ΑΝΔΟΚ 1.140–150
Έκκληση για ευνοϊκή ετυμηγορία των δικαστών – Ἐπίλογος: Τι διακυβεύεται
Στην πίστιν ο Ανδοκίδης προσπάθησε να αποδείξει ότι το ψήφισμα του Ισοτιμίδη, στο οποίο βασίστηκε η κατηγορία με την οποία οδηγήθηκε στην παρούσα δίκη, είχε καταργηθεί και ήταν άκυρο. Αφού ανασκεύασε τις υπόλοιπες κατηγορίες και αποκάλυψε τα αληθινά κίνητρα των κατηγορουμένων, φτάνει στον ἐπίλογον (1.146–150).
[140] Καὶ μὲν δὴ καὶ τάδε ὑμῖν ἄξιον, ὦ ἄνδρες, ἐνθυμηθῆ-
ναι, ὅτι νυνὶ πᾶσι τοῖς Ἕλλησιν ἄνδρες ἄριστοι καὶ εὐβου-
λότατοι δοκεῖτε γεγενῆσθαι, οὐκ ἐπὶ τιμωρίαν τραπόμενοι
τῶν γεγενημένων, ἀλλ’ ἐπὶ σωτηρίαν τῆς πόλεως καὶ
ὁμόνοιαν τῶν πολιτῶν. συμφοραὶ μὲν γὰρ ἤδη καὶ ἄλλοις
πολλοῖς ἐγένοντο οὐκ ἐλάττους ἢ καὶ ἡμῖν· τὸ δὲ τὰς
γενομένας διαφορὰς πρὸς ἀλλήλους θέσθαι καλῶς, τοῦτ’
εἰκότως δὴ δοκεῖ ἀνδρῶν ἀγαθῶν καὶ σωφρόνων ἔργον
εἶναι. ἐπειδὴ τοίνυν παρὰ πάντων ὁμολογουμένως ταῦθ’
ὑμῖν ὑπάρχει, καὶ εἴ τις φίλος ὢν τυγχάνει καὶ εἴ τις
ἐχθρός, μὴ μεταγνῶτε, μηδὲ βούλεσθε τὴν πόλιν ἀπο-
στερῆσαι ταύτης τῆς δόξης, μηδὲ αὐτοὶ δοκεῖν τύχῃ ταῦτα
μᾶλλον ἢ γνώμῃ ψηφίσασθαι.
[141] Δέομαι οὖν ἁπάντων <ὑμῶν> περὶ ἐμοῦ τὴν αὐτὴν
γνώμην ἔχειν, ἥνπερ καὶ περὶ τῶν ἐμῶν προγόνων, ἵνα
κἀμοὶ ἐγγένηται ἐκείνους μιμήσασθαι, ἀναμνησθέντας
αὐτῶν ὅτι ὅμοιοι τοῖς πλείστων καὶ μεγίστων ἀγαθῶν
αἰτίοις τῇ πόλει γεγένηνται, πολλῶν ἕνεκα σφᾶς αὐτοὺς
παρέχοντες τοιούτους, μάλιστα δὲ τῆς εἰς ὑμᾶς εὐνοίας,
καὶ ὅπως, εἴ ποτέ τις αὐτοῖς ἢ τῶν ἐξ ἐκείνων τινὶ κίνδυ-
νος γένοιτο ἢ συμφορά, σῴζοιντο συγγνώμης παρ’ ὑμῶν
τυγχάνοντες. [142] εἰκότως δ’ ἂν αὐτῶν μεμνῇσθε· καὶ γὰρ τῇ
πόλει ἁπάσῃ αἱ τῶν ὑμετέρων προγόνων ἀρεταὶ πλείστου
ἄξιαι ἐγένοντο. ἐπειδὴ γάρ, ὦ ἄνδρες, αἱ νῆες διεφθάρησαν,
πολλῶν βουλομένων τὴν πόλιν ἀνηκέστοις συμφοραῖς
περιβαλεῖν, Λακεδαιμόνιοι ἔγνωσαν ὅμως τότε ἐχθροὶ
ὄντες σῴζειν τὴν πόλιν διὰ τὰς ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν ἀρε-
τάς, οἳ ὑπῆρξαν τῆς ἐλευθερίας ἁπάσῃ τῇ Ἑλλάδι. [143] ἐπειδὴ
τοίνυν καὶ ἡ πόλις ἐσώθη δημοσίᾳ διὰ τὰς τῶν προγόνων
τῶν ὑμετέρων ἀρετάς, ἀξιῶ κἀμοὶ διὰ τὰς τῶν προγόνων
τῶν ἐμῶν ἀρετὰς σωτηρίαν γενέσθαι. καὶ γὰρ αὐτῶν τῶν
ἔργων, δι’ ἅπερ ἡ πόλις ἐσώθη, οὐκ ἐλάχιστον μέρος οἱ ἐμοὶ
πρόγονοι συνεβάλοντο· ὧν ἕνεκα καὶ ἐμοὶ δίκαιον ὑμᾶς
μεταδοῦναι τῆς σωτηρίας, ἧσπερ καὶ αὐτοὶ παρὰ τῶν Ἑλ-
λήνων ἐτύχετε.
[144] Σκέψασθε τοίνυν καὶ τάδε, ἄν με σώσητε, οἷον ἕξετε
πολίτην· ὃς πρῶτον μὲν ἐκ πολλοῦ πλούτου, ὅσον ὑμεῖς ἴστε,
οὐ δι’ ἐμαυτὸν ἀλλὰ διὰ τὰς τῆς πόλεως συμφορὰς εἰς
πενίαν πολλὴν καὶ ἀπορίαν κατέστην, ἔπειτα δὲ καινὸν βίον
ἠργασάμην ἐκ τοῦ δικαίου, τῇ γνώμῃ καὶ τοῖν χεροῖν τοῖν
ἐμαυτοῦ· ἔτι δὲ εἰδότα μὲν οἷόν ἐστι πόλεως τοιαύτης πολί-
την εἶναι, εἰδότα δὲ οἷόν ἐστι ξένον εἶναι καὶ μέτοικον ἐν τῇ
τῶν πλησίον, [145] ἐπιστάμενον δὲ οἷον τὸ σωφρονεῖν καὶ ὀρθῶς
βουλεύεσθαι, ἐπιστάμενον δ’ οἷον τὸ ἁμαρτόντα πρᾶξαι
κακῶς, πολλοῖς συγγενόμενος καὶ πλείστων πειραθείς,
ἀφ’ ὧν ἐμοὶ ξενίαι καὶ φιλότητες πρὸς πολλοὺς καὶ βασι-
λέας καὶ πόλεις καὶ ἄλλους ἰδίᾳ ξένους γεγένηνται, ὧν ἐμὲ
σώσαντες μεθέξετε, καὶ ἔσται ὑμῖν χρῆσθαι τούτοις, ὅπου
ἂν ἐν καιρῷ τι ὑμῖν γίγνηται.
[146] Ἔχει δὲ καὶ ὑμῖν, ὦ ἄνδρες, οὕτως· ἐάν με νυνὶ διαφθεί-
ρητε, οὐκ ἔστιν ὑμῖν ἔτι λοιπὸς τοῦ γένους τοῦ ἡμετέρου
οὐδείς, ἀλλ’ οἴχεται πᾶν πρόρριζον. καίτοι οὐκ ὄνειδος ὑμῖν
ἐστιν ἡ Ἀνδοκίδου καὶ Λεωγόρου οἰκία οὖσα, ἀλλὰ πολὺ
μᾶλλον τότ’ ἦν ὄνειδος, ὅτ’ ἐμοῦ φεύγοντος Κλεοφῶν αὐτὴν
ὁ λυροποιὸς ᾤκει. οὐ γὰρ ἔστιν ὅστις πώποτε ὑμῶν παριὼν
τὴν οἰκίαν τὴν ἡμετέραν ἀνεμνήσθη ἢ ἰδίᾳ τι ἢ δημοσίᾳ
κακὸν παθὼν ὑπ’ ἐκείνων, [147] οἳ πλείστας μὲν στρατηγήσαν-
τες στρατηγίας πολλὰ τρόπαια τῶν πολεμίων καὶ κατὰ
γῆν καὶ κατὰ θάλατταν ὑμῖν ἀπέδειξαν, πλείστας δὲ
ἄλλας ἀρχὰς ἄρξαντες καὶ χρήματα διαχειρίσαντες τὰ
ὑμέτερα οὐδένα πώποτε ὦφλον, οὐδ’ ἡμάρτηται οὐδὲν
οὔτε ἡμῖν εἰς ὑμᾶς οὔτε ὑμῖν εἰς ἡμᾶς, οἰκία δὲ πασῶν
ἀρχαιοτάτη καὶ κοινοτάτη ἀεὶ τῷ δεομένῳ. οὐδ’ ἔστιν
ὅπου ἐκείνων τις τῶν ἀνδρῶν καταστὰς εἰς ἀγῶνα ἀπῄ-
τησεν ὑμᾶς χάριν τούτων τῶν ἔργων. [148] μὴ τοίνυν, εἰ αὐτοὶ
τεθνᾶσι, καὶ περὶ τῶν πεπραγμένων αὐτοῖς ἐπιλάθησθε,
ἀλλ’ ἀναμνησθέντες τῶν ἔργων νομίσατε τὰ σώματα
αὐτῶν ὁρᾶν αἰτουμένων ἐμὲ παρ’ ὑμῶν σῶσαι. τίνα γὰρ
καὶ ἀναβιβάσωμαι δεησόμενον ὑπὲρ ἐμαυτοῦ; τὸν πατέ-
ρα; ἀλλὰ τέθνηκεν. ἀλλὰ τοὺς ἀδελφούς; ἀλλ’ οὐκ εἰσίν.
[149] ἀλλὰ τοὺς παῖδας; ἀλλ’ οὔπω γεγένηνται. ὑμεῖς τοίνυν
καὶ ἀντὶ πατρὸς ἐμοὶ καὶ ἀντὶ ἀδελφῶν καὶ ἀντὶ παίδων
γένεσθε· εἰς ὑμᾶς καταφεύγω καὶ ἀντιβολῶ καὶ ἱκετεύω·
ὑμεῖς με παρ’ ὑμῶν αὐτῶν αἰτησάμενοι σώσατε, καὶ μὴ
βούλεσθε Θετταλοὺς καὶ Ἀνδρίους πολίτας ποιεῖσθαι δι’
ἀπορίαν ἀνδρῶν, τοὺς δὲ ὄντας πολίτας ὁμολογουμένως,
οἷς προσήκει ἀνδράσιν ἀγαθοῖς εἶναι καὶ βουλόμενοι
δυνήσονται, τούτους δὲ ἀπόλλυτε. μὴ δῆτα. ἔπειτα καὶ
ταῦθ’ ὑμῶν δέομαι, εὖ ποιῶν ὑμᾶς ὑφ’ ὑμῶν τιμᾶσθαι.
ὥστ’ ἐμοὶ μὲν πειθόμενοι οὐκ ἀποστερεῖσθε εἴ τι ἐγὼ
δυνήσομαι ὑμᾶς εὖ ποιεῖν· ἐὰν δὲ τοῖς ἐχθροῖς τοῖς ἐμοῖς
πεισθῆτε, οὐδ’ ἂν ὑστέρῳ χρόνῳ ὑμῖν μεταμελήσῃ, οὐδὲν
ἔτι πλέον ποιήσετε. [150] μὴ τοίνυν μήθ’ ὑμᾶς αὐτοὺς τῶν ἀπ’
ἐμοῦ ἐλπίδων ἀποστερήσητε μήτ’ ἐμὲ τῶν εἰς ὑμᾶς.
Ἀξιῶ δ’ ἔγωγε τούτους οἵτινες ὑμῖν ἀρετῆς ἤδη τῆς
μεγίστης εἰς τὸ πλῆθος τὸ ὑμέτερον ἔλεγχον ἔδοσαν,
ἀναβάντας ἐνταυθοῖ συμβουλεύειν ὑμῖν ἃ γιγνώσκουσι
περὶ ἐμοῦ. δεῦρο Ἄνυτε, Κέφαλε, ἔτι δὲ καὶ οἱ φυλέται οἱ
ᾑρημένοι μοι συνδικεῖν, Θράσυλλος καὶ οἱ ἄλλοι.
***
Kαι βέβαια, κύριοι, αξίζει να αναλογιστείτε ότι τώρα όλοι οι Έλληνες θεωρούν ότι έχετε υπάρξει οι καλύτεροι και έχετε λάβει τις ορθότερες αποφάσεις, επειδή δεν επιδιώξατε την τιμωρία για όσα έγιναν αλλά τη σωτηρία της πόλης και την ομόνοια των πολιτών. Γιατί συμφορές έχουν συμβεί και σε πολλούς άλλους εξίσου μεγάλες με τις δικές μας· η διευθέτηση όμως των διαφορών μεταξύ δύο μερών με σωστό τρόπο εύλογα θεωρείται πλέον αποτέλεσμα καλών και συνετών ανθρώπων. Όταν, λοιπόν, όλοι, είτε για εχθρούς πρόκειται είτε για φίλους, αναγνωρίζουν ότι αυτά μας χαρακτηρίζουν, μην αλλάζετε γνώμη, ούτε να θέλετε να στερήσετε από την πόλη την άποψη που υπάρχει για αυτήν, ούτε πάλι οι ίδιοι να δώσετε την εντύπωση ότι αυτά τα αποφασίσατε τυχαία αλλά ύστερα από σκέψη.
Σας παρακαλώ, λοιπόν, να έχετε την ίδια άποψη για μένα με αυτήν που είχατε για τους προγόνους μου, για να μπορέσω και εγώ να τους μιμηθώ, αφού θυμηθείτε ότι μοιάζουν με όσους υπήρξαν πρόξενοι για τα περισσότερα και τα μεγαλύτερα καλά στην πόλη, ενώ για πολλούς λόγους έδειξαν μια τέτοια συμπεριφορά, κυρίως για να αποσπάσουν τη δική σας εύνοια, και με σκοπό, αν κάποτε προέκυπτε σε αυτούς ή στους απογόνους τους κάποιο επικίνδυνο γεγονός ή κάποια συμφορά, να σωθούν με τη δική σας συγχώρεση. Kαι είναι εύλογο να τους θυμηθείτε· γιατί βέβαια σε ολόκληρη την πόλη οι αρετές των προγόνων μας απέκτησαν πολύ μεγάλη αξία. Όταν, λοιπόν, κύριοι, καταστράφηκαν τα πλοία, ενώ πολλοί ήθελαν να κυκλώσουν την πόλη με αθεράπευτες συμφορές, οι Λακεδαιμόνιοι έκριναν, παρότι ήταν εχθροί τότε, ότι θα σώσουν την πόλη για τις αρετές εκείνων των ανθρώπων, οι οποίοι αποτέλεσαν την απαρχή της ελευθερίας για ολόκληρη την Eλλάδα. Όταν, λοιπόν, και η πόλη σώθηκε σε δημόσιο επίπεδο εξαιτίας των αρετών των προγόνων μας, προβάλλω την αξίωση να σωθώ και εγώ ως άτομο εξαιτίας των αρετών των δικών μου προγόνων. Γιατί βέβαια η συμβολή των προγόνων μου σε αυτά τα έργα, μέσω των οποίων σώθηκε η πόλη, δεν ήταν καθόλου μικρή· εξαιτίας αυτών είναι δίκαιο να δώσετε και μένα τη σωτηρία, όπως ακριβώς σωθήκατε και εσείς οι ίδιοι από τους Έλληνες.
Aναλογισθείτε, επίσης, και το εξής: αν με αθωώσετε, τι είδους πολίτη θα έχετε στη διάθεσή σας· ο οποίος αρχικά ενώ ήμουν πολύ πλούσιος, όπως ξέρετε, έγινα πολύ φτωχός και άπορος όχι από δικό μου σφάλμα αλλά εξαιτίας των συμφορών που βρήκαν την πόλη, και στη συνέχεια έφτιαξα καινούργια περιουσία με έντιμα μέσα, με το μυαλό και τα χέρια μου· επιπλέον, επειδή ξέρω τι σημαίνει να είναι κανείς πολίτης μιας τέτοιας πόλης, και ξέρω τι σημαίνει να είσαι ξένος και μέτοικος στις γειτονικές πόλεις, γνωρίζω καλά τι σημαίνει η σύνεση και η ορθή κρίση, και γνωρίζω καλά τι σημαίνει να κάνει κανείς κακό και να το πληρώσει, καθώς έχω συναναστραφεί με πολλούς και έχω επιχειρήσει να έρθω σε επαφή με πολύ περισσότερους, από τους οποίους απέκτησα σχέσεις και φιλίες με πολλούς, και βασιλιάδες και πόλεις και άλλους προσωπικούς φίλους, στις οποίες θα συμμετέχετε και εσείς αν με αθωώσετε, και θα μπορέσετε να τις χρησιμοποιήσετε, σε οποιαδήποτε περίσταση σας παρουσιαστεί.
H κατάσταση, κύριοι, έχει ως εξής· αν με εξοντώσετε τώρα, δεν απομένει κανείς ζωντανός από τη δική μου γενιά, αλλά αυτή σβήνει για πάντα. Kαι βέβαια δεν σας ντρόπιαζε το σπίτι του Aνδοκίδη και του Λεωγόρα, αλλά πολύ περισσότερο σας ντρόπιαζε τότε, όταν, ενόσω βρισκόμουν στην εξορία, κατοικούσε σε αυτό ο Kλεοφώντας ο λυροποιός. Γιατί ποτέ κανείς από εσάς περαστικός από το σπίτι μας δεν θυμήθηκε ότι έπαθε κάτι κακό από εκείνους είτε προσωπικά είτε δημόσια, οι οποίοι ως στρατηγοί πολλές φορές σας κέρδισαν πολλές νίκες εναντίον των εχθρών σε μάχες τόσο σε ξηρά όσο και σε θάλασσα, ενώ ανέλαβαν και πολλά άλλα αξιώματα και διαχειρίστηκαν τα χρήματά σας χωρίς να οφείλουν ποτέ σε κανέναν· ούτε σας έβλαψαν ούτε μας βλάψατε, και το σπίτι ήταν το παλαιότερο και το πιο ανοιχτό πάντοτε σε όποιον το είχε ανάγκη. Δεν υπάρχει όμως περίσταση στην οποία κάποιος από αυτούς τους ανθρώπους έχοντας εμπλακεί σε δικαστικό αγώνα να σας ζητήσει να δείξετε ευγνωμοσύνη για αυτά τα έργα. Eπομένως μην ξεχάσετε, αν και έχουν πεθάνει, και τις πράξεις τους, αλλά ενθυμούμενοι όσα έκαναν να θεωρήσετε ότι τους βλέπετε με σάρκα και οστά να σας ζητάνε να με αθωώσετε. Ποιον να φωνάξω πάνω στο βήμα ώστε να σας παρακαλέσει για μένα; Tον πατέρα μου; Έχει βέβαια πεθάνει. Mήπως τους αδελφούς μου; Δεν είναι πια στη ζωή. Tα παιδιά μου άραγε; Δεν έχουν γεννηθεί ακόμη. Eσείς γίνετε, λοιπόν, και ο πατέρας και οι αδελφοί και τα παιδιά· σε σας καταφεύγω και σε σας απευθύνομαι και εσάς ικετεύω· εσείς ζητώντας το από εσάς τους ίδιους να με σώσετε, και μη θελήσετε κατοίκους τους Θεσσαλίας και της Άνδρου να τους κάνετε Aθηναίους πολίτες λόγω λειψανδρίας, και τους γνήσιους πράγματι πολίτες, οι οποίοι αρμόζει να είναι σωστοί άνθρωποι και θα είναι εφόσον το θελήσουν, να τους εξοντώσετε. Mην το κάνετε. Έπειτα, σας παρακαλώ να με τιμήσετε για τις ευεργεσίες που σας παρείχα. Oπότε, αφενός αν πεισθείτε σε μένα, δεν θα στερηθείτε τις ευεργεσίες μου που θα μπορέσω να σας προσφέρω. Aν, αφετέρου, πεισθείτε στους εχθρούς μου, η μεταμέλειά σας αργότερα δεν θα σας προσφέρει κάποια ωφέλεια. Eπομένως, ούτε εσείς να στερηθείτε τις προσδοκίες που έχετε από εμένα, ούτε εγώ να στερηθώ τις προσδοκίες που έχω από εσάς.
Zητώ τώρα από αυτούς που έχουν αποδείξει τη μέγιστη αρετή τους ήδη ενώπιον όλων σας, αφού ανέβουν στο βήμα, να καταθέσουν όσα γνωρίζουν για το πρόσωπό μου. Kαλώ τον Άνυτο, τον Kέφαλο, και επιπλέον όσους από τη φυλή μου έχουν επιλεγεί να με υπερασπιστούν, τον Θράσυλλο και τους υπόλοιπους.
Kαι βέβαια, κύριοι, αξίζει να αναλογιστείτε ότι τώρα όλοι οι Έλληνες θεωρούν ότι έχετε υπάρξει οι καλύτεροι και έχετε λάβει τις ορθότερες αποφάσεις, επειδή δεν επιδιώξατε την τιμωρία για όσα έγιναν αλλά τη σωτηρία της πόλης και την ομόνοια των πολιτών. Γιατί συμφορές έχουν συμβεί και σε πολλούς άλλους εξίσου μεγάλες με τις δικές μας· η διευθέτηση όμως των διαφορών μεταξύ δύο μερών με σωστό τρόπο εύλογα θεωρείται πλέον αποτέλεσμα καλών και συνετών ανθρώπων. Όταν, λοιπόν, όλοι, είτε για εχθρούς πρόκειται είτε για φίλους, αναγνωρίζουν ότι αυτά μας χαρακτηρίζουν, μην αλλάζετε γνώμη, ούτε να θέλετε να στερήσετε από την πόλη την άποψη που υπάρχει για αυτήν, ούτε πάλι οι ίδιοι να δώσετε την εντύπωση ότι αυτά τα αποφασίσατε τυχαία αλλά ύστερα από σκέψη.
Σας παρακαλώ, λοιπόν, να έχετε την ίδια άποψη για μένα με αυτήν που είχατε για τους προγόνους μου, για να μπορέσω και εγώ να τους μιμηθώ, αφού θυμηθείτε ότι μοιάζουν με όσους υπήρξαν πρόξενοι για τα περισσότερα και τα μεγαλύτερα καλά στην πόλη, ενώ για πολλούς λόγους έδειξαν μια τέτοια συμπεριφορά, κυρίως για να αποσπάσουν τη δική σας εύνοια, και με σκοπό, αν κάποτε προέκυπτε σε αυτούς ή στους απογόνους τους κάποιο επικίνδυνο γεγονός ή κάποια συμφορά, να σωθούν με τη δική σας συγχώρεση. Kαι είναι εύλογο να τους θυμηθείτε· γιατί βέβαια σε ολόκληρη την πόλη οι αρετές των προγόνων μας απέκτησαν πολύ μεγάλη αξία. Όταν, λοιπόν, κύριοι, καταστράφηκαν τα πλοία, ενώ πολλοί ήθελαν να κυκλώσουν την πόλη με αθεράπευτες συμφορές, οι Λακεδαιμόνιοι έκριναν, παρότι ήταν εχθροί τότε, ότι θα σώσουν την πόλη για τις αρετές εκείνων των ανθρώπων, οι οποίοι αποτέλεσαν την απαρχή της ελευθερίας για ολόκληρη την Eλλάδα. Όταν, λοιπόν, και η πόλη σώθηκε σε δημόσιο επίπεδο εξαιτίας των αρετών των προγόνων μας, προβάλλω την αξίωση να σωθώ και εγώ ως άτομο εξαιτίας των αρετών των δικών μου προγόνων. Γιατί βέβαια η συμβολή των προγόνων μου σε αυτά τα έργα, μέσω των οποίων σώθηκε η πόλη, δεν ήταν καθόλου μικρή· εξαιτίας αυτών είναι δίκαιο να δώσετε και μένα τη σωτηρία, όπως ακριβώς σωθήκατε και εσείς οι ίδιοι από τους Έλληνες.
Aναλογισθείτε, επίσης, και το εξής: αν με αθωώσετε, τι είδους πολίτη θα έχετε στη διάθεσή σας· ο οποίος αρχικά ενώ ήμουν πολύ πλούσιος, όπως ξέρετε, έγινα πολύ φτωχός και άπορος όχι από δικό μου σφάλμα αλλά εξαιτίας των συμφορών που βρήκαν την πόλη, και στη συνέχεια έφτιαξα καινούργια περιουσία με έντιμα μέσα, με το μυαλό και τα χέρια μου· επιπλέον, επειδή ξέρω τι σημαίνει να είναι κανείς πολίτης μιας τέτοιας πόλης, και ξέρω τι σημαίνει να είσαι ξένος και μέτοικος στις γειτονικές πόλεις, γνωρίζω καλά τι σημαίνει η σύνεση και η ορθή κρίση, και γνωρίζω καλά τι σημαίνει να κάνει κανείς κακό και να το πληρώσει, καθώς έχω συναναστραφεί με πολλούς και έχω επιχειρήσει να έρθω σε επαφή με πολύ περισσότερους, από τους οποίους απέκτησα σχέσεις και φιλίες με πολλούς, και βασιλιάδες και πόλεις και άλλους προσωπικούς φίλους, στις οποίες θα συμμετέχετε και εσείς αν με αθωώσετε, και θα μπορέσετε να τις χρησιμοποιήσετε, σε οποιαδήποτε περίσταση σας παρουσιαστεί.
H κατάσταση, κύριοι, έχει ως εξής· αν με εξοντώσετε τώρα, δεν απομένει κανείς ζωντανός από τη δική μου γενιά, αλλά αυτή σβήνει για πάντα. Kαι βέβαια δεν σας ντρόπιαζε το σπίτι του Aνδοκίδη και του Λεωγόρα, αλλά πολύ περισσότερο σας ντρόπιαζε τότε, όταν, ενόσω βρισκόμουν στην εξορία, κατοικούσε σε αυτό ο Kλεοφώντας ο λυροποιός. Γιατί ποτέ κανείς από εσάς περαστικός από το σπίτι μας δεν θυμήθηκε ότι έπαθε κάτι κακό από εκείνους είτε προσωπικά είτε δημόσια, οι οποίοι ως στρατηγοί πολλές φορές σας κέρδισαν πολλές νίκες εναντίον των εχθρών σε μάχες τόσο σε ξηρά όσο και σε θάλασσα, ενώ ανέλαβαν και πολλά άλλα αξιώματα και διαχειρίστηκαν τα χρήματά σας χωρίς να οφείλουν ποτέ σε κανέναν· ούτε σας έβλαψαν ούτε μας βλάψατε, και το σπίτι ήταν το παλαιότερο και το πιο ανοιχτό πάντοτε σε όποιον το είχε ανάγκη. Δεν υπάρχει όμως περίσταση στην οποία κάποιος από αυτούς τους ανθρώπους έχοντας εμπλακεί σε δικαστικό αγώνα να σας ζητήσει να δείξετε ευγνωμοσύνη για αυτά τα έργα. Eπομένως μην ξεχάσετε, αν και έχουν πεθάνει, και τις πράξεις τους, αλλά ενθυμούμενοι όσα έκαναν να θεωρήσετε ότι τους βλέπετε με σάρκα και οστά να σας ζητάνε να με αθωώσετε. Ποιον να φωνάξω πάνω στο βήμα ώστε να σας παρακαλέσει για μένα; Tον πατέρα μου; Έχει βέβαια πεθάνει. Mήπως τους αδελφούς μου; Δεν είναι πια στη ζωή. Tα παιδιά μου άραγε; Δεν έχουν γεννηθεί ακόμη. Eσείς γίνετε, λοιπόν, και ο πατέρας και οι αδελφοί και τα παιδιά· σε σας καταφεύγω και σε σας απευθύνομαι και εσάς ικετεύω· εσείς ζητώντας το από εσάς τους ίδιους να με σώσετε, και μη θελήσετε κατοίκους τους Θεσσαλίας και της Άνδρου να τους κάνετε Aθηναίους πολίτες λόγω λειψανδρίας, και τους γνήσιους πράγματι πολίτες, οι οποίοι αρμόζει να είναι σωστοί άνθρωποι και θα είναι εφόσον το θελήσουν, να τους εξοντώσετε. Mην το κάνετε. Έπειτα, σας παρακαλώ να με τιμήσετε για τις ευεργεσίες που σας παρείχα. Oπότε, αφενός αν πεισθείτε σε μένα, δεν θα στερηθείτε τις ευεργεσίες μου που θα μπορέσω να σας προσφέρω. Aν, αφετέρου, πεισθείτε στους εχθρούς μου, η μεταμέλειά σας αργότερα δεν θα σας προσφέρει κάποια ωφέλεια. Eπομένως, ούτε εσείς να στερηθείτε τις προσδοκίες που έχετε από εμένα, ούτε εγώ να στερηθώ τις προσδοκίες που έχω από εσάς.
Zητώ τώρα από αυτούς που έχουν αποδείξει τη μέγιστη αρετή τους ήδη ενώπιον όλων σας, αφού ανέβουν στο βήμα, να καταθέσουν όσα γνωρίζουν για το πρόσωπό μου. Kαλώ τον Άνυτο, τον Kέφαλο, και επιπλέον όσους από τη φυλή μου έχουν επιλεγεί να με υπερασπιστούν, τον Θράσυλλο και τους υπόλοιπους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου