Η «καλή» και η «κακή» γλώσσα
Όλοι μας, από μικρά παιδιά, μαθαίνουμε να διακρίνουμε αυτό που λέει ο τίτλος του κεφαλαίου αυτού, την «καλή» από την «κακή» γλώσσα. Έτσι, όλοι θυμόμαστε ότι οι γονείς μας μάς έλεγαν πως, όταν μας ρωτάει κάποιος μεγάλος κάτι, δεν λέμε Τί; αλλά Ορίστε; και ότι στους δασκάλους μας πρέπει να μιλάμε στον πληθυντικό: εσείς και όχι εσύ. Επίσης, μιλώντας στους δασκάλους μας δεν χρησιμοποιούμε λέξεις που χρησιμοποιούμε με τους φίλους μας. Δεν λέμε λ.χ. στον δάσκαλο μας ή στον καθηγητή μας Αυτό που λες είναι χαζομάρα αλλά Αυτό που λέτε δεν είναι σωστό. Τί σημαίνουν όλα αυτά; Σημαίνουν ότι οι γλωσσικές επιλογές που κάνουμε στην καθημερινή μας επικοινωνία, οι λέξεις που διαλέγουμε, αντανακλούν τις σχέσεις μέσα στην κοινωνία: σχέσεις ηλικίας, διαφορετικούς κοινωνικούς ρόλους (δάσκαλος, μαθητής) κλπ. Και αυτή η σχέση της γλώσσας με την κοινωνία γεννά και τις γλωσσικές αξιολογήσεις, τί είναι δηλαδή «καλή» και τί «κακή» γλώσσα.
Η «γλώσσα της πεθεράς» και η «γλώσσα της αρρώστιας»
Σε ορισμένους μακρινούς πολιτισμούς και λαούς (π.χ. στους Ινδιάνους της Αμερικής ή στις φυλές της Αυστραλίας και του Αμαζονίου στη Βραζιλία) αυτή η σχέση γλώσσας και κοινωνίας παίρνει περίεργες, για μας, μορφές.
Έτσι, σε ορισμένους από αυτούς τους λαούς, όταν απευθύνεται κανείς στην πεθερά του, είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποιεί διαφορετικές λέξεις απ' ό,τι στην επικοινωνία του με άλλους, και αυτό είναι γνωστό ως «γλώσσα της πεθεράς»! Σε άλλους πάλι λαούς, όταν μιλά κανείς σε έναν βαριά άρρωστο, πρέπει να χρησιμοποιεί ένα ιδιαίτερο είδος γλώσσας που βασίζεται σε λέξεις «παλιές», δηλαδή λέξεις που προέρχονται από μια παλιότερη φάση της γλώσσας και δεν χρησιμοποιούνται πια στην καθημερινή επικοινωνία. Αυτό μπορείτε να το καταλάβετε, αν φανταστείτε ότι είναι υποχρεωτικό εδώ σε μας να μιλά κανείς σε έναν βαριά άρρωστο όπως μιλά ο ιερέας που επισκέπτεται τον άρρωστο και διαβάζει ευχές στη γλώσσα των Ευαγγελίων, δηλαδή στα ελληνικά της κοινής (θυμάστε τί λέγαμε για την κοινή σε προηγούμενο κεφάλαιο). Ή διαφορετικά, αν φανταστείτε ότι είναι υποχρεωτικό να μιλά κανείς σε έναν βαριά άρρωστο στην καθαρεύουσα, αυτή την αρχαιότροπη μορφή γλώσσας που ήταν υποχρεωτική, μέχρι το 1976, στην εκπαίδευση, τη διοίκηση και γενικά σε επίσημες περιστάσεις.
Η καθαρεύουσα
Μπορούμε τώρα να μιλήσουμε λίγο περισσότερο γι' αυτή τη μορφή της ελληνικής γλώσσας, στην οποία αναφερθήκαμε μόλις τώρα, την καθαρεύουσα. Στο επόμενο κεφάλαιο θα ξαναμιλήσουμε γι' αυτήν. Η καθαρεύουσα ήταν, μέχρι το 1976, η μορφή γλώσσας που θεωρούνταν η «καλή» μορφή, κατάλληλη για όλες τις επίσημες περιστάσεις επικοινωνίας, προφορικής αλλά κυρίως γραπτής. Και θεωρούνταν ως η «καλή» γλώσσα, γιατί (σε αντίθεση με τη δημοτική, τη γλώσσα που μιλούσαν όλοι) υποτίθεται ότι ήταν καθαρή, όπως λέει και το όνομά της: καθαρεύουσα. Καθαρή, γιατί προσπαθούσε να είναι «κοντά» στην ένδοξη αρχαία ελληνική γλώσσα, ενώ η δημοτική είχε απομακρυνθεί πολύ. Για τους υποστηρικτές της καθαρεύουσας αυτή η απομάκρυνση δεν θεωρούνταν ως αλλαγή αλλά ως αλλοίωση. Με άλλα λόγια, πίστευαν ότι η αλλαγή χάλασε την ελληνική γλώσσα. Αλλά, όπως λέγαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο, οι γλώσσες αλλάζουν, δεν χαλάνε. Γιατί όμως το πίστευαν αυτό; Επειδή θεωρούσαν τα αρχαία ελληνικά ως πρότυπη γλώσσα, και αυτό γιατί είχαν συνδεθεί με έναν μεγάλο πολιτισμό και μια μεγάλη λογοτεχνία.
Δυο λόγια για τα λατινικά
Εδώ χρειάζεται να ανοίξουμε μια μικρή παρένθεση. Η ίδια αντίληψη επικρατούσε στην Ευρώπη μέχρι τον 17ο αιώνα και για τα λατινικά, τη γλώσσα που συνδέθηκε με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Τα λατινικά θεωρούνταν η «καλή» γλώσσα, κατάλληλη για την επιστήμη και τη φιλοσοφία. Σε αυτή τη γλώσσα γράφονταν όλα τα επιστμονικά και φιλοσοφικά κείμενα, και όχι στα γαλλικά, τα γερμανικά, τα ιταλικά, τα ισπανικά, που ήταν οι γλώσσες που μιλιούνταν. Τα λατινικά, όπως και η καθαρεύουσα, δεν ήταν η καθημερινή, ομιλούμενη γλώσσα. Ήταν η πρότυπη, «καλή», γραπτή κυρίως, γλώσσα. Οι ομιλούμενες γλώσσες θεωρούνταν «αλλοιωμένες» γλώσσες. Χρειάστηκαν αγώνες για να επικρατήσουν οι ομιλούμενες γλώσσες και να γίνουν αυτές το όργανο κάθε είδους λόγου, με τον ίδιο τρόπο που χρειάστηκαν αγώνες για να επικρατήσει η δημοτική στην Ελλάδα.
Ας ξαναγυρίσουμε στην καθαρεύουσα
Αυτό λοιπόν που έκανε την καθαρεύουσα, για τους υποστηρικτές της, «καλή», «πρότυπη», «καθαρή» γλώσσα ήταν ότι προσεγγίζει (κρατώντας τη μορφολογία και ένα μέρος του λεξιλογίου της) την ένδοξη αρχαία ελληνική γλώσσα. Αλλά και κάτι ακόμα: ήταν «καθαρή» από δάνεια, τουρκικής, σλαβικής, αλβανικής, ιταλικής προέλευσης. Αυτά τα δάνεια, το έχουμε ήδη πει, είχαν μπει στην ομιλούμενη γλώσσα μέσα από τις επαφές της με άλλους λαούς και γλώσσες - επαφές κυριαρχίας (τα τουρκικά λ.χ., ή τα ιταλικά σε ιταλοκρατούμενες περιοχές όπως τα Επτάνησα), επαφές γειτονίας και συμβίωσης (σλαβικές γλώσσες, αλβανικά). Τα δάνεια αυτά θεωρούνταν, μαζί με την απομάκρυνση από τα αρχαία ελληνικά, ως αίτια της μη καθαρότητας της δημοτικής. Έχουμε όμως ήδη μιλήσει για τον γλωσσικό δανεισμό σε προηγούμενο κεφάλαιο. Ο γλωσσικός δανεισμός δεν «βρωμίζει» τη γλώσσα έτσι ώστε να χρειάζεται να την «καθαρίσουμε». Όλες οι γλώσσες, το έχουμε ήδη συζητήσει, διαμορφώθηκαν μέσα από τις επαφές τους με άλλες γλώσσες. Και δεν γίνεται αλλιώς. Οι λαοί και οι γλώσσες δεν κλείνονται σε γυάλες. Μάρτυρας γι' αυτό είναι και η ίδια η «καθαρή» καθαρεύουσα. Μπορεί να απέφευγε τη χρήση τουρκικών, σλαβικών, αλβανικών και άλλων δανείων, που χρησιμοποιούνταν και επέζησαν στην δημοτική, αλλά δεν απέφυγε τον «κρυφό δανεισμό», την ελληνική απόδοση δηλαδή εκφράσεων που προέρχονταν από άλλες γλώσσες και κυρίως τα γαλλικά, που ήταν η γλώσσα του πολιτισμού του 19ου αιώνα. Θυμηθείτε τη λέξη διαμέρισμα, που αναφέραμε σε προηγούμενο κεφάλαιο. Η λέξη αυτή μεταφράζει τη γαλλική λέξη appartement. Εκφράσεις όπως ανοίγω πυρ, κερδίζω έδαφος, έλαμψε διά της απουσίας του είναι, όλες, ελληνικές αποδόσεις, δηλαδή «κρυφά δάνεια», από άλλες γλώσσες (κυρίως τα γαλλικά και τα αγγλικά). Η καθαρεύουσα είχε ανάγκη αυτό τον κρυφό δανεισμό, γιατί έπρεπε να «μιλήσει» για πράγματα και καταστάσεις που δεν υπήρχαν στην αρχαιότητα. Στην αρχαιότητα δεν υπήρχαν διαμερίσματα, ούτε πιστόλια και τουφέκια για να «ανοίξει κανείς πυρ». Πολλές φορές η εμμονή της καθαρεύουσας στον αρχαϊσμό γεννούσε αστείες καταστάσεις. Έτσι, στο θεατρικό έργο Βαβυλωνία του 1836 (αναφερθήκαμε σε αυτό σε προηγούμενο κεφάλαιο) ο καθαρευουσιάνος δάσκαλος ζητά από τον χωρικό συνομιλητή του νηφοκοκκόζωμον. Μάταια, γιατί εννοεί καφέ αλλά δεν θέλει να χρησιμοποιήσει αυτή τη «μη καθαρή» λέξη. Ο συνομιλητής όμως δεν καταλαβαίνει, ενώ το νηφοκοκκόζωμον του θυμίζει άλλα… πράγματα. (ο Ξενοδόχος μιλάει χιώτικα):
Ανατολίτης: Ντεν τρέπεσαι, εσύ κοντζάμου λογιότατος, νύφη τέλεις; Πού νά βρούμε νύφη για; [προς τον Ξενοδόχον] Έλα, έλα, μισέ Μπαστιά, λογιότατο νύφη υρεύει.
Ξενοδοχος [προς τον Λογιότατον]: Καλέ σεις, εν ντρεπούστενε να λέτεν πως θέτενε νύφη; Και πού να σας τηνε βρούμεν τώρη;
Λογιοτατος: Ουχί, αλλά νηφοκοκκόζωμον είρηκα.
Ανατολίτης: Έι, ιστέ, νύφη κοκόνα για; Ένα ζουμί έχει παραπάνου.
Λογιοτατος: Ουκ έγνωκας, αγράμματε.
Ανατολίτης: Εγώ γράμματα ντεν ξέρω, αμά νύφη κοκόνα υρεύεις, καλή ντουλειά ντεν είναι - ετούτο καταλαβαίνω τί τα πει.
Λογιοτατος: Ω αναλφάβητε άνερ! Και δη ζωμόν έφην του κόκκου, ον υμείς οι βάρβαροι καφέν καλείτε.
Ανατολίτης: Καφέ τέλεις;
Λογιοτατος: Έγωγε.
Ανατολίτης: Έγωγες να γένεις! Και ντε λες έτσι, μόνε λες νύφη και κοκόνα; Πολύ σασκίνη άντρωπο είσαι· ατζαΐπικο μπουνταλά είσαι, να μη σε κακοφανεί… Εγώ έτσι σασκίνη άντρωπο ντεν είδα ακόμη… Καρδιά του τέλει καφέ, και να υρεύει κοκόνα νύφη… Ακόμα να δγιούμε τί τα υρέψεις λοής κοπής ανάποντα πράματα.
λογιότατος: δάσκαλος | μισέ: κύριε | θέτενε: θέλετε | είρηκα: είπα | ιστέ: να, ορίστε I κοκόνα: κυρία από καλή οικογένεια | ουκ έγνωκας: δεν κατάλαβες | αμά: μα, αλλά | άνερ: άνθρωπε | και δη … καλείτε: είπα ζουμί του κόκκου, αυτό που εσείς οι βάρβαροι λέτε καφέ | έγωγε: ναι | σασκίνη: χαζός | ατζαΐπικο μπουνταλά: παράξενος βλάκας | λοής κοπής: κάθε είδους
Σε έναν οδηγό μαγειρικής πάλι (του 1830) η μπριζόλα, λέξη ιταλικής προέλευσης, γίνεται εμπρησθόλα για να συνδεθεί με το αρχαίο ρήμα πίμπρημι που σημαίνει 'καίω', το ίδιο ρήμα που βρίσκεται στις λέξεις εμπρησμός και εμπρηστής 'αυτός που βάζει φωτιά'.
Μια μικρή ιστορική παρένθεση
Έχουμε ήδη πει ότι η αξιολόγηση της καθαρεύουσας ως «καλής» γλώσσας, κατάλληλης για «υψηλές» γλωσσικές χρήσεις (επιστήμη, δίκαιο, διοίκηση), οφείλεται στην αξιολόγηση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, και ειδικότερα της αττικής διαλέκτου του 5ου-4ου αιώνα π.Χ. στην οποία γράφτηκαν τα μεγάλα έργα της αρχαιότητας (ιστορία, φιλοσοφία, ρητορική, αρχαίο θέατρο κλπ.), ως πρότυπης γλώσσας. Με ανάλογο τρόπο τα λατινικά, η γλώσσα της ένδοξης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αξιολογήθηκαν ως πρότυπη γλώσσα και κυριάρχησαν ως γλώσσα της επιστήμης και της φιλοσοφίας στη δυτική Ευρώπη μέχρι τον 17ο αιώνα.
Αλλά για το νεαρό ελληνικό κράτος, όπως δημιουργήθηκε με την επανάσταση του 1821, η καθαρεύουσα είχε έναν πρόσθετο ρόλο να παίξει. Πολλοί Ευρωπαίοι, λάτρεις και θαυμαστές της αρχαίας Ελλάδας, αμφισβητούσαν ότι οι Νεοέλληνες και η γλώσσα τους, η ομιλούμενη γλώσσα, είχαν σχέση με την αρχαία Ελλάδα. Θεωρούσαν ότι οι Έλληνες και η γλώσσα τους είχαν «χαλάσει» από την υποταγή τους σε αλλόγλωσσους κατακτητές. Οι Νεοέλληνες, με άλλα λόγια, δεν είχαν σχέση με τους αρχαίους Έλληνες, και η γλώσσα τους ήταν, το πολύ, μια αλλοιωμένη, χαλασμένη απόγονος της αρχαίας. Πίσω από τις απόψεις αυτές κρυβόταν μια, επιστημονικά άκυρη, αντίληψη για φυλετική καθαρότητα και για τη γλωσσική αλλαγή ως αλλοίωση και φθορά. Αλλά όπως δεν υπάρχει φυλετική καθαρότητα, δεν υπάρχει και γλωσσική καθαρότητα - τα έχουμε ήδη πει. Μπροστά στις αμφισβητήσεις αυτές, η καθαρεύουσα χρησιμοποιήθηκε για να δείξει στους αμφισβητίες Ευρωπαίους ότι, πέρα από τη «χαλασμένη» ομιλούμενη γλώσσα, υπάρχει μια «καθαρή» μορφή ελληνικής, η καθαρεύουσα, που έδειχνε, και βεβαίωνε, τη συνέχεια με την αρχαία Ελλάδα και τη γλώσσα της.
Για τους υποστηρικτές της ομιλούμενης γλώσσας, τους δημοτικιστές, δεν χρειαζόταν η εμμονή στην καθαρεύουσα για να αποδείξει κανείς στους καχύποπτους Ευρωπαίους τη σχέση της νέας με την αρχαία γλώσσα. Η ομιλούμενη γλώσσα μπορούσε να βεβαιώσει τη συνέχεια, αρκεί να αποδεχτεί κανείς ότι η γλωσσική αλλαγή δεν είναι αλλοίωση και φθορά και ότι ο γλωσσικός δανεισμός δεν είναι «ρύπανση» αλλά διαδικασία που συνοδεύει την ιστορία κάθε γλώσσας. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια και πολλοί αγώνες για να κερδίσει η ομιλούμενη γλώσσα, η δημοτική, τον ρόλο που της αναλογούσε, τον ρόλο της εθνικής γλώσσας. Θα μιλήσουμε περισσότερο για το πρόβλημα αυτό στο επόμενο κεφάλαιο.
Αττικισμός: η προϊστορία της καθαρεύουσας
Η αξιολόγηση της αρχαίας γλώσσας ως «καλής» γλώσσας και η υποτίμηση της ομιλούμενης γλώσσας έχει μια πολύ παλιά ιστορία. Αρχίζει στα χρόνια αμέσως πριν από τη γέννηση του Χριστού και κορυφώνεται στην περίοδο από τον Ιο έως τον 3ο αιώνα μ.Χ. Το κίνημα αυτό ονομάστηκε αττικισμός, γιατί υποστήριζε την επιστροφή στην αττική διάλεκτο του 5ου-4ου αιώνα π.Χ., στην οποία είχαν γραφτεί τα μεγάλα έργα της κλασικής αρχαιότητας. Ο αττικισμός δεν γεννήθηκε τυχαία την εποχή αυτή. Η αρχαία Ελλάδα με τις πόλεις-κράτη, με σημαντικότερη την Αθήνα, δεν υπάρχει πια. Κυρίαρχοι είναι πλέον οι Ρωμαίοι. Η εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας, με τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου, έχει δημιουργήσει σημαντικές αλλαγές μέσω της επαφής με άλλες γλώσσες αλλά και με τη δημιουργία δίγλωσσων πληθυσμών. Για τους αττικιστές οι αλλαγές αυτές και η εισροή δανείων δεν αποτελούσαν αλλαγές αλλά φθορά, αλλοίωση, παρακμή. Το «φάρμακο» ενάντια στην πολιτική, κοινωνική και γλωσσική παρακμή θεωρούσαν ότι ήταν η επιστροφή στην αττική διάλεκτο, που «γέννησε» τη μεγάλη γραμματεία της ελληνικής αρχαιότητας. Έτσι οι αττικιστές δίνουν οδηγίες για την ανόρθωση της «χαλασμένης» γλώσσας, της κοινής: «Μη λες βρέχει, λέγε ὕει· μη λες κράββατος ('κρεβάτι', σημιτικό δάνειο) αλλά σκίμπους· μη χρησιμοποιείς το ρήμα φάγομαι ('τρώω') αλλά το ρήμα ἔδομαι, γιατί αυτό είναι το αττικό» (από το ἔδομαι βγαίνουν οι λέξεις έδεσμα, εστιατόριο). Και πολλές άλλες οδηγίες που προσπάθησαν να ξαναζωντανέψουν την ευκτική, το απαρέμφατο, τη δοτική, που είχαν υποχωρήσει στην κοινή για να αντικατασταθούν από περιφράσεις (θυμηθείτε τί λέγαμε στο σχετικό κεφάλαιο). Για τους αττικιστές οι ομιλητές της κοινής ήταν «αγοραίοι», «αμαθείς», «συρφετός».
Ο αττικισμός θα συνεχιστεί στα βυζαντινά χρόνια (από τον 4ο αιώνα μ.Χ. έως το 1453). Οι βυζαντινοί συγγραφείς γράφουν σε αρχαΐζουσα γλώσσα. Έτσι π.χ. οι ιστορικοί Προκόπιος και Αγαθίας, του 6ου αιώνα μ.Χ., γράφουν τα ιστορικά τους έργα στη γλώσσα του Θουκυδίδη και του Ηρόδοτου. Στα νεότερα χρόνια ο αττικισμός θα συνεχιστεί με τη μορφή της καθαρεύουσας, μια «ηπιότερη» αρχαΐζουσα γλώσσα, αλλά πάντα στην παράδοση που ξεκίνησε με το αττικιστικό κίνημα του 1ου-3ου αιώνα μ.Χ. Η μακρόχρονη αυτή γλωσσική περιπέτεια θα τελειώσει το 1976 (μετά την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών, που υποστήριζε την καθαρεύουσα) με την καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας του κράτους. Αλλά στα ζητήματα αυτά θα ξαναγυρίσουμε στο επόμενο κεφάλαιο.
Για να συγκεφαλαιώσουμε
Όλοι μας, σαν ομιλητές, αναγνωρίζουμε «καλές» και «κακές» μορφές γλώσσας. Αυτές οι γλωσσικές αξιολογήσεις αντανακλούν την προσαρμογή της γλώσσας σε διάφορες περιστάσεις επικοινωνίας (π.χ. ευγένεια, ιεραρχικές σχέσεις κλπ.)
Μπορεί κάποτε (και αυτό έγινε στην περίπτωση της ελληνικής γλώσσας) οι ιστορικές συνθήκες να οδηγήσουν στην υπερτίμηση μιας αρχαιότερης φάσης της γλώσσας και στην τεχνητή συντήρησή της (κυρίως στον γραπτό λόγο) παράλληλα με την υποτίμηση της ομιλούμενης, σύγχρονης μορφής της γλώσσας. Τέτοιου είδους φαινόμενα συνδέονται με την αντίληψη της γλωσσικής αλλαγής ως φθοράς και αλλοίωσης και συνδέονται με συνθήκες κρίσης που γεννούν τη νοσταλγία για ένα «ένδοξο» παρελθόν, όχι μόνο γλωσσικό αλλά πολιτικό και κοινωνικό. Έτσι γεννήθηκε το κίνημα του αττικισμού στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες για να συνεχιστεί στη διάρκεια της βυζαντινής εποχής έως και τα νεότερα χρόνια με το κίνημα του καθαρισμού, της καθαρεύουσας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου