Προς το τέλος του ημιτελούς 8ου βιβλίου, το οποίο πραγματεύεται την περίοδο της ολιγαρχίας του 411/10, ο Θουκυδίδης μας προσφέρει μια από τις λίγες προσωπικές κρίσεις που διατυπώνει στο έργο του. Οπλίτες και μετριοπαθείς ολιγαρχικοί είχαν επαναστατήσει εναντίον του ριζοσπαστικού πυρήνα των Τετρακοσίων. Μια Αθηναϊκή μοίρα είχε ηττηθεί από τον Σπαρτιατικό στόλο, η Εύβοια είχε αποσχισθεί. Τα πάντα φαίνονταν χαμένα (8.92-96). Σε μια συνέλευση (την πρώτη ύστερα από μήνες) οι Τετρακόσιοι ανατράπηκαν, και η εξουσία περιήλθε στα χέρια πέντε χιλιάδων πολιτών, οι οποίοι καθορίστηκαν με βάση τη δυνατότητά τους να εξοπλισθούν ως οπλίτες (8.97.1). Στις επόμενες συνελεύσεις αποφασίστηκε η θέσπιση ενός νέου πολιτεύματος. Στο σημείο αυτό ο Θουκυδίδης δηλώνει για το νέο καθεστώς: ‘Τον πρώτο καιρό της περιόδου αυτής – αν τον συγκρίνει κανείς με τα προηγούμενα χρόνια, όσα εγώ τουλάχιστον έζησα – οι Αθηναίοι πολιτεύτηκαν με πολλή σωφροσύνη’ (8.97.2).[1] Ήταν μια μετριοπαθής (ή αρμονική) μίξη [μέτρια. … ξύγκρασις), η οποία λάμβανε υπόψη τα συμφέροντα και των ολίγων και των πολλών’ και η οποία έδινε στην πόλη για πρώτη φορά τη δυνατότητα να βελτιώσει την άθλια κατάσταση των υποθέσεών της.[2]
Αυτή η δήλωση έχει πολλές φορές ερμηνευθεί ως έκφραση των πολιτικών πεποιθήσεων του Θουκυδίδη: ο ιστορικός θεωρείται ότι προτιμά ένα μικτό πολίτευμα που συνδυάζει στοιχεία δημοκρατίας και ολιγαρχίας και αποφεύγει ταυτόχρονα τα ακραία στοιχεία και των δύο. Πράγματι, το εν λόγω πολίτευμα αποτελούσε μίξη ή συμβιβασμό, και ο Θουκυδίδης το ανεγνώρισε ως τέτοιο, προσφέροντάς μας την πρώτη μαρτυρία μιας μακράς συζήτησης περί μικτών πολιτευμάτων[3] (στην οποία συμμετέχουν ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και ιδίως ο Πολύβιος). Αλλά ακόμη και εάν ήταν το πολίτευμα της προτίμησης του Θουκυδίδη, δεν το ομολογεί. Ούτε μας εξηγεί λεπτομερέστερα για ποιον λόγο πιστεύει ότι αυτό το συγκεκριμένο καθεστώς και μόνον είναι άξιο ενός θετικού σχολίου, ούτε με ποιους τρόπους ακριβώς κατόρθωνε αυτά τα οποία ισχυρίζεται ότι κατόρθωνε. Όπως υποθέτει ο Simon Hornblower, ίσως μια ‘ολοκληρωμένη εκδοχή αυτού του βιβλίου θα περιλάμβανε έναν λόγο ο οποίος θα έδει τι ήταν τόσο αξιόλογο σχετικά με αυτό το πολίτευμα’.[4] Το μόνο το οποίο υ δηλώνει ο Θουκυδίδης είναι ότι υπό αυτό το ιδιαίτερο πολίτευμα οι Αθηναίοι διοίκησαν την πόλη τους με εξαιρετικό τρόπο – εν πάση περιπτώσει καλύτερα από ό, τι με κάθε προηγούμενο ή μεταγενέστερο σύστημα, το οποίο μονομερώς υπηρετούσε τα συμφέροντα μερικών, των ολίγων ή των πολλών, δηλαδή οι ολιγομελείς ολιγαρχίες ή οι ‘ριζοσπαστικές’ δημοκρατίες.
Σκοπός αυτού του κεφαλαίου είναι να διερευνήσει πώς ο Θουκυδίδης περιγράφει, αναλύει και κρίνει τη δημοκρατία και την ολιγαρχία, κατά πόσο εστιάζει την προσοχή του στο πολίτευμα της Σπάρτης και ποιον ρόλο αποδίδει στη φύση και τη λειτουργία των πολιτευμάτων στο πλαίσιο της ιστορικής αιτιότητας.[5] Συνεπώς, το ίδιο το κείμενο του Θουκυδίδη και η ερμηνεία ί είναι η πρώτη μας φροντίδα. Ο αναγνώστης θα βρει αναφορές στις πολλές νεότερες μελέτες για πολλά από τα θέματα που συζητούνται εδώ στα υπομνήματα (HCT, Hornblower), αλλά και σε άλλα κεφάλαια του ανά χείρας τόμου. Θα αρχίσω με μερικές γενικές παρατηρήσεις.
Αρχές
Στην εισαγωγή του ο Πολύβιος, ο ιστορικός του 2ου αι. π.Χ. που περιέγραψε την άνοδο της Ρώμης σε παγκόσμια δύναμη, αναγγέλλει την πρόθεσή του ‘να ερευνήσει πώς και με ποιο πολίτευμα (γένος πολιτείας) οι Ρωμαίοι κατόρθωσαν να θέσουν υπό έλεγχο ολόκληρη την οικουμένη’ (1.1.5). Μετά τη μάχη των Καννών, όταν η τύχη της Ρώμης βρισκόταν στο ναδίρ, ο Πολύβιος γράφει, ‘λόγω των ειδικών αρετών του πολιτεύματος τους (πολιτεύματος ἰδιότης) και της ικανότητάς τους να παραμένουν ψύχραιμοι’, κατόρθωσαν να νικήσουν τους Καρχηδόνιους (3.118.9). Για αυτόν τον λόγο τοποθετεί σε αυτό ακριβώς το σημείο μια μακρά παρέκβαση, η οποία προσφέρει μια θεωρητική συζήτηση σχετιά με τον κύκλο των πολιτευμάτων (6.3-10), αναλύει το ‘μικτό πολίτευμα’ της Ρώμης (6.19-42), περιγράφει τη στρατιωτική οργάνωσή της (6.19-42) και τη συγκρίνει με άλλα κράτη (6.43-56). Η περιγραφή του Ρωμαϊκού πολιτεύματος είναι εν μέρει εξιδανικευμένη και αναχρονιστική στα ιστορικά της συμφραζόμενα[6], πιθανώς όμως πλησιάζει αρκετά την πραγματικότητα ώστε να μη στερείται ερμηνευτικής αξίας. Στην αρχή της παρέκβασης αυτής (6.2.3) ο Πολύβιος επαναλαμβάνει την αρχική του δήλωση (που μόλις παραθέσαμε) και την αναπτύσσει: ‘Σε όλες τις πολιτικές καταστάσεις … ο βασικός παράγοντας για την επιτυχία ή την αποτυχία είναι η μορφή του πολιτεύματος ενός κράτους (σύστασις πολιτείας)·, από αυτήν πηγάζουν όλα τα σχέδια και οι ενέργειες και εκεί βρίσκουν και την κατάληξή τους’ (6.2.9-10, 6.5-7).
Μια τόσο λεπτομερής ανάλυση του πολιτεύματος ‘θα προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες και στους μελετητές της ιστορίας και στους πρακτικούς πολιτικούς στην προσπάθειά τους να αναθεωρήσουν ή να ιδρύσουν άλλα πολιτεύματα’ (3.118.12). Επιπλέον, η ανθρώπινη φύση ‘δεν έχει καλύτερο οδηγό από τη γνώση του παρελθόντος’. Όλοι οι ιστορικοί ισχυρίζονται ‘ότι η μελέτη της ιστορίας είναι ταυτόχρονα και εκπαίδευση με την πραγματική της έννοια και εξάσκηση για πολιτική σταδιοδρομία’ (1.1.1-2). Παρόμοιες διατυπώσεις απαντούν συχνά σε ολόκληρο το έργο (π.χ. 3.13.3.31-32· 12.25 a).[7]
Ο Θουκυδίδης περιλαμβάνει στην Ιστορία του μερικές σύντομες παρεκβάσεις (ίσως αντιδρώντας προς τον μεγάλο αριθμό τους στον Ηρόδοτο) αλλά καμιά σχετική με την ανάλυση των πολιτευμάτων. Ούτε επιμένει ρητά όπως ο Πολύβιος στη χρησιμότητα της ιστορίας και τη σημασία των πολιτευμάτων για την ερμηνεία της ιστορίας. Έχει όμως συνείδηση και των δύο. Το έργο του, το οποίο δεν έχει σκοπό να αρέσει και να διασκεδάσει, αξίζει να αποτελέσει ένα κτῆμα ἐς αἰεί. Η ιστορία είναι χρήσιμη, επειδή δίνει σε αυτούς οι οποίοι κατανοούν τα γεγονότα του παρελθόντος τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν καλύτερα αυτά ‘που θα συμβούν στο μέλλον και που … θα είναι όμοια και παραπλήσια’ (1.22.4). Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται ακριβώς, αλλά ορισμένες καταστάσεις τείνουν να επανέρχονται. Η ανεξάντλητη ποικιλία της ιστορίας περιλαμβάνει ένα σταθερό στοιχείο: τό ἀνθρώπινον, την ανθρώπινη φύση ή την conditio bumana. Επειδή αυτός ο ανθρώπινος παράγοντας παραμένει ο ίδιος (1.84.4, 3-82.2), οι άνθρωποι αντιδρούν με παρόμοιο τρόπο σε παρόμοιες εμπειρίες.[8] Ο σκοπός του ιστορικού είναι ο ίδιος με εκείνον ενός ‘ανθρωπολόγου’: συλλέγει, κατατάσσει, αναλύει και κατανοεί την ανθρώπινη συμπεριφορά και με τον τρόπο αυτόν είναι σε θέση να την προβλέψει. Αυτό προσδίδει στην ιστορία μια πτυχή πρόγνωσης και παιδευτική ικανότητα. Ως προς αυτό το σημείο ο Θουκυδίδης έχει επηρεασθεί από την ιατρική θεωρία. Τα στοιχεία τα οποία μόλις αναφέραμε κυριαρχούν στην ανάλυση των κοινωνικοπολιτικών πλευρών του λοιμού στην Αθήνα (2.47-53) και του εμφύλιου πολέμου στην Κέρκυρα (3.81-84). Η τυπική συμπεριφορά δεν περιορίζεται εξάλλου σε μεμονωμένα άτομα. Κάθε κοινότητα έχει τον δικό της συγκεκριμένο χαρακτήρα, έτσι ώστε να ενεργεί με ορισμένο τρόπο (1.70-71), ενώ όλοι αντιδρούν παρομοίως κάτω από ανάλογες συνθήκες (1.76).
Ο Επιτάφιος του Περικλή, ο οποίος εκφωνείται κατά την επίσημη κηδεία των πεσόντων κατά το 1ο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου, εστιάζει στ σημασία της πολιτείας μιας πόλης. Ο Περικλής αρνείται να ακολουθήσει τη παραδοσιακή μορφή παρόμοιων λόγων (για τους οποίους ο Λυσίας προσφέρει ένα καλό παράδειγμα, Λόγ. 2). Γενικόλογοι έπαινοι ηχούν εύκολα κενοί (2.35 Παρόλο που τα επιτεύγματα των προγόνων και των συγχρόνων πρέπει να εκτιμηθούν (36.1-3), ο Περικλής δεν ασχολείται με τις μάχες και τα ανδραγαθήματα αυτών οι οποίοι πολέμησαν σε αυτές – αυτά είναι πράγματα γνωστά σ’ όλους. Περισσότερο επιθυμεί να περιγράφει ‘τους θεσμούς (πολιτεία) και τι αρχές (ἐπιτήδευσις και τρόποι [ζωής]) που έχομε εφαρμόσει για να προσδώσουμε στην πολιτεία το σημερινό της μεγαλείο’ (36.4). Μολονότι αυτή η φράση πλησιάζει το κείμενο του Πολύβιου, ο Θουκυδίδης δεν τη διατυπώνει ως βασική αρχή ιστορικής αιτιότητας, αλλά την εφαρμόζει σε μία και μοναδική πόλη σκιαγραφώντας μόνο το πορτρέτο της Αθήνας του Περικλή στην ακμή της δύναμής της. Αυτό το πορτρέτο συνδυάζει τη ρεαλιστική κοινωνικοπολιτική ανάλυση, στοιχεία της ιδεολογίας της Αθηναϊκής δημοκρατίας και την εξιδανίκευση εκ μέρους του ομιλητή και/ή του ιστορικού. Σκόπιμα αμφίσημος, στενά συνδεδεμένος με τα κεφάλαια περί μεθόδου (βλ. παρακάτω) μέσω απηχήσεων σε σκέψη, δομή και ορολογία που επανέρχονται σε ολόκληρο το έργο, ο Επιτάφιος προκαλεί τη σύγκριση, και ως προς τα σημεία αναλογίας αλλά και τα σημεία αντίθεσης, με ολόκληρη την Ιστορία και με τον τρόπο αυτόν λειτουργεί ως ένα προγραμματικό τμήμα του σύνολου έργου.[9] Ο θετικός του τόνος 0c ανατραπεί αμέσως από τις συνέπειες του λιμού και θα αποδομηθεί συστηματικά στο υπόλοιπο έργο. Επιπλέον σε αυτό το πορτρέτο τα σχόλια για το πολίτευμα (πολιτεία) καταλαμβάνουν μόνον ένα κεφάλαιο (37). Τα υπόλοιπα αναφέρονται σε αρχές, συνήθειες, ήθη και αξίες. Ο Θουκυδίδης δηλαδή εστιάζει περισσότερο στον Αθηναϊκό τρόπο ζωής (την πολιτεία με την ευρύτερή της έννοια) παρά στο δημοκρατικό πολίτευμα με την πιο στενή έννοια.
Ενώ ο Ηρόδοτος συχνά κάνει δηλώσεις σε πρώτο πρόσωπο (το ‘εγώ’ του ιστορικού), μοιραζόμενος κατ’ αυτόν τον τρόπο με το κοινό του τη διαδικασία της αξιολόγησης των πηγών που υπόκεινται στην ιστορική αφήγηση,[10] ο Θουκυδίδης διατυπώνει τις μεθοδολογικές του αρχές με σαφήνεια (1.20-22) και κατόπιν τις εφαρμόζει παράγοντας μια πυκνή και λεία αφήγηση. Παράλληλα χωρία ως προς τη σκέψη και την ορολογία συνδέουν αυτά τα μεθοδολογικά κεφάλαια με τον Επιτάφιο και επανέρχονται στη συνέχεια σε όλη την έκταση του έργου.[11] Ο Θουκυδίδης προσφέρει επίσης μια πολυσυζητημένη περιγραφή του περιεχομένου και του σκοπού των λόγων (1.22.1, πρβλ. Πολύβ. 12.25a-b): οι δημηγορίες συνδυάζουν πληροφορίες για το τι είχε πραγματικά λεχθεί με επιχειρήματα τα οποία ο ιστορικός πιστεύει ότι είχαν ή θα έπρεπε να έχουν χρησιμοποιηθεί στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Όποιος και εάν είναι ο αυθεντικός τους πυρήνας, στον συμπυκνωμένο τρόπο διατύπωσης και την εστίασή τους σε ουσιαστικά θέματα οι δημηγορίες αντικατοπτρίζουν τις απόψεις του ιστορικού και υπηρετούν τους σκοπούς του.[12] Επιπλέον απαντούν συχνά σε ζεύγη, έτσι ώστε παρουσιάζουν αντιτιθέμενες απόψεις και ενσωματώνουν συζητήσεις για θέματα αρχών, φωτίζοντας τη διαδικασία με την οποία είχε ληφθεί μια συγκεκριμένη απόφαση και προσφέροντας την ουσιαστική ερμηνεία των κυριότερων διακυβευμάτων που υπόκεινταν στις ιστορικές εξελίξεις. Επειδή πολλές από αυτές τις συζητήσεις λαμβάνουν χώρα στην Αθηναϊκή συνέλευση, έχουν άμεση συνάφεια με την ανάλυση της δημοκρατίας στην οποία προβαίνει ο Θουκυδίδης. Μερικοί από αυτούς τους λόγους φθάνουν σε ένα επίπεδο αφαίρεσης το οποίο προσεγγίζει αυτόνομα δημιουργήματα. Ο ‘Διάλογος των Μηλίων’ (5.85-113) είναι ένα ακραίο παράδειγμα, οι αντιλογίες για τη Μυτιλήνη και τη Σικελική εκστρατεία (3.36-50, 6.8-26) προχωρούν πολύ περισσότερο από το άμεσο ερώτημα (να παταχθεί η στάση στην Μυτιλήνη, να αποσταλεί στόλος για την κατάληψη της Σικελίας), αποκαλύπτοντας τα προβλήματα και τη δυναμική των αποφάσεων που λαμβάνονται με δημοκρατικό τρόπο ή του ‘ιμπεριαλισμού’ αντιστοίχως.[13]
Επιπλέον, ο ιστορικός χρησιμοποιεί τον φοβερό λοιμό που πλήττει την Αθήνα και τον εμφύλιο πόλεμο στην Κέρκυρα για να αναλύσει με ποιον τρόπο η κοινωνικοπολιτική τάξη αποσυντίθεται κάτω από υπερβολική πίεση. Αυτά τα χωρία περιγράφουν φαινόμενα τα οποία είναι βασικά για να κατανοηθεί η ιστορία. Και τα δυο συνδέονται με το ζήτημα της δημοκρατίας αλλά και μεταξύ τους. Ο λοιμός προδιαγράφει τι θα συμβεί πρώτα στην Κέρκυρα κάτω από την επιρροή μιας επιδημίας πολιτικού πάθους και πολιτικής διαμάχης, μιας στάσεως (3.70-81), έπειτα σε πολλές άλλες πόλεις (3.82-84) και τελικά στην ίδια την Αθήνα (8.45 κ.ε., βλ. παρακάτω). Για να ερμηνεύσει δύο άλλα, εξίσου κεντρικά πολιτικά φαινόμενα (τη δημοκρατία και τον ιμπεριαλισμό) ο Θουκυδίδης διαλέγει μια συνεχή διαδικασία ανάλυσης, η οποία σταδιακά αποκαλύπτει τη φύση και τις εγγενείς δυνάμεις τους. Σημαντικό είναι επίσης ότι οι ίδιες ευκαιρίες συχνά προσφέρουν τη δυνατότητα να αναλύσει, και τα δύο: η δημοκρατία και ο ιμπεριαλισμός συνδέονται αδιάρρηκτα μεταξύ τους.[14] Έτσι το συλλογικό πορτρέτο των υπερδραστήριων Αθηναίων το οποίο σκιαγραφούν οι Κορίνθιοι, μολονότι στο σημείο στο οποίο απαντά έχει ως στόχο να αφυπνίσει τους Σπαρτιάτες από τον επιζήμιο λήθαργο τους, έχει σημασία και για τα δύο τα φαινόμενα, και απηχήσεις της εικόνας αυτής απαντούν σε ολόκληρο το έργο.
Για αυτόν τον λόγο δεν είναι δυνατόν να κατανοήσουμε τη θουκυδίδεια συζήτηση περί δημοκρατίας, εάν δεν διευρύνουμε το πεδίο των ερευνών μας. Ο ιστορικός αναλύει τη δημοκρατία εν δράσει, μέσα από τις αποφάσεις της και τη συμπεριφορά των πολιτών της. Το ίδιο ισχύει και για την ολιγαρχία, η οποία εμφανίζεται ουσιαστικά μόνο στο τελευταίο τμήμα της Ιστορίας. Πρέπει να παρακολουθήσουμε τον ιστορικό σε αυτό το επίπεδο – κυρίως επειδή επιφανειακά εστιάζει στενά στο θέμα του, τον πόλεμο μεταξύ Αθηνών και Σπάρτης, τον μεγαλύτερο πόλεμο που είχε σημειωθεί έως τότε, με τις πιο σοβαρές συνέπειες σε έναν πολύ μεγάλο αριθμό ανθρώπων (1.1.1-2, 1.23.103). Εξωτερικές σχέσεις και πόλεμος κυριαρχούν συνεπώς στις αναλύσεις και την αφήγησή του. Ο κατάλογος των στοιχείων που θεωρεί δεδομένα και μνημονεύει μόνον όταν έχουν άμεση επίπτωση στην πολιτική και στον πόλεμο είναι μακρύς και περιλαμβάνει οικονομικά, θρησκευτικά και κοινωνικά θέματα, όπως και την ‘πολιτειακή πρακτική’.[15]
Πουθενά δεν γίνεται αυτό τόσο προφανές όσο στην παρέκβαση για την Πεντηκονταετία, την περίοδο μεταξύ των Περσικών Πολέμων και του Πελοποννησιακού Πολέμου (1.89-117), παρέκβαση που στόχο έχει να απαντήσει στο ερώτημα πώς κατόρθωσε η Αθήνα να συγκεντρώσει τόση δύναμη, ώστε η Σπάρτη να αρχίσει να φοβάται και να αποφασίσει να κηρύξει τον πόλεμο ως το μοναδικό μέσο με το οποίο θα ήταν δυνατόν να τη σταματήσει. Εσωτερική πολιτική και πολιτειακές εξελίξεις σπανίως αναφέρονται, παρόλο που αυτήν την περίοδο ο Κίμων λ.χ. κυριαρχεί στην πολιτική ζωή της Αθήνας, για να εκ- διωχθεί αργότερα, ενώ το δημοκρατικό πολίτευμα υλοποιήθηκε μέσα από μια σειρά μεταρρυθμίσεων οι οποίες σημειώθηκαν μεταξύ του 462 και του 450 υπό την ηγεσία του Εφιάλτη και του Περικλή,[16] ενώ στη δεκαετία του 440 η μακρόχρονη αντιπαράθεση του Περικλή με τον Θουκυδίδη, τον γιο του Μελησία, κατέληξε στον οστρακισμό του Θουκυδίδη και τη μακρόχρονη εξουσία του Περικλή.[17] Το μόνο το οποίο αναφέρει ο Θουκυδίδης είναι ότι κατά την εκστρατεία της Τανάγρας το 458/7 μερικοί Αθηναίοι διαπραγματευθείσα κρυφά με
μια Σπαρτιατική δύναμη στη Βοιωτία ‘με την ελπίδα να καταλύσουν τη δημοκρατία’, ενω οι Αθηναίοι επιτέθηκαν στους Σπαρτιάτες επίσης, διότι ‘είχαν και μερικές υποψίες για τις αντιδημοκρατικές κινήσεις’ (1.107.4, 1.107.6).
Ωστόσο, όπως απέδειξε η Lisa Kallet[18] στην πολύ προσεκτική μελέτη της πραγμάτευσης οικονομικών θεμάτων εκ μέρους του Θουκυδίδη, η Ιστορία περιέχει μια εντυπωσιακή ποσότητα πληροφοριών, οι οποίες όμως δεν τίθενται από τον ιστορικό στο προσκήνιο και χρειάζεται να συναχθούν από τα συμφραζόμενά τους. Το ίδιο ισχύει και για άλλα θέματα, συμπεριλαμβανομένης και της δημοκρατίας. Ο ιστορικός προσφέρει τις γενικώς αναμενόμενες πολιτικές και πολιτειακές λεπτομέρειες (συμπεριλαμβανομένων των ονομάτων των αξιωματούχων και στρατηγών και των σχέσεων μεταξύ των διαφόρων θεσμικών οργάνων) μόνον όταν έχουν άμεση σημασία για τον πόλεμο.[19] Εάν περιορισθούμε στο προφανές και σε όσα μνημονεύει ρητά, διατρέχουμε τον κίνδυνο να παραβλέψουμε σημαντικές πληροφορίες. Αυτό το κεφάλαιο θα εστιάσει για αυτόν τον λόγο στο κείμενο του Θουκυδίδη. Ο αναγνώστης θα είναι εύκολα σε θέση να συμπληρώσει τα αποτελέσματά μας με αυτά τα οποία έχει αποκομίσει από διαφορετικές και πολλές φορές περισσότερο θεωρητικές προσεγγίσεις.[20]
Δημοκρατία
Εθνικός χαρακτήρας: Οι Κορίνθιοι του Θουκυδίδη περιγράφουν τους Αθηναίους ως εξής:
Εκείνοι είναι καινοτόμοι και επινοητικοί και ταχείς στο να εκτελούν τα σχέδιά τους… Εκείνοι αποτολμούν πράγματα που υπερβαίνουν τις δυνάμεις τους, ριψοκινδυνεύουν, χωρίς να λογαριάζουν την φρόνηση, και είναι πάντοτε αισιόδοξοι στις αναποδιές… Εκείνοι είναι δραστήριοι… εκείνοι συνεχώς ξενιτεύονται εύκολα… Εκείνοι πιστεύουν ότι αποδημώντας πλουτίζουν… Όταν νικήσουν τους εχθρούς τους εκμεταλλεύονται στο έπακρο την επιτυχία τους, ενώ, αν νικηθούν, υποχωρούν όσο το δυνατόν λιγότερο. Με όλα αυτά, ενώ δείχνουν περισσότερο από κάθε άλλον αυταπάρνηση όταν υπηρετούν την πολιτεία τους, διατηρούν όμως όλη την ελευθερία της σκέψης τους για να βρουν τρόπους να την ωφελήσουν… Εορτή θεωρούν το να κάνουν το καθήκον τους και συμφορά είναι γι’ αυτούς περισσότερο η ησυχία της αδράνειας παρά η επίπονη δράση. Θα είχε δίκιο κανείς, αν, με μια λέξη, έλεγε οτι η ιδιοσυγκρασία τους είναι τέτοια, ώστε ούτε οι ίδιοι ησυχάζουν ποτέ ούτε αφήνουν τους άλλους να ησυχάσουν (1.70).
Αυτοί οι τολμηροί και δραστήριοι Αθηναίοι, παραδείγματα πολυπραγμοσύνης και απληστίας (πλεονεξία),[21] βρίσκονται σε έντονη αντίθεση με τους αργούς, προσεκτικούς Σπαρτιάτες που αποφεύγουν τους κινδύνους (βλ. παρακάτω). Ο Θουκυδίδης δίνει μεγάλη έμφαση σε αυτήν την αντίθεση, τη θεματοποιεί και αλλού (όχι μόνον στους λόγους του Περικλή) και τη χρησιμοποιεί για να εξηγήσει σημαντικές αποφάσεις (όπως την εκστρατεία των Αθηνών κατά της Σικελίας ή την ανικανότητα της Σπάρτης να εκμεταλλευθεί την αδυναμία των Αθηνών, 6.9.3, 6.18.3, 8.96). Η κοινωνικοπολιτική τάξη και ο τρόπος ζωής (πολιτεία) μιας πόλης, υποθέτει ο ιστορικός, διαπλάθει τον χαρακτήρα της. Η δημοκρατία ανατρέφει πολίτες οι οποίοι σκέπτονται και συμπεριφέρονται διαφορετικά, ενώ καλλιεργεί κοινωνικές σχέσεις και ευνοεί πολιτικές που διαφέρουν ουσιαστικά από εκείνες ενός ολιγαρχικού κράτους. Τέτοιες απόψεις αποτελούσαν τμήμα των κοινών αντιλήψεων που είχαν επηρεασθεί εν μέρει από ιατρικές και σοφιστικές θεωρίες, τις οποίες συμμερίζονταν πολλοί άνθρωποι του πνεύματος εκείνης της εποχής.[22]
Αυτό το πορτρέτο του συλλογικού χαρακτήρας εξηγεί τις Αθηναϊκές συνήθειες στην εξωτερική πολιτική και την καθημερινή ζωή των πολιτών (όπως, π.χ., αυτές γίνονται ορατές στη φιλοδικία των Αθηναίων).[23] Στον Επιτάφιο (2.36-46) ο Περικλής επικεντρώνεται σε αυτές τις πλευρές, προφανώς αντιδρώντας σε αντίστοιχη κριτική. Τρεις γενεές Αθηναίων κράτησαν την πόλη τους ελεύθερη και έκτισαν μια ισχυρή αυτοκρατορία (2.36.3) ή, όπως το θέτουν άλλοι, τη μεγαλύτερη και πιο ελεύθερη από όλες τις άλλες (6.89.6, 7.69.2), ενώ επίσης γνώριζαν πώς να διασκεδάσουν στην ανάπαυλα από την εργασία ή στις γιορτές και να απολαύσουν τα αγαθά τα οποία εισάγονταν από όλον τον κόσμο (2.38, 2.40.1). Οι Αθηναίοι γνωρίζουν να μάχονται εξίσου καλά με τους άλλους, και τα επιτεύγματά τους είναι συγκρίσιμα με οποιαδήποτε άλλα, όλα αυτά όμως τα κάνουν με την ελεύθερη βούλησή τους, χωρίς να καταπιέζονται από ένα αυστηρό καθεστώς (2.39, 2.41.3-5), και παράλληλα βοηθούν άλλους χωρίς ιδιοτέλεια (2.40.4-5). Η Αθήνα είναι δημοκρατία, επειδή αυτό που μετρά είναι τα συμφέροντα της πλειοψηφίας και όχι των ολίγων, τα πολιτικά αξιώματα όμως είναι προσβάσιμα σε κάθε έναν ο οποίος είναι ικανός ασχέτως της κοινωνικής του θέσης ή της οικονομικής του κατάστασης, και η καθημερινή ζωή χαρακτηρίζεται από την ελευθερία και την αλληλοανοχή, αλλά και από τον σεβασμό προς τους αξιωματούχους και τον νόμο (2.37). Ένας πολίτης ο οποίος δεν αναμειγνύεται στην κοινή ζωή (ἀπράγμων) θεωρείται άχρηστος, αλλά αυτό συμβαίνει, επειδή οι Αθηναίοι έχουν το πρότυπο ενός πολίτη ο οποίος συνδέει την αφιέρωση στις ιδιωτικές υποθέσεις και την ενασχόληση στις δημόσιες (2.40.2), την ατομική αυτάρκεια (σώμα αὔταρκες, 2.41.1) με τη συναισθηματική δέσμευση στην κοινότητα (εραστής της πόλεως, 2.43.1). Στη θετική εικόνα που προσφέρει ο Περικλής οι επιθετικοί ιμπεριαλιστές είναι επίσης ικανοί να ησυχάζουν και να απολαμβάνουν το ωραίο. Η παρόρμηση της πολυπραγμοσύνης και της πλεονεξίας ελέγχονται από τη λογική αντιπαράθεση, την υπευθυνότητά τους ως πολιτών και τον σεβασμό του κοινού καλού.
Εμείς οι ίδιοι κρίνουμε κι αποφασίζουμε για τα ζητήματα μας και θεωρούμε πως ο λόγος δεν βλάφτει το έργο. Αντίθετα, πιστεύουμε πως βλαβερό είναι το να αποφασίζει κανείς χωρίς να έχει φωτιστεί… Είμαστε τολμηροί, κι όμως ζυγίζουμε καλά την κάθε επιχείρησή μας (2.40.2-3).
Πολλά από αυτά θα αποδειχθούν με τον χρόνο όλο και πιο απατηλά. Παρ’ όλη τη διαδικασία της διαβούλευσης η παράλογη επιθυμία και ο ενθουσιασμός [ἔρως και ἐπιθυμία) προσδιορίζουν την απόφαση για τη Σικελική Εκστρατεία (6.24). Τα προσωπικά συμφέροντα κυριαρχούν στη συζήτηση για τη Μυτιλήνη (3-37- 48). Ίσως αντικρούοντας την αξίωση των Αθηνών (ή του Περικλή, 2.36.3), ο Ηρόδοτος βάζει τον Σόλωνα να αρνηθεί ότι μια χώρα ή ένα άτομο είναι δυνατόν να διαθέτουν αυτάρκεια (1.32.8). Ιδίως υπό τ[24]ην επιρροή του λοιμού (2.47- 53), κανένα σώμα, είτε δυνατό είτε αδύναμο, δεν αποδεικνύεται αὔταρκες, δηλαδή ατομικά αυτόνομο, καθόσον ο σεβασμός των νόμων και των θεών εκλείπει (2.51.3), και το ανθρώπινο κτήνος, έχοντας χάσει την κοινωνικότητά του, αποκαλύπτει την πραγματική του φύση.
Το ίδιο συμβαίνει ως συνέπεια μιας διαφορετικής ασθένειας, της στάσεως,[25] όπως γίνεται προφανές πρώτα στην Κέρκυρα (3.69-84). Με ολιγαρχικά ή δημοκρατικά προσχήματα οι φατρίες επιτίθενται και καταστρέφουν η μία την άλλη. ‘Δημοκράτες’ σφαγιάζουν τους εχθρούς τους, κατηγορώντας τους ότι συνωμότησαν για να ανατρέψουν τη δημοκρατία —στην πραγματικότητα όμως ενεργούν από μίσος ή άλλα προσωπικά κίνητρα (3.81.4-5). Αργότερα αυτό γίνεται γενική συνήθεια, η οποία ‘αναστατώνει ολόκληρο τον Ελληνικό κόσμο’ (3.82.1). Υπό αυτές τις συνθήκες ακόμη και η γλώσσα μεταβάλλεται, οι αξίες και οι οικογενειακοί δεσμοί αποσυντίθενται και ομάδες με πολιτικά συμφέροντα καταλαμβάνουν την εξουσία (3.82.3-7). Η αρχή (η αγάπη για την εξουσία), η πλεονεξία, η φιλοτιμία (η προσωπική φιλοδοξία) και η τάση για βία (φιλονικεῖν) είναι τα βασικά κίνητρα. Τα προσωπικά συμφέροντα επικρατούν. Πολιτικά συνθήματα – πολιτική ισότητα των μαζών σε αντίθεση προς την αριστοκρατική μετριοπάθεια – αποδεικνύονται απλώς ιδεολογικά προσχήματα (3.82.8). Κατ’ επανάληψη η ανθρώπινη φύση αποκαλύπτει το αληθινό της πρόσωπο:
Οι εμφύλιες συγκρούσεις έφεραν μεγάλες κι αμέτρητες συμφορές στις πολιτείες, συμφορές που γίνονται και θα γίνονται πάντα όσο δεν αλλάζει η φύση του ανθρώπου… Σε καιρό ειρήνης και όταν ευημερεί ο κόσμος και οι πολιτείες, οι άνθρωποι είναι ήρεμοι… Αλλ’ όταν έρθει ο πόλεμος… γίνεται δάσκαλος της βίας… Η ανθρώπινη φύση, η οποία – κι όταν ακόμα υπάρχει ευνομία – έχει την τάση να παρανομεί, ξεχείλισε, κι ανατρέποντας τους νόμος, έδειξε με ικανοποίηση όλη της την ασυγκράτητη έχθρα εναντίον κάθε εξουσίας (3.82.3, 3.84.2).
Η Αθήνα είχε την τύχη να μολυνθεί από αυτή την ασθένεια μόνον πολύ αργότερα, το 411.
Επιστρέφουμε στον Επιτάφιο. Εφόσον ελέγχονται, υποτάσσονται στο κοινό καλό και διοχετεύονται σε λογικές συλλογικές ενέργειες, ο Θουκυδίδης φαίνεται να εννοεί, τα χαρακτηριστικά του συλλογικού χαρακτήρα των Αθηναίων μπορούν να οδηγήσουν στη μεγαλείο της πόλης. Όπως όμως θα δούμε, όταν οι Αθηναίοι είναι ανεξέλεγκτοι, υπηρετούν τις προσωπικές τους φιλοδοξίες και παρασύρονται με ενθουσιασμό για μη ρεαλιστικούς σκοπούς, τα χαρακτηριστικά αυτά μετατρέπονται σε πηγή αυτοκαταστροφής της πόλης.[26] Ο Περικλής, θέλοντας να τους ενώσει, κατορθώνει να τους συγκρατήσει λόγω του δικού του ανώτερου χαρακτήρα και των ικανοτήτων του. Οι διάδοχοί του αποτυγχάνουν σε αυτό και μάλιστα ενισχύουν αυτά τα χαρακτηριστικά και γίνονται διχαστικοί (2.65).
Η αξιολόγηση της δημοκρατίας εκ μέρους του Θουκυδίδη είναι διπλή. Η μια άποψη αφορά αυτούς οι οποίοι προτείνουν τις αποφάσεις στη συνέλευση και είναι τελικά υπεύθυνοι για την πολιτική —ακόμη και εάν αρνούνται να αναγνωρίσουν αυτήν την ευθύνη (3.43.4-5, 8.1.1). Ο Θουκυδίδης ουσιαστικά αποδίδει τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτικών ενεργειών στο σύνολο των πολιτών και όχι σε μεμονωμένους ηγέτες.[27] Η άλλη άποψη αφορά τους ηγέτες οι οποίοι συναγωνίζονται να πείσουν τους πολίτες να αποδεχθούν τις αντικρουόμενες προτάσεις τους και στη συνέχεια συχνά διώκονται γιατί τις εξετύλισσαν – κερδίζοντας έτσι επαίνους, υλικά οφέλη και αυξάνοντας την επιρροή τους σε περίπτωση επιτυχίας, ή κατηγορίες, απώλεια επιρροής και τιμωρία, σε αντίθετη περίπτωση.
Ο δῆμος: Η πρώτη απόφαση την οποία λαμβάνει ο δήμος στην Ιστορία επισφραγίζει τη συνθήκη με την Κέρκυρα (1.31-45). Η συζήτηση τονίζεται με την παράθεση δύο αντίθετων δημηγοριών, τις οποίες εκφωνούν απεσταλμένοι από την Κέρκυρα και την Κόρινθο. Ο δήμος χρειάζεται δύο ημέρες (ή δύο προσπάθειες;) για να καταλήξει σε μια οριστική απόφαση. Είτε αυτό ήταν αναγκαίο στην περίπτωση συμφωνιών συμμαχίας είτε όχι,[28] συνεπάγεται την αλλαγή γνώμης (1.44.1).
Η επομένη μεγάλη απόφαση αφορά τον πόλεμο εναντίον των Πελοποννησίων. Θέλοντας ίσως να υπογραμμίσει τη θέση του Περικλή ως ‘πρώτου ανδρός’ (2.65.9), ο Θουκυδίδης δίνει στην πρώτη του παρέμβαση στην Ιστορία (όπως και στην τελευταία του) τη μορφή μιας δημηγορίας (1.140-44, 2.60-64) η οποία δεν έχει αντίλογο. ‘Μίλησαν πολλοί ρήτορες, υποστηρίζοντας τη μια ή την άλλη άποψη… Τέλος, ο Περικλής του Ξανθίππου, η μεγαλύτερη προσωπικότητα της Αθήνας και στα λόγια και στα έργα, ανέβηκε στο βήμα και συμβούλεψε τα εξής… οι Αθηναίοι θεωρώντας ότι οι συμβουλές του ήταν οι καλύτερες, ψήφισαν τα όσα είχε προτείνει’ (1.139.4, 1.145.1).
Δύο χρόνια μετά, με χαμηλό το ηθικό από τις εισβολές των Σπαρτιατών και τον τρόμο του λοιμού, οι Αθηναίοι στασιάζουν ακόμη και εναντίον του Περικλή: απελπισμένοι και θυμωμένοι, τον κατηγορούν για τον πόλεμο και τον ‘καθιστούν υπεύθυνο για όλες τις ατυχίες οι οποίες τους είχαν συμβεί’ (2.59.2-3). Προβλέποντας αυτήν την αντίδραση (2.59.3), εκείνος απαντά με έναν τολμηρό αλλά και ενθαρρυντικό λόγο (60-64) και κατορθώνει να τονώσει το ηθικό τους (2.59.3,2.65.1).
Στην Εκκλησία του λαού πείστηκαν στα λόγια του… αλλά ο καθένας χωριστά εξακολουθούσαν να θλίβονται για τα παθήματα τους… Δεν έπαψε, λοιπόν, η αγανάκτησή τους εναντίον του Περικλή παρά μόνο όταν του επέβαλαν χρηματικό πρόστιμο. Δεν πέρασε, ωστόσο, πολύ καιρός και —με την συνηθισμένη αστάθεια του πλήθους— τον όρισαν πάλι στρατηγό και του ανέθεσαν πάλι όλη την εξουσία (2.65.1-4).
Αντίθετα από διάφορες δίκες φίλων του Περικλή που υποτίθεται ότι έγιναν, η πτώση του, το χρηματικό πρόστιμο που του επιβλήθηκε και η επανεκλογή του δεν είναι δυνατόν να αμφισβητηθούν.[29] Πέθανε λίγο ύστερα από αυτά τα γεγονότα. Ο Θουκυδίδης συνδέει τις μεταβολές αυτού του τελευταίου έτους της σταδιοδρομίας του με τη χαρακτηριστική αστάθεια του όχλου και προσφέρει στη συνέχεια μια συνοπτική αξιολόγηση της μακρόχρονης πολιτείας του και, τονίζοντας την έντονη αντίθεση προς τους διαδόχους του, παραθέτει τις απόψεις του για τον τρόπο με τον οποίον πρέπει να μεταχειρίζεται κανείς τον δῆμον, ώστε να λειτουργεί η δημοκρατία. Δεδομένου ότι η σταδιοδρομία του Περικλή ήταν κατά μεγάλο μέρος προγενέστερη της έκρηξης του πολέμου και του σημείου εκκίνησης της Ιστορίας, αυτή η εκτίμηση λειτουργεί και ως προγραμματική σύνοψη: η θέση η οποία παρουσιάζεται εδώ θα επιβεβαιωθεί από μια σειρά παραδειγματικών περιπτώσεων κατά τη διάρκεια του πολέμου. Οι μάζες, υπογραμμίζει ο ιστορικός, πρέπει να συγκρατούνται, αλλά με τον σεβασμό ο οποίος αρμόζει σε ελευθέρους,[30] Ο δήμος πρέπει να χειραγωγείται αυστηρά και να μην κολακεύεται. Εάν είναι αναγκαίο, πρέπει να αντιτάσσεται κανείς στο συλλογικό αίσθημα: η αλαζονεία και η υπερβολική αυτοπεποίθηση πρέπει να εξισορροπούνται με τη δραστική υπόμνηση των ενδεχόμενων κινδύνων και την πρόκληση φόβου· ο παράλογος φόβος πρέπει να υπερνικάται με την ενίσχυση της αισιοδοξίας και του θάρρους (2.65.8-9, παρακάτω).
Ο Θουκυδίδης αναπτύσσει μερικά από αυτά τα στοιχεία στη συζήτηση για τη Μυτιλήνη. Επειδή η συζήτηση αυτή ακολουθεί ύστερα από την πρώτη αποστασία συμμάχων και την πάταξή της κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο ιστορικός αναλύει λεπτομερειακά τα κίνητρα, την έκρηξη και την αποτυχία της κίνησης των Μυτιληναίων (3.1-18, 3.25-28) αλλά και τις σκέψεις των Αθηναίων σχετικά με την τιμωρία των ηττημένων στασιαστών (3.36-50). Η συζήτηση για αυτό το θέμα (παραδειγματική τιμωρία ή μεγαθυμία· και τα δύο επιχειρήματα βασίζονται αποκλειστικά στη σκοπιμότητα) είναι λιγότερο σημαντική εδώ από το φως που ρίχνει στη δημοκρατική διαδικασία λήψης αποφάσεων και την ευθύνη του πλήθους. Ο θυμός ωθεί αρχικά τη συνέλευση να αποφασίσει να καταστρέψει τη Μυτιλήνη φονεύοντας τους άνδρες και εξανδραποδίζοντας τις γυναίκες και τα παιδιά (3.36.1). Αμφιβολίες όσον αφορά την πρωτοφανή σκληρότητα της τιμωρίας αποτελούν τη βάση για την ξαφνική μεταστροφή της γνώμης (3.36.4-5). Σε μια δεύτερη συνέλευση η έντονη συζήτηση κυριαρχείται από τον Κλέωνα, ο οποίος μιλά με ένα ιδιαιτέρως δυναμικό και πειστικό ηγετικό ύφος (3-36.6), ενώ ο Διόδοτος (3.41), άγνωστος κατά τα άλλα, θα κερδίσει, έστω και με διαφορά ελάχιστων ψήφων (3-49.1) και θα σώσει την πλειονότητα των Μυτιληναίων, έστω και την ύστατη στιγμή (3.49.4).
Για αυτόν τον λόγο ο Θουκυδίδης υπογραμμίζει πάλι την αλλαγή γνώμης και τη θυελλώδη συζήτηση στη δεύτερη συνέλευση. Η αρχική δήλωση του Κλέωνα ότι η δημοκρατία είναι ανίκανη να διοικήσει μια αυτοκρατορία (3-37.1) δίνει το έναυσμα για μια γενικότερη κριτική. Ο δήμος, που κυριαρχείται περισσότερο από τα συναισθήματα παρά από τη λογική στάθμιση των γεγονότων, είναι επιρρεπής σε μεταβολές των αποφάσεων και της πολιτικής (3-37-3). Μια πόλη πορεύεται καλύτερα με κακούς νόμους που τηρούνται παρά με καλούς νόμους που αλλάζουν συνεχώς. Ή αμάθεια, συνδυασμένη με σωφροσύνη, είναι, πιο ωφέλιμη από την επιτηδειότητα συνδυασμένη με την αστάθεια. Οι ταπεινότεροι άνθρωποι διοικούν καλύτερα τις πολιτείες από τους μορφωμένους’ (3.37.4· εντυπωσιακά παρόμοιο είναι το χωρίο [Ξεν.] Αθ. Πολ. 1.4.9). Οι ηγέτες δεν πρέπει να λαμβάνουν μέρος σε αγώνες ευφυΐας ούτε να συμβουλεύουν αυτό το οποίο δεν πιστεύουν οι ίδιοι. Πολιτικοί οι οποίοι παραπλανούν τους πολίτες με περίτεχνους λόγους έχουν πιθανώς υπέρμετρη αυτοπεποίθηση ή έχουν δωροδοκηθεί (3.38.2). Ωστόσο οι πολίτες αξίζουν μομφή διότι επιτρέπουν τέτοιες επιδείξεις ρητορικής ικανότητας:
Όταν εξετάζετε τα όσα πρέπει να γίνουν, νομίζετε πως μπορούν να γίνουν μόνο και μόνο επειδή σας το αναπτύξαν με ωραία λόγια κι όταν εξετάζετε τα όσα έχουν συμβεί, τα κρίνετε περισσότερο με βάση τα όσα ακούτε από επιτήδειους ρήτορες… Είστε οι πρώτοι και καλύτεροι στο να γοητεύεστε με καινούργια σχήματα λόγου και στο ν’ αντιδράτε σε δοκισμένα επιχειρήματα. Είστε δούλοι κάθε παραδοξολογίας και περιφρονείτε καθετί το συνηθισμένο. Ο καθένας από σας θέλει, πάνω απ’ όλα, να έχει το χάρισμα του λόγου… από πριν επιδοκιμάζετε ένα εύστοχο επιχείρημα… Όσο καταλαβαίνετε αμέσως ποια θα είναι η συνέχεια της επιχειρηματολογίας, τόσο καθυστερείτε στο να προβλέπετε τις πραγματικές συνέπειες που θα έχουν τα όσα σας λένε… Σας παρασύρει η ευχαρίστηση που προκαλούν τα ωραία λόγια και μοιάζετε περισσότερο με ανθρώπους που παρακολουθούν μια συζήτηση σοφιστών παρά με πολίτες που συσκέπτονται για τα ζητήματα της πολιτείας (3-38.4-7).
Οι υποστηρικτές των μαζών ισχυρίζονται ότι, παρ’ όλο τον ευμετάβολο χαρακτήρα τους, οι μάζες είναι οι καλύτεροι κριτές της πολιτικής (Ηρόδ. 3.80.6, Θουκ. 6.39.1). Ότι είναι ειδήμονες στον νεοτερικό λόγο και τα καινοτόμα επιχειρήματα είναι εδώ ένα καινούριο στοιχείο το οποίο περιέχει και κριτική και κολακεία: συγχέουν τη μορφή με την ουσία και παραπλανούνται εύκολα με πειστικούς λόγους, αλλά λόγω της συχνής επαφής γνωρίζουν και εκτιμούν το είδος της ρητορικής – η Πραξαγόρα του Αριστοφάνη το επιβεβαιώνει με ένα τέχνασμα (Εκκλ. 243-44). Αντίθετα προς την κριτική του Κλέωνα θα περίμενα μια τέτοια οικειότητα να καλύπτει και τα θέματα ουσίας, τουλάχιστον σε ένα ευρύ επίπεδο τρεχόντων ζητημάτων. Η τιμωρία όμως της αποστασίας ενός συμμάχου, παρόλο που δεν ήταν κάτι το πρωτάκουστο, δεν ήταν και συνηθισμένη υπόθεση.
Αντίθετα ο Διόδοτος επιβεβαιώνει την αρχή του Περικλή: η προσεκτική σκέψη, δίχως βιασύνη και θυμό, είναι ουσιαστική (3.42.102). Οι κατηγορίες για δωροδοκία εμποδίζουν τους πολιτικούς να χάσουν με αξιοπρέπεια, αποτρέποντας ακόμη και τους τίμιους από το να εκφρασθούν (3-42.3-4). Όταν η αποτυχία δεν τιμωρείται με δυσμένεια, οι πολιτικοί θα αισθάνονται λιγότερο τον πειρασμό να χρησιμοποιούν κολακείες ή να επιχειρηματολογούν αντίθετα προς την ίδια τους την πεποίθηση (3-42.5-6). Όπως έχουν τα πράγματα, οι ομιλητές οι οποίοι έχουν να προσφέρουν συνετές συμβουλές πρέπει να καταφύγουν σε ψέματα για να τους πιστέψουν περισσότερο από αυτούς οι οποίοι υποστηρίζουν τερατώδη μέτρα (3.43.1-3).
Είναι όμως ανάγκη, σ’ εξαιρετικές περιστάσεις, όπως στην σημερινή, ν’ απαι- τείται από εμάς τους ρήτορες να δείχνουμε μεγαλύτερη οξυδέρκεια από σας που δεν έχετε καιρό να μελετάτε τα ζητήματα. Εμείς, άλλωστε, που σας μιλούμε έχομε ευθύνη, ενώ εσείς μας ακούτε χωρίς ν’ αναλαμβάνετε ευθύνη. Αν όσοι δίνουν συμβουλές και όσοι τις ακολουθούν κινδύνευαν να τιμωρηθούν το ίδιο, τότε θα κρίνατε με πολύ περισσότερη σωφροσύνη (43.4-5).
Μας υπενθυμίζει την αντίδραση των Αθηναίων στην είδηση για τη Σικελική καταστροφή: ‘(ενν. οι άνθρωποι) αρνιόνταν για αρκετό καιρό να πιστέψουν… Όταν πια το παραδέχτηκαν, έστρεψαν όλον τους τον θυμό εναντίον των ρητόρων που τους είχαν παρακινήσει να κάνουν την εκστρατεία – σαν να μην είχαν οι ίδιοι ψηφίσει να γίνει’ (8.1.1). Γενικά, συνεπώς και οι δύο ομιλητές παραδέχονται το γεγονός ότι στην πολιτική πραγματικότητα, ιδίως υπό την πίεση του πολέμου, το ιδανικό το οποίο περιέγραψε ο Περικλής δεν ισχύει.
Ο Κλέων, που ηττάται στην πολιτική αυτή μάχη, επικρατεί στην επόμενη με αρνητικά αποτελέσματα. Οι συζητήσεις για την εκστρατεία στην Πύλο και την πρόταση της Σπάρτης για ειρήνη το 425/4 αποκαλύπτουν ακόμη περισσότερο τις αδυναμίες της δημοκρατικής διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Αντιμέτωποι με την επιλογή μεταξύ μετριοπάθειας με ειρήνη (4.17-20) και πλεονεξίας με περισσότερο πόλεμο, οι Αθηναίοι, πιστοί στον εθνικό χαρακτήρα τους, υιοθετούν την φιλοπόλεμη πολιτική του Κλέωνα (4.21-22), ακόμη μάλιστα περισσότερο μετά την απρόσμενη επιτυχία του (4.41.3-4).
Επιπλέον η συνέλευση λαμβάνει μια σημαντική στρατηγική απόφαση σε κατάσταση συναισθηματικής έξαψης και δίχως καμιά λογική συζήτηση, εμπιστευόμενη την ηγεσία μιας σημαντικής εκστρατείας σε έναν άνδρα χωρίς στρατιωτικά διαπιστευτήρια. Ο Κλέων προκαλεί αντιπαράθεση με τον Νικία με αβάσιμες προσωπικές επιθέσεις και με αλαζονικό κομπασμό για την ικανότητά του να φέρει σε πέρας την εκστρατεία (4.27.3-5). Υποστηριζόμενος από διάφορες φωνές στη συνέλευση, ο Νικίας τον προκαλεί να κάνει πράξη τα λόγια του (4.28.1). Όταν ο Κλέων προσπαθεί να υπαναχωρήσει, ο Νικίας του προσφέρει τη στρατηγία που είχε ανατεθεί στον ίδιο. ‘Και τότε, όπως συνηθίζει να κάνει ο όχλος, όσο προσπαθούσε ο Κλέων να αποφύγει την στρατηγία, ανακαλώντας τα όσα είχε πει, τόσο παρακινούσαν τον Νικία να του παραδώσει το αξίωμά του και φώναζαν του Κλέωνα να φύγει στην εκστρατεία. Έτσι, μη έχοντας τρόπο να ξεφύγει από τα όσα ο ίδιος είχε πει, δέχτηκε να φύγει’ (4.28.3-4). Αυτήν τη φορά τα πράγματα εξελίσσονται, αίσια, αλλά το 415 οι. Αθηναίοι λαμβάνουν μια άλλη σημαντική απόφαση σε παρόμοια κατάσταση έντονων συναισθημάτων και ενθουσιασμού, και αυτή η απόφαση θα οδηγήσει στην καταστροφή.
Οι φιλοδοξίες των Αθηναίων για τη Σικελία έχουν προϊστορία. Μια πρώτη εκστρατεία, η οποία επιχειρήθηκε το 427-24 με αστείες προφάσεις, είχε ως στόχο να θέσει υπό έλεγχο το νησί (3.86, 1115). Αντιμέτωποι με την εξωτερική αυτή παρέμβαση, οι Έλληνες της Σικελίας διευθέτησαν απρόσμενα τις διαφορές τους (4.58-65). Μην έχοντας λόγους για περαιτέρω παρεμβάσεις, ο Αθηναϊκός στόλος επέστρεψε. Παρ’ όλα αυτά, οι στρατηγοί τιμωρήθηκαν, επειδή δήθεν ‘αυτοί με την κατηγορία ότι, ενώ μπορούσαν να υποτάξουν την Σικελία, δωροδοκήθηκαν κ’ έφυγαν’ (4.65.3). Με εκφράσεις οι οποίες μας κάνουν να θυμηθούμε την περιγραφή του Αθηναϊκού χαρακτήρα, ο Θουκυδίδης σχολιάζει:
Ήταν τόση η πεποίθησή τους ότι κάθε επιχείρησή τους θα πετύχαινε, ώστε δεν μπορούσαν ν’ ανεχθούν καμιά αποτυχία. Είχαν την αξίωση να έχουν παντού επιτυχίες και στα όσα ήταν δυνατά και στα εξαιρετικά δύσκολα εγχειρήματα, ανεξάρτητα από το αν είχαν κάνει τις ετοιμασίες τους όπως έπρεπε ή όχι. Η αιτία ήταν οι πολλές κι απροσδόκητες επιτυχίες τους που τους είχαν δημιουργήσει μεγάλες ελπίδες. (4.65.4)
Την άνοιξη του 415 οι Αθηναίοι αποφάσισαν να στείλουν μια μεγάλη εκστρατευτική δύναμη στη Σικελία. Στόχος της ήταν να υποστηρίξει τους συμμάχους της Αθήνας εναντίον των εχθρών τους και να προωθήσει εν γένει τα Αθηναϊκά συμφέροντα (6.8.2). Κατά τη γνώμη του Θουκυδίδη πραγματικός σκοπός ήταν η κατάχτηση του νησιού (6.6.1, 6.8.4), οι Αθηναίοι όμως ενεργούσαν χωρίς ακριβή γνώση της Σικελίας και του μεγέθους του εγχειρήματος τους (6.1.1, 6.6.1), ενώ είχαν ελλιπείς πληροφορίες για τους πόρους των συμμάχων τους (6.8.2).
Μια πρώτη συνέλευση ψηφίζει υπέρ της εκστρατείας και ορίζει τρεις στρατηγούς, μεταξύ των οποίων τον Νικία και τον Αλκιβιάδη. Μια δεύτερη συνέλευση, η οποία συγκαλείται για να προσδιορίσει τα απαραίτητα στρατιωτικά μέσα, ακούει την έκκληση του Νικία να ξανασκεφθούν την απόφαση, την έκκληση του Αλκιβιάδη να την επικυρώσουν και την τελευταία προσπάθεια του Νικία, ο οποίος επιχειρεί να ακυρώσει την απόφαση, ζητώντας πολύ περισσότερα μέσα. Ο Νικίας αναφέρεται κατά λέξη στον συλλογικό χαρακτήρα των Αθηναίων (τρόποι): ‘Ξέρω καλά ότι με την ιδιοσυγκρασία σας τα λόγια μου δεν θα είχαν κανένα αποτέλεσμα αν σας προέτρεπα να φροντίσετε να διατηρήσετε τα όσα έχετε και να μην ριψοκινδυνεύσετε τα έτοιμα για αβέβαια και μελλοντικά πράγματα’ (6.9.3). Παρ’ όλα αυτά ο Νικίας υπογραμμίζει τις δυσκολίες που θα συναντήσει η εκστρατεία, προκειμένου να αποφευχθεί ιιια βεβιασμένη απόφαση και η συνέλευση να αναγκαστεί να ξανασκεφθεί την όλη κατάσταση προσεκτικά, θέτοντας υπό έλεγχο τα συναισθήματα. Η ἀπραγμοσύνη είναι καλύτερη σε αυτήν την περίπτωση από την πολυπραγμοσύνην, η πρόνοια προτιμότερη από τον ενθουσιασμό, την ἐπιθυμίαν και την πλεονεξίαν. Χαρακτηριστικά, κάνει έκκληση στους πρεσβύτερους πολίτες ‘όσοι τυχαίνει να κάθονται κοντά σε κανέναν απ’ αυτούς, να μη νομίσουν ότι θα είναι ντροπή γι’ αυτούς ή ότι θα φανούν δειλοί αν ψηφίσουν εναντίον του πολέμου. Και τους παρακαλώ να μην κυριευτούν από επικίνδυνο πόθο για μακρινούς σκοπούς’ (6.13.1). Και όμως αυτό ακριβώς συμβαίνει:
Τόσα είπε ο Νικίας ο οποίος νόμιζε ότι, ζητώντας τόσα πολλά, ή θ’ απέτρεπε τους Αθηναίους από την εκστρατεία ή, αν αναγκαζόταν να εκστρατεύσει, θ’ αναλάμβανε το εγχείρημα έχοντας την μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια. Οι Αθηναίοι, όμως, δεν αποθαρρύνθηκαν με τις δυσκολίες της προετοιμασίας αλλά, αντίθετα, ο ενθουσιασμός τους μεγάλωσε και το αποτέλεσμα ήταν το αντίθετο από εκείνο που περίμενε ο Νικίας. Οι Αθηναίοι θεώρησαν ότι οι συμβουλές του ήταν σωστές και ότι η εκστρατεία θα είχε μεγαλύτερη ασφάλεια. Όλους τους έπιασε μεγάλη επιθυμία να φύγουν στην εκστρατεία. Τους πιο ηλικιωμένους επειδή νόμιζαν ότι θα κατακτήσουν την Σικελία ή ότι τουλάχιστον δεν διατρέχαν κίνδυνο με τόσο μεγάλες δυνάμεις. Τους νεώτερους επειδή είχαν την επιθυμία να δουν τον μακρινό αυτόν τόπο και να τον γνωρίσουν, αλλά κ’ επειδή ήσαν βέβαιοι ότι θα γυρίσουν. Το πλήθος οι στρατιώτες επειδή θα έπαιρναν μισθούς αμέσως κ’ επειδή με την επέκταση της κυριαρχίας θα εξασφάλιζαν για πάντα την μισοφόρια. Έτσι, εξαιτίας του γενικού ενθουσιασμού, ακόμα κ’ εκείνοι που διαφωνούσαν σώπαιναν, από φόβο μήπως, καταψηφίζοντας, θεωρηθούν κακοί πατριώτες (6.24).
Έτσι ο ἔρως και η πλεονεξία υπερισχύουν: οι Αθηναίοι ενεργούν σύμφωνα με τον χαρακτήρα τους, ιδιαιτέρως όταν ο Αλκιβιάδης τους προτρέπει προς αυτήν την κατεύθυνση, εκμεταλλευόμενος ακριβώς αυτές τις γνωστές τους τάσεις:
Δεν μπορούμε να καθορίζουμε αυστηρά, σαν να ήταν διαχείριση, τα όρια της ηγεμονίας μας, αλλά είμαστε αναγκασμένοι, αφού βρισκόμαστε σ’ αυτήν την θέση, ν’ απειλούμε μερικούς ή να μην υποχωρούμε απέναντι άλλων, αφού ο κίνδυνος για μας είναι να υπαχθούμε υπό την ηγεμονία άλλων, αν δεν την ασκούμε εμείς στους άλλους. Δεν σας επιτρέπεται, εσάς, να έχετε την ίδια αντίληψη περί ησυχίας που έχουν άλλοι λαοί, αν οι επιδιώξεις σας δεν είναι όμοιες με τις δικές τους (6.18.3).
Η προδιάθεση του χαρακτήρα όπως και η πολιτική αναγκαιότητα ωθούν έτσι τους Αθηναίους σε ένα περαιτέρω επεκτατικό βήμα. Ούτε οι ενδεχόμενοι κίνδυνοι ούτε τα υπέρογκα στρατιωτικά μέσα που είναι αναγκαία για να αντιμετωπισθούν αυτοί οι κίνδυνοι και που προσδιόρισε επακριβώς ο Νικίας (6.19.20- 23) δεν είναι σε θέση να αποθαρρύνουν και να σταματήσουν τον ενθουσιασμό και το πάθος τους (6.24-26).
Αυτοί οι ίδιοι οι Αθηναίοι επίσης αντιδρούν συναισθηματικά σε θρησκευτικά σκάνδαλα, για τα οποία υπεύθυνοι είναι προφανώς νέοι αριστοκράτες και τα οποία ερμηνεύονται ως ‘κακό σημάδι για την εκστρατεία και θεωρούνται ότι ‘ήταν εκδήλωση συνωμοσίας για να γίνει επανάσταση και ν’ ανατραπεί η δημοκρατία’ (6.27.3, 6.28.2). Η όλη υπόθεση διογκώνεται πέραν κάθε μέτρου με πολιτικές αντιπαλότητες και δυσπιστία προς τον Αλκιβιάδη (6.28.2) και – σύμφωνα με τον Θουκυδίδη – με κακούς χειρισμούς μέσα σε μια ατμόσφαιρα γενικευμένης καχυποψίας και κυνηγιού μαγισσών, που στρέφεται εναντίον αριστοκρατικών κύκλων (6.53, 6.60).[31]
Οι ηγέτες: Με τον Περικλή ο Θουκυδίδης μας προσφέρει το πορτρέτο του ιδανικού δημοκρατικού πολιτικού. Είναι ικανότατος και στα λόγια και στην πράξη (1.139.4) και θυμίζει το ηρωικό ιδανικό: μύθων τε ρητῆρ’ ἔμεναι πρηκτῆρά τε ἔργων (I 443). Η παραδοσιακή Ελληνική έννοια της ηγεσίας συνέδεε την πολιτική με τη στρατιωτική ικανότητα- ο Κλέων είναι ένας από τους πρώτους πολιτικούς οι οποίοι ήταν, τουλάχιστον κατ’ αρχήν, μόνο ρήτορες.[32] Ο Θουκυδίδης περιγράφει περιληπτικά την ηγεσία του Περικλή ως εξής:
Όσο είχε κυβερνήσει την πολιτεία σε καιρό ειρήνης, είχε δείξει μεγάλη σωφροσύνη και είχε διαφυλάξει την ασφάλεια της πολιτείας, η οποία υπό την ηγεσία του είχε γίνει πολύ ισχυρή… Αυτό εξηγείται επειδή ο Περικλής είχε μεγάλο κύρος και μεγάλες ικανότητες και αποδείχτηκε φανερότατα ανώτερος χρημάτων. Ήταν, γι’ αυτό, σε θέση να συγκρατεί τον λαό χωρίς να περιορίζει την ελευθερία του. Δεν παρασυρόταν από τον λαό, αλλά εκείνος τον καθοδηγούσε. Δεν προσπαθούσε ν’ αποκτήσει επιρροή με παράνομα μέσα και δεν κολάκευε το πλήθος με ρητορείες, και είχε τόσο μεγάλο κύρος, ώστε μπορούσε να τους εναντιωθεί και να προκαλέσει την οργή τους. Όταν καταλάβαινε ότι οι συμπολίτες του, από υπεροψία, γίνονταν υπερβολικά τολμηροί, ενώ δεν το επιτρέπαν οι περιστάσεις, τους συγκρατούσε φοβίζοντάς τους με τα λόγια του κι όταν τους έβλεπε φοβισμένους χωρίς λόγο τους έδινε θάρρος. (2.65-5, 8-9)
Το ύφος του Θουκυδίδη είναι πυκνό και περίπλοκο, και το πορτρέτο του Περικλή ασφαλώς εξιδανικευμένο.[33] Ωστόσο, αυτό το χωρίο περιέχει τον κατάλογο των ικανοτήτων που έπρεπε κατά τη γνώμη του να διαθέτει ένας δημοκρατικός ηγέτης: σύνεση, ευφυΐα, προγνωστική ικανότητα και βαθειά γνώση, προσωπική διάκριση και χάρισμα, απόλυτη ακεραιότητα, αυστηρότητα στις σχέσεις του με τον δήμο, έλλειψη υπέρμετρης φιλοδοξίας και κατ’ αυτόν τον τρόπον ανεξαρτησία, η οποία τον καθιστά ικανό να αντιτεθεί στα πάθη του πλήθους, το θάρρος να προκαλεί ακόμη και θυμό, περιφρόνηση της κολακείας και την ικανότητα να εξισορροπεί τα ακραία συναισθήματα του όχλου. Ο Νικίας του Θουκυδίδη δείχνει μερικές από αυτές τις ικανότητες, αλλά του λείπει το χάρισμα του Περικλή και η ρητορική του ικανότητα – και τα δύο βρίσκονται σε αφθονία στον αντίπαλό του, τον Αλκιβιάδη, του οποίου αντιθέτως του λείπουν η ακεραιότητα και η σύνεση. Η επιτυχία του Περικλή βασίζεται ακριβώς στη σοφία και το χάρισμα που διαθέτει, ενώ η λανθασμένη απόφαση για τη Σικελική εκστρατεία οφείλεται στη σύγκρουση δύο ηγετών από τους οποίους ο καθένας διαθέτει μόνο τις μισές ικανότητες – και σε τέτοιες συγκρούσεις κατά κανόνα το χάρισμα επικρατεί της σοφίας.
Ο Περικλής ηγείται μιας κατ’ όνομα δημοκρατίας, αλλά ουσιαστικά ηγείται των Αθηναίων ως ο ‘πρώτος άνδρας’ (2.65.9). Ο Θουκυδίδης αποδίδει τις Αθηναϊκές αποτυχίες στον πόλεμο αποκλειστικά στα κίνητρα και την πολιτική των διαδόχων του Περικλή. Παραβιάζουν την προσεκτική του στρατηγική, η οποία βασίζεται στη σύνεση και την πειθαρχία, σπαταλούν τους πόρους της πόλης και φέρονται με κίνητρο τις προσωπικές φιλοδοξίες και την πλεονεξία, ενώ επιδιώκουν την προσωπική τιμή και πλεονεκτήματα και όχι το κοινό καλό, παρασύροντας ολόκληρη την κοινότητα στην αποτυχία τους (2.65.7). Τα ίδια κίνητρα (τιμή, οφέλη, αλλά και φόβος) κρύβονται πίσω από τη συλλογική ιμπεριαλιστική πολιτική των Αθηναίων (1.75.3,1.76.2)· ό, τι όμως επιτυγχάνει η πόλη ως σύνολο ενισχύει την ενότητά της, ενώ η αναζήτηση των ίδιων στόχων από μεμονωμένα άτομα τη διχάζει. Ο Θουκυδίδης βλέπει εδώ το κύριο πρόβλημα: Όι διάδοχοί του (ενν. του Περικλή) ήταν ίσης αξίας μεταξύ τους κι ο καθένας τους, έχοντας την φιλοδοξία να επικρατήσει εκείνος, κολάκευε το πλήθος στο οποίο έτσι παραδόθηκε η πρωτοβουλία για τις δημόσιες υποθέσεις’ (2.65.10). Σε μια ιμπεριαλιστική πόλη αυτό οδηγεί αναπόφευκτα σε πολιτικά λάθη, μεταξύ των οποίων το χειρότερο ήταν η Σικελική Εκστρατεία (2.65.11). Προσπαθώντας να βλάψει ο ένας τον άλλον στη διαμάχη για πολιτική κυριαρχία, οι πολιτικοί αποτυγχάνουν να υποστηρίξουν ενωμένοι την εκστρατεία αυτή (2.65.11). Ωστόσο, παρ’ όλα τα λάθη τους, οι Αθηναίοι είχαν τη δυνατότητα να επικρατήσουν στον πόλεμο. ‘Και δεν νικήθηκαν παρά μόνο όταν εξαντλήθηκαν απ’ τον εσωτερικό σπαραγμό’ (2.65-12).
Σε μια προσπάθεια να επικεντρωθεί στα βασικά στοιχεία της αθηναϊκής πολιτικής ο Θουκυδίδης προφανώς υπερβάλλει. Ωστόσο, θεμελιώνει την άποψή του προσεκτικά με την πρόοδο του πολέμου, ο οποίος καθιστά αναγκαία τη λήψη σοβαρών αποφάσεων. Στο πλαίσιο της συζήτησης για τη Μυτιλήνη (βλ. το προηγούμενο κεφάλαιο) εστιάζει στις επιπτώσεις που έχουν οι συνήθειες του δήμου στους δημοκρατικούς ηγέτες. Ενώπιον ενός δήμου ο οποίος ενδιαφέρεται περισσότερο για τη ρητορική δεινότητα παρά για την πολιτική ουσία και πέφτει εύκολα θύμα εξαπάτησης, οι πολιτικοί, στον ανηλεή ανταγωνισμό τους, σκορπίζουν κατηγορίες για δωροδοκία, προωθούν μεγαλεπήβολα σχέδια, κολακεύουν τον κόσμο, μιλούν αντίθετα προς τις πεποιθήσεις τους και υποστηρίζουν ό,τι χρειάζεται για να επικρατήσουν (3-37-38, 3.42-43).
Η πρώτη περίπτωση στην οποία αυτές οι προϋποθέσεις καταλήγουν στη λήψη μιας εσφαλμένης πολιτικής απόφασης αφορά την εκστρατεία της Πύλου. Η θαρραλέα στρατηγική ενός Αθηναίου στρατηγού εγκλώβισε μια ισχυρή εχθρική δύναμη και εξανάγκασε με αυτόν τον τρόπο τη Σπάρτη να αρχίσει ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις (4.1-16). Η Σπάρτη προσφέρει ‘ειρήνη, συμμαχία, φιλικές και σχέσεις καλής γειτονίας’ ως αντάλλαγμα για τους εγκλωβισμένους οπλίτες της (4.19.1). Η στρατηγική του Περικλή είχε ως σκοπό να πείσει την Σπάρτη για τη ματαιότητα του πολέμου.[34] Στο σχέδιό του η ειρήνη με διατήρηση του status quo ante ισοδυναμούσε με νίκη των Αθηναίων. Ο Κλέων εκφράζει τη διαφωνία του. Έχει το θάρρος να αντιταχθεί στον δήμο και να τον επιπλήξει (3-37), αλλά εδώ υποστηρίζει την πλεονεξία των Αθηναίων, την αλαζονεία και την υπερβολική αυτοπεποίθησή τους, κάνοντάς τους να πιστέψουν ότι, έχοντας στη διάθεσή τους αιχμαλώτους, είναι σε θέση να συνομολογήσουν την ειρήνη, όποτε θέλουν αυτοί (4.21.2). Η επίμονη επιχειρηματολογία του οδηγεί στην αποτυχία των διαπραγματεύσεων, διότι οι Σπαρτιάτες είναι βέβαιοι ότι δεν θα μπορέσουν ‘να πείσουν τους Αθηναίους να δεχτούν όρους επιεικείς’ (4.22).
Σε ένα κωμικό επεισόδιο ο Κλέων, φοβούμενος ότι θα χάσει τη δημοτικότητά του εξαιτίας του ρόλου του στην αποτυχία των διαπραγματεύσεων, αναλαμβάνει την πρωτοβουλία και αναγκάζεται τελικά να τεθεί ο ίδιος επικεφαλής στην επιχείρηση της Πύλου (4.27-28, βλ. παραπάνω). Παρά κάθε λογική πρόβλεψη φέρει σε αίσιο πέρας την εκστρατεία, επιστρέφει στην Αθήνα θριαμβευτής και αποκτά μεγαλύτερη επιρροή (4.29-39). Το αποτέλεσμα είναι ότι οι Αθηναίοι πλέον, καθώς ‘ήθελαν να επεκτείνουν τα πλεονεκτήματά τους όσο το δυνατόν περισσότερο’, απορρίπτουν κατ’ επανάληψη τις ειρηνευτικές προτάσεις των Σπαρτιατών (4.41.3-4). Η ειρήνη θα καταστεί ουσιαστικά δυνατή μόνο μετά τον θάνατο του Κλέωνα. Η Αθήνα θα επιβιώσει τα πρώτα δέκα έτη του πολέμου εξουθενωμένη, αλλά χωρίς ουσιαστικές απώλειες. Στο τελευταίο μέρος του πολέμου, το οποίο δεν εξιστορείται από τον Θουκυδίδη, η εγωιστική αδιαλλαξία ενός άλλου πολεμοκάπηλου δημαγωγού, του Κλεοφώντα, θα διασπαθίσει περισσότερες ευκαιρίες για ειρήνη και θα οδηγήσει στην ήττα και στη σχεδόν πλήρη καταστροφή των Αθηνών.
Η συζήτηση για τη Σικελική Εκστρατεία φέρνει αντιμέτωπους δύο ηγέτες με ριζικά διαφορετικό ύφος. Ο ένας είναι ο Νικίας, ο αντίπαλος του Κλέωνα, ο αρχιτέκτονας της ειρήνης του 421, ένας συνετός πολιτικός. Επελέγη παρά την επιθυμία του να ηγηθεί της εκστρατείας, την οποία θεωρεί σοβαρό σφάλμα (6.8.4). Όπως και ο Περικλής, ο Νικίας δεν επιδιώκει την εξουσία με κάθε αντίτιμο και τολμά να αντιπαρατεθεί στην κοινή γνώμη: ‘Και στο παρελθόν ποτέ οι τιμές τις οποίες μου έκαναν δεν μ’ εμπόδισαν να μιλήσω κατά τις πεποιθήσεις μου, και ούτε τώρα θα πω τίποτε άλλο από εκείνο που πιστεύω ότι είναι καλύτερο’ (6.9.2). Η συμβουλή του (6.10-11) ακολουθεί τη συντηρητική πολεμική στρατηγική του Περικλή. Προειδοποιεί τη συνέλευση να μη βιαστεί να υιοθετήσει τα εγωιστικά σχέδια υπερφιλόδοξων και θερμόαιμων νεαρών (12.2) και κάνει έκκληση προς τους πρεσβύτερους να σκεφθούν λογικά και να προστατεύουν την πόλη από σοβαρούς κινδύνους (13.1-14).
Ο αντίπαλός του, ο Αλκιβιάδης, νέος, γοητευτικός και λαμπρός έχει ως κίνητρο την επιθυμία όχι μόνο να νικήσει τον αντίπαλό του, τον Νικία, και να αποκρούσει τις επιθέσεις εναντίον του προσώπου του, αλλά να κερδίσει πλούτο και τιμές κατακτώντας τη Σικελία και τη Καρχηδόνα (6.90.2-3), ώστε να τροφοδοτήσει με αυτόν τον τρόπον τις σπατάλες και να ικανοποιήσει τα πάθη του. Παρόλο που είναι ιδιαιτέρως ταλαντούχος και έχει μια επιτυχημένη δημόσια σταδιοδρομία, η προσωπικότητά του, η υπέρμετρη φιλοδοξία και ο επιδεικτικός τρόπος ζωής του δημιουργούν εντάσεις οι οποίες κατά την άποψη του Θουκυδίδη συμβάλλουν αποφασιστικά στην ήττα των Αθηναίων. ‘Γιατί το πλήθος του λαού φοβήθηκε την περιφρόνηση που έδειχνε για τους νόμους στην ιδιωτική του ζωή, καθώς και την παρατολμία που έδειχνε σε όποια επιχείρηση αναλάμβανε. Νόμισαν ότι επιδίωξή του ήταν να γίνει τύραννος και έγιναν εχθροί του’ (6.15). Σε έντονη αντίθεση προς τον Περικλή και τις τελευταίες τάσεις των δημαγωγών,[35] ο Αλκιβιάδης προσπαθεί να συνδυάσει την αριστοκρατική επίδειξη (6.16) με τη δημοκρατική ηγεσία και έτσι γίνεται διχαστικός και ευάλωτος. Η υποτιθεμένη ανάμειξή του σε θρησκευτικά σκάνδαλα που προκάλεσαν υποψίες για ολιγαρχική συνομωσία (6.27-28, 6.53, 6.60) προσφέρει στους εχθρούς του μια ευκαιρία· πολύ σύντομα κατορθώνουν να τον ανακαλέσουν από τη Σικελία και έτσι τον υποχρεώνουν να αυτομολήσει στους Σπαρτιάτες (6.29, 6.53,6.61).
Ερχόμενος σε αντίθεση με την ψύχραιμη εκτίμηση των εχθρικών δυνάμεων και την έκκληση για σύνεση στις οποίες προβαίνει ο Νικίας, ο Αλκιβιάδης υποβαθμίζει τους κατοίκους της Σικελίας και την πολεμική τους ικανότητα. Αγνοώντας την εμπειρία μιας προηγουμένης εκστρατείας (4.58-65, βλ. παραπάνω), τους παρουσιάζει διηρημένους και ανίκανους να ενωθούν για να υπηρετήσουν έναν κοινό σκοπό. Με επιφανειακά επιχειρήματα απορρίπτει τις προειδοποιήσεις για τους κινδύνους στο εσωτερικό μέτωπο (6.17). Περισσότερο από όλα εκμεταλλεύεται όλες τις πλευρές του χαρακτήρα των Αθηναίων (6.18, βλ. παραπάνω). Το αποτέλεσμα: ‘οι Αθηναίοι … είχαν τώρα πολύ περισσότερο ενθουσιασμό για την εκστρατεία παρά πριν’, ενώ ο Νικίας αποτυγχάνει ακόμη και στην τελευταία του προσπάθεια να τους αποτρέψει.
Συμπέρασμα: Η ανάλυση του Θουκυδίδη είναι συνεπής. Ο συλλογικός χαρακτήρας των Αθηναίων, όπως σκιαγραφείται από τον εχθρό (1.70), κυριαρχεί με όλο και πιο επιζήμιο τρόπο, όσο περισσότερο διαρκεί ο πόλεμος και όσο περισσότερο επεκτείνεται. Η εξιδανικευμένη εικόνα της κοινότητας των Αθηναίων πολιτών στον Επιτάφιο του Περικλή υπονομεύεται από τις συνέπειες του λοιμού· με τον τρόπο αυτόν αποκαλύπτεται ως αυταπάτη ή ιδεολογικό κατασκεύασμα. Τείνοντας προς την πολυπραγμοσύνη και την πλεονεξία, οι Αθηναίοι επηρεάζονται εύκολα από φιλόδοξους δημαγωγούς, οι οποίοι συναγωνίζονται μεταξύ τους για τα πρωτεία. Σε αυτήν την ατμόσφαιρα, η λογική, η μετριοπάθεια και η σύνεση γίνονται θύματα των συναισθημάτων, των παράλογων αποφάσεων και της μαζικής υστερίας. Ο δήμος είναι ευμετάβλητος και επιρρεπής σε υπεραντίδραση στις επιτυχίες, τις αποτυχίες και τις απειλές, είτε πραγματικές είτε υποτιθέμενες, παρακολουθεί τους ανταγωνισμούς βυθισμένος σε μια έκσταση, αντιδρώντας σε αυτούς με ενθουσιασμό όπως ένας διαιτητής σε έναν αγώνα του πνεύματος και όχι ως το σώμα που κυβερνά μια άρχουσα πόλη. Εγκαταλείποντας την ευθύνη για τις αποφάσεις στους ηγέτες του ο δήμος αποδεικνύεται τελικά – όχι μόνον, όπως ισχυρίζεται ο Κλέων – ανίκανος να διοικεί μια αυτοκρατορία ακολουθώντας σταθερή πολιτική, αλλά ανίκανος να διοικεί εν γένει (πρβλ. Ευρ. Ικέτ. 417-8, Ηρόδ. 3-81.2).
Ο ίδιος ο Περικλής, ο ιδανικός πολιτικός, φαίνεται να αποτελεί μια σπάνια εξαίρεση. Κανείς από τους διαδόχους του δεν διαθέτει τον συνδυασμό των ηγετικών ικανοτήτων οι οποίες του εξασφάλισαν τη μακρόχρονη παραμονή στην εξουσία. Αυτοί οι οποίοι ακολουθούν το παράδειγμά του ίσως γνωρίζουν προς στιγμή τη νίκη (π.χ. ο Διόδοτος), αλλά, μη διαθέτοντας το χάρισμά του και την δύναμη πειθούς του (παράδειγμα αποτελεί ο Νικίας), χάνουν από δημαγωγούς με ισχυρές προσωπικότητες (όπως είναι ο Κλέων) ή που γοητεύουν τις μάζες (όπως ο Αλκιβιάδης) και οι οποίοι εφαρμόζουν ιμπεριαλιστικά σχέδια προς το συμφέρον τους. Ακόμη και εάν είναι υπερβολική, η συνοπτική εκτίμηση του Θουκυδίδη (2.65) επιβεβαιώνεται πλήρως από τα μεταγενέστερα γεγονότα.
Αυτή η εκτίμηση οδηγεί στο εξής παράδοξο συμπέρασμα (65.9): η δημοκρατία λειτουργεί καλά μόνον όταν είναι κατ’ όνομα (λόγω), δηλαδή όταν ο δήμος ουσιαστικά (εργω) παραδίδει την αρχήν σε έναν δυναμικό ηγέτη, τον πρώτον άνδρα. Αυτό το συμπέρασμα βασίζεται στην κατανόηση εκ μέρους του ιστορικού μιας θεμελιώδους αντίφασης: η δημοκρατία χρειάζεται ισχυρή ηγεσία για να ακολουθήσει μια υγιή και συνεπή πολιτική και να κρατήσει τον όχλο υπό έλεγχο, αλλά επειδή έχει εμμονή με την ισότητα, δεν αποδέχεται εύκολα μια ισχυρή ηγεσία. Ο Περικλής κατορθώνει να άρει αυτήν την αντίφαση (όπως μαθαίνουμε από τις πηγές οι οποίες στρέφουν την προσοχή τους σε πλευρές που παραλείπει ο Θουκυδίδης), διότι αποφεύγει την επίδειξη, κρατά χαμηλούς τόνους, και, παρ’ όλη την εξουσία που διαθέτει, ενεργεί ως ίσος προς ίσον (Πλούταρχος, Περ. 7).[36] Ο Αλκιβιάδης, παρόλο που διαθέτει το χάρισμα και την ίδια σπάνια ικανότητα να ελέγχει το πλήθος (8.86.5), αποτυγχάνει σε αυτήν την πρόκληση, ακριβώς επειδή αγαπά την επίδειξη, κρατά υψηλούς τόνους και – όπως πολλοί νέοι αριστοκράτες της εποχής εκείνης[37] – ουσιαστικά αρνεί- ται να αποδεχθεί τη δημοκρατική ισότητα (6.15-16).
Κριτική και αντίθεση
Ας επαναλάβουμε: η εικόνα που προσφέρει ο Θουκυδίδης τονίζει προφανώς υπερβολικά και τα θετικά και τα αρνητικά σημεία. Τη συμμερίζονταν όμως οι σύγχρονοί του, των οποίων τις φωνές ακούμε ακόμη.[38] Δεν θα αναφέρω παρά μόνο μερικά παραδείγματα. Τις Ιστορίες του ο Ηρόδοτος τις τελειώνει πριν υλοποιηθεί πλήρως η δημοκρατία. Παρ’ όλα αυτά ο χαρακτηρισμός του Αθηναϊκού δήμου ακολουθεί ένα συνεπές σχήμα. Μολονότι έχουν τη φήμη ότι είναι οι ευφυέστεροι μεταξύ των Ελλήνων (1.60.3) και είναι πραγματικά αρκετά ευφυείς ώστε να αποδεχθούν την ερμηνεία του Θεμιστοκλή σχετικά με τον χρησμό για τα ξύλινα τείχη (7.141-143), εξαπατώνται δύο φορές από τα τεχνάσματα του Πεισίστρατου (1.59.4-1.60). Ο Αρισταγόρας ο Μιλήσιος, δίνοντας διάφορες υποσχέσεις, κατορθώνει ευκολότερα να πείσει 30.000 Αθηναίους από έναν Σπαρτιάτη και να τους κάνει να αναλάβουν μια εκστρατεία με αμφίβολες προοπτικές (5.97). Μολονότι τηρούν την αρχή της ἰσηγορίας (5.78), οι Αθηναίοι λιθοβολούν μέχρι θανάτου έναν διαφωνούντα (9.4-5). Στους Ιππείς ο Αριστοφάνης παρωδεί ανελέητα τον αδίστακτο ανταγωνισμό των δημαγωγών για την εύνοια του δήμου. Μολονότι τελικά αποκαλύπτεται ότι ο δήμος χρησιμοποιεί τους δημαγωγούς προς το συμφέρον του, αυτό είναι αναγκαίο για να αποκαταστήσει την ισορροπία σε μια αρνητική εικόνα μεγάλης αφέλειας, προσθέτει όμως άλλα αρνητικά χαρακτηριστικά: εγωκεντρική σπατάλη, πλεονεξία και ασυγκράτητη εκμετάλλευση των άλλων. Άλλα έργα (ιδίως οι Σφήκες και η Λυσιστράτη) προσφέρουν επίσης μια συντριπτική κριτική κατά των δημαγωγών και του δήμου. Ο Ευριπίδης εισάγει παρόμοιες ιστορίες σε διάφορα έργα του, βάζοντας τα πρόσωπα των τραγωδιών του να μιλούν και να επικρατούν στη συνέλευση (Ορ. 884-945) ή καταδικάζοντας τους άβουλους δημαγωγούς, οι οποίοι θωπεύουν τις ιδιοτροπίες των μαζών (Εκ. 130-33, 254-57).
Στις συζητήσεις περί πολιτεύματος που απαντούν στον Ηρόδοτο (3.80-82) και τον Ευριπίδη (Ικέτ. 403-41) και που αντανακλούν τις έντονες συζητήσεις της εποχής τους για τα υπέρ και τα κατά της δημοκρατίας,[39] οι υποστηρικτές της δημοκρατίας επιμένουν σε θεσμικές εγγυήσεις και αξίες (ελευθερία και ισότητα), αλλά αποτυγχάνουν να αποκρούσουν τις επιθέσεις για την έλλειψη προσωπικών ικανοτήτων εκ μέρους των μέσων πολιτών.
Δεν υπάρχει τίποτε πιο ασύνετο και πιο αλαζονικό από ένα απαίδευτο πλήθος. Είναι αδύνατον να υποστηριχθεί ότι για ν’ αποφύγουμε την αλαζονεία ενός τυράννου πρέπει να πέσουμε στην αχαλίνωτη αλαζονεία του πλήθους. Ο τύραννος ό, τι κάνει το κάνει ενσυνείδητα, ενώ το πλήθος ούτε αυτό δεν κάνει. Πώς θα το μπορούσε, αφού δεν έμαθε τίποτε ποτέ του, ούτε ξέρει τίποτε το σωστό απ’ τον ίδιο τον εαυτό του και όταν αναμιχθεί στα πράγματα, σπρώχνει ασυλλόγιστα σαν πλημμυρισμένος χείμαρρος (Ηρόδ. 3.81.1-2· πρβλ. Ευρ. Ικέτ. 410-25).
Εξηγώντας γιατί η δημοκρατία – κατά τη γνώμη του ένα απαίσιο πολιτικό σύστημα – είναι τόσο σταθερά εδραιωμένη στην Αθήνα, ώστε κάτω από τις παρούσες συνθήκες κανείς να μη μπορεί να ελπίζει πραγματικά ότι θα την ανατρέψει, ένας ανώνυμος λίβελλος κατά της δημοκρατίας, η ψευδοξενοφώντεια Αθηναίων Πολιτεία σκιαγραφεί μια γλαφυρή εικόνα. Μοναδικός σκοπός και νομιμοποίηση της δημοκρατίας είναι η διατήρηση της ελευθερίας, της εξουσίας και των υλικών συμφερόντων του δήμου – ακριβώς όπως και η ολιγαρχία αναγκαστικά υπηρετεί μόνο τα συμφέροντα της ελίτ και καταλήγει να υποδουλώσει τις κατώτερες τάξεις (ΨευδοΞενοφ. Αθ. 1.1-9, 3.11).[40] Στη δημοκρατία κυβερνούν οι φτωχοί, οι χυδαίοι, οι αμόρφωτοι και οι ανίκανοι, ενώ στην ολιγαρχία η εξουσία βρίσκεται στα χέρια των ἀγαθῶν, των μορφωμένων, των ικανών και εύπορων. Η δημοκρατία, η οποία συμβολίζει την κακονομίαν, αντιτίθεται αναπόφευκτα στην αριστοκρατική εὐνομίαν. Η συμμετοχή στη διακυβέρνηση (ο έλεγχος της εξουσίας) είναι για αυτόν τον λόγο μια απαραίτητη προϋπόθεση για τη διατήρηση της ελευθερίας του δήμου. Ωστόσο, βασιζόμενοι στην ποιοτική υπεροχή τους, η οποία τους δίνει την αποκλειστική δυνατότητα να κυβερνούν ‘καλά’, οι ολιγάρχες απαιτούν το αποκλειστικό δικαίωμα να κυβερνούν. Τελικά, η ζωή σε μια δημοκρατική πόλη είναι ασυμβίβαστη με την αριστοκρατική ιδεολογία. Για τον λόγο αυτόν η συμμετοχή σε μια δημοκρατική πόλη απαιτεί λεπτομερή δικαιολόγηση (αυτ. 2.20).
Αυτό ακριβώς κάνει και ο Αλκιβιάδης στον Θουκυδίδη μετά τη φυγή του στη Σπάρτη. Παρόλο που είναι προσκεκλημένος των Σπαρτιατών (6.88.9), είναι λογικό, δηλώνει, να τον υποπτεύονται (6.89.1-3). Μολονότι η δημοκρατία είναι ὁμολογουμένη ἄνοια (πρβλ. Ψευδο-Ξενοφ. Αθην. 1.9), υποστηρίζει ότι η ηγετική θέση της οικογένειας του στην Αθήνα οφείλεται στην αντίστασή της στην τυραννίδα (κάτι που είχαν κοινό με τη δημοκρατία), η κατάκτηση της εξουσίας στην Αθήνα δεν ήταν δυνατή εναντίον της δημοκρατίας, χρειάζονταν συνετοί ηγέτες για να συγκρατούν εκείνους οι οποίοι εξωθούσαν τις μάζες προς εσφαλμένες κατευθύνσεις, και η αλλαγή του πολιτεύματος είναι προφανώς αδύνατη κατά τη διάρκεια του πολέμου (6.89.4-6). Εμείς είμαστε ηγέτες όλου του λαού και θεωρούσαμε καθήκον μας να εργαζόμαστε για τη διατήρηση του πολιτεύματος που είχαμε κληρονομήσει και το οποίο είχε εξασφαλίσει στην πολιτεία μεγάλη δύναμη και απόλυτη ελευθερία’ (6.89.6).
Το ότι οδήγησε την Αθήνα στην επιτυχία ήταν ένα από τα ισχυρότερα επιχειρήματα υπέρ της δημοκρατίας (Ηρόδ. 5-78) και ήταν δύσκολο να απορριφθεί, όσο η επιτυχία αυτή διαρκούσε. Οι αποτυχίες κατά την τελευταία περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου αφαίρεσαν από τη δημοκρατία αυτή την καίρια πηγή νομιμοποίησής της και την έκαναν ευάλωτη. Ο ισχυρισμός της δημοκρατίας ότι είναι οικουμενική (τονίζεται ήδη στον Αισχύλο Ικέτ. 366-69,483- 85, 601, 609, 964) και ότι προσφέρει πλήρη πολιτικά δικαιώματα σε όλους όσοι είναι ελεύθεροι και απόγονοι πολιτών (πράγμα το οποίο σημαίνει ότι δεν απαιτούσε περαιτέρω προσόντα για την ιδιότητα του πολίτη) παρέμεινε αμφισβητούμενη. Όπως οι αντίπαλοι της δημοκρατίας επιτίθενται κατά των αντιλήψεών της περί αριθμητικής ισότητας και βασικής ελευθερίας προβάλλοντας αυστηρότερες ιδέες (αναλογική ισότητα, ελευθερία που εξαρτάται από την κοινωνική θέση),[41] με τον ίδιο τρόπο και βασιζόμενοι σε παλιές κοινωνικές προκαταλήψεις[42] αμφισβητούσαν την ερμηνεία που έδινε η δημοκρατία στους όρους δήμος και δημοκρατία ως (εξουσία) όλου του λαού και την κατήγγειλαν ως (εξουσία) των χαμηλών τάξεων, του όχλου.
Ο Θουκυδίδης παρουσιάζει έναν δημαγωγό από τις Συρακούσες, τον Αθηναγόρα, να επιβεβαιώνει μερικά από αυτά τα επιχειρήματα. Σε μια συζήτηση σχετικά με τον κίνδυνο μιας Αθηναϊκής επίθεσης (6.32.2-6.41) ο Αθηναγόρας κατηγορεί τους αντιπάλους του ότι προκαλούν πανικό με σκοπό να υπηρετήσουν τα προσωπικά τους συμφέροντα, να αποκτήσουν εξουσία και να εγκαθιδρύσουν ολιγαρχικό πολίτευμα (6.38.1-4). Αρνείται την κριτική των οπαδών της ολιγαρχίας κατά της δημοκρατίας, απευθυνόμενος στους νεωτέρους, τους υποκινητές αυτής της αντίθεσης (6.38.5). Θέλουν να αντικαταστήσουν τους δημοκρατικούς κανόνες για την ηλικία με περισσότερο εύκαμπτες διατάξεις που επιβραβεύουν την ικανότητα και τον δραστήριο χαρακτήρα των αρίστων και των ευπορότερων, ενώ αρνούνται να αποδεχθούν την καθολική ισότητα και την αόριστη δημοκρατική έννοια της ‘ομοιότητας’ (6.38.5, 6.39.2). ‘Θα πουν μερικοί ότι η δημοκρατία δεν είναι ούτε λογική ούτε δίκαιη και ότι οι πλούσιοι είναι οι αξιότεροι για ν’ ασκούν την εξουσία’ (6.39.1). Η οπτική γωνία των δημοκρατών είναι διαφορετική. Εκτός του ότι οι ολιγαρχικοί μοιράζονται τους κινδύνους, αλλά κρατούν όλο το όφελος για τον εαυτό τους (6.39.2),
Αλλά εγώ λέω, πρώτον, ότι ο όρος δημοκρατία περιλαμβάνει όλο τον λαό, ενώ ο όρος ολιγαρχία περιλαμβάνει ένα μέρος μόνο. Δεύτερον ότι οι πλούσιοι είναι, βέβαια, οι καλύτεροι για να διαχειρίζονται το χρήμα, αλλά οι συνετοί είναι οι καλύτεροι για να δίνουν συμβουλές και το πλήθος είναι το καλύτερο για να κρίνει αφού διαφωτισθεί. Τα τρία αυτά στοιχεία έχουν, το καθένα χωριστά και όλα μαζί, ισοτιμία στο δημοκρατικό πολίτευμα (6.39.1)
Ο έπαινος των πολλών ως των άριστων κριτών για τις διάφορες προτάσεις και έτσι ως των πλέον ικανών να λάβουν αποφάσεις μας θυμίζει τη θεωρία της ‘αθροιστικής ικανότητας’, όπως την έχει εισηγηθεί ο Αριστοτέλης (Πολ. 128ΐ340κ.ε.)[43] και την οποία ήδη υπαινίσσεται ο Ηρόδοτος [ἐν γάρ τῷ πολλῷ ἔνι τά πάντα, 3.80.6). Έτσι, μόνον η δημοκρατία αντιπροσωπεύει όλους τους πολίτες, χρησιμοποιεί όλα τους τα ταλέντα και τις ικανότητες (Θουκ. 2.37.2) και προστατεύει την ελευθερία, τα συμφέροντα και την ευμάρεια όλων. Ο Αθηναγόρας εδώ χρησιμοποιεί τη λέξη δήμος για να δηλώσει το σύνολο των πολιτών (6.39.1). Σε ένα άλλο χωρίο ο Θουκυδίδης αφήνει έναν Σπαρτιάτη στρατηγό να εκφράσει το δίλημμα που δημιουργείται από αυτήν την κατάσταση για τους αντιπάλους της δημοκρατίας. Προσπαθώντας να πείσει τους συμμάχους των Αθηνών ότι αν συνταθούν με τη Σπάρτη αυτό δεν θα επηρεάσει το πολίτευμά τους, ισχυρίζεται: ‘Δεν ήρθα ν’ αναμιχθώ σε εσωτερικές διαμάχες και δεν πιστεύω ότι η ελευθερία που θα σας έφερνα θα ήταν πραγματική αν, παραμερίζοντας τους πατροπαράδοτους θεσμούς σας, υποδούλωνα τον λαό στους ολιγαρχικούς ή τους ολιγαρχικούς στον λαό’ (4.86.4). Όπως βεβαιώνει και ο Ψευδο-Ξενοφώντας (Αθην. 1.8-9), οι δημοκρατικές μάζες φοβούνται την ολιγαρχία, διότι τους υποτάσσει σε μια μειοψηφία. Οι ολιγαρχικοί αντίπαλοι της δημοκρατίας, παραδόξως, δεν υποδουλώνονται από την πλειοψηφία αλλά από όλους: η υπερισχύουσα θέληση της πλειοψηφίας έγινε δική τους, χωρίς να είναι δική τους. Θα ήταν δυνατόν να κυβερνήσουν, μόνον εάν είχαν εξαιρέσει τις μάζες από τη συμμετοχή στην πολιτική.
Έχοντας όλα αυτά στον νου μας, επιστρέφουμε στην εικόνα της ολιγαρχίας όπως την παρουσιάζει ο Θουκυδίδης.
Ολιγαρχία
Ως αποτέλεσμα της Σικελικής καταστροφής, των νέων πολεμικών επιχειρήσεων της Σπάρτης και της ανοικτής υποστήριξης της Περσίας προς την Σπάρτη οι Αθηναίοι βρέθηκαν υπό μεγάλη πίεση, τόσο από στρατιωτική όσο και από οικονομική άποψη. Έλαβαν επείγοντα μέτρα για να προλάβουν τα χειρότερα (8.1.2-3) και ‘στην περίοδο αυτή της ανησυχίας, ήσαν πρόθυμοι, όπως συμβαίνει συνήθως στη δημοκρατία, να βάλουν τάξη σε όλα τα ζητήματα’ (8.1.4, 2.65.4, 4.28.3, 6.63.2 για παρόμοια σχόλια σχετικά με την αστάθεια και την κοντόφθαλμη συμπεριφορά των μαζών).
Το 411, όταν η κατάσταση για την Αθήνα χειροτέρεψε περισσότερο και ύστερα από μια μεγάλη περίοδο αναταραχών, οι επικεφαλής ενός ολιγαρχικού κινήματος, το οποίο είχε ξεσπάσει μεταξύ αξιωματικών του ναυτικού τοποθετημένων στη Σάμο, έπεισαν την εκκλησία του δήμου να καταλύσει το δημοκρατικό πολίτευμα (8.47-70). Οι πολίτες επιδοκίμασαν αυτήν τη ριζική πρόταση μόνον επειδή είχαν τρομοκρατηθεί από τους ολιγαρχικούς (8.54.4, 8.65.2, 8.66), επειδή πίστευαν ότι η αλλαγή του πολιτεύματος θα καθιστούσε βέβαιη την επιστροφή του Αλκιβιάδη, ο οποίος υπερηφανευόταν ότι έχει στενές σχέσεις με τον Πέρση σατράπη και υποσχόταν τη ζωτικής σημασίας Περσική υποστήριξη (8.47.2, 8.48.1-2, 8.53. 1, 8.56, Αριστ. Αθην. Πολ. 29.1), και ότι αυτή η απόφαση θα ήταν δυνατόν να ανατραπεί ανά πάσα στιγμή (8.48.3, 8.53.3, 8.54.1) και, τέλος, επειδή η κρίσιμη συνέλευση έγινε εκτός Αθηνών (8.67.2), πράγμα το οποίο προφανώς σήμαινε ότι η προσέλευση ήταν μειωμένη. Με άλλα λόγια, υπό φυσιολογικές συνθήκες, ακόμη και σε βαθιά κρίση η ολιγαρχία δεν θα είχε αρκετή υποστήριξη, ώστε να επικρατήσει. Παρά την ευφυέστατη πολιτική ηγεσία, ο Θουκυδίδης σχολιάζει, ‘ήταν δύσκολο, εκατό περίπου έτη μετά την κατάλυση των τυράννων, να αφαιρέσει κανείς τις ελευθερίες του Αθηναϊκού λαού, ο οποίος όχι μόνον ελεύθερος ήταν, αλλά και επί πλέον του μισού του χρονικού αυτού διαστήματος είχε συνηθίσει να ασκεί ηγεμονία επί άλλων’ (8.68.4). Ούτε και ο βασιλιάς των Σπαρτιατών, ο Άγης, τον οποίον οι ολιγαρχικοί είχαν πλησιάσει με μια πρόταση ειρήνης, δεν πίστευε ότι‘ο λαός δεν θα παράδινε έτσι εύκολα την παλιά του ελευθερία’ (8.71.1).
Η δημοκρατία είχε αντικατασταθεί από μια ολιγαρχία, η οποία κατ’ όνομα περιλάμβανε 5000 πολίτες με πλήρη δικαιώματα, ουσιαστικά όμως περιοριζόταν στους ‘Τετρακοσίους’, οι οποίοι αποτελούσαν τη νέα Βουλή (8.65.4, 8.67.3, 8.72.1). Ωστόσο, το πολίτευμα αυτό απώλεσε την υποστήριξη του στόλου που βρισκόταν στη Σάμο πριν ακόμη ουσιαστικά σταθεροποιηθεί (8.73-77, 8.81- 82). Βασιζόταν στη βία (8.70.2) και διήρκεσε μόνο μερικούς μήνες[44], πριν αντικατασταθεί από μια πιο μετριοπαθή ολιγαρχία των ‘Πεντακισχιλίων’ (89-98).[45] Μετά την επιστροφή του Αλκιβιάδη και τη νίκη στην Κύζικο η δημοκρατία αποκαταστάθηκε το 410.[46]
Λόγω των διαφωνιών που απαντούν στις λίγες πηγές που διαθέτουμε (ιδίως Θουκ. 8.45 κ.ε., Αριστ. Αθην. Πολ. 29-33) η ακριβής χρονολογία των γεγονότων και των πολιτειακών μεταβολών αμφισβητούνται έντονα.[47] Επιπλέον, η καλύτερη πηγή μας, το 8ο βιβλίο του Θουκυδίδη, είναι ημιτελές· λείπουν οι δημηγορίες και μαζί με αυτές και η κύρια λειτουργία τους, δηλαδή η πολιτική ανάλυση και ερμηνεία. Ακόμη και εάν διάσπαρτες παρατηρήσεις μας επιτρέπουν να συναγάγουμε συμπεράσματα για τους στόχους, την ιδεολογία και τις συζητήσεις των ολιγαρχικών, όλα αυτά δεν διερευνώνται πιο βαθιά, όπως συμβαίνει με τα αντίστοιχα στοιχεία που αφορούν σε άλλα σημεία του έργου τη δημοκρατία· ένα μικρό τμήμα ενός προηγούμενου λόγου του Συρακούσιου Αθηναγόρα (6.38.5- 39.1, πρβλ. παραπάνω) παραμένει μια πολύτιμη εξαίρεση. Ακόμη χειρότερα, ο Θουκυδίδης δεν έζησε για να γράψει για την αναβίωση της δημοκρατίας σε μια ακόμη πιο ριζοσπαστική μορφή, τα φοβερά της λάθη, την κατασπατάληση των ευκαιριών για τη σύναψη ειρήνης και τον παραγκωνισμό μεγάλων τμημάτων του σώματος των πολιτών, το οποίο είχε ‘αναμειχθεί’ στην ολιγαρχία, την ήττα της δημοκρατίας αυτής το 404 και τη μικρής διάρκειας, αλλά αγριότερη ολιγαρχία των ‘Τριάκοντα’.[48] Τελικά, όπως αποδεικνύει και η συστηματική ανάλυση του Αριστοτέλη,[49] η ολιγαρχία δεν ήταν ένα ομοιόμορφο φαινόμενο όπως η δημοκρατία.[50] Ο Θουκυδίδης δεν μας δείχνει ποτέ το ‘φυσιολογικό’ της πρόσωπο.[51] Στο 8° βιβλίο και στην ‘Παθολογία του πολέμου’ (3.69-85, ιδ. 82-84) ρίχνει φως σε ένα προσωπείο που έχει παραμορφωθεί, επειδή βρίσκεται αντιμέτωπο με τη δημοκρατία στην ακραία κατάσταση της στάσεως, του εμφυλίου πολέμου. Και όμως αυτό διαμόρφωσε τις απόψεις του για την ολιγαρχία.
Έχοντας περιπέσει σε δυσμένεια στους Λακεδαιμονίους και εξυφαίνοντας μηχανορραφίες εναντίον και των δύο αντιπάλων στην αυλή του Πέρση σατράπη (8.45-46), ο Αλκιβιάδης πληροφορεί τους ‘πιο σημαντικούς’ και ‘άριστους’ Αθηναίους στη Σάμο ότι θα σκεφθεί να επιστρέφει στην Αθήνα μόνον αν υπάρχει ολιγαρχικό πολίτευμα, όχι το διεφθαρμένο πολίτευμα (πονηριά) της δημοκρατίας (8.47.2). Παρόλο που υπό κανονικές συνθήκες ακόμη και στη δημοκρατία η άρχουσα τάξη, έχοντας στα χέρια της όλες τις ηγετικές θέσεις, έχει τα περισσότερα οφέλη (8.48.6), σε αυτό το σημείο μερικοί από αυτή την τάξη πιστεύουν ότι υποφέρουν αφόρητα από τον πόλεμο και αρχίζουν προσπάθειες για να κατακτήσουν την εξουσία (8.48.1, 8.63.4). Υποστηρίζουν την ολιγαρχία ως μια λογική μορφή διακυβέρνησης που διέπεται από τις αρχές της τάξης και της σύνεσης (της σωφροσύνης, 8.53.3 , 8.64.4-5),[52]φέρνοντάς την έτσι αντιμέτωπη με τη δημοκρατία ως ένα ‘κακό’ ή ‘αδύναμο’ σύστημα (πρβλ. ΨευδοΞενοφ. Αθην. 1.8), το οποίο κυριαρχείται από ‘παράφρονες’ που δεν ελέγχουν ούτε τον εαυτό τους ούτε την πολιτική (1.9, Θουκ. 6.89.6· βλ. παραπάνω). Η ολιγαρχία παραχωρεί την εξουσία σε αυτούς οι οποίοι συνεισφέρουν το σώμα και τα χρήματά τους, δηλαδή στους πλούσιους ιππείς και τους οπλίτες (8.65.3, Αριστ. Αθην. Πολ. 29.5), και όχι στους θήτες, οι οποίοι αποτελούν τα πληρώματα των πλοίων (Ψευδο-Ξενοφ. Αθην. 1.2). Ο μισθός για τη στρατιωτική θητεία παραμένει άθικτος, ενώ ο μισθός για τα πολιτικά αξιώματα, εκτός ορισμένων εξαιρέσεων, καταργείται (Θουκ. 8.65.4, Αριστ. Αθην. Πολ. 29.5). Ο πραγματικός σκοπός των ολιγαρχικών είναι να μονοπωλήσουν την εξουσία (Θουκ. 8.48.1, 8.66.1, 8.70.1), την οποία κατόπιν υπερασπίζονται με κάθε δυνατό μέσο, συμπεριλαμβανομένης και της τρομοκρατίας (8.48.6, 8.65.2, 8.66.2 κ.ε., 8.70.2, 8.74.2-3). Το μεγάλο σώμα των 5000 πολιτών δεν ενεργοποιείται ποτέ, ούτε καν προσδιορίζεται με βάση έναν συγκεκριμένο κατάλογο ονομάτων, αποτελώντας έτσι μια πρόσοψη που σκοπό έχει να συγκαλύψει την αποκλειστική νομή της εξουσίας εκ μέρους των ‘Τετρακοσίων’ (8.66.1, 8.72.1, 8.92.11). Έτσι, και ο στρατός στη Σάμο υπό την ηγεσία του Αλκιβιάδη (8.86.6) και οι μετριοπαθείς ολιγαρχικοί στην Αθήνα (8.89.2) απαιτούν να συμμετέχουν και οι 5000 στην κυβέρνηση και το πολίτευμα να βασίζεται σε μεγαλύτερη ισότητα. Επιπλέον, η ανταγωνιστική φιλοδοξία και η δίψα της εξουσίας διασπούν ακόμη και την κεντρική ομάδα των ολιγαρχικών (8.89.3):
Αυτά, βέβαια, ήταν ρητορικά συνθήματα. Οι περισσότεροι δεν ακολουθούσαν παρά τις προσωπικές τους φιλοδοξίες και αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο καταστρέφεται μια ολιγαρχία που προέρχεται από δημοκρατία. Από την πρώτη μέρα ο καθένας από όσους έχουν την εξουσία δεν διεκδικεί την ισοτιμία με τους άλλους, αλλά απαιτεί να είναι ο πρώτος απ’ όλους.
Τελικά, ορισμένες πλευρές της εξουσίας των ολιγαρχικών έχουν τα χαρακτηριστικά της τυραννίδας (8.66.2 κ.ε., 8.74.3). Αυτό συνδέει την εξουσία τους με τον έναν βασικό εσωτερικό εχθρό, εναντίον του οποίου, με ελάχιστες εξαιρέσεις, όλοι οι Αθηναίοι αισθάνονται ενωμένοι.[53]
Εφόσον η προοπτική της Περσικής βοήθειας προϋπέθετε την πολιτειακή αλλαγή, οι ολιγαρχικοί ισχυρίζονταν, όχι αδικαιολόγητα, ότι ο στόχος της επιβίωσης έπρεπε να έχει προτεραιότητα έναντι των συζητήσεων για το πολίτευμα (8.53.3) και ότι η κυβέρνηση των ολίγων είχε ‘σκοπό να σώσει το κράτος ως σύνολο’ (8.72.1, πρβλ. 8.86.3)· Παρόλο που κατ’ αρχήν οι ολιγαρχικοί είχαν σκοπό να διεκδικήσουν τη νίκη και στον πόλεμο, ‘εφόσον επρόκειτο να εργασθούν για τα ίδια πλέον και όχι ξένα συμφέροντα’ (8.63.4· ένας παρόμοιος ισχυρισμός σχετικά με τη δημοκρατία απαντά στον Ηρόδ. 5.78), γρήγορα επιδίωξαν να συνάψουν ειρήνη με τη Σπάρτη (8.70.2, 8.71.1, 8.71.3). Αυτές οι προσπάθειες απέτυχαν (8.86.3, 8.89.2), αλλά είχαν ως αποτέλεσμα την επέκταση του εσωτερικού προβλήματος στη σφαίρα της εξωτερικής πολιτικής. Ενώ οι δημοκράτες επέμεναν να συνεχίσουν τον πόλεμο (8.75.2, 8.89.1), οι ριζοσπαστικοί ολιγαρχικοί υποστήριζαν την ειρήνη και – όταν η κατάστασή τους έγινε απελπιστική – ήταν έτοιμοι να προδώσουν την πόλη τους στον εχθρό, εφόσον αυτός θα τους βοηθούσε να διατηρήσουν την εξουσία ή τουλάχιστον να σώσουν τη ζωή τους (8.89.2, 90.1-2, 3 κ.ε., 91.1-2, 92.1-3).
Επτά χρόνια αργότερα οι ‘Τριάκοντα’ θεμελίωσαν την εξουσία τους στην υποστήριξη της Σπάρτης. Το 411 οι συνετοί ολιγαρχικοί ίσως αρνήθηκαν να ακολουθήσουν τους πλέον ακραίους ανάμεσα τους ως προς αυτό το σημείο, αλλά η συμπεριφορά των τελευταίων, συνδυασμένη με την τρομοκρατία που ασκούσαν, δυσφήμισε ολόκληρο το ολιγαρχικό κίνημα. Αντίστροφα, τα γεγονότα του 411/10 προσέδωσαν αξιοπιστία στον ισχυρισμό των δημοκρατικών ότι είναι εγγυητές της εσωτερικής και εξωτερικής ελευθερίας της πόλης.
Οι Τετρακόσιοι απομακρύνθηκαν από την εξουσία κάτω από δραματικές συνθήκες μόνο τέσσερεις μήνες αφότου την είχαν καταλάβει (Θουκ. 8.92-98). Η κυβέρνηση παραδόθηκε στους ‘Πεντακισχιλίους’. Σε αυτό το σημείο ο Θουκυδίδης εκφέρει την κρίση του για την επιτυχία και την ποιότητα αυτού του πολιτεύματος (8.97.2), η οποία αναφέρθηκε στην αρχή αυτού του κεφαλαίου.
Σπάρτη[54]
Το σχόλιο του Θουκυδίδη σχετικά με την υπερβολική φιλοδοξία και τις εσωτερικές διαμάχες που αποτελούν χαρακτηριστικά των ολιγαρχιών αφορά αποκλειστικά εκείνους οι οποίοι ‘αναλαμβάνουν την εξουσία από τους δημοκράτες’ (8.89.3, βλ. παραπάνω). Ίσως τότε θα περίμενε κανείς ότι θα είχε θετικά πράγματα να πει για το πολίτευμα της Σπάρτης. Ήδη κατά τον 7ο αιώνα η ‘Μεγάλη Ρήτρα’ έδινε στον δᾶμον των γαιοκτημόνων οπλιτών την εξουσία να λαμβάνουν την τελική απόφαση στην εκκλησία, αλλά τον ήλεγχε μέσω ενός συμβουλίου από τριάντα μέλη (της γερουσίας), στο οποίο ανήκαν και οι βασιλείς, με δικαίωμα πρωτοβουλίας και αρνησικυρίας (Τυρτ. απ. 4 West, Πλούτ. Λυκ. 6).[55] Η προσθήκη των εφόρων στο πολίτευμα πρόσφερε πρόσθετες δυνατότητες ελέγχου και της συνέλευσης και των βασιλέων.[56] Επιπλέον τόσο ο Ηρόδοτος (1.65-66) όσο και ο Θουκυδίδης (1.18) αποδίδουν στις μεταρρυθμίσεις της αρχαϊκής εποχής το γεγονός ότι η Σπάρτη απολάμβανε μακρόχρονη εὐνομίαν και σταθερότητα. Ωστόσο, το σχόλιο του Θουκυδίδη εδώ είναι εντυπωσιακά κατηγορηματικό· η εὐνομία αυτή δεν βοηθά μόνο τη Σπάρτη να αποφύγει την τυραννίδα, αλλά και να την καταστείλει και αλλού και έτσι να ‘παρέμβει στις υποθέσεις άλλων κρατών’, δηλαδή να κάνει ακριβώς αυτό για το οποίο κατέκρινε την Αθήνα (1.18-19). Ουσιαστικά, με το να εξισώνουν την πρακτική των Αθηναίων με τη δημοκρατία οι Σπαρτιάτες θέτουν τις ολιγαρχίες στη σφαίρα επιρροής τους (1.19, 5.81-81). Επίσης δεν είναι κατανοητό γιατί αυτή η σταθερότητα, έστω και εάν συνδυάζεται με τάξη και μετριοπάθεια (1.6.4), κατέστησε τη Σπάρτη το πιο ισχυρό κράτος στην Ελλάδα. Παρόλο που ο ιστορικός εδώ συνδέει ένα πολίτευμα με την τύχη της κοινότητας που το υιοθέτησε, δεν μας προσφέρει για τη Σπάρτη λεπτομέρειες ανάλογες με εκείνες που απαντούν στον Επιτάφιο του Περικλή ή στην εικόνα της αύξησης της δύναμης των Αθηναίων στην Πεντηκονταετία. Όχι λιγότερο σημαντικό είναι το γεγονός ότι ο Θουκυδίδης σπάνια εκφράζει μια θετική γνώμη για τη Σπαρτιατική πολιτική και τους ανθρώπους της. Η παρατήρησή του ότι οι Σπαρτιάτες ήταν σχεδόν μοναδικοί στη διατήρηση της σωφροσύνης, όταν ευημερούσαν (8.24.2), παραμένει εξαίρεση. Στην πραγματικότητα όπως και στην περίπτωση των Αθηναίων οι σποραδικές θετικές γνώμες εξισορροπούνται από μια σειρά από αρνητικές παρατηρήσεις.[57] Παρόμοια, η ανάλυση του ιστορικού για τον τρόπο με τον οποίο η Σπάρτη υλοποίησε το πρόγραμμα της ‘απελευθέρωσης των Ελλήνων’, που είχε εξαγγείλει στην αρχή του πολέμου με θετική ανταπόκριση σε ολόκληρη την Ελλάδα (2.8), δεν είναι λιγότερο αποκαλυπτική από την αποδόμηση του ισχυρισμού των Αθηναίων ότι αυτοί ήταν οι πραγματικοί απελευθερωτές της Ελλάδας. Τα σχέδια των Αθηναίων που επιδίωκαν να κυριαρχήσουν σε ολόκληρη την Ελλάδα αντιστοιχούν στο τέλος του πολέμου σε παρόμοιες φιλοδοξίες της Σπάρτης (8.2). Ακόμη και εάν ο ιστορικός εδώ κάνει λόγο για ηγεμονία και όχι για αυτοκρατορία, ο αναγνώστης γνωρίζει ότι εκεί ακριβώς θα κατέληγε η ηγεμονία. Και στις δύο περιπτώσεις, ο Θουκυδίδης, τον οποίο πάλι κατά κάποιον τρόπο προλαβαίνει ο Ηρόδοτος, αποδομεί τις ιδεολογίες και αποϊδεολογικοποιεί την ιστορία, αποκαλύπτοντας με ψυχρό τρόπο ό, τι οι πρωταγωνιστές της ιστορίας προσπαθούσαν να αποκρύψουν.[58] Εν πάση περιπτώσει, στο έργο του απαντούν ελάχιστοι απόηχοι από τον ενθουσιασμό τον οποίο μοιράζονταν αρκετοί αριστοκράτες Αθηναίοι για τη Σπάρτη.
Όπως η εικόνα του συλλογικού χαρακτήρα των Αθηναίων, έτσι και η αντίστοιχη του χαρακτήρα των Σπαρτιατών που σκιαγραφούν οι Κορίνθιοι στο χωρίο 1.70-71 επιδέχεται εμβριθή ιστορική ερμηνεία. Μολονότι δεν το αντιλαμβάνονται – ούτε καν κατανοούν τη σημασία του – οι Σπαρτιάτες είναι το εκ διαμέτρου αντίθετο των Αθηναίων: τους αρέσει να διατηρούν τα πράγματα ως έχουν, ποτέ δεν έχουν νέες ιδέες και συνήθως σταματούν λίγο πριν από τους στόχους τους. Δεν εκμεταλλεύονται τις δυνατότητές τους, δυσπιστούν στην κρίση τους, είναι απαισιόδοξοι. Μένουν πίσω, δεν απομακρύνονται από τη βάση τους, δεν θέτουν σε κίνδυνο αυτό που έχουν. Ο όλος τρόπος ζωής τους είναι εκτός χρόνου. Εν ολίγοις, ‘σε καιρό ειρήνης είναι, βέβαια, πολύ προτιμότερο να μην αλλάζουν οι θεσμοί, αλλά όταν είναι ανάγκη ν’ αντιμετωπιστούν πολλές δυσκολίες, είναι ανάγκη να επινοούνται πολλοί νέοι τρόποι’ (1.71.3). Οι παραινέσεις τις οποίες ο Θουκυδίδης βάζει στο στόμα των επικεφαλής του Πελοποννησιακού ναυτικού και του Αθηναίου ναυάρχου Φορμίωνα πριν από μια ναυμαχία το 429/28 (2.87-89) σκιαγραφούν και άλλες σημαντικές αντιθέσεις στα χαρακτηριστικά των δύο πόλεων. Ο ιστορικός παραπέμπει σε αυτόν τον χαρακτηρισμό της Σπάρτης σε πολλές μεταγενέστερες περιπτώσεις (8.96.5), αλλά δεν προσφέρει καμιά προσεκτική ανάλυση των διαδικασιών της εσωτερικής πολιτικής και της λήψης των αποφάσεων στη Σπάρτη, ούτε της αλληλεπίδρασης μεταξύ των ηγετών και του δήμου.
Βέβαια περιγράφει την αρχική απόφαση για τον πόλεμο το 432 με λεπτομέρειες (1.66-88)[59], αποκαλύπτοντας τις σχέσεις μεταξύ του βασιλιά, του εφόρου και της εκκλησίας του δήμου. Οι πρώτοι όμως οι οποίοι απαντούν στην παρότρυνση των Κορινθίων για την κήρυξη του πολέμου είναι οι Αθηναίοι απεσταλμένοι, οι οποίοι τυχαίνει να βρίσκονται στη Σπάρτη εκείνη τη στιγμή (1.72- 78). Το βασικό επιχείρημά τους είναι ότι οι Σπαρτιάτες θα συμπεριφέρονταν ακριβώς όπως οι Αθηναίοι, εάν δεν είχαν αποσυρθεί από τη συνέχεια του πολέμου εναντίον των Περσών. Έχοντας κανονίσει έτσι τα πράγματα, ώστε να ικανοποιούνται οι ανάγκες τους στην Πελοπόννησο και υποκινούμενοι από τα ίδια κίνητρα, ιδιαιτέρως εκείνα του φόβου και του συμφέροντος, θα είχαν αναπόφευκτα γίνει μια αυτοκρατορική δύναμη και θα προκαλούσαν την εχθρότητα των υπηκόων τους (1.76.1, 1.77.6). Στον ‘Διάλογο των Μηλίων’ οι Αθηναίοι χρησιμοποιούν παρόμοια επιχειρηματολογία: ‘οι Λακεδαιμόνιοι … από όλους τους άλλους ανθρώπους που ξέρουμε, αυτοί είναι που δείχνουν φανερά ότι θεωρούν έντιμο το ευχάριστο και δίκαιο το συμφέρον’ (5.105.4). Πράγματι, η επιδίωξη του ιδίου συμφέροντος είναι, κατά την άποψη του Θουκυδίδη, η πιο σταθερή αρχή στην πολιτική της Σπάρτης (1.76.2, 3.68).
Στη συνεδρίαση του 432 ένας από τους Σπαρτιάτες βασιλείς, ο Αρχίδαμος, ‘τον οποίο θεωρούσαν συνετό και σώφρονα’, προσπαθεί να εμποδίσει την κήρυξη του πολέμου (1.79.2-85). Ό, τι λέει σχετίζεται με τον λόγο των Κορινθίων και τον πρώτο λόγο του Περικλή. Συνδυάζει, από την πλευρά της Σπάρτης, στοιχεία χαρακτηριστικά του Επιτάφιου του Περικλή (ένα εξιδανικευμένο, αλλά απολογητικό πορτρέτο κοινοτικών αρετών και αξιών) και των λόγων του Νικία πριν από τη Σικελική Εκστρατεία (έκκληση στους πρεσβύτερους πολίτες να μη λάβουν βεβιασμένες αποφάσεις για έναν απρόβλεπτο πόλεμο, ‘που αφορά τόσες ζωές, τόσον πλούτο, τόσες πολιτείες και τόση δόξα’, 1.80.1, 85.1). Το να είναι κανείς βραδύς και προσεκτικός σε μια πόλη η οποία διαθέτει μια απαράμιλλη ιστορία ελευθερίας και δόξας ισοδυναμεί με σοφία και σύνεση (σωφροσύνη εμφρων, 1.84.2)
γιατί μόνο εμείς δεν γινόμαστε υπερφίαλοι με τις επιτυχίες μας ούτε απελπιζόμαστε με τις αποτυχίες μας. Αν μερικοί προσπαθήσουν, με επαίνους, να μας εξωθήσουν, παρά τη θέλησή μας, σ’ επικίνδυνες περιπέτειες, δεν παρασυρόμαστε από τα ευχάριστα λόγια τους, κι αν θέλουν άλλοι να μας ερεθίσουν κατηγορώντας μας, δεν οργιζόμαστε και δεν αλλάζουμε γνώμη. Στην ευνομία μας χρωστούμε και την πολεμική μας αρετή και την πολιτική μας σωφροσύνη και τούτο επειδή το αίσθημα της τιμής συνδέεται στενά με την σωφροσύνη και η γενναιότητα με το αίσθημα της ντροπής. Έχουμε ευνομία επειδή η ανατροφή μας δεν είναι εκλεπτυσμένη ώστε να μας οδηγεί στο να περιφρονούμε τους νόμους. (1.84.2-3)
Δεν είναι δυνατόν να δείξω εδώ με λεπτομέρειες ότι αυτοί οι ισχυρισμοί επαναλαμβάνονται σε ολόκληρο το θουκυδίδειο έργο, μολονότι με λιγότερη έμφαση από ό, τι στην περίπτωση των Αθηναίων. Και αυτοί θα αποδειχθούν παραπλανητικοί – όπως υπογραμμίζουν οι Αθηναίοι απεσταλμένοι πριν ακόμη εκφωνήσει τον λόγο του ο Αρχίδαμος: ‘και, εκτός απ’ αυτά, όταν συμβεί κάποιος από σας να βγει από τα σύνορά σας, τότε ούτε με τα δικά σας έθιμα συμμορφώνεται ούτε με τα έθιμα των άλλων Ελλήνων’ (1.77.6). Πράγματι, τόσο ο Ηρόδοτος όσο και ο Θουκυδίδης δίνουν έμφαση στο πόσο ευάλωτοι είναι οι Σπαρτιάτες στη διαφθορά και στο πόσο κενοί είναι οι ισχυρισμοί τους ότι τηρούν με αυστηρότητα τον νόμο.[60] Η αντίθεση με την Αθήνα είναι έντονη, αλλά ο Αρχίδαμος δηλώνει επίσης, ‘πιστεύουμε, αντίθετα, πως οι άλλοι είναι εξίσου προνοητικοί όσο και εμείς’ (1.84.3). Αυτό σημαίνει ότι, όταν γίνει πόλεμος, οι διαφορές θα αμβλυνθούν. Ίσως αυτό μας προσφέρει μια ένδειξη: παρ’ όλες τις διαφορές, η Σπάρτη και η Αθήνα μοιάζουν αρκετά. Οι Αθηναίοι το είπαν εξ αρχής, και ο πόλεμος θα τους δώσει δίκιο.[61]
Ο έφορος Σθενελαΐδας δίνει την απάντηση: οι μακροσκελείς και σεσοφισμένοι λόγοι δεν έχουν καμία αξία —τα γεγονότα είναι ξεκάθαρα: μόνο μια έντιμη απόφαση είναι δυνατή (1.86). Με μεγάλη πλειοψηφία οι Σπαρτιάτες συμφωνούν με αυτή την άποψη και ψηφίζουν υπέρ του πολέμου (1.87). Παραβιάζοντας τη συμφωνία για διαιτησία που προβλεπόταν στη συνθήκη ειρήνης, αυτή η απόφαση είναι εσφαλμένη, όπως υπογραμμίζουν τόσο ο Αρχίδαμος (1.85.2) όσο και ο ίδιος ο Θουκυδίδης (7.18). Δεν ακολουθεί καμία άλλη συζήτηση, κανείς αντίλογος. Ωστόσο πρέπει να υποθέσουμε – και ευκαιριακοί υπαινιγμοί το επιβεβαιώνουν— ότι πρέπει να είχαν υπάρξει λόγοι και αντίθετες απόψεις. Γιατί ο Θουκυδίδης δεν τα κατέγραψε σε ανάλογα κρίσιμα σημεία; Γιατί αφήνει μόνο τους Κορινθίους να παίρνουν τον λόγο κατά τη δεύτερη συνάντηση των συμμάχων στη Σπάρτη (1.120-24), μόνο τον Αλκιβιάδη, όταν λαμβάνεται η απόφαση να σταλεί βοήθεια στις Συρακούσες και να συνεχισθούν οι εχθροπραξίες στην ηπειρωτική Ελλάδα (6.88-93); Ο Αρχίδαμος και αργότερα ο Βρασίδας[62] διακρίνονται ως καλοί αγορητές. Μήπως ο ιστορικός, γνωρίζοντας ότι οι Σπαρτιάτες γενικώς δεν αρέσκονται σε μακροσκελείς, σεσοφισμένους ή θεωρητικούς λόγους (1.84.3), απέφυγε συνειδητά να τους αποδώσει κάτι το οποίο δεν άρμοζε στους χαρακτήρες τους; Οι Σπαρτιάτες συνήθιζαν να απο- μακρύνουν τους ξένους, πριν αρχίσουν να συσκέπτονται στη συνέλευση (1.79.1, 2.39.1). Μήπως αυτή η μυστικότητα εμπόδισε τον Θουκυδίδη από τη συλλογή πληροφοριών; Ή μήπως δεν τον ενδιέφερε αρκετά;
Παρόλο που με βάση τα παραπάνω θα περίμενε κανείς να είναι μάλλον αρνητική, η πραγματική του γνώμη για το καθεστώς και το κοινωνικοπολιτικό σύστημα της Σπάρτης παραμένει αινιγματική. Αντίθετα προς τον αρχικό του ισχυρισμό, ότι θέλει να περιγράψει τον πόλεμο μεταξύ των Πελοποννησίων και των Αθηναίων (1.1.1), εστιάζει στον πόλεμο των Αθηναίων εναντίον των Πελοποννησίων. Ο τρόπος σκέψης του για τα πολιτεύματα κυριαρχείται από την Αθηναϊκή προοπτική.
Συμπέρασμα
Οι σύγχρονες μελέτες έχουν τοποθετήσει τον Θουκυδίδη σε διάφορα σημεία του πολιτικού χάρτη’.[63] Φαίνεται όμως βέβαιο ότι οι προσωπικές προτιμήσεις του Θουκυδίδη δεν συμπεριλάμβαναν την ριζοσπαστική ολιγαρχία και το είδος της δημοκρατίας το οποίο επικράτησε στην Αθήνα κατά το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα της εποχής του: αποδοκίμαζε έντονα τα ακραία, παράλογα και βίαια καθεστώτα. Ο ισχυρισμός του Βρασίδα προς τους κατοίκους της Ακάνθου είναι διδακτικός: ‘Δεν πιστεύω ότι η ελευθερία που θα έφερνα θα ήταν πραγματική αν … υποδούλωνα τον λαό (τό πλέον) στους ολιγαρχικούς (τοῖς ὀλίγοις) ή τους ολιγαρχικούς (τό ἔλασσον) στον λαό (τοῖς πᾶσι). Θα ήταν αυτό βαρύτερο κι από μια ξένη κυριαρχία’ (4.86.4-5).[64] Ακόμη και εάν δεν επιτρέπεται να εξισώνουμε τους ισχυρισμούς των ομιλητών του Θουκυδίδη με τις δικές του απόψεις, έχει σημασία το γεγονός ότι η γενική τάση των λόγων που αποδίδει σε άλλους αλλά και της αφήγησης και των κρίσεών του ως ιστορικού δημιουργούν μια ενιαία εικόνα. Αυτό το οποίο φαίνεται να προβάλλει είναι ότι η δημοκρατία, διοικούμενη από τον δῆμον, ήταν καταδικασμένη να αποτύχει τελικά, εξαιτίας της αστάθειας των μαζών, που είναι ευάλωτες στη δημαγωγική ρητορική και τείνουν προς συναισθηματικές αντιδράσεις και παράλογες αποφάσεις. Είναι αλήθεια ότι αυτή η γνώμη βασίζεται στην εμπειρία των συνθηκών ενός παρατεταμένου πολέμου. Ίσως ο Θουκυδίδης παραδεχόταν ότι υπό εξαιρετικές περιστάσεις η δημοκρατία λειτουργεί μάλλον καλά. Όπως μας δείχνει με το παράδειγμα του Περικλή (2.65), και εν μέρει με τον αντίστοιχο πολιτικό στις Συρακούσες, τον Ερμοκράτη (6.72.2),[65] οι συνθήκες είναι άριστες όταν η δημοκρατία δαμάζεται από μια δυναμική προσωπικότητα με ισχυρή θέληση, ακεραιότητα και ιδιαίτερες ηγετικές ικανότητες, τόσο κατά τη διάρκεια μακρών περιόδων ειρήνης όσο και σύντομων περιόδων πολέμου (2.65.5). Αλλά αυτό είναι στην καλλίτερη περίπτωση μια αμφίσημη κρίση. Αξίζει να σημειωθεί ότι ολόκληρο το θουκυδίδειο έργο περιέχει μόνο δύο χωρία τα οποία προσφέρουν πραγματικά θετικά σχόλια για την δημοκρατία. Για ένα από αυτά ο Hornblower γράφει:[66] ‘ίσως σημαίνει κάτι για τη γνώμη που ο Θουκυδίδης είχε για τη δημοκρατία το γεγονός ότι η καλύτερη θεωρητική υπεράσπισή της δεν προέρχεται από τον Περικλή, αλλά από τα χείλη του καθόλου αξιοθαύμαστου Συρακούσιου δημαγωγού, του Αθηναγόρα’ (6.39-40). Οι δηλώσεις του ίδιου του Περικλή στον Επιτάφιο έχουν απολογητικό χαρακτήρα, είναι ιδεολογικά φορτισμένες και αποδεικνύονται απατηλές στη συνέχεια του έργου (2.37-43).
Η ολιγαρχία με τη σειρά της ήταν πιθανό να μετατραπεί σε τυραννίδα εξαιτίας του άμετρου εγωισμού και της φιλοδοξίας αυτών οι οποίοι κυριαρχούσαν σε αυτήν. Ωστόσο, όπως είδαμε, η θλιβερή εικόνα της ολιγαρχίας των Αθηναίων (και των Κερκυραίων) που προσφέρει ο Θουκυδίδης είναι μονόπλευρη. Όπως γράφει με αφορμή την Κέρκυρα, αυτή η εικόνα ίσχυε για τις περισσότερες ολιγαρχίες που αναδύθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου μέσα από συγκρούσεις με δημοκρατικά καθεστώτα. Τα σχόλιά του για τη μόνιμη ευνομία και σωφροσύνη της Σπάρτης μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι η γνώμη του για τις ολιγαρχίες που είχαν μεγαλύτερη διάρκεια ζωής ίσως να ήταν διαφορετική. Ωστόσο, η μεγάλη διάρκεια του πολέμου διέφθειρε επίσης τη Σπαρτιατική ηγεσία και την πολιτική της. Παρ’ όλα αυτά, ένα λογικό συμπέρασμα θα ήταν ότι ο Θουκυδίδης θα προτιμούσε μια μετριοπαθή ολιγαρχία με ευρεία βάση – η οποία, όπως αποδεικνύει η συζήτηση του Αριστοτέλη για τη μεγάλη ποικιλία των ολιγαρχικών και δημοκρατικών καθεστώτων, θα έμοιαζε πολύ με μια μετριοπαθή δημοκρατία. Ένα τέτοιο σύστημα, το οποίο υλοποιήθηκε για μικρό χρονικό διάστημα από τους ‘Πεντακισχιλίους’ στην Αθήνα, θα σεβόταν τα συμφέροντα των λίγων και των πολλών (όχι όμως όλων των πολιτών) και θα ήταν σε θέση να διαφυλάξει την εσωτερική αρμονία και σταθερότητα.
Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ο Θουκυδίδης έγραφε για έναν πόλεμο ο οποίος, ‘ως δάσκαλος της βίας’ (3.82.3), τείνει να διαστρέφει συμπεριφορές και σχέσεις. Ένα από τα μεγαλύτερα θύματά του ήταν η ηγεσία – και στη δημοκρατία και στην ολιγαρχία. Προσφέροντας συνεχώς νέες ευκαιρίες για δόξα, δύναμη και πλούτο, παραχωρούσε ελεύθερο πεδίο στις προσωπικές φιλοδοξίες, υποδαύλιζε την αχαλίνωτη αντιπαράθεση και προωθούσε τη διαφθορά. Σε δύο ακραίες περιπτώσεις, ο Αλκιβιάδης, έως το 415 ηγέτης της δημοκρατίας, και ο Φρύνιχος, ένας από τους πλέον φιλοπόλεμους ανάμεσα στους Τετρακοσίους, ήταν πρόθυμοι και οι δύο να βοηθήσουν τον εχθρό να καταστρέψει τη χώρα τους, όταν τα πράγματα έπαψαν να είναι όπως τα ήθελαν αυτοί. Ο Θουκυδίδης αφήνει τον Αλκιβιάδη να δηλώσει στη Σπάρτη (6.92.2-4):
Και έχω την αξίωση να μην με θεωρήσει κανείς από σας ποταπό, επειδή, ενώ άλλοτε ήμουν πατριώτης, τώρα εργάζομαι τόσο δραστήρια εναντίον της πατρίδας μου μαζί με τους μεγαλύτερους εχθρούς της. Ούτε πρέπει να δυσπιστείτε στα λόγια μου, αποδίδοντάς τα στον ζήλο του εξορίστου. Είμαι εξόριστος, ναι! Αλλά για ν’ αποφύγω την μοχθηρία εκείνων που μ’ έδιωξαν και όχι για να αποφύγω την δυνατότητα να σας ωφελήσω, αν με ακούσετε. Χειρότεροι εχθροί δεν είναι εκείνοι οι οποίοι, σαν και σας, έβλαψαν τους εχθρούς τους, αλλά εκείνοι οι οποίοι ανάγκασαν τους φίλους να γίνουν εχθροί. Δεν αισθάνομαι πατριωτισμό όταν με αδικούν, τον αισθάνομαι εκεί που ασκώ με ασφάλεια τα πολιτικά μου δικαιώματα. Ούτε αισθάνομαι ότι έχω πια πατρίδα και ότι, τώρα, ενεργώ εναντίον της. Αντίθετα, νομίζω πως δεν έχω πια πατρίδα και θέλω να την ανακτήσω.
Ο Φρύνιχος, αντίθετος στην ανάκληση του Αλκιβιάδη και φοβούμενος την αντεκδίκηση, όταν η γνώμη του δεν επικράτησε, έδωσε στον εχθρό ζωτικής σημασίας πληροφορίες, οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα την καταστροφή του Αθηναϊκού στόλου στη Σάμο (8.50-51). ‘Έγραφε ότι θεωρούσε πως ήταν συγγνωστό να επιδιώκει να βλάψει έναν άνθρωπο που του ήταν μισητός, έστω κι αν τούτο έβλαπτε την πατρίδα του’ και ‘ότι τώρα που κινδύνευε η ζωή του δεν μπορούσε κανείς να τον κατηγορήσει γι’ αυτό που κάνει ή για ό, τι άλλο θα έκανε, για να μην τον σκοτώσουν οι χειρότεροι εχθροί του’ (8.50. 2, 8.50.5). Πράγματι, αυτά τα γεγονότα συνέβαιναν στο αποκορύφωμα του πολέμου και της εμφύλιας διαμάχης, όταν, όπως εξηγεί ο Θουκυδίδης αναλύοντας την στάσιν στην Κέρκυρα, τα έντονα συναισθήματα, ο κομματισμός και οι εξωτερικές επεμβάσεις διαστρέβλωσαν τις κανονικές πολιτικές ενέργειες και αντιδράσεις (3.82.1, 3.82.8). Έτσι, όπως επισημαίνει ο Πολύβιος (6.2.5-7) και όπως φαίνεται να επιβεβαιώνει ο Θουκυδίδης στα σχόλιά του για την ανθρώπινη φύση (3.84.2-3), οι ακραίες προκλήσεις είναι εκείνες οι οποίες αποκαλύπτουν την αληθινή ποιότητα μιας προσωπικότητας ή ενός καθεστώτος. Τόσο η ριζοσπαστική δημοκρατία όσο και η ριζοσπαστική ολιγαρχία απέτυχαν.[67]
[1] Η παράφραση του Andrewes στο HCT 5.339.
[2] 2Πρβλ. Pope (1988) 28 κ.ε.
[3] Von Fritz (1954), Nippel (1980).
[4] Hornblower (1987) 70.
[5] Βλ. γενικά Leppin (1998).
[6] Cornell (1991), Walbank (2002) κεφ. 18.
[7] Walbank (1957) 6-9, Sacks (1981) κεφ. 4, Eckstein (1995) 16-27.
[8] Reinhold (1985).
[9] Grethlein (2005).
[10] Dewald (1987), (2002), Lateiner (1989).
[11] Grethlein (2005).
[12] Βλ. Ρεγκάκος, στον παρόντα τόμο.
[13] Raaflaub (2002a).
[14] Raaflaub (1994).
[15] HCT 1.1-25, Hornblower, Comm. 2.10-13.
[16] Raaflaub (2006).
[17] Fornara -Samons (1991), Rhodes (1992).
[18] Kallet-Marx (1993), Kallet (2001).
[19] Βλ. Farrar (1988) κεφ. 5, Ober (1998) κεφ. 2.
[20] Raaflaub (1994), Balot (2001).
[21] Raaflaub (1994), Balot (2001).
[22] Thomas (2000), Raaflaub (1989) 51 κ.ε., (2002b) 153 κ.ε.
[23] Todd (1993) 147-63, Christ (1998).
[24] Raaflaub (2004) 184-87.
[25] Price (2001).
[26] Samons (2004).
[27] Pope (1998) 277-82.
[28] Hornblower, Comm. 1.86.
[29] Hornblower, Comm. 1.341, Raaflaub (2000).
[30] Πρβλ. HCT 2.192, Edmunds -Martin (1977), Parry (1989).
[31] HTC 4.264-90, Furley (1996).
[32] Hansen (1999) 268-77, Ober (1989), ιδ. Μέρος III.
[33] Badian (1993) κεφ. 4, Schubert (1994) 11-16· βλ. επίσης Podlecki (1998).
[34] Kagan (2003) 60-63.
[35] Connor (1971).
[36] Connor (1971) 119-28.
[37] Ostwald (1986) 229-50.
[38] Roberts (1994), Ober (1998).
[39] Raaflaub (1989).
[40] Spahn (1986).
[41] Harvey (1965), Raaflaub (2004), 243-47.
[42] Donlan (1999) 225-36.
[43] Πρβλ. de Romilly (1975) 66-71.
[44] Lehmann (1973), (1997), Ostwald (1986) 344-95, Munn (2000) κεφ. 5, Heftner (2001), (2003).
[45] Ostwald (1986) 395-411, Harris (1990), Bleckmann (1998) 358-86.
[46] Ostwald (1986) 412 κ.ε., Bleckmann (1998) 387-442.
[47] HCT 5-93 κ.ε., ιδ. 184 κ.ε., Rhodes (1981) 362 κ.ε.
[48] Ostwaid(1986) κεφ. 9, Munn (2002) 205-44, Krentz (1982), (1995).
[49] Dolezal (1974), Robinson (1997) 35-44, βλ. επίσης Ober (1998) κεφ. 6.
[50] Whibley (1896), Ostwald (2000).
[51] Βλ. Larsen (1955), Donlan (1999) 113-53.
[52] North (1966).
[53] Raaflaub (2003).
[54] Επίσης Cartledge και Debnar, στον παρόντα τόμο.
[55] Meier (1998), Cartledge (2001) 29-34 με βιβλιογραφία.
[56] Richter (1998).
[57] Cloche (1943).
[58] Strasburger (1955, 1958), Raaflaub (2004) κεφ. 5.
[59] Rawson (1969) 20-24.
[60] Millender (2002b).
[61] Raaflaub (2004) 193-202.
[62] Cloche (1943), 83 f.
[63] Ober (1998) 52 σημ. 1 με βιβλιογραφία.
[64] Raaflaub (2004) 225 κ.ε.
[65] Westlake (1969) ch 12, Hinrichs (1981).
[66] Hornblower (1987) 68-69.
[67] Ευχαριστώ τον David Yates για την ανεκτίμητη βοήθεια του κατά την προετοιμασία αυτού του κεφαλαίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου