Ωστόσο, κάποιες φορές, υπάρχει περίπτωση ο έρωτας να γίνει εξάρτημα, γρανάζι καθοριστικών, μη συνειδητών μας θεμάτων. Τότε, συναντιέται με μεγάλες εντάσεις και βραχυκυκλώματα που έχουμε αποθηκευμένα σε μια περιοχή του αχανούς μη συνειδητού μας χώρου, το οποίο θα μπορούσε να ονομαστεί η «Σκιά» μας.
Ασφαλώς, ο έρωτας δεν φταίει σε κάτι, είναι αυτός που είναι και, ούτως ή άλλως, σχετίζεται με τη Σκιά μας. Όταν όμως καθίσταται τυφλός «υπηρέτης» των Σκιωδών μας θεμάτων, η «χρήση» του μπορεί να γίνει καταστροφική: δημιουργείται ένα τεράστιο ρεπερτόριο Παρατράγουδων του έρωτα με χαρακτηριστικά επαναλαμβανόμενα σενάρια.
Ένα από αυτά, κρύβεται σε περιπτώσεις που ο έρωτας χρησιμοποιείται επίμονα (και μάταια) σε βαθύτερες διαδικασίες διαχείρισης πάρα πολλών θεμάτων με την καθοριστικής σημασίας φιγούρα της μάνας.
Μια διττή οντότητα: Η «καλή» και η κακιά «μάνα»
Προτού δούμε πώς αρθρώνονται αυτά τα επαναλαμβανόμενα σενάρια και τη σχέση τους με τον έρωτα, είναι αναγκαίο να μιλήσουμε για τη βάση στην οποία στηρίζονται.
Στην αρχή, μετά τη γέννα και για πολλούς μήνες, η μάνα (όπως και το καθετί) είναι για το βρέφος ένα σύνολο από θραύσματα ασύνδετων εντυπώσεων. Ένας τόνος φωνής, απτικά ερεθίσματα, ο τρόπος της αγκαλιάς, η εικόνα ενός χεριού, ενός στήθους, ένα βλέμμα, το άγγιγμα των μαλλιών, η μυρωδιά του δέρματος, όλα αυτά είναι αισθητηριακό υλικό από το οποίο συντίθενται κατακερματισμένες εικόνες της μάνας.
Για τρία περίπου χρόνια, η μητέρα έχει για το παιδί της δύο πρόσωπα.
Το ένα είναι η «καλή» μάνα: ικανοποιεί γρήγορα και πλήρως τις ανάγκες του.
Το άλλο πρόσωπο της μάνας είναι αυτό που οριοθετεί, περιορίζει ή αγνοεί τις ανάγκες του, η «κακιά» μάνα.
Το παιδί λατρεύει το πρώτο πρόσωπο της μάνας, ενώ μισεί και φοβάται το δεύτερο, χωρίς να γνωρίζει ότι είναι απλώς όψεις της μίας μάνας.
Το παιδί, γύρω στα τρία του χρόνια, ανακαλύπτει ότι η «κακιά» και η «καλή» μάνα είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Οπότε, καλείται πλέον να διαχειριστεί τα συναισθήματά του, τα οποία απηύθυνε σε δύο υποθετικά ανεξάρτητες φιγούρες, ως εκείνη την ηλικία.
Επειδή βιώνει ταυτοχρόνως την ανάγκη της «καλής» μάνας και την επιθετικότητα προς την «κακιά», είναι πιθανό να νιώσει ισχυρότατες ενοχές για τα συναισθήματά του προς την «κακιά» μάνα, καθώς νιώθει προδομένο στις προσδοκίες του, πανικόβλητο στη μοναξιά του και εν γένει σε σύγχυση, χωρίς να ξέρει τι να κάνει με όλα αυτά τα πανίσχυρα συναισθήματα.
Οι συνέπειες του διχασμού και ο ρόλος του έρωτα στην αναζήτηση της «καλής μάνας»
Συχνά, αυτή η καθήλωση μπορεί να επιδράσει καθοριστικά στην υπόλοιπη ζωή του, ιδιαίτερα αν η μάνα δεν καταφέρνει να συγκρατήσει (να «χωρέσει») τα αντίθετα συναισθήματά του. Τα «χωρά», όταν με τη σταθερότητα της παρουσίας της γίνεται μια ενοποιητική μήτρα, που τα καθρεφτίζει στο παιδί ενοποιημένα. Με αυτόν τον τρόπο του «διδάσκει» ότι τα μεν συναισθήματα δεν αποκλείουν τα δε, καθώς και ότι είναι φυσιολογικό να τα νιώθει – αυτό φανερώνει πόσο σημαντικά είναι «τα μάτια που με κοίταξαν»...
Ιδεατά, αυτό το πολύτιμο καθρέφτισμα γίνεται ως εξής: όταν η μάνα οριοθετεί το παιδί, θα πρέπει να το οριοθετεί αναφορικά με κάτι συγκεκριμένο, και όχι να μειώνει ολόκληρη την ύπαρξή του με εξευτελιστικές τιμωρίες και μούτρα· όταν του παρέχει, θα πρέπει να φροντίζει να μην του δημιουργεί αισθήματα παντοδυναμίας και υπεροχής, τα οποία αργότερα, κατά την έξοδό του στον κόσμο, μοιραία θα πληγούν, καθώς το παιδί θα διαπιστώνει ότι μόνο για τη μάνα του ήταν ο απόλυτος πρίγκιπας.
Όταν όμως η μάνα δεν καταφέρνει να λειτουργεί για το παιδί ως ένας ισορροπημένος καθρέφτης (κάτι διόλου σπάνιο παρά τους μύθους για την «τέλεια» μάνα), το παιδί δεν γνωρίζει πώς να διαχειριστεί τις όψεις του με τα αντίθετα συναισθήματα – οπότε, είναι φυσικό να αποξενώνεται από αυτές τις όψεις του και να τις κλειδώνει στη Σκιά του, μονιμοποιώντας αυτήν τη σοβαρότατη σχάση μέσα του.
Σε μια τέτοιου είδους σχάση, το τέως παιδί και νυν ενήλικας, συνεχίζει να φέρει μέσα του έναν βασανιστικό διχασμό. Συνεπώς, στους έρωτές του θα παραδίδεται εντελώς στην απόλυτη ταύτιση με τον Άλλον – θα επιζητεί να βιώσει ολοκληρωτικά την «καλή» μάνα, απομονώνοντας τα συναισθήματά του για την «κακιά».
Εδώ, το Παρατράγουδο του έρωτα έχει στόχο να καλύπτει και να κρατά εντός Σκιάς, καλά ακινητοποιημένα, τα απειλητικά συναισθήματα τα οποία κάποτε γεννούσε η «κακιά» μάνα, εξαφανίζοντάς τα από την εικόνα του «καλού» Άλλου στα μάτια του ενήλικου ερωτευμένου.
Επίσης, ο ερωτευμένος θα δυσκολεύεται τραγικά να διαχειριστεί τα συναισθήματα του τέλους του έρωτα και, γενικώς, οποιαδήποτε κατάσταση μοιάζει να συνδέεται με πιθανή επανεμφάνιση της «κακιάς» μάνας.
Ο αψεγάδιαστος ερώμενος
Σε όλα τα επαναληπτικά σενάρια των ερώτων αυτού του ανθρώπου, θα υπάρχει ένα κοινό σημείο: δεν θα ξέρει να διαχειριστεί τις συγκρούσεις, τα όρια και τη διαφοροποίησή του από το άλλο πρόσωπο· όποτε θα τίθεται θέμα ορίων, θα διαλύεται από το άγχος λόγω αναταράξεων στη Σκιά του, καθώς θα τείνουν να εκδηλωθούν συναισθήματα για την «κακιά» μάνα.
Θα θέλει να αναβάλλει το τέλος με κάθε τρόπο. Θα αναπτύξει τεράστια προσαρμοστικότητα. Θα υποχωρεί και θα κρύβει μέσα του οποιαδήποτε συναισθήματα που ίσως «θίγουν» τον Άλλον, ενώ παράλληλα θα εξωραΐζει μέσα του όσο γίνεται την εικόνα του Άλλου, διατηρώντας την άσπιλη από τον παραμικρό λεκέ· αστοχίες του Άλλου ή δείγματα της θνητής και μη θεϊκής του υπόστασης, θα υποβαθμίζονται.
Κι έτσι, θα σωρεύει μέσα του θυμό, ο οποίος μπορεί κατά καιρούς να εκρήγνυται θεαματικά. Υπάρχει περίπτωση, στο τέλος του έρωτα, ο Άλλος να βιώνεται ως ένοχος εσχάτης προδοσίας, αφού αλλάζει και προδίδει, όπως η μάνα που δεν είναι μόνο «καλή».
Ο ερωτευμένος, μπροστά σε μια τέτοια «προδοσία»:άλλοτε αυτοθυματοποιείται και γίνεται χειριστικός, προσπαθώντας να γεμίσει ενοχές τον Άλλον, καιάλλοτε ξεσπά με θυμό, που κάποιες φορές μετατρέπεται και σε τυφλή οργή (μέχρι φόνου), σμπαραλιάζοντας τα πάντα τριγύρω· ωστόσο, δεν είναι διόλου απίθανο η οργή αυτή να στραφεί αυτοκαταστροφικά στον ίδιο και όχι στον Άλλον, ο οποίος αποχωρεί ή απλώς διαφοροποιείται.
Ο μονίμως ακατάλληλος ερώμενος
Δεν αποκλείεται αυτή η έσω σχάση του ερωτευμένου να προβληθεί στον Άλλον, από την αντίθετη μεριά της πόλωσης. Σε μια τέτοια περίπτωση, ό,τι και αν κάνει ο Άλλος, είναι σαν να το κάνει η «κακιά» μάνα· κάθε πράξη του Άλλου εκλαμβάνεται από τονερωτευμένο προκλητικά ως κάτι απαράδεκτο, κακό, λάθος, άστοχο, προσβλητικό, με ύπουλες προθέσεις.
Στις ερωτήσεις «Μα τι σόι έρωτας είναι αυτός; Πού είναι η χαρακτηριστική στον έρωτα εξιδανίκευση του Άλλου, όταν αυτός κουρελιάζεται έτσι;», η απάντηση είναι ότι η εξιδανίκευση υπάρχει μεν, αλλά υπάρχει στην προσδοκία της εμφάνισης της «καλής» μάνας.
Εδώ, ο ερωτευμένος χρησιμοποιεί τον έρωτα για να επιτίθεται ανελέητα στην «κακιά» μάνα που βλέπει στον Άλλον (κάτι που δεν μπορούσε να κάνει ως παιδί και γι’ αυτό το απέκλεισε στη Σκιά του).
Ταυτόχρονα, προσδοκά απεγνωσμένα να παραμείνει ο Άλλος «καλός»· να δείχνει διαρκώς ανοχή, παρά τις επιθέσεις που υφίσταται, και να έχει ανοιχτή την αγκαλιά του.
Με αυτόν τον τρόπο, προσκαλείται επαναλαμβανόμενα από το παρελθόν η φιγούρα της «καλής» μάνας, για να φορεθεί στο πρόσωπο του Άλλου (μια έκκληση, η ανάγκη της οποίας επίσης παρέμεινε εντός Σκιάς).
Ο ερωτευμένος εξαρτάται πάρα πολύ από την εξειδανίκευση την οποία αναμένει να επέλθει· ωστόσο, φουντώνει με το παραμικρό στο παρόν, κάνει το καθετί για να προκαλεί τον Άλλον, να δοκιμάζει τις αντοχές του – ή, μάλλον, για να δοκιμάζει τις αντοχές της «καλής» μάνας, της οποίας την εμφάνιση αναμένει και διαρκώς προσκαλεί, επιτιθέμενος στην «κακιά» μάνα.
Όμως, όσο και αν ο Άλλος δείχνει ιώβεια υπομονή, η βαθιά και μη συνειδητή σχάση στα Σκιώδη έγκατα του ερωτευμένου μας, δεν γιατρεύεται – απλούστατα, γιατί δεν αναφέρεται στο τώρα του έρωτά του αλλά στο μακρινό τότε του παλιού του τραύματος.
Ο έρωτας δεν είναι κάτι μεταφυσικά δεδομένο
Κι έτσι, σύμφωνα μα ό,τι προηγήθηκε, υπάρχει περίπτωση διαδοχικοί έρωτες να «θυσιάζονται», ποικιλοτρόπως και επανειλημμένως, στον βωμό ευρύτερων δυσλειτουργικών διαδικασιών του μακρινού παρελθόντος, τις οποίες μάταια προσπαθούμε να διορθώσουμε στο παρόν.
Ο έρωτας είναι σαφώς μια μεγαλειώδης εμπειρία υπέρβασης των ατομικών ορίων της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ταυτοχρόνως, ωστόσο, δεν παύει να είναι και ένα φαινόμενο το οποίο, ακριβώς επειδή παράγεται στα έσαχατα βάθη μας, μπορεί να φέρει ανάγλυφα σημάδια τραυμάτων και «μισοτελειωμένων υποθέσεων» του παρελθόντος και του παρόντος μας.
Ας προσέχουμε, να μη θεωρούμε τον έρωτα ως κάτι αμόλυντο, δεδομένο και μεταφυσικό, το οποίο απλώς πέφτει από τον ουρανό.
Και βέβαια, ανεξάρτητα από τη μανιακή φάση των ερώτων μας, ας προσέχουμε να μη θεωρούμε ούτε τον εαυτό μας δεδομένο. Ιδιαίτερα στις καταναλωτικές μας μέρες των εύκολων λύσεων και των συμβουλών/οδηγιών τύπου manual, μέσω των οποίων απλώς μαθαίνουμε να εθελοτυφλούμε στα Σκιώδη μας γρανάζια.
Κι αυτό, γιατί, όπως και να το κάνουμε, η Σκιά μας συμμετέχει επίσης, μεταξύ τόσων και τόσων άλλων παραγόντων, στην παραγωγή της μαγείας του έρωτα.
Οπότε, ναι, ασφαλώς και να γευόμαστε τον έρωτα, παραδομένοι και μαγεμένοι μεν, αλλά επίσης έστω ελάχιστα υποψιασμένοι για εμάς τους ίδιους και για τη δική μας συμμετοχή στις σεναριακές γραμμές των ερώτων μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου