Με δεδομένο ότι δεν μπορεί να υπάρξει ευδαιμονία χωρίς ηδονές είναι φανερό ότι (αντιστοίχως) δε θα μπορούσε να υπάρξει φιλοσοφική διερεύνηση της ευδαιμονίας χωρίς την πλήρη αποσαφήνιση της ηδονής σε εννοιολογικό επίπεδο: «Το επόμενο θέμα που πρέπει να συζητήσουμε είναι η ηδονή· και τούτο διότι ο λόγος μας στρέφεται γύρω από το θέμα της ευδαιμονίας, και η ευδαιμονία, κατά κοινή ομολογία, είτε ταυτίζεται με την ηδονή και με μια ζωή γεμάτη ηδονή, είτε τουλάχιστον δεν μπορεί να υπάρξει ξεκομμένη από την ηδονή» (1204a 7.1).
Και αμέσως θα συμπληρωθεί: «πρέπει να συζητήσουμε το θέμα της ηδονής, όχι μόνο γιατί και οι άλλοι θεωρούν ότι πρέπει να γίνει αυτό, αλλά κυρίως για το λόγο ότι εμείς οι ίδιοι το θεωρούμε απαραίτητο. Γίνεται αναγκαίο να μιλήσουμε για την ηδονή, αφού στα σίγουρα δεν υπάρχει ευτυχία χωρίς ηδονή» (1204a 7.2).
Το ζήτημα γίνεται ακόμη πιο περίπλοκο, καθώς υπάρχουν πολλοί οι οποίοι καταδικάζουν τις ηδονές ως παρορμήσεις προς το κακό ικανές να εκτρέψουν τον άνθρωπο από το δρόμο της αρετής. Από αυτή την άποψη, οι ηδονές είναι αδύνατο να συμπεριληφθούν στα αγαθά (κανένα αγαθό δεν μπορεί να αντίκειται στην αρετή) και –κατά συνέπεια– ο άνθρωπος πρέπει να δείξει πυγμή, ώστε να καταφέρει να τις χαλιναγωγήσει.
Ο Αριστοτέλης παρουσιάζεται απολύτως αντίθετος με αυτή την αντίληψη, αφού –στη δική του εκδοχή– οι ηδονές τίθενται ως θεμέλιο της ευτυχίας: «Καταρχήν ας αναφερθούμε στα επιχειρήματα που προβάλλουν όσοι θεωρούν ότι η ηδονή δεν πρέπει να συναριθμείται στα αγαθά. Λένε αυτοί: Η ηδονή είναι γένεση και η γένεση είναι κάτι το ατελές, αλλά το αγαθό ποτέ δεν κατοικεί στην περιοχή του ατελούς» (1204a 7.3).
Η άποψη αυτή κατά τον Αριστοτέλη δε χρήζει πειστικότητας: «Θα προσπαθήσουμε να αναιρέσουμε το επιχείρημα αυτό, δεδομένου ότι δεν ισχύει. Καταρχήν, κάθε ηδονή δεν αποτελεί γένεση· για παράδειγμα, η ηδονή που προκύπτει από τη θεωρητική αναζήτηση δεν αποτελεί γένεση, ούτε και η ηδονή που προκύπτει από την ακοή <ή την όραση> ή την όσφρηση· διότι δεν προκύπτει από μια κατάσταση στέρησης, όπως συμβαίνει στις άλλες περιπτώσεις ηδονής, π.χ. στην ηδονή από το φαγητό ή του πιοτό» (1204b 7.4).
Η αντίληψη που θέλει τη γένεση να υφίσταται με το πέρασμα από την έλλειψη στην πληρότητα μπορεί να φαίνεται ότι βρίσκει ανταπόκριση στις ηδονές του φαγητού (η πείνα είναι πράγματι μορφή έλλειψης) και γενικότερα στις σωματικές ηδονές, αλλά δεν μπορεί να συμπεριλάβει τις πνευματικές ηδονές ή εκείνες που προκύπτουν από την όραση ή την ακοή. Η ηδονή που αντλείται από τη μουσική ή από τη θέα ενός όμορφου τοπίου δεν μπορεί να ερμηνευτεί ως αναπλήρωση μιας οπτικής ή ακουστικής έλλειψης. Η άποψη που θέλει όλες τις ηδονές να ταυτίζονται με τη γένεση (ως συμπλήρωση της έλλειψης) κρίνεται ισοπεδωτική, αφού δεν υπολογίζει τη διαφορετικότητα των ηδονών.
Όμως, και οι σωματικές ηδονές, παρόλο που φαινομενικά μπορεί να δίνουν την εντύπωση της γένεσης, εν τέλει ούτε αυτές αποτελούν γένεση: «Γενικώς καμιά μορφή ηδονής δεν αποτελεί γένεση· ούτε καν οι ηδονές που προκαλούνται από το φαγητό και το πιοτό δεν είναι γενέσεις· και κάνουν λάθος όσοι τις θεωρούν έτσι· διότι φτάνουν να νομίζουν ότι η ηδονή αποτελεί γένεση για το λόγο ότι προξενείται στον άνθρωπο μόλις κάτι του προσφερθεί. Δεν είναι έτσι όμως. Επειδή υπάρχει ένα μέρος της ψυχής με το οποίο νιώθουμε ηδονή που προξενείται όταν μας προσφέρεται κάτι το οποίο στερούμαστε, αυτό το μέρος της ψυχής ενεργεί τότε και μεταβάλλεται, και ακριβώς αυτή η μεταβολή και η ενέργειά του είναι η ηδονή» (1204b 7.7-8).
Με άλλα λόγια, η ηδονή δεν είναι γένεση που προκαλείται από την προσφορά κάποιου πράγματος (π.χ. φαγητού) που βρίσκεται σε έλλειψη, αλλά ενέργεια της ψυχής που μεταβάλλεται προξενώντας την ηδονή: «Για το λόγο, λοιπόν, ότι το μέρος αυτό της ψυχής ενεργεί συγχρόνως με την προσφορά, ή καλύτερα γι’ αυτή την ίδια την ενέργεια του μέρους τούτου της ψυχής, νομίζουν κάποιοι ότι η ηδονή είναι γένεση· παράλληλα, ενώ η προσφορά είναι πασίδηλη, το μέρος της ψυχής με το οποίο νιώθουμε την ηδονή δεν είναι προφανές» (1204b 7.8).
Το ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με τρόπο χειροπιαστό ποιο είναι το μέρος της ψυχής που ενεργεί, ώστε να νιώθουμε ηδονή, όχι μόνο δεν αναιρεί την αλήθεια αυτής της άποψης, αλλά ενδεχομένως να ερμηνεύει και τα αίτια της παρεξήγησης. Η άγνοια και το ασαφές της λειτουργίας της ψυχής είναι πολύ πιθανό να οδηγεί σε εσφαλμένες κρίσεις και παρανοήσεις.
Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης (ότι δηλαδή η ηδονή είναι γένεση) μοιάζουν με εκείνους που επειδή δεν αντιλαμβάνονται την ψυχή με τις αισθήσεις αρνούνται την ύπαρξή της ισχυριζόμενοι ότι ο άνθρωπος είναι μόνο σώμα: «Ένα ανάλογο παράδειγμα: κάποιος να νομίζει ότι ο άνθρωπος είναι σώμα για το λόγο ότι το σώμα είναι προσιτό στις αισθήσεις, ενώ η ψυχή δεν είναι· αλλά ο άνθρωπος είναι και ψυχή» (1204b 7.9).
Ο Αριστοτέλης θα συμπεράνει: «Αυτό ακριβώς συμβαίνει και με εκείνο το μέρος: υπάρχει πράγματι το μέρος της ψυχής με το οποίο νιώθουμε την ηδονή, μέρος το οποίο ενεργεί συγχρόνως με την προσφορά αυτού που στερούμαστε. Αυτός είναι ο λόγος που καμία μορφή ηδονής δεν αποτελεί γένεση» (1204b 7.9).
Εξάλλου, η αντίληψη της ηδονής ως αποκατάσταση κάποιας έλλειψης δεν ευσταθεί, όχι μόνο γιατί υπάρχουν ηδονές που δεν προϋποθέτουν κάποια πρότερη έλλειψη (πνευματικές ηδονές ή ηδονές που οφείλονται στην όραση και την ακοή), αλλά και γιατί η αποκατάσταση της έλλειψης δε συνεπάγεται πάντα και την ηδονή. Στο δέκατο βιβλίο από τα «Ηθικά Νικομάχεια» ο Αριστοτέλης αναφέρει: «Λένε επίσης, ότι η λύπη είναι έλλειψη της φυσικής μας κατάστασης, ενώ η ηδονή η επάνοδος στη φυσική μας κατάσταση. Όμως τα δύο αυτά είναι πράγματα που έχουν να κάνουν με το σώμα» (Ηθικά Νικομάχεια 1173b 3, 8-10).
Με άλλα λόγια, η αποδοχή της ηδονής ως αποκατάστασης κάποιας σωματικής έλλειψης, δεν μπορεί παρά να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ηδονή σχετίζεται με το σώμα και όχι με την ψυχή: «Αν λοιπόν η ηδονή είναι επάνοδος στη φυσική μας κατάσταση, τότε την ηδονή πρέπει να την αισθάνεται αυτό στο οποίο συμβαίνει αυτή η επάνοδος στη φυσική κατάσταση, άρα το σώμα· αυτό όμως από κανέναν δε θεωρείται σωστό, και ούτε άρα η ηδονή είναι η επάνοδος στη φυσική κατάσταση, αλλά τη στιγμή που συντελείται αυτή η επάνοδος, αισθάνεται κανείς την ηδονή, ακριβώς όπως αισθάνεται κανείς λύπη τη στιγμή που υφίσταται μια χειρουργική επέμβαση» (Ηθικά Νικομάχεια 1173b 3, 11-15).
Εάν η ηδονή αφορούσε το σώμα ως επάνοδός του στη φυσική του κατάσταση, θα έπρεπε να αισθάνεται κανείς ηδονή κι όταν τον χειρουργούνε, αφού έτσι αποκαθίσταται η φυσική του σωματική ακεραιότητα. Κάτι τέτοιο όμως είναι αδύνατο. Η ηδονή έχει να κάνει με την ενέργεια κάποιου μέρους της ψυχής που σχετίζεται με την ενίσχυση τόσο της σωματικής όσο και της πνευματικής ευεξίας και συντελείται τη στιγμή που (η ψυχή) αντιλαμβάνεται την επίτευξή της. Στο παράδειγμα του χειρουργείου, ασφαλώς και δεν το αντιλαμβάνεται τη στιγμή της επέμβασης (μια τέτοια εκδοχή θα αφορούσε το σώμα που λειτουργεί με τρόπο αντανακλαστικό κι όχι την ψυχή), αλλά το διάστημα μετά την επέμβαση, όταν θα εισπράττει την καθημερινή αναπτέρωση των σωματικών δυνάμεων.
Το ότι οι ηδονές μπορούν να σχετίζονται και με τις πνευματικές (διανοητικές) απολαύσεις και με τις απολαύσεις της τέχνης (μέσω της όρασης και της ακοής) αλλά και με τις σωματικές απολαύσεις (που μοιάζουν με αποκατάσταση μιας έλλειψης) δεν καταδεικνύει ότι αποτελούν γένεση, αλλά ότι μπορούν να ιεραρχηθούν ανάλογα με την ποιότητα της απόλαυσης που παρέχουν. Ασφαλώς οι πνευματικές ηδονές κρίνονται ανώτερες, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι οι σωματικές θεωρούνται καταδικαστέες. Στα «Ηθικά Μεγάλα» ο Αριστοτέλης διευκρινίζει επί του θέματος: «είναι φανερό ότι οι ηδονές που προκύπτουν από την όψη και την ακοή και τη σκέψη είναι ανώτερες» (1205b 7.18).
Αφού πλέον ο Αριστοτέλης έχει ξεκαθαρίσει ότι οι ηδονές αποτελούν αγαθό, καθώς δεν αφορούν την ατέλεια της γένεσης, θα περάσει στο επόμενο επιχείρημα εκείνων που τις καταδικάζουν υποστηρίζοντας ότι δεν μπορούν να συγκαταλέγονται στα αγαθά. Το επιχείρημα έχει ως εξής: «Υπάρχουν κάποιες ηδονές κακές, και το αγαθό ποτέ δεν μπορεί να περιέχεται στο κακό» (1204a 7.3).
Ένας τέτοιος συλλογισμός όμως επίσης δεν μπορεί να πείσει, αφού και πάλι λειτουργεί ισοπεδωτικά. Το ότι υπάρχουν κάποιες ηδονές που πράγματι μπορεί να είναι κακές, δε σημαίνει ότι είναι κακές στο σύνολό τους: «το γεγονός ότι οπωσδήποτε υπάρχουν ηδονές κακές είναι κάτι που και εμείς το παραδεχόμαστε» (1205b 7.14).
Ασφαλώς, η ύπαρξη κακών ηδονών δεν μπορεί να οδηγήσει σε καθολικά συμπεράσματα: «Αλλά και με το επιχείρημα ότι υπάρχουν κάποιες ηδονές που είναι κακές, συμπέραναν κάποιοι ότι η ηδονή δεν είναι αγαθό. Μα αυτό το επιχείρημα και η συγκεκριμένη κρίση δεν προσιδιάζει αποκλειστικά στην ηδονή, αλλά έχει εφαρμογή και στη φύση και στην επιστήμη-τέχνη. Διότι υπάρχει και φύση κακή, π.χ. η φύση των σκουληκιών και των σκαθαριών και γενικώς των απαίσιων ζώων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η φύση είναι κάτι το κακό· με την ίδια λογική υπάρχουν και επιστήμες-τέχνες κακές, π.χ. οι χειρωνακτικές, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η επιστήμη-τέχνη είναι κάτι το κακό· αλλά και η επιστήμη-τέχνη και η φύση είναι εν γένει καλές» (1205a 7.13-14).
Η αναφορά της χειρωνακτικής εκδοχής του κακού στις επιστήμες-τέχνες έχει να κάνει με την ερμηνεία της λέξης βάναυσος («βάναυσοι» γράφει ο Αριστοτέλης στο πρωτότυπο) που αφορά εκείνους τους χειρώνακτες που αφοσιωμένοι στις εργασίες τους χάνουν κάθε πνευματική υπόσταση. Οι άνθρωποι αυτού του είδους θεωρούνται υποδεέστεροι και οι δραστηριότητές τους αρμόζουν περισσότερο σε δούλους. Το ότι οι επιστήμες-τέχνες εκπροσωπούνται πολλές φορές από τέτοιους κατώτερης ποιότητας ανθρώπους δε σημαίνει ότι πρόκειται για κάτι κακό.
Όσο για την κακή εκδοχή της φύσης με την παρουσία των σκουληκιών και των σκαθαριών κι άλλων παρόμοιων «απαίσιων ζώων», ο Αριστοτέλης θα την επαναλάβει φέρνοντας το παράδειγμα των λύκων: «Εξάλλου, υπάρχουν πολλών ειδών φύσεις των ζώων, και κακή φύση και καλή· π.χ. η φύση του ανθρώπου είναι καλή, ενώ του λύκου και όλων των θηρίων είναι κακή» (1205b 7.15).
Η κατάταξη των λύκων και γενικότερα των θηρίων στην κακή φύση δεν αφορά κάποια αντικειμενική κατανομή των όντων σε σχέση με την καλοσύνη και την κακία. Κάτι τέτοιο θα ήταν παράλογο, αφού οι ηθικοί χαρακτηρισμοί νοηματοδοτούνται μόνο όταν απευθύνονται στους ανθρώπους. Η έννοια εδώ του καλού και του κακού έχει να κάνει με την ανθρωποκεντρική οπτική της ωφέλειας ή της βλάβης. Το άλογο μπορεί να είναι καλό, γιατί είναι σε θέση να βοηθήσει τους ανθρώπους, ενώ ο λύκος όχι. Ο λύκος είναι κακός, γιατί όχι μόνο δε βοηθά, αλλά μπορεί και να απειλήσει τους ανθρώπους.
Όμως, ακόμη κι αν ξεπεράσουμε αυτή την καθαρά ανθρωποκεντρική ωφελιμιστική (κι όχι ηθική) εκδοχή του καλού και του κακού που υπάρχει στη φύση, είναι αδύνατο να παραβλεφθεί ότι η φύση κάθε όντος γεννά άλλες ανάγκες και κατ’ επέκταση άλλες συμπεριφορές: «Άλλο η φύση του αλόγου, άλλο του ανθρώπου, και του γαϊδάρου, και του σκύλου» (1205b 7.15). Επομένως: «Δεν ισχύουν τα ίδια και για το άλογο και για τον άνθρωπο και ομοίως ούτε για τα υπόλοιπα· αλλά αφού ακριβώς οι φύσεις τους είναι διαφορετικές, και οι ηδονές είναι διαφορετικές» (1205b 7.16).
Κι όπως ανάλογα με τη φύση οι ηδονές διαφέρουν ανάμεσα στους ανθρώπους και τα ζώα, έτσι διαφέρουν και από άνθρωπο σε άνθρωπο. Το δεδομένο ότι ο Αριστοτέλης δεν απορρίπτει τη φύση, που μαζί με τον εθισμό καθορίζει την ποιότητα του ανθρώπου, είναι φανερό ότι οι άνθρωποι που έχουν καλή φύση έχουν και καλές ηδονές, ενώ εκείνοι που έχουν κακή φύση κακές. Δεν πρέπει λοιπόν να κατηγορεί κανείς τις ηδονές ως κάτι συλλήβδην κακό, αλλά την ποιότητα του ανθρώπου που αντλεί ευχαρίστηση από ευτελείς πράξεις.
Εξάλλου, δε θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι οι πνευματικές ηδονές είναι κάτι κακό. Οι αντιρρήσεις σχετίζονται με τις σωματικές ηδονές που μετατρέπονται σε αρνητικό μόνο αν δεν εκπληρωθούν μέσα στο ορθό πλαίσιο που ορίζεται από το μέτρο και τη λογική. Όμως και σε μια τέτοια περίπτωση, η κακία δεν προέρχεται από τη φύση της ηδονής, αλλά από την έλλειψη μέτρου, για την οποία ευθύνεται αποκλειστικά ο άνθρωπος.
Η αριστοτελική αντίληψη ότι « στα σίγουρα δεν υπάρχει ευτυχία χωρίς ηδονή» (1204a 7.2) είναι η πλήρης απενοχοποίηση των ηδονών, ως κάτι συνυφασμένο με την ευτυχία. Σε τελική ανάλυση, η άρνησή τους (σαν κάτι κακό) ισοδυναμεί με την άρνηση της ευτυχίας. Γι’ αυτό και οι ηδονές αποτελούν αγαθό: γιατί κατ’ ανάγκη τίθενται στην εκπλήρωση της ανθρώπινης ευτυχίας.
Ο Αριστοτέλης θα φέρει ένα ακόμη παράδειγμα: «Άλλο παράδειγμα: έναν αδριαντοποιό δεν πρέπει να τον κρίνουμε με βάση τα αποτυχημένα ή τα κακοφτιαγμένα έργα του αλλά με βάση τα καλοφτιαγμένα· έτσι, ούτε και την επιστήμη-τέχνη ούτε τη φύση ούτε οτιδήποτε άλλο πρέπει να το κρίνουμε από τις κακές εκδοχές του, αλλά από τις αξιόλογες» (1205a 7.14).
Πράγματι, ακόμη και στον τελειότερο καλλιτέχνη θα μπορούσε κάποιος να βρει ένα έργο που ενδεχομένως δεν είναι και τόσο αξιόλογο. Αυτό όμως δε θα μειώσει την αξία του. Θα λέγαμε ότι, ακόμη κι αν η πληθώρα των έργων κάποιου καλλιτέχνη κινείται σε χαμηλά ή μέτρια επίπεδα με κάποιες λίγες φωτεινές εξαιρέσεις, ενώ θα ήταν πιο σωστό να πει κανείς ότι η καλλιτεχνική του παρουσία ως σύνολο κινείται στη μετριότητα, οι περισσότεροι θα το παραβλέψουν αυτό εστιάζοντας περισσότερο στις στιγμές της κορύφωσης. Είναι η τάση του ανθρώπου να επικεντρώνεται σε αυτό που θεωρεί θετικό. Πολύ περισσότερο όταν γίνεται λόγος για τις επιστήμες-τέχνες ή τη φύση. Και οι ηδονές δε θα μπορούσαν να αποτελούν εξαίρεση…
Αριστοτέλης, Ηθικά Μεγάλα - Ηθικά Νικομάχεια
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου