Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας, που λέει κι ο Μπουνιουέλ, είναι καλά κρυμμένη στους τρεις κύριους θεσμούς του καπιταλισμού, την Τράπεζα, την Ανώνυμη Εταιρεία και το Χρηματιστήριο (…). Αν και η τράπεζα είναι θεσμός πολύ προγενέστερος του καπιταλισμού, εξ αυτής απορρέουν οι δυο αποκλειστικά καπιταλιστικοί θεσμοί, η ανώνυμος εταιρεία και το χρηματιστήριο. Κατά κάποιον τρόπο, η τράπεζα συνδέει τον καπιταλισμό με τα προηγούμενα κοινωνικά και οικονομικά συστήματα και τούτη η σύνδεση δείχνει πολύ παραστατικά πως το μεταγενέστερο σύστημα οργάνωσης της κοινωνικής ζωής βγαίνει από το προγενέστερο, με συνέπεια και αναγκαιότητα.
Ο Μαρξ ονόμασε το χρηματιστήριο ναό του καπιταλισμού. Όντως, η μόνη θεότητα που λατρεύεται εκεί μέσα είναι το χρήμα και γενικότερα οι αξίες. Εννοείται, οι οικονομικές αξίες (τραπεζογραμμάτια, χρεόγραφα, μετοχές κ,λπ.) και όχι οι ηθικές. Ο καπιταλισμός έκανε κατανομή έργου. Τις ηθικές αξίες τις εναπόθεσε προς φύλαξη στις εκκλησίες. Όμως, αν εμπιστευτείς την Ελλάδα στον πατριωτισμό των Ελλήνων και την ηθική στο χριστιανισμό των Ελλήνων χριστιανών, κάηκες. Άλλωστε, δεν θα ήταν δυνατό να έχουμε όλοι μας την ίδια άποψη για τον πατριωτισμό και την ηθική. Γι” αυτό ακριβώς και επεμβαίνει ο χωροφύλακας. Για να σου διδάξει εθνικοφροσύνη κατά τον επίσημο τρόπο. Ενώ ο παπάς επεμβαίνει για να σου διδάξει την ηθική όπως αυτός την καταλαβαίνει. Αλλά δεν νομίζω πως είναι σε θέση να καταλάβει και πολλά πράγματα ένας παπάς. Αν μπορούσε να καταλάβει πολλά πράγματα ένας παπάς, θα έκανε ένα άλλο επάγγελμα, που προϋποθέτει μυαλό και σπουδές.
Η τράπεζα είναι ναός του χρήματος εν γένει: του φεουδαρχικού, του καπιταλιστικού, του σοσιαλισμού. Η τράπεζα είναι κάτι σαν την κόκκινη γραβάτα: φοριέται μ” όλα. Εννοώ όλα τα κοινωνικά συστήματα που χρησιμοποιούν χρήμα. Χρήμα ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες το χρήσιμο πράγμα. Η σοφή Eλληνική γλώσσα άλλη μια φορά κυριολεκτεί απολύτως. Δεν φαντάζομαι να υπάρχει κάποιος που να πιστεύει πως το χρήμα δεν είναι χρήσιμο πράγμα.
Το χρήμα προηγείται και λογικά και ιστορικά του νομίσματος. Χρήμα μπορεί να είναι οποιοδήποτε χρήσιμο πράγμα που ανταλλάσσει κανείς με οποιοδήποτε άλλο χρήσιμο πράγμα. Π.χ. μπορείς να δώσεις δυο κιλά αγγουράκια και να πάρεις από έναν άλλο παραγωγό ένα κιλό κολοκυθάκια. Θα πάρεις λιγότερα, διότι τα κολοκυθάκια χρειάζονται μεγαλύτερη φροντίδα και συνεπώς περισσότερη εργασία. Στο παράδειγμα το αγγούρι είναι χρήμα αφού σου χρησιμεύει για να το ανταλλάσσεις με άλλα χρήσιμα πράγματα. Θα μπορούσες όμως να χρησιμοποιήσεις το κολοκύθι σαν χρήμα. Κάθε χρήσιμο πράγμα μπορεί να ανταλλαγεί με ένα άλλο χρήσιμο πράγμα. Εμπόριο θα ήταν δυνατό να υπάρξει σ” αυτή την πρώτη, την ανταλλακτική μορφή που είναι, βέβαια, πάρα πολύ άβολη. Θα γίνει όμως βολική όταν το νόμισμα πάρει τη θέση χρήματος.
Νόμισμα είναι αυτό που… νομίζει κανείς. Αλλά με την αρχαιοελληνική έννοια του ρήματος. Νομίζω στα αρχαία ελληνικά σημαίνει θεωρώ, παραδέχομαι, αναγνωρίζω κάτι από έθος, από έθιμο, από συνήθεια, ή αποδέχομαι διά νόμου. Έτσι, «νομίζω τους θεούς» σημαίνει αναγνωρίζω τους θεούς, και συνεπώς πιστεύω στους θεούς που πιστεύουν και οι άλλοι σ” ένα συγκεκριμένο τόπο. Ενώ «νομίζω θεούς» (χωρίς το άρθρο) σημαίνει πιστεύω στον Θεό, έτσι γενικά.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, νόμισμα είναι αυτό που κατ” έθιμο ή κατά νόμο παραδεχόμαστε όλοι πως έχει μια αξία. Του αναγνωρίζουμε, δηλαδή, μια αξία που μπορεί και να μην την έχει, όπως ακριβώς κι ο Θεός. Το χαρτονόμισμα π.χ. δεν έχει καμία αξία καθεαυτό. Ένα χρωματιστό χαρτάκι είναι, που σαν ζωγραφιά αποσπά αμέσως την προσοχή του μωρού- αλλά και των μωρών. Όμως, αποφασίσαμε κάποτε να του δώσουμε μια αξία για να μπορούμε να κάνουμε εύκολα τη δουλειά μας όταν συναλλασσόμαστε με τους άλλους.
Το νόμισμα, νοούμενο σαν μια συμβολική, συμβατική αξία, που όμως παραπέμπει σε κάτι πολύ συγκεκριμένο (θα δούμε σε τι) είναι εφεύρεση μάλλον των Ελλήνων της Ιωνίας. Οι Ίωνες, οι δημιουργοί του ελληνικού πολιτισμού, ή κάποιος άλλος λαός της Μικράς Ασίας, είχαν τη φαεινή ιδέα να «υποχρεώσουν» τα εμπορεύματα να «αντιπροσωπευτούν» με κάτι που δεν είναι εμπόρευμα, αλλά θα μπορούσε να θεωρηθεί εμπόρευμα, αρκεί η κοινωνία να συμφωνούσε πως το κοινό ισοδύναμο όλων των εμπορευμάτων, το νόμισμα, έχει πράγματι μια αξία, παρόλο που δεν του φαίνεται άμεσα αφού η αξία του είναι συμβολική. Από τότε, λοιπόν, όταν οι άνθρωποι έχουν στην τσέπη τους Α ποσό νομισμάτων είναι σαν να έχουν οποιοδήποτε εμπόρευμα θα μπορούσε να αγοράσει κανείς μ” αυτό το ποσό.
Εντελώς εκπληκτική εφεύρεση το νόμισμα: σου επιτρέπει να βάζεις στην τσέπη σου ας πούμε εκατό κιλά πατάτες, ή να χώσεις στην τσάντα σου, ας πούμε, ένα αυτοκίνητο. Το νόμισμα ευκολύνει τις συναλλαγές. Ευκολύνει όμως και την κλοπή. Είναι δύσκολο να κλέψεις ένα αεροπλάνο, όμως είναι εύκολο να κλέψεις χρήμα ίσο προς την αξία ενός αεροπλάνου.
Το κοσμοϊστορικό γεγονός της κοπής του πρώτου στον κόσμο επισήμου νομίσματος συνέβη γύρω στα 700 π.Χ., στην Ιωνία. Αλλά οι Έλληνες, καλλιτέχνες απ” τη φύση τους (οι αρχαίοι Έλληνες, εννοώ) αντιμετώπισαν το νόμισμα εξαρχής σαν σύμβολο. Και γι” αυτό τα πρώτα νομίσματα που έκοψαν ήταν από ήλεκτρο. Σκεφτείτε να έχετε στο χέρι σας ένα κομπολόι από κεχριμπάρι (ήλεκτρο) και να κάνετε τις πληρωμές σας με χάντρες ελέγχοντας τις χάντρες που απομένουν στο κομπολόι και που όσο λιγοστεύουν, τόσο δυσκολεύει το «μπεγλέρι», το παιχνίδι με το κομπολόι. Όμως, το ήλεκτρο ήταν αρκετά άφθονο στην Μικρά Ασία. Κι έτσι, ο καθένας θα μπορούσε μάλλον άνετα να βάζει όσα κεχριμπαρένια νομίσματα ήθελε στο πορτοφόλι του. Η παραχάραξη ήταν εύκολη.
Οι γείτονες των Ελλήνων της Ιωνίας, οι Λυδοί, διαπίστωσαν πως είναι αδύνατο να εμπιστευτείς την οικονομία στον «πατριωτισμό των Ελλήνων», γιατί εκτός από ευφυείς ήταν και πονηροί. Οι ακόμα πιο πονηροί Λυδοί, λοιπόν, οι γείτονες των Ελλήνων στη Μικρά Ασία, τους την έφεραν. Αντικατέστησαν το κεχριμπάρι με χρυσάφι, που ήταν σπάνιο και δεν μπορούσε ο καθένας να το αρπάξει απ” τη φύση απλώνοντας το χέρι, όπως περίπου γινόταν με το κεχριμπάρι, που ήταν σχετικά άφθονο.
Οι Λυδοί λοιπόν είναι οι εφευρέτες του περίφημου χρυσού κανόνα: δεν αρκεί να έχεις στο χέρι σου ένα σύμβολο που το λεν νόμισμα, πρέπει αυτό το σύμβολο να μπορεί να αντικαταστήσει τη συμβολική του αξία με πραγματική, ώστε να σταματήσουν τα εκ του συμβολισμού απορρέοντα παρατράγουδα. Όντως, μετά την επέμβαση των Λυδών η πραγματική αξία του συμβολικού νομίσματος θα μετριέται με χρυσό. Στο εξής το νόμισμα δεν θα είναι απλώς σύμβολο όταν έχει αντίκρισμα σε χρυσό.
Πρέπει, λοιπόν, στις σημερινές εκδοτικές τράπεζες (είναι αυτές που εκδίδουν, που κόβουν το νόμισμα) να υπάρχει στα υπόγειά τους αντίκρισμα σε χρυσό, κάλυμμα του νομίσματος που κυκλοφορεί σε χρυσό, πράγμα που δίνει πραγματική αξία στο συμβολισμό των νομισμάτων. Όλα τα νομίσματα που κυκλοφορούν και που δεν είναι χρυσά ή αργυρά, αλλά χάρτινα, πρέπει να είναι καλυμμένα, δηλαδή εγγυημένα με μια Α ποσότητα χρυσού το καθένα με τρόπον τέτοιο, που όταν πηγαίνεις στην τράπεζα και δίνεις Α ποσό νομισμάτων αυτή να μπορεί να σου δώσει αμέσως και χωρίς περιστροφές το αναλογούν σε αυτό το ποσό χρυσάφι.
Ο καπιταλισμός, ως αξιόπιστο οικονομικό σύστημα νοούμενος, χρωστάει πολλά στον πανάρχαιο χρυσό κανόνα. Όμως, πηγαίνετε σήμερα στην τράπεζα και πέστε στον υπάλληλο: Πάρε αυτά τα χρήματα και δώσε μου το χρυσάφι που αναλογεί. Θα ανοίξει το στόμα του με εύλογη απορία. Ίσως σε περάσει για εξωγήινο, αφού ακόμα δεν πληροφορήθηκες πως ο χρυσός κανόνας, το καύχημα και το αγλάισμα του καπιταλισμού, πήγε προ πολλού περίπατο και ότι το νόμισμα ξέφυγε από τη λογική των αρχαίων Λυδών και απόκτησε και πάλι μόνο συμβολική αξία, όπως τον καιρό των αρχαίων Ελλήνων Ιώνων.
Να πώς έγινε και καταργήθηκε ο χρυσός κανόνας. Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέσα στην αναμπουμπούλα, τα χρυσωρυχεία ξέφυγαν από κάθε έλεγχο. Άλλα υπερπαρήγαγαν χρυσάφι, κι άλλα έκλεισαν, με συνέπεια να αναστατωθεί η παγκόσμια αγορά χρυσού. Τούτη η αναστάτωση, μεταξύ άλλων οδήγησε στη μεγάλη οικονομική κρίση του 1929.
Κατόπιν τούτου, οι οικονομολόγοι σκέφτηκαν και είπαν πως δεν είναι να έχεις εμπιστοσύνη στο χρυσό, γιατί η σπέκουλα έγινε πάρα πολύ εύκολη και μ” αυτόν. Ο στυλοβάτης του καπιταλισμού (κι όχι μόνο), το χρυσάφι, έγινε ο εφιάλτης του καπιταλισμού. Έπρεπε λοιπόν να καταργηθεί ο χρυσός κανόνας. Κι έτσι, το Σεπτέμβριο του 1931 πρώτη η πάντα πρωτοπόρο Αγγλία, παρά την πανίσχυρη χρυσή της λίρα, καταργεί το χρυσό κανόνα.
Στο εξής μόνο η καλή πίστη και η εντιμότητα ή ο αυστηρός έλεγχος θα μπορούσαν να εγγυηθούν την αξία ενός νομίσματος. Κι έτσι άρχισαν να εμφανίζονται για πρώτη φορά στον κόσμο τα ισχυρά και τα ασθενή νομίσματα, ανάλογα με το πόσο αξιόπιστη από οικονομικής απόψεως είναι η χώρα που εκδίδει ένα συγκεκριμένο νόμισμα, και όχι ανάλογα με το πόσο χρυσάφι έχει στα ταμεία η εκδοτική της τράπεζα.
Αντί, λοιπόν, για αντίκρισμα σε χρυσό που καλύπτει τα νομίσματα που δεν είναι χρυσά, οι τράπεζες σήμερα εγγυώνται την αξία του κυκλοφορούντος νομίσματος με ένα άλλο νόμισμα, ισχυρό.Kι έτσι, αντί να υπάρχει μόνο χρυσός στα υπόγεια των τραπεζών, υπάρχουν μαζί με το χρυσό και δολάρια και μάρκα και άλλα ισχυρά νομίσματα.
Ο Μαρξ ονόμασε το χρηματιστήριο ναό του καπιταλισμού. Όντως, η μόνη θεότητα που λατρεύεται εκεί μέσα είναι το χρήμα και γενικότερα οι αξίες. Εννοείται, οι οικονομικές αξίες (τραπεζογραμμάτια, χρεόγραφα, μετοχές κ,λπ.) και όχι οι ηθικές. Ο καπιταλισμός έκανε κατανομή έργου. Τις ηθικές αξίες τις εναπόθεσε προς φύλαξη στις εκκλησίες. Όμως, αν εμπιστευτείς την Ελλάδα στον πατριωτισμό των Ελλήνων και την ηθική στο χριστιανισμό των Ελλήνων χριστιανών, κάηκες. Άλλωστε, δεν θα ήταν δυνατό να έχουμε όλοι μας την ίδια άποψη για τον πατριωτισμό και την ηθική. Γι” αυτό ακριβώς και επεμβαίνει ο χωροφύλακας. Για να σου διδάξει εθνικοφροσύνη κατά τον επίσημο τρόπο. Ενώ ο παπάς επεμβαίνει για να σου διδάξει την ηθική όπως αυτός την καταλαβαίνει. Αλλά δεν νομίζω πως είναι σε θέση να καταλάβει και πολλά πράγματα ένας παπάς. Αν μπορούσε να καταλάβει πολλά πράγματα ένας παπάς, θα έκανε ένα άλλο επάγγελμα, που προϋποθέτει μυαλό και σπουδές.
Η τράπεζα είναι ναός του χρήματος εν γένει: του φεουδαρχικού, του καπιταλιστικού, του σοσιαλισμού. Η τράπεζα είναι κάτι σαν την κόκκινη γραβάτα: φοριέται μ” όλα. Εννοώ όλα τα κοινωνικά συστήματα που χρησιμοποιούν χρήμα. Χρήμα ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες το χρήσιμο πράγμα. Η σοφή Eλληνική γλώσσα άλλη μια φορά κυριολεκτεί απολύτως. Δεν φαντάζομαι να υπάρχει κάποιος που να πιστεύει πως το χρήμα δεν είναι χρήσιμο πράγμα.
Το χρήμα προηγείται και λογικά και ιστορικά του νομίσματος. Χρήμα μπορεί να είναι οποιοδήποτε χρήσιμο πράγμα που ανταλλάσσει κανείς με οποιοδήποτε άλλο χρήσιμο πράγμα. Π.χ. μπορείς να δώσεις δυο κιλά αγγουράκια και να πάρεις από έναν άλλο παραγωγό ένα κιλό κολοκυθάκια. Θα πάρεις λιγότερα, διότι τα κολοκυθάκια χρειάζονται μεγαλύτερη φροντίδα και συνεπώς περισσότερη εργασία. Στο παράδειγμα το αγγούρι είναι χρήμα αφού σου χρησιμεύει για να το ανταλλάσσεις με άλλα χρήσιμα πράγματα. Θα μπορούσες όμως να χρησιμοποιήσεις το κολοκύθι σαν χρήμα. Κάθε χρήσιμο πράγμα μπορεί να ανταλλαγεί με ένα άλλο χρήσιμο πράγμα. Εμπόριο θα ήταν δυνατό να υπάρξει σ” αυτή την πρώτη, την ανταλλακτική μορφή που είναι, βέβαια, πάρα πολύ άβολη. Θα γίνει όμως βολική όταν το νόμισμα πάρει τη θέση χρήματος.
Νόμισμα είναι αυτό που… νομίζει κανείς. Αλλά με την αρχαιοελληνική έννοια του ρήματος. Νομίζω στα αρχαία ελληνικά σημαίνει θεωρώ, παραδέχομαι, αναγνωρίζω κάτι από έθος, από έθιμο, από συνήθεια, ή αποδέχομαι διά νόμου. Έτσι, «νομίζω τους θεούς» σημαίνει αναγνωρίζω τους θεούς, και συνεπώς πιστεύω στους θεούς που πιστεύουν και οι άλλοι σ” ένα συγκεκριμένο τόπο. Ενώ «νομίζω θεούς» (χωρίς το άρθρο) σημαίνει πιστεύω στον Θεό, έτσι γενικά.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, νόμισμα είναι αυτό που κατ” έθιμο ή κατά νόμο παραδεχόμαστε όλοι πως έχει μια αξία. Του αναγνωρίζουμε, δηλαδή, μια αξία που μπορεί και να μην την έχει, όπως ακριβώς κι ο Θεός. Το χαρτονόμισμα π.χ. δεν έχει καμία αξία καθεαυτό. Ένα χρωματιστό χαρτάκι είναι, που σαν ζωγραφιά αποσπά αμέσως την προσοχή του μωρού- αλλά και των μωρών. Όμως, αποφασίσαμε κάποτε να του δώσουμε μια αξία για να μπορούμε να κάνουμε εύκολα τη δουλειά μας όταν συναλλασσόμαστε με τους άλλους.
Το νόμισμα, νοούμενο σαν μια συμβολική, συμβατική αξία, που όμως παραπέμπει σε κάτι πολύ συγκεκριμένο (θα δούμε σε τι) είναι εφεύρεση μάλλον των Ελλήνων της Ιωνίας. Οι Ίωνες, οι δημιουργοί του ελληνικού πολιτισμού, ή κάποιος άλλος λαός της Μικράς Ασίας, είχαν τη φαεινή ιδέα να «υποχρεώσουν» τα εμπορεύματα να «αντιπροσωπευτούν» με κάτι που δεν είναι εμπόρευμα, αλλά θα μπορούσε να θεωρηθεί εμπόρευμα, αρκεί η κοινωνία να συμφωνούσε πως το κοινό ισοδύναμο όλων των εμπορευμάτων, το νόμισμα, έχει πράγματι μια αξία, παρόλο που δεν του φαίνεται άμεσα αφού η αξία του είναι συμβολική. Από τότε, λοιπόν, όταν οι άνθρωποι έχουν στην τσέπη τους Α ποσό νομισμάτων είναι σαν να έχουν οποιοδήποτε εμπόρευμα θα μπορούσε να αγοράσει κανείς μ” αυτό το ποσό.
Εντελώς εκπληκτική εφεύρεση το νόμισμα: σου επιτρέπει να βάζεις στην τσέπη σου ας πούμε εκατό κιλά πατάτες, ή να χώσεις στην τσάντα σου, ας πούμε, ένα αυτοκίνητο. Το νόμισμα ευκολύνει τις συναλλαγές. Ευκολύνει όμως και την κλοπή. Είναι δύσκολο να κλέψεις ένα αεροπλάνο, όμως είναι εύκολο να κλέψεις χρήμα ίσο προς την αξία ενός αεροπλάνου.
Το κοσμοϊστορικό γεγονός της κοπής του πρώτου στον κόσμο επισήμου νομίσματος συνέβη γύρω στα 700 π.Χ., στην Ιωνία. Αλλά οι Έλληνες, καλλιτέχνες απ” τη φύση τους (οι αρχαίοι Έλληνες, εννοώ) αντιμετώπισαν το νόμισμα εξαρχής σαν σύμβολο. Και γι” αυτό τα πρώτα νομίσματα που έκοψαν ήταν από ήλεκτρο. Σκεφτείτε να έχετε στο χέρι σας ένα κομπολόι από κεχριμπάρι (ήλεκτρο) και να κάνετε τις πληρωμές σας με χάντρες ελέγχοντας τις χάντρες που απομένουν στο κομπολόι και που όσο λιγοστεύουν, τόσο δυσκολεύει το «μπεγλέρι», το παιχνίδι με το κομπολόι. Όμως, το ήλεκτρο ήταν αρκετά άφθονο στην Μικρά Ασία. Κι έτσι, ο καθένας θα μπορούσε μάλλον άνετα να βάζει όσα κεχριμπαρένια νομίσματα ήθελε στο πορτοφόλι του. Η παραχάραξη ήταν εύκολη.
Οι γείτονες των Ελλήνων της Ιωνίας, οι Λυδοί, διαπίστωσαν πως είναι αδύνατο να εμπιστευτείς την οικονομία στον «πατριωτισμό των Ελλήνων», γιατί εκτός από ευφυείς ήταν και πονηροί. Οι ακόμα πιο πονηροί Λυδοί, λοιπόν, οι γείτονες των Ελλήνων στη Μικρά Ασία, τους την έφεραν. Αντικατέστησαν το κεχριμπάρι με χρυσάφι, που ήταν σπάνιο και δεν μπορούσε ο καθένας να το αρπάξει απ” τη φύση απλώνοντας το χέρι, όπως περίπου γινόταν με το κεχριμπάρι, που ήταν σχετικά άφθονο.
Οι Λυδοί λοιπόν είναι οι εφευρέτες του περίφημου χρυσού κανόνα: δεν αρκεί να έχεις στο χέρι σου ένα σύμβολο που το λεν νόμισμα, πρέπει αυτό το σύμβολο να μπορεί να αντικαταστήσει τη συμβολική του αξία με πραγματική, ώστε να σταματήσουν τα εκ του συμβολισμού απορρέοντα παρατράγουδα. Όντως, μετά την επέμβαση των Λυδών η πραγματική αξία του συμβολικού νομίσματος θα μετριέται με χρυσό. Στο εξής το νόμισμα δεν θα είναι απλώς σύμβολο όταν έχει αντίκρισμα σε χρυσό.
Πρέπει, λοιπόν, στις σημερινές εκδοτικές τράπεζες (είναι αυτές που εκδίδουν, που κόβουν το νόμισμα) να υπάρχει στα υπόγειά τους αντίκρισμα σε χρυσό, κάλυμμα του νομίσματος που κυκλοφορεί σε χρυσό, πράγμα που δίνει πραγματική αξία στο συμβολισμό των νομισμάτων. Όλα τα νομίσματα που κυκλοφορούν και που δεν είναι χρυσά ή αργυρά, αλλά χάρτινα, πρέπει να είναι καλυμμένα, δηλαδή εγγυημένα με μια Α ποσότητα χρυσού το καθένα με τρόπον τέτοιο, που όταν πηγαίνεις στην τράπεζα και δίνεις Α ποσό νομισμάτων αυτή να μπορεί να σου δώσει αμέσως και χωρίς περιστροφές το αναλογούν σε αυτό το ποσό χρυσάφι.
Ο καπιταλισμός, ως αξιόπιστο οικονομικό σύστημα νοούμενος, χρωστάει πολλά στον πανάρχαιο χρυσό κανόνα. Όμως, πηγαίνετε σήμερα στην τράπεζα και πέστε στον υπάλληλο: Πάρε αυτά τα χρήματα και δώσε μου το χρυσάφι που αναλογεί. Θα ανοίξει το στόμα του με εύλογη απορία. Ίσως σε περάσει για εξωγήινο, αφού ακόμα δεν πληροφορήθηκες πως ο χρυσός κανόνας, το καύχημα και το αγλάισμα του καπιταλισμού, πήγε προ πολλού περίπατο και ότι το νόμισμα ξέφυγε από τη λογική των αρχαίων Λυδών και απόκτησε και πάλι μόνο συμβολική αξία, όπως τον καιρό των αρχαίων Ελλήνων Ιώνων.
Να πώς έγινε και καταργήθηκε ο χρυσός κανόνας. Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέσα στην αναμπουμπούλα, τα χρυσωρυχεία ξέφυγαν από κάθε έλεγχο. Άλλα υπερπαρήγαγαν χρυσάφι, κι άλλα έκλεισαν, με συνέπεια να αναστατωθεί η παγκόσμια αγορά χρυσού. Τούτη η αναστάτωση, μεταξύ άλλων οδήγησε στη μεγάλη οικονομική κρίση του 1929.
Κατόπιν τούτου, οι οικονομολόγοι σκέφτηκαν και είπαν πως δεν είναι να έχεις εμπιστοσύνη στο χρυσό, γιατί η σπέκουλα έγινε πάρα πολύ εύκολη και μ” αυτόν. Ο στυλοβάτης του καπιταλισμού (κι όχι μόνο), το χρυσάφι, έγινε ο εφιάλτης του καπιταλισμού. Έπρεπε λοιπόν να καταργηθεί ο χρυσός κανόνας. Κι έτσι, το Σεπτέμβριο του 1931 πρώτη η πάντα πρωτοπόρο Αγγλία, παρά την πανίσχυρη χρυσή της λίρα, καταργεί το χρυσό κανόνα.
Στο εξής μόνο η καλή πίστη και η εντιμότητα ή ο αυστηρός έλεγχος θα μπορούσαν να εγγυηθούν την αξία ενός νομίσματος. Κι έτσι άρχισαν να εμφανίζονται για πρώτη φορά στον κόσμο τα ισχυρά και τα ασθενή νομίσματα, ανάλογα με το πόσο αξιόπιστη από οικονομικής απόψεως είναι η χώρα που εκδίδει ένα συγκεκριμένο νόμισμα, και όχι ανάλογα με το πόσο χρυσάφι έχει στα ταμεία η εκδοτική της τράπεζα.
Αντί, λοιπόν, για αντίκρισμα σε χρυσό που καλύπτει τα νομίσματα που δεν είναι χρυσά, οι τράπεζες σήμερα εγγυώνται την αξία του κυκλοφορούντος νομίσματος με ένα άλλο νόμισμα, ισχυρό.Kι έτσι, αντί να υπάρχει μόνο χρυσός στα υπόγεια των τραπεζών, υπάρχουν μαζί με το χρυσό και δολάρια και μάρκα και άλλα ισχυρά νομίσματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου