4. -αλέος
§ 328. Ιδιόμορφη εξέλιξη της Ελληνικής είναι το -αλέος [1]. Πρέπει να είναι προέκταση του επιθήματος -αλος· όμως η διαδικασία τοποθετείται στην προϊστορική περίοδο και δεν μπορεί να ανιχνευτεί σε κανένα παλιό παράδειγμα· το νηφαλέος 'νηφάλιος' (μαρτυρείται μόλις στη μετακλασική εποχή) π.χ. είναι πάντως πρόσφατος μετασχηματισμός του κλασικού νηφάλιος και προϋποθέτει ήδη τον έτοιμο τύπο -αλέος.
§ 329. Ήδη στον Όμηρο το -αλέος είναι τόσο ανεξαρτητοποιημένο, που πρέπει να αρκεστούμε στην απόδειξη μιας σχέσης με άλλα επιθήματα, ιδίως με επιθήματα με n αλλά και με r, i, u:
ἰσχαλέος 'ξερός' (Όμ.) από το ἰσχνός 'ξερός' (ύστερα στον Ιπποκράτη ἰσχναλέος [2], πρβ. ἰσχαίνειν - ἰσχναίνειν § 220)·
κερδαλέος 'επικερδής, χρήσιμος, πανούργος' (Όμ.) από τα κερδαίνειν 'κερδίζω', κέρδος ουδ., κερδίων - κέρδιστος·
ἁρπαλέος 'επιθυμητός, ποθητός, ελκυστικός' (Όμ.) από το *ἀλπαλέος από το ἔπ-αλπνος 'ευχάριστος' (Πίνδ.) με προσαρμογή του πνεύματος (και της σημασίας;) στο ἁρπάζειν (πρβ. Ἅρπαλος Ἁρπαλίων)·
ἀργαλέος 'οδυνηρός, ενοχλητικός' (Όμ.) από το *ἀλγαλέος (πρβ. κεφαλ-αργία 'πονοκέφαλος' δίπλα στο κεφαλ-αλγία) από το ἄλγος ουδ. 'πόνος', πρβ. ἀλγίων ἄλγιστος όπως κερδίων κέρδιστος·
λευγαλέος 'θλιβερός, δύστυχος, άθλιος' (Όμ.) από το λυγρός 'άθλιος'·
θαρσαλέος θαρραλέος 'θαρραλέος, τολμηρός' (Όμ.) από το θάρσος ουδ., θρασύς.
§ 330. Η αναλογική περαιτέρω εξάπλωση του -αλέος ξεκινά απ' ό,τι φαίνεται μόλις μετά τον Όμηρο και εξαιτίας της ετυμολογικής συνάφειας των επιθημάτων με l και n (§ 219) συμβαδίζει για μεγάλο διάστημα με το -αίνειν (πρβ. § 220 κεξ.):
Ομάδα 'ξερός - υγρός, καυτός - κρύος':
διψαλέος 'διψασμένος' (ελληνιστ.) από το δίψα·
ῥευσταλέος 'ρευστός' (μαντείο στον Ευσέβιο) από το ῥευστός·
τινθαλέος 'βραστός, καυτός' (ελληνιστ., δια- Αριστοφ.) από το τινθός 'καυτός'·
κρυμαλέος 'παγωμένος' (μετακλασ.) από το κρυμός 'παγετός'.
Πρότυπα ήταν μεταξύ άλλων το προαναφερθέν ἰσχ(ν)αλέος, επίσης π.χ. το μυδαλέος 'υγρός, μουχλιασμένος' (Όμ.) από το μυδαίνειν 'υγραίνω', μύδρος 'λασπώδης μάζα, μεταλλικά κομμάτια', μυδᾶν 'είμαι υγρός'.
§ 331. Ένα μικρό παράρτημα σε αυτή την ομάδα είναι το 'ρυπαρός'· πρβ. τις διπλές σημασίες αὐσταλέος 'ξερός - βρώμικος, ατημέλητος', μυδαλέος 'υγρός - μουχλιασμένος': αἱμαλέος 'αιματοβαμμένος' (Παλ. Ανθολ., Νόννος) από το αἷμα [3]·
δεισαλέος 'λασπώδης, βορβορώδης' (Κλήμης ο Αλεξανδρεύς) από το δεῖσα 'λάσπη, βόρβορος'.
Επίσης το -αίνειν θυμίζει η ομάδα 'εξασθενημένος':
κυφαλέος 'κυρτωμένος' (Παλ. Ανθολ.) από το κυφός 'κυρτός' κατά το παλιό γηραλέος 'γέρος, εξασθενημένος λόγω ηλικίας' (συχνό μετά τον Ανακρέοντα) από το γῆρας.
§ 332. Μία ακόμη ομάδα προέκυψε από το θαρσαλέος 'τολμηρός, θρασύς, θαρραλέος':
αὐχαλέος 'ματαιόδοξος, περήφανος' (Ξενοφάνης) από το αὐχεῖν 'καυχιέμαι'·
φοιταλέος 'παράφρων· που παρακινεί σε περιπλάνηση' (κλασ.) από το φοιτᾶν 'περιφέρομαι'.
Το αντώνυμο δειμαλέος 'φοβερός, τρομερός' (μετά τον Όμηρο), που ανήκει στο αρχαίο θέμα με n δεῖμα 'φόβος', προκάλεσε επίσης μιμήσεις, όπως π.χ.
ὀκναλέος 'διστακτικός, οκνηρός' (Νόννος) από το ὄκνος 'δισταγμός', ὀκνεῖν 'διστάζω'· πρβ. επίσης ως αντώνυμο το ὀτραλέος, που μνημονεύεται παρακάτω·
φυζαλέος 'φυγάδας, δειλός' (μεταγενέστεροι ποιητές) από το φύζα 'φυγή'.
§ 333. Περαιτέρω αναλογικοί σχηματισμοί είναι π.χ.
φρικαλέος (μετακλασικοί ποιητές) από τα φρίξ 'ανατριχίλα', φρίκη, κατά το ἀργαλέος λευγαλέος (δες § 329)·
ἑψαλέος 'μαγειρεμένος' (Νίκανδρος) από το ἕψειν 'μαγειρεύω' κατά το ὀπταλέος 'ψητός' (Όμ.) από το ὀπτανός 'ψητός', ὀπτάν-ιον 'φούρνος'·
τρυχαλέος 'σκισμένος' (Ησύχιος) από τα τρύχειν 'φθείρω', τρῦχος ουδ. 'κουρέλι', κατά το παλιό ῥωγαλέος 'ξεσκισμένος, κουρελιασμένος' (Όμ.) από το ῥωγ- ῥωγή 'σκίσιμο'·
ὠκαλέος 'ταχύς' (Ησύχιος) = ὠκύς κατά το ὀτραλέος 'ευκίνητος' (Όμ.) από το ὀτρύνειν 'ωθώ κάποιον να βιαστεί' (Όμ.).
§ 334. Όλα τα επίθετα σε -αλέος παρουσιάζουν την προσωδία - υ υ-. Η αιτία του φαινομένου είναι πολύ απλή: το επίθημα ανήκει στις σταθερές απαιτήσεις της δακτυλικής ποίησης· φαίνεται ότι ήταν γέννημα της ιωνικής διαλέκτου και από κει εισχώρησε από τη μια στα ομηρικά έπη και έτσι σε όλη την ποίηση που μιμούνταν τον Όμηρο και από την άλλη σε πιο περιορισμένη κλίμακα και στη μετακλασική κοινή γλώσσα. Στην αυστηρή αττική διάλεκτο παρέμεινε προφανώς εντελώς άγνωστο. Ακριβώς επειδή είναι ένα περισσότερο ή λιγότερο συνειδητό καλλιτεχνικό μέσο της ποίησης, οι αναλογικές διεργασίες μπορούν να αποκαλυφθούν σχετικά εύκολα.
---------------------
[1] Πρέπει να διακρίνεται από το -άλεος περιπτώσεων όπως ἀμυγδάλεος 'από αμυγδαλιά' (ελληνιστ.), ἀμυγδαλῆ 'αμύγδαλο, αμυγδαλιά' (κλασ.), που δεν είναι τίποτε περισσότερο από το ἀμύγδαλον 'αμύγδαλο' με το -εος, -ῆ § 297.
[2] Ευστάθιος σ. 1863, 60: πρωτότυπον τοῦ ὕστερον ἰσχναλέου τὸ Ὁμηρικὸν ἰσχαλέον!
[3] Το παλιό θέμα με nτου αἷμα δεν πρέπει να υπολογιστεί εν όψει των μεταγενέστερων μαρτυρημένων τύπων του αἱμαλέος 'αιματοβαμμένος'· αντίθετα πρέπει να παραβάλουμε τη συμπλοκή αἱμαλέη ἐέρση, που χρησιμοποιεί συχνά ο Νόννος, με το ομηρικό αἵματι μυδαλέας (ἐέρσας) (Ιλ. Λ 54).
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου