Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

Εγκληματικότητα ανηλίκων: Γιατί συμβαίνει και πώς αντιμετωπίζεται;


Παραβατικότητα ανήλικων: Αντιμετώπιση του φαινομένου μέσω θεραπευτικών παρεμβάσεων
 
Λίγα λόγια για την παραβατικότητα ανηλίκων
Το ζήτημα της παραβατικότητας ανηλίκων, τις τελευταίες δεκαετίες απασχολεί το σύστημα δικαιοσύνης αλλά και τον χώρο της ψυχικής υγείας σε όλο το δυτικό κόσμο.
Η παραβατικότητα φαίνεται να κορυφώνεται κατά τη διάρκεια της εφηβείας και να μειώνεται από τα 20 χρόνια και μετά (Farrington et al, 1986). Πιο συγκεκριμένα, η κορύφωση παρατηρείται στα 17 χρόνια και μετά μειώνεται αισθητά (Farrington, 1992˙, Wolfgang, Thornberry & Figlio, 1987). Η παραβατικότητα καταγράφεται είτε από επίσημα στοιχεία συλλήψεων και απόδοσης ποινών είτε από αυτόᾱναφορές. Συνήθως τα επίσημα στοιχεία συλλήψεων περιλαμβάνουν τους πιο επίμονους παραβάτες και τα μεγαλύτερης έντασης αδικήματα. Οι αυτοαναφορές καλύπτουν μεγαλύτερο εύρος της παραβατικής δραστηριότητας καθώς πληθώρα αδικημάτων δεν εμπίπτουν στην προσοχή των αρμόδιων αρχών και μένουν ατιμώρητα. Στη χώρα μας οι συλλήψεις των ανήλικων παραβατών κυρίως αφορούν αδικήματα για παραβάσεις του Κ.Ο.Κ, κλοπές, αδικήματα του νόμου περί ναρκωτικών, ληστείες.
 
Προβλήματα ψυχικής υγείας ανήλικων παραβατών
Πληθώρα ερευνών αναδεικνύουν την αυξημένη συχνότητα προβλημάτων ψυχικής υγείας ανηλίκων που έρχονται σε επαφή με το σύστημα απονομής δικαιοσύνης (Abram et al, 2003˙, Cauffman, 2004˙, Wasserman et al, 2004). Πιο συγκεκριμένα, έχει βρεθεί ότι η συχνότητα προβλημάτων ψυχικής υγείας σε πληθυσμούς ανήλικων παραβατών είναι 2 με 4 φορές μεγαλύτερη από αυτή του γενικού πληθυσμού (Otto et al, 1992; Teplin et al, 2002; Johnson-Reid et al, 2001). Τα ποσοστά κατάθλιψης κυμαίνονται σε διαφορετικές έρευνες από 13 έως 22%, τα ποσοστά άγχους από 21 έως 31% ενώ οι απόπειρες αυτοκτονίας από 11έως 16% (Lader et al, 2000˙, Chiles et al, 1980˙, Doreleijers et al, 2000˙, Mc Manus et al, 1984˙, Papageorgiou & Vostanis, 2000˙, Pliszka et al, 2000). Ακόμη, έχουν βρεθεί υψηλότερα ποσοστά διαταραχών διαγωγής σε σύγκριση με το γενικό πληθυσμό των εφήβων (Doreleijers et al, 2000), χρήσης ουσιών (Mc Manus & Alessi, 1984) και συνδρόμου ελλειμματικής προσοχής (Timmons-Mitchell et al, 1997). Θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι τρεις αυτές κατηγορίες προβλημάτων ψυχικής υγείας έχει βρεθεί ότι έχουν υψηλή θετική συσχέτιση με επανάληψη και συνέχιση παραβατικότητας (Henn et al, 1980˙, Vermeiren et al, 2004).
Η ανασκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας δείχνει ότι οι ανήλικοι παραβάτες παρουσιάζουν μια σειρά από δυσκολίες όπως επιθετικότητα, αντικοινωνική συμπεριφορά, εσωτερικευμένα προβλήματα, χρήση ουσιών, μειωμένη σχολική επίδοση, αποχή από το σχολείο καθώς και οικογενειακές, διαπροσωπικές, γνωστικές, κοινωνικές δυσκολίες. Οι παρεμβάσεις στο χώρο του συστήματος δικαιοσύνης στοχεύουν συνήθως σε  συγκεκριμένα προβλήματα συμπεριφοράς όπως επιθετικότητα ή ανεπαρκείς κοινωνικές δεξιότητες αγνοώντας τα βαθύτερα προβλήματα ψυχικής υγείας και χρήσης ουσιών που μπορεί να παίζουν ρόλο στη δημιουργία και στη διατήρηση της παραβατικής τους συμπεριφοράς (Krisberg & Howell, 1998).
 
Θεραπευτικές παρεμβάσεις
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της παραβατικής συμπεριφοράς θα πρέπει να λάβει υπόψη τις ανάγκες του ατόμου, τα συγκεκριμένα δηλαδή χαρακτηριστικά που συμβάλλουν στην παραβατική συμπεριφορά και σχετίζονται με την οικογένεια, το άτομο και την κοινότητα στην οποία θα επιστρέψει. Οι ανάγκες αυτές που συμπεριλαμβάνουν και τις ανάγκες ψυχικής υγείας χρειάζεται να αναγνωρισθούν για το κάθε άτομο ξεχωριστά και να καλυφθούν στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό.  Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε παρέμβαση θα πρέπει να απευθυνθεί στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο του ατόμου και να συμπεριλάβει την οικογένεια, το σχολείο, την ομάδα συνομηλίκων και την ευρύτερη κοινότητα στην οποία διαμένει.
Μια τέτοια ολιστική και πολυπαραγοντική προσέγγιση, χρειάζεται να συμπεριλάβει υπηρεσίες ψυχικής υγείας, σωματικής υγείας, χρήσης ουσιών, εκπαίδευσης, κατάρτισης  καθώς και το συντονισμό και τη συνεργασία των υπηρεσιών αυτών, ώστε να μπορέσουν να καλύψουν την πληθώρα και τη διαφορετικότητα των αναγκών αυτών (Cocozza & Skowyra, 2000˙, Murphy, 2002). Η εμπλοκή της οικογένειας, λαμβάνοντας υπόψη το κοινωνικο-πολιτισμικό πλαίσιο από το οποίο προέρχονται τα μέλη της, θεωρείται κομβική σε οποιαδήποτε παρέμβαση. Δεν θα είχε πολύ νόημα  για παράδειγμα, η δημιουργία μιας παρέμβασης εάν στη συνέχεια ο έφηβος επέστρεφε σε μια οικογένεια η οποία με διάφορους τρόπους συντηρεί τη συνέχιση της αντικοινωνικής του συμπεριφοράς.
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό της θεραπευτικής αντιμετώπισης της παραβατικότητας είναι οι παρεμβάσεις να λαμβάνουν υπόψη τις γνωσιακές ικανότητες, το κίνητρο του ατόμου για αλλαγή και τα πολιτισμικά κριτήρια (Wong & Hare, 2005˙, Andrews & Bonta, 2003). Τέτοιου τύπου παρεμβάσεις περιλαμβάνουν ατομική/ομαδική ψυχοθεραπεία, ψυχοεκπαίδευση, διαχείριση θυμού, κοινωνικές δεξιότητες, εκπαιδευτικά προγράμματα, συμπεριφοριστικές παρεμβάσεις, θεραπεία και συμβουλευτική χρήσης ουσιών, δεξιότητες εύρεσης εργασίας (Henggeler, 1994˙, Henggeler, Cunningham, Pierel, Scheonwald & Brondino, 1996).
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονισθεί ότι η εφαρμογή ενός τέτοιου μοντέλου ολιστικής και πολυπαραγοντικής παρέμβασης μπορεί να συναντήσει μια σειρά από δυσκολίες. Οι δυσκολίες αυτές μπορεί να προκύψουν από το υψηλό κόστος τέτοιου τύπου παρεμβάσεων (Fagan, 1991˙, Goldstrom et al, 2000) αλλά και από τη διαφορετική φιλοσοφία που διατρέχει το σύστημα απονομής δικαιοσύνης από τη μια και τον χώρο της ψυχικής υγείας από την άλλη. Παρόλο που και τα δυο συστήματα έχουν ως στόχο τη μείωση της παραβατικής συμπεριφοράς (Murphy, 2002), το σύστημα απονομής δικαιοσύνης έχει ως επιπλέον στόχο και την ευθύνη της προστασίας και την ασφάλεια των υπόλοιπων μελών της κοινότητας.
Η φιλοσοφία αυτή είναι αντίθετη με τη θεραπευτική φιλοσοφία των υπηρεσιών ψυχικής υγείας (Butts & Mears, 2001) καθώς συχνά οδηγεί στον εγκλεισμό των ανηλίκων σε σωφρονιστικά ιδρύματα για την προστασία και την ασφάλεια του ίδιου του παραβάτη αλλά και της ευρύτερης κοινότητας (Chaiken, 1998˙, Murphy, 2002).

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου