Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2023

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΠΛΑΤΩΝ, ΜΕΝΩΝ

ΠΛ Μεν 79e–81e

Ο Μένωνας διαμαρτύρεται για τη σωκρατική μέθοδο – Ο Σωκράτης αναφέρεται στη θεωρία της ανάμνησης

Ο Μένωνας επιχείρησε δύο φορές να ορίσει την αρετή (αυτό, άλλωστε, είναι και το θέμα του διαλόγου), αλλά οι ορισμοί του δεν άντεξαν στον έλεγχο του Σωκράτη και αυτός αντιδρά:


ΜΕΝ. Ὦ Σώκρατες, ἤκουον μὲν ἔγωγε πρὶν καὶ συγγε-
[80a] νέσθαι σοι ὅτι σὺ οὐδὲν ἄλλο ἢ αὐτός τε ἀπορεῖς καὶ τοὺς
ἄλλους ποιεῖς ἀπορεῖν· καὶ νῦν, ὥς γέ μοι δοκεῖς, γοητεύεις
με καὶ φαρμάττεις καὶ ἀτεχνῶς κατεπᾴδεις, ὥστε μεστὸν
ἀπορίας γεγονέναι. καὶ δοκεῖς μοι παντελῶς, εἰ δεῖ τι καὶ
σκῶψαι, ὁμοιότατος εἶναι τό τε εἶδος καὶ τἆλλα ταύτῃ τῇ
πλατείᾳ νάρκῃ τῇ θαλαττίᾳ· καὶ γὰρ αὕτη τὸν ἀεὶ πλησιά-
ζοντα καὶ ἁπτόμενον ναρκᾶν ποιεῖ, καὶ σὺ δοκεῖς μοι νῦν ἐμὲ
τοιοῦτόν τι πεποιηκέναι, [ναρκᾶν]· ἀληθῶς γὰρ ἔγωγε καὶ
[80b] τὴν ψυχὴν καὶ τὸ στόμα ναρκῶ, καὶ οὐκ ἔχω ὅτι ἀποκρίνωμαί
σοι. καίτοι μυριάκις γε περὶ ἀρετῆς παμπόλλους λόγους
εἴρηκα καὶ πρὸς πολλούς, καὶ πάνυ εὖ, ὥς γε ἐμαυτῷ ἐδόκουν·
νῦν δὲ οὐδ’ ὅτι ἐστὶν τὸ παράπαν ἔχω εἰπεῖν. καί μοι δοκεῖς
εὖ βουλεύεσθαι οὐκ ἐκπλέων ἐνθένδε οὐδ’ ἀποδημῶν· εἰ
γὰρ ξένος ἐν ἄλλῃ πόλει τοιαῦτα ποιοῖς, τάχ’ ἂν ὡς γόης
ἀπαχθείης.

ΣΩ. Πανοῦργος εἶ, ὦ Μένων, καὶ ὀλίγου ἐξηπάτησάς με.

ΜΕΝ. Τί μάλιστα, ὦ Σώκρατες;

[80c] ΣΩ. Γιγνώσκω οὗ ἕνεκά με ᾔκασας.

ΜΕΝ. Τίνος δὴ οἴει;

ΣΩ. Ἵνα σε ἀντεικάσω. ἐγὼ δὲ τοῦτο οἶδα περὶ πάντων
τῶν καλῶν, ὅτι χαίρουσιν εἰκαζόμενοι ―λυσιτελεῖ γὰρ αὐτοῖς·
καλαὶ γὰρ οἶμαι τῶν καλῶν καὶ αἱ εἰκόνες― ἀλλ’ οὐκ
ἀντεικάσομαί σε. ἐγὼ δέ, εἰ μὲν ἡ νάρκη αὐτὴ ναρκῶσα
οὕτω καὶ τοὺς ἄλλους ποιεῖ ναρκᾶν, ἔοικα αὐτῇ· εἰ δὲ μή,
οὔ. οὐ γὰρ εὐπορῶν αὐτὸς τοὺς ἄλλους ποιῶ ἀπορεῖν, ἀλλὰ
παντὸς μᾶλλον αὐτὸς ἀπορῶν οὕτως καὶ τοὺς ἄλλους ποιῶ
[80d] ἀπορεῖν. καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ
μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν
μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι. ὅμως δὲ ἐθέλω μετὰ σοῦ
σκέψασθαι καὶ συζητῆσαι ὅτι ποτέ ἐστιν.

ΜΕΝ. Καὶ τίνα τρόπον ζητήσεις, ὦ Σώκρατες, τοῦτο ὃ
μὴ οἶσθα τὸ παράπαν ὅτι ἐστίν; ποῖον γὰρ ὧν οὐκ οἶσθα
προθέμενος ζητήσεις; ἢ εἰ καὶ ὅτι μάλιστα ἐντύχοις αὐτῷ,
πῶς εἴσῃ ὅτι τοῦτό ἐστιν ὃ σὺ οὐκ ᾔδησθα;

[80e] ΣΩ. Μανθάνω οἷον βούλει λέγειν, ὦ Μένων. ὁρᾷς
τοῦτον ὡς ἐριστικὸν λόγον κατάγεις, ὡς οὐκ ἄρα ἔστιν
ζητεῖν ἀνθρώπῳ οὔτε ὃ οἶδε οὔτε ὃ μὴ οἶδε; οὔτε γὰρ ἂν
ὅ γε οἶδεν ζητοῖ ―οἶδεν γάρ, καὶ οὐδὲν δεῖ τῷ γε τοιούτῳ
ζητήσεως― οὔτε ὃ μὴ οἶδεν ―οὐδὲ γὰρ οἶδεν ὅτι ζητήσει.

[81a] ΜΕΝ. Οὐκοῦν καλῶς σοι δοκεῖ λέγεσθαι ὁ λόγος οὗτος,
ὦ Σώκρατες;

ΣΩ. Οὐκ ἔμοιγε.

ΜΕΝ. Ἔχεις λέγειν ὅπῃ;

ΣΩ. Ἔγωγε· ἀκήκοα γὰρ ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν σοφῶν
περὶ τὰ θεῖα πράγματα―

ΜΕΝ. Τίνα λόγον λεγόντων;

ΣΩ. Ἀληθῆ, ἔμοιγε δοκεῖν, καὶ καλόν.

ΜΕΝ. Τίνα τοῦτον, καὶ τίνες οἱ λέγοντες;

ΣΩ. Οἱ μὲν λέγοντές εἰσι τῶν ἱερέων τε καὶ τῶν ἱερειῶν
ὅσοις μεμέληκε περὶ ὧν μεταχειρίζονται λόγον οἵοις τ’ εἶναι
[81b] διδόναι· λέγει δὲ καὶ Πίνδαρος καὶ ἄλλοι πολλοὶ τῶν ποιητῶν
ὅσοι θεῖοί εἰσιν. ἃ δὲ λέγουσιν, ταυτί ἐστιν· ἀλλὰ σκόπει
εἴ σοι δοκοῦσιν ἀληθῆ λέγειν. φασὶ γὰρ τὴν ψυχὴν τοῦ
ἀνθρώπου εἶναι ἀθάνατον, καὶ τοτὲ μὲν τελευτᾶν ―ὃ δὴ
ἀποθνῄσκειν καλοῦσι― τοτὲ δὲ πάλιν γίγνεσθαι, ἀπόλλυσθαι
δ’ οὐδέποτε· δεῖν δὴ διὰ ταῦτα ὡς ὁσιώτατα διαβιῶναι τὸν
βίον· οἷσιν γὰρ ἂν―

Φερσεφόνα ποινὰν παλαιοῦ πένθεος

δέξεται, εἰς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῳ ἔτεϊ

ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν,

[81c] ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ

καὶ σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι

ἄνδρες αὔξοντ’· ἐς δὲ τὸν λοιπὸν χρόνον ἥρωες ἁγνοὶ

πρὸς ἀνθρώπων καλεῦνται.

Ἅτε οὖν ἡ ψυχὴ ἀθάνατός τε οὖσα καὶ πολλάκις γεγονυῖα,
καὶ ἑωρακυῖα καὶ τὰ ἐνθάδε καὶ τὰ ἐν Ἅιδου καὶ πάντα
χρήματα, οὐκ ἔστιν ὅτι οὐ μεμάθηκεν· ὥστε οὐδὲν θαυμαστὸν
καὶ περὶ ἀρετῆς καὶ περὶ ἄλλων οἷόν τ’ εἶναι αὐτὴν ἀναμνη-
σθῆναι, ἅ γε καὶ πρότερον ἠπίστατο. ἅτε γὰρ τῆς φύσεως
[81d] ἁπάσης συγγενοῦς οὔσης, καὶ μεμαθηκυίας τῆς ψυχῆς ἅπαντα,
οὐδὲν κωλύει ἓν μόνον ἀναμνησθέντα ―ὃ δὴ μάθησιν καλοῦσιν
ἄνθρωποι― τἆλλα πάντα αὐτὸν ἀνευρεῖν, ἐάν τις ἀνδρεῖος ᾖ
καὶ μὴ ἀποκάμνῃ ζητῶν· τὸ γὰρ ζητεῖν ἄρα καὶ τὸ μανθάνειν
ἀνάμνησις ὅλον ἐστίν. οὔκουν δεῖ πείθεσθαι τούτῳ τῷ
ἐριστικῷ λόγῳ· οὗτος μὲν γὰρ ἂν ἡμᾶς ἀργοὺς ποιήσειεν
καὶ ἔστιν τοῖς μαλακοῖς τῶν ἀνθρώπων ἡδὺς ἀκοῦσαι, ὅδε
[81e] δὲ ἐργατικούς τε καὶ ζητητικοὺς ποιεῖ· ᾧ ἐγὼ πιστεύων
ἀληθεῖ εἶναι ἐθέλω μετὰ σοῦ ζητεῖν ἀρετὴ ὅτι ἐστίν.

***
ΜΕΝ. ― Α, Σωκράτη, και πριν σε συναντήσω είχα ακούσει ότι δεν κάνεις τίποτε άλλο παρά να έχης απορίας και να τας εμπνέης και εις τους άλλους· και τώρα μου φαίνεται ως να μου έκαμες μαγικά και με επότισες φάρμακα και με ένα λόγον με έχεις υπνωτίσει, ώστε το κεφάλι μου εγέμισεν απορίας. Και αν μου επιτρέπεται να μεταχειρισθώ μίαν ειρωνικήν παραβολήν, μου φαίνεσαι ολωσδιόλου όμοιος και κατά την εμφάνισιν και κατά τα άλλα προς την πλατείαν εκείνην θαλασσίαν νάρκην [την μουδιάστρα]. Διότι και αυτή μουδιάζει όποιον την πλησιάση και την εγγίση, και συ μου φαίνεται ότι κάτι τέτοιο μου έκαμες. Διότι, μα την αλήθειαν, έχει μουδιάσει και η ψυχή μου και το στόμα μου και δεν είμαι εις θέσιν να σου αποκριθώ. Αν και έχω εκφωνήσει χιλιάδες φορές ένα σωρό λόγους περί αρετής και ενώπιον πολλών ανθρώπων, και μάλιστα πολύ ωραία, όπως ενόμιζα τότε· και τώρα δεν ημπορώ καν να ειπώ ολωσδιόλου τι πράγμα είναι. Και θαρρώ καλά το εσκέφθης και δεν εταξίδευσες καθόλου έξω από τας Αθήνας, ούτε έμεινες εις άλλον τόπον∙ διότι αν έκαμνες τέτοια πράγματα εις άλλην πόλιν, όπου θα ήσο ξένος, πολύ σύντομα θα σε συνελάμβαναν ως μάγον.

ΣΩ. ― Είσαι παμπόνηρος, αγαπητέ μου Μένων, και παρ' ολίγον να μου την καταφέρης.

ΜΕΝ. ― Διατί το λέγεις αυτό, Σωκράτη;

ΣΩ. ― Ξεύρω διατί μου έκαμες αυτήν την παρομοίωσιν.

ΜΕΝ. ― Διατί νομίζεις;

ΣΩ. ― Δια να σε παρομοιάσω και εγώ. Τα ξεύρω εγώ αυτά· όλοι οι ωραίοι χαίρονται όταν τους παρομοιάζουν, διότι τους συμφέρει· επειδή και αι παραβολαί δια τους ωραίους ωραίαι θα είναι. Αλλά δεν θα σου ανταποδώσω την παρομοίωσιν. Εγώ όμως, εάν μεν η νάρκη που παραλύει τους άλλους μουδιάζη και αυτή η ιδία, τότε δέχομαι ότι της ομοιάζω· ειδεμή, δεν το παραδέχομαι. Διότι εγώ δεν φέρω τους άλλους ∙εις αμηχανίαν, ενώ εγώ ο ίδιος τα ευρίσκω εύκολα, αλλά τους κάμνω να απορούν επειδή και εγώ ο ίδιος έχω περισσοτέρας απορίας από κάθε άλλον. Και τώρα περί της αρετής εγώ μεν δεν έχω ιδέαν τι πράγμα είναι, συ όμως ίσως το ήξευρες προτού έλθης εις επαφήν μαζί μου, τώρα δε ομοιάζεις με άνθρωπον που δεν το ξεύρει. Εν τούτοις είμαι πρόθυμος να εξετάσω και να προσπαθήσω να εύρω μαζί σου τι να είναι άραγε η αρετή.

ΜΕΝ. ― Και κατά ποίον τρόπον θ' αναζητήσης, Σωκράτη, ένα πράγμα που δεν ξεύρεις καθόλου τι είναι; Διότι ποίον από όλα τα πράγματα, που δεν γνωρίζεις, θα θέσης ως σκοπόν της αναζητήσεώς σου; Ή, έστω και αν συμπέση να το επιτύχης, πώς θα καταλάβης ότι είναι αυτό, το όποιον δεν εγνώριζες;

ΣΩ. ― Καταλαβαίνω τι θέλεις να ειπής, φίλε Μένων. Βλέπεις τι ωραία που μου το παρουσίασες αυτό το επιχείρημα και το κατήντησες εριστικόν, ότι δηλαδή δεν ημπορεί ο άνθρωπος ν' αναζητήση ούτε εκείνο που γνωρίζει, ούτε εκείνο που δεν γνωρίζει; Διότι δεν θα ήτο δυνατόν να ζητή εκείνο πού γνωρίζει αφού το γνωρίζει, και δεν χρειάζεται να ψάξη να το εύρη∙ ούτε εκείνο που δεν γνωρίζει· διότι δεν ξεύρει τι ν' αναζητήση.

ΜΕΝ. ― Και δεν παραδέχεσαι, Σωκράτη, ότι αυτός ο συλλογισμός είναι ισχυρός και τα λέγει καλά ;

ΣΩ. ― Εγώ; Όχι.

ΜΕΝ. ― Ημπορείς να μου ειπής εις ποίον σημείον σφάλλει;

ΣΩ. ― Βεβαίως· διότι έχω ακούσει από άνδρας και γυναίκας που ήσαν σοφοί εις τα θεϊκά πράγματα…

ΜΕΝ. ― Και τι έλεγαν;

ΣΩ. ― Λόγους ωραίους, κατά την γνώμην μου, και αληθινούς.

ΜΕΝ. ― Ποίοι ήσαν αυτοί οι λόγοι, και ποίοι τους έλεγαν;

ΣΩ. ― Όσοι μεν τα έλεγαν, είναι από τους ιερείς εκείνους και τας ιερείας, που το έχουν κάμει δουλειά τους να είναι ικανοί, να δώσουν λόγον δια τας λειτουργίας που εκτελούν· τα λέγει δε και ο Πίνδαρος και πολλοί άλλοι από τους ποιητάς, που είναι θεόπνευστοι. Λέγουν δε τα εξής: πρόσεξε όμως να ιδής αν οι λόγοι των σου φαίνωνται αληθινοί.

Λέγουν δηλαδή ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι αθάνατος, και άλλοτε μεν τελειώνει, οπότε λέγομεν ότι ο άνθρωπος αποθνήσκει, άλλοτε δε πάλιν γεννάται, ποτέ όμως δεν χάνεται. Δι' αυτό λοιπόν πρέπει κανείς να ζη όλην του την ζωήν όσον το δυνατόν συμφωνότερα προς την αγνότητα που επιτάσσουν οι θείοι νόμοι.

Γιατί απ' όσους πληρωμή της παλιάς τους αμαρτίας
θέλει η Περσεφόνη να δεχτή,
ξαναστέλνει σ' εννιά χρόνια στη γη μας τις ψυχές τους
κι' απ' αυτούς γεννιώνται αρχόντοι θαυμαστοί
κι' άντρες στη δύναμι τρανοί και στο μυαλό σπουδαίοι·
που πάντα ο κόσμος ήρωες αγνούς καλεί.

Επειδή λοιπόν η ψυχή είναι αθάνατος, και έχει γεννηθή επανειλημμένως, και έχει ιδεί όλα τα πράγματα, και εδώ και εις τον Άδην, δεν υπάρχει τίποτε που να μη το έχει μάθει· ώστε δεν πρέπει ν' απορήσωμεν εάν της είναι δυνατόν να ενθυμηθή και ως προς την αρετήν, και ως προς άλλα πράγματα, αυτά που εγνώριζε και από πριν. Διότι επειδή όλα τα πράγματα συγγενεύουν μεταξύ των, και αφού η ψυχή τα έχει μάθει κάποτε όλα, τίποτε δεν εμποδίζει τον άνθρωπον, μόλις ενθυμηθή το ένα, πράγμα που οι άνθρωποι ονομάζουν μόλις το μάθη, να επανεύρη πάλιν όλα τα άλλα, εάν έχη κανείς θάρρος και δεν κουράζεται με την αναζήτησιν· διότι και η αναζήτησις και η εύρεσις είναι όλα μαζί μία ανάμνησις.

Δεν πρέπει λοιπόν να πιστεύσωμεν εις εκείνον τον εριστικόν συλλογισμόν· διότι θα μας καθιστούσε νωθρούς και είναι ευχάριστος εις τους μαλθακούς και αδρανείς ανθρώπους, ενώ αυτός εδώ μας κάμνει ενεργητικούς και ερευνητικούς· και εγώ, επειδή έχω εμπιστοσύνην ότι αυτός είναι αληθής, είμαι πρόθυμος ν' αναζητήσω μαζί σου τι πράγμα είναι η αρετή.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου