ΞΕΝ Αγ 4.1–4.6
Η δικαιοσύνη του Αγησίλαου στις οικονομικές συναλλαγές
[4.1] Περί γε μὴν τῆς εἰς χρήματα δικαιοσύνης ποῖα ἄν τις
μείζω τεκμήρια ἔχοι τῶνδε; ὑπὸ γὰρ Ἀγησιλάου στέρεσθαι
μὲν οὐδεὶς οὐδὲν πώποτε ἐνεκάλεσεν, εὖ δὲ πεπονθέναι πολ-
λοὶ πολλὰ ὡμολόγουν. ὅτῳ δὲ ἡδὺ τὰ αὑτοῦ διδόναι ἐπ’
ὠφελείᾳ ἀνθρώπων, πῶς <ἂν> οὗτος ἐθέλοι τὰ ἀλλότρια
ἀποστερεῖν ἐφ’ ᾧ κακόδοξος εἶναι; εἰ γὰρ χρημάτων ἐπι-
θυμοίη, πολὺ ἀπραγμονέστερον τὰ αὑτοῦ φυλάττειν ἢ τὰ μὴ
προσήκοντα λαμβάνειν. [4.2] ὃς δὲ δὴ καὶ χάριτας ἀποστερεῖν
μὴ ἐθέλοι, ὧν οὐκ εἰσὶ δίκαι πρὸς τὸν μὴ ἀποδιδόντα, πῶς
ἅ γε καὶ νόμος κωλύει ἐθέλοι ἂν ἀποστερεῖν; Ἀγησίλαος
δὲ οὐ μόνον τὸ μὴ ἀποδιδόναι χάριτας ἄδικον ἔκρινεν, ἀλλὰ
καὶ τὸ μὴ πολὺ μείζους τὸν μείζω δυνάμενον. [4.3] τά γε μὴν
τῆς πόλεως κλέπτειν πῇ ἄν τις αὐτὸν εἰκότως αἰτιάσαιτο,
ὃς καὶ τὰς αὐτῷ χάριτας ὀφειλομένας τῇ πατρίδι καρποῦ-
σθαι παρεδίδου; τὸ δ’, ὁπότε βούλοιτο εὖ ποιεῖν ἢ πόλιν
ἢ φίλους χρήμασι, δύνασθαι παρ’ ἑτέρων λαμβάνοντα ὠφε-
λεῖν, οὐ καὶ τοῦτο μέγα τεκμήριον ἐγκρατείας χρημάτων;
[4.4] εἰ γὰρ ἐπώλει τὰς χάριτας ἢ μισθοῦ εὐεργέτει, οὐδεὶς ἂν
οὐδὲν ὀφείλειν αὐτῷ ἐνόμισεν· ἀλλ’ οἱ προῖκα εὖ πεπον-
θότες, οὗτοι ἀεὶ ἡδέως ὑπηρετοῦσι τῷ εὐεργέτῃ, καὶ διότι
εὖ ἔπαθον καὶ διότι προεπιστεύθησαν ἄξιοι εἶναι παρακατα-
θήκην χάριτος φυλάττειν. [4.5] ὅστις δ’ ᾑρεῖτο καὶ σὺν τῷ
γενναίῳ μειονεκτεῖν ἢ σὺν τῷ ἀδίκῳ πλέον ἔχειν, πῶς
οὗτος οὐκ ἂν πολὺ τὴν αἰσχροκέρδειαν ἀποφεύγοι; ἐκεῖνος
τοίνυν κριθεὶς ὑπὸ τῆς πόλεως ἅπαντα ἔχειν τὰ Ἄγιδος τὰ
ἡμίσεα τοῖς ἀπὸ μητρὸς αὐτῷ ὁμογόνοις μετέδωκεν, ὅτι
πενομένους αὐτοὺς ἑώρα. ὡς δὲ ταῦτα ἀληθῆ πᾶσα μάρτυς
ἡ τῶν Λακεδαιμονίων πόλις. [4.6] διδόντος δ’ αὐτῷ πάμπολλα
δῶρα Τιθραύστου, εἰ ἀπέλθοι ἐκ τῆς χώρας, ἀπεκρίνατο
ὁ Ἀγησίλαος· Ὦ Τιθραύστα, νομίζεται παρ’ ἡμῖν τῷ
ἄρχοντι κάλλιον εἶναι τὴν στρατιὰν ἢ ἑαυτὸν πλουτίζειν,
καὶ παρὰ τῶν πολεμίων λάφυρα μᾶλλον πειρᾶσθαι ἢ δῶρα
λαμβάνειν.
[4.1] Περί γε μὴν τῆς εἰς χρήματα δικαιοσύνης ποῖα ἄν τις
μείζω τεκμήρια ἔχοι τῶνδε; ὑπὸ γὰρ Ἀγησιλάου στέρεσθαι
μὲν οὐδεὶς οὐδὲν πώποτε ἐνεκάλεσεν, εὖ δὲ πεπονθέναι πολ-
λοὶ πολλὰ ὡμολόγουν. ὅτῳ δὲ ἡδὺ τὰ αὑτοῦ διδόναι ἐπ’
ὠφελείᾳ ἀνθρώπων, πῶς <ἂν> οὗτος ἐθέλοι τὰ ἀλλότρια
ἀποστερεῖν ἐφ’ ᾧ κακόδοξος εἶναι; εἰ γὰρ χρημάτων ἐπι-
θυμοίη, πολὺ ἀπραγμονέστερον τὰ αὑτοῦ φυλάττειν ἢ τὰ μὴ
προσήκοντα λαμβάνειν. [4.2] ὃς δὲ δὴ καὶ χάριτας ἀποστερεῖν
μὴ ἐθέλοι, ὧν οὐκ εἰσὶ δίκαι πρὸς τὸν μὴ ἀποδιδόντα, πῶς
ἅ γε καὶ νόμος κωλύει ἐθέλοι ἂν ἀποστερεῖν; Ἀγησίλαος
δὲ οὐ μόνον τὸ μὴ ἀποδιδόναι χάριτας ἄδικον ἔκρινεν, ἀλλὰ
καὶ τὸ μὴ πολὺ μείζους τὸν μείζω δυνάμενον. [4.3] τά γε μὴν
τῆς πόλεως κλέπτειν πῇ ἄν τις αὐτὸν εἰκότως αἰτιάσαιτο,
ὃς καὶ τὰς αὐτῷ χάριτας ὀφειλομένας τῇ πατρίδι καρποῦ-
σθαι παρεδίδου; τὸ δ’, ὁπότε βούλοιτο εὖ ποιεῖν ἢ πόλιν
ἢ φίλους χρήμασι, δύνασθαι παρ’ ἑτέρων λαμβάνοντα ὠφε-
λεῖν, οὐ καὶ τοῦτο μέγα τεκμήριον ἐγκρατείας χρημάτων;
[4.4] εἰ γὰρ ἐπώλει τὰς χάριτας ἢ μισθοῦ εὐεργέτει, οὐδεὶς ἂν
οὐδὲν ὀφείλειν αὐτῷ ἐνόμισεν· ἀλλ’ οἱ προῖκα εὖ πεπον-
θότες, οὗτοι ἀεὶ ἡδέως ὑπηρετοῦσι τῷ εὐεργέτῃ, καὶ διότι
εὖ ἔπαθον καὶ διότι προεπιστεύθησαν ἄξιοι εἶναι παρακατα-
θήκην χάριτος φυλάττειν. [4.5] ὅστις δ’ ᾑρεῖτο καὶ σὺν τῷ
γενναίῳ μειονεκτεῖν ἢ σὺν τῷ ἀδίκῳ πλέον ἔχειν, πῶς
οὗτος οὐκ ἂν πολὺ τὴν αἰσχροκέρδειαν ἀποφεύγοι; ἐκεῖνος
τοίνυν κριθεὶς ὑπὸ τῆς πόλεως ἅπαντα ἔχειν τὰ Ἄγιδος τὰ
ἡμίσεα τοῖς ἀπὸ μητρὸς αὐτῷ ὁμογόνοις μετέδωκεν, ὅτι
πενομένους αὐτοὺς ἑώρα. ὡς δὲ ταῦτα ἀληθῆ πᾶσα μάρτυς
ἡ τῶν Λακεδαιμονίων πόλις. [4.6] διδόντος δ’ αὐτῷ πάμπολλα
δῶρα Τιθραύστου, εἰ ἀπέλθοι ἐκ τῆς χώρας, ἀπεκρίνατο
ὁ Ἀγησίλαος· Ὦ Τιθραύστα, νομίζεται παρ’ ἡμῖν τῷ
ἄρχοντι κάλλιον εἶναι τὴν στρατιὰν ἢ ἑαυτὸν πλουτίζειν,
καὶ παρὰ τῶν πολεμίων λάφυρα μᾶλλον πειρᾶσθαι ἢ δῶρα
λαμβάνειν.
***
Όσον αφορά την αφιλοκέρδειάν του ποία τεκμήρια μεγαλύτερα από αυτά ημπορεί κανείς να έχη; Διότι κανείς ποτέ δεν κατηγόρησε τον Αγησίλαον ότι του αφήρεσε τίποτε, ενώ πολλοί ωμολόγουν ότι πολλά ωφελήθησαν από αυτόν. Εκείνος που αισθάνεται ευχαρίστησιν να δίδη τα ιδικά του προς ωφέλειαν των ανθρώπων, πώς θα ήθελε να διαρπάζη τα αλλότρια, ώστε να δυσφημισθή διά τούτο; Διότι ο επιθυμών τα χρήματα πολύ ευκολώτερον θα του ήτο να φυλάττη τα ιδικά του παρά να ζητή να πάρη εκείνα που δεν είναι δικά του. Άλλωστε, εκείνος που φοβείται μήπως δεν αποδείξη όλην την ευγνωμοσύνην του, καίτοι δεν υπάρχει ποινή εναντίον του μη αποδιδόντος αυτήν, πώς θα θελήση να αποστερήση εκείνα τα οποία εμποδίζει και νόμος; Ο Αγησίλαος λοιπόν έκρινε ότι ήτο άδικος όχι μόνον η έλλειψις ευγνωμοσύνης, αλλά και η απόδοσις μικροτέρας από εκείνην την οποίαν καθείς δύναται. Ποίος ηδύνατο επίσης να τον κατηγορήση αληθινά ως κλέψαντα τα χρήματα της πόλεως, αυτόν ο οποίος παρέδιδε εις την πατρίδα όπως τας καρπωθή τας δωρεάς που εγίνοντο εις αυτόν; To ότι δε οσάκις ήθελε να ευεργετήση την πόλιν ή φίλους του με χρήματα, κατέφευγε εις δάνεια από άλλους, δεν είναι και αυτό απόδειξις αφιλοκερδείας; Διότι, αν επώλει τας απονεμομένας υπηρεσίας ή έκαμνε χάριτας αντί πληρωμής, κανείς δε θα ενόμιζε ότι του ώφειλε κάτι. Αλλ' εκείνοι οι οποίοι έλαβον μίαν χάριν δωρεάν, πάντοτε ευχαρίστως αφοσιούνται εις τον ευεργέτην των και διότι έλαβον μίαν χάριν και διότι εθεωρήθησαν άξιοι να διαφυλάξουν την παρακαταθήκην της ευεργεσίας. Εκείνος δε ο οποίος επροτίμα να είναι πτωχός από μεγάλην γενναιοδωρίαν παρά έστω και δικαίως να έχη πολλά, πώς να μη αποφεύγη πολύ το άτιμον κέρδος; Αυτός λοιπόν μόλις απεφασίσθη να έχη όλα τα δικαιώματα τα οποία είχε ο Άγις, παρεχώρησε τα ημίση εις τους από μητρός συγγενείς του, διότι έβλεπε ότι ήσαν πτωχοί. Ότι δε αυτά είναι αληθινά δύναται να μαρτυρήση όλη η πόλις των Λακεδαιμονίων. Όταν δε ο Τιθραύστης του προσέφερε πάμπολλα δώρα, αν εδέχετο να φύγη από την χώραν του, ο Αγησίλαος απεκρίθη: «Ω Τιθραύστη, θεωρείται εις την πατρίδα μου ότι είναι καλύτερον δι' άρχοντα να πλουτίζη τον στρατόν του παρά τον εαυτόν του, από δε τους εχθρούς να προσπαθή να λαμβάνη μάλλον λάφυρα παρά δώρα».
Όσον αφορά την αφιλοκέρδειάν του ποία τεκμήρια μεγαλύτερα από αυτά ημπορεί κανείς να έχη; Διότι κανείς ποτέ δεν κατηγόρησε τον Αγησίλαον ότι του αφήρεσε τίποτε, ενώ πολλοί ωμολόγουν ότι πολλά ωφελήθησαν από αυτόν. Εκείνος που αισθάνεται ευχαρίστησιν να δίδη τα ιδικά του προς ωφέλειαν των ανθρώπων, πώς θα ήθελε να διαρπάζη τα αλλότρια, ώστε να δυσφημισθή διά τούτο; Διότι ο επιθυμών τα χρήματα πολύ ευκολώτερον θα του ήτο να φυλάττη τα ιδικά του παρά να ζητή να πάρη εκείνα που δεν είναι δικά του. Άλλωστε, εκείνος που φοβείται μήπως δεν αποδείξη όλην την ευγνωμοσύνην του, καίτοι δεν υπάρχει ποινή εναντίον του μη αποδιδόντος αυτήν, πώς θα θελήση να αποστερήση εκείνα τα οποία εμποδίζει και νόμος; Ο Αγησίλαος λοιπόν έκρινε ότι ήτο άδικος όχι μόνον η έλλειψις ευγνωμοσύνης, αλλά και η απόδοσις μικροτέρας από εκείνην την οποίαν καθείς δύναται. Ποίος ηδύνατο επίσης να τον κατηγορήση αληθινά ως κλέψαντα τα χρήματα της πόλεως, αυτόν ο οποίος παρέδιδε εις την πατρίδα όπως τας καρπωθή τας δωρεάς που εγίνοντο εις αυτόν; To ότι δε οσάκις ήθελε να ευεργετήση την πόλιν ή φίλους του με χρήματα, κατέφευγε εις δάνεια από άλλους, δεν είναι και αυτό απόδειξις αφιλοκερδείας; Διότι, αν επώλει τας απονεμομένας υπηρεσίας ή έκαμνε χάριτας αντί πληρωμής, κανείς δε θα ενόμιζε ότι του ώφειλε κάτι. Αλλ' εκείνοι οι οποίοι έλαβον μίαν χάριν δωρεάν, πάντοτε ευχαρίστως αφοσιούνται εις τον ευεργέτην των και διότι έλαβον μίαν χάριν και διότι εθεωρήθησαν άξιοι να διαφυλάξουν την παρακαταθήκην της ευεργεσίας. Εκείνος δε ο οποίος επροτίμα να είναι πτωχός από μεγάλην γενναιοδωρίαν παρά έστω και δικαίως να έχη πολλά, πώς να μη αποφεύγη πολύ το άτιμον κέρδος; Αυτός λοιπόν μόλις απεφασίσθη να έχη όλα τα δικαιώματα τα οποία είχε ο Άγις, παρεχώρησε τα ημίση εις τους από μητρός συγγενείς του, διότι έβλεπε ότι ήσαν πτωχοί. Ότι δε αυτά είναι αληθινά δύναται να μαρτυρήση όλη η πόλις των Λακεδαιμονίων. Όταν δε ο Τιθραύστης του προσέφερε πάμπολλα δώρα, αν εδέχετο να φύγη από την χώραν του, ο Αγησίλαος απεκρίθη: «Ω Τιθραύστη, θεωρείται εις την πατρίδα μου ότι είναι καλύτερον δι' άρχοντα να πλουτίζη τον στρατόν του παρά τον εαυτόν του, από δε τους εχθρούς να προσπαθή να λαμβάνη μάλλον λάφυρα παρά δώρα».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου