Γραπτός ἤ προφορικός ὁ λόγος τοῦ Σκοτεινοῦ;
Κοντά, λοιπόν, στίς οὐσιαστικές δυσκολίες ἑρμηνείας καί σωστῆς ἀπόδοσης τῶν ρήσεων, εἶναι κ’ οἱ πρόσθετες αὐτές πού παράγονται ἀπ’ τίς τόσο ἑτερογενεῖς καί πολυποίκιλες παραδόσεις τῶν ἀποσπασμάτων, ἀπό τόσους ὕστερους συγγραφεῖς, στοχαστές, πιστούς, φιλοσόφους, δοξογράφους, τόσο διάφορων γραμματειῶν, πού παρακομίζουν τόσο ἄλλα κλίματα, χρώματα, γεύσεις, λειτουργίες τῆς Ἑλληνικῆς, σημασίες, τόνους τῶν λέξεων, τῶν ἐκφράσεων, τῶν συντάξεων, τῶν μεταφορῶν, τῶν συνηχήσεων-παρηχήσεων, τῶν ρυθμῶν, τῶν σχημάτων, ὅλων τῶν στοιχείων ἐν γένει τοῦ λόγου καί τοῦ Λόγου.
Ἄλλα κι ὅταν, ἔστω, διαφαίνεται κάποια πρωτεϊκή γνησιότητα λόγου πού μοιάζει μᾶλλον ἡρακλείτειος - ἔ, καί τί βέβαιο πάλι κατέχουμε; Ὁ λόγος αὐτός ἦταν ὄντως γραπτός; Ἀπό τόν ἴδιον; Ἤ καταγραμμένος ἀπό ὑστερνούς; Κι ἀπό μνήμης, τάχα, ἤ ἀπό ἔμμεση προφορική παράδοση; Κι ἀπό καταγραφέα-ἀντιγραφέα σέ καταγραφέα-ἀντιγραφέα τί γίνεται, τί ἀλλοιώνεται, τί προσμίγνυται, τί παράγεται τό παράλληλο καί προσκολλᾶται σάν τάχα «γνήσιο» κι αύτό, τί συνδέεται μ’ ὅ,τι δέν συνδεόταν καί τί ἀποσυνδέεται αὐθαίρετα ἐξ ὅσων μόνο συλλειτουργοῦ σε μέσα τους ἐκφραστικά, χωρίς καί νά σημαίνῃ ὅ,τι, ἀποκομμένο τώρα, φαίνεται δῆθεν νά λέῃ, ἐνῶ διόλου ἴσως δέν τό νοοῦσε ἔτσι ὁ Ἡράκλειτος, ὅπου ὡστόσο τό «ἀποδίδουμε»;.. Μόνο τά μεταξύ «σωζόντων» ἡρακλείτειες ρήσεις, συγγραφέων καί δοξογράφων πού μᾶς βρίσκονται, νά δῇ κανείς πῶς παλεύει ὁ Marcovich νά ξεκαθαρίσῃ, νά ὁρίσῃ «ποιός, ἀπό ποιόν», ποιός «πηγαιότερος», ποιός «πιστότερος», ποιός «ἐμμεσότερος», καί «τί» καί «πῶς», συλλαμβάνει γιά ποιό χάος πρόκειται!
Πλήν, καί στίς ἀξονικώτερες για τ’ ὅλο ἡρακλείτειο ἔργο περιπτώσεις τῶν πιό αὐθεντικοφανῶν ρήσεων, παραδιδόμενων ἀπ’ τούς ἐγκυρότερους «σώζοντας», τ' ἀποσπάσματα ἐμφανίζουν τίς οὕτως εἴτε ἄλλως βασικώτερες δυσχέρειες καί ἰδιοτυπίες μιᾶς ἀρχαϊκῆς Ἰωνικῆς, πού πρωθόρμητη ἀσκεῖται βαριά καί σά μαγκωμένη, πρωτοκαμινεύοντας θεωρητικό λόγο πρός ἔκφραση σκέψης ἰσχυρά προσωπικῆς, ἀντί ποίηση ἐπικολυρική κοινή, λαϊκή ἤ λαϊκότροπη, πού αἰῶνες ἀνεπίγνωστα ὡς τώρα ἐποίει - ἐνῶ καί διαρκῶς ἤχεῖ, ἔμμονα, ὄχι σάν γραπτός (παρά πού σαφῶς ἔντεχνος), ἀλλά προφορικός λόγος, σάν κατεβατό ἤ καταλογάδην τροπαριακό, ἀπό χείλια μόλις ἀκουσμένο, Σίβυλλας στόμα μαινόμενο, πού λαλοῦσε-παραλαλοῦσε ἐμπνευσμένο, λόγος μυστικός κι ἀπομυστικοποιός συνάμα παράξενα, ἱερατικός ἀκόμα ἔντονα — στίς χαοτικές ἀντηχήσεις (σά νά ἐκφωνῆται μέσα σ’ εὐρύστερνους ναούς) καί στίς δογματικές ἐκεῖνες ἰσοζυγίες τῶν αὐστηρῶν ζευγμάτων πού τόν σπονδυλώνουν ἐπιβλητικά (καί τί σιδηρᾶ πού ἐκφέρεται!) μά μαζί κι ἀνίερος ἤδη, αἱματηρός ἐπαναστατικά καί φλογερώτατος κατά τόσων «ἱερῶν καί ὁσίων» καί «κρατούντων» πού ὁλόισια καί ἀδίσταχτα πλήσσει κατά μέτωπο, πρωτίστως ὅμως διαλεκτικός: λόγος-ἀντίλογος ἀκατάπαυτα, σωρευτικός ἀντίθετων ἀνήμερων κι ἀσυμβίβαστων, φάσεων-ἀντιφάσεων συνεχῶν καί συλλειτουργουσῶν ἰσοδύναμα καί σχεδόν μαγικά, πρός ὑποβλητική παραγωγή διαρκῶς τῆς κάτω ἀπ’ τό κάθετι σπινθηρίζουσας ἀνταύγειας τοῦ διάπυρου γίγνεσθαι τῶν πάντων, ροπῶν ἀντίρροπων ἰσορροπουσῶν ἐσαεί - λόγος τραγικός ἄρα στή ρίζα του, καί ρυθμικός πάντως, ἐσώρρυθμος ὀργανικά του καί στά νοήματα, καί στίς συνηχήσεις-παρηχήσεις-ἀμφισημεῖες-πολυσημεῖες, πού σημαδεύουν σταθερά τίς ἀνώτατες στροφές καί τίς πιό ὑψηλές καύσεις πρός τίς ὑπέρτατες συλλήψεις του.
Λειτουργική/παραλειτουργική τοῦ διαλεκτικοῦ λόγου
Ὁ ταῦρος ὅμως δέν εἶν’ ὅλ’ αὐτά - τά τοῦ ἀνάσκητου ἀκόμα ἰωνικοῦ λόγου, τά τῆς πρωθόρμητης θεωρητικῆς ἔκφρασης βασικώτερα, μαγκωμένης σάν ἀπό βόδι[1], καί τῶν πελώριων ἀποστάσεων καί διαφορῶν, χαμένων ἐμπειριῶν καί μορφῶν ζωῆς, ἀντιλήψεων, αἰσθήσεων, στάσεων, πού χωρίζουν τό νεοελληνικό λόγο τῆς ἀπόδοσης ἀπό κεῖνο τῶν ρήσεων. Ὁ καθαυτό ταῦρος εἶν’ ὁ ἴδιος ὁ Σκοτεινός, ἡ σκέψη του ἡ ἀπύθμενη, ἡ συχνά ὁλότελα μυστηριώδης, ἡ τρόμο καί ρῖγος προξενοῦσα ὅταν κανείς ὑποψιάζεται ἀδιόρατα πίσω ἀπ’τήν πυκνή ἀχλή τῶν χρησμικά σημαινόμενων-ἀντισημαινόμενων-παρασημαινόμενων καί τοῦ ἀκατάπαυτου σπινθηρισμοῦ ἀλλεπάλληλων ἀμφισημειῶν-πολυσημειῶν, λεγόμενων-ἀντιλεγόμενων, θέσεων-ἀρνήσεων ἀναφλεγόμενων συνεχῶς, ἐνοράσεις πού «δέν εἶναι δυνατόν!» (παλεύει μέσα του ν’ αὐτοκαθησυχασθῇ στή «σύγχρονη ἀνωτερότητα» τῶν «προωθημένων» θεωρήσεών μας ὁ μελετητής), «δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπαινίσσεται αὐτές, ἀπό τότε, ὁ Αἰνικτής!», κι ὅμως αὐτές διαλάμπει δαιμονικώτερα ὁλοένα πώς ὑπαινίσσεται, αὐτές ἀνεξήγητα (ὁ προφήτης λοιπόν), αὐτές - δίχως (ὁ μάντης ἄρα) τόν αἰώνα τοῦτο, τά μέσα καί τά ἐφόδια τά δικά μας, τήν τερατώδη τεχνική, τήν ἐπιστήμη, τήν ἱστορική ἐμπειρία μας δυόμιση χιλιετιῶν!
Καί τότε;.. Πῶς ἀποδίδονται αὐτές, λανθάνουσες ἔτσι φωσφοριστά, κάτω ἀπό τίς ἄλλες, πού σέ πρῶτο ἐπίπεδο τάχα ἐκφέρονται; Πῶς σέ λόγο σημερνό, πού δέ διαθέτει τέτοια πρίσματα, τέτοιες διαπρήσσουσες κρυσταλλικότητες λέξεων καί ἤχων τους, τέτοιες ἐτυμολογήσεις-παρετυμολογήσεις συλλειτουργοῦσες, τέτοιες πολλαπλές ὑποβλητικότητες νοημάτων διά τῶν ρυθμῶν (καί διά τοῦ μέτρου ἀκόμα), διά τῶν συλλαβικῶν αὐτῶν μετάλλων, διά τῶν αὐτῶν παρασημασιῶν, παρηχήσεων, ἀντηχήσεων καί σ’ ἄλλους χώρους, σ’ἄλλες σφαῖρες θεμάτων καί ἰδεῶν, σ’ ὅλες τίς ἰδεατές σφαῖρες μαζί ἐν τέλει, ὅταν πιάνουν τά maxima τῶν πολυπρισματικῶν ὑποδηλώσεών τους;.. Εἶναι ν’ ἀπορῇ κανείς μετά, πού διαφωνοῦν οἱ δοξογράφοι περί τίνος τό ὑποτιθέμενο σύγγραμμα, κι ὁ Διόδοτος ἐκεῖνος λέει πώς οὐ περί φύσεως ἀλλά περί πολιτείας, τά δέ περί φύσεως ἐν παραδείγματος εἴδει κεῖσθαι;[2]
Ὁ λόγος κι ὁ κόσμος - ὁδός ἄνω/κάτω -Το Σύμπαν Ζῶο
Αύτός εἶν’ ὁ μαινόμενος ταῦρος λοιπόν!.. Κι αὐτόν καλεῖται ὁ μελετητής, ὁ ἑρμηνευτής, ὁ σχολιαστής κι ὁ κατ’ άνάγκην ἀναδημιουργός, ἀναπλάστης τῆς σκέψης τοῦ έφέσιου Δύσκολου, νά πιάσῃ σάν ἄλλος μινωικός ταυροκαθάπτης ἀπ’ τά κέρατα καί νά δαμάσῃ γιά τήν πρόσληψή μας, χωρίς νά σκοτώσῃ!..
Οί άποδόσεις τότε σωρεύονται ἀπανωτά, πολλαπλασιάζοντας παραλλάσσουν, ἐπανέρχονται, κάνουν νερά διαρκῶς προς νέες μορφές, δυναμικοποιοῦνται καί τείνουν ἀπ’ ἀλλοῦ πρός βαθύτερες ὑπαναστροφές στό αὐτό, στό ἀρχικό, τό καταβολικό, πού φαντάζει ἀπρόσιτο ἀκόμα (ὅπως καί μένει ὥς τό τέλος ἴσως, αἰνιγματικά σημαῖνον, σά Σφίγγα).
Ὁ νεοελληνικός λόγος ὑποφέρει, δοκιμάζεται, ἀδυνατεῖ, αὐθυπερβάλλεται, τανύζεται, στρεβλώνεται, ἐπαναχαλαρώνει, ξαναπλοποιεῖται προσφεύγων πάλι στή θερμή ἀμεσότητά του, ἀποπειρᾶται νά καταστῇ τάχα ἐπαναπρωτεϊκός, ἀστοχεῖ (κ’εὐστοχεῖ ἐνίοτε), οἱ ἀπόηχοί του εἶν’ ὡστόσο ξύλινοι, ὄχι μπρούντζινοι, σιδηροῖ, χρυσοῖ, τά ἠχεῖα μας ὅλα εἶναι στομωμένα, μουντά ἀπ’ τή χθαμαλότητα τῶν καιρῶν, τήν κλειστότητα τῶν χώρων, ἐνῶ τά ἄτρια ἐκεῖνα τῶν τρομερῶν ρήσεων εἶν’ ἀνοιχτά, κι ἀντηχοῦν μαρμάρινα, μέ οὐρανούς ἀμόλευτης εὐδίας τύμπανα ἀποπάνω..- ἤ, ἄλλοτε, θαρρεῖς πώς λειτουργός ἀρχιερέας «τά ἐξαγγέλλει» αὐτά, σέ ἁπλές αὐγινές ναῶν πελώριων, χαοτικῶν, ἤ τελετουργικά εἰσερχόμενος πάλι τά ἐκφωνεῖ καί βοΐζουν θολωτοί τάφοι πανάρχαιοι, παρατείνοντες τούς φθόγγους ὅλους, ἐπαναλαμβάνοντες σάν κρόταλα (ἐκφοβιστικά; δεητικά; ἐξιλαστήρια;) τά ταῦ, τά κάππα (σά βήματα θεῶν πού ἐπέρχονται πάνοπλοι), τά νῦ, τά -ον, τά -ου (σά δυνάμεις καί τρόμοι), τά σῖγμα (σάν ἐντολές ἀποσιώπησης, παρασιώπησης), τά ξί, τά ι, τά ἀεί, κι ὅλα τά -αϊή — ἀξύνετοι[3], κοπρίων[4], πῦρ ἀείζωον[5], Ἐρινῦες[6], πυρκαϊήν[7], παιδός ἡ βασιληίη[8], καί τά λοιπά διάτορα ὀξέα — αἰχμηρότατα ἀκουόμενα, διαπεραστικά, ξίφη ἀποστράπτοντα ὀργῆς πού ἐπαναφέρει στήν τάξη ἀξυνέτους9 βάναυσα, τραχύτατα, ἐλεγκτικά ἀναντίρρητα, κ’ ἐπαπειλῶντας Δίκης ἐπικούρους6, πού ἄλλους ἐξευρήσουσι[9] κ.λ.
Πῶς ν’ ἀποδοθοῦν αὐτά σέ λόγο πού δέν τόν φτερώνουν τά ἴδια φτερά, δέν διαθέτουν οἱ ξεπάρθενες λέξεις τίς ἴδιες μαρμαρυγές, πρός ἰσοδύναμες χορεῖες νοημάτων, νύξεων, πολυνοημάτων καί κατανύξεων κοσμικῶν, συμπαντικῶν τέτοιων;
Τί κάνει ἐδῶ ἡ τυπική ἑρμηνευτική; Συλλαβίζει τυπικές καί μοναδικές σημασίες παρατιθέμενων λέξεων; Δηλαδή τί; Κατακερματίζει - τί ἄλλο; Καί ἄρα κακουργεῖ τό λόγο[10] ἴσα-ἴσα, πού πάει ν’ἀποδώση! Ποῦ εἶναι τό ρεῦμα, ποῦ ἡ ὁρμή του ἀκριβῶς πολυπρισματίζει σημασιοδοτικά κάθε λέξη καί κάθε συλλαβή, κάθε φθόγγο καί κάθε ρυθμό, κάθε φωνῆεν καί κάθε σύμφωνο τῶν ἐνορμητικων αὐτῶν συγκροτήσεων, τῶν μύδρων αὐτῶν τέτοιου ἡφαιστείου;
Ὁ διαλεκτικός λόγος/λόγος ὁμόποιος τοῦ κόσμου
Ὁ στατικεύων το γίγνεσθαι ρασιοναλιστικός λόγος
Ὁ λόγος στόν Ἠράκλειτο λειτουργεῖ διττά τουλάχιστον, κατά βάση: καί σάν ὄργανο ἔκφρασης, καί σάν οὐσία καθαυτή (δεῖγμα-σπάσμα, τρόπον τινά, τοῦ ὄντος). Δηλαδή καί σά μέσο νοητικό, καί σάν ἄμεση παρουσία διάπυρου στοιχείου τοῦ ἀεί γινόμενου-ἀπογινόμενου κόσμου, συγκροτούμενου-ἀποσυγκροτούμενου διαρκῶς, συμπηγνύμενου-ξανατηκόμενου ἀκατάπαυτα, πρός ἐκπύρωση-ἐκμηδένιση κι ἀνασύνθεση-ἀναγέννηση ὁλοένα σέ νέους κύκλους - σάν ἀνάσα, περίπου, πελώριου ζώου, συμπαντικοῦ, «εἰσπνέοντος-ἐκπνέοντος» ἔτσι, κατά εὐρύστερνους μυστηριώδεις ρυθμούς, ἄπιαστους ἀπό μάς[11]. Σάν ἀνταποκριτική λοιπόν ἡ λέξη πρός τήν ἐνορατικά εἰκαζόμενη ποιότητα τοῦ ὄντος, δέν στέκει ποτέ, στίς φλεγόμενες σάν τόν κόσμο ρήσεις τοῦ Αἰνικτῆ του, μονοσήμαντη. Καί στό νοῦ, γι’ αὐτό, τοῦ ἀποπειρώμενου «νά ἑρμηνεύσῃ», «ν’ ἀποδώσῃ», νά κάνῃ νά λαλήσουν πάλι τά μαγικά μαζί ὅσο κι ἀπομυθεύοντα λόγια του, διωσμώνεται ἡ ὅλο κοσμική ἐμπνοή ἀναδημιουργική αὐτή μανία τῆς διαλεκτικῆς πολυσημίας τοῦ ὀργίλου προφήτη τῆς Ἄρτέμιδος[12], τῆς ἀμαζόνας πού πάντα φεύγει, κυνηγάει ἐμπαθής τό θήραμα (σάν τίς ὑπόνοιές του ὁ ἔνθεος μύστης της) καί τοῦ μέθυσου Διονύσου-Ἀπόλλωνος, πού κυκλοδίωκτος[13] διώκτης αἰώνια φέγγει-σκό- τίζει ἁρματοδρόμος» τόν ἔγκυκλο κι ἀνακυκλούμενο ἔγκλειστο-ἄκλειστο (καί «κατ’ ἐπιστήμην» πιά σήμερα τοῦ κλειστοῦ συμπαντος[14]) κόσμο.
Ὅλες του οἱ ρήσεις μοιάζουν ν’ ἀξιώνουν πώς εἶν’ ὁμόποιες[15] τοῦ δι’ ἀγχιβασίας[16] μαντευόμενου ὡς διαλεκτικοῦ κοσμικοῦ πυρήνα, παριστάμενες περίπου σάν ἀπόρροιες ἐνορατικῆς μέθεξης[17] σ’ αύτόν. Ἡ δαιμονιακά σπινθηρίζουσα διαρκῶς πολυσημία τῶν λέξεών του δέν ἀποτελεῖ μίμηση (σχηματική-συμβατική-συμβολική) τοῦ ἀέναου κοσμογίγνεσθαι πού κυνηγάει, παρά διεκδικεῖ ριζική ὁμοουσιότητα μαζί του, σημαίνουσα ἰσχυρά πώς εἶναι αύτό τοῦτο ἄμεσα συλληπτό ἀπ’ τόν ἔνθεο φορέα τους — ἤ κι ὅποιον ἄλλο μή ἀξυνετο τοῦ ἐόντος λόγου[18] — τό ἀκατάπαυτο ἀναβόσβημα: ὁ συνεχής ἐκεῖνος κεραυνός τοῦ ὄντος τε μή ὄντος, ἐγκλείοντος ὅλα τά μεγέθη καί τίς ὁδούς ἄνω-κάτω[19] τοῦ μικροκόσμου καί μεγακόσμου εἰς Ἐν. Ἡ συν-είδηση μετέχει τοῦ Ἑνός τούτου, πού εἶναι, τό Γίγνεσθαι — αὐτό φαίνεται νά πιστεύῃ, διαισθητικά, μές ἀπό τίς τόσες ἀγχιβασίες του, ὁ Ἡράκλειτος, ἔστω κι ἄν ἀδυνατῇ (μά κι ἀδιαφορεῖ) νά πορίσῃ τίς «ἐξ ἀντικειμένου» δῆθεν «ἀποδείξεις» πού θαρρεῖ (ἤ ἐθελότυφλα ἰσχυρίζεται) πώς παρέχει, γιά ὅ,τι ἄντικρυς ἀντίθετο, ἡ Λογοκρατία (καί μαζί της ἡ ὅποια ὥς χτές ρασιοναλιστική «ἐπιστήμη») —, ἐνῶ τό αἰώνιο «διπολικό» σπινθήρισμα τῶν φαινομένων— ἀπό τό τί στό μή-τί, τό εἶναι στό μή-εἶναι, τό ποτάμι (ὅπου ποτέ πράγματι δέν ξαναμπαίνεις[20] κι ἄς τό νομίζεις) στό μή-ποτάμι [ὅπου ὅλο πλανιέσαι (ἀπ’ τή στατικοποιοῦσα τά πράγματα διάνοια[21], μέ τήν τμητική-πηκτική «ἔκφρασή τους», τήν ἐξαλλοιωτική, γιά τήν κοινή[22] καθ’ ἡμέραν ζωή καί δράση), πώς τάχα «ξαναμπαίνεις»] —, ὅλο αὐτό λοιπόν δέν εἶν’ ἄλλο ἀπ’ τήν αὐτούσια ἀνταύγεια μές στόν ἐόντα λόγο — «τό σοφό πνεῦμα» νά λέγαμε; τό «ἀντικειμενικό»; — πού στέλνει διαρκῶς ἡ τρομερή νύχτα – μέρα στή ριζικά τραγική («θεοῦ-θηρίου», Διός τέ μή-Διός[23], θνητοῦ τε μή θνητοῦ, ξηρῆς-ὑγρῆς ψυχῆς[24] κ.λ.) προμηθεϊκή κράση τῶν ὄντων.
Ἔτσι, ὅπως σωστά τό συνέλαβε ὁ Νίτσε — κι ἄς μήν τό προσγράφει ad hoc στό Σκοτεινό—, ὁ Ἠράκλειτος κεῖται στή ρίζα τῆς Τραγωδίας. Εἶναι ὁ κοσμολογικός συλλήπτωρ τῆς μέγιστης ἀρχῆς της. Αὐτός πού τήν εἶδε ἄτρακτο Ἀνάγκης, καρήνα τοῦ πλέοντος-ρέοντος κόσμου, Μοῖρα Πάντων... Γι’ αὐτό κι ὅλες οἱ ρήσεις του, παριστάμενες σά στοιχειακά σπάσματα ἤ φεγγοβολές τοῦ ἀεί γιγνόμενου κοσμικοῦ πυρήνα, δηλοῦν καί δέ δηλοῦν, σημαίνουν καί δέ σημαίνουν καί ἄλλα σημαίνουν (ἀντισημαίνοντας ἤ ὑπεναντίως παρασημαίνοντας συνάμα ταυτά), ὁμόποιες δηλαδή πάντα τοῦ διαλεκτικοῦ-τραγικοῦ πυρός, πού «βλέπει» ὁ Αἰνικτής νά συνιστᾷ καί ν’ἀποσυνιστᾷ, διαρκῶς καί καθεστιγμικά, στόν «ἄπειρο» χρόνο καί στό αἰώνιο Ἕν, ὅλο τό γίγνεσθαι-φαίνεσθαι τοῦ κόσμου.
Ὁ ἀεί παίζων Λόγος/Κόσμος - Ὕβρις πυρκαϊή
Λεξιπαιγνία; «Ταχυδακτυλουργία τοῦ λόγου», τάχα, ὁ μοῦργος ὀχλολοίδορος[25] τῆς Ἐφέσου; Ἕνας ζογκλέρ δηλαδή περίπου; Παίκτης ἐννοιῶν καί φθόγγων, ἐτύμων καί παρετυμολογιῶν, ἀχῶν καί παρηχήσεων, κι ἀντηχήσεων κι ἀπηχήσεων, ὑπό τραγικές ἀνταύγειες συνεχῶν κεραυνικῶν πυρακτώσεων-συντήξεων-μεταλλαγῶν ἑνός κόσμου-σπινθῆρος ἀκόμα, συγκροτούμενου ἐν ἐκρήξει, διατεινόμενου καί ὑπερδιατεινόμενού σέ διαρκῆ ἀποστασιοποίηση κάθε φευγαλέας μορφῆς (πού μονοστιγμικά διαγράφεται-χάνεται) ἀπ’τόν πυρηνικό στρόφαλο τοῦ γίγνεσθαι;
Νά γίνῃ δεκτή, κατ’ ἀρχήν, ἡ ὕβρις;...Ἕνας ζογκλέρ, ἕνας παίκτης; ...Ἀλλά μές σ’ ἕναν κόσμο παίκτη ἐπίσης, ὑπαινισσόμενο διά τῶν φαινομένων του, διαλεκτικά, πώς οὐκ ἐθέλει καί ἐθέλει Ζηνός οὔνομα τό Ἐν, κι ἄλλο τόσο μανιακά ὀχλολοίδορο, μ’ ἕναν τρόπο, τοῦ «ὄχλου» ὅλων τῶν στατικευτικῶν τοῦ ὄντος λέξεων, ἐννοιῶν, ἰδεῶν καί κάθε διανοητικῆς πλάνης ἤ ἀνυπόστατου ρασιοναλιστικοῦ πλάσματος (fiction) ἐν γένει.
Ἄν ὁ κόσμος εἶναι πυρκαϊή, τότε ὕβριν ὄντως χρή σβεννύναι ἤ πυρκαϊήν[26] . Καί ἡ ὕβρις εἶναι τό ἐναντίον τῆς πυρκταϊῆς. Ἡ ὕβρις εἶναι κάθε λόγος γιά τόν κόσμο σά νάταν κόσμος νεκρός κι ὄχι παῖς· σβηστός κι ὄχι καθαρή φωτιά· τελειωμένος κι ὄχι τώρα γινόμενος, διαρκῶς γινόμενος, ἀκόμα ἐν ἐκρήξει!..
Τοῦτο συνέλαβε πράγματι ὅ Ἠράκλειτος: τόν διαρκῆ κι ἀτελεύτητο Κεραυνό[27] τῆς κοσμογονικῆς ἔκρηξης τῆς ἀλλεπάλληλα κυκλικῆς πού βρήκαμε σήμερα ἐμεῖς ἐπιστημονικά (καί μόνο μέ τήν ἐνόρασή του αὐτός, μέ τήν ἴδια τήν ἔμπνευση τοῦ κόσμου ἐντός του δρῶσα!) — κι ὅτι ἀκόμη ἀνοίγουμε, γεννῶντας χῶρο, χρόνο καί γίγνεσθαι-φαίνεσθαι σπινθηροβόλο ἀπειρίας θετικοαρνητικῶν ἐκφάνσεων (ἤ μορφῶν ἤ πλασμάτων ἤ πραγμάτων ἤ ὄντων). Ἄρα καί τό χρέος του σά μύστου στήν ἀληθινή οὐσία τοῦ κόσμου, καί μαζί ἀπομυστικοποιοῦ, σέ καιρό φωτισμοῦ μεγάλου καί διασκέδασης[28] σκοταδιῶν, καί πηγμάτων Τυπικοῦ, καταπνικτικά συσσωρευμένου ἀπό πανάρχαιους χορούς Ἐρινυῶν μές στό νοῦ καί τίς πλανερές πίστεις ἀξυνέτων, εἶναι ἴσα-ἴσα: σβεννῦναι ὕβριν, πού ἐγείρεται κατά πυρκαϊῆς τοῦ κόσμου τοῦ ὄντως ὄντος. Καί ὕβρις: τό σύν ἤ πλήν «τοῦτο» ἤ «ἐκεῖνο», τάχα, παρά πού σύν-πλήν εἶναι, πάντα, πράγματι, καί «τοῦτο» ἤ «ἐκεῖνο», καί τά πάντα, καθό γινόμενα κι ὄχι «παγίως ἔχοντα» ποτέ.
Ἡ ρήτρα τοῦ λόγου τῆς Σοφιστικῆς, Ρητορείας και Ἱστορίας
Οἱ μπερξονικές ἔννοιες: κλειδιά για την ἡρακλείτια σκέψη
Ἕπεται ἡ ἐποχή τῆς διαλεκτικῆς Σοφιστικῆς. Ἄλλα φυσικώτατα ἕπεται! Τό τραγικό-διαλεκτικό ὄργανο καμινεύτηκε σέ κοσμικά βάθη, παρήχθη ἀπό κόσμογονικές συντήξεις ὅλων τῶν ποιοτήτων, πού ἀστράφτουν στόν αἰθέρα τῆς τρομερῆς του κόψης... Ὁ Σκοτεινός τῆς Ἐφέσου τό ἀκόνισε μυστικά στίς δαιμονικά σπινθηροβολοῦσες συλλήψεις του καί τίς σάν ἀπ’ τήν ἴδια τήν πηγαία φωνή τοῦ κόσμου ὑπαγορευόμενες ραγδαῖες ρήσεις-ἀντιρρήσεις, σημάνσεις-ἀντισημάνσεις, δῆλ’ ἄδηλα, ἠχερά-νοητά σήμαντρα-ἀντισήμαντρα, πού σημαίνουν, τοῦ ἐν Δελφοῖς (καί μή ἐν Δελφοῖς) μαντείου (καί μή μαντείου ἀλλ’ ἠχείου καθαυτό τῆς μουσικῆς τοῦ ἀεί γινόμενου κόσμου) τοῦ «θεοῦ μή θεοῦ» (ἄνακτός τε μή ἄνακτος) πυρφόρου Ἀπόλλωνος, τοῦ Φωτός-Σκότους, Φωτός-Σκότους αἰώνια!..
Τό μαχαίρι πού κράτησαν οἱ τραγικοί κ’ οἱ σοφιστές, ὁ Αἰσχύλος κι ὁ Πρωταγόρας, ὁ Σοφοκλῆς κι ὁ Ἀναξαγόρας, ὁ Εὐριπίδης κι ὁ Γοργίας κι ὁ ἴδιος ὁ Πλάτων — γιά ν’ ἀνατάμῃ κι αὐτός φοβερώτερα ὅσα ἔτεμναν οἱ ἐλεγχόμενοι μέ τό ἴδιο διαλεκτικό μαχαίρι —, τό ἴδιο τοῦ ἀνατόμου Ἱπποκράτη καί τοῦ ἀνατόμου Θουκυδίδη καί μάλιστα τοῦ τραγικοῦ Θουκυδίδη! —, τό ἴδιο τοῦ ὁρμητικοῦ κατόπιν ψυχοκινητῆρος Δημοσθένη, τό καθαρό φλεγόμενο ἐκεῖνο στό διάπυρο στόμα του, δέν ἦταν ἄλλο ἀπ’ αὐτό τῆς ἡρακλείτειας πυρκαϊῆς τοῦ αὐτοπαριστάμενου διαλεκτικοῦ κοσμικοῦ λόγου, τοῦ παράγοντος ἄμεσα — καί σάν κατ’ ἐπιταγήν τῆς φύσης τοῦ ὄντως ὄντος τίς ἔνθεες ἀστραπές τοῦ Σκοτεινοῦ! Τό «ἀτσάλι» τοῦ ὀργάνου αὐτοῦ δέν εἶναι «τεχνητό», ἀλλά σάν ἀπ’ τήν ψίχα τοῦ κοσμικοῦ πυρήνα κατευθείαν ἀποσπασμένο μέ γυμνά χέρια πού δέν κάηκαν - πλάσμα κοσμικῆς οὐσίας, πού ὑπευθυνότατα κι ἀποφασιστικά, σά γνήσιος κ’ ἐμπνευσμένος μύστης-ἀπομυστικοποιός ποιητής, ἀνάρπαξε καί πόρισε γενναία στήν ἑλληνική σκέψη καί λόγο, καθώς πρωτοχάραζε, ὁ ἐνορμητικώτερος καί βαθύτερα εἰσδυτικός ἀπ’ ὅλους τοῦ καιροῦ του τραγικός Αἰνικτής κ’ ἐνορατικός μέ τίς ἰσχυρές διαισθητικές του κεραῖες τῆς χώρας τοῦ Ἑνός— τοῦ ἀκατάπαυτου φλογεροῦ Γίγνεσθαι κάθε ὄντος καί μή ὄντος, πρός τό ἄλλο πάντα κ’ ἐκτός ἑαυτοῦ φερομένου —, πού φυλᾶν ἄγρια φοβερίζουσες τό νοῦ οἱ τρομερές ἐκεῖνες ἐρινύες τῶν τυπικολογικῶν «ἀντιφάσεων» τοῦ: «ἄν αὐτό εἶν’ αύτό, πῶς καί μή αὐτό;», τοῦ: «ἄν ἔγω ἐγώ, πῶς κι ὄχι ἐγώ; καί πῶς διαρκῶς ἄλλος ὁ ἐγώ ἐγώ;» (κι ὅλες αὐτές οἱ αὐτοπεριπλεκτικές ἐν γένει τοῦ λογισμοῦ προτάσεις) πού τόσο τρόμαξαν λίγο ἀργότερα ὥς καί τό μεγάλο Ἀριστοτέλη, κάνοντάς τον νά μήν παρατάῃ τήν εὔκολη ὅσο κι αὐτοπειστική του «ἀσφάλεια» τῶν «ἐλέγχων» καί «βασάνων», τοῦ καθαυτό σπαστικοῦ ὅμως διανοητικοῦ μηχανήματος, τοῦ ἔτσι βαθιά μελετημένου καί σοφά ὁριοθετημένου ἀπ’ τόν ἴδιον, μά γι’ αὐτό καί παρεμποδιστικοῦ του νά περάσῃ «δίχως τεκμήρια κι ἀποδείξεις» πέρ’ ἀπ’ τίς ἄγονες κι αὐτοπεριοριστικές τῆς ἀναμφισβήτητης εὐαισθησίας κ’ ἰδιοφυίας του νοησιοκρατικές «βεβαιότητες» τῆς στείρας Τυπικῆς Λογικῆς καί τῆς τυφλῆς στατικευτικῆς τῶν ρευστῶν καί τῶν γίγνεσθαι ὅλων, τῆς θραυστικῆς εὐθειαστικῆς πάντα τῶν καμπυλῶν καί τετραγωνιστικῆς μάταια τῶν κύκλων, τῆς πηκτικῆς τμητικῆς τῶν συνεχειῶν καί φονικῆς ἀναπόφευκτα τῶν ὀργανικῶν καί τῶν δυνάμει ὅλων τοῦ ζῶντος κόσμου - τῆς μηχανιστικῆς ἀντιδιαλεκτικῆς συλλογιστικῆς, πού τίποτα δέν ἀποδίδει πράγματι, ταυτολογοῦσα αἰώνια κι αὐτοδιαγιγνωσκόμενη στό γελοῖο πάθημα: ὑποκείμενο αὐτή, νά θεωρῇ ἑαυτήν ἀντικείμενο, καί νά ἰσχυρίζεται πώς ἔτσι «γνωρίζει τόν κόσμο», ἐνῶ ἄλλο δέν κάνει παρά ναρκισσικά ν’ αὐτοκαθρεφτίζεται, κ’ἕν ἐσχάτῃ ἀναλύσει νά θεολογῇ, ἄλλο τόσο ἀπέχουσα ἀπό τόν κόσμον ὅσο καί κάθε ἀξιωματική θεολογία ἤ μεταφυσική μυθολογία.
Δηλαδή βεβαιότατα, θέλω νά πῶ, ἀκόμα κι ὁ δικανικός Λυσίας — τοῦ ἀπαστράπτοντος ἐκείνου ἐκφραστικοῦ μετάλλου ἐν ἐσχάτῃ κατακλείδι: ἀκηκόατε, ἑοράκατε, πεπόνθατε· ἔχετε, δικάζετε[29]! — παράγεται ἀπώτερα ἀπ’ τό ἴδιο καμίνευμα πού ὑφίσταται πρωταρχικά ὁ Λόγος κι ὁ λόγος, ὁ νοῦς καί τό κροσσωτό περιβάλλον του τῆς διαισθήσεως[30], στήν καθαρή κι αὐτοπαριστάμενη στίς συλλήψεις τοῦ Σκοτεινοῦ τῆς Ἐφέσου σάν αὐτούσια Φωτιά τοῦ Κόσμου.
Μιά εἶν’ ἡ ἐσώστρεφη κ’ ἐξώστρεφη δημιουργική φορά[31] — Ποίησης καί Στοχασμοῦ, Τραγωδίας καί Σοφιστικῆς καί Φιλοσοφίας καί Ρητορικῆς καί Ἱστορίας — πού πρωθόρμητη καί συμπαγής ἐκρήγνυται, κοσμικά διάπυρη κι ὅλο μύδρους σπερματικούς, στόν ἕκτο-πέμπτο καί τέταρτο αἰώνα, παράγουσα ἰσοσθενῆ χορικά καί ναούς, σκέμματα καί σοφίσματα, πυρῆνες κοσμογονικούς καί ροπές ἀνατινακτικές τῆς ἀδράνειας τῶν μαζῶν καί τῶν δήμων, ποιήματα μεστά σοφίας καί ρήσεις μελωδικώτερες κι ἀπό χελιδονίσματα τοῦ Ἀνακρέοντα.
------------------------------
[1] A. Κούσουλας, Θέλω προβάλλειν, Απ'2 1518, γιά τον Κάλβο: τί φοβερό/βόδι μάγγωσε τι) φωνή του!
[2] Διογένης Λαέρτιος, IX, 15 (D1, A1, 142, 31-2): ὄχι περί φύσεως - ὅπως ἴσως το ἐπέγραφαν ἄλλοι (ἤ ἐπιγράφονταν) - ἀλλά περί πολιτείας, τά δε περί φύσεως – πού λοιπόν περιέχονταν (ἤ θεωροῦσαν πώς περιέχονταν) – σάν παράδειγμα εἶν’ ἐκεῖ.
[3] B 96 (Di 150, 2): ἀσύνετοι ἄφρονες, πού δέν ἔχουν ἰδέα, μακρυά ἀπό τήν ἀλήθεια.
[4] Β 96 (Di 172, 14-5), νέκυες κοπρίων ἐκβλητότεροι: τά πτώματα πιό περιττώματα!..
[5] Β 30 (Di 158, 2): φωτιά πού ζῆ πάντα, αἰώνια ζωντανή, ἄσβεστη, πού δέ σβήνει.
[6] Β 94(Di 172, 9), Έρινύες [Δίκης ἐπίκουροι: Ἐρινύες, τῆς Δικαιοσύνης βοηθοί. (Παρακόρες τῆς Τιμωρίας.)
[7] Β 43 (Di 160, 12), πυρκαϊά, φωτιά.
[8] Β 52 (Di 162, 6), βασιλεία, κυριαρχία.
[9] Ἥλιος γάρ οὐχ ὑπερβήσεται μέτρα· εἰδεμή, Ἐρινύες μιν Δίκης ἐπίκουροι ἐξευρήσουσιν. [Β 94 (D1 172, 8-10)] Γιατί κι ὁ ἥλιος δέ θά βγῇ ἀπ’τήν τροχιά του - ἀλλιῶς οἱ Ἐρινύες, τῆς Δικαιοσύνης οἱ βοηθοί, θά τόν βροῦν! [Ἤ πιό «ἐλεύθερα» (ἀλλά καί πιό σύρριζα στό νόημα τῆς ρήσης καί τῆς βασικῆς σημασίας τοῦ μέτρου, πού μετέχει τῆς ἔννοιας τοῦ «προσδιορισμοῦ», τοῦ προκαθορισμοῦ, ἄρα τοῦ πεπρωμένου, τοῦ «προγραμματισμοῦ» θά λέγαμε σήμερα, τοῦ κατά προσυντεταγμένη νομοτέλεια κινουμένου κ.λ.): Γιατί κι ὁ ἥλιος δέν πηδάει πάν’ ἀπ’τά μέτρα του εἰδεμή τόν πιάνουν οἱ Ἐρινύες, οἱ βοηθές τῆς Δικαιοσύνης!..]
[10] Στήν πλατωνική σημασία τοῦ κακουργεῖν τόν λόγον.
[11] Σέ τελική ἐκπύρωση τοΰ κόσμου φέρνει, κατά τόν Ἠράκλειτο, ἡ ὁδός ἄνω, καί σέ κοσμοποίηση — σύμπηξη δηλαδή πρός τό εἶναι — ἡ ὁδός κάτω· σέ σύντηξη τῶν πάντων, πρός τό καθαρό πῦρ, ἡ κατά πάνω φορά τοῦ γίγνεσθαι, καί σ’ ἐπαναπύκνωση πρός κόσμο, ἡ κατά κάτω φορά του. Πλήν τό πράγμα μοιάζει μέ ζῶο - ἤ ὄχι; Κάτι ζωντανό, πελώριο — τό Σύμπαν Ζῶο, νά ποῦμε πού «εἰσπνεει-ἐκπνέει» ἔτσι (ὅπως κ’ ἡ φωτιά ἀναπνέει), σέ κάποιους πολύ μεγαλύτερους ἀπ’ τούς δικούς μας χρονικούς ρυθμούς, σάν εὐρύτερη (ἀπ’ τή χωρική δικιά μας) ὑπόσταση, πού ἐμπειριακά χωροχρονισμένοι ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά πιάσουμε. [Πρβλ κάτι ἀνάλογο, μικρότερης διάστασης ἀλλ’ ἡρακλείτειας ἔμπνευσης, κατ’ ἐπίδραση ἀπ'τά πρῶτα μου διαβάσματα τοῦ Σκοτεινοῦ, στήν ἀρχή τοῦ διηγήματός μου Ἡ Μηχανή πού ἔδινε τήν εὐτυχία (11, τέσσερεις τελευταῖες ἀράδες), τῆς Βορᾶς στό Θηρίο καί τοῦ Ἀπό τόν κόσμο ΡΑ, γραμμένο τό ’60-61): ἕνα τό Βράγχιο, ὁ Πνεύμων, σ’ ὅλο τόν πλανήτη· στο ἔδαφος, στό στῆθος καί στό ὑπέδαφος ἕνα τό Αἷμα! Τό Ζῶο πού πάσχει λέγεται Ὑδρόγειος.]
[12] Ὑποτίθεται πώς ὁ Ἠράκλειτος ἦταν ἀπόγονος τοΰ κτίστη τῆς Ἐφέσου, τοῦ γιοΰ τοΰ Κάδρου τῶν Ἀθηνῶν Ἀνδρόκλου, ἱδρυτῆ τῆς ἀποικίας τῶν Ἴωνων κ’ ὕστερα τῆς αἰολικῆς, πού καί βασίλεψε κεῖ, καί γι’ αὐτό οἱ τοῦ γένους του λέγονταν βασιλεῖς κι ἀσκοῦσαν λατρευτικές λειτουργίες. [Στράβων XIV, 3, 632-3. (D1 143, 21-27.)] Στην Ἔφεσο δέ καί οἱ Ἀμαζόνες καί τό τῆς Ἀρτέμιδος ἱερόν, ὅπου κατά τό Διογένη Λαέρτιο [IX, 6 (D1 141, I)] ἀνέθηκε [τό φερόμενον αὐτοῦ βιβλίον] ὁ Σκοτεινός. Κ’ ἐπειδή φεύγει πάντα ἡ Ἄρτεμις, καί φευγαλέοι οἱ διακαμοί ἤ σπινθῆρες τῆς ἄπιαστης διαλεκτικῆς ποιότητας τοῦ κόσμου, γι’αὐτό γράφω: προφήτης τῆς ἀμαζόνος Ἀρτέμιδος κ.λ.
[13] Ὁ ἥλιος κυκλοδίωκτος, / ὡς ἀράχνη, μ’ ἐδίπλωνε / καί μέ φῶς καί μέ θάνατον / ἀκαταπαύστως. Κάλβος, Εἰς Θάνατον, 20η στρ., 2-5 (Ἀπ. 480, α΄.)
[14]Πορίσματα τῆς ἀρχῆς τοῦ Ἀϊνστάιν, θέσεις τῆς σύγχρονης Φυσικῆς καί Ἀστρονομίας.
[15] Τῆς ἴδιας ποιότητας - ἀλλά καί μαζί συγκροτημένης, κοινῆς μά καί ὁμογενοῦς, συν-γενοῦς ἀπό καταβολῆς.
[16] Ἄγχιβασίην Ἠράκλειτος, στό Σουΐδα [A. Adler, Lexicographi Graeci I I, Suidae Lexicon, I A- Γ 1762, 157, 9. (B 122, D1 178, 6-7.) Κατά τόν Diels, ἁπλῶς: προσέγγισις.Ὅμως νομίζω πώς ἀκριβέστερα σημαίνει: ἐκ παρομοίων εἰκασία, σύλληψη ἄπ’ τά ὅμοια. Τό ἀγχιβατεῖν (ἄγχι-βαίνειν) αὐτή τήν ἔννοια ἔχει: ἀπό παραπλήσια προσπελάζω, ἄγομαι σέ σύλληψη τινός ἀπό παραπλήσιά του, παρόμοιά του· βρίσκομαι κοντά (ἔκφραση πού χρησιμοποιοῦμε στά Νέα Ἑλληνικά, κυρίως γιά σύλληψη νοημάτων). Κ’ ἐπειδή βασικός τρόπος τῆς ἀνερευνητικῆς σκέψης τοῦ Ἠράκλειτου εἶν’ αὐτός, ὁ δί’ ἀγχιβασίας ἐκ παραπλησίων, πού ἐμφανίζονται σύμμορφα, ὁμόποια, ὁμόρρυθμα κ.λ.π.
[17] Σ’ἐμᾶς εἶναι ὅρος πιά ἡ πλατωνικῆς προέλευσης μέθεξις, καί γι’αὐτό τή χρησιμοποιῶ ἐδῶ, ἐνῶ βέβαια δέν εἴν’ ἡρακλείτεια ἔννοια. [Κι ἄλλο, τώρα, τί τοῦ Πλάτωνα ναί ἤ ὄχι ἡρακλείτειο, κι ἀπό κεῖνα πού φαίνονται κι ἀπό κεῖνα πού λανθάνουν, εἴτε διά Κρατύλου, ὅπως σημειώνει ὁ Ἀριστοτέλης (Μετά τά φυσικά 987α-β), ἔμμεσα, εἴτε καί ἄλλως. Γιά μένα, ὁ Πλάτων ἀσφαλῶς κ’εἶναι ριζικά ἡρακλείτειος, παρά τήν ὅλη νοησιοκρατία του καί τήν ἐν γένει ρασιοναλιστικώτατη συστηματική του, πού σφοδρά ἀντιφέρονται (καί τοῦτο βοᾷ διαρκῶς) στίς διαλεκτικές του καταβολές, τίς πιό γόνιμες καί ποιοτικές ἄλλωστε ἀπ’ ὅλες τίς «ἀποδεικτικές» ἐκεῖνες τῶν ἡσσόνων διαλόγων του.]
[18] Ἀναφορά στήν ἐναρκτική, ὅπως τή θεωροῦν, ἡρακλείτεια ρήση 131, τοῦ Diels (D1 150, 3-11), ὅπου ὁ λόγος, καθό ἐών γι’αὐτό τ’ ἀραιώνω στό κείμενό μου — δέν ξέρω ἄν δέν σημαίνῃ καί ὅ,τι θά λέγαμε σήμερα ἐμεῖς: «ἐξ ἀντικειμένου», ὁ τοῖς πράγμασι ἐγκείμενος λόγος, ὁ μή «ὑποκειμενικός» ἀλλ’ «ἀντικειμενικός», ἤτοι ἡ οὐσία τῶν πραγμάτων, ἡ «δομή» τοΰ κόσμου. Ὁπότε, ὁ «μή ἀξύνετος» τέτοιου ἐόντος λόγου δέν εἶναι παρά ὁ συλλαμβάνων ἄμεσα τήν οὐσία τοΰ κόσμου κι ἄρα οἱ ἐκφράσεις του: ἄμεσες ἐκφράσεις τῶν πραγμάτων - ὄχι συμβολικές, συμβατικές κ.λ..
[19] Ὁδός ἄνω κάτω μία καί ὡυτή. Β 60 (Π| 164, 5): Ὁδός ἄνω κάτω μιά κ' ἡ ἴδια.
[20] Ποταμῷ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δίς τῷ αὐτῷ [Β 91 (D1 17 1,9-10)]: Δυό φορές δέ μπαίνεις στό ἴδιο ποτάμι. [Καί κατά τόν Κρατύλο (Ἀριστοτέλης, Μετά τά φυσικά, Γ 5. 1010α 7. D2 69, 36) οὔτε μιά!] Ποταμοῖσι τοῖσιν αὐτοΐσιν ἐμβαίνουσιν ἕτερα καί ἕτερα ὕδατα ἐπιρρεῖ [Β 12 (D1 154, 4-6)]: Σ' ὅσους μπαίνουν στά ἴδια ποτάμια ὅλο ἄλλα κι ἄλλα νερά χύνονται ἀπάνω τους. (Τό πού ὑπαινίσσεται ὅτι πόσῳ μᾶλλον κ'οἱ ἴδιοι δέν εἴν’ ἴδιοι!) Ποταμοῖς τοῖς αὐτοῖς ἐμβαίνομεν τε καί οὐκ ἐμβαίνομεν, εἶμεν τε καί οὐκ εἶμεν (Β 49α (D1 161, 11-3)]: Στά ἴδια ποτάμια μπαίνουμε καί δέ μπαίνουμε. εἴμαστε καί δέν εἴμαστε.
[21] Στή μπερξονική σημασία τοῦ ὅρου. [H. Bergson, L’evolution creatrice, (ἑλληνική μετάφραση Κ. Θ. Παπαλεξάνδρου: Ἡ δημιουργός ἐξέλιξις, Ἀθ ‘25), καί κυρίως τό δεύτερο κεφάλαιο, ὅπου καί εἰδικώτερα γιά τή διάνοια.]
[22] Σέ μικτή σημασία, ἡρακλείτεια — ὁ λόγος: ξυνός, δηλαδή κοινός σέ ὅλους (ἄρα: ὄργανο κοινωνικό, τῆς ἐν κοινωνίᾳ πρακτικῆς καθημερινῆς ζωῆς καί δράσης) — καί μπερξονική: ὅτι ἡ διάνοια συγκροτήθηκε βιολογικά, σάν ὄργανο πρός πράξη κι ὄχι πρός γνώση, καί γι’ αὐτό τέμνει τίς συνέχειες, τίς διάρκειες, τά ρεύματα ὅλα τοῦ γίγνεσθαι, καί πήζει, στατικεύει τίς ἀποτμήσεις αὐτές τοῦ πάντα ρέοντος πραγματικοῦ, γιατί αὐτό βολεύει τήν πράξη, τή δράση, ἄρα καί τήν ἐν κοινωνίᾳ ζωή. (Γι’ αὐτό καί: κοινός νοΰς. Ὁ κοινός δέ αὐτός ἀκριβῶς καί τέμνει, καί στατικοποιεῖ, κι ἀλλοιώνει ἐν γένει τα ρέοντα γίγνεσθαι ὅλα.)
[23] Οὐκ ἐθέλει καί ἐθέλει Ζηνός οὔνομα [ Β 32 (D1 159, 2, ἀλλά μέ ὄνομα, ἀντί οὔνομα πού προτιμάω ἀπ’ τόν Mullach (Μu. 316, α', 14-18), ἀκολουθοῦντα τή γραφή παρισινοῦ κώδικoς τοῦ Εὐσεβίου, ὅπως σημειώνει (13, 16-18), γιατί ταιριάζει μέ τό ἐθέλει-οὐκ ἐθέλει ν’ἀκούγεται αὐτό τό οὔνομα (σάν οὐ-ὄνομα)]: Δέ θέλει καί θέλει τοῦ θεοῦ τ ὄνομα (μή-ὄνομα)! (Πρόκειται γιά ρήση ἀθεϊκη περίπου.)
[24]Διαλεκτικό σύμμικτο ἀπ’ τίς ἡρακλείτειες ρήσεις: Β 126 (D1 179, 7), Β 117 (D1 177, 2), Β I 18 (D1 177, 4), Β 126 (D1 179, 7), κι ἀπ’τά δοξογραφικά ἀποδιδόμενα στό Σκοτεινό: Α 12 (D1 146, 33, A 1 (D, 142, 9).
[25] Ὀχλολοίδορος - ὑβριστής τοῦ ὄχλου «Ἡράκλειτος, ἀπ' τον Τίμωνα τό σιλλογράφο, στό Διογένη Λαέρτιο, IX, 6 (D1 141,3-4).
[26] Ὕβριν χρή σβεννῦναι μᾶλλον ἤ πυρκαϊήν(Ἡ 43 (D1 160, 12)]: Ἡ ὕβρις νά σβήνεται περσότερο παρά ἡ πυρκαϊά! (Ἤ: Τήν ὕβρι σβῆστε - ὄχι τήν πυρκαϊά!) Κι ἀφήνω ἀμετάφραστη τήν ὕβρι, πού ἡ σημασία της εἶναι κεντρική τοῦ ὅλου ἀρχαίου κόσμου, Ὑπερδυναμη βέβαια καί τῆς ἑβραιοχριστιανικῆς «ἁμαρτίας», καί δέν ἀποδίδεται φυσικά μέ καμμιά μας λέξη - οὔτε δά μέ τήν ταπεινή «βρισιά», τοῦ καταπεσμένου μας κόσμου, ὅπου πρωτίστως ἔσβησε τό πρωτεϊκό δέος ἔναντι τῆς ὕβρεως... Ὅταν, ἐπί παραδείγματι, ὕβρις εἶναι γιά τόν ἀρχαῖο καί ἡ προμηθεϊκή ἀκόμη ὕβρις ἐναντίον τῆς πρωτόθετης «τάξης» τοῦ κόσμου, πούναι ὁ Δίας, καί τ’ ὅπλο του ἡ Φωτιά! —, ποιά νεοελληνική «βρισιά» νά ἐκφράσῃ, στά σοβαρά, τήν προσβολή αὐτή, τήν ὕπατη, τοῦ Κεντρικοῦ Ἄξονα, πού κινεῖ κατά βάση τά πάντα; Ἴσως ἀπόμακρο «ἀντίστοιχο» νά μπορῇ νά θεωρηθῇ ὄχι καμμιά «βρισιά», ἀλλ’ οἱ ἀντιδράσεις ἐκεῖνες τῶν χορικῶν πουλιῶν τοῦ Νεκροῦ ἀδελφοῦ (βλ. Ἀπ1, 260, 9, 13-4, 23-4), πού μαζί θάμμα κι ἀντίθαμμα, ἀλλά τό ἴδιο καί κρῖμα κι ἄδικο, παράξενο μεγάλο βλέπουν τό νά περπατοῦν οἱ ζωντανοί μέ τούς ἀποθαμμένονς!.. Τέτοιου βάρους ἡ ὕβρις λοιπόν - ἔξω πράγματι ἀπ’ τήν ἀποσυνεστημένη, τήν πεσμένη νεοελληνική ζωή μας, καί γι’ αὐτό κι ἀπό τή γλώσσα μας, κι ἀπ’ τήν ἀντίληψη κι ἀπ’ τό νοῦ μας! Οἱ παραδομένοι στή βρισιά κάθε λογῆς, ποῦ νά συλλάβουν τήν Ὕβριν μέ κεφαλαῖο; Καί πῶς νά τήν ἐκφράσουν μέ τό δέος, πού πρωτίστως αὐτούς θ' ἀφάνιζε καί θά καθῇρε,.. Κι ἄν τό «σάν ἀντίστοιχο» αὐτό πού θεωρῶ τοῦ δέους τῶν χορικῶν ἐκείνων πουλιῶν βρίσκεται σ’ ἕνα λαϊκό μας τραγούδι, δέν εἶναι δικό μας, τῶν σημερνῶν μεσαιωνικό εἶναι - τό ντύμα του μόνο, τό γλωσσικό, ἔγινε μέ τόν καιρό «δικό μας», χτεσινό μας· ἀλλιῶς, εἶν’ ὁ Μεσαίωνας ὅλος μέσα του σιδεροφορεμένος, θωρακᾶτος, συμπαγής, μέ ἄξονα ὄντως κι αὐτός τό δέος ἐντός του νά τόν συνέχῃ ἔναντι πάσης ὕβρεως, τό εὐλαβικό τῆς κοινῆς συνείδησης πρός τή «φυσική τάξη τοῦ κόσμου». Δέν εἶναι δικά μας ὅμως αὐτά. Γιά τοῦτο κι ἀδύνατο ἡ γλώσσα μας νά τ’ ἀποδώσῃ. Ἡ γλώσσα εἶναι τό ἦθος, ἡ γλώσσα εἶναι καί τά πράγματα - μήν τό ξεχνᾶμε! Μή λέξη, στό λόγο, ἴσον: μή πρᾶγμα, στήν ἐμπειρία. Μή πρᾶγμα, στό βίο, ἴσον: μή λέξη στή γλώσσα, μή ἔκφραση, μή ἔννοια, μή «στάση ζωῆς» τέτοια ἔναντι τοῦ κόσμου, μή πνεῦμα καί μή συνείδηση τέτοια. (Νά κι ἀπό δῶ λοιπόν, πάλι, ἡ πιό βασική δυσκολία «ἀπόδοσης» τῶν ἡρακλείτειων ρήσεων, πού ἔρχονται πράγματι ἀπ’ ἄλλον κόσμο - ἀπό καθαυτό ἄλλον κόσμο.)
[27] Β 64 {D1 166, I) τά πάντα οἰακίζει Κεραυνός: ὅλα τά κυβερνάει ὁ Κεραυνός!
[28] Σκεδάννυμι: (διά)σκορπίζω. Κι ἀπώτερα: μοιράζω, διαμοιράζω, χαρίζω. (Σέ καιρούς διαφωτισμοῦ, παράλληλα κ’ ἡ ζωή ξεφαντώνει, φουντώνει μαζί κ’ ἡ διασκέδαση, μέ κάθε λογής ἀπελευθερώσεις, καί σπασίματα τῶν μύθων, ἐκλαϊκεύσεις τῶν μυστηρίων κ.λ.
[29] Λυσία, Κατά Ἔρατοσθενους, κατάκλεις, μέ τή στίξη ὅπως στήν ἔκδοση τῆς Ζωγραφείου, ἀπ’ τόν παλιό μας Ἀ. Ζάκα (1-11, Ά0.’7-Ί0), I, 200. (Βλ. καί σχόλιο τοῦ Ἀριστοτέλη,Ῥητορική, 3, 19.)
[30] Κατά τόν Μπέρξον (Ἡ δημιουργός ἐξέλιξις), ἡ διάνοια ἀποτελεῖ, οὕτως εἰπεῖν, ἕνα σκληρότερο πυρῆνα, γύρω ἀπ’ τόν ὁποῖο μποροῦμε νά φανταστοῦμε κάτι σάν κροσσώματα γενικώτερων ἐνστικτωδῶν-μαντευτικῶν-διαισθητικῶν δυνάμεων, πού συλλειτουργοῦν μ’ αὐτόν σέ κάθε πνευματική ἐνέργεια γενικώτερη, σάν τῆς θεωρητικῆς σκέψης, ἤ κι ὁπουδήποτε ἐξειδικευμένη. Αὐτές τίς ἄλλες, πέρ’ ἀπό τή διάνοια, δυνάμεις, ἐννοῶ μέ τήν ἔκφραση: «κροσσωτό περιβάλλον τῆς διαισθήσεως» γύρω ἀπ’ τόν καθαυτό «νοῦ», πού ἐδῶ, στό σημεῖο τοῦτο, χρησιμοποιῶ σάν ὄρο ἀντί τῆς μπερξονικῆς διάνοιας (intelligence).
[31] Plan vital τοῦ Μπέρξον, πού ἄν καί δέν προκύπτει ἀπ’ τά ἔργα του ν’ ἀσχολήθηκε εἰδικώτερα μέ τόν Ἡράκλειτο ἐνῶ ναί μέ τόν Ἀριστοτέλη καί τόν Πλωτῖνο — ἡ σκέψη του ὅμως εἶναι κατεξοχήν ἡρακλείτεια, κ’ ἡ κριτική του τῆς διάνοιας— σάν ἀνίκανης νά συλλάβῃ τό συνεχές, τήν κίνηση, τ’ ὀργανικό, τό ζωντανό, γενικά τό γίγνεσθαι κ.λ.π. — συνιστᾶ σειρά πολύ ἀποδοτικῶν ἐννοιακῶν κλειδιῶν γιά τήν ἀνάλυση τῶν θέσεων τοῦ Αἰνικτῆ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου