Πέμπτη 5 Μαΐου 2022

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΑ

ΑΡΙΣΤ Πολ 1274b32–1275b21

Η προϋπόθεση για τη μελέτη των πολιτευμάτων: ο προσδιορισμός των εννοιών "πόλις" και "πολίτης"

Ο Αριστοτέλης στο πρώτο βιβλίο των Πολιτικών του πραγματεύτηκε σε γενικές γραμμές τη ζωή σε μια κοινότητα, καθώς και τη λειτουργία και οργάνωση της απλούστερης μορφής κοινωνικής οργάνωσης, του οἴκου, ενώ στο δεύτερο βιβλίο εξετάστηκαν κριτικά διάφορες πολιτειακές μορφές, θεωρητικές ή ιστορικές. Ακολουθεί η αρχή του τρίτου βιβλίου.

Τῷ περὶ πολιτείας ἐπισκοποῦντι, καὶ τίς ἑκάστη καὶ
ποία τις, σχεδὸν πρώτη σκέψις περὶ πόλεως ἰδεῖν, τί ποτέ
ἐστιν ἡ πόλις. νῦν γὰρ ἀμφισβητοῦσιν, οἱ μὲν φάσκοντες
(35) τὴν πόλιν πεπραχέναι τὴν πρᾶξιν, οἱ δ’ οὐ τὴν πόλιν ἀλλὰ
τὴν ὀλιγαρχίαν ἢ τὸν τύραννον· τοῦ δὲ πολιτικοῦ καὶ τοῦ
νομοθέτου πᾶσαν ὁρῶμεν τὴν πραγματείαν οὖσαν περὶ πόλιν,
ἡ δὲ πολιτεία τῶν τὴν πόλιν οἰκούντων ἐστὶ τάξις τις. ἐπεὶ
δ’ ἡ πόλις τῶν συγκειμένων, καθάπερ ἄλλο τι τῶν ὅλων
(40) μὲν συνεστώτων δ’ ἐκ πολλῶν μορίων, δῆλον ὅτι πρότερον
ὁ πολίτης ζητητέος· ἡ γὰρ πόλις πολιτῶν τι πλῆθός ἐστιν.
[1275a] ὥστε τίνα χρὴ καλεῖν πολίτην καὶ τίς ὁ πολίτης ἐστὶ σκε-
πτέον. καὶ γὰρ ὁ πολίτης ἀμφισβητεῖται πολλάκις· οὐ
γὰρ τὸν αὐτὸν ὁμολογοῦσι πάντες εἶναι πολίτην· ἔστι γάρ
τις ὃς ἐν δημοκρατίᾳ πολίτης ὢν ἐν ὀλιγαρχίᾳ πολλάκις
(5) οὐκ ἔστι πολίτης. τοὺς μὲν οὖν ἄλλως πως τυγχάνοντας
ταύτης τῆς προσηγορίας, οἷον τοὺς ποιητοὺς πολίτας, ἀφετέον·
ὁ δὲ πολίτης οὐ τῷ οἰκεῖν που πολίτης ἐστίν (καὶ γὰρ μέτ-
οικοι καὶ δοῦλοι κοινωνοῦσι τῆς οἰκήσεως), οὐδ’ οἱ τῶν
δικαίων μετέχοντες οὕτως ὥστε καὶ δίκην ὑπέχειν καὶ δικά-
(10) ζεσθαι (τοῦτο γὰρ ὑπάρχει καὶ τοῖς ἀπὸ συμβόλων κοινω-
νοῦσιν [καὶ γὰρ ταῦτα τούτοις ὑπάρχει]· πολλαχοῦ μὲν οὖν
οὐδὲ τούτων τελέως οἱ μέτοικοι μετέχουσιν, ἀλλὰ νέμειν
ἀνάγκη προστάτην, ὥστε ἀτελῶς πως μετέχουσι τῆς τοιαύτης
κοινωνίας), ἀλλὰ καθάπερ καὶ παῖδας τοὺς μήπω δι’ ἡλι-
(15) κίαν ἐγγεγραμμένους καὶ τοὺς γέροντας τοὺς ἀφειμένους
φατέον εἶναι μέν πως πολίτας, οὐχ ἁπλῶς δὲ λίαν ἀλλὰ
προστιθέντας τοὺς μὲν ἀτελεῖς τοὺς δὲ παρηκμακότας ἤ τι
τοιοῦτον ἕτερον (οὐδὲν γὰρ διαφέρει· δῆλον γὰρ τὸ λεγόμε-
νον). ζητοῦμεν γὰρ τὸν ἁπλῶς πολίτην καὶ μηδὲν ἔχοντα
(20) τοιοῦτον ἔγκλημα διορθώσεως δεόμενον, ἐπεὶ καὶ περὶ τῶν
ἀτίμων καὶ φυγάδων ἔστι τὰ τοιαῦτα καὶ διαπορεῖν καὶ
λύειν. πολίτης δ’ ἁπλῶς οὐδενὶ τῶν ἄλλων ὁρίζεται μᾶλ-
λον ἢ τῷ μετέχειν κρίσεως καὶ ἀρχῆς. τῶν δ’ ἀρχῶν αἱ
μέν εἰσι διῃρημέναι κατὰ χρόνον, ὥστ’ ἐνίας μὲν ὅλως δὶς
(25) τὸν αὐτὸν οὐκ ἔξεστιν ἄρχειν, ἢ διὰ τινῶν ὡρισμένων χρό-
νων· ὁ δ’ ἀόριστος, οἷον ὁ δικαστὴς καὶ <ὁ> ἐκκλησιαστής. τάχα
μὲν οὖν ἂν φαίη τις οὐδ’ ἄρχοντας εἶναι τοὺς τοιούτους, οὐδὲ
μετέχειν διὰ ταῦτ’ ἀρχῆς· καίτοι γελοῖον τοὺς κυριωτάτους
ἀποστερεῖν ἀρχῆς. ἀλλὰ διαφερέτω μηδέν· περὶ ὀνόματος
(30) γὰρ ὁ λόγος· ἀνώνυμον γὰρ τὸ κοινὸν ἐπὶ δικαστοῦ καὶ
ἐκκλησιαστοῦ, τί δεῖ ταῦτ’ ἄμφω καλεῖν. ἔστω δὴ διορισμοῦ
χάριν ἀόριστος ἀρχή. τίθεμεν δὴ πολίτας τοὺς οὕτω μετ-
έχοντας. ὁ μὲν οὖν μάλιστ’ ἂν ἐφαρμόσας ὁρισμὸς ἐπὶ πάν-
τας τοὺς λεγομένους πολίτας σχεδὸν τοιοῦτός ἐστιν· δεῖ δὲ
(35) μὴ λανθάνειν ὅτι τῶν πραγμάτων ἐν οἷς τὰ ὑποκείμενα
διαφέρει τῷ εἴδει, καὶ τὸ μὲν αὐτῶν ἐστι πρῶτον τὸ δὲ
δεύτερον τὸ δ’ ἐχόμενον, ἢ τὸ παράπαν οὐδὲν ἔστιν, ᾗ
τοιαῦτα, τὸ κοινόν, ἢ γλίσχρως. τὰς δὲ πολιτείας ὁρῶμεν
εἴδει διαφερούσας ἀλλήλων, καὶ τὰς μὲν ὑστέρας τὰς δὲ
[1275b] προτέρας οὔσας· τὰς γὰρ ἡμαρτημένας καὶ παρεκβεβηκυίας
ἀναγκαῖον ὑστέρας εἶναι τῶν ἀναμαρτήτων (τὰς δὲ παρεκ-
βεβηκυίας πῶς λέγομεν, ὕστερον ἔσται φανερόν). ὥστε καὶ
τὸν πολίτην ἕτερον ἀναγκαῖον εἶναι τὸν καθ’ ἑκάστην πολι-
(5) τείαν. διόπερ ὁ λεχθεὶς ἐν μὲν δημοκρατίᾳ μάλιστ’ ἐστὶ
πολίτης, ἐν δὲ ταῖς ἄλλαις ἐνδέχεται μέν, οὐ μὴν ἀναγ-
καῖον. <ἐν> ἐνίαις γὰρ οὐκ ἔστι δῆμος, οὐδ’ ἐκκλησίαν νομί-
ζουσιν ἀλλὰ συγκλήτους, καὶ τὰς δίκας δικάζουσι κατὰ μέρος,
οἷον ἐν Λακεδαίμονι τὰς τῶν συμβολαίων δικάζει τῶν
(10) ἐφόρων ἄλλος ἄλλας, οἱ δὲ γέροντες τὰς φονικάς, ἑτέρα
δ’ ἴσως ἀρχή τις ἑτέρας. τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον καὶ περὶ
Καρχηδόνα· πάσας γὰρ ἀρχαί τινες κρίνουσι τὰς δίκας.
ἀλλ’ ἔχει διόρθωσιν ὁ τοῦ πολίτου διορισμός. ἐν γὰρ
ταῖς ἄλλαις πολιτείαις οὐχ ὁ ἀόριστος ἄρχων ἐκκλησιαστής
(15) ἐστι καὶ δικαστής, ἀλλὰ ὁ κατὰ τὴν ἀρχὴν ὡρισμένος·
τούτων γὰρ ἢ πᾶσιν ἢ τισὶν ἀποδέδοται τὸ βουλεύεσθαι καὶ
δικάζειν ἢ περὶ πάντων ἢ περὶ τινῶν. τίς μὲν οὖν ἐστιν ὁ
πολίτης, ἐκ τούτων φανερόν· ᾧ γὰρ ἐξουσία κοινωνεῖν ἀρχῆς
βουλευτικῆς καὶ κριτικῆς, πολίτην ἤδη λέγομεν εἶναι ταύτης
(20) τῆς πόλεως, πόλιν δὲ τὸ τῶν τοιούτων πλῆθος ἱκανὸν πρὸς
αὐτάρκειαν ζωῆς, ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν.

***
Διά τον εγκύπτοντα εις την σπουδήν της πολιτικής τάξεως και ερευνώντα την φύσιν και τον χαρακτήρα εκάστης, ως πρώτη σχεδόν έρευνα επιβάλλεται η περί της πόλεως: Ποία τουτέστιν είναι η πραγματική φύσις της πόλεως; Διότι πράγματι κρατεί περί τον όρον τούτον αμφισβήτησις σήμερον· ούτω, προκειμένου περί πράξεως τινός, οι μεν λέγουν (35) ότι η πόλις την έπραξεν, οι δε, ότι δεν την έπραξεν η πόλις, αλλ' η κρατήσασα ταύτης ολιγαρχία ή ο τύραννος. Αφ' ετέρου βλέπομεν ότι πάσα ενέργεια του πολιτικού ανδρός και του νομοθέτου αφορά την πόλιν, ενώ η 'πολιτεία' δεν είναι ή τάξις τις των κατοικούντων την πόλιν. Επειδή δε η 'πόλις' είναι τι σύνθετον εν τη εννοία και οιουδήποτε άλλου αποτελούντος μεν όλον τι, (40) συγκειμένου όμως εκ πολλών μερών, είναι φανερόν ότι πρέπει κατά πρώτον να εξακριβωθή τι είναι πολίτης· διότι η πόλις είναι πλήθος πολιτών· [1275a] και συνεπώς το υπό λύσιν ζήτημα είναι ποίον πρέπει να ονομάζωμεν πολίτην και τις η φύσις του πολίτου. Και τούτο διότι εν αμφισβητήσει κείται και του όρου τούτου η έννοια· καθ' όσον δεν συμφωνούν πάντες επί της ιδιότητος του αυτού ως πολίτου. Και πράγματι συμβαίνει ο αυτός, εν μεν τη δημοκρατία πολίτης να είναι, εν δε τη ολιγαρχία πολλάκις (5) να μη είναι πολίτης. Και τους μεν άλλως πως τυγχάνοντας της προσηγορίας του πολίτου, ως επί παραδείγματι τους 'ποιητούς' πολίτας, ας θέσωμεν εκτός· ο δε πολίτης δεν είναι πολίτης εκ του λόγου ότι είναι κάτοικος ωρισμένου τόπου (διότι και οι μέτοικοι και οι δούλοι μετέχουν της οικήσεως των πολιτών, χωρίς να είναι πολίται), ούτε ο υπαγόμενος εις τάξιν νόμων ρυθμιζόντων τας βιοτικάς αυτού σχέσεις, ούτως ώστε να δύναται να κατηγορηθή και να εισαχθή εις δίκην (10) (διότι τούτο υπάρχει και διά τους εκ των εμπορικών των πόλεων συμβάσεων υποχρεουμένους, καθ' όσον δύνανται ούτοι να εισάξουν και να εισαχθούν εις δίκην ― ενώ πολλαχού οι μέτοικοι δεν μετέχουν τελείως των δικαίων τούτων, αλλ' ανάγκη να εκλέξουν εκ των πολιτών προστάτην, διό και ατελώς πως μετέχουν της τοιαύτης των δικαίων κοινωνίας). Αφ' ετέρου, ως και τους παίδας τους μη (15) εγγεγραμμένους· ακόμη, ούτω και τους γέροντας τους απηλλαγμένους των υποχρεώσεων του πολίτου δύναται να ονομάση πως πολίτας, ουχί όμως και όλως απολύτως, αλλά προσθέτων διά τους μεν το 'άτελείς' διά τους δε το 'παρηκμακότες' ή άλλον τινα των τοιούτων χαρακτηρισμών (καθ' όσον κατ' ουδέν διαφέρουν, διότι φανερόν είναι το λεγόμενον). Ημείς ζητούμεν να γνωρίσωμεν τις ο απολύτως πολίτης, ο ουδεμίαν έχων (20) τοιαύτην έλλειψιν δεομένην διορθώσεως, διότι δύνανται να εγερθούν τοιαύτα ζητήματα και περί των εστερημένων διά δικαστικής αποφάσεως των δικαιωμάτων του πολίτου και περί των εξορίστων και αντιρρήσεις και λύσεις διάφοροι να προσάγωνται. Ο απολύτως δε και απλώς πολίτης δι' ουδενός άλλου χαρακτηριστικού στοιχείου ορίζεται επί το βέλτιστον, ή διά του ότι μετέχει της δικαστικής κρίσεως και της αρχής. Εκ των αρχών δε άλλαι μεν είναι αυστηρώς κατά χρόνον ωρισμέναι, ώστε τινές μεν να μην επιτρέπεται να αναληφθούν δις (25) υπό του αυτού ατόμου, τινές δε να επιτρέπεται μεν, αλλά μόνον κατόπιν ωρισμένου χρόνου· και άλλαι, ως αι του δικαστού και του μέλους της εκκλησίας, αρχαί διαρκείας επ' αόριστον χρόνον. Θα ηδύνατο βεβαίως να προβάλη τις ενταύθα την αντίρρησιν ότι ούτε άρχοντες είναι οι τοιούτοι, ούτε μετέχουν εξ αιτίας τούτων αρχής τινός·αλλ' ασφαλώς είναι κωμικόν να αρνήται τις την ύπαρξιν αρχής εις τους έχοντας τα ανώτατα κυριαρχικά δικαιώματα. Αλλά ας μη επιφέρηται διαφορά μεταξύ τούτων, καθ' όσον η διαφορά (30) έγκειται μόνον εις το όνομα· δεν υπάρχει τουτέστι κοινόν όνομα διά τον δικαστήν και τον εκκλησιαστήν, όπερ να δύναται να χαρακτηρίση αμφοτέρους. Ας δεχθώμεν λοιπόν χάριν του ορισμού, διά τον συνδυασμόν των δύο τούτων αρχών, τον όρον «αόριστος αρχή». Κατ' ακολουθίαν ορίζομεν ως πολίτας πάντας τους δυναμένους να μετέχουν της «αορίστου αρχής» ταύτης. Ο μεν λοιπόν κατ' εξοχήν εφαρμόσιμος επί πάντων των λεγομένων πολιτών ορισμός του πολίτου τοιούτος περίπου είναι. Πρέπει δε (35) να μη διαφεύγη το επί των πραγμάτων, ότι εις ην περίπτωσιν ωρισμένα πράγματα διαφέρουν κατά το είδος και το μεν εξ αυτών είναι πρώτον, το δε δεύτερον εκ του πρώτου προερχόμενον, το δε τρίτον εκ του δευτέρου προερχόμενον, ή ουδεμίαν απολύτως συγγένειαν έχουν μεταξύ των, ως ευρίσκονται ταύτα εις δεδομένην στιγμήν, ή ασθενή τινα μόνον. Αι δε Πολιτείαι βλέπομεν ότι διαφέρουν αλλήλων κατά το είδος, και ότι αι μεν είναι ύστεραι εκείνων, αι δε [1275b] πρότεραι τούτων· κατ' ανάγκην δε αι πλημμελείς και κατά παρέκβασιν είναι υστερογενείς αι δε αλώβητοι πρωτογενείς (και διατί είναι υστερογενείς, αι κατά παρέκβασιν, είναι φανερόν). Συνεπώς και η έννοια του πολίτου, κατ' ανάγκην διάφορος είναι εν εκάστη πολιτεία. (5) Διό και ο διά του ανωτέρω ορισμού ορισθείς ως πολίτης εν μεν τη δημοκρατία είναι ο κατ' εξοχήν πολίτης, εν δε ταις άλλαις πολιτείαις ενδέχεται μεν να είναι, δεν είναι όμως και κατ' ανάγκην. Διότι εις μερικάς δεν υφίσταται ως στοιχείον της πολιτικής τάξεως ο δήμος, ουδέ εκκλησίαν συγκροτούν, αλλ' εις εκτάκτους περιστάσεις συνελεύσεις καλούν, και τας δίκας ιδιαίτεραι αρχαί δικάζουν, ως επί παραδείγματι εν Λακεδαίμονι, ένθα τας εκ των συμβάσεων δίκας άλλας άλλος (10) των εφόρων δικάζει, τα δε μέλη της γερουσίας τας φονικάς, και γενικώς άλλας άλλη των αρχών. Κατ' άλλον δε τρόπον τελούνται ταύτα εν Καρχηδόνι, ένθα πάσας τας δίκας αι αυταί αρχαί δικάζουν. Αλλ' ενταύθα ο ορισμός του πολίτου επιδέχεται αναγκαίαν διασκευήν. Εις τας άλλας δηλαδή πολιτείας δεν είναι ο «αόριστος άρχων» μέλος της εκκλησίας (15) και δικαστής, αλλ' ο κατά την αρχήν ην άρχει ωρισμένος· εις τούτους δε, ή εν τη ολομελεία ή επί μέρους ανήκει το δικαίωμα του βουλεύεσθαι και δικάζειν, ή επί πασών των υποθέσεων ή επί τίνων μόνον. Ποίος λοιπόν είναι ο πολίτης, καθίσταται εξ όλων τούτων φανερόν: εκείνον, όστις έχει το δικαίωμα να μετέχη αρχής βουλευτικής ή δικαστικής, ονομάζομεν πολίτην (20) της πόλεως εν τη οποία έχει το δικαίωμα τούτο, πόλιν δε, γενικώς ειπείν, καλούμεν το ικανόν προς αυτάρκειαν ζωής σύνολον των τοιούτων πολιτών.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου