ΛΥΣ 12.27–40
Επιχειρήματα προς απόδειξη της ενοχής του Ερατοσθένη και ανασκευή ενδεχόμενων ισχυρισμών του
Συνεχίζοντας τη διήγησιν των γεγονότων που οδήγησαν στη δολοφονία του αδελφού του (βλ. και ΛΥΣ 12.1–13), ο ρήτορας υποστήριξε ότι σε αντίθεση με τον ίδιο, που κατάφερε να αποδράσει από το σπίτι του Δάμνιππου, όπου είχε οδηγηθεί, ο αδελφός του Πολέμαρχος εξαναγκάστηκε από τους Τριάκοντα να πιει το κώνειο. Οι τύραννοι επέδειξαν ασέβεια απέναντι στον νεκρό και απληστία κατά τη διανομή της περιουσίας της οικογένειας του Λυσία. Περνώντας (12.25) στην ἀπόδειξιν όσων ισχυρίζεται στο πρώτο μέρος του λόγου αυτού (το οποίο ολοκληρώνεται με τις επιλογικού χαρακτήρα παραγράφους 37–40) ο ρήτορας κάλεσε τον Ερατοσθένη να απαντήσει σε κάποια ερωτήματα, προκειμένου να αποδείξει ότι οι ισχυρισμοί του ήταν αντιφατικοί. Και συνεχίζει:
[27] Καὶ μὴν οὐδὲ τοῦτο εἰκὸς αὐτῷ πιστεύειν, εἴπερ ἀληθῆ
λέγει φάσκων ἀντειπεῖν, ὡς αὐτῷ προσετάχθη. οὐ γὰρ
δήπου ἐν τοῖς μετοίκοις πίστιν παρ’ αὐτοῦ ἐλάμβανον.
ἔπειτα τῷ ἧττον εἰκὸς ἦν προσταχθῆναι ἢ ὅστις ἀντειπών
γε ἐτύγχανε καὶ γνώμην ἀποδεδειγμένος; τίνα γὰρ εἰκὸς
ἦν ἧττον ταῦτα ὑπηρετῆσαι ἢ τὸν ἀντειπόντα οἷς ἐκεῖνοι
ἐβούλοντο πραχθῆναι; [28] ἔτι δὲ τοῖς μὲν ἄλλοις Ἀθηναίοις
ἱκανή μοι δοκεῖ πρόφασις εἶναι τῶν γεγενημένων εἰς τοὺς
τριάκοντα ἀναφέρειν τὴν αἰτίαν· αὐτοὺς δὲ τοὺς τριάκοντα,
ἐὰν εἰς σφᾶς αὐτοὺς ἀναφέρωσι, πῶς ὑμᾶς εἰκὸς ἀποδέ-
χεσθαι; [29] εἰ μὲν γάρ τις ἦν ἐν τῇ πόλει ἀρχὴ ἰσχυροτέρα
[αὐτῆς], ὑφ’ ἧς αὐτῷ προσετάττετο παρὰ τὸ δίκαιον ἀν-
θρώπους ἀπολλύναι, ἴσως ἂν εἰκότως αὐτῷ συγγνώμην
εἴχετε· νῦν δὲ παρὰ τοῦ ποτε καὶ λήψεσθε δίκην, εἴπερ ἐξ-
έσται τοῖς τριάκοντα λέγειν ὅτι τὰ ὑπὸ τῶν τριάκοντα προσ-
ταχθέντα ἐποίουν; [30] καὶ μὲν δὴ οὐκ ἐν τῇ οἰκίᾳ ἀλλ’ ἐν τῇ
ὁδῷ, σῴζειν τε αὐτὸν καὶ τὰ τούτοις ἐψηφισμένα παρόν,
συλλαβὼν ἀπήγαγεν. ὑμεῖς δὲ πᾶσιν ὀργίζεσθε, ὅσοι εἰς
τὰς οἰκίας ἦλθον τὰς ὑμετέρας ζήτησιν ποιούμενοι ἢ ὑμῶν
ἢ τῶν ὑμετέρων τινός. [31] καίτοι εἰ χρὴ τοῖς διὰ τὴν ἑαυτῶν
σωτηρίαν ἑτέρους ἀπολέσασι συγγνώμην ἔχειν, ἐκείνοις
ἂν δικαιότερον ἔχοιτε· κίνδυνος γὰρ ἦν πεμφθεῖσι μὴ ἐλθεῖν
καὶ καταλαβοῦσιν ἐξάρνοις γενέσθαι. τῷ δὲ Ἐρατοσθένει
ἐξῆν εἰπεῖν ὅτι οὐκ ἀπήντησεν, ἔπειτα ὅτι οὐκ εἶδεν· ταῦτα
γὰρ οὔτ’ ἔλεγχον οὔτε βάσανον εἶχεν, ὥστε μηδ’ ὑπὸ τῶν
ἐχθρῶν βουλομένων οἷόν τ’ εἶναι ἐξελεγχθῆναι. [32] χρῆν δέ
σε, ὦ Ἐρατόσθενες, εἴπερ ἦσθα χρηστός, πολὺ μᾶλλον
τοῖς μέλλουσιν ἀδίκως ἀποθανεῖσθαι μηνυτὴν γενέσθαι ἢ
τοὺς ἀδίκως ἀπολουμένους συλλαμβάνειν. νῦν δέ σου τὰ
ἔργα φανερὰ γεγένηται οὐχ ὡς ἀνιωμένου ἀλλ’ ὡς ἡδο-
μένου τοῖς γιγνομένοις, [33] ὥστε τούσδε ἐκ τῶν ἔργων χρὴ
μᾶλλον ἢ ἐκ τῶν λόγων τὴν ψῆφον φέρειν, ἃ ἴσασι γεγενη-
μένα τῶν τότε λεγομένων τεκμήρια λαμβάνοντας, ἐπειδὴ
μάρτυρας περὶ αὐτῶν οὐχ οἷόν τε παρασχέσθαι. οὐ γὰρ
μόνον ἡμῖν παρεῖναι οὐκ ἐξῆν, ἀλλ’ οὐδὲ παρ’ αὑτοῖς εἶναι,
ὥστ’ ἐπὶ τούτοις ἐστὶ πάντα τὰ κακὰ εἰργασμένοις τὴν
πόλιν πάντα τἀγαθὰ περὶ αὑτῶν λέγειν. [34] τοῦτο μέντοι οὐ
φεύγω, ἀλλ’ ὁμολογῶ σοι, εἰ βούλει, ἀντειπεῖν. θαυμάζω
δὲ τί ἄν ποτ’ ἐποίησας συνειπών, ὁπότε ἀντειπεῖν φάσκων
ἀπέκτεινας Πολέμαρχον.
Φέρε δή, τί ἄν, εἰ καὶ ἀδελφοὶ ὄντες ἐτύχετε αὐτοῦ ἢ καὶ
ὑεῖς; ἀπεψηφίσασθε; δεῖ γάρ, ὦ ἄνδρες δικασταί, Ἐρα-
τοσθένην δυοῖν θἄτερον ἀποδεῖξαι, ἢ ὡς οὐκ ἀπήγαγεν
αὐτόν, ἢ ὡς δικαίως τοῦτ’ ἔπραξεν. οὗτος δὲ ὡμολόγηκεν
ἀδίκως συλλαβεῖν, ὥστε ῥᾳδίαν ὑμῖν τὴν διαψήφισιν περὶ
αὑτοῦ πεποίηκε. [35] καὶ μὲν δὴ πολλοὶ καὶ τῶν ἀστῶν καὶ
τῶν ξένων ἥκουσιν εἰσόμενοι τίνα γνώμην περὶ τούτων
ἕξετε. ὧν οἱ μὲν ὑμέτεροι ὄντες πολῖται μαθόντες ἀπίασιν
ὅτι ἢ δίκην δώσουσιν ὧν ἂν ἐξαμάρτωσιν, ἢ πράξαντες μὲν
ὧν ἐφίενται τύραννοι τῆς πόλεως ἔσονται, δυστυχήσαντες
δὲ τὸ ἴσον ὑμῖν ἕξουσιν· ὅσοι δὲ ξένοι ἐπιδημοῦσιν, εἴσον-
ται πότερον ἀδίκως τοὺς τριάκοντα ἐκκηρύττουσιν ἐκ τῶν
πόλεων ἢ δικαίως. εἰ γὰρ δὴ αὐτοὶ οἱ κακῶς πεπονθότες
λαβόντες ἀφήσουσιν, ἦ που σφᾶς <γ’> αὐτοὺς ἡγήσονται
περιέργους ὑπὲρ ὑμῶν τηρουμένους. [36] οὐκ οὖν δεινὸν εἰ τοὺς
μὲν στρατηγούς, οἳ ἐνίκων ναυμαχοῦντες, ὅτε διὰ χειμῶνα
οὐχ οἷοί τ’ ἔφασαν εἶναι τοὺς ἐκ τῆς θαλάττης ἀνελέσθαι,
θανάτῳ ἐζημιώσατε, ἡγούμενοι χρῆναι τῇ τῶν τεθνεώ-
των ἀρετῇ παρ’ ἐκείνων δίκην λαβεῖν, τούτους δέ, οἳ ἰδιῶ-
ται μὲν ὄντες καθ’ ὅσον ἐδύναντο ἐποίησαν ἡττηθῆναι
ναυμαχοῦντας, ἐπειδὴ δὲ εἰς τὴν ἀρχὴν κατέστησαν, ὁμο-
λογοῦσιν ἑκόντες πολλοὺς τῶν πολιτῶν ἀκρίτους ἀποκτιν-
νύναι, οὐκ ἄρα χρὴ αὐτοὺς καὶ τοὺς παῖδας ὑφ’ ὑμῶν
ταῖς ἐσχάταις ζημίαις κολάζεσθαι;
[37] Ἐγὼ τοίνυν, ὦ ἄνδρες δικασταί, ἠξίουν ἱκανὰ εἶναι τὰ
κατηγορημένα· μέχρι γὰρ τούτου νομίζω χρῆναι κατηγο-
ρεῖν, ἕως ἂν θανάτου δόξῃ τῷ φεύγοντι ἄξια εἰργάσθαι.
ταύτην γὰρ ἐσχάτην δίκην δυνάμεθα παρ’ αὐτῶν λαβεῖν.
ὥστ’ οὐκ οἶδ’ ὅ τι δεῖ πολλὰ κατηγορεῖν τοιούτων ἀνδρῶν,
οἳ οὐδ’ ὑπὲρ ἑνὸς ἑκάστου τῶν πεπραγμένων δὶς ἀποθα-
νόντες δίκην δοῦναι δύναιντ’ ἂν <ἀξίαν>. [38] οὐ γὰρ δὴ οὐδὲ
τοῦτο αὐτῷ προσήκει ποιῆσαι, ὅπερ ἐν τῇδε τῇ πόλει
εἰθισμένον ἐστί, πρὸς μὲν τὰ κατηγορημένα μηδὲν ἀπολο-
γεῖσθαι, περὶ δὲ σφῶν αὐτῶν ἕτερα λέγοντες ἐνίοτε ἐξα-
πατῶσιν, ὑμῖν ἀποδεικνύντες ὡς στρατιῶται ἀγαθοί εἰσιν,
ἢ ὡς πολλὰς τῶν πολεμίων ναῦς ἔλαβον τριηραρχήσαντες,
<ἢ> πόλεις πολεμίας οὔσας φίλας ἐποίησαν· [39] ἐπεὶ κελεύετε
αὐτὸν ἀποδεῖξαι ὅπου τοσούτους τῶν πολεμίων ἀπέκτειναν
ὅσους τῶν πολιτῶν, ἢ ναῦς ὅπου τοσαύτας ἔλαβον ὅσας
αὐτοὶ παρέδοσαν, ἢ πόλιν ἥντινα τοιαύτην προσεκτήσαντο
οἵαν τὴν ὑμετέραν κατεδουλώσαντο. [40] ἀλλὰ γὰρ ὅπλα τῶν
πολεμίων <τοσαῦτα> ἐσκύλευσαν ὅσα περ ὑμῶν ἀφεί-
λοντο, ἀλλὰ τείχη τοιαῦτα εἷλον οἷα τῆς ἑαυτῶν πατρίδος
κατέσκαψαν; οἵτινες καὶ τὰ περὶ τὴν Ἀττικὴν φρούρια
καθεῖλον, καὶ ὑμῖν ἐδήλωσαν ὅτι οὐδὲ τὸν Πειραιᾶ Λακε-
δαιμονίων προσταττόντων περιεῖλον, ἀλλ’ ὅτι ἑαυτοῖς τὴν
ἀρχὴν οὕτω βεβαιοτέραν ἐνόμιζον εἶναι.
***
Ουδέ τούτο βεβαίως πρέπει να του πιστεύσητε, ότι δηλαδή διετάχθη, αν βέβαια λέγη την αλήθειαν, ισχυριζόμενος ότι διεφώνησε προς τους Τριάκοντα διά την σύλληψιν των μετοίκων. Διότι, αν πραγματικώς διεφώνησεν, όπως ισχυρίζεται, δεν ηδύναντο να δοκιμάσουν αυτόν επί των μετοίκων, αφού αντείπεν εις την περί αυτών γνώμην των. Επειδή βέβαια εις ποίον ήτο πρέπον να απιστούν και να μη δώσουν διαταγήν παρά εις εκείνον, όστις διαφωνήσας είχε καταστήσει φανεράν την περί των μετοίκων γνώμην του; Διότι ποίος ήτο φυσικόν να εκτελέση απροθύμως την διαταγήν των Τριάκοντα παρά ο διαφωνήσας εις εκείνα τα οποία αυτοί ήθελον να εκτελεσθούν; Προσέτι δε μου φαίνεται ότι εις τους άλλους Αθηναίους υπάρχει ικανή δικαιολογία να αιτιώνται τους Τριάκοντα δι' όσα τότε επράχθησαν· σεις δε πώς είναι πρέπον να επιδοκιμάζετε την δικαιολογίαν των Τριάκοντα, εάν την αιτίαν των τότε συμβαινόντων αναφέρουν εις τους εαυτούς των; Διότι, εάν μεν υπήρχεν εις την πόλιν εξουσία ισχυροτέρα από την εξουσίαν των Τριάκοντα, υπό της οποίας είχε διαταχθή αυτός να φονεύση ανθρώπους αδίκως, θα παρείχετε ίσως συγγνώμην εις αυτόν. Τώρα δε ποίον θα τιμωρήσετε, εάν θα επιτραπή εις τους Τριάκοντα να ισχυρίζωνται, ότι εξετέλουν τας διαταγάς των Τριάκοντα; Και καθώς είναι γνωστόν όχι εις την οικίαν του, αλλ' εις την οδόν συλλαβών τον Πολέμαρχον τον ωδήγησεν εις τας φυλακάς, ενώ ήτο δυνατόν και αυτόν να σώση, και τας διαταγάς των Τριάκοντα να μη παραβή. Σεις δε χωρίς αμφιβολίαν αγανακτείτε εναντίον εκείνων που ήλθον εις τας οικίας σας να ζητήσουν ή σας ή κανένα από τους ιδικούς σας. Και βέβαια, αν πρέπη, μου φαίνεται, να συγχωρούνται οι χάριν της σωτηρίας των άλλους καταστρέψαντες, εκείνους δύνασθε δικαιότερον να συγχωρήτε εν ταύτη τη περιστάσει παρά εις οιανδήποτε άλλην, διότι υπήρχε κίνδυνος εις αυτούς αποσταλέντας εις οικίαν τινά να μη μεταβούν και ευρόντας εν αυτή τους ζητουμένους να βεβαιώσουν ότι δεν τους εύρον. Ο Ερατοσθένης όμως ηδύνατο να είπη, ότι δεν συνήντησε τον Πολέμαρχον, ούτε τον είδε· διότι ταύτα δεν επεδέχοντο ούτε εξέλεγξιν ούτε έρευναν, ώστε και οι εχθροί να μη δύνανται να εξελέγξουν, και αν είχον τοιαύτην πρόθεσιν. Έπρεπε δε συ, Ερατοσθένη, αν καθώς ισχυρίζεσαι, ήσο χρηστός, να προτιμήσης να ανακοινώσης εις την βουλήν περί των μελλόντων αδίκως να αποθάνουν, παρά να συλλαμβάνης τους αδίκως καταστρεφομένους. Τώρα όμως από τα έργα σου έγινε φανερόν ότι δεν εστενοχωρείσο, αλλ' ότι ησθάνεσο ευχαριστημένος διά τα γιγνόμενα, ώστε πρέπον είναι οι δικασταί να ψηφίσουν σύμφωνα με τα έργα σου παρά σύμφωνα με τους λόγους σου, λαμβάνοντες ως απόδειξιν των τότε λεγομένων, όσα γνωρίζουν ότι έγιναν, διότι μάρτυρας περί αυτών δεν είναι δυνατόν να παρουσιάσωμεν. Διότι όχι μόνον δεν επετρέπετο εις ημάς να παρευρισκώμεθα εις τας συζητήσεις, αλλ' ουδέ εις τας οικίας μας να μένωμεν, ώστε είναι εις την εξουσίαν εκείνων, οι οποίοι παντοιοτρόπως έβλαψαν την πόλιν, να λέγουν διά τους εαυτούς των πάντα τα αγαθά. Τούτο όμως δεν το αρνούμαι, δηλαδή ότι διεφώνησας, αλλά συμφωνώ μαζί σου, αν θέλης. Απορώ δε τι τέλος πάντων θα έπραττες αν συνεφώνεις, οπότε ισχυριζόμενος ότι διεφώνησες εφόνευσες τον Πολέμαρχον.
Εμπρός λοιπόν ειπέτε μου και εάν συνέβαινε να είσθε αδελφοί του ή παιδιά του διατί θα τον αθωώνατε; Διότι πρέπει, κύριοι δικασταί, ο Ερατοσθένης έν εκ των δύο να αποδείξη, ή ότι δεν ωδήγησε τον Πολέμαρχον εις τας φυλακάς, ή ότι δικαίως έπραξε τούτο. Ούτος δε έχει ομολογήσει ότι αδίκως συνέλαβε αυτόν, ώστε σας διηυκόλυνε να τον καταδικάσετε διά της ψήφου σας. Πολλοί, και πολίται και ξένοι έχουν έλθει διά να πληροφορηθούν ποίαν απόφασιν διά τον κατηγορούμενον θα εκδώσητε. Από τους παρακολουθούντας την δίκην οι μεν συμπολίται μας θα απέλθουν αφού πληροφορηθούν ότι ή θα τιμωρηθούν διά τα σφάλματά των, ή κατορθώσαντες μεν όσα επιθυμούν θα γίνουν τύραννοι της πόλεως, αποτυχόντες δε θα έχουν ίσα με σας δικαιώματα· όσοι δε ξένοι ευρίσκονται εν Αθήναις θα μάθουν αν δικαίως ή αδίκως εκδιώκουν εκ των πόλεών των τους Τριάκοντα. Διότι, αν βέβαια σεις οι ίδιοι κακοποιηθέντες συλλαβόντες αυτούς τους αθωώσετε, μου φαίνεται ότι θα νομίσουν, ότι υπερβολικά χάριν υμών τους τιμωρούν εκδιώκοντες εκ των πόλεών των. Δεν είναι λοιπόν φοβερόν, αν τους μεν στρατηγούς, οι οποίοι ενίκων εν τη ναυμαχία, ότε ένεκα της τρικυμίας έλεγον ότι δεν ηδυνήθησαν να συλλέξουν τους πεσόντας εις την θάλασσαν, τους κατεδικάσατε εις θάνατον φρονούντες ότι έπρεπε να τιμωρήσετε εκείνους χάριν της αρετής των αποθανόντων, τούτους δε, οι οποίοι όταν ήσαν ιδιώται, όσον ηδύναντο συνετέλεσαν να νικηθήτε εις την ναυμαχίαν, όταν δε ανέλαβον την εξουσίαν, ομολογούν ότι πολλούς πολίτας άνευ δίκης εφόνευσαν, δεν πρέπει λοιπόν αυτούς και τους παίδας αυτών να τους τιμωρήσητε με τας μεγαλυτέρας τιμωρίας;
Εγώ λοιπόν, κύριοι δικασταί, θα ενόμιζον ότι είναι αρκεταί αι εκτεθείσαι εναντίον του κατηγορίαι· διότι νομίζω ότι μέχρι τούτου του σημείου πρέπει να κατηγορή τις, έως ότου πεισθήτε ότι υπό του κατηγορουμένου έχουν διαπραχθή εγκλήματα άξια να επισύρουν εναντίον του την ποινήν του θανάτου· διότι την ποινήν ταύτην δυνάμεθα να επιβάλωμεν εις αυτούς ως την μεγαλυτέραν τιμωρίαν. Ώστε δεν γνωρίζω διατί πρέπει να κατηγορή τις τοιούτους ανθρώπους διά πολλά εγκλήματα, οι οποίοι και δύο φοράς αν αποθάνουν δι' έν έκαστον εκ των εγκλημάτων των δεν θα τιμωρηθούν επαρκώς. Διότι βέβαια δεν αρμόζει να πράξη ο κατηγορούμενος εκείνο το οποίον συνηθίζεται εις ταύτην εδώ την πόλιν, δηλαδή να μη απολογούνται οι δικαζόμενοι εις τας αποδιδομένας εις αυτούς κατηγορίας, επαινούντες δε τον εαυτόν τους διά πράγματα άσχετα με την δικαζομένην υπόθεσιν ενίοτε σας εξαπατούν, αποδεικνύοντες εις σας ότι είναι γενναίοι στρατιώται, ή κατά την τριηραρχίαν των συνέλαβον πολλά εχθρικά πλοία, ή ότι εχθρικάς πόλεις κατώρθωσαν να κάμουν φιλικάς· διατάξατέ τον να αποδείξη πού εφόνευσαν τόσους εχθρούς, όσους εφόνευσαν πολίτας, ή πού συνέλαβον τόσα εχθρικά πλοία, όσα παρέδωσαν εις τους εχθρούς, ή ποίαν πόλιν κατέκτησαν, όπως υπεδούλωσαν την ιδικήν μας. Αλλά εκυρίευσαν τόσα εχθρικά όπλα, όσα αφήρεσαν από σας; Αλλά εκυρίευσαν τόσα φρούρια, όσα κατέστρεψαν της πατρίδος των; Οι οποίοι κατέστρεψαν και τα περί την Αττικήν φρούρια, και σας έκαμαν φανερόν ότι και το φρούριον του Πειραιώς κατέστρεψαν άνευ της διαταγής των Λακεδαιμονίων, διότι ενόμιζον ότι τοιουτοτρόπως θα έχουν εις το μέλλον ασφαλέστερον την εξουσίαν.
Ουδέ τούτο βεβαίως πρέπει να του πιστεύσητε, ότι δηλαδή διετάχθη, αν βέβαια λέγη την αλήθειαν, ισχυριζόμενος ότι διεφώνησε προς τους Τριάκοντα διά την σύλληψιν των μετοίκων. Διότι, αν πραγματικώς διεφώνησεν, όπως ισχυρίζεται, δεν ηδύναντο να δοκιμάσουν αυτόν επί των μετοίκων, αφού αντείπεν εις την περί αυτών γνώμην των. Επειδή βέβαια εις ποίον ήτο πρέπον να απιστούν και να μη δώσουν διαταγήν παρά εις εκείνον, όστις διαφωνήσας είχε καταστήσει φανεράν την περί των μετοίκων γνώμην του; Διότι ποίος ήτο φυσικόν να εκτελέση απροθύμως την διαταγήν των Τριάκοντα παρά ο διαφωνήσας εις εκείνα τα οποία αυτοί ήθελον να εκτελεσθούν; Προσέτι δε μου φαίνεται ότι εις τους άλλους Αθηναίους υπάρχει ικανή δικαιολογία να αιτιώνται τους Τριάκοντα δι' όσα τότε επράχθησαν· σεις δε πώς είναι πρέπον να επιδοκιμάζετε την δικαιολογίαν των Τριάκοντα, εάν την αιτίαν των τότε συμβαινόντων αναφέρουν εις τους εαυτούς των; Διότι, εάν μεν υπήρχεν εις την πόλιν εξουσία ισχυροτέρα από την εξουσίαν των Τριάκοντα, υπό της οποίας είχε διαταχθή αυτός να φονεύση ανθρώπους αδίκως, θα παρείχετε ίσως συγγνώμην εις αυτόν. Τώρα δε ποίον θα τιμωρήσετε, εάν θα επιτραπή εις τους Τριάκοντα να ισχυρίζωνται, ότι εξετέλουν τας διαταγάς των Τριάκοντα; Και καθώς είναι γνωστόν όχι εις την οικίαν του, αλλ' εις την οδόν συλλαβών τον Πολέμαρχον τον ωδήγησεν εις τας φυλακάς, ενώ ήτο δυνατόν και αυτόν να σώση, και τας διαταγάς των Τριάκοντα να μη παραβή. Σεις δε χωρίς αμφιβολίαν αγανακτείτε εναντίον εκείνων που ήλθον εις τας οικίας σας να ζητήσουν ή σας ή κανένα από τους ιδικούς σας. Και βέβαια, αν πρέπη, μου φαίνεται, να συγχωρούνται οι χάριν της σωτηρίας των άλλους καταστρέψαντες, εκείνους δύνασθε δικαιότερον να συγχωρήτε εν ταύτη τη περιστάσει παρά εις οιανδήποτε άλλην, διότι υπήρχε κίνδυνος εις αυτούς αποσταλέντας εις οικίαν τινά να μη μεταβούν και ευρόντας εν αυτή τους ζητουμένους να βεβαιώσουν ότι δεν τους εύρον. Ο Ερατοσθένης όμως ηδύνατο να είπη, ότι δεν συνήντησε τον Πολέμαρχον, ούτε τον είδε· διότι ταύτα δεν επεδέχοντο ούτε εξέλεγξιν ούτε έρευναν, ώστε και οι εχθροί να μη δύνανται να εξελέγξουν, και αν είχον τοιαύτην πρόθεσιν. Έπρεπε δε συ, Ερατοσθένη, αν καθώς ισχυρίζεσαι, ήσο χρηστός, να προτιμήσης να ανακοινώσης εις την βουλήν περί των μελλόντων αδίκως να αποθάνουν, παρά να συλλαμβάνης τους αδίκως καταστρεφομένους. Τώρα όμως από τα έργα σου έγινε φανερόν ότι δεν εστενοχωρείσο, αλλ' ότι ησθάνεσο ευχαριστημένος διά τα γιγνόμενα, ώστε πρέπον είναι οι δικασταί να ψηφίσουν σύμφωνα με τα έργα σου παρά σύμφωνα με τους λόγους σου, λαμβάνοντες ως απόδειξιν των τότε λεγομένων, όσα γνωρίζουν ότι έγιναν, διότι μάρτυρας περί αυτών δεν είναι δυνατόν να παρουσιάσωμεν. Διότι όχι μόνον δεν επετρέπετο εις ημάς να παρευρισκώμεθα εις τας συζητήσεις, αλλ' ουδέ εις τας οικίας μας να μένωμεν, ώστε είναι εις την εξουσίαν εκείνων, οι οποίοι παντοιοτρόπως έβλαψαν την πόλιν, να λέγουν διά τους εαυτούς των πάντα τα αγαθά. Τούτο όμως δεν το αρνούμαι, δηλαδή ότι διεφώνησας, αλλά συμφωνώ μαζί σου, αν θέλης. Απορώ δε τι τέλος πάντων θα έπραττες αν συνεφώνεις, οπότε ισχυριζόμενος ότι διεφώνησες εφόνευσες τον Πολέμαρχον.
Εμπρός λοιπόν ειπέτε μου και εάν συνέβαινε να είσθε αδελφοί του ή παιδιά του διατί θα τον αθωώνατε; Διότι πρέπει, κύριοι δικασταί, ο Ερατοσθένης έν εκ των δύο να αποδείξη, ή ότι δεν ωδήγησε τον Πολέμαρχον εις τας φυλακάς, ή ότι δικαίως έπραξε τούτο. Ούτος δε έχει ομολογήσει ότι αδίκως συνέλαβε αυτόν, ώστε σας διηυκόλυνε να τον καταδικάσετε διά της ψήφου σας. Πολλοί, και πολίται και ξένοι έχουν έλθει διά να πληροφορηθούν ποίαν απόφασιν διά τον κατηγορούμενον θα εκδώσητε. Από τους παρακολουθούντας την δίκην οι μεν συμπολίται μας θα απέλθουν αφού πληροφορηθούν ότι ή θα τιμωρηθούν διά τα σφάλματά των, ή κατορθώσαντες μεν όσα επιθυμούν θα γίνουν τύραννοι της πόλεως, αποτυχόντες δε θα έχουν ίσα με σας δικαιώματα· όσοι δε ξένοι ευρίσκονται εν Αθήναις θα μάθουν αν δικαίως ή αδίκως εκδιώκουν εκ των πόλεών των τους Τριάκοντα. Διότι, αν βέβαια σεις οι ίδιοι κακοποιηθέντες συλλαβόντες αυτούς τους αθωώσετε, μου φαίνεται ότι θα νομίσουν, ότι υπερβολικά χάριν υμών τους τιμωρούν εκδιώκοντες εκ των πόλεών των. Δεν είναι λοιπόν φοβερόν, αν τους μεν στρατηγούς, οι οποίοι ενίκων εν τη ναυμαχία, ότε ένεκα της τρικυμίας έλεγον ότι δεν ηδυνήθησαν να συλλέξουν τους πεσόντας εις την θάλασσαν, τους κατεδικάσατε εις θάνατον φρονούντες ότι έπρεπε να τιμωρήσετε εκείνους χάριν της αρετής των αποθανόντων, τούτους δε, οι οποίοι όταν ήσαν ιδιώται, όσον ηδύναντο συνετέλεσαν να νικηθήτε εις την ναυμαχίαν, όταν δε ανέλαβον την εξουσίαν, ομολογούν ότι πολλούς πολίτας άνευ δίκης εφόνευσαν, δεν πρέπει λοιπόν αυτούς και τους παίδας αυτών να τους τιμωρήσητε με τας μεγαλυτέρας τιμωρίας;
Εγώ λοιπόν, κύριοι δικασταί, θα ενόμιζον ότι είναι αρκεταί αι εκτεθείσαι εναντίον του κατηγορίαι· διότι νομίζω ότι μέχρι τούτου του σημείου πρέπει να κατηγορή τις, έως ότου πεισθήτε ότι υπό του κατηγορουμένου έχουν διαπραχθή εγκλήματα άξια να επισύρουν εναντίον του την ποινήν του θανάτου· διότι την ποινήν ταύτην δυνάμεθα να επιβάλωμεν εις αυτούς ως την μεγαλυτέραν τιμωρίαν. Ώστε δεν γνωρίζω διατί πρέπει να κατηγορή τις τοιούτους ανθρώπους διά πολλά εγκλήματα, οι οποίοι και δύο φοράς αν αποθάνουν δι' έν έκαστον εκ των εγκλημάτων των δεν θα τιμωρηθούν επαρκώς. Διότι βέβαια δεν αρμόζει να πράξη ο κατηγορούμενος εκείνο το οποίον συνηθίζεται εις ταύτην εδώ την πόλιν, δηλαδή να μη απολογούνται οι δικαζόμενοι εις τας αποδιδομένας εις αυτούς κατηγορίας, επαινούντες δε τον εαυτόν τους διά πράγματα άσχετα με την δικαζομένην υπόθεσιν ενίοτε σας εξαπατούν, αποδεικνύοντες εις σας ότι είναι γενναίοι στρατιώται, ή κατά την τριηραρχίαν των συνέλαβον πολλά εχθρικά πλοία, ή ότι εχθρικάς πόλεις κατώρθωσαν να κάμουν φιλικάς· διατάξατέ τον να αποδείξη πού εφόνευσαν τόσους εχθρούς, όσους εφόνευσαν πολίτας, ή πού συνέλαβον τόσα εχθρικά πλοία, όσα παρέδωσαν εις τους εχθρούς, ή ποίαν πόλιν κατέκτησαν, όπως υπεδούλωσαν την ιδικήν μας. Αλλά εκυρίευσαν τόσα εχθρικά όπλα, όσα αφήρεσαν από σας; Αλλά εκυρίευσαν τόσα φρούρια, όσα κατέστρεψαν της πατρίδος των; Οι οποίοι κατέστρεψαν και τα περί την Αττικήν φρούρια, και σας έκαμαν φανερόν ότι και το φρούριον του Πειραιώς κατέστρεψαν άνευ της διαταγής των Λακεδαιμονίων, διότι ενόμιζον ότι τοιουτοτρόπως θα έχουν εις το μέλλον ασφαλέστερον την εξουσίαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου