ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α’.
[Εκ των προτεθειμένων αποσπασμάτων και εκ του Ηροδότου[1] και Θουκυδίδου[2] αφ’ ων ηρύσθη ο Αριστοτέλης, προς δε και εκ του Πλουτάρχου, ορυσθέντος εκ της «Αθηναίων Πολιτείας»,[3] αποκαθίσταται πλήρης η έννοια του ελλείποντος πρώτου κεφαλαίου συνοπτικώς, ως εξής]:
Ανέκαθεν οι Αθηναίοι εκυβερνώντο υπό βασιλέων. Έπηλις ο Ίων εγκαταστάς εν Αττική έδωκε τ’ όνομά του εις τους αυτόχθονας επονομασθέντας έκτοτε Ίωνας. Επιφανής μυθολογούμενος βασιλεύς υπήρξεν ο Ερεχθεύς, ο κατόπιν δ’ αυτού βασιλεύσας Πανδίων κατένειμε την βασιλικήν εξουσίαν εις τους υιούς του, ένεκα δε της τοιαύτης διαιρέσεως η χώρα έκτοτε διαρκώς εστασίαζε μέχρι Θησέως. Ούτος συνήνωσε τους δήμους της Αττικής, έκαμε δε πυκνότερον των Αθηνών τον οικισμόν και προέβη εις κοινωνικήν και πολιτικήν διοργάνωσιν επί το δημοτικώτερον. Εις μεταγενεστέρους δε χρόνους, επιφανής και φιλόπατρις των Αθηνών βασιλεύς υπήρξεν ο Κόδρος, εν πολέμω πεσών.
Η επελθούσα είτα κατάπτωσις του βασιλικού οίκου των Κοδριδών και η προϊούσα ανάπτυξις των δήμων επέφερε την κατάλυσιν της βασιλείας. Τότε δε αι Αθήναι εκυβερνήθησαν υπό των παλαιών ευγενών οικογενειών. Αλλ’ αι μεταξύ τούτων έριδες και αντιζηλίαι προεκάλουν συνεχείς στάσεις.
Τότε νέος τις ευπατρίδης, ο Κύλων, Ολυμπιονίκης, γαμβρός δε επί θυγατρί του Θεαγένους, τυράννου των Μεγάρων, επεχείρησε ν’ αρπάση την τυραννίαν. Επέτυχε να καταλάβη την Ακρόπολιν, αλλ’ οι εν τοις αγροίς σπεύσαντες πολυπληθείς επολιόρκησαν αυτόν εκεί. Ελλείψει τροφίμων οι εν τη Ακροπόλει δεινώς επιέζοντο. Και ο μεν Κύλων ηδυνήθη κρύφα να διαφύγη, οι δε οπαδοί του κατέφυγον ικέται εις τον ναόν της Αθηνάς. Εκεί συνεθηκολόγησαν μετά του άρχοντος Μεγακλέους, του εκ του οίκου των Αλκμεονιδών, αρχηγού των πολιορκητών. Αλλ’ ότε πίστιν παρέχοντες εις τας σπονδάς εξήλθον του ναού, κατεσφάγησαν, τινές δε μάλιστα παρά τον βωμόν των Εριννύων, όπου είχον καταφύγει.
Το εναγές πραξικόπημα τούτο κατέστησε παρά τω λαώ μισητόν τον οίκον των Αλκμεονιδών, η δε φατρία του Κύλωνος ενισχυθείσα ούτω, εστασίαζεν εκ του φανερού κατ’ αυτών. Ίνα δοθή πέρας εις τους εμφυλίους σπαραγμούς απεφάσισεν ο δήμος να υποβληθώσιν εις δίκην οι δράσται της εναγούς πράξεως προ δικαστηρίου τριακοσίων ανδρών εκλεγέντων εκ των επιφανών και ορκισθέντων προ των βωμών ίνα κρίνωσι την υπό του Μύρωνος υποβληθείσαν σχετικήν καταγγελίαν.[4]
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β.[5]
[ΤΟ ΕΥΡΕΘΕΝ ΚΕΙΜΕΝΟΝ]
Ο Μύρων, αναλαβόντες δι’ όρκου προ των βωμών την καταγγελίαν ότε δε απηγγέλθη καταδίκη εναντίον εκείνων διά το ανοσιούργημα, αυτοί μεν οι ανοσιουργήσαντες εξεχώθηκαν από τους τάφους των, οι δε απόγονοι των κατεδικάσθησαν εις παντοτινήν εξορίαν. Και κοντά εις αυτά έγινε θρησκευτική εξάγνισις (καθαρμός) από τον Επιμενίδην τον Κρήτα.
Ύστερα δε απ’ αυτά συνέβη να καταντήσουν εις στασιασμόν αναμεταξύ των οι επίσημοι και ο λαός διά πολύν καιρόν, διότι το πολίτευμα ήτο και καθ’ όλα μεν τα άλλα ολιγαρχικόν και επί πλέον δε οι πτωχοί ήσαν υποδουλωμένοι εις τους πλουσίους και αυτοί και τα παιδιά των και αι γυναίκες των· και ωνομάζοντο πελάται και εκτήμοροι.[6] Διότι με τοιούτου είδους μίσθωσιν (ήτοι δίδοντες τα πέντε έκτα του εισοδήματος εις τον κύριον της γης)[7] εκαλλιεργούσαν τους αγρούς των πλουσίων. Όλη δε η γη ανήκεν εις ολίγους. Και αν δεν έδιδαν όλον το μίσθωμα (οι γεωργοί) ήσαν εκ του νόμου υποκείμενοι εις δουλείαν αυτοί και τα τέκνα των και τα χρέη εξ οιασδήποτε αιτίας επέφεραν υποχρέωσιν σωματικής δουλείας (του χρεώστου) έως εις τον καιρόν του Σόλωνος· αυτός δε πρώτος έγινε προστάτης της λαϊκής τάξεως. Το σκληρότατον μεν λοιπόν και πικρότατον (απ’ όλα) εις εκείνην την πολιτικήν κατάστασιν ήτο διά τους πολλούς ο τοιούτος θεσμός της δουλείας, αλλ’ όμως και διά τα άλλα πολιτικά πράγματα επίσης ήσαν δυσαρεστημένοι· διότι δεν είχαν καμμίαν, διά να είπωμεν ούτω, συμμετοχήν εις όλην εν γένει την διαχείρισιν της πολιτείας.
Η δε οργάνωσις του αρχαίου πολιτεύματος, εκείνου που υπήρχε προ του Δράκοντος, ήτο ως εξής. Οι μεν άρχοντες προήρχοντο από την αριστοκρατικήν και από την πλουτοκρατικήν τάξιν. Και κατ’ αρχάς μεν ισοβίως, έπειτα δε διά μίαν δεκαετίαν. Τα πλέον μεγάλα δε και πρώτα αξιώματα ήσαν ο βασιλεύς, ο πολέμαρχος και ο άρχων· εκ τούτων δε πρώτον αξίωμα ήτο (το αξίωμα) του βασιλέως, διότι αυτό υπήρχε πατροπαράδοτα, δεύτερον δε αξίωμα ιδρύθη η πολεμαρχία, ένεκα του ότι υπήρξαν μερικοί των βασιλέων ανίκανοι εις τα πολεμικά πράγματα· εξ αιτίας δε τούτου και είχαν προσκαλέσει τον Ίωνα (ως στρατηγόν), ότε ευρέθησαν εις κρίσιμον περίστασιν· τελευταίον δε αξίωμα εσυστήθη το του άρχοντος, διότι, ως μεν λέγουν οι περισσότεροι, επί της αρχοντίας του Μέδωνος, ως δε λέγουν μερικοί, επί της αρχοντίας του Ακάστου ιδρύθη το αξίωμα αυτό. Ούτοι δε προβάλλουν ως τεκμήριον του ισχυρισμού των το ότι εννέα άρχοντες ορκίζονται να τηρούν τας ενόρκους αυτών υποχρεώσεις όπως αύται ισχύουν από της εποχής του Ακάστου, ώστε επί της βασιλείας τούτου (συμπεραίνουν) παρεχώρησαν οι απόγονοι του Κόδρου μέρος του βασιλικού αξιώματος εις αντάλλαγμα των δοθεισών εις τον τότε άρχοντα (εκ του γένους των) δωρεών. Το πράγμα μεν λοιπόν, κατά ποίαν εκ των δύο υποθέσεων συνέβη, μικράν διαφοράν παρουσιάζει ως προς την εποχήν που συνέβη. Απόδειξις δε της μεταγενεστέρας ιδρύσεως του αξιώματος του άρχοντος είναι το ότι ούτος δεν διοικεί καμμίαν από τας πατροπαραδότους τελετάς, όπως ο βασιλεύς και ο πολέμαρχος (διοικούν), αλλά όλαι αι τελεταί, τας οποίας διευθύνει, είναι μεταγενέστεραι· διό και το αξίωμα τούτο έχει μεγαλυνθή εις νεωτέρους χρόνους, αυξηθέν βαθμηδόν με προσθέτους δικαιοδοσίας. Οι θεσμοθέται δε (άρχοντες) εξελέγησαν ύστερ’ από πολλά έτη, ότε πλέον εγίνετο εκλογή των αρχόντων ετησίως, προς τον σκοπόν καταγράφοντες τους ψηφιζομένους νόμους να τους διαφυλάττουν, διά να δικάζωνται σύμφωνα με αυτούς οι παρανομούντες· ούτω και είναι το μόνον αξίωμα τούτο που δεν είχε ποτε διάρκειαν πλέον ή ετησίαν. Ως προς μεν λοιπόν τον χρόνον της ιδρύσεώς των έχουν τα αξιώματα τοιαύτην διαφοράν αναμεταξύ των. Δεν ήσαν δε όλοι εγκατεστημένοι εις έν μέρος οι εννέα άρχοντες. Αλλ’ ο μεν βασιλεύς έμενεν εις το ονομαζόμενον τώρα Βουκόλιον, πλησίον του πρυτανείου (απόδειξις δε τούτου είναι ακόμη ότι και τώρα εκεί γίνεται η σύμμειξις της γυναικός του βασιλέως με τον Διόνυσον).[8] Ο δε άρχων έμενεν εις το πρυτανείον, ο δε πολέμαρχος εις το Επιλύκειον (το οποίον πρότερον μεν ελέγετο πολεμαρχείον, αφού δε ο Επίλυκος γενόμενος πολέμαρχος το ανοικοδόμησε και το εκαλλώπισεν, ωνομάσθη (Επιλύκειον), οι δε θεσμοθέται (άρχοντες) έμενον εις το θεσμοθετείον. Εις τον καιρόν δε του Σόλωνος όλοι ομού οι άρχοντες συνήλθον εις το θεσμοθετείον. Είχαν δε εξουσίαν τότε οι άρχοντες να δικάζουν κατ’ ουσίαν και απ’ ευθείας τας δίκας και όχι όπως τώρα να ενεργούν μόνον προανάκρισιν (επί των δικών).
Ο οργανισμός μεν λοιπόν της διοικήσεως τοιούτος ήτο. Η δε βουλή των Αρεοπαγιτών είχεν αποστολήν το να επιβλέπη εις τήρησιν των νόμων, διηύθυνε δε τα πλείστα κυβερνητικά πράγματα της πόλεως και τα μεγαλύτερα, έχουσα συνάμα εξουσίαν και να τιμωρή και να επιβάλλη πρόστιμον εις όλους ιδίως τους παραβαίνοντας τους κοινωνικούς θεσμούς. (Τούτο δε), διότι η εκλογή των αρχόντων εγίνετο εκ της αριστοκρατικής τάξεως και της πλουτοκρατικής, εξ εκείνων δε που είχον διετελέσει άρχοντες εγίνοντο οι Αρεοπαγίται· διό και εξ όλων των αξιωμάτων μόνον τούτο διετηρήθη ισόβιον έως τώρα.[9] Ο οργανισμός μεν λοιπόν του πρώτου πολιτεύματος τοιούτος ήτο εις τας γενικάς του γραμμάς. Μετά δε τούτα ύστερα από την πάροδον όχι πολλού καιρού, επί του άρχοντος Αρισταίχμου, ο Δράκων έθεσε τους πολιτικούς νόμους αυτού. Το δε σύστημα των νόμων τούτο ήτο κατά τον εξής τρόπον· τα πολιτικά μεν δικαιώματα επενεμήθησαν εις τους έχοντας να εισφέρουν ένα πολεμικόν οπλισμόν στρατιώτου· διά δε τα αξιώματα των εννέα αρχόντων και των ταμιών ήσαν εκλέξιμοι όσοι είχον περιουσίαν όχι μικροτέραν των δέκα μνων, ελευθέραν (από κάθε βάρος), διά δε τα άλλα αξιώματα τα μικρότερα εκλέξιμοι ήσαν όλοι οι εισφέροντες ένα πολεμικόν οπλισμόν· στρατηγοί δε και ίππαρχοι εγίνοντο από τους έχοντας περιουσίαν όχι ολιγωτέραν των εκατόν μνων, ελευθέραν (από κάθε βάρος) και τέκνα γνήσια από νόμιμον γυναίκα μεγαλύτερα των δέκα ετών. Τούτους δε έπρεπε να κρατούν υπό εγγύησιν οι πρυτάνεις και οι στρατηγοί και οι ίππαρχοι, οι του παρελθόντος έτους, μέχρις ου ήθελαν δώσει λογοδοσίαν, ως εγγυηταί δε ήσαν δεκτοί εκ της αυτής τάξεως των στρατηγών και των ιππάρχων. Συνέστη δε βουλή από τετρακοσίους και ένα, οριζομένους διά κληρώσεως εκ των εχόντων πολιτικά δικαιώματα. Διά την κλήρωσιν δε ταύτην καθώς και διά τα άλλα αξιώματα ελαμβάνοντο οι άνω των τριάκοντα ετών και ωρίσθη να μη γίνεται δύο φοράς άρχων ο αυτός πριν ή όλοι οι πολίται ήθελον γίνει άρχοντες· τότε δε πάλιν να γίνεται εξ αρχής νέα κλήρωσις (προς εκλογήν αρχόντων). Και αν κανείς εκ των βουλευτών απουσίαζεν από την συνέλευσιν ότε συνεδρίαζεν η βουλή ή συνήρχετο ο δήμος, αυτός επλήρωνε πρόστιμον τρεις μεν δραχμάς ο πεντακοσιομέδιμνος, δύο δε ο ιππεύς και μίαν ο ζευγίτης. Η δε Βουλή του Αρείου Πάγου ήτο φύλαξ των νόμων και επέβλεπε τους άρχοντας, όπως κυβερνούν σύμφωνα με τους νόμους· είχε δε δικαίωμα κάθε αδικούμενος να καταγγέλλη ενώπιον της Βουλής των Αρεοπαγιτών, ορίζων τον νόμον, κατά παράβασιν του οποίου αυτός (ο καταγγέλλων) ηδικείτο· τα χρέη όμως επέφεραν (και τότε) υποχρέωσιν σωματικής δουλείας, καθώς έχει προαναφερθή· και η ιδιοκτησία της γης ευρίσκετο εις χείρας ολίγων.[10]
Ύστερα δε απ’ αυτά συνέβη να καταντήσουν εις στασιασμόν αναμεταξύ των οι επίσημοι και ο λαός διά πολύν καιρόν, διότι το πολίτευμα ήτο και καθ’ όλα μεν τα άλλα ολιγαρχικόν και επί πλέον δε οι πτωχοί ήσαν υποδουλωμένοι εις τους πλουσίους και αυτοί και τα παιδιά των και αι γυναίκες των· και ωνομάζοντο πελάται και εκτήμοροι.[6] Διότι με τοιούτου είδους μίσθωσιν (ήτοι δίδοντες τα πέντε έκτα του εισοδήματος εις τον κύριον της γης)[7] εκαλλιεργούσαν τους αγρούς των πλουσίων. Όλη δε η γη ανήκεν εις ολίγους. Και αν δεν έδιδαν όλον το μίσθωμα (οι γεωργοί) ήσαν εκ του νόμου υποκείμενοι εις δουλείαν αυτοί και τα τέκνα των και τα χρέη εξ οιασδήποτε αιτίας επέφεραν υποχρέωσιν σωματικής δουλείας (του χρεώστου) έως εις τον καιρόν του Σόλωνος· αυτός δε πρώτος έγινε προστάτης της λαϊκής τάξεως. Το σκληρότατον μεν λοιπόν και πικρότατον (απ’ όλα) εις εκείνην την πολιτικήν κατάστασιν ήτο διά τους πολλούς ο τοιούτος θεσμός της δουλείας, αλλ’ όμως και διά τα άλλα πολιτικά πράγματα επίσης ήσαν δυσαρεστημένοι· διότι δεν είχαν καμμίαν, διά να είπωμεν ούτω, συμμετοχήν εις όλην εν γένει την διαχείρισιν της πολιτείας.
Η δε οργάνωσις του αρχαίου πολιτεύματος, εκείνου που υπήρχε προ του Δράκοντος, ήτο ως εξής. Οι μεν άρχοντες προήρχοντο από την αριστοκρατικήν και από την πλουτοκρατικήν τάξιν. Και κατ’ αρχάς μεν ισοβίως, έπειτα δε διά μίαν δεκαετίαν. Τα πλέον μεγάλα δε και πρώτα αξιώματα ήσαν ο βασιλεύς, ο πολέμαρχος και ο άρχων· εκ τούτων δε πρώτον αξίωμα ήτο (το αξίωμα) του βασιλέως, διότι αυτό υπήρχε πατροπαράδοτα, δεύτερον δε αξίωμα ιδρύθη η πολεμαρχία, ένεκα του ότι υπήρξαν μερικοί των βασιλέων ανίκανοι εις τα πολεμικά πράγματα· εξ αιτίας δε τούτου και είχαν προσκαλέσει τον Ίωνα (ως στρατηγόν), ότε ευρέθησαν εις κρίσιμον περίστασιν· τελευταίον δε αξίωμα εσυστήθη το του άρχοντος, διότι, ως μεν λέγουν οι περισσότεροι, επί της αρχοντίας του Μέδωνος, ως δε λέγουν μερικοί, επί της αρχοντίας του Ακάστου ιδρύθη το αξίωμα αυτό. Ούτοι δε προβάλλουν ως τεκμήριον του ισχυρισμού των το ότι εννέα άρχοντες ορκίζονται να τηρούν τας ενόρκους αυτών υποχρεώσεις όπως αύται ισχύουν από της εποχής του Ακάστου, ώστε επί της βασιλείας τούτου (συμπεραίνουν) παρεχώρησαν οι απόγονοι του Κόδρου μέρος του βασιλικού αξιώματος εις αντάλλαγμα των δοθεισών εις τον τότε άρχοντα (εκ του γένους των) δωρεών. Το πράγμα μεν λοιπόν, κατά ποίαν εκ των δύο υποθέσεων συνέβη, μικράν διαφοράν παρουσιάζει ως προς την εποχήν που συνέβη. Απόδειξις δε της μεταγενεστέρας ιδρύσεως του αξιώματος του άρχοντος είναι το ότι ούτος δεν διοικεί καμμίαν από τας πατροπαραδότους τελετάς, όπως ο βασιλεύς και ο πολέμαρχος (διοικούν), αλλά όλαι αι τελεταί, τας οποίας διευθύνει, είναι μεταγενέστεραι· διό και το αξίωμα τούτο έχει μεγαλυνθή εις νεωτέρους χρόνους, αυξηθέν βαθμηδόν με προσθέτους δικαιοδοσίας. Οι θεσμοθέται δε (άρχοντες) εξελέγησαν ύστερ’ από πολλά έτη, ότε πλέον εγίνετο εκλογή των αρχόντων ετησίως, προς τον σκοπόν καταγράφοντες τους ψηφιζομένους νόμους να τους διαφυλάττουν, διά να δικάζωνται σύμφωνα με αυτούς οι παρανομούντες· ούτω και είναι το μόνον αξίωμα τούτο που δεν είχε ποτε διάρκειαν πλέον ή ετησίαν. Ως προς μεν λοιπόν τον χρόνον της ιδρύσεώς των έχουν τα αξιώματα τοιαύτην διαφοράν αναμεταξύ των. Δεν ήσαν δε όλοι εγκατεστημένοι εις έν μέρος οι εννέα άρχοντες. Αλλ’ ο μεν βασιλεύς έμενεν εις το ονομαζόμενον τώρα Βουκόλιον, πλησίον του πρυτανείου (απόδειξις δε τούτου είναι ακόμη ότι και τώρα εκεί γίνεται η σύμμειξις της γυναικός του βασιλέως με τον Διόνυσον).[8] Ο δε άρχων έμενεν εις το πρυτανείον, ο δε πολέμαρχος εις το Επιλύκειον (το οποίον πρότερον μεν ελέγετο πολεμαρχείον, αφού δε ο Επίλυκος γενόμενος πολέμαρχος το ανοικοδόμησε και το εκαλλώπισεν, ωνομάσθη (Επιλύκειον), οι δε θεσμοθέται (άρχοντες) έμενον εις το θεσμοθετείον. Εις τον καιρόν δε του Σόλωνος όλοι ομού οι άρχοντες συνήλθον εις το θεσμοθετείον. Είχαν δε εξουσίαν τότε οι άρχοντες να δικάζουν κατ’ ουσίαν και απ’ ευθείας τας δίκας και όχι όπως τώρα να ενεργούν μόνον προανάκρισιν (επί των δικών).
Ο οργανισμός μεν λοιπόν της διοικήσεως τοιούτος ήτο. Η δε βουλή των Αρεοπαγιτών είχεν αποστολήν το να επιβλέπη εις τήρησιν των νόμων, διηύθυνε δε τα πλείστα κυβερνητικά πράγματα της πόλεως και τα μεγαλύτερα, έχουσα συνάμα εξουσίαν και να τιμωρή και να επιβάλλη πρόστιμον εις όλους ιδίως τους παραβαίνοντας τους κοινωνικούς θεσμούς. (Τούτο δε), διότι η εκλογή των αρχόντων εγίνετο εκ της αριστοκρατικής τάξεως και της πλουτοκρατικής, εξ εκείνων δε που είχον διετελέσει άρχοντες εγίνοντο οι Αρεοπαγίται· διό και εξ όλων των αξιωμάτων μόνον τούτο διετηρήθη ισόβιον έως τώρα.[9] Ο οργανισμός μεν λοιπόν του πρώτου πολιτεύματος τοιούτος ήτο εις τας γενικάς του γραμμάς. Μετά δε τούτα ύστερα από την πάροδον όχι πολλού καιρού, επί του άρχοντος Αρισταίχμου, ο Δράκων έθεσε τους πολιτικούς νόμους αυτού. Το δε σύστημα των νόμων τούτο ήτο κατά τον εξής τρόπον· τα πολιτικά μεν δικαιώματα επενεμήθησαν εις τους έχοντας να εισφέρουν ένα πολεμικόν οπλισμόν στρατιώτου· διά δε τα αξιώματα των εννέα αρχόντων και των ταμιών ήσαν εκλέξιμοι όσοι είχον περιουσίαν όχι μικροτέραν των δέκα μνων, ελευθέραν (από κάθε βάρος), διά δε τα άλλα αξιώματα τα μικρότερα εκλέξιμοι ήσαν όλοι οι εισφέροντες ένα πολεμικόν οπλισμόν· στρατηγοί δε και ίππαρχοι εγίνοντο από τους έχοντας περιουσίαν όχι ολιγωτέραν των εκατόν μνων, ελευθέραν (από κάθε βάρος) και τέκνα γνήσια από νόμιμον γυναίκα μεγαλύτερα των δέκα ετών. Τούτους δε έπρεπε να κρατούν υπό εγγύησιν οι πρυτάνεις και οι στρατηγοί και οι ίππαρχοι, οι του παρελθόντος έτους, μέχρις ου ήθελαν δώσει λογοδοσίαν, ως εγγυηταί δε ήσαν δεκτοί εκ της αυτής τάξεως των στρατηγών και των ιππάρχων. Συνέστη δε βουλή από τετρακοσίους και ένα, οριζομένους διά κληρώσεως εκ των εχόντων πολιτικά δικαιώματα. Διά την κλήρωσιν δε ταύτην καθώς και διά τα άλλα αξιώματα ελαμβάνοντο οι άνω των τριάκοντα ετών και ωρίσθη να μη γίνεται δύο φοράς άρχων ο αυτός πριν ή όλοι οι πολίται ήθελον γίνει άρχοντες· τότε δε πάλιν να γίνεται εξ αρχής νέα κλήρωσις (προς εκλογήν αρχόντων). Και αν κανείς εκ των βουλευτών απουσίαζεν από την συνέλευσιν ότε συνεδρίαζεν η βουλή ή συνήρχετο ο δήμος, αυτός επλήρωνε πρόστιμον τρεις μεν δραχμάς ο πεντακοσιομέδιμνος, δύο δε ο ιππεύς και μίαν ο ζευγίτης. Η δε Βουλή του Αρείου Πάγου ήτο φύλαξ των νόμων και επέβλεπε τους άρχοντας, όπως κυβερνούν σύμφωνα με τους νόμους· είχε δε δικαίωμα κάθε αδικούμενος να καταγγέλλη ενώπιον της Βουλής των Αρεοπαγιτών, ορίζων τον νόμον, κατά παράβασιν του οποίου αυτός (ο καταγγέλλων) ηδικείτο· τα χρέη όμως επέφεραν (και τότε) υποχρέωσιν σωματικής δουλείας, καθώς έχει προαναφερθή· και η ιδιοκτησία της γης ευρίσκετο εις χείρας ολίγων.[10]
Αριστοτέλους, Αθηναίων Πολιτεία
-----------------------------
[1] Ηροδότου V, 71.
[2] Θουκυδίδου I, 126.
[3] Πλουτάρχου βίοι Θησέως Γ, 25, Σόλωνος 12.
[4] Η τελευταία έννοια είναι η της πρώτης φράσεως του σωζομένου κειμένου (Μύρωνος καθ’ ιερών ομόσαντες αριστίνδην).
[5] Η αρίθμησις εις κεφάλαια δεν υπάρχει εν τω κειμένω, γενομένη διά το σαφέστερον.
[6] Πελάται αντιστοιχεί με το σημερινόν κολόνοι. Εκτήμοροι = λαμβάνοντες την έκτην μοίραν (μερίδιον) των καρπών.
[7] Τα εντός παρενθέσεως είναι επεξηγήσεις, μη περιεχόμεναι εις το κείμενον.
[8] Αλληγορική παλαιοτάτη Θρησκευτική τελετή γινομένη κατά την εορτήν των Διονυσίων εις τας Αθήνας. Ιδέ Ησύχιον: «της του βασιλέως γυναικός και θεού γίνεται γάμος».
[9] Το επόμενον χωρίον πιστεύεται ότι έχει παρεμβληθή εις το αρχικόν κείμενον, εκτός της φράσεως, την οποίαν σημειώνω με κυρτούς χαρακτήρας εις το κείμενον.
[10] Έως εδώ τελειώνει το παρέμβλητον κείμενον.
-----------------------------
[1] Ηροδότου V, 71.
[2] Θουκυδίδου I, 126.
[3] Πλουτάρχου βίοι Θησέως Γ, 25, Σόλωνος 12.
[4] Η τελευταία έννοια είναι η της πρώτης φράσεως του σωζομένου κειμένου (Μύρωνος καθ’ ιερών ομόσαντες αριστίνδην).
[5] Η αρίθμησις εις κεφάλαια δεν υπάρχει εν τω κειμένω, γενομένη διά το σαφέστερον.
[6] Πελάται αντιστοιχεί με το σημερινόν κολόνοι. Εκτήμοροι = λαμβάνοντες την έκτην μοίραν (μερίδιον) των καρπών.
[7] Τα εντός παρενθέσεως είναι επεξηγήσεις, μη περιεχόμεναι εις το κείμενον.
[8] Αλληγορική παλαιοτάτη Θρησκευτική τελετή γινομένη κατά την εορτήν των Διονυσίων εις τας Αθήνας. Ιδέ Ησύχιον: «της του βασιλέως γυναικός και θεού γίνεται γάμος».
[9] Το επόμενον χωρίον πιστεύεται ότι έχει παρεμβληθή εις το αρχικόν κείμενον, εκτός της φράσεως, την οποίαν σημειώνω με κυρτούς χαρακτήρας εις το κείμενον.
[10] Έως εδώ τελειώνει το παρέμβλητον κείμενον.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου