«Βασικό εργαλείο για την διαχείριση της πραγματικότητας, είναι ο χειρισμός των λέξεων. Αν μπορείς να ελέγξεις το νόημα των λέξεων, μπορείς να ελέγξεις και τους ανθρώπους που χρησιμοποιούν τις λέξεις…» -Φίλιπ Κ. Ντικ
Η Λογο-τεχνία του Escapism.
Πιστεύω ότι πρέπει να αποδράσουμε από την κοινώς επιβαλλόμενη δεδομένη πραγματικότητα της καθημερινότητάς μας.
Η «Καθημερινή Πραγματικότητα», στην οποία είμαστε παγιδευμένοι –και από την οποία κάποιοι από εμάς θέλουν να αποδράσουν– καθορίζεται από την ίδια της την αντίληψη στην συνείδησή μας.
Κατ’ αρχάς, ορίζεται από την ίδια την έννοια του γραμμικού χρόνου: δέσμες χρόνου που διαδέχονται γραμμικά η μία την άλλη, ημέρα μετά την ημέρα, κάθε ημέρα, σε μία «καθημερινότητα».
Αυτή η περίπου αόριστη διαδοχική γραμμική ροή χρόνου, την οποία βιώνει ο καθένας προσωπικά, «καθ-ημερινά», συνδέεται άμεσα με το λεγόμενο «βιολογικό ρολόι» μας.
Πρόκειται για τον «Κιρκαδιακό Ρυθμό».
Ο «Κιρκαδιακός Ρυθμός» στον οργανισμό μας ρυθμίζεται από το «Κωνάριο», την Επίφυση. (Ο Ντεκάρτ έλεγε ότι η Eπίφυση είναι «ο θρόνος της ψυχής». Πρόκειται για το περιβόητο «Τρίτο Μάτι»). Η Επίφυση περιέχει Μελατονίνη, διότι εμφανίζει μία δράση στα μελανινοφόρα κύτταρα, με άμεσο προϊόν την Σεροτονίνη (μια ουσία που έχει ειπωθεί ότι είναι το ένζυμο της «Φώτισης»/Illumination). Σε ποντίκια, όπως έχουν δείξει τα πειράματα, η Μελατονίνη και η Σεροτονίνη εμφανίζουν ημερονύκτιες διακυμάνσεις ακριβώς αντίθετου χαρακτήρα.
Το Κωνάριο ρυθμίζει τον «Κιρκαδιακό Ρυθμό».
Πολλές λειτουργίες του οργανισμού μας, σε επίπεδο κυτταρικό αλλά και γενικότερα, υπακούνε σε έναν 24ωρο ρυθμό. Η λέξη «Κιρκαδιακός» προέρχεται από το λατινικό «Circa Die», που σημαίνει «Περίπου Ημέρα» πρόκειται για τον ρυθμό της «καθ-ημερινότητας», αυτής της περίπου αόριστης διαδοχικής γραμμικής ροής χρόνου σε δέσμες. Επιπλέον, υπάρχει ο «Ουλτραδιακός Ρυθμός» (ο Ultra Die ρυθμός, δηλαδή πάνω από μία ημέρα) – αλλά και ο «Ινφραδιακός Ρυθμός» (o Infra Die ρυθμός, δηλαδή κάτω από μία μέρα).
Αυτά είναι τα λεγόμενα «βιολογικά ρολόγια», όπως για παράδειγμα η εναλλαγή του ύπνου και της εγρήγορσης, ή τα επίπεδα της γλυκόζης του αίματος που μεταβάλλονται κατά την διάρκεια της ημέρας, όλα αυτά και πολλά άλλα, ακολουθούν τον Κιρκαδιακό Ρυθμό, και συντονίζονται με το κοσμικό ρολόι, με τους ρυθμούς του Σύμπαντος –και με την λεγόμενη «Συχνότητα Σούμαν», των ηλεκτρομαγνητικών ταλαντώσεων της άνω ατμόσφαιρας της Γης, 7,2 Hz, αλλά η σκοπιμότητα του ρυθμού αυτού δεν έχει βρεθεί ακόμη. Γνωρίζουμε ότι επίσης επηρεάζεται από τα 2 Hz που στέλνει η Σελήνη, αλλά και από την ηλιακή ακτινοβολία.
Το Κωνάριο (η Επίφυση, το «Τρίτο Μάτι»), είναι αναπτυγμένο στα παιδιά, αλλά υποστρέφεται πριν την εφηβεία και είναι πλέον ατροφικό στους ενήλικες. Κανείς δεν ξέρει τι θα γινόταν αν δεν υποστρεφόταν το Κωνάριο πριν την εφηβεία. Σχεδόν κανείς δεν γνωρίζει τις προεκτάσεις που έχει στην λειτουργία της αντίληψης ο «Κιρκαδιακός Ρυθμός». Δηλαδή, σχεδόν κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς συμβαίνει όταν με κάποιον τρόπο απορρυθμίζεται τελείως αυτός ο ρυθμός.
Η «Πραγματικότητα», είναι μια έννοια που προέρχεται από το «Πράγμα».
Το «Πράγμα» είναι το προϊόν της «Πράξης». (Όπως το «Πνεύμα» είναι το προϊόν της «Πνοής», και το «Φάντασμα» είναι το προϊόν της «Φαντασίας»). Η «Πραγματικότητα» είναι η παρούσα «Κατάσταση των Πραγμάτων». Δηλαδή, η κατάσταση που έχει εδραιωθεί από τα προϊόντα των πράξεων μας, από τα αποτελέσματα των πράξεών μας, από τα «Πράγματα». Η Πραγματικότητα, καθορίζεται από τις πράξεις μας και τα πράγματά τους, μέσω αλυσιδωτών αντιδράσεων που δημιουργούν το δίκτυο της δεδομένης κατάστασης. Αυτή είναι η αληθινή έννοια της «Πρακτικότητας».
Η Πραγματικότητα δεν είναι σταθερή, η Κατάσταση των Πραγμάτων δεν είναι σταθερή και πάγια (όπως κάποιοι θέλουν να μας κάνουν να πιστεύουμε), αλλά υπόκειται σε συνεχή ροή (εξαιτίας των συνεχών αλυσιδωτών αντιδράσεων των πράξεων και των πραγμάτων που επιφέρουν), κι έτσι η Πραγματικότητα δεν είναι πάγια και απόλυτη, αλλά σχετική και δυναμικά ρευστή.
Οι συνεχείς αλυσιδωτές αντιδράσεις των πράξεων και των πραγμάτων τους (που καθορίζουν την κατάσταση των πραγμάτων, την Πραγματικότητα), με τις διασυνδέσεις και τις αλληλεπιδράσεις τους δημιουργούν ένα δίκτυο. Αυτό το δίκτυο σκιαγραφεί την κατάσταση των πραγμάτων, την Πραγματικότητα.
Η Πραγματικότητα είναι ένα δίκτυο.
(Ένα Matrix…)
To δίκτυο των πραγμάτων και των διαπλεκόμενων καταστάσεων τους. Βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι στην Πραγματικότητα, διότι βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι σε αυτό το Δίκτυο.
Η λέξη «Δίκτυο» σημαίνει δίχτυ, είμαστε «πιασμένοι» σε αυτό το δίχτυ. Είναι ένας «ιστός». Είμαστε παγιδευμένοι σε αυτό τον ιστό της αράχνης, (και, άραγε, ποια είναι αυτή η αράχνη που πλέκει αυτόν τον ιστό, μέσα στα κουκούλια της οποίας είμαστε περιπλεγμένοι και παγιδευμένοι;) Ο Ιστός αυτός είναι Χωροχρονικός. Προδιαγράφεται συνεχώς από την κατάσταση των πραγμάτων, στον χώρο -στον οποίον βρισκόμαστε καθημερινά, περιπλεγμένοι μέσα στον ιστό και στον χρόνο -τον οποίο διανύουμε μέσα στον ιστό. Παρ’ όλο που στον χρόνο βιώνουμε την κατάσταση στον ιστό στην τοπική μας πραγματικότητα, όσον αφορά στον χώρο πρόκειται για έναν παγκόσμιο ιστό. (Αυτός είναι το πραγματικό World Wide Web – www…)
Μέσα στην πραγματικότητα της χρονικής διαδοχής των πλέξεων του ιστού αυτού, βιώνουμε αντιληπτικά την κατάσταση που αποκαλούμε «καθ-ημερινότητα», (και είμαστε βιολογικά ρυθμισμένοι και συντονισμένοι σε αυτήν, Circa Diem). Αυτή είναι η περιβόητη «Ρουτίνα»…
Η λέξη «ρουτίνα» προέρχεται από την γαλλική λέξη «routine», που κυριολεκτικά σημαίνει «πολυσύχναστος δρόμος» (και μεταφορικά χρησιμοποιείται με την σημασία της «πράξης μηχανικά επαναλαμβανόμενης»). Είναι η «συμ-βατική» Λεωφόρος της επιβαλλόμενης συναινετικής πραγματικότητας (και συμ-βατότητας). (Παραπέμπω τον αναγνώστη στην μελέτη της ατάκας του Πυθαγόρα: «Λεωφόρους Μη Βαδίζειν»).
Στον χώρο: Είναι φανερή, επίσης, η σχέση της λέξης «routine», με την αγγλική λέξη «route» που σημαίνει «διαδρομή» και «χαραγμένος μεγάλος δρόμος».
Στον χρόνο: Επίσης, η ρουτίνα (ως πράξη μηχανικά επαναλαμβανόμενη) είναι ένα «Loop» (μία «λούπα»), ένας «βρόγχος». Πρόκειται για μία κυκλική επανάληψη (Circa Diem) μέσα στην οποία είμαστε παρασυρμένοι, σε τροχιά. Μία δίνη.
Συμβαδίζουμε μαζί με τους άλλους κατάδικους συνανθρώπους μας σε αυτήν την διαδρομή, σε αυτήν τη συμβατική οδό, στη συμβατική πραγματικότητα (όπου όλα συμ-βαίνουν, βαδίζουν μαζί, αυτά είναι τα πραγματικά «συμβάντα»), υπό την συμφωνημένη/επιβαλλόμενη κατάσταση των πραγμάτων: την συναινετική πραγματικότητα. Την κατάσταση των πραγμάτων στην οποία έχουμε συναινέσει ώστε να υφίσταται.
Στον χώρο: Συγχωρούμε. Η αρχική σημασία της λέξης «Συγχωρώ» (Συν-χωρώ –βλέπε και παρα-χωρώ, προ-χωρώ, ανα-χωρώ) είναι: «προχωρώ προς το ίδιο μέρος», «συγκλίνω με κάποιον», «συναντώ». Η αρχαϊκή σημασία της λέξης είναι «συναινώ στις απόψεις κάποιου, συμφωνώ» ή «υποχωρώ, παραδέχομαι, ενδίδω».
Η αρχική σημασία της λέξης «Συγχώρηση», είναι «συναίνεση, παραχώρηση, συγκατάθεση». Ετυμολογικά, το «Συγχωρώ», εννοεί ότι «χωρώ» κάπου (συν) μαζί με κάποιον/κάποιους άλλον/άλλους. Συναινούμε στην συμβατική κατάσταση των πραγμάτων, Συμβαδίζουμε, Συμβαίνουμε (στην routine, στον πολυσύχναστο δρόμο, στην συμβατική διαδρομή/άποψη), (στην Συνδρομή, στην Σύνοδο), συμβιώνουμε στην συναινετική πραγματικότητα. (Και στην Κοινή Λογική, στην Κοινή Γνώμη, στον «Κοινό Κόσμο»). Συγχωρούμε. Αυτό είναι αυτό που συμβαίνει στον κόσμο.
Στον χρόνο: Και είμαστε Σύγχρονοι (συν-χρονοι). Συγχρονισμένοι, συντονισμένοι στον ίδιο χρόνο. Ζούμε στην Σύγχρονη Πραγματικότητα, στην σύγχρονη καθημερινότητα, στην σύγχρονη εποχή. (Η λέξη «εποχή» σημαίνει παρεμπόδιση, διακοπή, ανάσχεση, σταμάτημα –εν προκειμένω, του χρόνου). Αυτός είναι και ο συγχρονισμός (ενίοτε και ο εκσυγχρονισμός), αλλά και η καθημερινή Συγχρονικότητα (όπου όλα, μέσα στην κατάσταση των πραγμάτων, συμπίπτουν απόλυτα –είναι δηλαδή συμπτώσεις, πέφτουν μαζί). Συγχρονούμε.
Ζούμε συμβατικά στην συναινετική πραγματικότητα, στην σύγχρονη καθημερινότητα, στην ρουτίνα, στον «Κοινό Κόσμο», στην εποχή, στην επιβαλλόμενη κατάσταση των πραγμάτων. Περι-ορισμένοι στο δίκτυο της καθημερινής πραγματικότητας…
Πώς μπορούμε να αποδράσουμε από την Καθημερινή Πραγματικότητα;
Καταδυόμενοι στις λέξεις και τις έννοιες που την περιγράφουν και την καθορίζουν, μέσω μιας νέας κατανόησης της κατάστασης, γίνεται πολύ ξεκάθαρο πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό: κάνοντας τα αντίθετα από αυτά που ορίζουν οι ίδιες οι λέξεις που την περιγράφουν
Να πάψουμε να συμβαδίζουμε με τους άλλους, με την αντίληψη των άλλων.
Να «μην βαδίζουμε στις λεωφόρους» (Κατά το παράγγελμα του Πυθαγόρα, «Λεωφόρους Μη Βαδίζειν»…)
Να αποσυνδεθούμε από την Κοινή Γνώμη, και να αποκτήσουμε ίδια γνώμη, ιδιωτική γνώμη. Αυτό επιτυγχάνεται εύκολα αν, για αρχή, αποσύρουμε την αντιληπτική μας εστίαση από όλα τα «μέσα διαμόρφωσης της κοινής γνώμης».
Να αποσύρουμε την συναίνεση μας, την σιωπηλή συμφωνία μας με την συναινετική πραγματικότητα. Ιδεολογικά.
Να απορυθμίσουμε τον Κιρκαδιακό Ρυθμό, τον ρυθμό της καθ-ημερινότητας, να ρυθμίσουμε αλλιώς τα βιολογικά μας ρολόγια, (αλλά και να αυξήσουμε τα επίπεδα της Εντεροτοξίνη μας). Να λάβουμε άλλες συχνότητες.
Να πάψουμε να είμαστε συντονισμένοι, να διακόψουμε τον υπνωτιστικό Συντονισμό μας με το πλήθος. Να αποσυντονίσουμε τους αυτοματισμούς μας, τις αυτοματικές μας συνήθειες, που είναι ίδιες με όλων των άλλων. Να αποσυντονιστούμε από την «Συχνότητα» (κάτι που γίνεται συχνά, συνεχώς) του Κοινού Κόσμου. Να ενισχύσουμε τον αποσυντονισμό, να εστιαστούμε σε πολλά διαφορετικά πράγματα ταυτόχρονα.
Να σταματήσουμε την Ρουτίνα, όλες τις καθημερινές μηχανικά επαναλαμβανόμενες πράξεις, να πάψουμε να είμαστε προβλέψιμοι, να κάνουμε πράγματα ασυνήθιστα, απρόβλεπτα, ιδιαίτερα. Να ξεφύγουμε από την Δίνη.
Να πάψουμε να είμαστε Σύγχρονοι. Να μην συγχρονιζόμαστε με την καθημερινή κοινωνία, να αναχρονιστούμε, και να γίνουμε διαχρονικοί. Να εξαιρέσουμε τον εαυτό μας από την Εποχή. (Αυτό, για αρχή, μπορούμε να το επιτύχουμε με ένα κόλπο, με το να απεστιαστούμε από την σύγχρονη εποχή, από την σύγχρονη οπτική των πραγμάτων, καταδυόμενοι στο παρελθόν και στο μέλλον).
Να πρωτοτυπήσουμε, και να πρωτοπορήσουμε. Να διαφύγουμε από τον κεντρικό έλεγχο (από το Main Stream), να γίνουμε φυγόκεντροι, εκκεντρικοί. Να κινηθούμε προς το περι-θώριο των Πραγ-μάτων (Underground), να απο-γειωθούμε (να πάψουμε να είμαστε γειωμένοι) σε μία Περι-πέτεια, στις άκρες των ορίων (Fringe). Να διευρύνουμε έτσι τους ορίζοντές μας.
Να ατενίσουμε την προέκταση της πραγματικότητας, τις προεκτάσεις της κατάστασης των πραγμάτων. Να αντι-ταχθούμε στο Κατεστημένο…
Να μην δίνουμε τόσο μεγάλη σημασία στα Συμβάντα (σε αυτά που συμ-βαίνουν), στα Περι-στατικά. Να μην οριζόμαστε (και περι-οριζόμαστε) από τις Περι-στάσεις.
Να αλλάξουμε Στάση. (Στον χώρο, στον χρόνο, στον νου).
Κι έτσι, όσο μπορούμε, να αλλάξουμε τον εαυτό μας: αυτή είναι η λεγόμενη Ανάσταση… Κι επειδή, αλλάξαμε Στάση, (πάψαμε να είμαστε παγιωμένοι, στατικοί, στημένοι, κατεστημένοι), αποκτήσαμε ροή, ρευστότητα, «βγήκαμε από το σώμα μας» (με μία Έκσταση, έξω-στάση), κι έτσι αλλάξαμε τον εαυτό μας (γίναμε High, με ανώτερη πλέον Εποπτεία, με ανωτερότητα, παρατηρώντας εξ άνωθεν) επιτυγχάνοντας έτσι την Ανάσταση, και τελικά επιστρέφοντας πίσω στην Στάση μας (αφού αποκτήσαμε Ανάστημα –το προϊόν της Ανάστασης), ανανεωμένοι και αλλαγμένοι, με αληθινό εαυτό πλέον, καταλήγουμε σε μια Επανάσταση.
Η Επανάσταση αυτή μάς οδηγεί έξω από την δεδομένη επιβαλλόμενη καθημερινή Κατά-σταση των Πραγμάτων, έξω από το δίκτυο, έξω από το Matrix…
Η Πραγματικότητα, η Κατά-σταση των Πραγμάτων, δεν είναι στ’ αλήθεια στατική και πάγια, αλλά παρουσιάζεται ως στατική και πάγια, επειδή η αντίληψη για την Κατά-σταση των Πραγμάτων έχει διαμορφωθεί και εγκαθιδρυθεί από το Κατεστημένο.
Το Κατ-εστημένο (κατά-στημένο και η κατά-σταση) (Establish-ment)είναι αυτό που έχει κατασταθεί, καταστηθεί, στηθεί.
Είναι η Εγκατάσταση (In-stall-ation), κάτι που έχει εγκατασταθεί, ως οργανωμένη κατασκευή μέσα στην κατάσταση, (από το εγκαθιστώ, από το αρχαϊκό εγκαθίστημι, που σημαίνει «τοποθετώ, θέτω, ορίζω»).
Η έννοια της Κατάστασης συνδέθηκε με την έννοια του σταθερού, του αμετάβλητου και του αμετάθετου. Το Εν-καταστημένο –εγκατεστημένο– είναι αυτό που έχει περιέλθει εντός της κατάστασης, που έχει αφομοιωθεί από αυτήν και εξομοιωθεί με αυτήν, σταθερά, είναι αυτό που πλέον ορίζει την κατάσταση ή την καθορίζει.
Το Κατεστημένο είναι το «κατάστημα» (το λεγόμενο και μαγαζί) – έννοια που, ενώ στην αρχική σημασία της σήμαινε την «προσωρινή κατάσταση» και τον «καιρό», πλέον σημαίνει «εμπορικός ή διοικητικός οίκος» (εξ απόδοσης του γαλλικού «etablissement» που αγγλιστί έγινε «establishment» –και γι’ αυτό άλλωστε συνδέεται στενά με το Ίδρυμα, το προϊόν της Ίδρυσης, δηλαδή το ιδρυμένο και εγκαθιδρυμένο, το In-Stitute, ινστιτούτο (εν-στημένο) –σχετικό και με το prostitute, πόρνη αλλά και πρόστυχος, όλα τους συγγενικά με την Προστασία…που σχετίζεται και με τους Επιστάτες και την Επιστασία, το Επιστητό –βλέπε και Επιστήμη, Επιστημονικό.)
Η περιβόητη λέξη Κατεστημένο, προέρχεται από το αρχαϊκό κατεστημένος, από το καθίσταμαι (βλ. καθιστώ), από το ίσταμαι (ίστημι) που σημαίνει «στέκομαι» (αλλά και ορθώνομαι, στήνομαι, και υπερασπίζομαι). Από το «ίσταμαι» (στέκομαι, στήνομαι, ορθώνομαι, τηρώ στάση, καταστέκομαι), προκύπτει ο «Ιστός» (Δίκτυο), το Σύστημα (και η Σύσταση –και η Συνιστώσα), το Κατεστημένο και το Κατάστημα, η Επιστήμη, η Κατάσταση (Καθ-ίσταση), αλλά και η Αντίσταση.
Ας δώσουμε πολύ ιδιαίτερη και λεπτομερή προσοχή στις λέξεις: Το «Κατεστημένο» είναι το Εγκατεστημένο και το Εγκαθιδρυμένο και Διαμορφωμένο, το Σταθερό και Στατικό, το Στημένο και το Επιστητό, η Επιστασία και η Προστασία, το Επισταμένο και το Επιστημονικό, το Εποπτικό και το Επιθετικό (που επιθέτει), το Ορθόστητο και το Ορθό και το Ορθολογιστικό, το Εγκάθετο και το Επιβαλλόμενο, το Συμβατικό και Συναινετικό, το Κριτικό (και η «κρίση» του) και το Επικριτικό και το Υποκριτικό, το Συστημένο και το Συστατικό, το Ίδρυμα και το Ινστιτούτο, το Ιστίο (της σημαίας) η Εστία και το Άστυ, η Παραμονή και η Επιμονή και η Μονή…
Είναι το Ορισμένο και Οριστικό και το Όρος, ο Πύργος και Κάστρο και η Πυραμίδα, το Καρφωμένο και Κλειδωμένο, το Στήριγμα και η Στήριξη και η Υποστήριξη, το Καθ-ιστικό και η «Καθ-ιστικία Τάξη» (εκ του καθ-ίσταμαι) και το Καθεστώς και το Καθισμένο και η Καρέκλα ή ο Θρόνος… Το Κράτος (το κρατούμενο και κραταιό) και οι Κραταιοί και οι Κρατούντες, το Συντηρημένο και Συντηρητικό, το Σύγχρονο και Εποχικό, το Πραγματιστικό (εκ της πραγμάτωσης) και Ρεαλιστικό και Καθημερινό, μα και το Πρόγραμμα και η Επιγραφή, το Καταστατικό και το Παραστατικό, το Προπαρασκευαστικό και το Κατασκευαστικό και το Κατάστημα, το Σύστημα και ο Ιστός. Η αμετάβλητη και επιβαλλόμενη Πρακτική (Τεχνική/Τεχνητή) Εγκατάσταση Επί της Κατάστασης των Πραγμάτων.
Όπως ίσως κατανοεί ο αναγνώστης, όλες οι παραπάνω λέξεις και οι έννοιες αυτές, έχουν συνοχή και μεγάλη σημα-σία, είναι συνεκτικές και πολύ σημαντικές, και γι’ αυτό πολύ εφαρμοσμένες και χρησιμοποιημένες… Συνδέονται μεταξύ τους απόλυτα! Μάλιστα, η συνοχή των παραπάνω λέξεων και εννοιών, συνθετικά, διηγείται όλη την ιστορία του πράγματος –της πραγματικότητας.
Το «Κατεστημένο» ως πολιτικός όρος, χρησιμοποιείται από το 1945, αποδίδοντας το βρετανικό Establishment –βλέπε και Καθεστώς. Άλλωστε, μετά τους δύο μεγάλους παγκόσμιους πολέμους εγκαθιδρύθηκε –και συντηρείται– η παρούσα κατάσταση των πραγμάτων στον κόσμο μας.
Ίσταμαι και καθίσταμαι, καταστήνω Καθεστώς, Κατεστημένο.
Αλλά υπάρχει και η Αντίσταση. Αντίσταμαι, ανθίσταμαι, κάνω Αντίσταση στο Καθεστώς (γίνομαι «στασιαστής», «επ-ανα-στάτης»), αντιστέκομαι στο Κατεστημένο, ενάντια στο Σύστημα. Ορθώνω το Ανάστημα μου και Αντίσταμαι στο Κατεστημένο Σύστημα. Κρατώ την στάση μου αντίθετη. Ενάντια στην Συστημένη Κατάσταση των Πραγμάτων. Δεν συναινώ, δεν συν-φωνώ, δεν συμβαδίζω – δεν συμβαίνω, δεν συγχωρώ, δεν συγχρονίζομαι, δεν παρίσταμαι, δεν υπο-στηρίζω, δεν περι-ορίζομαι, υπερ-βαίνω, αποδρώ… Οι λέξεις-κλειδιά της μεθοδολογίας του Κατεστημένου είναι: Κατάσταση, εγκατάσταση, συντήρηση, εποπτεία, έλεγχος, συνοχή, ορισμός, εξομοίωση, ασφάλεια, κατασκευή, ανάπτυξη, δικτύωση.
Η Γνώση είναι δύναμη.
Όποιος έχει την Εποπτεία, έχει την Γνώση, μπορεί να αποκτήσει τον Έλεγχο. Άλλωστε, η ίδια έννοια της λέξης «Εξουσία», υποδεικνύει κάποιον που κατέχει κάτι «εκ της ουσίας», το «ουσιαστικό», και το εφαρμόζει για να επιβάλλει τον έλεγχο και την ηγεσία του.
Το Κατεστημένο χρειάζεται Εποπτεία, Γνώση, Υποστήριξη, Προστασία και Επιστασία. Έχει ανάγκη τους ρόλους του Επόπτη, του Γνώστη, του Υποστηρίγματος, του Προστάτη, και του Επιστάτη. (Ο Επιστάτης είναι κομβικός ρόλος, μπορεί να είναι ο φροντιστής, ο επόπτης, ο υποστηρικτής, ο προστάτης, ο ελεγκτής, και να είναι και γνώστης). Όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς, αυτοί οι ρόλοι μπορούν να συνοψιστούν στην Επιστήμη.
Η Επιστασία του Κατεστημένου, η Προστασία του Συστήματος, η Φροντίδα της Εγκατάστασης, (η επίσταση, η πρόσταση και η περίσταση της κατάστασης, όλα τα σχετικά με όλα αυτά έχουν να κάνουν με την Στάση, με την Παράσταση και την Συμπαράσταση, είναι η «Επιστήμη».
Η έννοια της Επιστήμης, προκύπτει επίσης από το ίσταμαι, επ-ίσταμαι, Επιστητό (επί του στητού, του στημένου, κατεστημένο, καθεστώς –σύστημα, συστημένο, σύσταση), Επιστήμη, επιστασία. Ο Επιστήμονας είναι ο Επιστάτης, ο επί του Status, ή του στατικού, της στάσης (του Thesis, Θέσις), της Έδρας (Καθεστώς, κάθισμα), της επι-στασίας, της φροντίδας και εποπτείας και της υπο-στήριξης, του Κατεστημένου, του Συστήματος. Γι’ αυτούς τους λόγους, η «Κατεστημένη Επιστήμη», το «Επιστημονικό Κατεστημένο», είναι μια πολύ βαριά φράση και γεμάτη σημασία, κανείς δεν πρέπει να την προσπεράσει πριν την εννοιολογήσει διεξοδικά.
Επιτηδευμένα έχει ταυτιστεί το Επίσταμαι με το Γνωρίζω, δήθεν ετυμολογικά ή εννοιολογικά, μετατρέποντας την «Επιστήμη» σε Γνώση, και τον επιστήμονα σε γνώστη. Όμως, όπως είπαμε, το ίσταμαι, σημαίνει στέκομαι, ορθώνομαι, στήνομαι, υπερασπίζομαι. Από το Κατ-ίσταμαι, Καθίσταμαι, προκύπτει η Κατάσταση, το Κατεστημένο, το Καθεστώς –και από το Συν-ίσταμαι, το Σύστημα, κλπ. (Αν το Επίσταμαι σήμαινε «γνωρίζω», τότε το «ανθίσταμαι» θα σήμαινε αντιστέκομαι στην γνώση, το «παρίσταμαι» θα σήμαινε παραγνωρίζω, το «υφίσταμαι» θα σήμαινε είμαι κάτω από την γνώση, και το «προ-ίσταμαι» θα έκανε τον Προϊστάμενο να είναι κάποιος που βρίσκεται προ της γνώσης, εντολοδόχος της γνώσης ή προφήτης ή κάτι τέτοιο… Δεν σημαίνουν αυτά, βέβαια, αλλά ίσως βλέπετε ότι, κάποιοι, αυτά θα ήθελαν να σημαίνουν.)
Σε καμία περίπτωση το «επίσταμαι», που είναι η ρίζα της λέξης «επιστήμη», δεν σημαίνει «γνωρίζω». (Αναρωτηθείτε, γιατί αυτό που εννοούμε όταν λέμε «επιστήμη», να μην ονομάζεται π.χ. «Γνώση», ή έστω «Επίγνωση», και να ονομάζεται «Επιστήμη»;)
Το Επιστημονικό είναι το Επιστητό, το Status (το «Κύρος», των Κυρίων, των Αρχών, των Αρχ-όντων, των Επισήμων –τα «Επί-σήμα», το Επίσημο, το Σήμα, δηλ. το στημένο σημάδι, η πινακίδα, η επιγραφή, η «ταμπέλα», εξ ου και αρχαία το «Σήμα», ταφόπλακα, «μνήμα», τύμβος, νεκροταφείο), το Επιστατικό, η Επιστασία, το Στέρεο, το Καθιστάμενο και το Επιστάμενο, το Καθιστό και το Επιστητό, το Καθεστώς και η Επιστήμη του.
Η έννοια Επιστήμη από το Επίσταμαι, (που δεν σημαίνει Γνωρίζω), υποδηλώνει κάποιον που στέκεται ή ορθώνεται πάνω σε κάτι. Επίσης, θα μπορούσε (μεταφορικά) να υποδηλώνει κάποιον που σκύβει πάνω από κάτι για να το εποπτεύσει, να το φροντίσει, να το προστατεύσει. Θα μπορούσε και να σημαίνει ακριβώς αυτό που κάνει μία ομπρέλα. Επίσης, το «ίσταμαι» έχει καταλήξει να λαμβάνει την σημασία του «αξιώνομαι» (ορθώνομαι μέσα από την μάζα, «σηκώνω ανάστημα», διακρίνομαι, επι-βάλλομαι, είμαι επι-κεφαλής, είμαι ο ορθόστητος, ο όρθιος, είμαι «ορθός», «σωστός» –π.χ. παραδοσιακά, γι’ αυτό και φορώ το φανταχτερό ψηλό καπέλο του αξιωματικού, του ιερέα, του λόρδου, το ημίψηλο του «Κυρίου», για να ξεχωρίζω, να εξέχω/προεξέχω και έτσι να φαίνομαι υψηλότερος, «ανώτερος»), και έχει καταλήξει το «ίσταμαι» να λαμβάνει επίσης την σημασία του «είμαι ανώτερος».
Είναι ο «αξιωματικός», ο «αφ υψηλού», ο «αιρετός», o «κορυφαίος», o «άρχων», ο «Κύριος» (Lord)…. Το «Επί-ίσταμαι» τονίζει και υπερτονίζει ακριβώς αυτήν την έννοια, επιτηδευμένα, βεβαίως… Ενώ θα μπορούσε το «ίσταμαι» κλπ, να λαμβάνει απλά την σημασία του «αποκτώ αυτόνομη οντότητα», ή του «ορθώνομαι» φυσικά, ή να εννοεί την «στύση», ή τον Homo Erectus.
(Ίσως και εκ παράφρασης του «Στώμεν Καλώς, Στώμεν Μετά Φόβου» –βλ. την Πτώση των Αγγέλων στην Άβυσσο και το πρόσταγμα του Αρχάγγελου που την σταματά– διαβεβαίωση πλέον του «Κατεστημένου», «καταστώμεν καλώς και μετά φόβου», και εν προκειμένω του νέου Επιστημονικού Ιερατείου –ενώ ο κάθε επιστήμων γίνεται αγγελιαφόρος –άγγελος– της ύ-στατης Επιστήμης, για την ανόρθωση του ανθρώπου πάνω από τον θεό, κλπ, κλπ).
Η λέξη Επιστάτης έχει την ίδια ρίζα, όπως και η Επιστασία (π.χ. των παιδιών, ή ενός υποστατικού…) Αν εσύ έχεις υπόσταση, τότε υπάρχει και μία επίσταση, σ’ εσένα από κάποιον άλλον. Αυτή η επίσταση, που έχει την εποπτεία και την φροντίδα και το κάθισμα (το Καθεστώς, την Έδρα, το «στασίδι») είναι η Επιστήμη. Η αξιωματική φρουρά (Praetor) και εποπτεία, ο έλεγχος. Η Επιστήμη. Πρόκειται για την εξ άνωθεν και έξωθεν εποπτεία –την «αντι-κειμενική»– της κατάστασης των πραγμάτων, της Πραγματικότητας.
Για να αποδράσει κανείς από τον «Ιστό», να αποδράσει από την υπάρχουσα επιβαλλόμενη κατάσταση των πραγμάτων, από την καθημερινή πραγματικότητα, από το δίκτυο του συστήματος, από το Κατεστημένο, και από τον «Παντεπόπτη Οφθαλμό» (Panopticum, «Big Brother»), θα πρέπει αναπόφευκτα να αντιδράσει στην Επιστήμη. (αναζήτησε το άρθρο: Πανοπτικό σύστημα)
Ουσιαστικά και φιλοσοφικά υπάρχουν δύο Κόσμοι. Δύο Πραγματικότητες.
1. Ο «Κοινός Κόσμος»
Η Συναινετική Πραγματικότητα (Consensus Reality), ή Συμβατική Πραγματικότητα, ή Κατεστημένη Πραγματικότητα, ή Καθημερινή Πραγματικότητα, ή «Ο Πραγματικός Κόσμος», ή Συγκαταβατικότητα (ή συμφωνημένη πραγματικότητα ή συν-ωμοτική πραγματικότητα –αυτήν που έχουμε «ορκιστεί» μαζί να την τηρούμε), ή Σύμβαση (Συμβάν), ή «Κοινωνία» (από το «Κοινός Νους», δηλαδή η κατάσταση κατά την οποία νοούμε κοινά, δηλαδή αντιλαμβανόμαστε τα πάντα με τον ίδιο τρόπο, σκεφτόμαστε τα ίδια), ή «Κοινή Γνώμη» (και κοινή γνώση), των «Κοινών Θνητών» (σε αντίθεση με τους «αθάνατους» θεούς, –αλλά και βλέπε πχ το βρετανικό House of Commons, το «Κοινοβούλιο», υπό το House of Lords, την «Βουλή των Λόρδων», των «Κυρίων» – βλέπε τους «Res» –ανθρώπους-«Πράγματα»– της Ρώμης, και το Res-Publicae, το «δημόσιο/δήμο των Πραγμάτων», Republic, υπό την Σύγκλητο/όμοια κλήση, δηλ. την μεταλλαγμένη «Δημο-κρατία» –οι Αμερικανοί το γνωρίζουν αυτό, δεν είναι αντίφαση το Republicans και το Democrats των δύο αντίπαλων μεγάλων κομμάτων τους– βλέπε και το «common sense», ο «κοινός νους», sensus communis.
Π.χ. βλέπε και «Κομμουνισμός», Κοινωνισμός/Σοσιαλισμός, το «Κοινό» –όπως λέμε «το ευρύ κοινό»– στα θεάματα, ο «κοινός λαός» ή απλοϊκός ή «απλός λαός»/simple-minds, οι μη-αριστοκράτες ή μη-ευγενείς, οι αγενείς, raw/rude/peasants, οι «κοινές» γυναίκες/πόρνες/prostitutes/πρόστυχες, αλλά και ο κοινόχρηστος, τα κοινόχρηστα αλλά και τα «χρηστά ήθη», το «Συμβούλιο»/κοινή-βούληση, η Συμφωνία, το αρχαίο «κοινόν αγαθόν», η κοινωνία ως «κοινωφελές ίδρυμα», αλλά και η Κοινοπολιτεία/CommonWealth, η Κοινοπραξία ή Πρακτικότητα… Το κοινός είτε ως απλός και συν-ήθης/όμοιο ήθος και ευ-τελής/εύκολος, είτε ως δημόσιος, σύντροφος, σύμμαχος, σύμβιος, σύνεδρος, συνεργάτης, συνάνθρωπος, επίσης ο στοιχειώδης, element/elementary/parlementary/parliament, η κοινή εργασία ή «συνεργασία», ο «κοινός βίος», το Κοινόβιο, κ.ά. …) … ή Κοινοτοπία (ο «κοινός τόπος»), ή Κοινοτυπία (ο «κοινός τύπος») ή Συμβατότητα (Compatibility)…
….αλλά και ο «Υλισμός», ο «Ρεαλισμός», o «Ορθολογισμός» (όρος που αποδίδει το γερμανικό Rationalismus, κατασκευής 1852, δεν εννοεί την «Oρθοέπεια», τον ορθό χειρισμό του λόγου, αλλά τον ορθό λογισμό, και προϋποθέτει έναν διευθυντή/κριτή που θα διευθύνει/κρίνει την έννοια του ορθού στο κάθε τι, και θα κάνει μία κριτική/κρίση των λογισμών, δηλαδή μία «λογοκρισία», ή των συλλογισμών, δηλαδή ένα «Mind Control» –βλέπε και το Thought Police του έργου του G. Orwell 1984, την «αστυνομία σκέψης» και τα ThoughtCrimes, τα εγκλήματα σκέψης/λογισμών…
Ο «Κόσμος του Επιστητού», η «Συρροή» (Main Stream), ο Κατεστημένος Κόσμος ή το «Κατεστημένο», το «Σύστημα», η Επιστημονικότητα (και κυρίως ο «επιστημονισμός», κατά το ορθότερο, δηλαδή αυτού του είδους η σχολή σκέψης), η Αντικειμενική Πραγματικότητα ή Αντικειμενικότητα, ο εξωτερικός κόσμος ή ο αισθητός κόσμος, ο Φυσικός Κόσμος, ο «Μακρόκοσμος», η εξωτερική πραγματικότητα, η δεδομένη πραγματικότητα (ή δοτή πραγματικότητα ή κοινή δοξασία ή Δόγμα, «δογματισμός»), η κοινή πραγματικότητα, η «Κοινωνία», η κοινωνική πραγματικότητα. …Ο «Κοινός Κόσμος».
2. Ο «Ίδιος Κόσμος»
Η Προσωπικότητα σε αντίθεση με την Πραγματικότητα, ή «προσωπική πραγματικότητα» ή Ατομική Πραγματικότητα (Individual Reality), ή Υποκειμενική Πραγματικότητα (που εστιάζεται στο «υποκείμενο», στον άνθρωπο, όχι στο «αντικείμενο», στο «πράγμα»), ή Ιδιωτικός Κόσμος (τα «ιδιωτικά σύμπαντα», «κάθε άνθρωπος είναι ένα σύμπαν από μόνος του»), ή Ιδιωτικότητα (Idiocy ή Privacy ή Private Reality ή Private Universe), ο Ιδιαίτερος Κόσμος (σε αντίθεση με τον Έταιρο Κόσμο), ή Ιδιαιτερότητα (σε αντίθεση με την εταιρότητα και την εταιρεία), ή Ιδεατός Κόσμος, ή «Κόσμος των Ιδεών», ή Πνευματικότητα, ή Πνευματική Πραγματικότητα, ή Πνευματικός Κόσμος, ή Ψυχικός Κόσμος, ή «Ψυχολογική Πραγματικότητα», ή Συνειδησιακή Πραγματικότητα ή Συνειδητός Κόσμος, ή Εσωτερικός Κόσμος, ή Εσωτερικότητα (βλέπε και τον αυθεντικό «εσωτερισμό»), ή «Φαντασία» ή «Το Φανταστικό», ή Κόσμος του Φανταστικού (ενίοτε και Ονειρικός Κόσμος ή Κόσμος των Ονείρων),
…Η Ουτοπία (ο «ού-τόπος», ο τόπος που δεν υπάρχει εδώ –πλέον και το Cyberspace ή και Virtual Reality), ή Παραινετική Πραγματικότητα, ή Εναλλακτική Πραγματικότητα (Alternative Realities), ή Υπερβατικότητα, ή Υπερβατικός Κόσμος (δεν συμβαίνω, δεν συμβαδίζω, αλλά υπερβαίνω, προπορεύομαι της κοινής πορείας, πρωτοπορώ, σε ανώτερη πορεία, βαδίζω άνωθεν, Υπέρβαση, εις τους αιθέρες, «αιθερο-βάμων», Skywalker), ή Μεταφυσικός Κόσμος (ο όρος Μεταφυσικό εδώ χρησιμοποιείται όπως π.χ. το Μεταμοντέρνο, Postmodern: Postphysical, για να ορίσει το πεδίο της προέκτασης του φυσικού, που στην ουσία είναι το διανοητικό/πνευματικό πεδίο, εφόσον για το πεδίο του φυσικού υπάρχει κοινή εμπειρία αλλά για το πεδίο του μεταφυσικού υπάρχει προσωπική εμπειρία,
…δηλαδή η Μεταφυσική Πραγματικότητα εδώ είναι η προέκταση της κατάστασης των πραγμάτων στο πνευματικό πεδίο, το οποίο αποτελεί μια προέκταση της φύσης, που εκδηλώνεται με τον κάθε ένα από εμάς ξεχωριστά – εφόσον η Φύση και η «φυσική» της και ο αισθητός κόσμος για τον άνθρωπο δια των αισθήσεων είναι η «είδηση» –από το «οίδα», ξέρω, γνωρίζω, και κατανοώ, και η είδηση σημαίνει γνώρισμα, γνώση, πληροφορία, μήνυμα– που μπορεί να νοηθεί ως μία εκπομπή, την λήψη της οποίας κάνει το πνεύμα, και η είδηση προεκτείνεται/αυξάνεται δια της επεξεργασίας και των διασυνδέσεων και των νοημάτων και των εννοιών, και έτσι τελικά έχουμε την Συνείδηση, συν-είδηση. Και αυτό το «κάτι παραπάνω από την είδηση» που τελικά παρακολουθούμε με τον νου μας, με την παρέμβαση του πνεύματος, δεν είναι ο φυσικός κόσμος αλλά ο μεταφυσικός κόσμος, εν προκειμένω ο κόσμος των ιδεών…
–μια «ερμηνευτική» εσωτερική πραγματικότητα, μια εσωτερική/πνευματική κατάσταση των «πραγμάτων», εμπνευσμένη ή επηρεασμένη από την είδηση της εξωτερικής πραγματικότητας η οποία δεν θα υπήρχε για εμάς αν δεν την «συνειδητοποιούσαμε»: είδηση-συνείδηση-συνειδητο-ποιώ, δημιουργώ συνειδητότητα, δηλαδή σε μεγάλο βαθμό δημιουργώ την είδηση ο ίδιος ανάλογα με αυτό που ήδη είμαι και γνωρίζω –δεν «βλέπω» αληθινά τον ήλιο ως είδηση, αλλά έχω την συνείδηση του ήλιου, γνωρίζω μόνο την εμπειρία μου από τον ήλιο, ο ήλιος αυτός υφίσταται μεταφυσικά, σε μια εσωτερική ιδιαίτερη πραγματικότητα μου, στον κόσμο της συνείδησης… Tο πνεύμα βλέπει τον εαυτό του ως κόσμο, Είδωλο –και αυτό υποδεικνύει ότι το «αντικειμενικό» είναι ακόμη μία Επινόηση, εφόσον μόνο το «υποκειμενικό» μπορεί να υφίσταται και να αναγνωρίζεται από το υποκείμενο.
…αλλά και ο «Ιδεαλισμός», η Ιδιονία (σε αντίθεση με την «κοινωνία», εξ ου και η «διάνοια», όχι ο κοινός νους αλλά ο ίδιος νους), ο Υπερ-ρεαλισμός (Σουρεαλισμός, Surrealism) … το «Παράδοξο» (σε αντίθεση με την Κοινή Δόξα / Δοξασία / Doctrine / Δόγμα, μία εναλλακτική δοξασία, παράπλευρη, ένα σύνολο διαφορετικών πεποιθήσεων και διδασκαλιών από τις κοινές πεποιθήσεις και δόγματα, ένα Αντι-δόγμα, ένα Secret Doctrine, όχι η διδασκαλία/Ιστορία των κοινών ιδεών, αλλά μία Μυστική Ιστορία των Ιδεών),
ο Αντιλογισμός (όχι απαραίτητα ο αντίλογος, αλλά ο αντί του λογισμού ή του λογισμικού, του υπο-λογιστικού προγράμματος), ο «Μικρόκοσμος», ο Μαγικός Κόσμος (και μαγικός ρεαλισμός), το Underground (υπόγειο, «περιθώριο», Fringe, σε αντίθεση με το Main Stream, την Συρροή του «επιφανειακού» –όπου το κινούμενο πλήθος εννοείται ως κύριο «ρεύμα ποταμού»– ο «υποθάλπτων» κόσμος, «ενάντια στο ρεύμα» ή New Wave, η πραγματικότητα της Αντίστασης, ο Kόσμος του Εναλλακτικού, Alternative, μία Εναλλακτική Πραγματικότητα, Alternative Reality).
…Το «Individual» ή Individual Reality, (το «άτομο», όχι τομή, αυτό που δεν τομείται, το άτμητο, το αδιαίρετο, εν προκειμένω ο κάθε άνθρωπος ως ξεχωριστό πρόσωπο, σημασιολογικά από το γαλλικό Individu, –το «φυσικό πρόσωπο», σε αντίθεση με την κοινωνία/«ανθρωπότητα» και το κοινωνικό ή νομικό πρόσωπο– ο ατομικός/προσωπικός κόσμος, ο Άτομος –συγγενικό σημειολογικά με το Ατόφιος, Ατόφυος, δηλ. Αυτοφυής, αυτός που φύεται/φυτρώνει από μόνος του, «Ανεξάρτητος»… όπου το Ατόφιος λανθασμένα/επιτηδευμένα έχει ταυτιστεί με το Αυθεντικός/Γνήσιος, δηλ. «έγκυρος», με το «κύρος» του Κυρίου: Αυθεντικός είναι αυτός που ανήκει στον Αφέντη/Αυθέντη, στον Κύριο, δηλαδή ο Δούλος, και η έννοια του Ατόφυος/Αυτοφυής συνδέθηκε με την γεωργία, εν προκειμένω την ανεξάρτητη γεωργία εκτός Φέουδων, αλλά οι Φεουδάρχες αναγνώριζαν ως γνήσιο προϊόν –«αυθεντικό» του Αφέντη– μόνο την δική τους καλλιέργεια, την κατευθυνόμενη από αυτούς και υπό την προστασία/επιστασία τους, κι έτσι παράλλαξαν την γεωργική έννοια του ανεξάρτητου ταυτίζοντάς την με την γνησιότητα και την έγκριση του Αφέντη– κι έπειτα, κατά τον Διαφωτισμό, χρησιμοποιήθηκαν γεωργικές μεταφορές για την Παιδεία, και γι’ αυτό μέχρι σήμερα μιλάμε για τους «καλλιεργημένους» ανθρώπους, την καλλιέργεια, κλπ, που έτσι κι αλλιώς υποδηλώνει το «καλό έργο», το οποίο όμως για να είναι καλό πρέπει να είναι υπό έλεγχο και γνήσιο και υπό τον διδάσκαλο/αυθέντη/αφέντη –και προκύπτει και η νέα έννοια της «Αυθεντίας»– και όχι «Αυτοφυές», Ατόφιο, Άτομο, Individual, κλπ.
Ο Σωκράτης, (σ. t.p. ο Ηράκλειτος, πρώτος) που στο πολύ μακρινό παρελθόν τα είχε συνυπολογίσει όλα αυτά φιλοσοφικώς, εισήγαγε την έννοια της αυτοδιδασκαλίας, της «αυτοφυούς καλλιέργειας» θα λέγαμε, και δήλωνε «είμαι Αυτοδίδακτος», φτιάχνοντας μια νέα δική του λέξη/έννοια, δηλαδή κανείς δεν με δίδαξε αλλά εγώ δίδαξα τον εαυτό μου, δηλαδή «δεν έχω Αυθέντη, είμαι από μόνος μου Αυθεντία», δηλαδή «δεν ακολουθώ κάποιο Δόγμα, έχω δικές μου δοξασίες/διδασκαλίες», είμαι Ατόφιος, Αυτοφυής, δεν έχω ανάγκη έγκρισης/κύρους γνησιότητας –εισάγοντας έτσι την καλλιέργεια ως εργασία στον/με τον εαυτό, την λεγόμενη και Αυτογνωσία… Και έτσι, ο Σωκράτης –που εκτελέστηκε για τέτοιες απόψεις, κατηγορούμενος ότι εισάγει «καινά δαιμόνια» ή ότι ισχυρίζεται ότι έχει δικό του προσωπικό δαιμόνιο το οποίο ακολουθεί– υπήρξε ο εισηγητής του Individuality, του Individualism, του Ατομισμού, της διανοητικής Ανεξαρτησίας του Ατόμου).
Η Εξαιρετική Πραγματικότητα (δια της εξαιρέσεως, εκ της αιρέσεως), το Εκκεντρικό (εκείνο που εξαιρεί τον εαυτό του από το κέντρο, από το επίκεντρο του κόσμου, που διαφεύγει του κέντρου, το «φυγόκεντρο» –στην Αστρονομία, το Εκκεντρικός/Έκκεντρος χρησιμοποιείται για ουράνια σώματα με αποκλίνουσα ή ελλειπτική τροχιά– η Εκκεντρική Σκέψη σημαίνει την Αποκλίνουσα Σκέψη, σε αντίθεση με την Συγκλίνουσα/Σύγκλητο Σκέψη, που συγκλίνει με τη σκέψη των πολλών, της «κοινωνίας» που νοεί κοινά, δηλαδή την Σύσκεψη. Κι έτσι ο εκκεντρικός διανοητής είναι αυτός που δεν μετέχει σε συσκέψεις, συμβούλια, συγκλήτους/εκ-κλησ-ίες, συνέδρια, συλλογισμούς, και γενικά είναι έκκεντρος, δηλαδή δεν συμμετέχει στα Κέντρα των Αποφάσεων ούτε τα ακολουθεί –είναι αποκεντρωμένος και Άκυρος, δηλαδή δεν έχει «κύρος», δεν έχει Κύριο, Αυθέντη, δεν είναι «έγκυρος» ή «έγκριτος», δεν έχει έγκριση, δεν εγκρίθηκε από το Κυρίαρχο– και γενικά απέχει του εστιακού κέντρου της κατεστημένης πραγματικότητας, δηλαδή απέχει του Κατεστημένου, αποκλίνει από το Σύστημα, αλλά και από τις Συνήθειες, τα Συνήθη, δηλαδή τα κοινά ήθη, δηλαδή είναι Ασυνήθιστος, διακρίνεται από δικό του ήθος, ίδιον ήθος, είναι αυτοήθης, κατά το αυτοδίδακτος ή αυτοφυής πάλι, μη αποδεκτός κατά τις κοινωνικές αντιλήψεις, Απαράδεκτος, εκτός Παράδοσης, έξω από την δεδομένη πραγματικότητα, Εξωπραγματικός, Εξωτικός. …Ο «Ίδιος Κόσμος».
Λοιπόν, ουσιαστικά και φιλοσοφικά υπάρχουν αυτοί οι δύο Κόσμοι, αυτές οι Δύο Πραγματικότητες, ο «Κοινός Κόσμος» και ο «Ίδιος Κόσμος».
Αυτοί οι δύο κόσμοι δεν βρίσκονται απλά και μόνο σε αλληλεπίδραση ή αλληλεπιρροή, ή σε διάφορους συσχετισμούς και διαδραστικότητα (Interactivity), ή σε συνύπαρξη ή περιχώρηση ή συμμετρία, αλλά βρίσκονται σε διαμετρική αντίθεση και σε αντιπαράθεση. Οι δύο κόσμοι βρίσκονται σε Πόλεμο.
Στο σημείο αυτό, είναι σημαντικό να ξεκαθαριστεί ότι οι δύο αυτοί κόσμοι, οι δύο αυτές πραγματικότητες, δεν προκύπτουν στ’ αλήθεια από τον διαχωρισμό (ή την σύμπραξη, κατά κάποιους) σώματος/ψυχής ή ύλης/πνεύματος, ή εξωτερικής/εσωτερικής πραγματικότητας, ή φυσικού κόσμου/νοητικού κόσμου, ή οντολογίας/δεοντολογίας, ή φυσικού/μεταφυσικού, κ.ο.κ., διότι όλα τους αυτά είναι διαπιστώσεις που στην ουσία γίνονται εντός των πλαισίων του δεύτερου κόσμου (του «Ίδιου Κόσμου») στην προσπάθεια να εντοπιστεί η εξωτερική πίεση που ο ίδιος δέχεται ή η αντιπαράθεση ή και οι αιτίες της σύγκρουσης.
Άλλωστε, είναι χαρακτηριστικό ότι, το δεύτερο συνθετικό των παραπάνω «ζευγών» ή «πλευρών», δεν είναι αποδεκτό από τον πρώτο κόσμο, τον «Κοινό Κόσμο», που θεωρεί τον εαυτό του μοναδικό, ενώ το κάθε πρώτο συνθετικό από αυτά, είναι κατά κάποιον τρόπο αποδεκτό από τον δεύτερο κόσμο, τον «Ίδιο Κόσμο»…
Αν κρίνουμε από την υπάρχουσα κατάσταση των πραγμάτων, ο πρώτος κόσμος (ο «Κοινός Κόσμος») έχει επιβληθεί με τρόπους αδιαμφισβήτητους επί του δεύτερου κόσμου (του «Ίδιου Κόσμου»), δηλαδή φαίνεται ότι είναι ο νικητής της αντιπαράθεσης, και καθορίζει σχεδόν απόλυτα τους κανόνες της κατάστασης των πραγμάτων (αλλά ακόμη και τις έννοιές τους). Και ο δεύτερος κόσμος συνεχίζει τον πόλεμο υπό την μορφή Αντίστασης (μέσα στην Κατοχή), ενώ φυσικά η ιδεολογική αντιπαλότητα παραμένει…
Έτσι, η Καθημερινή Πραγματικότητα (παρ’ όλο που ενοικείται από τους ξενιστές/φορείς του δεύτερου κόσμου) καθορίζεται από τον πρώτο κόσμο. Η καθημερινή πραγματικότητα είναι η ίδια η πρώτη πραγματικότητα, δηλαδή είναι πλέον ταυτισμένη με την πραγματικότητα του πρώτου κόσμου.
Η Απόδραση από την Καθημερινή Πραγματικότητα, είναι, στην ουσία, δραστηριότητα (ή στόχος, ελπίδα) του δεύτερου κόσμου. Ο «Ίδιος Κόσμος» θέλει να αποδράσει από τον «Κοινό Κόσμο» και τις επιβολές του και την τυραννία του. (Εφόσον δεν μπορεί εύκολα να αντιστρέψει το αποτέλεσμα του πολέμου, άρα δηλαδή θέλει να δραπετεύσει από το στρατόπεδο Συγκέντρωσης –με τρόπους εκκεντρικούς, με σκοπούς εξωτικούς).
Στην κατάσταση που περιγράφηκε, ο γενικευτικός και απλουστευτικός διαχωρισμός «Πραγματικού»/«Μη-Πραγματικού», ας το πούμε έτσι, δεν υφίσταται. Πρόκειται για επιτηδευμένη λεπτομερή «σοφιστεία», ένα σόφισμα/ξεγέλασμα, των φορέων της ιδεολογίας του πρώτου κόσμου. Διότι, τελικά, περί αυτού πρόκειται (όσον αφορά τον κόσμο μας, και όχι απλά το πνεύμα μας), κατά βάθος πρόκειται περί δύο Ιδεολογιών. Στην ουσία μιλάμε για δύο ιδεολογίες, αντικρουόμενες ή συγκρουόμενες διαχρονικά, που θα μπορούσε κανείς –εξίσου γενικευτικά και απλουστευτικά– να τις ορίσει ως τον Υλισμό και τον Ιδεαλισμό. Ο Υλισμός έχει δώσει βάση στον «Κοινό Κόσμο», και ο Ιδεαλισμός έχει δώσει βάση στον «Ίδιο Κόσμο», ή τους έχουν αντίστοιχα επινοήσει, ιδεο-λογικά.
Το μεγάλο πρόβλημα στην κατανόηση αυτών των δύο «ρευμάτων», είναι ότι το καθένα δεν περιγράφει απλά και μόνο τον εαυτό του, αλλά περιγράφει και το άλλο. Και, όπως ίσως καταλαβαίνετε, η περιγραφή που το καθένα κάνει για το άλλο, είναι είτε επιτηδευμένη και διαστρεβλωμένη επίτηδες, είτε συγχυσμένη με τις ίδιες τις ιδέες του καθενός που επηρεάζουν καθοριστικότατα την περιγραφή του άλλου (ή ακόμη και την απόλυτη μη-αποδοχή του). Δηλαδή, οι ιδέες του καθενός υπάρχουν και μέσα στην περιγραφή του άλλου, από το καθένα… Οπότε, αναπόφευκτα και όπως πάλι ίσως καταλαβαίνετε, έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία, κατά την κατανόηση αυτών των δύο «ρευμάτων», όταν προσεγγίζουμε την όλη κατάσταση για να αντλήσουμε αρχική πληροφόρηση ή σημασιολογία και εννοιολογία (Λογοτεχνία, στην ουσία) και άρα πρώτη «διάγνωση» (δια της γνώσης), έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία ποια περιγραφή θα παρακολουθήσουμε για το Άλλο…
Για παράδειγμα: Άραγε, κατά την πρώτη κατανόησή μας (διάγνωση) θα παρακολουθήσουμε την περιγραφή που κάνει ο «Κοινός Κόσμος» για τον «Ίδιο Κόσμο»; …Αν ναι, τότε το πιθανότερο είναι ότι ο «Κοινός Κόσμος» θα μας συμπαρασύρει ιδεολογικά, δηλαδή θα μας συμπαρασύρει στην ίδια την δική του αντίληψη για την κατάσταση των πραγμάτων, την Πραγματικότητα. Στην ουσία, μία ιδεολογία θα μας περιγράψει με τον δικό της ιδεολογικό τρόπο την κατάσταση, θα μας μεταφυτεύσει τις δικές της ιδέες –βεβαίως, πάντοτε μέσα σε μία πολεμική αντιπαράθεση των ιδεών. (Δείτε το έτσι, εδώ στο παράδειγμα: στην ουσία, εκ της ουσίας, η εξουσία, θα μας οδηγήσει στην ίδια την αμφισβήτηση του εαυτού μας.)
Πώς περιγράφουν οι κοινές αντιλήψεις τις ιδιαίτερες αντιλήψεις;
Πώς περιγράφουν οι ιδιαίτερες αντιλήψεις τις κοινές αντιλήψεις;
Πώς περιγράφει το Κατε-στημένο την Αντί-σταση σε αυτό; Πώς περιγράφει η Αντίσταση το Κατεστημένο; (Και από πού προέρχεται η πληροφόρηση/ενημέρωσή σου –αλλά και η έμπνευσή σου– που καθορίζει την διάγνωσή σου και την γνώση σου;) Πώς περιγράφει ο «Κοινός Κόσμος» τον «Ίδιο Κόσμο» (αν τον αποδέχεται καν ως ξεχωριστή οντότητα); Και πώς περιγράφει ο «Ίδιος Κόσμος» τον «Κοινό Κόσμο»; Πώς περιγράφει η Ιδιότητα την Κοινότητα; Και πώς περιγράφει και κατανοεί/χρησιμοποιεί η Κοινότητα την Ιδιότητα;
Γνωρίζω πως ο αναγνώστης θα σκεφτεί την ίδια την σχετικότητα ή την υποκειμενικότητα που διέπει τα παραπάνω ερωτήματα και τις απαντήσεις τους. Θα πρέπει, όμως, ο αναγνώστης να αναλογιστεί ότι, η «υποκειμενικότητα» (σε αυτά τα σημαντικά ερωτήματα) που σκέφτεται αυτήν την στιγμή, η οποία καθοδηγεί το σκεπτικό του, είναι επινόηση ή συμπέρασμα ή ιδεολογικό εύρημα του ιδεολογικού ρεύματος που υποστηρίζει το «υποκειμενικό» έναντι τού (επιβεβλημένου, επινοημένου) «αντικειμενικού» –δηλαδή είναι ευρηματικό επιχείρημα του «Ίδιου Κόσμου».
Ποια είναι, λοιπόν, η αντικειμενική απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα περί περιγραφής και διάγνωσης; Σκεφτείτε το όσο θέλετε: δεν υφίσταται. Και οι δύο περιγραφές (για την διάγνωσή σας) θα είναι «υποκειμενικές», ή, αν προτιμάτε, προκατειλημμένες, προ-ιδεασμένες, «ιδεοληπτικές», ιδεο-λογικές.
Το πρόβλημα, βέβαια, όπως είπα, είναι ότι αυτή η «υποκειμενικότητα» που διαπιστώνετε, δεν ανήκει στην λογοτεχνία της πρώτης περιγραφής, αλλά ανήκει στην λογοτεχνία της δεύτερης, (αλλά και προέρχεται πρωτότυπα από αυτήν). Αυτήν την υποκειμενικότητα δεν την προσμετρά στην περιγραφή της η περιγραφή του «Κοινού Κόσμου» για τον εαυτό του ή για τον «Ίδιο Κόσμο», ενώ αντίθετα την υπερτονίζει στην περιγραφή της του «Κοινού Κόσμου» ο «Ίδιος Κόσμος», (επίσης αυτήν την υποκειμενικότητα την συμπεριλαμβάνει στην περιγραφή του εαυτού του, σε αντίθεση με την άλλη παράταξη που δεν την συμπεριλαμβάνει στην περιγραφή του εαυτού της).
Εδώ τώρα, έτσι, ίσως μόλις έχετε ήδη κάνει μία αληθινή διαπίστωση –με πάρα πολλές προεκτάσεις– που προέρχεται από ένα ιδεολογικό ρεύμα, που, στην διανόηση του, φαίνεται ότι αναζητά στ’ αλήθεια την Αλήθεια…
Τέλος πάντων, το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι ο «Ίδιος Κόσμος» (το Individual, το Άτομο, η Ιδιαιτερότητα) ζει δυστυχισμένα μέσα στον επιβαλλόμενο «Κοινό Κόσμο» (την Συναινετική Πραγματικότητα, Consensus Reality) του Επιστητού και του Κατεστημένου. Δυστυχεί και υποφέρει μέσα στην Καθημερινή Πραγματικότητα, γι’ αυτό και θέλει να αποδράσει από αυτήν…
Σ’ αυτό το σημείο, θυμάμαι κάτι που έγραψε ο Φίλιπ Κ. Ντικ:
«Σημαντικό κομμάτι κάθε δυστυχίας είναι, κατά κάποιον τρόπο, η σκιά της δυστυχίας ή το καθρέφτισμά της: το γεγονός ότι δεν υποφέρεις απλά, αλλά πρέπει να σκέφτεσαι το γεγονός ότι υποφέρεις. Δεν ζω απλά κάθε ατέλειωτη μέρα μέσα στην θλίψη, αλλά ζω κάθε μέρα σκεπτόμενος ότι ζω κάθε μέρα στην θλίψη… Σκέφτομαι ότι ίσως να μπορούμε να το αποφύγουμε αυτό, κι έτσι να αποφύγουμε ένα σημαντικό κομμάτι κάθε δυστυχίας.»
Σημαντικό κομμάτι της ισχύος και της μεγάλης επιρροής του «Κοινού Κόσμου» στο Άτομο, είναι η αντανακλαστικότητα της πραγματικότητας.
Την ισχύ του «Κοινού Κόσμου», της ισχύουσας πραγματικότητας, την αντανακλούν τα δέσμια από αυτήν άτομα μεταξύ τους, την αντανακλά το ένα άτομο πάνω στο άλλο. Και, με αυτόν τον τρόπο, την Επιβεβαιώνει. Δεν Βεβαιώνεται απλώς το άτομο για αυτήν, αλλά αυτή Επι-βεβαιώνεται από τους άλλους –εγκαθιδρύοντας έτσι την ισχύ της. Η ίδια η πραγματικότητα παρουσιάζεται να επιβεβαιώνει τον εαυτό της κατ’ αυτόν τον τρόπο –δηλ. τελικά να επαληθεύεται και να πραγματο-ποιείται. Δια της αντανάκλασης.
Αυτή η αντανάκλαση, αυτή η συνεχής επιβεβαίωση, που επιστρέφει στον εαυτό της σαν «ουροβόρος όφις» και συνεχώς τον επι-βεβαιώνει, καθιστά αντιληπτικά και ουσιαστικά την ισχύουσα πραγματικότητα ως ανυπέρβλητη, ως αδιέξοδη, ή ως ρουτίνα, ως αντιληπτικό Loop, ως «φαύλο κύκλο».
Υπάρχει ένα κόλπο που εφαρμόζουν οι δραπέτες, σε σχέση με όλο αυτό: Το άτομο, με την απομόνωση, διαφεύγει από την αντανακλαστικότητα της πραγματικότητας, δηλαδή με το να μην συγχρωτίζεται με το πλήθος, με το να μην έχει επαφές, ανακόπτει στην ουσία αυτήν την αντανακλαστικότητα της ισχύουσας πραγματικότητας, παύει αυτή να επιβεβαιώνεται από τους άλλους και: κανονικότατα χάνει την ισχύ της!… Αυτός είναι ο κύριος (μυστικός) λόγος για τον οποίο κάποιοι που θέλουν να ξεφύγουν από τον κόσμο και από το Σύστημά του, γίνονται «ερημίτες», δηλαδή πηγαίνουν στην «έρημο» όπου καμία αντανάκλαση δεν υπάρχει, καμία επιβεβαίωση, είναι μακριά από τους πολλούς ανθρώπους, κι έτσι η πραγματικότητα παύει να έχει ισχύ, ο «Κοινός Κόσμος» καταρρέει, κι έτσι διανοίγεται εμπρός τους το εσωτερικό σύμπαν…
Γι’ αυτό και αποκαλούνται «αναχωρητές», διότι έχουν αναχωρήσει από τον κοινό κόσμο, έχουν αποδράσει, έχουν διαφύγει ακριβώς από αυτήν την αντανακλαστικότητα της πραγματικότητας και από το πεδίο επιρροής της και ισχύος της.
Εδώ εισάγεται πλέον η εικόνα ενός ατόμου που δεν συντονίζεται στον Ρυθμό (ή στον Παλμό της Εποχής, ή στην Συχνότητα) της ισχύουσας πραγματικότητας, αλλά είναι Ιδιόρρυθμο, έχει δικό του ρυθμό, ξεχωριστό ρυθμό, Ιδιορρυθμία. Είναι το Ιδιόρρυθμο Άτομο. Ο Ιδιότροπος (που έχει δικό του τρόπο). Ο Εκκεντρικός. (Όλα αυτά, με την αληθινή τους έννοια, όχι την κοινώς αποδιδόμενη.)
Αυτή η αντανακλαστικότητα της πραγματικότητας, διαφαίνεται ότι δεν είναι απλά αντιληπτική ή συνειδησιακή, αλλά είναι και κατά κάποιον τρόπο ενεργειακή. Είναι σαν να υπάρχει ένα ενεργειακό πεδίο, ένα κανονικό πεδίο επιρροής, μέσα στο οποίο ο καθένας λειτουργεί ως ενισχυτής, ένα δίκτυο που αντανακλάται από τον καθένα στον καθένα που το συστήνει ως κατάσταση και του οποίου ο ίδιος αποτελεί τερματικόν αυτή άλλωστε ίσως είναι και η λεγόμενη συμβατότητα της συμβατικής πραγματικότητας του Consensus, του Matrix, ή ένα μορφογενετικό πεδίο.
Μέσα από όλα αυτά, ίσως φαίνεται ξεκάθαρα να ξεπροβάλλει η φιλοσοφία του Escapism, ενός «Αποδρατισμού»… Ένα κάλεσμα για Απόδραση από την Καθημερινή Πραγματικότητα, που περιέχεται στις ίδιες τις έννοιες που σκιαγραφούν την εννοιολογική τοπογραφία της δεδομένης κατάστασης των πραγμάτων, των προεκτάσεων της, και των αντιδράσεων που η ίδια δημιουργεί στο ίδιο το πνεύμα των εννοιών που καλείται να διαχειριστεί ο καθένας μας, που καθορίζουν τις αντιλήψεις μας, τις περιγραφές μας, την συνειδητότητά μας, τις ιδέες μας και την ιδεο-λογία μας, τις αναζητήσεις μας και τους προβληματισμούς μας επί της πραγματικότητας, μα και των διεξόδων πέρα από τα επιβαλλόμενα όρια της. (Πρόκειται για την πλήρη λεπτομερή περιγραφή του Matrix και της Αντίστασης σε αυτό.) Και όλα αυτά, είναι τα πρωταρχικά συνθετικά μιας Λογο-τεχνίας του Escapism.
Η αισθητική που χαρακτηρίζει τις μεγαλύτερες εμπνεύσεις αυτού του Escapism, αυτού του «αποδρατισμού» ή της Φιλοσοφίας –ή της Τέχνης της Απόδρασης, είναι η αισθητική του Εξωτισμού (Exotism).
Η αισθητική που εκπέμπει οτιδήποτε βρίσκεται Έξω από τα πλαίσια της δεδομένης καθημερινής ή κατεστημένης πραγματικότητας, Έξω από τα πλαίσια της επιβαλλόμενης περιοριστικής συναινετικής πραγματικότητας του «Κοινού Κόσμου», με τις προεκτάσεις πιθανών νέων εναλλακτικών πραγματικοτήτων και των εμπνεύσεων περί αυτών, σκιαγραφεί ή και χαρτογραφεί αυτόν τον Εξωτισμό.
Το Εξωτικό, είναι αυτό που στέκει Έξω από τον κόσμο όπως τον έχουμε συνηθίσει, έξω από την οικεία μας καθημερινή τοπική –στον χώρο και στον χρόνο– πραγματικότητα, ή που εισβάλλει σε αυτήν από Έξω, ή ασκεί μέσα σε αυτήν επιρροές που προέρχονται από Έξω. (Έχει ενδιαφέρον, επίσης, ότι, στην Αγγλική γλώσσα, το ιδιαίτερο και ιδιότροπο και ιδιόρρυθμο κι εκκεντρικό ασυνήθιστο άτομο, που, κατά την δράση του, εξαιρεί τον εαυτό του –ή εξαιρείται– από την κεντρική πραγματικότητα και από το Κατεστημένο, αποκαλείται: Outsider. Ο Εξώτερος. Ένας Εξωτικός ή Εξωτεριστής.
Ακόμη και τα λεγόμενα «Ξωτικά», εκείνα τα όντα ενός παράλληλου κόσμου με τον δικό μας –ή οι Aliens/Ξένοι– είναι τα Εξωτικά, αυτά που έρχονται από «έξω από ‘δω», και ο κόσμος προέλευσης τους είναι ο Εξωτικός Κόσμος. Μέσα από τον «Κοινό Κόσμο», η πρόσβαση στον Εξωτικό Κόσμο είναι απαγορευμένη, και γι’ αυτό χαρακτηρίζεται ως ανύπαρκτη ή ως Παραίσθηση –κάτι που έτσι κι αλλιώς εννοεί μία αίσθηση δίπλα στις νόμιμες αισθήσεις, παρανόμως και παρα-δόξως, δηλαδή ας πούμε μία «έκτη αίσθηση»…)
Και η Λογο-τεχνία περί όλων αυτών, κατηγορείται ως Παραλογοτεχνία –μόνο που δεν θα έπρεπε να την χαρακτηρίζουν ως Παρα-Λογοτεχνία, αλλά ως Παραλογο-τεχνία, διότι ενώ αληθινά βρίσκεται παραδίπλα από την στενή «ορθή» κατεστημένη λογική τους και την μέτρια ρεαλιστική τέχνη τους, ως Λογο-τεχνία, κινούμενη σε μια εναλλακτική ροή της Ιστορίας των Ιδεών (της Μυστικής Ιστορίας των Ιδεών, εξαιτίας όλων αυτών) και εμπνεόμενη από τελείως άλλη Ιδεο-λογία: είναι ουσιαστικά η Τέχνη του Παραλόγου, (Παραλογο-τεχνία), δηλαδή όχι του συναινετικού και συμβατικού αποδεκτού λόγου, αλλά του λόγου της Φαντασίας, δηλαδή της αληθινής λειτουργίας του ανθρώπινου Πνεύματος/Λόγου, και όχι των ιδεών της αυστηρά δεδομένης ανθρώπινης κοινωνίας και των οικειοτήτων της ή των νόμιμων προσδοκιών της.
Θεωρείται τελικά, δηλαδή, πως οτιδήποτε είναι Έξω από τον «κοινό λόγο», την «κοινή λογική», είναι «Παράλογο», και αυτό διαστρεβλωτικά ερμηνεύεται ως «μη-λογικό» κάτι που –αν ήταν έτσι– θα χαρακτηριζόταν από το «Άλογο»… Το Παράλογο, όμως, για το οποίο μιλάμε, δεν είναι μη-λογικό (Άλογο), αλλά χαρακτηρίζει ακριβώς την λογική του Εξωτικού, την λογική των Ονείρων ή Ονειρική Λογική, τον Υπερ-Ρεαλισμό (την υπέρβαση της πραγματικότητας και του πραγματισμού), την λογική του Φανταστικού, τον αισθητικό λόγο των Μυστηρίων, την άρνηση του επιβαλλόμενου «Ορθολογισμού» του Επιστητού, την προέκταση της συνείδησης, την λογική μιας εναλλακτικής ιδεο-λογίας, παράπλευρης, (παρά ή υπό το αποδεκτό «λογικό» και «ιδεο-λογικό» Main-Stream, δηλαδή μία «απόκρυφη» Avant-Garde σχολή σκέψης και διανόησης, όχι η επιβαλλόμενη κουλτούρα, αλλά ένα Counter-Culture, μία αντι-κουλτούρα), και, κατ’ επέκταση εξωτική : μία Παραλογο-τεχνία…
Το «παρά» σημαίνει «δίπλα», κοντά. Έτσι το Παράξενο σημαίνει κάτι που είναι δίπλα στο ξένο, παρά το ξένο. Υποδεικνύει δηλαδή μια έννοια που βρίσκεται ανάμεσα στο γνωστό και στο άγνωστο, ανάμεσα στο οικείο και στο ξένο, μια γέφυρα… Μια πύλη. Το Παρά-ξενο… (Strange). Μια παράλληλη παρατηρούμενη πραγματικότητα, απαράδεκτη, που βρίσκεται δίπλα στην παραδεκτή καθημερινή πραγματικότητα, μια εναλλακτική πραγματικότητα.
Το Παράξενο, ένας εισβολέας από το Ξένο που προσεγγίζει το Οικείο και κάνει την παρουσία του αισθητή συνοριακά, κάτι που έρχεται από το Άγνωστο και προσεγγίζει το Γνωστό, και για να γνωσθεί ή να ανα-γνωσθεί. Ως έννοια, αποτελεί μια ενεργή σύνδεση ανάμεσα στο ξένο και στο οικείο, ανάμεσα στο γνωστό και στο άγνωστο, μια παρένθεση, ανάμεσα στην θέση και στην αντίθεση –την στάση και την αντίσταση: μία παράσταση.
Δεν γνωρίζουν πολλοί άνθρωποι ότι, εννοιολογικά, στα αρχαία Ελληνικά, παράξενος» σήμαινε «μη γνήσιος πολίτης» (παρά & ξένος). Κατά την Ελληνική αρχαιότητα, όπως ένας ξένος δεν μπορούσε να είναι πολίτης της πολιτείας, έτσι και ο «παρά-ξενος» ήταν εκείνος ο οποίος διέμενε στην πολιτεία αλλά, λόγω της συμπεριφοράς του ή της θέσης του, δεν ήταν ή δεν θεωρούνταν, γνήσιος πολίτης, ή και, σε άλλες περιπτώσεις, επειδή μέχρι πρόσφατα υπήρξε ξένος, δεν είχε αποκτήσει ακόμη δικαιώματα πολίτη, ήταν υπό δοκιμή.
Έτσι, όταν στην αρχαία Ελληνική πραγματικότητα αποκαλούσες κάποιον «παράξενο», εννοούσες ότι δεν ήταν αποδεκτός ως γνήσιος πολίτης. Δηλαδή, δεν ήταν αποδεκτός σύμφωνα με τα κοινά, ή και δεν αποδεχόταν τα κοινά, (κατ’ επέκταση, την «κοινή λογική»), ήταν ασύμβατος με τα ήθη και τους θεσμούς της πολιτείας –παρ’ όλο που συμπεριλάμβανε τον εαυτό του σε αυτήν. Μερικές φορές, μάλιστα, εισήγαγε και «καινά δαιμόνια» (νέους θεούς ή νέες ιδέες) που δεν ήταν προς το δεδομένο κατεστημένο συμφέρον της πολιτείας –ήταν ίσως δηλαδή, θα λέγαμε, «ανατρεπτικό στοιχείο». (Η σημασία του «Παράξενος» ως «αλλόκοτος, περίεργος, παράδοξος», είναι ύστερη Ελληνιστική).
Όλο αυτό, αντίστοιχα, φέρνει στο μυαλό και την αυθεντική αρχαία Ελληνική έννοια της λέξης «Ιδιώτης» και «ιδιωτικό». Πρωτότυπα, ο «Ιδιώτης» ήταν αυτός που δεν ασχολούνταν με τα κοινά, που δεν ήταν δηλαδή ενεργός ως πολίτης, και η έννοια αυτή ήταν στην ουσία βρισιά, διότι το «Ιδιώτης» θεωρούνταν σχεδόν ταυτόσημο με το «ηλίθιος». (Δηλαδή κάποιος που, επειδή δεν ασχολούνταν με τα κοινά, άρα, υποτίθεται, δεν ήταν αρκετά έξυπνος ώστε να κατανοεί πως η ασχολία με τα κοινά ήταν σημαντική διότι τα κοινά επηρέαζαν και τον ίδιο, αλλά ασχολούνταν μόνο με όσα αφορούσαν τον εαυτό του).
Με την πάροδο των αιώνων, η έννοια του «Ιδιώτη» ως «ανόητου» ή «απαράδεκτου» έχασε αυτή την υβριστική/καταδικαστική σημασία της, και κατέληξε να σημαίνει αυτό που σήμερα εννοούμε όταν λέμε «ιδιωτικό» (private), δηλαδή απλά «αυστηρά προσωπικό».
(Privacy : Η Ιδιωτικότητα είναι στην ουσία η Προσωπικότητα, ή και Ατομικότητα: Individuality). Παρ’ όλα αυτά, στα Αγγλικά, διατήρησε την αρχική Ελληνική σημασία του, και έτσι «idiot» συνεχίζει αγγλιστί να σημαίνει τον ηλίθιο και απαράδεκτο.
Κοντολογίς, η πρωτότυπη έννοια της λέξης «Παράξενος», σήμαινε αυτόν που δεν ασχολείται καθόλου με τα πολιτικά «όπως θα έπρεπε», έναν όχι γνήσιο «πολίτη», κι άρα, κατ’ επέκταση, κάποιον «Ιδιώτη» που «ιδιωτεύει» –που έχει αποκτήσει δηλαδή ολόδικό του προσωπικό τρόπο να αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα και να την διαχειρίζεται αυτόνομα, χωρίς την έγκριση και την αποδοχή της πολιτείας και των πολιτικών της.
Τώρα, που εξηγήθηκε λίγο όλο αυτό, δεν θα πρέπει πλέον να σας προκαλεί απορία το γεγονός ότι το Παράξενο και τα θέματα του συνήθως δεν έχουν θέση π.χ. στις εφημερίδες ή στην τηλεόραση, ή π.χ. στα σχολεία και στα πανεπιστήμια. Και, παραδείγματος χάριν, το γιατί είναι εξόριστοι της έγκριτης διανόησης εκείνοι που προσεγγίζουν την πολιτική σκηνή με τρόπο συνωμοσιολογικό, αντιλαμβανόμενοι πως η πολιτική σκηνή και τα πολιτικά πράγματα είναι αποτέλεσμα συνομωσιών, μη ασχολούμενοι με τα πολιτικά –αλλά ίσως μόνο λίγο με τα «παρα-πολιτικά»– υποδεικνύοντας έτσι τους εαυτούς τους ως «μη γνήσιους πολίτες» δηλαδή «Παράξενους», και κατ’ επέκταση «Ιδιώτες», μη ασχολούμενοι με τον κοινό τρόπο με τα κοινά και μη συμβαδίζοντας με την κοινή επιβαλλόμενη λογική.
Όλα μα όλα αυτά που προσπαθώ –όπως μπορώ– να καταδείξω εξαιρετικά λεπτομερώς φίλτατε αναγνώστη, είναι η αληθινή Λογο-τεχνία… Και είναι μια Λογο-τεχνία, που είναι αυτοφυής, εμπεριστατωμένη μέσα στις ίδιες τις έννοιες των λέξεων και των νοημάτων που περιγράφουν την εννοιολογική πραγματικότητα. Και, κατά την άποψή μου, η πολύ προσεκτική μελέτη όλων των συνδυαστικών λέξεων και εννοιών που περιέχονται σε όλες αυτές τις σελίδες, και της συνοχής τους, είναι σημαντικότατη και αποκαλυπτικότατη, και με αληθινά συνταρακτικές προεκτάσεις.
Θέλουμε, άραγε, όντως να αποδράσουμε από την περιοριστική μας πραγματικότητα; Τι ακριβώς σκεφτόμαστε γι’ αυτό, εφόσον όντως το θέλουμε, και τι κάνουμε για αυτό;
Όσον αφορά το Escapism προϋποθέτει την Ρήξη με το Οικείο. Δηλαδή, προϋποτίθεται μία προσέγγιση στο Παράξενο. Σε αυτό που βρίσκεται παρά το ξένο, στα όρια μεταξύ οικείου και ξένου. Και, σταδιακά, τελικά, (με την προέκταση της συν-είδησής μας), προς το Ξένο, προς το Άγνωστο.
Η καθημερινή μας πραγματικότητα που έχει καταστηθεί περιοριστικά γύρω μας και μέσα μας, χαρακτηρίζεται απόλυτα από τις δεδομένες οικειότητες της. Μπορούμε να την αλλάξουμε, ξεκινώντας από αυτές. Προσεγγίζοντας το Παράξενο. Στην αρχή, λογο-τεχνικά, έπειτα λογικά, μετά παρα-λογικά, και τελικά –γιατί όχι;– ιδεο-λογικά…
Προτείνεται έτσι, μία πνευματική παραβατικότητα, μία προέκταση της συνείδησης, ένας εξωτισμός, μία παράξενη πρωτοπορία, ένα ιδεολογικό Escapism, μία νέα αληθινή Λογο-τεχνία, μία παρα-λογική δραστηριότητα, μία αληθινή επ-ανά-σταση, μία Αναγέννηση του Πνεύματος.
Η Λογο-τεχνία του Escapism.
Πιστεύω ότι πρέπει να αποδράσουμε από την κοινώς επιβαλλόμενη δεδομένη πραγματικότητα της καθημερινότητάς μας.
Η «Καθημερινή Πραγματικότητα», στην οποία είμαστε παγιδευμένοι –και από την οποία κάποιοι από εμάς θέλουν να αποδράσουν– καθορίζεται από την ίδια της την αντίληψη στην συνείδησή μας.
Κατ’ αρχάς, ορίζεται από την ίδια την έννοια του γραμμικού χρόνου: δέσμες χρόνου που διαδέχονται γραμμικά η μία την άλλη, ημέρα μετά την ημέρα, κάθε ημέρα, σε μία «καθημερινότητα».
Αυτή η περίπου αόριστη διαδοχική γραμμική ροή χρόνου, την οποία βιώνει ο καθένας προσωπικά, «καθ-ημερινά», συνδέεται άμεσα με το λεγόμενο «βιολογικό ρολόι» μας.
Πρόκειται για τον «Κιρκαδιακό Ρυθμό».
Ο «Κιρκαδιακός Ρυθμός» στον οργανισμό μας ρυθμίζεται από το «Κωνάριο», την Επίφυση. (Ο Ντεκάρτ έλεγε ότι η Eπίφυση είναι «ο θρόνος της ψυχής». Πρόκειται για το περιβόητο «Τρίτο Μάτι»). Η Επίφυση περιέχει Μελατονίνη, διότι εμφανίζει μία δράση στα μελανινοφόρα κύτταρα, με άμεσο προϊόν την Σεροτονίνη (μια ουσία που έχει ειπωθεί ότι είναι το ένζυμο της «Φώτισης»/Illumination). Σε ποντίκια, όπως έχουν δείξει τα πειράματα, η Μελατονίνη και η Σεροτονίνη εμφανίζουν ημερονύκτιες διακυμάνσεις ακριβώς αντίθετου χαρακτήρα.
Το Κωνάριο ρυθμίζει τον «Κιρκαδιακό Ρυθμό».
Πολλές λειτουργίες του οργανισμού μας, σε επίπεδο κυτταρικό αλλά και γενικότερα, υπακούνε σε έναν 24ωρο ρυθμό. Η λέξη «Κιρκαδιακός» προέρχεται από το λατινικό «Circa Die», που σημαίνει «Περίπου Ημέρα» πρόκειται για τον ρυθμό της «καθ-ημερινότητας», αυτής της περίπου αόριστης διαδοχικής γραμμικής ροής χρόνου σε δέσμες. Επιπλέον, υπάρχει ο «Ουλτραδιακός Ρυθμός» (ο Ultra Die ρυθμός, δηλαδή πάνω από μία ημέρα) – αλλά και ο «Ινφραδιακός Ρυθμός» (o Infra Die ρυθμός, δηλαδή κάτω από μία μέρα).
Αυτά είναι τα λεγόμενα «βιολογικά ρολόγια», όπως για παράδειγμα η εναλλαγή του ύπνου και της εγρήγορσης, ή τα επίπεδα της γλυκόζης του αίματος που μεταβάλλονται κατά την διάρκεια της ημέρας, όλα αυτά και πολλά άλλα, ακολουθούν τον Κιρκαδιακό Ρυθμό, και συντονίζονται με το κοσμικό ρολόι, με τους ρυθμούς του Σύμπαντος –και με την λεγόμενη «Συχνότητα Σούμαν», των ηλεκτρομαγνητικών ταλαντώσεων της άνω ατμόσφαιρας της Γης, 7,2 Hz, αλλά η σκοπιμότητα του ρυθμού αυτού δεν έχει βρεθεί ακόμη. Γνωρίζουμε ότι επίσης επηρεάζεται από τα 2 Hz που στέλνει η Σελήνη, αλλά και από την ηλιακή ακτινοβολία.
Το Κωνάριο (η Επίφυση, το «Τρίτο Μάτι»), είναι αναπτυγμένο στα παιδιά, αλλά υποστρέφεται πριν την εφηβεία και είναι πλέον ατροφικό στους ενήλικες. Κανείς δεν ξέρει τι θα γινόταν αν δεν υποστρεφόταν το Κωνάριο πριν την εφηβεία. Σχεδόν κανείς δεν γνωρίζει τις προεκτάσεις που έχει στην λειτουργία της αντίληψης ο «Κιρκαδιακός Ρυθμός». Δηλαδή, σχεδόν κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς συμβαίνει όταν με κάποιον τρόπο απορρυθμίζεται τελείως αυτός ο ρυθμός.
Η «Πραγματικότητα», είναι μια έννοια που προέρχεται από το «Πράγμα».
Το «Πράγμα» είναι το προϊόν της «Πράξης». (Όπως το «Πνεύμα» είναι το προϊόν της «Πνοής», και το «Φάντασμα» είναι το προϊόν της «Φαντασίας»). Η «Πραγματικότητα» είναι η παρούσα «Κατάσταση των Πραγμάτων». Δηλαδή, η κατάσταση που έχει εδραιωθεί από τα προϊόντα των πράξεων μας, από τα αποτελέσματα των πράξεών μας, από τα «Πράγματα». Η Πραγματικότητα, καθορίζεται από τις πράξεις μας και τα πράγματά τους, μέσω αλυσιδωτών αντιδράσεων που δημιουργούν το δίκτυο της δεδομένης κατάστασης. Αυτή είναι η αληθινή έννοια της «Πρακτικότητας».
Η Πραγματικότητα δεν είναι σταθερή, η Κατάσταση των Πραγμάτων δεν είναι σταθερή και πάγια (όπως κάποιοι θέλουν να μας κάνουν να πιστεύουμε), αλλά υπόκειται σε συνεχή ροή (εξαιτίας των συνεχών αλυσιδωτών αντιδράσεων των πράξεων και των πραγμάτων που επιφέρουν), κι έτσι η Πραγματικότητα δεν είναι πάγια και απόλυτη, αλλά σχετική και δυναμικά ρευστή.
Οι συνεχείς αλυσιδωτές αντιδράσεις των πράξεων και των πραγμάτων τους (που καθορίζουν την κατάσταση των πραγμάτων, την Πραγματικότητα), με τις διασυνδέσεις και τις αλληλεπιδράσεις τους δημιουργούν ένα δίκτυο. Αυτό το δίκτυο σκιαγραφεί την κατάσταση των πραγμάτων, την Πραγματικότητα.
Η Πραγματικότητα είναι ένα δίκτυο.
(Ένα Matrix…)
To δίκτυο των πραγμάτων και των διαπλεκόμενων καταστάσεων τους. Βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι στην Πραγματικότητα, διότι βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι σε αυτό το Δίκτυο.
Η λέξη «Δίκτυο» σημαίνει δίχτυ, είμαστε «πιασμένοι» σε αυτό το δίχτυ. Είναι ένας «ιστός». Είμαστε παγιδευμένοι σε αυτό τον ιστό της αράχνης, (και, άραγε, ποια είναι αυτή η αράχνη που πλέκει αυτόν τον ιστό, μέσα στα κουκούλια της οποίας είμαστε περιπλεγμένοι και παγιδευμένοι;) Ο Ιστός αυτός είναι Χωροχρονικός. Προδιαγράφεται συνεχώς από την κατάσταση των πραγμάτων, στον χώρο -στον οποίον βρισκόμαστε καθημερινά, περιπλεγμένοι μέσα στον ιστό και στον χρόνο -τον οποίο διανύουμε μέσα στον ιστό. Παρ’ όλο που στον χρόνο βιώνουμε την κατάσταση στον ιστό στην τοπική μας πραγματικότητα, όσον αφορά στον χώρο πρόκειται για έναν παγκόσμιο ιστό. (Αυτός είναι το πραγματικό World Wide Web – www…)
Μέσα στην πραγματικότητα της χρονικής διαδοχής των πλέξεων του ιστού αυτού, βιώνουμε αντιληπτικά την κατάσταση που αποκαλούμε «καθ-ημερινότητα», (και είμαστε βιολογικά ρυθμισμένοι και συντονισμένοι σε αυτήν, Circa Diem). Αυτή είναι η περιβόητη «Ρουτίνα»…
Η λέξη «ρουτίνα» προέρχεται από την γαλλική λέξη «routine», που κυριολεκτικά σημαίνει «πολυσύχναστος δρόμος» (και μεταφορικά χρησιμοποιείται με την σημασία της «πράξης μηχανικά επαναλαμβανόμενης»). Είναι η «συμ-βατική» Λεωφόρος της επιβαλλόμενης συναινετικής πραγματικότητας (και συμ-βατότητας). (Παραπέμπω τον αναγνώστη στην μελέτη της ατάκας του Πυθαγόρα: «Λεωφόρους Μη Βαδίζειν»).
Στον χώρο: Είναι φανερή, επίσης, η σχέση της λέξης «routine», με την αγγλική λέξη «route» που σημαίνει «διαδρομή» και «χαραγμένος μεγάλος δρόμος».
Στον χρόνο: Επίσης, η ρουτίνα (ως πράξη μηχανικά επαναλαμβανόμενη) είναι ένα «Loop» (μία «λούπα»), ένας «βρόγχος». Πρόκειται για μία κυκλική επανάληψη (Circa Diem) μέσα στην οποία είμαστε παρασυρμένοι, σε τροχιά. Μία δίνη.
Συμβαδίζουμε μαζί με τους άλλους κατάδικους συνανθρώπους μας σε αυτήν την διαδρομή, σε αυτήν τη συμβατική οδό, στη συμβατική πραγματικότητα (όπου όλα συμ-βαίνουν, βαδίζουν μαζί, αυτά είναι τα πραγματικά «συμβάντα»), υπό την συμφωνημένη/επιβαλλόμενη κατάσταση των πραγμάτων: την συναινετική πραγματικότητα. Την κατάσταση των πραγμάτων στην οποία έχουμε συναινέσει ώστε να υφίσταται.
Στον χώρο: Συγχωρούμε. Η αρχική σημασία της λέξης «Συγχωρώ» (Συν-χωρώ –βλέπε και παρα-χωρώ, προ-χωρώ, ανα-χωρώ) είναι: «προχωρώ προς το ίδιο μέρος», «συγκλίνω με κάποιον», «συναντώ». Η αρχαϊκή σημασία της λέξης είναι «συναινώ στις απόψεις κάποιου, συμφωνώ» ή «υποχωρώ, παραδέχομαι, ενδίδω».
Η αρχική σημασία της λέξης «Συγχώρηση», είναι «συναίνεση, παραχώρηση, συγκατάθεση». Ετυμολογικά, το «Συγχωρώ», εννοεί ότι «χωρώ» κάπου (συν) μαζί με κάποιον/κάποιους άλλον/άλλους. Συναινούμε στην συμβατική κατάσταση των πραγμάτων, Συμβαδίζουμε, Συμβαίνουμε (στην routine, στον πολυσύχναστο δρόμο, στην συμβατική διαδρομή/άποψη), (στην Συνδρομή, στην Σύνοδο), συμβιώνουμε στην συναινετική πραγματικότητα. (Και στην Κοινή Λογική, στην Κοινή Γνώμη, στον «Κοινό Κόσμο»). Συγχωρούμε. Αυτό είναι αυτό που συμβαίνει στον κόσμο.
Στον χρόνο: Και είμαστε Σύγχρονοι (συν-χρονοι). Συγχρονισμένοι, συντονισμένοι στον ίδιο χρόνο. Ζούμε στην Σύγχρονη Πραγματικότητα, στην σύγχρονη καθημερινότητα, στην σύγχρονη εποχή. (Η λέξη «εποχή» σημαίνει παρεμπόδιση, διακοπή, ανάσχεση, σταμάτημα –εν προκειμένω, του χρόνου). Αυτός είναι και ο συγχρονισμός (ενίοτε και ο εκσυγχρονισμός), αλλά και η καθημερινή Συγχρονικότητα (όπου όλα, μέσα στην κατάσταση των πραγμάτων, συμπίπτουν απόλυτα –είναι δηλαδή συμπτώσεις, πέφτουν μαζί). Συγχρονούμε.
Ζούμε συμβατικά στην συναινετική πραγματικότητα, στην σύγχρονη καθημερινότητα, στην ρουτίνα, στον «Κοινό Κόσμο», στην εποχή, στην επιβαλλόμενη κατάσταση των πραγμάτων. Περι-ορισμένοι στο δίκτυο της καθημερινής πραγματικότητας…
Πώς μπορούμε να αποδράσουμε από την Καθημερινή Πραγματικότητα;
Καταδυόμενοι στις λέξεις και τις έννοιες που την περιγράφουν και την καθορίζουν, μέσω μιας νέας κατανόησης της κατάστασης, γίνεται πολύ ξεκάθαρο πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό: κάνοντας τα αντίθετα από αυτά που ορίζουν οι ίδιες οι λέξεις που την περιγράφουν
Να πάψουμε να συμβαδίζουμε με τους άλλους, με την αντίληψη των άλλων.
Να «μην βαδίζουμε στις λεωφόρους» (Κατά το παράγγελμα του Πυθαγόρα, «Λεωφόρους Μη Βαδίζειν»…)
Να αποσυνδεθούμε από την Κοινή Γνώμη, και να αποκτήσουμε ίδια γνώμη, ιδιωτική γνώμη. Αυτό επιτυγχάνεται εύκολα αν, για αρχή, αποσύρουμε την αντιληπτική μας εστίαση από όλα τα «μέσα διαμόρφωσης της κοινής γνώμης».
Να αποσύρουμε την συναίνεση μας, την σιωπηλή συμφωνία μας με την συναινετική πραγματικότητα. Ιδεολογικά.
Να απορυθμίσουμε τον Κιρκαδιακό Ρυθμό, τον ρυθμό της καθ-ημερινότητας, να ρυθμίσουμε αλλιώς τα βιολογικά μας ρολόγια, (αλλά και να αυξήσουμε τα επίπεδα της Εντεροτοξίνη μας). Να λάβουμε άλλες συχνότητες.
Να πάψουμε να είμαστε συντονισμένοι, να διακόψουμε τον υπνωτιστικό Συντονισμό μας με το πλήθος. Να αποσυντονίσουμε τους αυτοματισμούς μας, τις αυτοματικές μας συνήθειες, που είναι ίδιες με όλων των άλλων. Να αποσυντονιστούμε από την «Συχνότητα» (κάτι που γίνεται συχνά, συνεχώς) του Κοινού Κόσμου. Να ενισχύσουμε τον αποσυντονισμό, να εστιαστούμε σε πολλά διαφορετικά πράγματα ταυτόχρονα.
Να σταματήσουμε την Ρουτίνα, όλες τις καθημερινές μηχανικά επαναλαμβανόμενες πράξεις, να πάψουμε να είμαστε προβλέψιμοι, να κάνουμε πράγματα ασυνήθιστα, απρόβλεπτα, ιδιαίτερα. Να ξεφύγουμε από την Δίνη.
Να πάψουμε να είμαστε Σύγχρονοι. Να μην συγχρονιζόμαστε με την καθημερινή κοινωνία, να αναχρονιστούμε, και να γίνουμε διαχρονικοί. Να εξαιρέσουμε τον εαυτό μας από την Εποχή. (Αυτό, για αρχή, μπορούμε να το επιτύχουμε με ένα κόλπο, με το να απεστιαστούμε από την σύγχρονη εποχή, από την σύγχρονη οπτική των πραγμάτων, καταδυόμενοι στο παρελθόν και στο μέλλον).
Να πρωτοτυπήσουμε, και να πρωτοπορήσουμε. Να διαφύγουμε από τον κεντρικό έλεγχο (από το Main Stream), να γίνουμε φυγόκεντροι, εκκεντρικοί. Να κινηθούμε προς το περι-θώριο των Πραγ-μάτων (Underground), να απο-γειωθούμε (να πάψουμε να είμαστε γειωμένοι) σε μία Περι-πέτεια, στις άκρες των ορίων (Fringe). Να διευρύνουμε έτσι τους ορίζοντές μας.
Να ατενίσουμε την προέκταση της πραγματικότητας, τις προεκτάσεις της κατάστασης των πραγμάτων. Να αντι-ταχθούμε στο Κατεστημένο…
Να μην δίνουμε τόσο μεγάλη σημασία στα Συμβάντα (σε αυτά που συμ-βαίνουν), στα Περι-στατικά. Να μην οριζόμαστε (και περι-οριζόμαστε) από τις Περι-στάσεις.
Να αλλάξουμε Στάση. (Στον χώρο, στον χρόνο, στον νου).
Κι έτσι, όσο μπορούμε, να αλλάξουμε τον εαυτό μας: αυτή είναι η λεγόμενη Ανάσταση… Κι επειδή, αλλάξαμε Στάση, (πάψαμε να είμαστε παγιωμένοι, στατικοί, στημένοι, κατεστημένοι), αποκτήσαμε ροή, ρευστότητα, «βγήκαμε από το σώμα μας» (με μία Έκσταση, έξω-στάση), κι έτσι αλλάξαμε τον εαυτό μας (γίναμε High, με ανώτερη πλέον Εποπτεία, με ανωτερότητα, παρατηρώντας εξ άνωθεν) επιτυγχάνοντας έτσι την Ανάσταση, και τελικά επιστρέφοντας πίσω στην Στάση μας (αφού αποκτήσαμε Ανάστημα –το προϊόν της Ανάστασης), ανανεωμένοι και αλλαγμένοι, με αληθινό εαυτό πλέον, καταλήγουμε σε μια Επανάσταση.
Η Επανάσταση αυτή μάς οδηγεί έξω από την δεδομένη επιβαλλόμενη καθημερινή Κατά-σταση των Πραγμάτων, έξω από το δίκτυο, έξω από το Matrix…
Η Πραγματικότητα, η Κατά-σταση των Πραγμάτων, δεν είναι στ’ αλήθεια στατική και πάγια, αλλά παρουσιάζεται ως στατική και πάγια, επειδή η αντίληψη για την Κατά-σταση των Πραγμάτων έχει διαμορφωθεί και εγκαθιδρυθεί από το Κατεστημένο.
Το Κατ-εστημένο (κατά-στημένο και η κατά-σταση) (Establish-ment)είναι αυτό που έχει κατασταθεί, καταστηθεί, στηθεί.
Είναι η Εγκατάσταση (In-stall-ation), κάτι που έχει εγκατασταθεί, ως οργανωμένη κατασκευή μέσα στην κατάσταση, (από το εγκαθιστώ, από το αρχαϊκό εγκαθίστημι, που σημαίνει «τοποθετώ, θέτω, ορίζω»).
Η έννοια της Κατάστασης συνδέθηκε με την έννοια του σταθερού, του αμετάβλητου και του αμετάθετου. Το Εν-καταστημένο –εγκατεστημένο– είναι αυτό που έχει περιέλθει εντός της κατάστασης, που έχει αφομοιωθεί από αυτήν και εξομοιωθεί με αυτήν, σταθερά, είναι αυτό που πλέον ορίζει την κατάσταση ή την καθορίζει.
Το Κατεστημένο είναι το «κατάστημα» (το λεγόμενο και μαγαζί) – έννοια που, ενώ στην αρχική σημασία της σήμαινε την «προσωρινή κατάσταση» και τον «καιρό», πλέον σημαίνει «εμπορικός ή διοικητικός οίκος» (εξ απόδοσης του γαλλικού «etablissement» που αγγλιστί έγινε «establishment» –και γι’ αυτό άλλωστε συνδέεται στενά με το Ίδρυμα, το προϊόν της Ίδρυσης, δηλαδή το ιδρυμένο και εγκαθιδρυμένο, το In-Stitute, ινστιτούτο (εν-στημένο) –σχετικό και με το prostitute, πόρνη αλλά και πρόστυχος, όλα τους συγγενικά με την Προστασία…που σχετίζεται και με τους Επιστάτες και την Επιστασία, το Επιστητό –βλέπε και Επιστήμη, Επιστημονικό.)
Η περιβόητη λέξη Κατεστημένο, προέρχεται από το αρχαϊκό κατεστημένος, από το καθίσταμαι (βλ. καθιστώ), από το ίσταμαι (ίστημι) που σημαίνει «στέκομαι» (αλλά και ορθώνομαι, στήνομαι, και υπερασπίζομαι). Από το «ίσταμαι» (στέκομαι, στήνομαι, ορθώνομαι, τηρώ στάση, καταστέκομαι), προκύπτει ο «Ιστός» (Δίκτυο), το Σύστημα (και η Σύσταση –και η Συνιστώσα), το Κατεστημένο και το Κατάστημα, η Επιστήμη, η Κατάσταση (Καθ-ίσταση), αλλά και η Αντίσταση.
Ας δώσουμε πολύ ιδιαίτερη και λεπτομερή προσοχή στις λέξεις: Το «Κατεστημένο» είναι το Εγκατεστημένο και το Εγκαθιδρυμένο και Διαμορφωμένο, το Σταθερό και Στατικό, το Στημένο και το Επιστητό, η Επιστασία και η Προστασία, το Επισταμένο και το Επιστημονικό, το Εποπτικό και το Επιθετικό (που επιθέτει), το Ορθόστητο και το Ορθό και το Ορθολογιστικό, το Εγκάθετο και το Επιβαλλόμενο, το Συμβατικό και Συναινετικό, το Κριτικό (και η «κρίση» του) και το Επικριτικό και το Υποκριτικό, το Συστημένο και το Συστατικό, το Ίδρυμα και το Ινστιτούτο, το Ιστίο (της σημαίας) η Εστία και το Άστυ, η Παραμονή και η Επιμονή και η Μονή…
Είναι το Ορισμένο και Οριστικό και το Όρος, ο Πύργος και Κάστρο και η Πυραμίδα, το Καρφωμένο και Κλειδωμένο, το Στήριγμα και η Στήριξη και η Υποστήριξη, το Καθ-ιστικό και η «Καθ-ιστικία Τάξη» (εκ του καθ-ίσταμαι) και το Καθεστώς και το Καθισμένο και η Καρέκλα ή ο Θρόνος… Το Κράτος (το κρατούμενο και κραταιό) και οι Κραταιοί και οι Κρατούντες, το Συντηρημένο και Συντηρητικό, το Σύγχρονο και Εποχικό, το Πραγματιστικό (εκ της πραγμάτωσης) και Ρεαλιστικό και Καθημερινό, μα και το Πρόγραμμα και η Επιγραφή, το Καταστατικό και το Παραστατικό, το Προπαρασκευαστικό και το Κατασκευαστικό και το Κατάστημα, το Σύστημα και ο Ιστός. Η αμετάβλητη και επιβαλλόμενη Πρακτική (Τεχνική/Τεχνητή) Εγκατάσταση Επί της Κατάστασης των Πραγμάτων.
Όπως ίσως κατανοεί ο αναγνώστης, όλες οι παραπάνω λέξεις και οι έννοιες αυτές, έχουν συνοχή και μεγάλη σημα-σία, είναι συνεκτικές και πολύ σημαντικές, και γι’ αυτό πολύ εφαρμοσμένες και χρησιμοποιημένες… Συνδέονται μεταξύ τους απόλυτα! Μάλιστα, η συνοχή των παραπάνω λέξεων και εννοιών, συνθετικά, διηγείται όλη την ιστορία του πράγματος –της πραγματικότητας.
Το «Κατεστημένο» ως πολιτικός όρος, χρησιμοποιείται από το 1945, αποδίδοντας το βρετανικό Establishment –βλέπε και Καθεστώς. Άλλωστε, μετά τους δύο μεγάλους παγκόσμιους πολέμους εγκαθιδρύθηκε –και συντηρείται– η παρούσα κατάσταση των πραγμάτων στον κόσμο μας.
Ίσταμαι και καθίσταμαι, καταστήνω Καθεστώς, Κατεστημένο.
Αλλά υπάρχει και η Αντίσταση. Αντίσταμαι, ανθίσταμαι, κάνω Αντίσταση στο Καθεστώς (γίνομαι «στασιαστής», «επ-ανα-στάτης»), αντιστέκομαι στο Κατεστημένο, ενάντια στο Σύστημα. Ορθώνω το Ανάστημα μου και Αντίσταμαι στο Κατεστημένο Σύστημα. Κρατώ την στάση μου αντίθετη. Ενάντια στην Συστημένη Κατάσταση των Πραγμάτων. Δεν συναινώ, δεν συν-φωνώ, δεν συμβαδίζω – δεν συμβαίνω, δεν συγχωρώ, δεν συγχρονίζομαι, δεν παρίσταμαι, δεν υπο-στηρίζω, δεν περι-ορίζομαι, υπερ-βαίνω, αποδρώ… Οι λέξεις-κλειδιά της μεθοδολογίας του Κατεστημένου είναι: Κατάσταση, εγκατάσταση, συντήρηση, εποπτεία, έλεγχος, συνοχή, ορισμός, εξομοίωση, ασφάλεια, κατασκευή, ανάπτυξη, δικτύωση.
Η Γνώση είναι δύναμη.
Όποιος έχει την Εποπτεία, έχει την Γνώση, μπορεί να αποκτήσει τον Έλεγχο. Άλλωστε, η ίδια έννοια της λέξης «Εξουσία», υποδεικνύει κάποιον που κατέχει κάτι «εκ της ουσίας», το «ουσιαστικό», και το εφαρμόζει για να επιβάλλει τον έλεγχο και την ηγεσία του.
Το Κατεστημένο χρειάζεται Εποπτεία, Γνώση, Υποστήριξη, Προστασία και Επιστασία. Έχει ανάγκη τους ρόλους του Επόπτη, του Γνώστη, του Υποστηρίγματος, του Προστάτη, και του Επιστάτη. (Ο Επιστάτης είναι κομβικός ρόλος, μπορεί να είναι ο φροντιστής, ο επόπτης, ο υποστηρικτής, ο προστάτης, ο ελεγκτής, και να είναι και γνώστης). Όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς, αυτοί οι ρόλοι μπορούν να συνοψιστούν στην Επιστήμη.
Η Επιστασία του Κατεστημένου, η Προστασία του Συστήματος, η Φροντίδα της Εγκατάστασης, (η επίσταση, η πρόσταση και η περίσταση της κατάστασης, όλα τα σχετικά με όλα αυτά έχουν να κάνουν με την Στάση, με την Παράσταση και την Συμπαράσταση, είναι η «Επιστήμη».
Η έννοια της Επιστήμης, προκύπτει επίσης από το ίσταμαι, επ-ίσταμαι, Επιστητό (επί του στητού, του στημένου, κατεστημένο, καθεστώς –σύστημα, συστημένο, σύσταση), Επιστήμη, επιστασία. Ο Επιστήμονας είναι ο Επιστάτης, ο επί του Status, ή του στατικού, της στάσης (του Thesis, Θέσις), της Έδρας (Καθεστώς, κάθισμα), της επι-στασίας, της φροντίδας και εποπτείας και της υπο-στήριξης, του Κατεστημένου, του Συστήματος. Γι’ αυτούς τους λόγους, η «Κατεστημένη Επιστήμη», το «Επιστημονικό Κατεστημένο», είναι μια πολύ βαριά φράση και γεμάτη σημασία, κανείς δεν πρέπει να την προσπεράσει πριν την εννοιολογήσει διεξοδικά.
Επιτηδευμένα έχει ταυτιστεί το Επίσταμαι με το Γνωρίζω, δήθεν ετυμολογικά ή εννοιολογικά, μετατρέποντας την «Επιστήμη» σε Γνώση, και τον επιστήμονα σε γνώστη. Όμως, όπως είπαμε, το ίσταμαι, σημαίνει στέκομαι, ορθώνομαι, στήνομαι, υπερασπίζομαι. Από το Κατ-ίσταμαι, Καθίσταμαι, προκύπτει η Κατάσταση, το Κατεστημένο, το Καθεστώς –και από το Συν-ίσταμαι, το Σύστημα, κλπ. (Αν το Επίσταμαι σήμαινε «γνωρίζω», τότε το «ανθίσταμαι» θα σήμαινε αντιστέκομαι στην γνώση, το «παρίσταμαι» θα σήμαινε παραγνωρίζω, το «υφίσταμαι» θα σήμαινε είμαι κάτω από την γνώση, και το «προ-ίσταμαι» θα έκανε τον Προϊστάμενο να είναι κάποιος που βρίσκεται προ της γνώσης, εντολοδόχος της γνώσης ή προφήτης ή κάτι τέτοιο… Δεν σημαίνουν αυτά, βέβαια, αλλά ίσως βλέπετε ότι, κάποιοι, αυτά θα ήθελαν να σημαίνουν.)
Σε καμία περίπτωση το «επίσταμαι», που είναι η ρίζα της λέξης «επιστήμη», δεν σημαίνει «γνωρίζω». (Αναρωτηθείτε, γιατί αυτό που εννοούμε όταν λέμε «επιστήμη», να μην ονομάζεται π.χ. «Γνώση», ή έστω «Επίγνωση», και να ονομάζεται «Επιστήμη»;)
Το Επιστημονικό είναι το Επιστητό, το Status (το «Κύρος», των Κυρίων, των Αρχών, των Αρχ-όντων, των Επισήμων –τα «Επί-σήμα», το Επίσημο, το Σήμα, δηλ. το στημένο σημάδι, η πινακίδα, η επιγραφή, η «ταμπέλα», εξ ου και αρχαία το «Σήμα», ταφόπλακα, «μνήμα», τύμβος, νεκροταφείο), το Επιστατικό, η Επιστασία, το Στέρεο, το Καθιστάμενο και το Επιστάμενο, το Καθιστό και το Επιστητό, το Καθεστώς και η Επιστήμη του.
Η έννοια Επιστήμη από το Επίσταμαι, (που δεν σημαίνει Γνωρίζω), υποδηλώνει κάποιον που στέκεται ή ορθώνεται πάνω σε κάτι. Επίσης, θα μπορούσε (μεταφορικά) να υποδηλώνει κάποιον που σκύβει πάνω από κάτι για να το εποπτεύσει, να το φροντίσει, να το προστατεύσει. Θα μπορούσε και να σημαίνει ακριβώς αυτό που κάνει μία ομπρέλα. Επίσης, το «ίσταμαι» έχει καταλήξει να λαμβάνει την σημασία του «αξιώνομαι» (ορθώνομαι μέσα από την μάζα, «σηκώνω ανάστημα», διακρίνομαι, επι-βάλλομαι, είμαι επι-κεφαλής, είμαι ο ορθόστητος, ο όρθιος, είμαι «ορθός», «σωστός» –π.χ. παραδοσιακά, γι’ αυτό και φορώ το φανταχτερό ψηλό καπέλο του αξιωματικού, του ιερέα, του λόρδου, το ημίψηλο του «Κυρίου», για να ξεχωρίζω, να εξέχω/προεξέχω και έτσι να φαίνομαι υψηλότερος, «ανώτερος»), και έχει καταλήξει το «ίσταμαι» να λαμβάνει επίσης την σημασία του «είμαι ανώτερος».
Είναι ο «αξιωματικός», ο «αφ υψηλού», ο «αιρετός», o «κορυφαίος», o «άρχων», ο «Κύριος» (Lord)…. Το «Επί-ίσταμαι» τονίζει και υπερτονίζει ακριβώς αυτήν την έννοια, επιτηδευμένα, βεβαίως… Ενώ θα μπορούσε το «ίσταμαι» κλπ, να λαμβάνει απλά την σημασία του «αποκτώ αυτόνομη οντότητα», ή του «ορθώνομαι» φυσικά, ή να εννοεί την «στύση», ή τον Homo Erectus.
(Ίσως και εκ παράφρασης του «Στώμεν Καλώς, Στώμεν Μετά Φόβου» –βλ. την Πτώση των Αγγέλων στην Άβυσσο και το πρόσταγμα του Αρχάγγελου που την σταματά– διαβεβαίωση πλέον του «Κατεστημένου», «καταστώμεν καλώς και μετά φόβου», και εν προκειμένω του νέου Επιστημονικού Ιερατείου –ενώ ο κάθε επιστήμων γίνεται αγγελιαφόρος –άγγελος– της ύ-στατης Επιστήμης, για την ανόρθωση του ανθρώπου πάνω από τον θεό, κλπ, κλπ).
Η λέξη Επιστάτης έχει την ίδια ρίζα, όπως και η Επιστασία (π.χ. των παιδιών, ή ενός υποστατικού…) Αν εσύ έχεις υπόσταση, τότε υπάρχει και μία επίσταση, σ’ εσένα από κάποιον άλλον. Αυτή η επίσταση, που έχει την εποπτεία και την φροντίδα και το κάθισμα (το Καθεστώς, την Έδρα, το «στασίδι») είναι η Επιστήμη. Η αξιωματική φρουρά (Praetor) και εποπτεία, ο έλεγχος. Η Επιστήμη. Πρόκειται για την εξ άνωθεν και έξωθεν εποπτεία –την «αντι-κειμενική»– της κατάστασης των πραγμάτων, της Πραγματικότητας.
Για να αποδράσει κανείς από τον «Ιστό», να αποδράσει από την υπάρχουσα επιβαλλόμενη κατάσταση των πραγμάτων, από την καθημερινή πραγματικότητα, από το δίκτυο του συστήματος, από το Κατεστημένο, και από τον «Παντεπόπτη Οφθαλμό» (Panopticum, «Big Brother»), θα πρέπει αναπόφευκτα να αντιδράσει στην Επιστήμη. (αναζήτησε το άρθρο: Πανοπτικό σύστημα)
Ουσιαστικά και φιλοσοφικά υπάρχουν δύο Κόσμοι. Δύο Πραγματικότητες.
1. Ο «Κοινός Κόσμος»
Η Συναινετική Πραγματικότητα (Consensus Reality), ή Συμβατική Πραγματικότητα, ή Κατεστημένη Πραγματικότητα, ή Καθημερινή Πραγματικότητα, ή «Ο Πραγματικός Κόσμος», ή Συγκαταβατικότητα (ή συμφωνημένη πραγματικότητα ή συν-ωμοτική πραγματικότητα –αυτήν που έχουμε «ορκιστεί» μαζί να την τηρούμε), ή Σύμβαση (Συμβάν), ή «Κοινωνία» (από το «Κοινός Νους», δηλαδή η κατάσταση κατά την οποία νοούμε κοινά, δηλαδή αντιλαμβανόμαστε τα πάντα με τον ίδιο τρόπο, σκεφτόμαστε τα ίδια), ή «Κοινή Γνώμη» (και κοινή γνώση), των «Κοινών Θνητών» (σε αντίθεση με τους «αθάνατους» θεούς, –αλλά και βλέπε πχ το βρετανικό House of Commons, το «Κοινοβούλιο», υπό το House of Lords, την «Βουλή των Λόρδων», των «Κυρίων» – βλέπε τους «Res» –ανθρώπους-«Πράγματα»– της Ρώμης, και το Res-Publicae, το «δημόσιο/δήμο των Πραγμάτων», Republic, υπό την Σύγκλητο/όμοια κλήση, δηλ. την μεταλλαγμένη «Δημο-κρατία» –οι Αμερικανοί το γνωρίζουν αυτό, δεν είναι αντίφαση το Republicans και το Democrats των δύο αντίπαλων μεγάλων κομμάτων τους– βλέπε και το «common sense», ο «κοινός νους», sensus communis.
Π.χ. βλέπε και «Κομμουνισμός», Κοινωνισμός/Σοσιαλισμός, το «Κοινό» –όπως λέμε «το ευρύ κοινό»– στα θεάματα, ο «κοινός λαός» ή απλοϊκός ή «απλός λαός»/simple-minds, οι μη-αριστοκράτες ή μη-ευγενείς, οι αγενείς, raw/rude/peasants, οι «κοινές» γυναίκες/πόρνες/prostitutes/πρόστυχες, αλλά και ο κοινόχρηστος, τα κοινόχρηστα αλλά και τα «χρηστά ήθη», το «Συμβούλιο»/κοινή-βούληση, η Συμφωνία, το αρχαίο «κοινόν αγαθόν», η κοινωνία ως «κοινωφελές ίδρυμα», αλλά και η Κοινοπολιτεία/CommonWealth, η Κοινοπραξία ή Πρακτικότητα… Το κοινός είτε ως απλός και συν-ήθης/όμοιο ήθος και ευ-τελής/εύκολος, είτε ως δημόσιος, σύντροφος, σύμμαχος, σύμβιος, σύνεδρος, συνεργάτης, συνάνθρωπος, επίσης ο στοιχειώδης, element/elementary/parlementary/parliament, η κοινή εργασία ή «συνεργασία», ο «κοινός βίος», το Κοινόβιο, κ.ά. …) … ή Κοινοτοπία (ο «κοινός τόπος»), ή Κοινοτυπία (ο «κοινός τύπος») ή Συμβατότητα (Compatibility)…
….αλλά και ο «Υλισμός», ο «Ρεαλισμός», o «Ορθολογισμός» (όρος που αποδίδει το γερμανικό Rationalismus, κατασκευής 1852, δεν εννοεί την «Oρθοέπεια», τον ορθό χειρισμό του λόγου, αλλά τον ορθό λογισμό, και προϋποθέτει έναν διευθυντή/κριτή που θα διευθύνει/κρίνει την έννοια του ορθού στο κάθε τι, και θα κάνει μία κριτική/κρίση των λογισμών, δηλαδή μία «λογοκρισία», ή των συλλογισμών, δηλαδή ένα «Mind Control» –βλέπε και το Thought Police του έργου του G. Orwell 1984, την «αστυνομία σκέψης» και τα ThoughtCrimes, τα εγκλήματα σκέψης/λογισμών…
Ο «Κόσμος του Επιστητού», η «Συρροή» (Main Stream), ο Κατεστημένος Κόσμος ή το «Κατεστημένο», το «Σύστημα», η Επιστημονικότητα (και κυρίως ο «επιστημονισμός», κατά το ορθότερο, δηλαδή αυτού του είδους η σχολή σκέψης), η Αντικειμενική Πραγματικότητα ή Αντικειμενικότητα, ο εξωτερικός κόσμος ή ο αισθητός κόσμος, ο Φυσικός Κόσμος, ο «Μακρόκοσμος», η εξωτερική πραγματικότητα, η δεδομένη πραγματικότητα (ή δοτή πραγματικότητα ή κοινή δοξασία ή Δόγμα, «δογματισμός»), η κοινή πραγματικότητα, η «Κοινωνία», η κοινωνική πραγματικότητα. …Ο «Κοινός Κόσμος».
2. Ο «Ίδιος Κόσμος»
Η Προσωπικότητα σε αντίθεση με την Πραγματικότητα, ή «προσωπική πραγματικότητα» ή Ατομική Πραγματικότητα (Individual Reality), ή Υποκειμενική Πραγματικότητα (που εστιάζεται στο «υποκείμενο», στον άνθρωπο, όχι στο «αντικείμενο», στο «πράγμα»), ή Ιδιωτικός Κόσμος (τα «ιδιωτικά σύμπαντα», «κάθε άνθρωπος είναι ένα σύμπαν από μόνος του»), ή Ιδιωτικότητα (Idiocy ή Privacy ή Private Reality ή Private Universe), ο Ιδιαίτερος Κόσμος (σε αντίθεση με τον Έταιρο Κόσμο), ή Ιδιαιτερότητα (σε αντίθεση με την εταιρότητα και την εταιρεία), ή Ιδεατός Κόσμος, ή «Κόσμος των Ιδεών», ή Πνευματικότητα, ή Πνευματική Πραγματικότητα, ή Πνευματικός Κόσμος, ή Ψυχικός Κόσμος, ή «Ψυχολογική Πραγματικότητα», ή Συνειδησιακή Πραγματικότητα ή Συνειδητός Κόσμος, ή Εσωτερικός Κόσμος, ή Εσωτερικότητα (βλέπε και τον αυθεντικό «εσωτερισμό»), ή «Φαντασία» ή «Το Φανταστικό», ή Κόσμος του Φανταστικού (ενίοτε και Ονειρικός Κόσμος ή Κόσμος των Ονείρων),
…Η Ουτοπία (ο «ού-τόπος», ο τόπος που δεν υπάρχει εδώ –πλέον και το Cyberspace ή και Virtual Reality), ή Παραινετική Πραγματικότητα, ή Εναλλακτική Πραγματικότητα (Alternative Realities), ή Υπερβατικότητα, ή Υπερβατικός Κόσμος (δεν συμβαίνω, δεν συμβαδίζω, αλλά υπερβαίνω, προπορεύομαι της κοινής πορείας, πρωτοπορώ, σε ανώτερη πορεία, βαδίζω άνωθεν, Υπέρβαση, εις τους αιθέρες, «αιθερο-βάμων», Skywalker), ή Μεταφυσικός Κόσμος (ο όρος Μεταφυσικό εδώ χρησιμοποιείται όπως π.χ. το Μεταμοντέρνο, Postmodern: Postphysical, για να ορίσει το πεδίο της προέκτασης του φυσικού, που στην ουσία είναι το διανοητικό/πνευματικό πεδίο, εφόσον για το πεδίο του φυσικού υπάρχει κοινή εμπειρία αλλά για το πεδίο του μεταφυσικού υπάρχει προσωπική εμπειρία,
…δηλαδή η Μεταφυσική Πραγματικότητα εδώ είναι η προέκταση της κατάστασης των πραγμάτων στο πνευματικό πεδίο, το οποίο αποτελεί μια προέκταση της φύσης, που εκδηλώνεται με τον κάθε ένα από εμάς ξεχωριστά – εφόσον η Φύση και η «φυσική» της και ο αισθητός κόσμος για τον άνθρωπο δια των αισθήσεων είναι η «είδηση» –από το «οίδα», ξέρω, γνωρίζω, και κατανοώ, και η είδηση σημαίνει γνώρισμα, γνώση, πληροφορία, μήνυμα– που μπορεί να νοηθεί ως μία εκπομπή, την λήψη της οποίας κάνει το πνεύμα, και η είδηση προεκτείνεται/αυξάνεται δια της επεξεργασίας και των διασυνδέσεων και των νοημάτων και των εννοιών, και έτσι τελικά έχουμε την Συνείδηση, συν-είδηση. Και αυτό το «κάτι παραπάνω από την είδηση» που τελικά παρακολουθούμε με τον νου μας, με την παρέμβαση του πνεύματος, δεν είναι ο φυσικός κόσμος αλλά ο μεταφυσικός κόσμος, εν προκειμένω ο κόσμος των ιδεών…
–μια «ερμηνευτική» εσωτερική πραγματικότητα, μια εσωτερική/πνευματική κατάσταση των «πραγμάτων», εμπνευσμένη ή επηρεασμένη από την είδηση της εξωτερικής πραγματικότητας η οποία δεν θα υπήρχε για εμάς αν δεν την «συνειδητοποιούσαμε»: είδηση-συνείδηση-συνειδητο-ποιώ, δημιουργώ συνειδητότητα, δηλαδή σε μεγάλο βαθμό δημιουργώ την είδηση ο ίδιος ανάλογα με αυτό που ήδη είμαι και γνωρίζω –δεν «βλέπω» αληθινά τον ήλιο ως είδηση, αλλά έχω την συνείδηση του ήλιου, γνωρίζω μόνο την εμπειρία μου από τον ήλιο, ο ήλιος αυτός υφίσταται μεταφυσικά, σε μια εσωτερική ιδιαίτερη πραγματικότητα μου, στον κόσμο της συνείδησης… Tο πνεύμα βλέπει τον εαυτό του ως κόσμο, Είδωλο –και αυτό υποδεικνύει ότι το «αντικειμενικό» είναι ακόμη μία Επινόηση, εφόσον μόνο το «υποκειμενικό» μπορεί να υφίσταται και να αναγνωρίζεται από το υποκείμενο.
…αλλά και ο «Ιδεαλισμός», η Ιδιονία (σε αντίθεση με την «κοινωνία», εξ ου και η «διάνοια», όχι ο κοινός νους αλλά ο ίδιος νους), ο Υπερ-ρεαλισμός (Σουρεαλισμός, Surrealism) … το «Παράδοξο» (σε αντίθεση με την Κοινή Δόξα / Δοξασία / Doctrine / Δόγμα, μία εναλλακτική δοξασία, παράπλευρη, ένα σύνολο διαφορετικών πεποιθήσεων και διδασκαλιών από τις κοινές πεποιθήσεις και δόγματα, ένα Αντι-δόγμα, ένα Secret Doctrine, όχι η διδασκαλία/Ιστορία των κοινών ιδεών, αλλά μία Μυστική Ιστορία των Ιδεών),
ο Αντιλογισμός (όχι απαραίτητα ο αντίλογος, αλλά ο αντί του λογισμού ή του λογισμικού, του υπο-λογιστικού προγράμματος), ο «Μικρόκοσμος», ο Μαγικός Κόσμος (και μαγικός ρεαλισμός), το Underground (υπόγειο, «περιθώριο», Fringe, σε αντίθεση με το Main Stream, την Συρροή του «επιφανειακού» –όπου το κινούμενο πλήθος εννοείται ως κύριο «ρεύμα ποταμού»– ο «υποθάλπτων» κόσμος, «ενάντια στο ρεύμα» ή New Wave, η πραγματικότητα της Αντίστασης, ο Kόσμος του Εναλλακτικού, Alternative, μία Εναλλακτική Πραγματικότητα, Alternative Reality).
…Το «Individual» ή Individual Reality, (το «άτομο», όχι τομή, αυτό που δεν τομείται, το άτμητο, το αδιαίρετο, εν προκειμένω ο κάθε άνθρωπος ως ξεχωριστό πρόσωπο, σημασιολογικά από το γαλλικό Individu, –το «φυσικό πρόσωπο», σε αντίθεση με την κοινωνία/«ανθρωπότητα» και το κοινωνικό ή νομικό πρόσωπο– ο ατομικός/προσωπικός κόσμος, ο Άτομος –συγγενικό σημειολογικά με το Ατόφιος, Ατόφυος, δηλ. Αυτοφυής, αυτός που φύεται/φυτρώνει από μόνος του, «Ανεξάρτητος»… όπου το Ατόφιος λανθασμένα/επιτηδευμένα έχει ταυτιστεί με το Αυθεντικός/Γνήσιος, δηλ. «έγκυρος», με το «κύρος» του Κυρίου: Αυθεντικός είναι αυτός που ανήκει στον Αφέντη/Αυθέντη, στον Κύριο, δηλαδή ο Δούλος, και η έννοια του Ατόφυος/Αυτοφυής συνδέθηκε με την γεωργία, εν προκειμένω την ανεξάρτητη γεωργία εκτός Φέουδων, αλλά οι Φεουδάρχες αναγνώριζαν ως γνήσιο προϊόν –«αυθεντικό» του Αφέντη– μόνο την δική τους καλλιέργεια, την κατευθυνόμενη από αυτούς και υπό την προστασία/επιστασία τους, κι έτσι παράλλαξαν την γεωργική έννοια του ανεξάρτητου ταυτίζοντάς την με την γνησιότητα και την έγκριση του Αφέντη– κι έπειτα, κατά τον Διαφωτισμό, χρησιμοποιήθηκαν γεωργικές μεταφορές για την Παιδεία, και γι’ αυτό μέχρι σήμερα μιλάμε για τους «καλλιεργημένους» ανθρώπους, την καλλιέργεια, κλπ, που έτσι κι αλλιώς υποδηλώνει το «καλό έργο», το οποίο όμως για να είναι καλό πρέπει να είναι υπό έλεγχο και γνήσιο και υπό τον διδάσκαλο/αυθέντη/αφέντη –και προκύπτει και η νέα έννοια της «Αυθεντίας»– και όχι «Αυτοφυές», Ατόφιο, Άτομο, Individual, κλπ.
Ο Σωκράτης, (σ. t.p. ο Ηράκλειτος, πρώτος) που στο πολύ μακρινό παρελθόν τα είχε συνυπολογίσει όλα αυτά φιλοσοφικώς, εισήγαγε την έννοια της αυτοδιδασκαλίας, της «αυτοφυούς καλλιέργειας» θα λέγαμε, και δήλωνε «είμαι Αυτοδίδακτος», φτιάχνοντας μια νέα δική του λέξη/έννοια, δηλαδή κανείς δεν με δίδαξε αλλά εγώ δίδαξα τον εαυτό μου, δηλαδή «δεν έχω Αυθέντη, είμαι από μόνος μου Αυθεντία», δηλαδή «δεν ακολουθώ κάποιο Δόγμα, έχω δικές μου δοξασίες/διδασκαλίες», είμαι Ατόφιος, Αυτοφυής, δεν έχω ανάγκη έγκρισης/κύρους γνησιότητας –εισάγοντας έτσι την καλλιέργεια ως εργασία στον/με τον εαυτό, την λεγόμενη και Αυτογνωσία… Και έτσι, ο Σωκράτης –που εκτελέστηκε για τέτοιες απόψεις, κατηγορούμενος ότι εισάγει «καινά δαιμόνια» ή ότι ισχυρίζεται ότι έχει δικό του προσωπικό δαιμόνιο το οποίο ακολουθεί– υπήρξε ο εισηγητής του Individuality, του Individualism, του Ατομισμού, της διανοητικής Ανεξαρτησίας του Ατόμου).
Η Εξαιρετική Πραγματικότητα (δια της εξαιρέσεως, εκ της αιρέσεως), το Εκκεντρικό (εκείνο που εξαιρεί τον εαυτό του από το κέντρο, από το επίκεντρο του κόσμου, που διαφεύγει του κέντρου, το «φυγόκεντρο» –στην Αστρονομία, το Εκκεντρικός/Έκκεντρος χρησιμοποιείται για ουράνια σώματα με αποκλίνουσα ή ελλειπτική τροχιά– η Εκκεντρική Σκέψη σημαίνει την Αποκλίνουσα Σκέψη, σε αντίθεση με την Συγκλίνουσα/Σύγκλητο Σκέψη, που συγκλίνει με τη σκέψη των πολλών, της «κοινωνίας» που νοεί κοινά, δηλαδή την Σύσκεψη. Κι έτσι ο εκκεντρικός διανοητής είναι αυτός που δεν μετέχει σε συσκέψεις, συμβούλια, συγκλήτους/εκ-κλησ-ίες, συνέδρια, συλλογισμούς, και γενικά είναι έκκεντρος, δηλαδή δεν συμμετέχει στα Κέντρα των Αποφάσεων ούτε τα ακολουθεί –είναι αποκεντρωμένος και Άκυρος, δηλαδή δεν έχει «κύρος», δεν έχει Κύριο, Αυθέντη, δεν είναι «έγκυρος» ή «έγκριτος», δεν έχει έγκριση, δεν εγκρίθηκε από το Κυρίαρχο– και γενικά απέχει του εστιακού κέντρου της κατεστημένης πραγματικότητας, δηλαδή απέχει του Κατεστημένου, αποκλίνει από το Σύστημα, αλλά και από τις Συνήθειες, τα Συνήθη, δηλαδή τα κοινά ήθη, δηλαδή είναι Ασυνήθιστος, διακρίνεται από δικό του ήθος, ίδιον ήθος, είναι αυτοήθης, κατά το αυτοδίδακτος ή αυτοφυής πάλι, μη αποδεκτός κατά τις κοινωνικές αντιλήψεις, Απαράδεκτος, εκτός Παράδοσης, έξω από την δεδομένη πραγματικότητα, Εξωπραγματικός, Εξωτικός. …Ο «Ίδιος Κόσμος».
Λοιπόν, ουσιαστικά και φιλοσοφικά υπάρχουν αυτοί οι δύο Κόσμοι, αυτές οι Δύο Πραγματικότητες, ο «Κοινός Κόσμος» και ο «Ίδιος Κόσμος».
Αυτοί οι δύο κόσμοι δεν βρίσκονται απλά και μόνο σε αλληλεπίδραση ή αλληλεπιρροή, ή σε διάφορους συσχετισμούς και διαδραστικότητα (Interactivity), ή σε συνύπαρξη ή περιχώρηση ή συμμετρία, αλλά βρίσκονται σε διαμετρική αντίθεση και σε αντιπαράθεση. Οι δύο κόσμοι βρίσκονται σε Πόλεμο.
Στο σημείο αυτό, είναι σημαντικό να ξεκαθαριστεί ότι οι δύο αυτοί κόσμοι, οι δύο αυτές πραγματικότητες, δεν προκύπτουν στ’ αλήθεια από τον διαχωρισμό (ή την σύμπραξη, κατά κάποιους) σώματος/ψυχής ή ύλης/πνεύματος, ή εξωτερικής/εσωτερικής πραγματικότητας, ή φυσικού κόσμου/νοητικού κόσμου, ή οντολογίας/δεοντολογίας, ή φυσικού/μεταφυσικού, κ.ο.κ., διότι όλα τους αυτά είναι διαπιστώσεις που στην ουσία γίνονται εντός των πλαισίων του δεύτερου κόσμου (του «Ίδιου Κόσμου») στην προσπάθεια να εντοπιστεί η εξωτερική πίεση που ο ίδιος δέχεται ή η αντιπαράθεση ή και οι αιτίες της σύγκρουσης.
Άλλωστε, είναι χαρακτηριστικό ότι, το δεύτερο συνθετικό των παραπάνω «ζευγών» ή «πλευρών», δεν είναι αποδεκτό από τον πρώτο κόσμο, τον «Κοινό Κόσμο», που θεωρεί τον εαυτό του μοναδικό, ενώ το κάθε πρώτο συνθετικό από αυτά, είναι κατά κάποιον τρόπο αποδεκτό από τον δεύτερο κόσμο, τον «Ίδιο Κόσμο»…
Αν κρίνουμε από την υπάρχουσα κατάσταση των πραγμάτων, ο πρώτος κόσμος (ο «Κοινός Κόσμος») έχει επιβληθεί με τρόπους αδιαμφισβήτητους επί του δεύτερου κόσμου (του «Ίδιου Κόσμου»), δηλαδή φαίνεται ότι είναι ο νικητής της αντιπαράθεσης, και καθορίζει σχεδόν απόλυτα τους κανόνες της κατάστασης των πραγμάτων (αλλά ακόμη και τις έννοιές τους). Και ο δεύτερος κόσμος συνεχίζει τον πόλεμο υπό την μορφή Αντίστασης (μέσα στην Κατοχή), ενώ φυσικά η ιδεολογική αντιπαλότητα παραμένει…
Έτσι, η Καθημερινή Πραγματικότητα (παρ’ όλο που ενοικείται από τους ξενιστές/φορείς του δεύτερου κόσμου) καθορίζεται από τον πρώτο κόσμο. Η καθημερινή πραγματικότητα είναι η ίδια η πρώτη πραγματικότητα, δηλαδή είναι πλέον ταυτισμένη με την πραγματικότητα του πρώτου κόσμου.
Η Απόδραση από την Καθημερινή Πραγματικότητα, είναι, στην ουσία, δραστηριότητα (ή στόχος, ελπίδα) του δεύτερου κόσμου. Ο «Ίδιος Κόσμος» θέλει να αποδράσει από τον «Κοινό Κόσμο» και τις επιβολές του και την τυραννία του. (Εφόσον δεν μπορεί εύκολα να αντιστρέψει το αποτέλεσμα του πολέμου, άρα δηλαδή θέλει να δραπετεύσει από το στρατόπεδο Συγκέντρωσης –με τρόπους εκκεντρικούς, με σκοπούς εξωτικούς).
Στην κατάσταση που περιγράφηκε, ο γενικευτικός και απλουστευτικός διαχωρισμός «Πραγματικού»/«Μη-Πραγματικού», ας το πούμε έτσι, δεν υφίσταται. Πρόκειται για επιτηδευμένη λεπτομερή «σοφιστεία», ένα σόφισμα/ξεγέλασμα, των φορέων της ιδεολογίας του πρώτου κόσμου. Διότι, τελικά, περί αυτού πρόκειται (όσον αφορά τον κόσμο μας, και όχι απλά το πνεύμα μας), κατά βάθος πρόκειται περί δύο Ιδεολογιών. Στην ουσία μιλάμε για δύο ιδεολογίες, αντικρουόμενες ή συγκρουόμενες διαχρονικά, που θα μπορούσε κανείς –εξίσου γενικευτικά και απλουστευτικά– να τις ορίσει ως τον Υλισμό και τον Ιδεαλισμό. Ο Υλισμός έχει δώσει βάση στον «Κοινό Κόσμο», και ο Ιδεαλισμός έχει δώσει βάση στον «Ίδιο Κόσμο», ή τους έχουν αντίστοιχα επινοήσει, ιδεο-λογικά.
Το μεγάλο πρόβλημα στην κατανόηση αυτών των δύο «ρευμάτων», είναι ότι το καθένα δεν περιγράφει απλά και μόνο τον εαυτό του, αλλά περιγράφει και το άλλο. Και, όπως ίσως καταλαβαίνετε, η περιγραφή που το καθένα κάνει για το άλλο, είναι είτε επιτηδευμένη και διαστρεβλωμένη επίτηδες, είτε συγχυσμένη με τις ίδιες τις ιδέες του καθενός που επηρεάζουν καθοριστικότατα την περιγραφή του άλλου (ή ακόμη και την απόλυτη μη-αποδοχή του). Δηλαδή, οι ιδέες του καθενός υπάρχουν και μέσα στην περιγραφή του άλλου, από το καθένα… Οπότε, αναπόφευκτα και όπως πάλι ίσως καταλαβαίνετε, έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία, κατά την κατανόηση αυτών των δύο «ρευμάτων», όταν προσεγγίζουμε την όλη κατάσταση για να αντλήσουμε αρχική πληροφόρηση ή σημασιολογία και εννοιολογία (Λογοτεχνία, στην ουσία) και άρα πρώτη «διάγνωση» (δια της γνώσης), έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία ποια περιγραφή θα παρακολουθήσουμε για το Άλλο…
Για παράδειγμα: Άραγε, κατά την πρώτη κατανόησή μας (διάγνωση) θα παρακολουθήσουμε την περιγραφή που κάνει ο «Κοινός Κόσμος» για τον «Ίδιο Κόσμο»; …Αν ναι, τότε το πιθανότερο είναι ότι ο «Κοινός Κόσμος» θα μας συμπαρασύρει ιδεολογικά, δηλαδή θα μας συμπαρασύρει στην ίδια την δική του αντίληψη για την κατάσταση των πραγμάτων, την Πραγματικότητα. Στην ουσία, μία ιδεολογία θα μας περιγράψει με τον δικό της ιδεολογικό τρόπο την κατάσταση, θα μας μεταφυτεύσει τις δικές της ιδέες –βεβαίως, πάντοτε μέσα σε μία πολεμική αντιπαράθεση των ιδεών. (Δείτε το έτσι, εδώ στο παράδειγμα: στην ουσία, εκ της ουσίας, η εξουσία, θα μας οδηγήσει στην ίδια την αμφισβήτηση του εαυτού μας.)
Πώς περιγράφουν οι κοινές αντιλήψεις τις ιδιαίτερες αντιλήψεις;
Πώς περιγράφουν οι ιδιαίτερες αντιλήψεις τις κοινές αντιλήψεις;
Πώς περιγράφει το Κατε-στημένο την Αντί-σταση σε αυτό; Πώς περιγράφει η Αντίσταση το Κατεστημένο; (Και από πού προέρχεται η πληροφόρηση/ενημέρωσή σου –αλλά και η έμπνευσή σου– που καθορίζει την διάγνωσή σου και την γνώση σου;) Πώς περιγράφει ο «Κοινός Κόσμος» τον «Ίδιο Κόσμο» (αν τον αποδέχεται καν ως ξεχωριστή οντότητα); Και πώς περιγράφει ο «Ίδιος Κόσμος» τον «Κοινό Κόσμο»; Πώς περιγράφει η Ιδιότητα την Κοινότητα; Και πώς περιγράφει και κατανοεί/χρησιμοποιεί η Κοινότητα την Ιδιότητα;
Γνωρίζω πως ο αναγνώστης θα σκεφτεί την ίδια την σχετικότητα ή την υποκειμενικότητα που διέπει τα παραπάνω ερωτήματα και τις απαντήσεις τους. Θα πρέπει, όμως, ο αναγνώστης να αναλογιστεί ότι, η «υποκειμενικότητα» (σε αυτά τα σημαντικά ερωτήματα) που σκέφτεται αυτήν την στιγμή, η οποία καθοδηγεί το σκεπτικό του, είναι επινόηση ή συμπέρασμα ή ιδεολογικό εύρημα του ιδεολογικού ρεύματος που υποστηρίζει το «υποκειμενικό» έναντι τού (επιβεβλημένου, επινοημένου) «αντικειμενικού» –δηλαδή είναι ευρηματικό επιχείρημα του «Ίδιου Κόσμου».
Ποια είναι, λοιπόν, η αντικειμενική απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα περί περιγραφής και διάγνωσης; Σκεφτείτε το όσο θέλετε: δεν υφίσταται. Και οι δύο περιγραφές (για την διάγνωσή σας) θα είναι «υποκειμενικές», ή, αν προτιμάτε, προκατειλημμένες, προ-ιδεασμένες, «ιδεοληπτικές», ιδεο-λογικές.
Το πρόβλημα, βέβαια, όπως είπα, είναι ότι αυτή η «υποκειμενικότητα» που διαπιστώνετε, δεν ανήκει στην λογοτεχνία της πρώτης περιγραφής, αλλά ανήκει στην λογοτεχνία της δεύτερης, (αλλά και προέρχεται πρωτότυπα από αυτήν). Αυτήν την υποκειμενικότητα δεν την προσμετρά στην περιγραφή της η περιγραφή του «Κοινού Κόσμου» για τον εαυτό του ή για τον «Ίδιο Κόσμο», ενώ αντίθετα την υπερτονίζει στην περιγραφή της του «Κοινού Κόσμου» ο «Ίδιος Κόσμος», (επίσης αυτήν την υποκειμενικότητα την συμπεριλαμβάνει στην περιγραφή του εαυτού του, σε αντίθεση με την άλλη παράταξη που δεν την συμπεριλαμβάνει στην περιγραφή του εαυτού της).
Εδώ τώρα, έτσι, ίσως μόλις έχετε ήδη κάνει μία αληθινή διαπίστωση –με πάρα πολλές προεκτάσεις– που προέρχεται από ένα ιδεολογικό ρεύμα, που, στην διανόηση του, φαίνεται ότι αναζητά στ’ αλήθεια την Αλήθεια…
Τέλος πάντων, το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι ο «Ίδιος Κόσμος» (το Individual, το Άτομο, η Ιδιαιτερότητα) ζει δυστυχισμένα μέσα στον επιβαλλόμενο «Κοινό Κόσμο» (την Συναινετική Πραγματικότητα, Consensus Reality) του Επιστητού και του Κατεστημένου. Δυστυχεί και υποφέρει μέσα στην Καθημερινή Πραγματικότητα, γι’ αυτό και θέλει να αποδράσει από αυτήν…
Σ’ αυτό το σημείο, θυμάμαι κάτι που έγραψε ο Φίλιπ Κ. Ντικ:
«Σημαντικό κομμάτι κάθε δυστυχίας είναι, κατά κάποιον τρόπο, η σκιά της δυστυχίας ή το καθρέφτισμά της: το γεγονός ότι δεν υποφέρεις απλά, αλλά πρέπει να σκέφτεσαι το γεγονός ότι υποφέρεις. Δεν ζω απλά κάθε ατέλειωτη μέρα μέσα στην θλίψη, αλλά ζω κάθε μέρα σκεπτόμενος ότι ζω κάθε μέρα στην θλίψη… Σκέφτομαι ότι ίσως να μπορούμε να το αποφύγουμε αυτό, κι έτσι να αποφύγουμε ένα σημαντικό κομμάτι κάθε δυστυχίας.»
Σημαντικό κομμάτι της ισχύος και της μεγάλης επιρροής του «Κοινού Κόσμου» στο Άτομο, είναι η αντανακλαστικότητα της πραγματικότητας.
Την ισχύ του «Κοινού Κόσμου», της ισχύουσας πραγματικότητας, την αντανακλούν τα δέσμια από αυτήν άτομα μεταξύ τους, την αντανακλά το ένα άτομο πάνω στο άλλο. Και, με αυτόν τον τρόπο, την Επιβεβαιώνει. Δεν Βεβαιώνεται απλώς το άτομο για αυτήν, αλλά αυτή Επι-βεβαιώνεται από τους άλλους –εγκαθιδρύοντας έτσι την ισχύ της. Η ίδια η πραγματικότητα παρουσιάζεται να επιβεβαιώνει τον εαυτό της κατ’ αυτόν τον τρόπο –δηλ. τελικά να επαληθεύεται και να πραγματο-ποιείται. Δια της αντανάκλασης.
Αυτή η αντανάκλαση, αυτή η συνεχής επιβεβαίωση, που επιστρέφει στον εαυτό της σαν «ουροβόρος όφις» και συνεχώς τον επι-βεβαιώνει, καθιστά αντιληπτικά και ουσιαστικά την ισχύουσα πραγματικότητα ως ανυπέρβλητη, ως αδιέξοδη, ή ως ρουτίνα, ως αντιληπτικό Loop, ως «φαύλο κύκλο».
Υπάρχει ένα κόλπο που εφαρμόζουν οι δραπέτες, σε σχέση με όλο αυτό: Το άτομο, με την απομόνωση, διαφεύγει από την αντανακλαστικότητα της πραγματικότητας, δηλαδή με το να μην συγχρωτίζεται με το πλήθος, με το να μην έχει επαφές, ανακόπτει στην ουσία αυτήν την αντανακλαστικότητα της ισχύουσας πραγματικότητας, παύει αυτή να επιβεβαιώνεται από τους άλλους και: κανονικότατα χάνει την ισχύ της!… Αυτός είναι ο κύριος (μυστικός) λόγος για τον οποίο κάποιοι που θέλουν να ξεφύγουν από τον κόσμο και από το Σύστημά του, γίνονται «ερημίτες», δηλαδή πηγαίνουν στην «έρημο» όπου καμία αντανάκλαση δεν υπάρχει, καμία επιβεβαίωση, είναι μακριά από τους πολλούς ανθρώπους, κι έτσι η πραγματικότητα παύει να έχει ισχύ, ο «Κοινός Κόσμος» καταρρέει, κι έτσι διανοίγεται εμπρός τους το εσωτερικό σύμπαν…
Γι’ αυτό και αποκαλούνται «αναχωρητές», διότι έχουν αναχωρήσει από τον κοινό κόσμο, έχουν αποδράσει, έχουν διαφύγει ακριβώς από αυτήν την αντανακλαστικότητα της πραγματικότητας και από το πεδίο επιρροής της και ισχύος της.
Εδώ εισάγεται πλέον η εικόνα ενός ατόμου που δεν συντονίζεται στον Ρυθμό (ή στον Παλμό της Εποχής, ή στην Συχνότητα) της ισχύουσας πραγματικότητας, αλλά είναι Ιδιόρρυθμο, έχει δικό του ρυθμό, ξεχωριστό ρυθμό, Ιδιορρυθμία. Είναι το Ιδιόρρυθμο Άτομο. Ο Ιδιότροπος (που έχει δικό του τρόπο). Ο Εκκεντρικός. (Όλα αυτά, με την αληθινή τους έννοια, όχι την κοινώς αποδιδόμενη.)
Αυτή η αντανακλαστικότητα της πραγματικότητας, διαφαίνεται ότι δεν είναι απλά αντιληπτική ή συνειδησιακή, αλλά είναι και κατά κάποιον τρόπο ενεργειακή. Είναι σαν να υπάρχει ένα ενεργειακό πεδίο, ένα κανονικό πεδίο επιρροής, μέσα στο οποίο ο καθένας λειτουργεί ως ενισχυτής, ένα δίκτυο που αντανακλάται από τον καθένα στον καθένα που το συστήνει ως κατάσταση και του οποίου ο ίδιος αποτελεί τερματικόν αυτή άλλωστε ίσως είναι και η λεγόμενη συμβατότητα της συμβατικής πραγματικότητας του Consensus, του Matrix, ή ένα μορφογενετικό πεδίο.
Μέσα από όλα αυτά, ίσως φαίνεται ξεκάθαρα να ξεπροβάλλει η φιλοσοφία του Escapism, ενός «Αποδρατισμού»… Ένα κάλεσμα για Απόδραση από την Καθημερινή Πραγματικότητα, που περιέχεται στις ίδιες τις έννοιες που σκιαγραφούν την εννοιολογική τοπογραφία της δεδομένης κατάστασης των πραγμάτων, των προεκτάσεων της, και των αντιδράσεων που η ίδια δημιουργεί στο ίδιο το πνεύμα των εννοιών που καλείται να διαχειριστεί ο καθένας μας, που καθορίζουν τις αντιλήψεις μας, τις περιγραφές μας, την συνειδητότητά μας, τις ιδέες μας και την ιδεο-λογία μας, τις αναζητήσεις μας και τους προβληματισμούς μας επί της πραγματικότητας, μα και των διεξόδων πέρα από τα επιβαλλόμενα όρια της. (Πρόκειται για την πλήρη λεπτομερή περιγραφή του Matrix και της Αντίστασης σε αυτό.) Και όλα αυτά, είναι τα πρωταρχικά συνθετικά μιας Λογο-τεχνίας του Escapism.
Η αισθητική που χαρακτηρίζει τις μεγαλύτερες εμπνεύσεις αυτού του Escapism, αυτού του «αποδρατισμού» ή της Φιλοσοφίας –ή της Τέχνης της Απόδρασης, είναι η αισθητική του Εξωτισμού (Exotism).
Η αισθητική που εκπέμπει οτιδήποτε βρίσκεται Έξω από τα πλαίσια της δεδομένης καθημερινής ή κατεστημένης πραγματικότητας, Έξω από τα πλαίσια της επιβαλλόμενης περιοριστικής συναινετικής πραγματικότητας του «Κοινού Κόσμου», με τις προεκτάσεις πιθανών νέων εναλλακτικών πραγματικοτήτων και των εμπνεύσεων περί αυτών, σκιαγραφεί ή και χαρτογραφεί αυτόν τον Εξωτισμό.
Το Εξωτικό, είναι αυτό που στέκει Έξω από τον κόσμο όπως τον έχουμε συνηθίσει, έξω από την οικεία μας καθημερινή τοπική –στον χώρο και στον χρόνο– πραγματικότητα, ή που εισβάλλει σε αυτήν από Έξω, ή ασκεί μέσα σε αυτήν επιρροές που προέρχονται από Έξω. (Έχει ενδιαφέρον, επίσης, ότι, στην Αγγλική γλώσσα, το ιδιαίτερο και ιδιότροπο και ιδιόρρυθμο κι εκκεντρικό ασυνήθιστο άτομο, που, κατά την δράση του, εξαιρεί τον εαυτό του –ή εξαιρείται– από την κεντρική πραγματικότητα και από το Κατεστημένο, αποκαλείται: Outsider. Ο Εξώτερος. Ένας Εξωτικός ή Εξωτεριστής.
Ακόμη και τα λεγόμενα «Ξωτικά», εκείνα τα όντα ενός παράλληλου κόσμου με τον δικό μας –ή οι Aliens/Ξένοι– είναι τα Εξωτικά, αυτά που έρχονται από «έξω από ‘δω», και ο κόσμος προέλευσης τους είναι ο Εξωτικός Κόσμος. Μέσα από τον «Κοινό Κόσμο», η πρόσβαση στον Εξωτικό Κόσμο είναι απαγορευμένη, και γι’ αυτό χαρακτηρίζεται ως ανύπαρκτη ή ως Παραίσθηση –κάτι που έτσι κι αλλιώς εννοεί μία αίσθηση δίπλα στις νόμιμες αισθήσεις, παρανόμως και παρα-δόξως, δηλαδή ας πούμε μία «έκτη αίσθηση»…)
Και η Λογο-τεχνία περί όλων αυτών, κατηγορείται ως Παραλογοτεχνία –μόνο που δεν θα έπρεπε να την χαρακτηρίζουν ως Παρα-Λογοτεχνία, αλλά ως Παραλογο-τεχνία, διότι ενώ αληθινά βρίσκεται παραδίπλα από την στενή «ορθή» κατεστημένη λογική τους και την μέτρια ρεαλιστική τέχνη τους, ως Λογο-τεχνία, κινούμενη σε μια εναλλακτική ροή της Ιστορίας των Ιδεών (της Μυστικής Ιστορίας των Ιδεών, εξαιτίας όλων αυτών) και εμπνεόμενη από τελείως άλλη Ιδεο-λογία: είναι ουσιαστικά η Τέχνη του Παραλόγου, (Παραλογο-τεχνία), δηλαδή όχι του συναινετικού και συμβατικού αποδεκτού λόγου, αλλά του λόγου της Φαντασίας, δηλαδή της αληθινής λειτουργίας του ανθρώπινου Πνεύματος/Λόγου, και όχι των ιδεών της αυστηρά δεδομένης ανθρώπινης κοινωνίας και των οικειοτήτων της ή των νόμιμων προσδοκιών της.
Θεωρείται τελικά, δηλαδή, πως οτιδήποτε είναι Έξω από τον «κοινό λόγο», την «κοινή λογική», είναι «Παράλογο», και αυτό διαστρεβλωτικά ερμηνεύεται ως «μη-λογικό» κάτι που –αν ήταν έτσι– θα χαρακτηριζόταν από το «Άλογο»… Το Παράλογο, όμως, για το οποίο μιλάμε, δεν είναι μη-λογικό (Άλογο), αλλά χαρακτηρίζει ακριβώς την λογική του Εξωτικού, την λογική των Ονείρων ή Ονειρική Λογική, τον Υπερ-Ρεαλισμό (την υπέρβαση της πραγματικότητας και του πραγματισμού), την λογική του Φανταστικού, τον αισθητικό λόγο των Μυστηρίων, την άρνηση του επιβαλλόμενου «Ορθολογισμού» του Επιστητού, την προέκταση της συνείδησης, την λογική μιας εναλλακτικής ιδεο-λογίας, παράπλευρης, (παρά ή υπό το αποδεκτό «λογικό» και «ιδεο-λογικό» Main-Stream, δηλαδή μία «απόκρυφη» Avant-Garde σχολή σκέψης και διανόησης, όχι η επιβαλλόμενη κουλτούρα, αλλά ένα Counter-Culture, μία αντι-κουλτούρα), και, κατ’ επέκταση εξωτική : μία Παραλογο-τεχνία…
Το «παρά» σημαίνει «δίπλα», κοντά. Έτσι το Παράξενο σημαίνει κάτι που είναι δίπλα στο ξένο, παρά το ξένο. Υποδεικνύει δηλαδή μια έννοια που βρίσκεται ανάμεσα στο γνωστό και στο άγνωστο, ανάμεσα στο οικείο και στο ξένο, μια γέφυρα… Μια πύλη. Το Παρά-ξενο… (Strange). Μια παράλληλη παρατηρούμενη πραγματικότητα, απαράδεκτη, που βρίσκεται δίπλα στην παραδεκτή καθημερινή πραγματικότητα, μια εναλλακτική πραγματικότητα.
Το Παράξενο, ένας εισβολέας από το Ξένο που προσεγγίζει το Οικείο και κάνει την παρουσία του αισθητή συνοριακά, κάτι που έρχεται από το Άγνωστο και προσεγγίζει το Γνωστό, και για να γνωσθεί ή να ανα-γνωσθεί. Ως έννοια, αποτελεί μια ενεργή σύνδεση ανάμεσα στο ξένο και στο οικείο, ανάμεσα στο γνωστό και στο άγνωστο, μια παρένθεση, ανάμεσα στην θέση και στην αντίθεση –την στάση και την αντίσταση: μία παράσταση.
Δεν γνωρίζουν πολλοί άνθρωποι ότι, εννοιολογικά, στα αρχαία Ελληνικά, παράξενος» σήμαινε «μη γνήσιος πολίτης» (παρά & ξένος). Κατά την Ελληνική αρχαιότητα, όπως ένας ξένος δεν μπορούσε να είναι πολίτης της πολιτείας, έτσι και ο «παρά-ξενος» ήταν εκείνος ο οποίος διέμενε στην πολιτεία αλλά, λόγω της συμπεριφοράς του ή της θέσης του, δεν ήταν ή δεν θεωρούνταν, γνήσιος πολίτης, ή και, σε άλλες περιπτώσεις, επειδή μέχρι πρόσφατα υπήρξε ξένος, δεν είχε αποκτήσει ακόμη δικαιώματα πολίτη, ήταν υπό δοκιμή.
Έτσι, όταν στην αρχαία Ελληνική πραγματικότητα αποκαλούσες κάποιον «παράξενο», εννοούσες ότι δεν ήταν αποδεκτός ως γνήσιος πολίτης. Δηλαδή, δεν ήταν αποδεκτός σύμφωνα με τα κοινά, ή και δεν αποδεχόταν τα κοινά, (κατ’ επέκταση, την «κοινή λογική»), ήταν ασύμβατος με τα ήθη και τους θεσμούς της πολιτείας –παρ’ όλο που συμπεριλάμβανε τον εαυτό του σε αυτήν. Μερικές φορές, μάλιστα, εισήγαγε και «καινά δαιμόνια» (νέους θεούς ή νέες ιδέες) που δεν ήταν προς το δεδομένο κατεστημένο συμφέρον της πολιτείας –ήταν ίσως δηλαδή, θα λέγαμε, «ανατρεπτικό στοιχείο». (Η σημασία του «Παράξενος» ως «αλλόκοτος, περίεργος, παράδοξος», είναι ύστερη Ελληνιστική).
Όλο αυτό, αντίστοιχα, φέρνει στο μυαλό και την αυθεντική αρχαία Ελληνική έννοια της λέξης «Ιδιώτης» και «ιδιωτικό». Πρωτότυπα, ο «Ιδιώτης» ήταν αυτός που δεν ασχολούνταν με τα κοινά, που δεν ήταν δηλαδή ενεργός ως πολίτης, και η έννοια αυτή ήταν στην ουσία βρισιά, διότι το «Ιδιώτης» θεωρούνταν σχεδόν ταυτόσημο με το «ηλίθιος». (Δηλαδή κάποιος που, επειδή δεν ασχολούνταν με τα κοινά, άρα, υποτίθεται, δεν ήταν αρκετά έξυπνος ώστε να κατανοεί πως η ασχολία με τα κοινά ήταν σημαντική διότι τα κοινά επηρέαζαν και τον ίδιο, αλλά ασχολούνταν μόνο με όσα αφορούσαν τον εαυτό του).
Με την πάροδο των αιώνων, η έννοια του «Ιδιώτη» ως «ανόητου» ή «απαράδεκτου» έχασε αυτή την υβριστική/καταδικαστική σημασία της, και κατέληξε να σημαίνει αυτό που σήμερα εννοούμε όταν λέμε «ιδιωτικό» (private), δηλαδή απλά «αυστηρά προσωπικό».
(Privacy : Η Ιδιωτικότητα είναι στην ουσία η Προσωπικότητα, ή και Ατομικότητα: Individuality). Παρ’ όλα αυτά, στα Αγγλικά, διατήρησε την αρχική Ελληνική σημασία του, και έτσι «idiot» συνεχίζει αγγλιστί να σημαίνει τον ηλίθιο και απαράδεκτο.
Κοντολογίς, η πρωτότυπη έννοια της λέξης «Παράξενος», σήμαινε αυτόν που δεν ασχολείται καθόλου με τα πολιτικά «όπως θα έπρεπε», έναν όχι γνήσιο «πολίτη», κι άρα, κατ’ επέκταση, κάποιον «Ιδιώτη» που «ιδιωτεύει» –που έχει αποκτήσει δηλαδή ολόδικό του προσωπικό τρόπο να αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα και να την διαχειρίζεται αυτόνομα, χωρίς την έγκριση και την αποδοχή της πολιτείας και των πολιτικών της.
Τώρα, που εξηγήθηκε λίγο όλο αυτό, δεν θα πρέπει πλέον να σας προκαλεί απορία το γεγονός ότι το Παράξενο και τα θέματα του συνήθως δεν έχουν θέση π.χ. στις εφημερίδες ή στην τηλεόραση, ή π.χ. στα σχολεία και στα πανεπιστήμια. Και, παραδείγματος χάριν, το γιατί είναι εξόριστοι της έγκριτης διανόησης εκείνοι που προσεγγίζουν την πολιτική σκηνή με τρόπο συνωμοσιολογικό, αντιλαμβανόμενοι πως η πολιτική σκηνή και τα πολιτικά πράγματα είναι αποτέλεσμα συνομωσιών, μη ασχολούμενοι με τα πολιτικά –αλλά ίσως μόνο λίγο με τα «παρα-πολιτικά»– υποδεικνύοντας έτσι τους εαυτούς τους ως «μη γνήσιους πολίτες» δηλαδή «Παράξενους», και κατ’ επέκταση «Ιδιώτες», μη ασχολούμενοι με τον κοινό τρόπο με τα κοινά και μη συμβαδίζοντας με την κοινή επιβαλλόμενη λογική.
Όλα μα όλα αυτά που προσπαθώ –όπως μπορώ– να καταδείξω εξαιρετικά λεπτομερώς φίλτατε αναγνώστη, είναι η αληθινή Λογο-τεχνία… Και είναι μια Λογο-τεχνία, που είναι αυτοφυής, εμπεριστατωμένη μέσα στις ίδιες τις έννοιες των λέξεων και των νοημάτων που περιγράφουν την εννοιολογική πραγματικότητα. Και, κατά την άποψή μου, η πολύ προσεκτική μελέτη όλων των συνδυαστικών λέξεων και εννοιών που περιέχονται σε όλες αυτές τις σελίδες, και της συνοχής τους, είναι σημαντικότατη και αποκαλυπτικότατη, και με αληθινά συνταρακτικές προεκτάσεις.
Θέλουμε, άραγε, όντως να αποδράσουμε από την περιοριστική μας πραγματικότητα; Τι ακριβώς σκεφτόμαστε γι’ αυτό, εφόσον όντως το θέλουμε, και τι κάνουμε για αυτό;
Όσον αφορά το Escapism προϋποθέτει την Ρήξη με το Οικείο. Δηλαδή, προϋποτίθεται μία προσέγγιση στο Παράξενο. Σε αυτό που βρίσκεται παρά το ξένο, στα όρια μεταξύ οικείου και ξένου. Και, σταδιακά, τελικά, (με την προέκταση της συν-είδησής μας), προς το Ξένο, προς το Άγνωστο.
Η καθημερινή μας πραγματικότητα που έχει καταστηθεί περιοριστικά γύρω μας και μέσα μας, χαρακτηρίζεται απόλυτα από τις δεδομένες οικειότητες της. Μπορούμε να την αλλάξουμε, ξεκινώντας από αυτές. Προσεγγίζοντας το Παράξενο. Στην αρχή, λογο-τεχνικά, έπειτα λογικά, μετά παρα-λογικά, και τελικά –γιατί όχι;– ιδεο-λογικά…
Προτείνεται έτσι, μία πνευματική παραβατικότητα, μία προέκταση της συνείδησης, ένας εξωτισμός, μία παράξενη πρωτοπορία, ένα ιδεολογικό Escapism, μία νέα αληθινή Λογο-τεχνία, μία παρα-λογική δραστηριότητα, μία αληθινή επ-ανά-σταση, μία Αναγέννηση του Πνεύματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου