχρι τότε ίσχυε ίσος αριθμός.

Έτσι τον Ιανουάριο του επόμενου έτους κυκλοφόρησε ένα φυλλάδιο με τον ερωτηματικό τίτλο "Τι είναι η Τρίτη Τάξη ;" υπονοώντας τη λαϊκή τάξη της Γαλλίας, δηλαδή την κοινωνική τάξη των μη προνομιούχων, υποστηρίζοντας ότι ως πολυπληθέστερη τάξη αυτή έχει και το αποκλειστικό δικαίωμα, ως εκπροσωπούμενη από περισσότερους βουλευτές, της σύνταξης νέου Συντάγματος της Γαλλίας προβάλλοντας την ψήφο "κατά κεφαλή" και όχι "κατά τάξη".

Πράγματι το φυλλάδιο αυτό, ιδιαίτερα ριζοσπαστικό για την εποχή του, προκάλεσε τεράστια δημοτικότητα στον ίδιο τον Σιεγές με συνέπεια να του εξασφαλίσει την εκλογή του ως αντιπρόσωπος της Τρίτης Τάξης στη συνέλευση που ακολούθησε στις 5 Μαΐου του 1789. Συνέχεια αυτού με δική του πρόταση και πρωτοβουλία οι αντιπρόσωποι της Τρίτης Τάξης, στη συνέλευση αυτή, αυτο-ανακηρύχθηκαν σε Εθνοσυνέλευση με το ισχυρό δικαίωμα να νομοθετεί στο όνομα του Γαλλικού λαού κατά παράβαση της υφιστάμενης νομοθεσίας.

Φυσική συνέπεια της πολιτικής εκτροπής αυτής ήταν ο Βασιλεύς της Γαλλίας στις 23 Ιουνίου ν' αρνηθεί ν' αναγνωρίσει την νομιμότητα αυτής της Εθνοσυνέλευσης. Τότε ο Σιεγές έπεισε τους συνεργάτες του να εναντιωθούν με όλες τους τις δυνάμεις, όχι κατά των άλλων δύο τάξεων που καιροφυλακτούσαν για δράση, αλλά κατά του Βασιλέως, θεωρώντας την βασιλική άρνηση ως πρόκληση κατά του λαού. Υπό αυτές τις συνθήκες η Γαλλική Επανάσταση είχε πλέον εκραγεί.

Συνέχεια των παραπάνω στις 20 Ιουνίου οι εκπρόσωποι της Τρίτης Τάξης δίνουν τον λεγόμενο "όρκο του σφαιριστηρίου" ενώ οι εξελίξεις αρχίζουν να τρέχουν σχεδόν ανεξέλεγκτα. Στις 9 Ιουλίου συγκροτούν την Συντακτική Εθνοσυνέλευση. Ο Βασιλεύς προκειμένου να επιβάλει την τάξη συγκέντρωσε στρατό στις Βερσαλίες και παράλληλα απέλυσε τον υπουργό οικονομικών Ζακ Νεκέρ.

Αυτά οι χωρικοί και οι βιοτέχνες, οι λεγόμενοι "ξεβράκωτοι" (λόγια "αβράκωτοι") τα εξέλαβαν, από κατευθυνόμενη προπαγάνδα, ως συνωμοσία του Βασιλέως μετά των ευγενών για να εμποδίσουν οποιαδήποτε μεταρρύθμιση. Στις 14 Ιουλίου οι λαϊκές μάζες του Παρισιού καταλαμβάνουν τη Βαστίλη, θεωρούμενη τότε σύμβολο της εξουσίας. Δύο ημέρες μετά ο Βασιλεύς ανακαλεί τον Ζακ Νεκέρ και την επομένη εγκαθίσταται στο Παρίσι όπου και αναγνωρίζει τη λαϊκή κυριαρχία των "ξεβράκωτων" και την τρίχρωμη κονκάρδα των επαναστατών.


Η αναταραχή όμως στην ύπαιθρο άρχισε να παίρνει μεγάλες διαστάσεις με προπηλακισμούς κατά ευγενών, επισκόπων, εμπρησμούς πύργων, αποθηκών και δημοσίων κτιρίων γεγονός που θορύβησε και αυτή την Εθνοσυνέλευση όπου τη νύκτα της 4ης Αυγούστου και προκειμένου να καθησυχάσει τα πνεύματα, άρχισε να ψηφίζει διατάγματα που καταργούσαν τον φεουδαρχισμό και περιόριζαν τα προνόμια της άρχουσας τάξης και της εκκλησίας καθώς και του Βασιλέως. Οι αποφάσεις όμως αυτές φούντωσαν ακόμα περισσότερο τις εξεγέρσεις και τους εμπρησμούς με συνέπεια η Εθνοσυνέλευση σιγά σιγά ν΄ ακυρώνει ένα μέρος των διαταγμάτων που είχε εκδώσει.

Στις έντονες καταστάσεις εκείνες ο Ζοζέφ Σιεγές παρά τη θεωρητική του φήμη, ένεκα της περιορισμένης ρητορικής του αλλά και των κάποιων δισταγμών του σε θέματα κατάργησης προνομίων ιδιαίτερα της εκκλησίας, γρήγορα παραμερίστηκε. Στις 26 Αυγούστου η Συντακτική θέτει τις βάσεις του νέου καθεστώτος της συνταγματικής βασιλείας ψηφίζοντας τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη την οποία και συμπεριέλαβε στο νέο σύνταγμα του 1791. Στο διάστημα αυτό ο Σιεγές εξελέγη μία μόνο φορά στη δεκαπενθήμερη θέση του προέδρου της Συντακτικής Συνέλευσης.

ΧΑΡΤΕΣ


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)

* ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ: ΜΕΡΟΣ Α'

Stanford University Libraries: δωρεάν στο διαδίκτυο 759 εκπληκτικές εικόνες από τη Γαλλική Επανάσταση, μπορείτε να δείτε εδώ: French Revolution Digital Archive

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου