Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

Ριανός ο Κρητικός

Ριανός ο Κρητικός (αταύτιστο ποίημα)

[1] Αληθινά, πολύ αστόχαστοι είμαστε όλοι οι άνθρωποι,
μ’ ελαφριά καρδιά δεχόμαστε τ’ αμφίρροπα[1] δώρα των θεών.
Όποιος, λοιπόν, στριφογυρίζει όντας στον βίο του ενδεής,
λυπημένος προσβάλλει τους μακάριους θεούς με ψόγο δεινό[2],
[5] περιφρονώντας την δική του αρετή και τον δικό του νου,
χωρίς να σκέφτεται με θάρρος κάτι και χωρίς να κάνει κάτι,
αισθανόμενος ρίγη[3] όπου παρευρίσκονται πλούσιοι άνδρες,
ενώ η κατήφεια και η θλίψη κατατρώγουν τον νου του[4].

Όποιος, πάλι, ευημερεί, και ο θεός τού στέλνει ευδαιμονία
[10] και πολλή εξουσία, λησμονεί ότι στην γη πατούν τα πόδια του[5],
ότ’ οι γονείς του είναι θνητοί, αλλά με θράσος και αμαρτωλό νου
βροντά εξίσου με τον Δία[6], ορθώνει αλαζονικά την κεφαλή του,
κι ας είναι λίγος, ζητά σε γάμο την Αθηνά[7], που έχει ωραία χέρια,
και ατραπό προετοιμάζει γιά τον Όλυμπο, ώστε
[15] να συναριθμείται και να συμποσιάζεται με τους αθάνατους.
Η Άτη[8], όμως, με πόδια απαλά τρέχει από πίσω του,
απρόοπτη και αόρατη στης κεφαλής του την κορυφή,
άλλοτε εμφανίζεται ως νέα, γιά τις παλιές αμαρτίες,
και άλλοτε, πάλι, ως γριά, γιά τις νεώτερες[9],
[20] ευχαριστώντας[10] την Δίκη[11] και τον Δία, τον κύριο των θεών.

Ο Ριανός ανήκει στον κύκλο των Αλεξανδρινών επικών ποιητών. Ήταν κρητικής καταγωγής και έζησε κατά τον γ’ π. Χ. αιώνα, επί Πτολεμαίου τού Ευεργέτη. Αρχικά εργαζόταν ως φύλακας και μάλλον ήταν δούλος, αλλά αργότερα μερίμνησε πολύ γιά την μόρφωσή του και έγινε διάσημος επικός ποιητής. Τα περισσότερα από τα έργα του, όπως τα έπη «Αχαϊκά», «Ηλιακά», «Θεσσαλικά» και «Μεσσηνιακά», τα οποία θαύμαζε ιδιαιτέρως ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Τιβέριος (42 π. Χ. – 37 μ. Χ.), δεν φαίνονται να έχουν σωθεί ολόκληρα. Διαθέτουμε, ωστόσο, ελάχιστα αποσπάσματα εξ αυτών, καθώς και λίγα ερωτικά επιγράμματά του. Από ορισμένους φιλολόγους το ανωτέρω – αταύτιστο και ως εκ τούτου άτιτλο – ποίημά του (πηγή πρωτοτύπου κειμένου: J. U. Powell, Collectanea Alexandrina, Oxford, 1925) θεωρείται ακέραιο δημιούργημά του, ενώ από άλλους εκλαμβάνεται ως απόσπασμα άγνωστου μεγαλύτερου έργου του.

Συναρπαστικά επίκαιρο – εάν όχι σαφώς διαχρονικό – και κατ’ εξοχήν διδακτικό, το ευσύνοπτο ποίημα τού Ριανού προβάλλει ένα ψυχολογικό και κοινωνιολογικό πρόβλημα, πηγή τού οποίου είναι το αμέτρως διευρυμένο χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών συμπολιτών. Κατά τον ποιητή, η ποιότητα τού βίου και τού μέλλοντος των ανθρώπων εξαρτάται από την εκ μέρους τους ορθή ή εσφαλμένη χρήση των «αμφίρροπων δώρων» των θεών, ενώ αυτή η χρήση ελέγχεται και κατευθύνεται από τον νου και την αρετή τού καθενός, θέση που τονίζει εμμέσως αλλά επαρκώς την αναμφισβήτητη αξία τής φιλοσοφίας στην ζωή των θνητών. Όσο ο πλούτος και η κοινωνική καταξίωση δύνανται να οδηγήσουν τον ενάρετο άνθρωπο στην ευδαιμονία, άλλο τόσο δύνανται να καταδικάσουν τον υπερφίαλο σε δυστυχία. Ομοίως, η πενία, θεωρούμενη και αυτή ως «αμφίρροπο δώρο», δύναται να καταστήσει μαχητικό και εφευρετικό τον νοήμονα άνθρωπο που επιθυμεί να την εκδιώξει από τον βίο του, αλλά επίσης δύναται να εκμηδενίσει τον οκνηρό και τον μεμψίμοιρο φτωχό.

Η διάχυτη θεϊκή παρουσία στην προσέγγιση τού εν λόγω ζητήματος μόνον αφελώς θα μπορούσε να εκληφθεί ως ένας τετριμμένος ηθικολογικός εκφοβισμός ή κατευνασμός. Η δράση τού Δία, τής Άτης και τής Δίκης, όπως περιγράφεται στο ποίημα, επί τού βίου των θνητών αποτελεί ακατάβλητο νόμο των ανθρώπινων κοινωνιών, και αρκεί μία νηφάλια και στοχαστική ματιά στην καθημερινότητα γιά να επιβεβαιώσει τού λόγου το αληθές. Εξάλλου, ο νους και η αρετή, κοινό κτήμα των ανθρώπων και αλάνθαστοι οδηγοί προς την έμπρακτη εφαρμογή τού σωτήριου «μηδέν άγαν» και τού εναρμονιστικού «μέτρον άριστον», αφενός καθιστούν σώφρονα, ενίοτε και λιτό, τον πλούσιο, και αφετέρου δημιουργικό, ίσως και διεκδικητικό, τον φτωχό, εξαλείφοντας θεραπευτικά – μεταξύ πολλών άλλων αντικοινωνικών συμπεριφορών και πρακτικών – την υβριστική υπεροψία τού πρώτου και την αυτοκαταστροφική μοιρολατρία τού δεύτερου, αφαιρώντας, επίσης, από τον κοινό βίο των δύο τάξεων και το «ρίγος» (στίχος 7) και το «θράσος» (στίχος 11), αμφότερα επικίνδυνες εκφάνσεις μίσους.

 Στο ποίημα, εν κατακλείδι, υποφώσκουν τόσο η περί αρετής πυθαγόρεια διδασκαλία, όσο και ίχνη τής στωικής και τής επικούρειας φιλοσοφίας, τριών θαυμάσιων οδών προς την πολύτιμη αυτογνωσία και την περιπόθητη προσωπική απελευθέρωση.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

1. Fantuzzi M. – Hunter R., Ο Ελικώνας και το Μουσείο, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2002.
2. Feeney D., The Gods in Epic, Oxford, 1991.
3. Hopkinson N., A Hellenistic Anthology, Cambridge, 1988.
4. Hutchinson G., Hellenistic Poetry, Oxford, 1988.
5. Pretagostini R., Ricerche sulla poesia alessandrina, Roma, 1984.
6. Rossi L. E., “La letteratura alessandrina e il rinnovamento dei generi letterari della tradizione”, Atti del Colloquio internazionale “La letteratura ellenistica: problemi e prospettive di ricerca”, Roma, 1997, σελίδες 149-161.
7. Ziegler K., L’ epos ellenistico, Bari, 1988.
-------------------
[1] Που άλλοτε ρέπουν προς το καλό και άλλοτε προς το κακό, άλλοτε ωφελούν και άλλοτε βλάπτουν, ανάλογα με τον τρόπο που τα αντιμετωπίζει και τα χρησιμοποιεί ο κάθε άνθρωπος.
[2] Αποδίδει παθητικά και μοιρολατρικά (στίχος 5) την δυσπραγία και την πενία του στους θεούς, οπότε τους ψέγει αυστηρά, χωρίς ο ίδιος να έχει την διάθεση να εγκαταλείψει την οκνηρία ή την ηττοπάθειά του (στίχος 6) και να επιχειρήσει δραστικά να βελτιώσει την ζωή του.
[3] Ρίγη ζήλειας ή φθόνου ή και μίσους.
[4] «Βρίσκεται σε κατάθλιψη», όπως θα λέγαμε σήμερα.
[5] Ότι είναι γήινος και θνητός.
[6] Κατά τέτοιον τρόπο συμπεριφερόταν ο αλαζονικός Σαλμωνέας, βασιλιάς τής Ήλιδας, ο οποίος είχε ονομάσει τον εαυτό του Δία και περιφερόταν με το άρμα του σύροντας θορυβωδώς πίσω του χάλκινα σκεύη, σε απομίμηση βροντών, και τινάζοντας στον αέρα αναμμένες λαμπάδες, σε απομίμηση αστραπών. Ο Δίας τον τιμώρησε κατακεραυνώνοντάς τον.
[7] Όπως περίπου έπραξε ο ανίερος και ακόλαστος Θρακιώτης βασιλιάς Κότυς, ο οποίος ετοίμασε πλούσιο γαμήλιο δείπνο και μεθυσμένος περίμενε, με περισσό θράσος, την αειπάρθενο θεά Αθηνά να προσέλθει γιά να τον νυμφευτεί.
[8] Η Άτη είναι η θεά που επιφέρει παραφροσύνη στον νου και ταραχή στην ψυχή των αλαζόνων και των υβριστών. Ο Όμηρος την περιγράφει στην «Ιλιάδα» (Τ, 91-94).
[9] Κατά μία θεολογική ερμηνεία, η θεά Άτη λαμβάνει νεανική μορφή όταν πρόκειται να τιμωρήσει τις παλιές αμαρτίες υπενθυμίζοντας ότι παρακολουθεί τον αμαρτωλό από την νεανική ηλικία του, ενώ εμφανίζεται ως ηλικιωμένη όταν πρόκειται να τιμωρήσει τις πιό πρόσφατες αμαρτίες δηλώνοντας ότι θα τον παρακολουθεί μέχρι το τέλος τής ζωής του.
[10] Ικανοποιώντας την τιμωρό βούληση των δύο θεών.
[11] Η Δίκη είναι η θεά που επιβάλλει την δικαιοσύνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου