Αναίρεσις των λεγόντων ότι η κίνησις είναι η ουσία της ψυχής.— Διαίρεσις της κινήσεως εις αυτοκινησίαν και ετεροκινησίαν. — Αναίρεσις δόξης Δημοκρίτου—και των θεωριών του Τιμαίου. —Πάσαι αι θεωρίαι περί ψυχής έχουσι το ελάττωμα ότι δεν εξετάζουσιν και το σώμα.
Πρέπει νυν να εξετάσωμεν πρώτον τα περί της κινήσεως λεχθέντα. Διότι ίσως όχι μόνον είναι ψεύδος το ότι η ουσία της ψυχής είναι τοιαύτη, όπως ισχυρίζονται 32 οι λέγοντες, ότι η ψυχή είναι το κινούν εαυτό ή το δυνάμενον να κινή εαυτό, αλλ’ είναι των αδυνάτων να έχη κίνησιν 33
Ότι λοιπόν δεν είναι αναγκαίον το κινούν να κινήται και αυτό, απεδείχθη πρότερον 34. Επειδή δε κατά δύο τρόπους δύναται παν πράγμα να κινήται, δηλαδή ή υπ’ άλλου (καθ’ έτερον), ή υφ’ εαυτού (καθ’ εαυτό), καθ’ έτερον λέγοντες εννοούμεν ότι πράγμα τι κινείται, διότι ευρίσκεται εντός άλλου κινουμένου, ως π.χ. οι επιβάται του πλοίου, οίτινες βεβαίως δεν κινούνται ομοίως, όπως κινείται το πλοίον διότι τούτο μεν κινείται καθ’ εαυτό, οι δε πλέοντες κινούνται μόνον διότι είναι εντός του κινουμένου. Τούτο δ’ είναι φανερόν και εις τα μέλη του σώματος· η βάδισις δηλ. είναι οικεία κίνησις των ποδών, αυτή δε είναι συνάμα και κίνησις του ανθρώπου, αλλ’ όμως τώρα δεν είναι οικεία κίνησις των επιβατών. Επειδή λοιπόν κατά δύο τρόπους λέγεται η κίνησις, τώρα ας εξετάσωμεν αν η ψυχή κινείται καθ’ εαυτήν ή μόνον μετέχει της κινήσεως.
Επειδή δε τέσσαρες είναι αι κινήσεις, τοπική κίνησις, μεταβολή, ελάττωσις και αύξησις 35, η ψυχή δυνατόν να κινήται ή κατά μίαν τούτων των κινήσεων ή κατά περισσοτέρας ή κατά πάσας. Και αν κινήται ουχί κατά συμβεβηκός (καθ’ έτερον), η κίνησις θα υπάρχη εκ φύσεως εις αυτήν· και αν η κίνησις είναι φυσική εις αυτήν, έχει και οικείον τόπον, διότι πάσαι αι ειρημέναι κινήσεις γίνονται εν τόπω. Εάν δε η ουσία της ψυχής είναι το να κινή εαυτήν, η κίνησις θα υπάρχη εις αυτήν ουχί κατά συμβεβηκός, καθώς υπάρχει λ.χ. εις την λευκότητα ή εις μήκος τριών πήχεων· διότι και ταύτα κινούνται, αλλά κατά συμβεβηκός, ήτοι το σώμα, εν τω οποίω υπάρχουσιν, αυτό κινείται. Διά τούτο και δεν υπάρχει τόπος τούτων (των συμβεβηκότων), της ψυχής όμως θα υπάρχη τόπος, εάν εκ φύσεως κινήται 36.
Προσέτι δε εάν φύσει κινήται, δύναται και διά της βίας να κινήται· και αν διά της βίας τότε και εκ φύσεως 37. Ταύτα λέγομεν και περί ηρεμίας. Διότι εις ταύτην την κατάστασιν, εις την οποίαν κινείται τι εκ φύσεως, εις ταύτην φθάνον ομοίως ηρεμεί εκ φύσεως, ομοίως δε και εις ην θέσιν κινείται διά βίας, εκεί και ηρεμεί διά της βίας. Ποίαι δε είναι αι βεβιασμέναι της ψυχής κινήσεις και ηρεμίαι, δεν είναι εύκολον να είπωμεν ουδέ κατ’ εικασίαν, εάν θέλωμεν 38.
Προσέτι δε, εάν η ψυχή κινήται άνω, είναι πυρ, εάν δε κάτω, είναι γη, διότι των σωμάτων τούτων αυταί είναι αι κινήσεις.
O αυτός δε συλλογισμός ισχύει και περί των διαμέσων κινήσεων (εμπρός, οπίσω κ. λ. π.). Προσέτι, επειδή η ψυχή φαίνεται ότι κινεί το σώμα, εύλογον είναι να δίδη αυτώ τας κινήσεις, τας οποίας και αυτή κάμνει· και αν τούτο είναι αληθές, θα είναι αληθές, και αν είπωμεν αντιστρόφως, ότι τας κινήσεις τας οποίας ποιεί το σώμα, ταύτας κινείται και αυτή. Αλλά το σώμα κινείται κατά τόπον, άρα και η ψυχή μεταβάλλει τόπον ως το σώμα, μετατιθεμένη ή όλη ή κατά μέρη. Και αν τούτο είναι δυνατόν, τότε δύναται και εξελθούσα να εισέλθη πάλιν εις το σώμα. Εκ τούτου δε έπεται το αδύνατον ότι τα αποθανόντα ζώα δύνανται να ανίστανται.
Την δε κατά συμβεβηκός κίνησιν 39 η ψυχή θα ηδύνατο και να δεχθή υπ’ άλλου· διότι το ζώον δύναται να σπρωχθή διά της βίας. Αλλά δεν είναι ανάγκη εκείνο, όπερ έχει την αυτοκινησίαν εν τη ουσία του, να κινήται υπ’ άλλου, ει μη μόνον κατά συμβεβηκός, όπως ουδέ το καθ’ αυτό και δι’ εαυτό αγαθόν είναι, αγαθόν δι’ άλλο και χάριν άλλου. Η δε ψυχή δύναταί τις να είπη ότι, αν κινήται υπό τινος, προ πάντων υπό των αισθητών κινείται.
Αλλ’ όμως, και αν η ψυχή κινή αυτή εαυτήν, και αυτή πρέπει να κινήται· και αν πάσα κίνησις είναι ως μία μετάστασις του κινουμένου, καθ’ όσον κινείται, και η ψυχή πρέπει να μεθίσταται εκ της ουσίας της, εκτός εάν κατά συμβεβηκός κινή εαυτήν, αλλά η αυτοκινησία ανήκει εις αυτήν την ουσίαν της ψυχής.
Τινές δε λέγουσι και ότι η ψυχή κινεί ούτω το σώμα, εν τω οποίω είναι, όπως και αυτή κινείται 40. Ούτως ο Δημόκριτος λέγει όμοια σχεδόν με τον Φίλιππον τον κωμωδοδιδάσκαλον, όστις έλεγεν ότι ο Δαίδαλος κατεσκεύασε ξυλίνην Αφροδίτην κινουμένην, εγχύσας χυτόν άργυρον (υδράργυρον). Και ο Δημόκριτος λέγει ομοίως ότι αι αδιαίρετοι σφαίραι (τα άτομα) κινούμεναι, διότι εκ φύσεως ουδέποτε μένουσιν ακίνητοι, συνεφέλκουσι και κινούσι πάντα τα σώματα. Αλλ’ ημείς θα ερωτήσωμεν αυτόν, αν και ηρεμίαν παράγουσιν αυταί. Αλλά πώς θα την παραγάγωσιν, είναι δύσκολον ή μάλλον αδύνατον να ειπή 41. Ουδόλως λοιπόν φαίνεται ότι η ψυχή κινεί τοιουτοτρόπως (σωματικώς) το ζώον, αλλά διά θελήσεώς τινος και νοήσεως κινεί αυτό.
Κατά τον αυτόν δε τρόπον όπως ο Δημόκριτος και ο Τιμαίος φυσικώς εξηγεί, πώς η ψυχή κινεί το σώμα· λέγει δηλ. ότι κινουμένη αυτή κινεί και το σώμα, μεθ’ ου είναι συνδεδεμένη. Διότι λέγουν ότι είναι συντεθειμένη εκ των στοιχείων και διηρημένη κατά τους αρμονικούς αριθμούς, ίνα έχη έμφυτον το αίσθημα της αρμονίας και ίνα όλη εκτελή κινήσεις αρμονικάς, την ευθείαν γραμμήν ο Τίμαιος έκαμψεν εις κύκλον, και διαιρέσας τον ένα κύκλον εις δύο κύκλους κατά δύο σημεία ηνωμένους, πάλιν τον ένα διήρεσεν εις επτά κύκλους, διότι ενόμιζεν ότι αι κινήσεις (αι τροχιαί) του ουρανού είναι αυταί της ψυχής αι κινήσεις.
Αλλά πρώτον δεν λέγει ορθώς, ότι η ψυχή είναι μέγεθος 42. Διότι δοξάζει ότι η ψυχή του κόσμου είναι σχεδόν τοιαύτη, οποίος είναι ο καλούμενος νους 43, ουχί δε βεβαίως οποία είναι η αισθητική ψυχή ουδέ οποία είναι η επιθυμητική ψυχή, διότι η κίνησις τούτων δεν είναι κυκλική φορά.
O νους όμως είναι είς και συνεχής, όπως και η νόησις· η δε νόησις είναι τα νοήματα· ταύτα δε συνεχόμενα αποτελούσιν ενότητα, όπως ο αριθμός 44 αλλ’ ουχί όπως το μέγεθος 45. Διά τούτο ουδέ ο νους είναι συνεχής κατά τοιούτον τρόπον αλλ’ είναι ή αμερής ή ουχί συνεχής ως μέγεθός τι. Διότι, αν είναι μέγεθος, πώς νοεί; Νοεί όλος ή διά τινος των μερών του; και το μέρος τούτο έχει μέγεθος ή είναι έν σημείον, αν δύναταί τις και το σημείον να ονομάση μέρος;
Εάν δε είναι σημείον, επειδή τα σημεία είναι άπειρα, φανερόν είναι ότι ο νους ουδέποτε θα διατρέξη αυτά. Εάν δε είναι μέγεθος, τότε ο νους νοεί το αυτό πράγμα πολλάκις ή απειράκις 46. Αλλ’ ίνα ο νους νοή δύναται και άπαξ να νοήση τι· εάν όμως αρκή η ψυχή να θίξη τα πράγματα δι’ οιουδήποτε των μερών της, τις η χρεία να κινήται κυκλικώς ή και να έχη μέγεθος; Εάν δε, ίνα νοή ο νους, αναγκαίον είναι να θίγη τα πράγματα κατά τέλειον κύκλον, προς τι η θίξις διά των μερών; Προσέτι πώς η ψυχή το έχον μέρη θα νοή διά του αμερούς, ή το αμερές πώς θα νοή διά του έχοντος μέρη; Κατ’ ανάγκην όμως ο νους είναι ο κύκλος ούτος· διότι κίνησις του νου είναι η νόησις, όπως κίνησις του κύκλου είναι η περιφερική κίνησις.
Εάν λοιπόν η νόησις είναι περιφερική κίνησις 47 τότε και ο νους θα είναι αυτός ο κύκλος, του οποίου η νόησις θα είναι η περιφερική κίνησις. Και ο νους θα νοή τι αιωνίως και κατ’ ανάγκην, αφού η περιφερική κίνησις είναι αιώνιος. Αλλ’ είναι αδύνατον τούτο. Τω όντι τα μεν πρακτικά νοήματα έχουσι πέρατα, διότι πάντα έχουσι σκοπόν άλλον (εξωτερικόν)· τα δε θεωρητικά επίσης περιορίζονται υπό των λόγων. Πας δε λόγος είναι ή ορισμός ή απόδειξις. Και η μεν απόδειξις ορμάται από τινος αρχής και έχει τρόπον τινά ως τέλος τον συλλογισμόν ή το συμπέρασμα. Εάν δε αι αποδείξεις δεν συμπεραίνωσιν, όμως δεν επανέρχονται τουλάχιστον πάλιν εις την αρχήν των, αλλά προσλαμβάνουσαι πάντοτε ένα μέσον και ένα άκρον προχωρούσι κατ’ ευθείαν γραμμήν, ενώ η περιφερική κίνησις πάλιν επανακάμπτει εις την αρχήν. Οι δε ορισμοί είναι πάντες πεπερασμένοι.
Προσέτι, αν η αυτή περιφερική κίνησις επαναληφθή πολλάκις, πρέπει και ο νους να νοήση πολλάκις το αυτό πράγμα.
Προσέτι η νόησις ομοιάζει μάλλον με ηρεμίαν τινά και στάσιν παρά με κίνησιν, ομοίως δε και ο συλλογισμός.
Αλλ’ ακόμη, ουδέ ευδαιμονίαν φέρει το μη ον εύκολον, αλλά βίαιον. Και αν η κίνησις δεν είναι η ουσία της ψυχής, αύτη θα κινήται παρά την φύσιν της. 48 Δυσάρεστον δε είναι και το να είναι συνδεδεμένη με το σώμα 49 και να μη δύναται να αποχωρισθή απ’ αυτού, και προσέτι αποφευκτόν, εάν είναι προτιμότερον εις τον νουν να μη είναι ηνωμένος με το σώμα, καθώς συνήθως λέγεται και πολλοί παραδέχονται.
Άγνωστος δε μένει και η αιτία της κυκλικής κινήσεως του ουρανού. Διότι ούτε η ουσία της ψυχής είναι αιτία της κυκλικής φοράς αυτής 50, αλλά κατά συμβεβηκός αυτή κινείται τοιουτοτρόπως. Ούτε το σώμα είναι αίτιον, αλλ’ η ψυχή μάλλον είναι αίτιον της κινήσεως του σώματος. Αλλά προσέτι δεν λέγουσιν ουδέ ότι η κίνησις αυτή είναι καλυτέρα κατάστασις· και όμως έπρεπε να ρηθή ότι διά τούτο ο Θεός εποίησε την ψυχήν να κινήται κυκλικώς 51, διότι είναι καλύτερον εις αυτήν να κινήται παρά να μένη ακίνητος και να κινήται ούτως είναι καλύτερον παρά άλλως.
Αλλ’ επειδή η σκέψις αύτη ανήκει μάλλον εις άλλας μελέτας, ας αφήσωμεν τώρα αυτήν. Συμβαίνει όμως και εις ταύτην και εις τας πλείστας των περί της ψυχής θεωριών το άτοπον τούτο· συνδέουσι δηλαδή την ψυχήν με το σώμα και την θέτουσιν εν αυτώ χωρίς να προσδιορίσωσι διά ποίαν αιτίαν γίνεται τούτο και ποία είναι η σχέσις του σώματος με την ψυχήν. Και όμως φανερόν ότι τούτο είναι αναγκαίον διότι ένεκα της κοινωνίας αυτών το μεν ενεργεί, το δε πάσχει, και το μεν κινείται, το δε κινεί· ουδεμία δε των προσαλλήλων τούτων σχέσεων υπάρχει μεταξύ των τυχόντων πραγμάτων.
Άλλοι δε επιχειρούσι μόνον να είπωσιν οποίον τι είνε η ψυχή, αλλά περί του σώματος, όπερ θα δεχθή αυτήν, ουδέν πλέον προσδιορίζουσιν, ως εάν ήτο δυνατόν, καθώς λέγουσιν οι Πυθαγορικοί μύθοι, 52 η τυχούσα ψυχή να εισέλθη εις το τυχόν σώμα, διότι είναι φανερόν, ότι έκαστον έχει ίδιον είδος και μορφήν. Παρόμοια δε λέγουσι ταύτα, ως εάν τις ήθελε λέγει ότι η τεκτονική εισδύει εις τους αυλούς, ενώ αναγκαίον είναι η μεν τέχνη να μεταχειρίζηται τα οικεία αυτής όργανα, η δε ψυχή τα σώμα της.
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ, ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου