Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2021

ΣΤΩΪΚΟΙ ΚΑΙ ΣΤΩΪΚΙΣΜΟΣ: ΠΡΟΣΩΠΑ - ΚΛΕΑΝΘΗΣ Ο ΑΣΣΙΟΣ

Ο Κλεάνθης ο Άσσιος (από την Άσσο της Τρωάδος, 331 / 330-232), υιός του Φανίου, υπήρξε αφοσιωμένος μαθητής, επί 19 ολόκληρα έτη, και, εν τέλει, διάδοχος του Ζήνωνος, ως ο δεύτερος κατά σειράν διδάσκαλος της Αρχαίας Στοάς. Πρώην πυγμάχος αθλητής, έφθασε στην Αθήνα γύρω στο έτος 282, με μόνον 4 δραχμές στο πουγκί του, όπου εσπούδασε Φιλοσοφία υπό τον κυνικό Κράτητα αλλά κυρίως υπό τον Ζήνωνα επί 14 πλήρη έτη, όντας υποχρεωμένος, κατά την παράδοση, να κερδίζει τα προς το ζήν με νυκτερινή εργασία αρτεργάτου ή άντληση ύδατος για λογαριασμό ενός κηπουρού (για αυτό και κάποιοι τον κορόϊδευαν, αλλάζοντας το όνομά του σε… Φρεάντλη). Λέγεται ότι οι Αθηναίοι πολίτες, παρατηρώντας ότι ήταν υγιής και δυνατός και παρευρίσκετο ανελειπώς στις παραδόσεις του Ζήνωνος, παρά το ότι δεν είχε φανερούς οικονομικούς πόρους, τον παρέπεμψαν στον Άρειο Πάγο, κατά τα νόμιμα της πόλεως, ώστε να εξηγήσει από πού αντλούσε τα προς το ζήν. Όταν κατέθεσαν υπέρ του ο κηπουρός για λογαριασμό του οποίου αντλούσε ύδωρ και η γυναίκα στον αλευρόμυλο και φούρνο της οποίας εργαζόταν, οι δικαστές συνεκινήθησαν σε τέτοιον βαθμό για την αφοσίωσή του στην Φιλοσοφία, ώστε εψήφισαν να του χορηγηθούν τιμής ένεκεν δέκα μναί από το ταμείο της πόλεως (ο Ζήνων, δεν του επέτρεψε ωστόσο να δεχθεί το χρηματικό βραβείο). 

Ο Κλεάνθης ήταν άνθρωπος μεγάλης σωματικής ρώμης (κάποιοι τον αποκαλούσαν «Δεύτερο Ηρακλέα») και εξαιρετικά πνευματώδης (απάντησε κάποτε σε κάποιον που τον είχε αποκαλέσει «γάϊδαρο» ότι μόνον αυτός θα μπορούσε να σηκώσει το.. σαμάρι του Ζήνωνος). Υπήρξε μία αξιοσέβαστη προσωπικότης, πλήρης πνευματικότητος και λέγεται μάλιστα ότι, στα βαθιά του γεράματα, σε ηλικία 99 ετών, ήταν αυτός ο ίδιος που έδωσε τέλος στη ζωή του, παύοντας να λαμβάνει οποιαδήποτε τροφή (πολύ αργότερα, η Ρωμαϊκή Σύγκλητος έστησε προς τιμήν του φιλοσόφου αυτού, ένα άγαλμά του στην ιδιαιτέρα πατρίδα του). Τον διεδέχθη μετά από 32ετή σχολαρχεία ο μαθητής του Χρύσιππος από τους Σόλους. Ο Διογένης Λαέρτιος, διασώζει έναν κατάλογο 50 έργων του, που από τον Hans von Arnim επεξετάθη σε 57 εν συνόλω, στην πλειονότητά τους ηθικού περιεχομένου (ανάμεσά τους και ερμηνευτικά έργα στον Όμηρο και στον Ηράκλειτο τον Εφέσιο): «Περί Χρόνου», «Περί της του Ζήνωνος φυσιολογίας», «Ερωτική Τέχνη», «Αρχαιολογία», «Περί Ευβουλίας», «Ηρακλείτου Εξηγήσεις», «Περί Αισθήσεως», «Περί Τέχνης», «Περί Αρετών», «Περί Ελευθερίας», «Περί Νόμων», «Περί Επιστήμης», «Περί του ότι η αυτή Αρετή Ανδρός και Γυναικός», «Περί Διαλεκτικής» κ.ά. 

Η φιλοσοφική δραστηριότης του Κλεάνθους. είχε συντηρητικά χαρακτηριστικά, καθώς δεν ανέπτυξε περαιτέρω τις διδασκαλίες του Ζήνωνος, αλλά απλώς τις διεφύλαξε πιστά. Ο διάδοχος του Ζήνωνος δημιουργεί απλώς υποκατηγορίες στην στωϊκή τριχοτόμηση της Φιλοσοφίας, θέτοντας την Διαλεκτική και Ρητορική υπό την Λογική και απλώνοντας την Ηθική με την πρόσθεση της Πολιτικής (μελέτη των Ηθικών Αρχών του βίου και των συντακτικών Αρχών της Πολιτείας) και την Φυσική με την πρόσθεση της Θεολογίας. Ο Κλεάνθης προσυπογράφει τις θέσεις του διδασκάλου του, ότι το κάθε ανθρώπινο ον οφείλει να έχει στη ζωή του τον ίδιο ανώτερο και ηθικό προορισμό, να επιδιώκει τον ίδιο σκοπό του «ομολογουμένως ζήν» και να λαμβάνει την ίδια αμοιβή, απλώς τα μέσα και οι διαδρομές προς την επίτευξη του σκοπού είναι διαφορετικά από άνθρωπο σε άνθρωπο, αν και από την Φύση έχουν διανεμηθεί κατά δίκαιο και αμερόληπτο τρόπο. Η Φύση δεν κάνει διακρίσεις, παραγκωνισμούς και αδικίες αλλά για όλους ισχύουν οι ίδιοι νόμοι και όλοι είναι τέκνα της ιδίας Αρχής. Δικόν του δρόμο ο Κλεάνθης ηκολούθησε μόνο στην αξιολόγηση του Ηλίου (αντί του Αιθέρος) ως Ηγεμονικού του Κόσμου, στην Κοσμογονία και την Ηθική του. Σε αυτόν ανάγεται η (διευρυνθείσα εν σχέσει προς τον Ζήνωνα) διατύπωση - έκφραση για το «Τέλος», κατά την οποία ο στωϊκός πρέπει να ζει σε απόλυτη εσωτερική συμφωνία (ομολογία) προς την Φύση, προσέθεσε δε στον όρο του Ζήνωνος το «τήι Φύσει», βελτιώνοντάς τον σε «ομολογουμένως τήι Φύσει ζήν» («ΚΛΕΑΝΘΗΣ ΓΑΡ ΠΡΩΤΟΣ ΔΙΑΔΕΞΑΜΕΝΟΣ ΑΥΤΟΥ ΤΗΝ ΑΙΡΕΣΙΝ, ΠΡΟΣΕΘΗΚΕ ΤΗι ΦΥΣΕΙ ΚΑΙ ΟΥΤΩΣ ΑΠΕΔΩΚΕ: ΤΕΛΟΣ ΕΣΤΙ ΤΟ ΟΜΟΛΟΓΟΥΜΕΝΩΣ ΤΗι ΦΥΣΕΙ ΖΗΝ»). 

Από όλα του τα έργα, διεσώθη από τον Στοβαίο μόνον ο «Ύμνος εις Δία», μία προσπάθεια να τεθεί η ποίηση στην υπηρεσία της φιλοσοφικής γνώσεως. Ο Κλεάνθης, ο οποίος πρώτος υιοθέτησε στην περιγραφή της Θεότητος και του Κόσμου ανοικτά την θέση του «προπάτορος» Ηρακλείτου περί του Πυρός που αποτελεί την πρώτη Αιτία εκ της οποίας τα πάντα προέρχοναι και στην οποία όλα επιστρέφουν, υμνεί στο πρόσωπο του Θεού Διός τον «Λόγο» του Όλου Κόσμου (την Σχέση δηλαδή, στη μορφή του «Πυρός που διακατέχει το Όλον»), ως την λογική και τον κυρίαρχο του Παντός, από τον νόμο του οποίου παρεκκλίνουν μόνον οι μωροί. Με τον τρόπο αυτόν, εδόθη απάντηση στο δύσκολο ερώτημα σχετικά με την αρχή του λεγομένου Κακού. Ο «Ύμνος εις Δία» ήσκησε μεγάλη επίδραση επάνω και στον Ύμνο του Αράτου Σολέως, ενώ ο πραγματικός ιδρυτής του Χριστιανισμού Σαούλ - Σαύλος, επεχείρησε την ιδιοποίηση ενός στίχου του (βλ. σχετικώς «Πράξεις των Αποστόλων» 17, 28).

ΚΛΕΑΝΘΗΣ: Ὕμνος εἰς Δία

Κύδιστ᾽ ἀθανάτων, πολυώνυμε παγκρατὲς αἰεί,
Ζεῦ, φύσεως ἀρχηγέ, νόμου μετὰ πάντα κυβερνῶν,
χαῖρε· σὲ γὰρ καὶ πᾶσι θέμις θνητοῖσι προσαυδᾶν.
ἐκ σοῦ γὰρ γενόμεσθα, θεοῦ μίμημα λαχόντες
5 μοῦνοι, ὅσα ζώει τε καὶ ἕρπει θνήτ᾽ ἐπὶ γαῖαν·
τῷ σε καθυμνήσω, καὶ σὸν κράτος αἰὲν ἀείσω.
σοὶ δὴ πᾶς ὅδε κόσμος ἑλισσόμενος περὶ γαῖαν
πείθεται ᾗ κεν ἄγῃς, καὶ ἑκὼν ὑπὸ σεῖο κρατεῖται·
τοῖον ἔχεις ὑποεργὸν ἀνικήτοις ἐνὶ χερσὶν
10 ἀμφήκη πυρόεντ᾽ αἰειζώοντα κεραυνόν·
τοῦ γὰρ ὑπὸ πληγῇς φύσεως πάντ᾽ ἔργα βέβηκεν,
ᾧ σὺ κατευθύνεις κοινὸν λόγον, ὃς διὰ πάντων
φοιτᾷ μιγνύμενος μεγάλῳ μικροῖς τε φάεσσιν 
{ὡς τόσσος γεγαὼς ὕπατος βασιλεὺς διὰ παντός.}
15 οὐδέ τι γίγνεται ἔργον ἐπὶ χθονὶ σοῦ δίχα, δαῖμον,
οὔτε κατ᾽ αἰθέριον θεῖον πόλον, οὔτ᾽ ἐνὶ πόντῳ,
πλὴν ὁπόσα ῥέζουσι κακοὶ σφετέραισιν ἀνοίαις.
ἀλλὰ σὺ καὶ τὰ περισσὰ ἐπίστασαι ἄρτια θεῖναι,
καὶ κοσμεῖν τἄκοσμα, καὶ οὐ φίλα σοὶ φίλα ἐστίν.
20 ὧδε γὰρ εἰς ἓν πάντα συνήρμοκας ἐσθλὰ κακοῖσιν,
ὥσθ᾽ ἕνα γίγνεσθαι πάντων λόγον αἰὲν ἐόντα,
ὃν φεύγοντες ἐῶσιν ὅσοι θνητῶν κακοί εἰσιν,
δύσμοροι, οἵ τ᾽ ἀγαθῶν μὲν ἀεὶ κτῆσιν ποθέοντες
οὔτ᾽ ἐσορῶσι θεοῦ κοινὸν νόμον οὔτε κλύουσιν,
25 ᾧ κεν πειθόμενοι σὺν νῷ βίον ἐσθλὸν ἔχοιεν·
αὐτοὶ δ᾽ αὖθ᾽ ὁρμῶσιν ἄνοι κακὸν ἄλλος ἐπ᾽ ἄλλο,
οἳ μὲν ὑπὲρ δόξης σπουδὴν δυσέριστον ἔχοντες,
οἳ δ᾽ ἐπὶ κερδοσύνας τετραμμένοι οὐδενὶ κόσμῳ
ἄλλοι δ᾽ εἰς ἄνεσιν καὶ σώματος ἡδέα ἔργα
30 ( . . . ) ἐπ᾽ ἄλλοτε δ᾽ ἄλλα φέροντα,
σπεύδοντες μάλα πάμπαν ἐναντία τῶνδε γενέσθαι.
ἀλλὰ Ζεῦ πάνδωρε κελαινεφὲς ἀργικέραυνε,
ἀνθρώπους ῥύου ‹μὲν› ἀπειροσύνης ἀπὸ λυγρῆς,
ἣν σύ, πάτερ, σκέδασον ψυχῆς ἄπο, δὸς δὲ κυρῆσαι
35 γνώμης, ᾗ πίσυνος σὺ δίκης μέτα πάντα κυβερνᾷς,
ὄφρ᾽ ἂν τιμηθέντες ἀμειβώμεσθά σε τιμῇ,
ὑμνοῦντες τὰ σὰ ἔργα διηνεκές, ὡς ἐπέοικε
θνητὸν ἐόντ᾽, ἐπεὶ οὔτε βροτοῖς γέρας ἄλλο τι μεῖζον
οὔτε θεοῖς, ἢ κοινὸν ἀεὶ νόμον ἐν δίκῃ ὑμνεῖν.

***
Πρώτε των θεών, πολυώνυμε, παντοτινή εξουσία,
αρχή της πλάσης, που όλα εσύ τα κυβερνάς με νόμο,
ω Δία, σε χαιρετώ· γιατί κάθε θνητός εσένα
είναι σωστό να προσφωνεί· βαστούμε απ᾽ τη γενιά σου·
απ᾽ όσα πλάσματα στη γη ζουν και σαλεύουν, μόνοι 5
εμείς είμαστε ομοίωμα του σύμπαντος· για τούτο
σε υμνώ, γι᾽ αυτό θα τραγουδώ τη δύναμή σου πάντα.
Ναι, ο κόσμος όλος, ως γυρνά γύρω απ᾽ τη γη, ακλουθάει
τους ορισμούς σου, πρόθυμα στην εξουσία σου σκύβει·
αλλά κρατάς κι ένα βοηθό στ᾽ ανίκητά σου χέρια,
το κοφτερό, πάντ᾽ άγρυπνο, φλογάτο αστροπελέκι· 10
πέφτει, χτυπάκαι τρέμουνε τα πάντα μες στην πλάση.
Με αυτό καθοδηγείς το νου, που τρέχει μέσα σε όλα,
που σμίγει -φως- και με μικρά και με μεγάλα φώτα
και που η πνοή του διαπερνά του κόσμου βάθη και ύψη.
Έτσι των όλων βασιλιάς ανώτατος εσύ ᾽σαι,
δίχως εσέ, ω θεέ, στη γη δε γίνεται έργο ούτ᾽ ένα 15
ούτε στο πέλαγο ή ψηλά μέσα στο θείον αιθέρα,
έξω όσα κάνουν οι κακοί μες στην ανεμυαλιά τους.
Ολοκληρώνεις τα λειψά, σε τάξη βάζεις και όσα
δεν έχουνε, για σε αρεστά και τα δυσάρεστα είναι.
Γιατί όλα εσύ, καλά ή κακά, τα ᾽σμιξες έτσι σε ένα, 20
ώστε ένα αιώνιο νόημα να υπάρχει για όλα·[1] όσοι είναι
κακοί θνητοί, το διώχνουνε, ζητούν να το ξεφύγουν·
τρελοί, που, ενώ αγαθά ποθούνε πάντα ν᾽ αποχτήσουν,
του θεού το νόμο τον κοινό δε βλέπουν, δεν ακούνε·
που αν τον ακλούθααν, λογικά κι ευγενικά θα ζούσαν. 25
Μα αυτοί, οι ανόητοι, στο κακό χιμούν, καθένας σε άλλο·
τούτοι τη δόξα κυνηγούν -μαύρο κυνήγι-, εκείνοι
χωρίς μια στάλα συστολή στα κέρδη έχουν το νου τους
κι άλλοι στην καλοπέραση, στις ηδονές της σάρκας.
( . . . ) Πασκίζουν ανειρήνευτα, μια δω μια κει, και φτάνουν 30
σε τέρμα αντίθετο εντελώς, απ᾽ ό,τι πεθυμούσαν.
Δία των νεφών, των κεραυνών, Δία δωρητή των πάντων,
φύλαε τον κόσμο απ᾽ τη φριχτήν ανεγνωμιά· πατέρα,
σκόρπα την πέρ᾽ απ᾽ τις ψυχές, και κάμε νά ᾽βρουν όλοι
το νου, που δίκια εσύ μ᾽ αυτόν τα πάντα τιμονεύεις. 35
Έτσι, τιμώντας μας, κι εσύ τιμή από μας θα λάβεις:
θα υμνούμε αιώνια τα έργα σου, σαν που οι θνητοί χρωστούνε·
προνόμιο ανώτερο απ᾽ αυτό θνητοί ή θεοί δεν έχουν:
κατά το δίκιο ν᾽ ανυμνούν το νόμο τον παγκόσμιο.
--------------------------
[1] Το νόημα του χωρίου είναι ότι ακόμα και ό,τι φαίνεται κακό αποτελεί, θεωρημένο από γενικότερη άποψη, μέρος ενός συνολικά αγαθού σχεδίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου