Ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ανθρώπων που αντιμετωπίζουν έντονο άγχος, δυσθυμία, ‘κατάθλιψη’ έχει την ‘τάση’ να αποδίδει λανθασμένα τις ψυχικές αυτές καταστάσεις, σε έναν ‘προβληματικό εαυτό του’, (μία δυστυχώς ‘κλασικά’ λανθασμένη ‘αυτοδιάγνωση’ που κάνει ο καθημερινός άνθρωπος), και όχι σε επιδράσεις του ξεχωριστού για τον κάθε άνθρωπο περιβάλλοντος μέσα στο οποίο μεγαλώνει.
Ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ανθρώπων έχει την ‘τάση’ να αποδίδει λανθασμένα ορισμένες ψυχικές καταστάσεις, σε έναν ‘προβληματικό εαυτό του’.
Επιδράσεις τις οποίες δέχονται όλοι οι άνθρωποι από μικρή ηλικία, κατά την οποία διαμορφώνεται η προσωπικότητά μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι το περιβάλλον μας είχε ποτέ πρόθεση να μας βλάψει. Ακόμα και η υπερπροστασία του παιδιού για παράδειγμα, από την οικογένεια, η οποία έχει αμιγώς θετικά κίνητρα, θα μπορούσε να ‘συνδράμει’ στη ‘διαμόρφωση’ μιας π.χ αγχώδους προσωπικότητας.
Το ερώτημα είναι αν ‘αναστρέφονται’ οι επιδράσεις που δεχόμαστε σε μικρή ηλικία από το περιβάλλον μας, που ούτε καν τις θυμόμαστε, ούτε γνωρίζουμε πώς επέδρασαν στην ενήλικη συμπεριφορά μας. Η απάντηση είναι ναι, αναφέρει ο Νικόλαος Βακόνδιος, ψυχολόγοςΘ.
Ιδιαίτερα εντυπωσιακό όμως, είναι το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι θεωρούν ότι το άγχος, η μελαγχολία, η κατάθλιψη που μπορεί να νιώθουν, ‘υποδεικνύει’ ότι οι ίδιοι είναι ‘προβληματικά άτομα’, καθώς είναι επιστημονικά αδύνατον να διακρίνουν αντικειμενικά, ποια χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους οφείλονται σε επιδράσεις του περιβάλλοντος.
Αντιθέτως, συχνά κάνουν μία λανθασμένη, υποκειμενική, ‘αυτοανάλυση-διάγνωση’ του εαυτού τους, αποδίδοντας για παράδειγμα το άγχος, σαν ένα έμφυτο, ‘γενετικό’ τους χαρακτηριστικό, το οποίο θεωρούν ότι είναι κάτι ‘ανίατο’.
Αυτή η θεώρηση του καθημερινού ανθρώπου για την επιστήμη της ψυχολογίας, ‘επιβαρύνεται’ συνήθως και από μία λανθασμένη εφαρμογή της ενημέρωσης που παρέχεται από διάφορες πηγές, ως ‘διαγνωστικό εργαλείο’. Το ιδιαίτερα λεπτό θέμα με την επιστήμη της ψυχολογίας είναι ότι συγχέεται με την ‘καθημερινή ψυχολογία’ που χρησιμοποιεί ο κάθε άνθρωπος για να ερμηνεύσει τους άλλους και τον εαυτό του.
Σε αυτή την ισοπέδωση μιας επιστήμης, συμβάλλει πιθανά και η υπεραπλούστευση στην ενημέρωση του κόσμου μέσα από θέματα, οδηγούς ‘πώς να αναλύετε τον εαυτό σας’ κλπ.
Υπάρχει επομένως η εσφαλμένη, πλατιά διαδεδομένη αντίληψη, ότι το άγχος, η κατάθλιψη, αποτελούν ‘προκαθορισμένα χαρακτηριστικά’ της προσωπικότητας, τα οποία οι άνθρωποι θεωρούν ότι δεν μεταβάλλονται. Στην πραγματικότητα πολύ συχνά ισχύει το αντίθετο, μπορούν να μεταβληθούν και αυτό αποτελεί σημαντικό αντικείμενο και έργο της επιστήμης της ψυχολογίας.
Είναι όμως κατανοητό πώς έχει προκύψει η διαδεδομένη αυτή αντίληψη. Το ανθρώπινο μυαλό βιώνει τον εαυτό μας, την προσωπικότητά μας, στο τώρα, τη στιγμή που μιλάμε. Ακόμη και να έχει ένας άνθρωπος τις γνώσεις ενός ειδικού, και πάλι μεγάλο μέρος του περιεχομένου της μνήμης μας, δεν είναι έτσι απλά προσβάσιμο από τη συνείδησή μας.
Και να ήταν, οι επιδράσεις που δέχθηκε στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του, δεν θα ήταν κατανοητές από το ίδιο το άτομο.
Ο κάθε άνθρωπος, παρ’ όλα αυτά, όχι μόνο λειτουργεί ως ένας καθημερινός ‘αναλυτής’ που ερμηνεύει τη συμπεριφορά του και των άλλων, αλλά επιπλέον λόγω αυτής της ικανότητας του μυαλού μας, να αναλύει, θεωρεί ότι ο ειδικός ψυχολόγος λειτουργεί κατά τον ίδιο τρόπο με αυτόν.
Το χειρότερο, συχνό αποτέλεσμα της ‘αυτοανάλυσης’ που κάνουν και θεωρούν ότι κάνουν σωστά πολλοί άνθρωποι για τον εαυτό τους, είναι ότι ‘καταλήγουν’ σε συμπεράσματα-‘διαγνώσεις’ αρνητικές για τον εαυτό τους, τα οποία θεωρούν ως δεδομένα, και πιστεύουν ότι η προσωπική επαφή με ειδικό, απλά θα επιβεβαιώσει τα συμπεράσματά τους αυτά.
Κάπως έτσι δημιουργείται ως επόμενο βήμα, ο φόβος για τον ειδικό, και η προτίμηση του ατόμου να προσπαθήσει να τον ‘αποφύγει’, ακόμη και αν ‘φθείρεται’ ψυχολογικά για χρόνια.
Ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι όταν μετά από κάποιο χρονικό διάστημα βρει ένας άνθρωπος το ‘θάρρος’ να απευθυνθεί στον ειδικό, ο ειδικός βλέπει συχνά ότι το άτομο έχει ‘κάνει για τον εαυτό του’, μία ‘διάγνωση’ πολύ δυσμενή, σαν να έχει κάτι το ανίατο και για αυτό τον λόγο απέφευγε για καιρό την επαφή με τον ειδικό.
Ένα βασικό ερώτημα που τίθεται όμως, είναι το εξής, όταν η προσωπικότητα σχετίζεται για παράδειγμα με το άγχος ή την κατάθλιψη που βιώνει ένας άνθρωπος, αρμόζει η χρήση του όρου ‘ψυχολογικό πρόβλημα’; Όπως έχει αναφερθεί στο άρθρο ‘Η βιολογική ερμηνεία της προσωπικότητας’, η προσωπικότητα αποτελεί ένα ‘σχετικά σταθερό τρόπο ‘φιλτραρίσματος’ και αντίδρασης απέναντι σε διάφορες καταστάσεις’, η οποία διαμορφώνεται σε μικρή ηλικία, σε αλληλεπίδραση με το περιβάλλον, κυρίως τους γονείς.
Ο όρος ‘σχετικά σταθερό’ σημαίνει ότι έχουμε μια σταθερή συμπεριφορά απέναντι στο περιβάλλον, αυτό που θεωρούν οι άλλοι άνθρωποι ως τον εαυτό μας. Σημαίνει όμως επίσης και ότι παρά το γεγονός ότι η προσωπικότητά μας διαμορφώνεται κυρίως σε μικρή ηλικία, μεταβάλλεται σε όλη μας τη ζωή.
Ένα γεγονός το οποίο σημαίνει ότι αντικείμενο της ψυχολογίας είναι και η μεταβολή των τρόπων αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον, τους οποίους ‘μάθαμε’ να ‘χρησιμοποιούμε’ μη συνειδητά, και οι οποίοι μπορούν να ‘επιβαρύνουν’ την ψυχική μας διάθεση.
Ένας τέτοιος τρόπος αντίδρασης, συμπεριφοράς σε καταστάσεις, μπορεί να είναι συχνά για παράδειγμα το άγχος, και όμως ακόμη και στην εποχή μας υπάρχει άγνοια και πολλοί άνθρωποι νιώθουν, πραγματικά αδίκως, καταδικασμένοι σαν να πάσχουν από κάτι ‘ανίατο’.
Τελικά όμως τι σημαίνει ψυχολογικά ‘παντοδύναμος’ άνθρωπος; Υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι σαφέστατα όχι! Αν στη σκέψη έρχεται ότι ψυχολογική δύναμη είναι να μην εκφράζει κάποιος τα συναισθήματά του, στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν ‘φόβο’, ο οποίος συνήθως παρατηρείται στο ανδρικό φύλο, λόγω ανατροφής.
Οι γονείς, άθελά τους, από μικρή ηλικία, συχνά ενισχύουν το στερεότυπο ότι τα κορίτσια είναι καλό να εκφράζουν τα συναισθήματά τους, ενώ τα αγόρια να τα κρατούν στον εαυτό τους. Αυτό επιδρά αρνητικά στην εκμάθηση από τον εγκέφαλό μας να περιγράφει λεκτικά τα συναισθήματά του.
Ικανότητα όμως η οποία είναι εκπαιδεύσιμη και μπορεί να αποκτηθεί ακόμη και σε μεγάλη ηλικία. Αρκεί να νικηθεί ο φόβος, ότι έτσι γινόμαστε ‘ευάλωτοι’. Είναι χαρακτηριστικό ότι στατιστικά, οι γυναίκες ‘δέχονται’ ότι ένας ψυχολόγος μπορεί να τους δώσει περισσότερες γνώσεις για τον εαυτό τους, θεωρώντας το αυτό θετικό, ενώ πολλοί άντρες το αρνούνται ή ουσιαστικά ‘το φοβούνται’, καθώς το νιώθουν ως απειλή για την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους.
Είναι επίσης χαρακτηριστικό, ότι πολλοί άνθρωποι επισκέπτονται τον ειδικό μετά ακόμη και από χρόνια ταλαιπωρίας τους, ακόμη και για θέματα όπως η σωματοποίηση του άγχους, τα οποία αντιμετωπίζονται σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Το γεγονός αυτό δείχνει βεβαίως έναν μεγάλο φόβο, για ένα ‘στίγμα’, ένα στερεότυπο που υπάρχει στην κοινωνία. Δηλαδή ότι ‘αποκτούμε ένα ψυχολογικό θέμα από τη στιγμή που θα δούμε ειδικό’. Αν το παλέψουμε και δεν δούμε ειδικό, το ‘θέμα’ που αντιμετωπίζουμε, δεν υπάρχει, του ‘κρυβόμαστε’ και έτσι νιώθουμε ‘δυνατοί’ όπως θεωρεί τον δυνατό η κοινωνία, παρότι δεν υπάρχει αυτός ο ‘τέλειος’ άνθρωπος.
Το σημαντικότερο όμως όλων είναι η στερεοτυπική εικόνα ότι τα ‘ψυχολογικά θέματα’ δεν αντιμετωπίζονται, ότι είναι ανίατα. Η ταύτιση δηλαδή από άγνοια του άγχους, της κατάθλιψης με τη ‘βαριά ψυχοπαθολογία’. Επόμενο είναι ότι όσο υπάρχει μία τέτοια εικόνα, πολλοί άνθρωποι θα συνεχίζουν να χρησιμοποιούν ακόμη και αυτοκαταστροφικές μεθόδους (π.χ αλκοόλ) προκειμένου να αντιμετωπίσουν ‘από μόνοι’ τους θέματα, όπως π.χ το άγχος.
Είναι εξαιρετικά τραγική η φράση η οποία χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη, ακόμη και μεταξύ ζευγαριών, και η οποία χρησιμοποιείται ως ‘προσβολή’, η φράση ‘χρειάζεσαι ψυχολόγο’. Χρησιμοποιείται με την έννοια ότι ‘δεν είσαι καλά, και δεν θα γίνεις ποτέ καλά’.
Δυστυχώς οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν αυτή τη φράση, συχνά φοβούνται περισσότερο τον ειδικό και το τι θα τους πει. Μπορούμε να πούμε ότι οι άνθρωποι που μίλησαν με ειδικό, έμαθαν να απαντούν σε αυτή τη φράση, ή έστω να γνωρίζουν χωρίς να το λένε, ότι η γνώση της προσωπικότητάς μας μέσα από τη δική μας υποκειμενική ερμηνεία δεν είναι πλήρης και αντικειμενική.
Κατανόησαν ότι όπως δεν θα προσβάλλονταν από την φράση ‘χρειάζεσαι οδοντίατρο’, το ίδιο ισχύει για την επιστήμη της ψυχολογίας. Κατανόησαν επίσης ότι το να προσπαθούν μέσα από την ενημέρωση και μόνο, να ‘ελέγξουν’ το άγχος τους για παράδειγμα, είναι σαν να διαβάζουν άρθρα καρδιολογίας, και μετά να προσπαθούν να κάνουν οι ίδιοι ερμηνεία των κτύπων της καρδιάς τους.
Η γνωστή φράση του Σωκράτη ‘γηράσκω αεί διδασκόμενος’ είναι ίσως η καλύτερη κατακλείδα, τονίζοντας ότι η πολυπλοκότητα του ανθρώπινου μυαλού είναι κάτι το οποίο μαθαίνουμε σε όλη μας τη ζωή, και η απόκτηση γνώσης ποτέ δεν πρέπει να στιγματίζεται ως πρόβλημα.
Αντιθέτως, απαιτείται δύναμη από τους ανθρώπους προκειμένου να παραδεχτούν ότι δεν γνωρίζουν τα πάντα, ακόμη και για τον εαυτό τους, και να θελήσουν να μάθουν. Όσο όμως η γνώση για το αντικείμενο της ψυχολογίας είναι ελλιπής, η επιστήμη αυτή θα συνοδεύεται από τον φόβο που δημιουργεί η άγνοια.
Ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ανθρώπων έχει την ‘τάση’ να αποδίδει λανθασμένα ορισμένες ψυχικές καταστάσεις, σε έναν ‘προβληματικό εαυτό του’.
Επιδράσεις τις οποίες δέχονται όλοι οι άνθρωποι από μικρή ηλικία, κατά την οποία διαμορφώνεται η προσωπικότητά μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι το περιβάλλον μας είχε ποτέ πρόθεση να μας βλάψει. Ακόμα και η υπερπροστασία του παιδιού για παράδειγμα, από την οικογένεια, η οποία έχει αμιγώς θετικά κίνητρα, θα μπορούσε να ‘συνδράμει’ στη ‘διαμόρφωση’ μιας π.χ αγχώδους προσωπικότητας.
Το ερώτημα είναι αν ‘αναστρέφονται’ οι επιδράσεις που δεχόμαστε σε μικρή ηλικία από το περιβάλλον μας, που ούτε καν τις θυμόμαστε, ούτε γνωρίζουμε πώς επέδρασαν στην ενήλικη συμπεριφορά μας. Η απάντηση είναι ναι, αναφέρει ο Νικόλαος Βακόνδιος, ψυχολόγοςΘ.
Ιδιαίτερα εντυπωσιακό όμως, είναι το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι θεωρούν ότι το άγχος, η μελαγχολία, η κατάθλιψη που μπορεί να νιώθουν, ‘υποδεικνύει’ ότι οι ίδιοι είναι ‘προβληματικά άτομα’, καθώς είναι επιστημονικά αδύνατον να διακρίνουν αντικειμενικά, ποια χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους οφείλονται σε επιδράσεις του περιβάλλοντος.
Αντιθέτως, συχνά κάνουν μία λανθασμένη, υποκειμενική, ‘αυτοανάλυση-διάγνωση’ του εαυτού τους, αποδίδοντας για παράδειγμα το άγχος, σαν ένα έμφυτο, ‘γενετικό’ τους χαρακτηριστικό, το οποίο θεωρούν ότι είναι κάτι ‘ανίατο’.
Αυτή η θεώρηση του καθημερινού ανθρώπου για την επιστήμη της ψυχολογίας, ‘επιβαρύνεται’ συνήθως και από μία λανθασμένη εφαρμογή της ενημέρωσης που παρέχεται από διάφορες πηγές, ως ‘διαγνωστικό εργαλείο’. Το ιδιαίτερα λεπτό θέμα με την επιστήμη της ψυχολογίας είναι ότι συγχέεται με την ‘καθημερινή ψυχολογία’ που χρησιμοποιεί ο κάθε άνθρωπος για να ερμηνεύσει τους άλλους και τον εαυτό του.
Σε αυτή την ισοπέδωση μιας επιστήμης, συμβάλλει πιθανά και η υπεραπλούστευση στην ενημέρωση του κόσμου μέσα από θέματα, οδηγούς ‘πώς να αναλύετε τον εαυτό σας’ κλπ.
Υπάρχει επομένως η εσφαλμένη, πλατιά διαδεδομένη αντίληψη, ότι το άγχος, η κατάθλιψη, αποτελούν ‘προκαθορισμένα χαρακτηριστικά’ της προσωπικότητας, τα οποία οι άνθρωποι θεωρούν ότι δεν μεταβάλλονται. Στην πραγματικότητα πολύ συχνά ισχύει το αντίθετο, μπορούν να μεταβληθούν και αυτό αποτελεί σημαντικό αντικείμενο και έργο της επιστήμης της ψυχολογίας.
Είναι όμως κατανοητό πώς έχει προκύψει η διαδεδομένη αυτή αντίληψη. Το ανθρώπινο μυαλό βιώνει τον εαυτό μας, την προσωπικότητά μας, στο τώρα, τη στιγμή που μιλάμε. Ακόμη και να έχει ένας άνθρωπος τις γνώσεις ενός ειδικού, και πάλι μεγάλο μέρος του περιεχομένου της μνήμης μας, δεν είναι έτσι απλά προσβάσιμο από τη συνείδησή μας.
Και να ήταν, οι επιδράσεις που δέχθηκε στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του, δεν θα ήταν κατανοητές από το ίδιο το άτομο.
Ο κάθε άνθρωπος, παρ’ όλα αυτά, όχι μόνο λειτουργεί ως ένας καθημερινός ‘αναλυτής’ που ερμηνεύει τη συμπεριφορά του και των άλλων, αλλά επιπλέον λόγω αυτής της ικανότητας του μυαλού μας, να αναλύει, θεωρεί ότι ο ειδικός ψυχολόγος λειτουργεί κατά τον ίδιο τρόπο με αυτόν.
Το χειρότερο, συχνό αποτέλεσμα της ‘αυτοανάλυσης’ που κάνουν και θεωρούν ότι κάνουν σωστά πολλοί άνθρωποι για τον εαυτό τους, είναι ότι ‘καταλήγουν’ σε συμπεράσματα-‘διαγνώσεις’ αρνητικές για τον εαυτό τους, τα οποία θεωρούν ως δεδομένα, και πιστεύουν ότι η προσωπική επαφή με ειδικό, απλά θα επιβεβαιώσει τα συμπεράσματά τους αυτά.
Κάπως έτσι δημιουργείται ως επόμενο βήμα, ο φόβος για τον ειδικό, και η προτίμηση του ατόμου να προσπαθήσει να τον ‘αποφύγει’, ακόμη και αν ‘φθείρεται’ ψυχολογικά για χρόνια.
Ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι όταν μετά από κάποιο χρονικό διάστημα βρει ένας άνθρωπος το ‘θάρρος’ να απευθυνθεί στον ειδικό, ο ειδικός βλέπει συχνά ότι το άτομο έχει ‘κάνει για τον εαυτό του’, μία ‘διάγνωση’ πολύ δυσμενή, σαν να έχει κάτι το ανίατο και για αυτό τον λόγο απέφευγε για καιρό την επαφή με τον ειδικό.
Ένα βασικό ερώτημα που τίθεται όμως, είναι το εξής, όταν η προσωπικότητα σχετίζεται για παράδειγμα με το άγχος ή την κατάθλιψη που βιώνει ένας άνθρωπος, αρμόζει η χρήση του όρου ‘ψυχολογικό πρόβλημα’; Όπως έχει αναφερθεί στο άρθρο ‘Η βιολογική ερμηνεία της προσωπικότητας’, η προσωπικότητα αποτελεί ένα ‘σχετικά σταθερό τρόπο ‘φιλτραρίσματος’ και αντίδρασης απέναντι σε διάφορες καταστάσεις’, η οποία διαμορφώνεται σε μικρή ηλικία, σε αλληλεπίδραση με το περιβάλλον, κυρίως τους γονείς.
Ο όρος ‘σχετικά σταθερό’ σημαίνει ότι έχουμε μια σταθερή συμπεριφορά απέναντι στο περιβάλλον, αυτό που θεωρούν οι άλλοι άνθρωποι ως τον εαυτό μας. Σημαίνει όμως επίσης και ότι παρά το γεγονός ότι η προσωπικότητά μας διαμορφώνεται κυρίως σε μικρή ηλικία, μεταβάλλεται σε όλη μας τη ζωή.
Ένα γεγονός το οποίο σημαίνει ότι αντικείμενο της ψυχολογίας είναι και η μεταβολή των τρόπων αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον, τους οποίους ‘μάθαμε’ να ‘χρησιμοποιούμε’ μη συνειδητά, και οι οποίοι μπορούν να ‘επιβαρύνουν’ την ψυχική μας διάθεση.
Ένας τέτοιος τρόπος αντίδρασης, συμπεριφοράς σε καταστάσεις, μπορεί να είναι συχνά για παράδειγμα το άγχος, και όμως ακόμη και στην εποχή μας υπάρχει άγνοια και πολλοί άνθρωποι νιώθουν, πραγματικά αδίκως, καταδικασμένοι σαν να πάσχουν από κάτι ‘ανίατο’.
Τελικά όμως τι σημαίνει ψυχολογικά ‘παντοδύναμος’ άνθρωπος; Υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι σαφέστατα όχι! Αν στη σκέψη έρχεται ότι ψυχολογική δύναμη είναι να μην εκφράζει κάποιος τα συναισθήματά του, στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν ‘φόβο’, ο οποίος συνήθως παρατηρείται στο ανδρικό φύλο, λόγω ανατροφής.
Οι γονείς, άθελά τους, από μικρή ηλικία, συχνά ενισχύουν το στερεότυπο ότι τα κορίτσια είναι καλό να εκφράζουν τα συναισθήματά τους, ενώ τα αγόρια να τα κρατούν στον εαυτό τους. Αυτό επιδρά αρνητικά στην εκμάθηση από τον εγκέφαλό μας να περιγράφει λεκτικά τα συναισθήματά του.
Ικανότητα όμως η οποία είναι εκπαιδεύσιμη και μπορεί να αποκτηθεί ακόμη και σε μεγάλη ηλικία. Αρκεί να νικηθεί ο φόβος, ότι έτσι γινόμαστε ‘ευάλωτοι’. Είναι χαρακτηριστικό ότι στατιστικά, οι γυναίκες ‘δέχονται’ ότι ένας ψυχολόγος μπορεί να τους δώσει περισσότερες γνώσεις για τον εαυτό τους, θεωρώντας το αυτό θετικό, ενώ πολλοί άντρες το αρνούνται ή ουσιαστικά ‘το φοβούνται’, καθώς το νιώθουν ως απειλή για την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους.
Είναι επίσης χαρακτηριστικό, ότι πολλοί άνθρωποι επισκέπτονται τον ειδικό μετά ακόμη και από χρόνια ταλαιπωρίας τους, ακόμη και για θέματα όπως η σωματοποίηση του άγχους, τα οποία αντιμετωπίζονται σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Το γεγονός αυτό δείχνει βεβαίως έναν μεγάλο φόβο, για ένα ‘στίγμα’, ένα στερεότυπο που υπάρχει στην κοινωνία. Δηλαδή ότι ‘αποκτούμε ένα ψυχολογικό θέμα από τη στιγμή που θα δούμε ειδικό’. Αν το παλέψουμε και δεν δούμε ειδικό, το ‘θέμα’ που αντιμετωπίζουμε, δεν υπάρχει, του ‘κρυβόμαστε’ και έτσι νιώθουμε ‘δυνατοί’ όπως θεωρεί τον δυνατό η κοινωνία, παρότι δεν υπάρχει αυτός ο ‘τέλειος’ άνθρωπος.
Το σημαντικότερο όμως όλων είναι η στερεοτυπική εικόνα ότι τα ‘ψυχολογικά θέματα’ δεν αντιμετωπίζονται, ότι είναι ανίατα. Η ταύτιση δηλαδή από άγνοια του άγχους, της κατάθλιψης με τη ‘βαριά ψυχοπαθολογία’. Επόμενο είναι ότι όσο υπάρχει μία τέτοια εικόνα, πολλοί άνθρωποι θα συνεχίζουν να χρησιμοποιούν ακόμη και αυτοκαταστροφικές μεθόδους (π.χ αλκοόλ) προκειμένου να αντιμετωπίσουν ‘από μόνοι’ τους θέματα, όπως π.χ το άγχος.
Είναι εξαιρετικά τραγική η φράση η οποία χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη, ακόμη και μεταξύ ζευγαριών, και η οποία χρησιμοποιείται ως ‘προσβολή’, η φράση ‘χρειάζεσαι ψυχολόγο’. Χρησιμοποιείται με την έννοια ότι ‘δεν είσαι καλά, και δεν θα γίνεις ποτέ καλά’.
Δυστυχώς οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν αυτή τη φράση, συχνά φοβούνται περισσότερο τον ειδικό και το τι θα τους πει. Μπορούμε να πούμε ότι οι άνθρωποι που μίλησαν με ειδικό, έμαθαν να απαντούν σε αυτή τη φράση, ή έστω να γνωρίζουν χωρίς να το λένε, ότι η γνώση της προσωπικότητάς μας μέσα από τη δική μας υποκειμενική ερμηνεία δεν είναι πλήρης και αντικειμενική.
Κατανόησαν ότι όπως δεν θα προσβάλλονταν από την φράση ‘χρειάζεσαι οδοντίατρο’, το ίδιο ισχύει για την επιστήμη της ψυχολογίας. Κατανόησαν επίσης ότι το να προσπαθούν μέσα από την ενημέρωση και μόνο, να ‘ελέγξουν’ το άγχος τους για παράδειγμα, είναι σαν να διαβάζουν άρθρα καρδιολογίας, και μετά να προσπαθούν να κάνουν οι ίδιοι ερμηνεία των κτύπων της καρδιάς τους.
Η γνωστή φράση του Σωκράτη ‘γηράσκω αεί διδασκόμενος’ είναι ίσως η καλύτερη κατακλείδα, τονίζοντας ότι η πολυπλοκότητα του ανθρώπινου μυαλού είναι κάτι το οποίο μαθαίνουμε σε όλη μας τη ζωή, και η απόκτηση γνώσης ποτέ δεν πρέπει να στιγματίζεται ως πρόβλημα.
Αντιθέτως, απαιτείται δύναμη από τους ανθρώπους προκειμένου να παραδεχτούν ότι δεν γνωρίζουν τα πάντα, ακόμη και για τον εαυτό τους, και να θελήσουν να μάθουν. Όσο όμως η γνώση για το αντικείμενο της ψυχολογίας είναι ελλιπής, η επιστήμη αυτή θα συνοδεύεται από τον φόβο που δημιουργεί η άγνοια.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου