ΗΛ. καὶ δὴ λέγω σοι. πατέρα φὴς κτεῖναι. τίς ἂν
τούτου λόγος γένοιτ᾽ ἂν αἰσχίων ἔτι,
560 εἴτ᾽ οὖν δικαίως εἴτε μή; λέξω δέ σοι,
ὡς οὐ δίκῃ γ᾽ ἔκτεινας, ἀλλά σ᾽ ἔσπασεν
πειθὼ κακοῦ πρὸς ἀνδρός, ᾧ τανῦν ξύνει.
ἐροῦ δὲ τὴν κυναγὸν Ἄρτεμιν τίνος
ποινὰς τὰ πολλὰ πνεύματ᾽ ἔσχ᾽ ἐν Αὐλίδι·
565 ἢ ᾽γὼ φράσω· κείνης γὰρ οὐ θέμις μαθεῖν.
πατήρ ποθ᾽ οὑμός, ὡς ἐγὼ κλύω, θεᾶς
παίζων κατ᾽ ἄλσος ἐξεκίνησεν ποδοῖν
στικτὸν κεράστην ἔλαφον, οὗ κατὰ σφαγὰς
ἐκκομπάσας ἔπος τι τυγχάνει βαλών.
570 κἀκ τοῦδε μηνίσασα Λητῴα κόρη
κατεῖχ᾽ Ἀχαιούς, ὡς πατὴρ ἀντίσταθμον
τοῦ θηρὸς ἐκθύσειε τὴν αὑτοῦ κόρην.
ὧδ᾽ ἦν τὰ κείνης θύματ᾽· οὐ γὰρ ἦν λύσις
ἄλλη στρατῷ πρὸς οἶκον οὐδ᾽ εἰς Ἴλιον.
575 ἀνθ᾽ ὧν βιασθεὶς πολλὰ κἀντιβὰς μόλις
ἔθυσεν αὐτήν, οὐχὶ Μενέλεω χάριν.
εἰ δ᾽ οὖν, ἐρῶ γὰρ καὶ τὸ σόν, κεῖνον θέλων
ἐπωφελῆσαι ταῦτ᾽ ἔδρα, τούτου θανεῖν
χρῆν αὐτὸν οὕνεκ᾽ ἐκ σέθεν; ποίῳ νόμῳ;
580 ὅρα τιθεῖσα τόνδε τὸν νόμον βροτοῖς
μὴ πῆμα σαυτῇ καὶ μετάγνοιαν τίθης.
εἰ γὰρ κτενοῦμεν ἄλλον ἀντ᾽ ἄλλου, σύ τοι
πρώτη θάνοις ἄν, εἰ δίκης γε τυγχάνοις.
ἀλλ᾽ εἰσόρα μὴ σκῆψιν οὐκ οὖσαν τίθης.
585 εἰ γὰρ θέλεις, δίδαξον ἀνθ᾽ ὅτου τανῦν
αἴσχιστα πάντων ἔργα δρῶσα τυγχάνεις,
ἥτις ξυνεύδεις τῷ παλαμναίῳ, μεθ᾽ οὗ
πατέρα τὸν ἀμὸν πρόσθεν ἐξαπώλεσας,
καὶ παιδοποιεῖς, τοὺς δὲ πρόσθεν εὐσεβεῖς
590 κἀξ εὐσεβῶν βλαστόντας ἐκβαλοῦσ᾽ ἔχεις.
πῶς ταῦτ᾽ ἐπαινέσαιμ᾽ ἄν; ἢ καὶ ταῦτ᾽ ἐρεῖς
ὡς τῆς θυγατρὸς ἀντίποινα λαμβάνεις;
αἰσχρῶς δ᾽, ἐάν περ καὶ λέγῃς. οὐ γὰρ καλὸν
ἐχθροῖς γαμεῖσθαι τῆς θυγατρὸς οὕνεκα.
595 ἀλλ᾽ οὐ γὰρ οὐδὲ νουθετεῖν ἔξεστί σε,
ἣ πᾶσαν ἵης γλῶσσαν ὡς τὴν μητέρα
κακοστομοῦμεν. καί σ᾽ ἔγωγε δεσπότιν
ἢ μητέρ᾽ οὐκ ἔλασσον εἰς ἡμᾶς νέμω,
ἣ ζῶ βίον μοχθηρόν, ἔκ τε σοῦ κακοῖς
600 πολλοῖς ἀεὶ ξυνοῦσα τοῦ τε συννόμου.
ὁ δ᾽ ἄλλος ἔξω, χεῖρα σὴν μόλις φυγών,
τλήμων Ὀρέστης δυστυχῆ τρίβει βίον·
ὃν πολλὰ δή μέ σοι τρέφειν μιάστορα
ἐπῃτιάσω· καὶ τόδ᾽, εἴπερ ἔσθενον,
605 ἔδρων ἄν, εὖ τοῦτ᾽ ἴσθι. τοῦδέ γ᾽ οὕνεκα
κήρυσσέ μ᾽ εἰς ἅπαντας, εἴτε χρῇς κακὴν
εἴτε στόμαργον εἴτ᾽ ἀναιδείας πλέαν.
εἰ γὰρ πέφυκα τῶνδε τῶν ἔργων ἴδρις,
σχεδόν τι τὴν σὴν οὐ καταισχύνω φύσιν.
610 ΧΟ. ὁρῶ μένος πνέουσαν· εἰ δὲ σὺν δίκῃ
ξύνεστι, τοῦδε φροντίδ᾽ οὐκέτ᾽ εἰσορῶ.
έτσι εξαρχής, δε θα μου προξενούσες
ενόχληση να σ᾽ άκουα. ΗΛΕ. Λοιπόν,
αρχίζω: ομολογείς πως σκότωσες
τον άντρας σου. Και ποιά μπορεί να υπάρξει
αισχρότερη απ᾽ αυτήν ομολογία,
560 είτε ήταν δίκαιος, είτε όχι, ο φόνος;
Μα εγώ θα σου αποδείξω πως δεν είχες
κανένα δίκιο, μόνο οι προτροπές
του αθλίου σε παράσυραν εκείνου
του άντρα, που συζείς τώρα μαζί του.
Ρώτα την Άρτεμη την κυνηγήτρα,
ποιόν για να τιμωρήσει κράτησε όλους
δεμένους τους ανέμους στην Αυλίδα;
ή εγώ θα σου το πω· γιατί από κείνη
δε μπορεί να τ᾽ ακούσομε: Μια μέρα,
καθώς ακούω, διασκέδαζε ο πατέρας
στης Θεάς το άλσος, όπου με τον κρότο
των ποδιών του ξεσήκωσ᾽ ένα ελάφι
παρδαλό, με ωραία κέρατα μεγάλα·
κι αφού το σκότωσε, άφησ᾽ απ᾽ το στόμα
έτσι απερίσκεπτα να του ξεφύγει
570 μεγάλος λόγος, κι απ᾽ αυτό οργισμένη
κρατούσε η κόρη της Λητώς τα πλοία
των Αχαιών, για να της θυσιάσει
την κόρη του αντισήκωμα ο πατέρας
για το ελάφι· κι έτσι έγινε η θυσία
της αδερφής μου· αφού δεν ήταν τρόπος
ούτε και να γυρίσει ο στόλος πίσω,
κι ούτε στην Τροία να πάει· κι ήταν γι᾽ αυτό
που αναγκασμένος, μ᾽ όλη τη μεγάλη
αντίστασή του, τη θυσίασε τέλος
την κόρη του, κι όχι για το χατίρι
του Μενελάου. Μα κι ας παραδεχτούμε
—για να τον πω και τον ισχυρισμό σου—
πως το ᾽καμε για κείνου το συμφέρον·
γι᾽ αυτό έπρεπε λοιπόν κι απ᾽ το δικό σου
να σκοτωθεί το χέρι; από ποιό νόμο;
580 πρόσεξε, αυτός ο νόμος σου, που βάζεις,
μη σου βγει σε κακό και μετανιώσεις·
γιατί αν σκοτώνεται ένας γι᾽ άλλον, πρώτη
θα ᾽πρεπε συ, αν μ᾽ αυτό κριθείς το δίκιο.
Μα κοίτα, μήπως είναι η πρόφασή σου
σα να μην ήταν τίποτα. Γιατί έλα
και πε μου, αν αγαπάς, τί ᾽ναι που τάχα
να δικαιώνει αυτά τα τωρινά σου
αισχρότατα έργα; να κοιμάσαι δίπλα
μ᾽ εκείνο τον κακούργο, που μαζί του
ξέβγαλες τον πατέρα μου απ᾽ τη μέση,
να του κάνεις παιδιά, ενώ τα πρώτα
τα νόμιμα κι από νομίμους γάμους
590 στην εξορία κρατείς; και ποιός θα εγκρίνει
αυτή σου τη διαγωγή; ή μην ίσως
αντίποινα θα πεις μ᾽ αυτά πως παίρνεις
της κόρης σου; ντροπή σου κι αν τολμούσες·
γιατί ωραίο αλήθεια θα ᾽ταν, εξαιτίας
της κόρης, να παντρεύεσαι μ᾽ εχθρούς σου.
Μα ούτε και συμβουλή μπορεί να δώσει
κανείς σε σένα, που με χίλιες γλώσσες
πας και φωνάζεις, πως κακολογούμε
εσένα, τη μητέρα μας, που εγώ
τύραννο πιότερο παρά μητέρα
θεωρώ για μένα, που την ύπαρξή μου
τη θλιβερή περνώ με τόσα πάντα
600 κακά από σένα και το σύντροφό σου,
κι ο άλλος, που μόλις ξέφυγε από μέσα
απ᾽ τα χέρια σου, ζωή δυστυχισμένη
τραβά στα ξένα, ο άμοιρος ο Ορέστης,
που πάντα μού χτυπάς πως σου τον τρέφω
για εκδικητή· κι αλήθεια, αν ημπορούσα,
θα το ᾽κανα κι αυτό, να ᾽σαι βεβαία.
Κι όσο γι᾽ αυτά, σύρε σ᾽ όλο τον κόσμο
και κήρυξέ με, αν θες, κακιά γυναίκα,
ή φαρμακόγλωσση, ή γεμάτη αναίδεια·
γιατί αν είμαι όλα τούτα, κάπως λέγω
πως δε ντροπιάζω εσένα που μ᾽ εγέννας.
610 ΧΟΡ. Βλέπω κι αφρίζει από θυμό, μ᾽ αν έχει
δίκιο κι αυτή, δε βλέπω να τη μέλει.