Ο Αριστοτέλης προσεγγίζοντας το ζήτημα της δικαιοσύνης, πριν από όλα ξεκαθαρίζει τι είναι δίκαιο: «Ξεκινούμε καταρχήν από το τι είναι δίκαιο· το δίκαιο είναι δύο ειδών· πρώτο είναι το “κατά νόμον δίκαιο”. Δίκαια, λένε οι άνθρωποι, είναι όσα επιτάσσει ο νόμος. Και ο νόμος επιτάσσει να πράττουμε τα ανδρεία, τα σώφρονα και με ένα λόγο όσα αντιστοιχούν στις αρετές» (1193b 33.1-33.2).
Η σύμπλευση του νόμου με τις αρετές καταδεικνύει την κοινωνική τους διάσταση, αφού ο νόμος αφορά τους κανόνες της συνύπαρξης αποσκοπώντας στην ομαλότητα. Η επιλογή του νομοθέτη να στρέψει τους πολίτες στην αρετή τεκμηριώνει το ρόλο της στην πόλη ως εγγύηση ευρυθμίας στις σχέσεις των πολιτών. Δίχως την αρετή δεν μπορεί να υπάρχει κοινωνική γαλήνη.
Ωστόσο, το δίκαιο δεν αφορά μόνο το νόμο της πολιτείας, καθώς υπάρχει και το φυσικό δίκαιο που εκδηλώνεται με τους νόμους που ορίζει η φύση. Για παράδειγμα το γεγονός ότι το χειμώνα κάνει κρύο αφορά το φυσικό δίκαιο και αυτό είναι αμετάβλητο: «Μήπως αν αυτό, μέσω της ανθρώπινής του χρήσης, υφίσταται μεταβολή, είναι τούτο λόγος να πάψει να αποτελεί φυσικό δίκαιο; Όχι, εξακολουθεί να αποτελεί φυσικό δίκαιο. Διότι αυτό που κατά μείζονα λόγο μένει όπως είναι, αυτό προφανώς αποτελεί φυσικό δίκαιο». (1195a 33.21)
Με άλλα λόγια, οτιδήποτε ορίζεται ως φυσικό δίκαιο έχει να κάνει με τις επιταγές της φύσης, δηλαδή με τα φαινόμενα που θεωρούνται φυσικοί νόμοι λόγω της συχνότητάς τους και τη σταθερότητα που έχουν να επαναλαμβάνονται. Οι νόμοι αυτοί θα αποτελούν φυσικό δίκαιο, ακόμη κι αν η ανθρώπινη δραστηριότητα καταφέρει να τους ανακόψει ή να τους αλλάξει. Ακόμη κι αν ο άνθρωπος καταφέρει να αλλάξει το κλίμα, ώστε το χειμώνα να έχει ζέστη, το φυσικό δίκαιο που ορίζει το κρύο για το χειμώνα παραμένει, αφού η φύση δεν όρισε τη μεταβολή, αλλά η ανθρώπινη παρέμβαση. Γι’ αυτό και είναι σαφές ότι το φυσικό δίκαιο είναι αμετάβλητο, καθώς η ίδια η φύση δεν αλλάζει τους νόμους της.
Το «κατά νόμον δίκαιο» δεν έχει καμία σχέση με τη φύση, αφού αποτελεί καθαρά ανθρώπινη επινόηση που αποσκοπεί στην εξασφάλιση της συνύπαρξης. Γι’ αυτό και ο Αριστοτέλης το ονομάζει «δίκαιο στις σχέσεις με τους άλλους»: «Οτιδήποτε, τώρα, θεσμίσουμε και συμβατικά αποδεχτούμε εμείς οι άνθρωποι, αυτό αυτομάτως αποτελεί δίκαιο, καλούμενο “κατά νόμον δίκαιο”. Σίγουρα το φυσικό δίκαιο είναι ανώτερο του “κατά νόμον δικαίου”. Αλλά αυτό που ερευνούμε εμείς είναι δίκαιο πολιτικό. Και δίκαιο πολιτικό είναι το “κατά νόμον δίκαιο” και όχι το φυσικό δίκαιο» (1195a 33.21).
Αυτό που μένει είναι να ξεκαθαριστεί επακριβώς τι νοείται ως «δίκαιο στις σχέσεις με τους άλλους»: «Το “δίκαιο στις σχέσεις με τους άλλους”, λοιπόν, είναι με ένα λόγο η ισότητα, αφού το άδικο είναι η ανισότητα· διότι, όταν κάποιοι κρατούν για τον εαυτό τους από μεν τα αγαθά το μεγαλύτερο μερίδιο από δε τα κακά το μικρότερο, αυτό είναι η ανισότητα, και αυτό –έτσι το βλέπουν οι άνθρωποι– είναι το να διαπράττεις ή να υφίστασαι αδικία. Είναι φανερό λοιπόν ότι, εφόσον η αδικία έχει να κάνει με άνισες συναλλαγές, η δικαιοσύνη και το δίκαιο έχουν να κάνουν με την ισότητα στις συναλλαγές» (1193b 33.4-33.5).
Για να ολοκληρώσει: «Ώστε είναι φανερό ότι η δικαιοσύνη είναι μια μορφή μεσότητας ανάμεσα σε μια υπερβολή και μια έλλειψη· είναι το μέσο ανάμεσα στο πολύ και το λίγο. Διότι από τη μία ο άδικος, εξαιτίας του ότι αδικεί, απολαμβάνει περισσότερα· ο αδικούμενος από την άλλη, εξαιτίας του ότι αδικείται, απολαμβάνει λιγότερα. Ενώ ακριβώς το μέσον ανάμεσα στο περισσότερο και το λιγότερο είναι το δίκαιο. Και το μέσον είναι η ισότητα· συμπέρασμα: η δικαιοσύνη πρέπει να είναι η ισότητα ανάμεσα στο περισσότερο και το λιγότερο, και αντίστοιχα ο δίκαιος είναι αυτός που θέλει να έχει την ισότητα. Και η ισότητα συναντάται στις σχέσεις των ανθρώπων, και προϋποθέτει τουλάχιστον δύο όρους. Άρα, δικαιοσύνη είναι η ισότητα στις σχέσεις με τους άλλους, και δίκαιος θα είναι ένας άνθρωπος που έχει την ισότητα σε αυτές τις σχέσεις» (1193b 33.5-33.6-33.7).
Οι αρετές έχουν να κάνουν με όλο το πεδίο των ανθρωπίνων σχέσεων διευθετώντας τες σε κάθε περίπτωση στο πλαίσιο της μεσότητας, δηλαδή της ισότητας σε σχέση με την υπερβολή και την έλλειψη. Με άλλα λόγια, η δικαιοσύνη δεν έχει να κάνει μόνο με τις συναλλαγές, αλλά με όλες τις εκφάνσεις της συναναστροφής, αφού, εν τέλει, και ο ανδρείος θα αποδώσει τη σωστή (δίκαιη) συμπεριφορά ακολουθώντας το μέσον σε όλα τα (σχετικά με την ανδρεία) ερεθίσματα που θα του προκύψουν στη ζωή του.
Με τα δεδομένα αυτά προξενεί εντύπωση η τοποθέτηση του Αριστοτέλη: «Αλλά όμως δεν είναι τούτο το δίκαιο το οποίο αναζητούμε ούτε και η δικαιοσύνη σε τούτη την εκδοχή της. Διότι στις προηγούμενες περιπτώσεις» (ως προηγούμενες περιπτώσεις νοούνται οι «κατά νόμον δίκαιο» περιπτώσεις) «δίκαιο είναι κάτι που αφορά στον άνθρωπο έξω από τις σχέσεις του (διότι ο σώφρων και ο ανδρείος και ο εγκρατής έχουν αυτή τους την ιδιότητα έξω από τις σχέσεις τους)» (1193b 33.3).
Οπωσδήποτε, η άποψη ότι το «κατά νόμον δίκαιο» είναι κάτι «που αφορά τον άνθρωπο έξω από τις σχέσεις του» είναι δύσκολο να ερμηνευτεί, καθώς όχι μόνο αντιβαίνει το ως τώρα πνεύμα της αριστοτελικής οπτικής, αλλά και καταλύει κάθε έννοια του νόμου, ο οποίος υφίσταται μόνο στο πλαίσιο της πόλης, ως σύνολο κανόνων για τη συνύπαρξη. Επιπλέον το ότι «ο σώφρων και ο ανδρείος και ο εγκρατής έχουν αυτή την ιδιότητα έξω από τις σχέσεις τους» είναι εξίσου δυσερμήνευτο, αφού καμία ηθική αρετή δεν μπορεί να νοηθεί αποκομμένη από τους άλλους.
Το βέβαιο είναι ότι στο πρωτότυπο υπάρχει η φράση «καθ’ εαυτόν» ως «έξω από τις σχέσεις τους». Ο Αριστοτέλης γράφει: «ο γαρ σώφρων και ο ανδρείος και ο εγκρατής και αυτός καθ’ εαυτόν εστί τοιούτος». Με την έννοια «καθ’ εαυτόν», προφανώς εννοεί «από μόνος του» («έξω από τις σχέσεις του»), δηλαδή και χωρίς να χρειάζεται τους άλλους. Το δεδομένο ότι υπάρχει ο σύνδεσμος «και» αμέσως πριν («και αυτός καθ’ εαυτόν εστί τοιούτος») ενδέχεται να εννοεί ότι «και ο σώφρων και ο ανδρείος και ο εγκρατής μπορούν να είναι τέτοιοι και από μόνοι τους», δηλαδή ακόμη και χωρίς την παρουσία ή τη συναναστροφή άλλων.
Πράγματι, ο ανδρείος είναι ανδρείος και φέρεται ανδρεία, ακόμη κι αν δεν έχει κανέναν άλλο κοντά του. Για παράδειγμα ολομόναχος σε μια ψαρόβαρκα θα αντιμετωπίσει με ανδρεία τη φουρτούνα μέσα στο πέλαγος. Σε μια αντίστοιχη περίπτωση θα φερθεί αναλόγως και ο εγκρατής και ο σώφρων. Με άλλα λόγια, υπάρχουν αρετές που μπορούν να εκδηλωθούν ακόμη και χωρίς να απευθύνονται σε άλλους, όπως η ανδρεία ή η εγκράτεια, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι λειτουργούν αποκομμένα με την έννοια ότι δε σχετίζονται ποτέ με τους άλλους.
Ενδεχομένως αυτό να εννοεί ο Αριστοτέλης με τη φράση «ο γαρ σώφρων και ο ανδρείος και ο εγκρατής και αυτός καθ’ εαυτόν εστί τοιούτος» και ίσως η μεταφραστική απόδοση να χρειαζότανε έναν επιπλέον σύνδεσμο «και» πριν τη φράση «έξω από τις σχέσεις τους». Να έπρεπε δηλαδή να αποδοθεί ως «διότι ο σώφρων και ο ανδρείος και ο εγκρατής έχουν αυτή τους την ιδιότητα και έξω από τις σχέσεις τους», αφού, έτσι όπως τίθεται, είναι σαν η ανδρεία, η εγκράτεια και η σωφροσύνη να μην αφορούν τις ανθρώπινες σχέσεις.
Με τον ίδιο τρόπο μπορεί να ερμηνευτεί και το παράδοξο που θέλει το «κατά νόμον δίκαιο» έξω από τις σχέσεις του ανθρώπου. Και εκεί ο Αριστοτέλης γράφει «καθ’ εαυτόν όντα δίκαιον είναι», δηλαδή ότι υφίστανται ως δίκαια και από μόνα τους, χωρίς τις ανθρώπινες σχέσεις. Η μετάφραση του Μπετσάκου «Διότι στις προηγούμενες περιπτώσεις δίκαιο είναι κάτι που αφορά στον άνθρωπο έξω από τις σχέσεις του» είναι σωστή, όμως ως προηγούμενες περιπτώσεις δεν πρέπει να νοηθεί απλώς το «κατά νόμον δίκαιο» που περιλαμβάνει το ευρύτατο πεδίο όλης της νομοθεσίας, αλλά μόνο οι συγκεκριμένες περιπτώσεις της ανδρείας και της σωφροσύνης που εντάσσονται στο πλαίσιο του νόμου λίγο πιο πάνω: «Και ο νόμος επιτάσσει να πράττουμε τα ανδρεία, τα σώφρονα και με ένα λόγο όσα αντιστοιχούν στις αρετές» (1193b 33.2).
Το σίγουρο είναι ότι η δικαιοσύνη αφορά τις σχέσεις των ανθρώπων κι ότι οι νόμοι χάνουν κάθε υπόσταση αν αποκοπούν από το πλαίσιο της συνύπαρξης. Από κει και πέρα, με δεδομένο ότι η δικαιοσύνη αφορά την ισότητα που προκύπτει από το μέσον ανάμεσα στην υπερβολή και την έλλειψη, αυτό που πρέπει να διευκρινιστεί είναι ότι το μέσον πρέπει να ορίζεται σε σχέση με την αξία, δηλαδή τον κόπο και την τεχνογνωσία που κατέβαλε κάθε συμβαλλόμενο μέρος για την ολοκλήρωση μιας εργασίας.
Τη σχέση αυτή ο Αριστοτέλης την ονομάζει αναλογική ισότητα: «Η αναλογική ισότητα προϋποθέτει τουλάχιστον τέσσερις όρους· ο λόγος Α/Β ισούται προς τον λόγο Γ/Δ. παράδειγμα: όποιος δούλεψε πολύ (Α) παίρνει και πολλά (Β), ενώ όποιος δούλεψε λίγο (Γ) παίρνει και λίγα (Δ). Έτσι ισούνται δύο λόγοι: ο πρώτος λόγος –αυτού που δούλεψε πολύ προς αυτόν που δούλεψε λίγο (Α/Γ)– με το δεύτερο λόγο –τα πολλά προς τα λίγα (Β/Δ)» (1193b 33.9 και 1194a 33.9).
Με δυο λόγια, η αμοιβή των εργαζομένων πρέπει να είναι ίση, όχι όμως με τρόπο απόλυτο, αλλά ανάλογα με την προσπάθεια που έκαναν. Αυτός που δούλεψε περισσότερο πρέπει και να αμειφθεί περισσότερο, και μάλιστα τόσο περισσότερο, όσος ήταν και ο επιπλέον κόπος που κατέβαλε. Η ισότητα του μισθού, χωρίς την αντίστοιχη ισότητα του εργασιακού μόχθου είναι αδικία, καθώς λειτουργεί ισοπεδωτικά ματαιώνοντας την αξία. Είναι άδικο να αμειφθούν το ίδιο εκείνος που δούλεψε σκληρά με εκείνον που δεν έκανε ούτε τη μισή προσπάθεια.
Η γέννηση του νομίσματος έχει να κάνει ακριβώς με την απόδοση αυτής της αναλογικής αξίας σε κάθε δουλειά, για να είναι δυνατή η ανταλλαγή των παραγόμενων προϊόντων, ώστε να αποδίδεται σωστά ο μόχθος που καταβάλλεται: «Το προϊόν που παράγει ο οικοδόμος έχει πολύ μεγαλύτερη αξία από το προϊόν του υποδηματοποιού, και το γεγονός αυτό έκανε δύσκολη την ανταλλαγή των προϊόντων ανάμεσα στον πρώτο και τον δεύτερο (ένα σπίτι δεν ανταλλάσσεται με παπούτσια)· ακριβώς γι’ αυτό το λόγο θέσμισαν οι άνθρωποι τη χρήση αυτού με το οποίο μπορούν να αγοραστούν όλα τα προϊόντα: το ασήμι το επονομασθέν νόμισμα· μέσω της θέσμισης αυτής επιτεύχθηκε ανάμεσά τους η ανταλλαγή των προϊόντων βάσει της αξίας κάθε προϊόντος· συνακόλουθα επιτεύχθηκε, επίσης, μέσω του νομίσματος η συνοχή της κοινωνίας των πολιτών» (1194a 33.12).
Η παραδοχή ότι μέσω του νομίσματος επετεύχθη «η συνοχή της κοινωνίας των πολιτών» είναι η ανάδειξη της αναλογικής ισότητας σε ύψιστη δικαιοσύνη, που χωρίς αυτή θα ήταν αδύνατη η κοινωνική συνοχή. Η αξία τίθεται ως θεμέλιο της δικαιοσύνης, αφού ο νόμος θα αποδώσει στον καθένα αυτό που του αξίζει ή του ανήκει. Ή, αν πρέπει να το πούμε αλλιώς, ο νόμος που δεν προασπίζει την αξία των πολιτών αναδεικνύοντας τον ανάξιο σε κυρίαρχο σηματοδοτεί την πιο παταγώδη πολιτειακή αποτυχία. Η πόλη που έχει τέτοιους νόμους πορεύεται έχοντας ως αξία το άδικο, που επέρχεται από την αναξιοκρατία, δηλαδή την ύψιστη μορφή ανισότητας.
Φυσικά, μια τέτοια πόλη δεν μπορεί παρά να εκθρέψει τον κυνισμό, τον αμοραλισμό, την απροκάλυπτη συμφεροντολογία και τον υπερτροφικό εγωισμό ως κοινωνική συνθήκη. Στην ουσία εκτρέφει την αποκτήνωση. Είναι η πόλη που αντιλαμβάνεται τη συνύπαρξη ως πολεμική συνθήκη.
Ο θρασύς, ο αυθάδης, ο άφρων, ο μικροπρεπής, ο μικρόψυχος, ο άπληστος, ο κόλακας, όλοι οι χαρακτήρες που ο Αριστοτέλης έχει καταδείξει ως αντίθετους με το μέτρο που ορίζει η λογική βρίσκονται στο στοιχείο τους. Αναρριχώνται. Έρχονται στο προσκήνιο. Αυτό που μένει είναι η τελική διαστρέβλωση των εννοιών, ώστε όλοι αυτοί να παρασταίνουν και τους ενάρετους προσπαθώντας να πείσουν για το δίκιο της ανάδειξής τους.
Κι εδώ υπεισέρχεται ο ρόλος των τιμών. Η βράβευση του ανάξιου δεν αποτελεί απλώς αδικία απέναντι στον άξιο που θα έπρεπε να τιμηθεί, αλλά και ματαίωση των κοινωνικών προτύπων, αφού η στρέβλωση γίνεται κανόνας της πόλης. Το τελικό μήνυμα μιας τέτοιας βράβευσης είναι η εκμηδένιση της προσπάθειας – και κατ’ επέκταση της προσφοράς. Ο αληθινά άξιος δεν μπορεί να προσδοκά και πολλά μέσα σε μια τέτοια πόλη.
Όσο για το πού πέφτει το βάρος της ευθύνης σε μια άδικη βράβευση, ο Αριστοτέλης θα απαντήσει: «Οπωσδήποτε αυτός που πήρε το βραβείο του φοίνικα από τον αρμόδιο κριτή δεν διαπράττει αδίκημα, έστω κι αν το βραβείο τού αποδοθεί άδικα. Σίγουρα αυτός που έκρινε εσφαλμένα και του έδωσε το βραβείο, αυτός διαπράττει αδίκημα». (1196a 33.36).
Όμως, το ότι ο κριτής φέρει την κύρια ευθύνη δεν απαλλάσσει εντελώς και τον αδίκως βραβευμένο: «Αλλά και αυτός ο τελευταίος» (ο τιμώμενος εννοείται) «υπό μία έννοια διαπράττει αδίκημα, υπό άλλη όμως όχι· διαπράττει αδίκημα στην περίπτωση που η κρίση του δεν αναγνωρίσει αυτό που η αλήθεια και η φύση επιβάλλουν ως δίκαιο· δε διαπράττει, αντιθέτως, αδίκημα αν αναγνωρίσει ως δίκαιο αυτό που ο ίδιος θεωρεί ως δίκαιο» (1196b 33.36).
Με άλλα λόγια, η ευθύνη του βραβευμένου έγκειται μόνο εφόσον αντιλαμβάνεται το άδικο της βράβευσής του (πολύ περισσότερο αν την έχει μεθοδεύσει με παρασκηνιακές κινήσεις). Αν όμως έχει αγωνιστεί με τρόπο έντιμο και πιστεύει ότι πράγματι το αξίζει, η ευθύνη βαραίνει μονάχα τον κριτή.
Αριστοτέλης, Ηθικά Μεγάλα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου