Κυριακή 6 Αυγούστου 2023

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ

ΞΕΝ Οικ 2.9–2.18

Σωκρατική άγνοια για την καλή διαχείριση μιας περιουσίας

Ο Κριτόβουλος έχει πειστεί για τη σχετικότητα του ζεύγους "πλούτος–φτώχεια", την οποία υποστήριξε προηγουμένως ο Σωκράτης, και του ζητά πλέον τρόπους καλής διαχείρισης και αύξησης της περιουσίας του.


[2.9] καὶ ὁ Κριτόβουλος εἶπεν· Ἐγὼ τούτοις, ὦ Σώκρατες, οὐκ ἔχω
ἀντιλέγειν· ἀλλ’ ὥρα σοι προστατεύειν ἐμοῦ, ὅπως μὴ τῷ
ὄντι οἰκτρὸς γένωμαι. ἀκούσας οὖν ὁ Σωκράτης εἶπε· Καὶ
οὐ θαυμαστὸν δοκεῖς, ὦ Κριτόβουλε, τοῦτο σαυτῷ ποιεῖν,
ὅτι ὀλίγῳ μὲν πρόσθεν, ὅτε ἐγὼ ἔφην πλουτεῖν, ἐγέλασας
ἐπ’ ἐμοὶ ὡς οὐδὲ εἰδότι ὅ τι εἴη πλοῦτος, καὶ πρότερον οὐκ
ἐπαύσω πρὶν ἐξήλεγξάς με καὶ ὁμολογεῖν ἐποίησας μηδὲ
ἑκατοστὸν μέρος τῶν σῶν κεκτῆσθαι, νῦν δὲ κελεύεις προ-
στατεύειν μέ σου καὶ ἐπιμελεῖσθαι ὅπως ἂν μὴ παντάπασιν
ἀληθῶς πένης γένοιο; [2.10] Ὁρῶ γάρ σε, ἔφη, ὦ Σώκρατες, ἕν τι
πλουτηρὸν ἔργον ἐπιστάμενον περιουσίαν ποιεῖν. τὸν οὖν
ἀπ’ ὀλίγων περιποιοῦντα ἐλπίζω ἀπὸ πολλῶν γ’ ἂν πάνυ
ῥᾳδίως πολλὴν περιουσίαν ποιῆσαι. [2.11] Οὔκουν μέμνησαι ἀρτίως
ἐν τῷ λόγῳ ὅτε οὐδ’ ἀναγρύζειν μοι ἐξουσίαν ἐποίησας, λέγων
ὅτι τῷ μὴ ἐπισταμένῳ ἵπποις χρῆσθαι οὐκ εἴη χρήματα οἱ
ἵπποι οὐδὲ ἡ γῆ οὐδὲ τὰ πρόβατα οὐδὲ ἀργύριον οὐδὲ ἄλλο
οὐδὲ ἓν ὅτῳ τις μὴ ἐπίσταιτο χρῆσθαι; εἰσὶ μὲν οὖν αἱ
πρόσοδοι ἀπὸ τῶν τοιούτων· ἐμὲ δὲ πῶς τινὶ τούτων οἴει ἂν
ἐπιστηθῆναι χρῆσθαι, ᾧ τὴν ἀρχὴν οὐδὲν πώποτ’ ἐγένετο
τούτων; [2.12] Ἀλλ’ ἐδόκει ἡμῖν, καὶ εἰ μὴ χρήματά τις τύχοι
ἔχων, ὅμως εἶναί τις ἐπιστήμη οἰκονομίας. τί οὖν κωλύει
καὶ σὲ ἐπίστασθαι; Ὅπερ νὴ Δία καὶ αὐλεῖν ἂν κωλύσειεν
ἄνθρωπον ἐπίστασθαι, εἰ μήτε αὐτὸς πώποτε κτήσαιτο αὐλοὺς
μήτε ἄλλος αὐτῷ παράσχοι ἐν τοῖς αὑτοῦ μανθάνειν· οὕτω
δὴ καὶ ἐμοὶ ἔχει περὶ τῆς οἰκονομίας. [2.13] οὔτε γὰρ αὐτὸς ὄργανα
χρήματα ἐκεκτήμην, ὥστε μανθάνειν, οὔτε ἄλλος πώποτέ μοι
παρέσχε τὰ ἑαυτοῦ διοικεῖν ἀλλ’ ἢ σὺ νυνὶ ἐθέλεις παρέχειν.
οἱ δὲ δήπου τὸ πρῶτον μανθάνοντες κιθαρίζειν καὶ τὰς λύρας
λυμαίνονται· καὶ ἐγὼ δὴ εἰ ἐπιχειρήσαιμι ἐν τῷ σῷ οἴκῳ
μανθάνειν οἰκονομεῖν, ἴσως ἂν καταλυμηναίμην ἄν σου τὸν
οἶκον. [2.14] πρὸς ταῦτα ὁ Κριτόβουλος εἶπε· Προθύμως γε, ὦ
Σώκρατες, ἀποφεύγειν μοι πειρᾷ μηδέν με συνωφελῆσαι εἰς
τὸ ῥᾷον ὑποφέρειν τὰ ἐμοὶ ἀναγκαῖα πράγματα. Οὐ μὰ Δί’,
ἔφη ὁ Σωκράτης, οὐκ ἔγωγε, ἀλλ’ ὅσα ἔχω καὶ πάνυ προθύμως
ἐξηγήσομαί σοι. [2.15] οἶμαι δ’ ἂν καὶ εἰ ἐπὶ πῦρ ἐλθόντος σου
καὶ μὴ ὄντος παρ’ ἐμοί, εἰ ἄλλοσε ἡγησάμην ὁπόθεν σοι εἴη
λαβεῖν, οὐκ ἂν ἐμέμφου μοι, καὶ εἰ ὕδωρ παρ’ ἐμοῦ αἰτοῦντί
σοι αὐτὸς μὴ ἔχων ἄλλοσε καὶ ἐπὶ τοῦτο ἤγαγον, οἶδ’ ὅτι
οὐδ’ ἂν τοῦτό μοι ἐμέμφου, καὶ εἰ βουλομένου μουσικὴν
μαθεῖν σου παρ’ ἐμοῦ δείξαιμί σοι πολὺ δεινοτέρους ἐμοῦ
περὶ μουσικὴν καί σοι χάριν <ἂν> εἰδότας, εἰ ἐθέλοις παρ’
αὐτῶν μανθάνειν, τί ἂν ἔτι μοι ταῦτα ποιοῦντι μέμφοιο;
[2.16] Οὐδὲν ἂν δικαίως γε, ὦ Σώκρατες. Ἐγὼ τοίνυν σοι δείξω,
ὦ Κριτόβουλε, ὅσα νῦν λιπαρεῖς παρ’ ἐμοῦ μανθάνειν πολὺ
ἄλλους ἐμοῦ δεινοτέρους [τοὺς] περὶ ταῦτα. ὁμολογῶ δὲ
μεμεληκέναι μοι οἵτινες ἕκαστα ἐπιστημονέστατοί εἰσι τῶν
ἐν τῇ πόλει. [2.17] καταμαθὼν γάρ ποτε ἀπὸ τῶν αὐτῶν ἔργων
τοὺς μὲν πάνυ ἀπόρους ὄντας, τοὺς δὲ πάνυ πλουσίους,
ἀπεθαύμασα, καὶ ἔδοξέ μοι ἄξιον εἶναι ἐπισκέψεως ὅ τι εἴη
τοῦτο. καὶ ηὗρον ἐπισκοπῶν πάνυ οἰκείως ταῦτα γιγνόμενα.
[2.18] τοὺς μὲν γὰρ εἰκῇ ταῦτα πράττοντας ζημιουμένους ἑώρων,
τοὺς δὲ γνώμῃ συντεταμένῃ ἐπιμελουμένους καὶ θᾶττον καὶ
ῥᾷον καὶ κερδαλεώτερον κατέγνων πράττοντας. παρ’ ὧν ἂν
καὶ σὲ οἶμαι, εἰ βούλοιο, μαθόντα, εἴ σοι ὁ θεὸς μὴ ἐναντιοῖτο,
πάνυ ἂν δεινὸν χρηματιστὴν γενέσθαι.

***
Και ο Κριτόβουλος είπε. (Κριτ.) Εγώ, Σωκράτη, δεν μπορώ πια να 'χω διαφορετική γνώμη σ' αυτά· μον' ελα κι είναι καιρός να με προστατέψεις, για να μη γίνω στ' αλήθεια, αξιολύπητος. Ο Σωκράτης λοιπόν, σαν τ' άκουσε είπε. (Σωκρ.) Μα, δε νομίζεις πως λες κάτι παράξενο για τον εαυτό σου, Κριτόβουλε, εσύ, που λίγο πιο μπροστά, όταν εγώ είπα πως είμαι πλούσιος, γέλασες ειρωνικά γιατί τάχα δεν ήξερα τι είναι πλούτος, και δεν έπαψες να κοροϊδεύεις παρά σαν μου 'κανες έλεγχο, και μ' έκανες να ομολογήσω πως δεν έχω ούτε το ένα εκατοστό της περιουσίας της δίκης σου, και τώρα με παρακαλείς να σε προστατεύω και να φροντίζω, πώς να μη γίνεις στ' αλήθεια ολότελα φτωχός;

(Κριτ.) Ναι· μα σε βλέπω Σωκράτη, είπε, να κατέχεις ένα τρόπο πλουτοπαραγωγικό για να μπορείς να κάνεις περιουσία. Ελπίζω πως εκείνος, που κατορθώνει, από λίγα κεφάλαια ξεκινώντας, να 'χει περίσσευμα, αν ξεκινά από πολλά, ελπίζω, λέω, πως πολύ εύκολα θα κατορθώσει να κάμει περιουσία.

(Σωκρ.) Ναι, μα ξέχασες, πως πιο μπροστά δεν μ' άφησες ούτε λέξη να πω, λέγοντας πως σ' αυτόν, που δεν ξέρει να μεταχειρισθεί τ' άλογα, δεν είναι περιουσία τ' άλογα, ούτε τα χωράφια, ούτε τα πρόβατα, ούτε τα λεφτά, ούτε τίποτα, που δεν θα 'ξερε κανείς να το μεταχειρίζεται; Τα εισοδήματα λοιπόν γίνονται απ' αυτά. Και τότε πώς έχεις τη γνώμη πως εγώ θα μπορέσω να μάθω να μεταχειρίζομαι κάτι απ' αυτά, εγώ που δεν είχα καθόλου, ποτέ, τίποτε απ' αυτά;

(Κριτ.) Μα είπαμε πως, κι αν κανένας τύχει να μην έχει νοικοκυριό, υπάρχει κάποια γνώση της νοικοκυρωσύνης. Τι σ' εμποδίζει λοιπόν να ξέρεις; (Σωκρ.) Εκείνο ακριβώς, μα το θεό, που θα εμπόδιζε έναν άνθρωπο να ξέρει να παίζει αυλούς, αν ούτε ο ίδιος είχε αποκτήσει καμμιά φορά, ούτε κανένας άλλος του 'δωκε να μαθαίνει με τους δικούς του. Έτσι συμβαίνει και με μένα ως προς τη νοικοκυρωσύνη.

Γιατί ούτε ο ίδιος είχα αποκτήσει ποτέ μου μέσα να κάμω νοικοκυριό, για να μαθαίνω, ούτε κανένας άλλος μέχρι τα τώρα μου εμπιστεύθηκε να κάνω κουμάντο στην περιουσία του, εκτός αν θέλεις εσύ από σήμερα να μου την εμπιστευθείς. Όμως, όσοι μαθαίνουν για πρώτη φορά να κιθαρίζουν καταστρέφουν, όπως ξέρουμε, τις κιθάρες· κι εγώ λοιπόν, αν επιχειρούσα στο σπιτικό σου να μαθαίνω τη νοικοκυρωσύνη, μπορεί να σου κατέστρεφα τελείως τo σπιτικό.

Σ' αυτά, ο Κριτόβουλος παρατήρησε. (Κριτ.) Για κακή μου τύχη, Σωκράτη, προσπαθείς με προθυμία να αποφεύγεις να με βοηθήσεις και συ σε κάτι, για να οικονομώ ανετώτερα τ' απαραίτητά μου. (Σωκρ.). Μα το θεό, όχι·είπε ό Σωκράτης· εγώ τουλάχιστο δεν αποφεύγω, απεναντίας πάρα πολύ πρόθυμα, όσα κατέχω, θα σου τα διδάξω.

Πιστεύω, πως δε θα 'χες από μένα παράπονο, αν ερχόσουνα να μου ζητήσεις φωτιά και δεν είχα και σε πήγαινα κάπου αλλού, απ' όπου θα μπορούσες να πάρεις φωτιά∙ επίσης ξέρω, πως δε θα 'χες ούτε γι' αυτό παράπονο, αν δηλαδή ζητούσες νερό και δεν είχα και σε πήγαινα αλλού που έχει. Επίσης, αν ήθελες να μάθεις μουσική από μένα κι εγώ σου υπόδειχνα ανθρώπους, που είναι πιο ικανοί από μένα στη μουσική και που θα σου χρωστούσαν και χάρη, αν θα 'θελες να μαθαίνεις απ' αυτούς μουσική, δεν καταλαβαίνω, γιατί τάχα θα 'χες παράπονο από μένα γι' αυτά.

(Κριτ.) Βέβαια, δε θα 'χα κανένα παράπονο, Σωκράτη. (Σωκρ.) Ε, λοιπόν, εγώ θα σου υποδείξω, για όσα τώρα ικετεύεις να μαθαίνεις από μένα, Κριτόβουλε, άλλους, πολύ πιο έμπειρους σ' αυτά. Να 'σαι δε βέβαιος πως έχω φροντίσει να μάθω, ποιοι, για κάθε ζήτημα είναι οι τελειότατοι επιστήμονες απ' τους επιστήμονες της πόλης.

Γιατί όταν κάποτε εξακρίβωσα πως απ' τις ίδιες δουλειές άλλοι είναι πολύ φτωχοί κι άλλοι πολύ πλούσιοι, παραξενεύθηκα πολύ και σκέφθηκα πως αξίζει να εξετάσω, τι συμβαίνει. Και ερευνώντας βρήκα πως αυτό συμβαίνει πολύ φυσικά.

Γιατί έβλεπα, πως όσοι εκτελούσαν τις δουλειές χωρίς σκέψη, ζημιώνονταν, όσοι όμως φρόντιζαν με προσοχή, κατάλαβα πως τις εκτελούσαν τις δουλειές και ταχύτερα και ανετώτερα και επικερδέστερα. Απ' αυτούς τους δεύτερους νομίζω πως θα γινόσουνα και συ, αν ήθελες, αφού πρώτα μάθαινες, με τη βοήθεια των θεών, δηλαδή πολύ άξιος να βγάζεις λεπτά.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου