[426a] Καὶ μὴν οὗτοί γε χαριέντως διατελοῦσιν· ἰατρευόμενοι γὰρ οὐδὲν περαίνουσιν, πλήν γε ποικιλώτερα καὶ μείζω ποιοῦσι τὰ νοσήματα, καὶ ἀεὶ ἐλπίζοντες, ἐάν τις φάρμακον συμβουλεύσῃ, ὑπὸ τούτου ἔσεσθαι ὑγιεῖς.Πάνυ γάρ, ἔφη, τῶν οὕτω καμνόντων τὰ τοιαῦτα πάθη.
Τί δέ; ἦν δ᾽ ἐγώ· τόδε αὐτῶν οὐ χαρίεν, τὸ πάντων ἔχθιστον ἡγεῖσθαι τὸν τἀληθῆ λέγοντα, ὅτι πρὶν ἂν μεθύων καὶ ἐμπιμπλάμενος καὶ ἀφροδισιάζων καὶ ἀργῶν παύσηται, [426b] οὔτε φάρμακα οὔτε καύσεις οὔτε τομαὶ οὐδ᾽ αὖ ἐπῳδαὶ αὐτὸν οὐδὲ περίαπτα οὐδὲ ἄλλο τῶν τοιούτων οὐδὲν ὀνήσει;
Οὐ πάνυ χαρίεν, ἔφη· τὸ γὰρ τῷ εὖ λέγοντι χαλεπαίνειν οὐκ ἔχει χάριν.
Οὐκ ἐπαινέτης εἶ, ἔφην ἐγώ, ὡς ἔοικας, τῶν τοιούτων ἀνδρῶν.
Οὐ μέντοι μὰ Δία.
Οὐδ᾽ ἂν ἡ πόλις ἄρα, ὅπερ ἄρτι ἐλέγομεν, ὅλη τοιοῦτον ποιῇ, οὐκ ἐπαινέσῃ. ἢ οὐ φαίνονταί σοι ταὐτὸν ἐργάζεσθαι τούτοις τῶν πόλεων ὅσαι κακῶς πολιτευόμεναι [426c] προαγορεύουσι τοῖς πολίταις τὴν μὲν κατάστασιν τῆς πόλεως ὅλην μὴ κινεῖν, ὡς ἀποθανουμένους, ὃς ἂν τοῦτο δρᾷ· ὃς δ᾽ ἂν σφᾶς οὕτω πολιτευομένους ἥδιστα θεραπεύῃ καὶ χαρίζηται ὑποτρέχων καὶ προγιγνώσκων τὰς σφετέρας βουλήσεις καὶ ταύτας δεινὸς ᾖ ἀποπληροῦν, οὗτος ἄρα ἀγαθός τε ἔσται ἀνὴρ καὶ σοφὸς τὰ μεγάλα καὶ τιμήσεται ὑπὸ σφῶν;
Ταὐτὸν μὲν οὖν, ἔφη, ἔμοιγε δοκοῦσι δρᾶν, καὶ οὐδ᾽ ὁπωστιοῦν ἐπαινῶ.
[426d] Τί δ᾽ αὖ τοὺς ἐθέλοντας θεραπεύειν τὰς τοιαύτας πόλεις καὶ προθυμουμένους; οὐκ ἄγασαι τῆς ἀνδρείας τε καὶ εὐχερείας;
Ἔγωγ᾽, ἔφη, πλήν γ᾽ ὅσοι ἐξηπάτηνται ὑπ᾽ αὐτῶν καὶ οἴονται τῇ ἀληθείᾳ πολιτικοὶ εἶναι, ὅτι ἐπαινοῦνται ὑπὸ τῶν πολλῶν.
Πῶς λέγεις; οὐ συγγιγνώσκεις, ἦν δ᾽ ἐγώ, τοῖς ἀνδράσιν; ἢ οἴει οἷόν τ᾽ εἶναι ἀνδρὶ μὴ ἐπισταμένῳ μετρεῖν, ἑτέρων [426e] τοιούτων πολλῶν λεγόντων ὅτι τετράπηχύς ἐστιν, αὐτὸν ταῦτα μὴ ἡγεῖσθαι περὶ αὑτοῦ;
Οὐκ αὖ, ἔφη, τοῦτό γε.
Μὴ τοίνυν χαλέπαινε· καὶ γάρ πού εἰσι πάντων χαριέστατοι οἱ τοιοῦτοι, νομοθετοῦντές τε οἷα ἄρτι διήλθομεν καὶ ἐπανορθοῦντες, ἀεὶ οἰόμενοί τι πέρας εὑρήσειν περὶ τὰ ἐν τοῖς συμβολαίοις κακουργήματα καὶ περὶ ἃ νυνδὴ ἐγὼ ἔλεγον, ἀγνοοῦντες ὅτι τῷ ὄντι ὥσπερ Ὕδραν τέμνουσιν.
[427a] Καὶ μήν, ἔφη, οὐκ ἄλλο γέ τι ποιοῦσιν.
Ἐγὼ μὲν τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, τὸ τοιοῦτον εἶδος νόμων πέρι καὶ πολιτείας οὔτ᾽ ἐν κακῶς οὔτ᾽ ἐν εὖ πολιτευομένῃ πόλει ᾤμην ἂν δεῖν τὸν ἀληθινὸν νομοθέτην πραγματεύεσθαι, ἐν τῇ μὲν ὅτι ἀνωφελῆ καὶ πλέον οὐδέν, ἐν δὲ τῇ ὅτι τὰ μὲν αὐτῶν κἂν ὁστισοῦν εὕροι, τὰ δὲ ὅτι αὐτόματα ἔπεισιν ἐκ τῶν ἔμπροσθεν ἐπιτηδευμάτων.
[427b] Τί οὖν, ἔφη, ἔτι ἂν ἡμῖν λοιπὸν τῆς νομοθεσίας εἴη;
Καὶ ἐγὼ εἶπον ὅτι Ἡμῖν μὲν οὐδέν, τῷ μέντοι Ἀπόλλωνι τῷ ἐν Δελφοῖς τά γε μέγιστα καὶ κάλλιστα καὶ πρῶτα τῶν νομοθετημάτων.
Τὰ ποῖα; ἦ δ᾽ ὅς.
Ἱερῶν τε ἱδρύσεις καὶ θυσίαι καὶ ἄλλαι θεῶν τε καὶ δαιμόνων καὶ ἡρώων θεραπεῖαι· τελευτησάντων ‹τε› αὖ θῆκαι καὶ ὅσα τοῖς ἐκεῖ δεῖ ὑπηρετοῦντας ἵλεως αὐτοὺς ἔχειν. τὰ γὰρ δὴ τοιαῦτα οὔτ᾽ ἐπιστάμεθα ἡμεῖς οἰκίζοντές τε πόλιν [427c] οὐδενὶ ἄλλῳ πεισόμεθα, ἐὰν νοῦν ἔχωμεν, οὐδὲ χρησόμεθα ἐξηγητῇ ἀλλ᾽ ἢ τῷ πατρίῳ· οὗτος γὰρ δήπου ὁ θεὸς περὶ τὰ τοιαῦτα πᾶσιν ἀνθρώποις πάτριος ἐξηγητὴς [ἐν μέσῳ] τῆς γῆς ἐπὶ τοῦ ὀμφαλοῦ καθήμενος ἐξηγεῖται.
Καὶ καλῶς γ᾽, ἔφη, λέγεις· καὶ ποιητέον οὕτω.
Ὠικισμένη μὲν τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἤδη ἄν σοι εἴη, ὦ παῖ [427d] Ἀρίστωνος, ἡ πόλις· τὸ δὲ δὴ μετὰ τοῦτο σκόπει ἐν αὐτῇ, φῶς ποθὲν πορισάμενος ἱκανόν, αὐτός τε καὶ τὸν ἀδελφὸν παρακάλει καὶ Πολέμαρχον καὶ τοὺς ἄλλους, ἐάν πως ἴδωμεν ποῦ ποτ᾽ ἂν εἴη ἡ δικαιοσύνη καὶ ποῦ ἡ ἀδικία, καὶ τί ἀλλήλοιν διαφέρετον, καὶ πότερον δεῖ κεκτῆσθαι τὸν μέλλοντα εὐδαίμονα εἶναι, ἐάντε λανθάνῃ ἐάντε μὴ πάντας θεούς τε καὶ ἀνθρώπους.
Οὐδὲν λέγεις, ἔφη ὁ Γλαύκων· σὺ γὰρ ὑπέσχου ζητήσειν, [427e] ὡς οὐχ ὅσιόν σοι ὂν μὴ οὐ βοηθεῖν δικαιοσύνῃ εἰς δύναμιν παντὶ τρόπῳ.
Ἀληθῆ, ἔφην ἐγώ, ὑπομιμνῄσκεις, καὶ ποιητέον μέν γε οὕτως, χρὴ δὲ καὶ ὑμᾶς συλλαμβάνειν.
Ἀλλ᾽, ἔφη, ποιήσομεν οὕτω.
Ἐλπίζω τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, εὑρήσειν αὐτὸ ὧδε. οἶμαι ἡμῖν τὴν πόλιν, εἴπερ ὀρθῶς γε ᾤκισται, τελέως ἀγαθὴν εἶναι.
Ἀνάγκη γ᾽, ἔφη.
Δῆλον δὴ ὅτι σοφή τ᾽ ἐστὶ καὶ ἀνδρεία καὶ σώφρων καὶ δικαία.
Δῆλον.
Οὐκοῦν ὅτι ἂν αὐτῶν εὕρωμεν ἐν αὐτῇ, τὸ ὑπόλοιπον ἔσται τὸ οὐχ ηὑρημένον;
[428a] Τί μήν;
Ὥσπερ τοίνυν ἄλλων τινῶν τεττάρων, εἰ ἕν τι ἐζητοῦμεν αὐτῶν ἐν ὁτῳοῦν, ὁπότε πρῶτον ἐκεῖνο ἔγνωμεν, ἱκανῶς ἂν εἶχεν ἡμῖν, εἰ δὲ τὰ τρία πρότερον ἐγνωρίσαμεν, αὐτῷ ἂν τούτῳ ἐγνώριστο τὸ ζητούμενον· δῆλον γὰρ ὅτι οὐκ ἄλλο ἔτι ἦν ἢ τὸ ὑπολειφθέν.
Ὀρθῶς, ἔφη, λέγεις.
Οὐκοῦν καὶ περὶ τούτων, ἐπειδὴ τέτταρα ὄντα τυγχάνει, ὡσαύτως ζητητέον;
Δῆλα δή.
Καὶ μὲν δὴ πρῶτόν γέ μοι δοκεῖ ἐν αὐτῷ κατάδηλον εἶναι [428b] ἡ σοφία· καί τι ἄτοπον περὶ αὐτὴν φαίνεται.
Τί; ἦ δ᾽ ὅς.
Σοφὴ μὲν τῷ ὄντι δοκεῖ μοι ἡ πόλις εἶναι ἣν διήλθομεν· εὔβουλος γάρ, οὐχί;
Ναί.
Καὶ μὴν τοῦτό γε αὐτό, ἡ εὐβουλία, δῆλον ὅτι ἐπιστήμη τίς ἐστιν· οὐ γάρ που ἀμαθίᾳ γε ἀλλ᾽ ἐπιστήμῃ εὖ βουλεύονται.
Δῆλον.
Πολλαὶ δέ γε καὶ παντοδαπαὶ ἐπιστῆμαι ἐν τῇ πόλει εἰσίν.
Πῶς γὰρ οὔ;
Ἆρ᾽ οὖν διὰ τὴν τῶν τεκτόνων ἐπιστήμην σοφὴ καὶ εὔβουλος ἡ πόλις προσρητέα;
[428c] Οὐδαμῶς, ἔφη, διά γε ταύτην, ἀλλὰ τεκτονική.
Οὐκ ἄρα διὰ τὴν ὑπὲρ τῶν ξυλίνων σκευῶν ἐπιστήμην, βουλευομένη ὡς ἂν ἔχοι βέλτιστα, σοφὴ κλητέα πόλις.
Οὐ μέντοι.
Τί δέ; τὴν ὑπὲρ τῶν ἐκ τοῦ χαλκοῦ ἤ τινα ἄλλην τῶν τοιούτων;
Οὐδ᾽ ἡντινοῦν, ἔφη.
Οὐδὲ τὴν ὑπὲρ τοῦ καρποῦ τῆς γενέσεως ἐκ τῆς γῆς, ἀλλὰ γεωργική.
Δοκεῖ μοι.
Τί δ᾽; ἦν δ᾽ ἐγώ· ἔστι τις ἐπιστήμη ἐν τῇ ἄρτι ὑφ᾽ ἡμῶν οἰκισθείσῃ παρά τισι τῶν πολιτῶν, ᾗ οὐχ ὑπὲρ τῶν [428d] ἐν τῇ πόλει τινὸς βουλεύεται, ἀλλ᾽ ὑπὲρ αὑτῆς ὅλης, ὅντινα τρόπον αὐτή τε πρὸς αὑτὴν καὶ πρὸς τὰς ἄλλας πόλεις ἄριστα ὁμιλοῖ;
Ἔστι μέντοι.
Τίς, ἔφην ἐγώ, καὶ ἐν τίσιν;
Αὕτη, ἦ δ᾽ ὅς, ἡ φυλακική, καὶ ἐν τούτοις τοῖς ἄρχουσιν οὓς νυνδὴ τελέους φύλακας ὠνομάζομεν.
Διὰ ταύτην οὖν τὴν ἐπιστήμην τί τὴν πόλιν προσαγορεύεις;
Εὔβουλον, ἔφη, καὶ τῷ ὄντι σοφήν.
Πότερον οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐν τῇ πόλει οἴει ἡμῖν χαλκέας [428e] πλείους ἐνέσεσθαι ἢ τοὺς ἀληθινοὺς φύλακας τούτους;
Πολύ, ἔφη, χαλκέας.
Οὐκοῦν, ἔφην, καὶ τῶν ἄλλων ὅσοι ἐπιστήμας ἔχοντες ὀνομάζονταί τινες εἶναι, πάντων τούτων οὗτοι ἂν εἶεν ὀλίγιστοι;
Πολύ γε.
Τῷ σμικροτάτῳ ἄρα ἔθνει καὶ μέρει ἑαυτῆς καὶ τῇ ἐν τούτῳ ἐπιστήμῃ, τῷ προεστῶτι καὶ ἄρχοντι, ὅλη σοφὴ ἂν εἴη κατὰ φύσιν οἰκισθεῖσα πόλις· καὶ τοῦτο, ὡς ἔοικε, φύσει [429a] ὀλίγιστον γίγνεται γένος, ᾧ προσήκει ταύτης τῆς ἐπιστήμης μεταλαγχάνειν ἣν μόνην δεῖ τῶν ἄλλων ἐπιστημῶν σοφίαν καλεῖσθαι.
Ἀληθέστατα, ἔφη, λέγεις.
Τοῦτο μὲν δὴ ἓν τῶν τεττάρων οὐκ οἶδα ὅντινα τρόπον ηὑρήκαμεν, αὐτό τε καὶ ὅπου τῆς πόλεως ἵδρυται.
Ἐμοὶ γοῦν δοκεῖ, ἔφη, ἀποχρώντως ηὑρῆσθαι.
Ἀλλὰ μὴν ἀνδρεία γε αὐτή τε καὶ ἐν ᾧ κεῖται τῆς πόλεως, δι᾽ ὃ τοιαύτη κλητέα ἡ πόλις, οὐ πάνυ χαλεπὸν ἰδεῖν.
Πῶς δή;
***
[426a] Γι᾽ αυτούς τουλάχιστο το πράγμα είναι και κάπως νόστιμο· γιατί αυτοί γιατροπορεύονται όλο, χωρίς να καταφέρνουν τίποτ᾽ άλλο παρά να κάνουν μόνο ποικιλότερες και βαρύτερες τις αρρώστιες των και να ελπίζουν, κάθε φορά που θα τους συμβουλεύσει κανείς κανένα νέο φάρμακο, πως μ᾽ αυτό θα γίνουν καλά.
Πραγματικώς, αυτό είναι που παθαίνουν οι τέτοιοι άρρωστοι.
Και δεν είναι ακόμα το νοστιμότερο μ᾽ αυτούς, πως θεωρούν τον μεγαλύτερο εχθρό τους εκείνον που τους λέει την αλήθεια, ότι αν δεν κόψουν τα μεθύσια και την πολυφαγία και τις καταχρήσεις και την ακαματοσύνη τους, [426b] ούτε τα φάρμακα, ούτε οι καυτηριάσεις, ούτε οι εγχειρήσεις, ούτε τα γητέματα, ούτε τα φυλαχτά, ούτε τίποτα από τα τέτοια θα τους ωφελήσει;
Δεν το βρίσκω και πολύ νόστιμο· γιατί δεν έχει και καμιά νοστιμιά να θυμώνεις μ᾽ έναν που σου μιλά για το καλό σου.
Δεν τους πολυνοστιμεύεσαι, καθώς φαίνεται, τους τέτοιους.
Όχι, μά την αλήθεια.
Ώστε το λοιπόν κι αν, καθώς ελέγαμε πρωτύτερα, ολόκληρ᾽ η πόλη κάνει ένα τέτοιο πράγμα, εσύ δε θα το επιδοκιμάσεις. Ή δε σου φαίνεται πως κάνουν το ίδιο μ᾽ αυτούς και όσες πόλεις, με το κακό πολιτικό σύστημα που έχουν, [426c] απαγορεύουν με νόμο στους πολίτες ν᾽ αγγίζουν και να μετακινούν το γενικό σύνταγμα της πολιτείας, με ποινή το θάνατο για όποιον τολμήσει τέτοιο πράγμα· αν όμως κανείς, έτσι που πολιτεύονται, ξέρει να τσακίζεται εμπρός τους και να τους κολακεύει όλο γλύκα και να τους κάνει όλα τους τα χατίρια και να προλαβαίνει όλες τους τις επιθυμίες που γνωρίζει, και να είναι άξιος να τις ικανοποιεί, δεν θα ᾽ναι αυτός ο άριστος και σοφότατος άνθρωπος και δεν θα έχει τις μεγαλύτερες τιμές εκ μέρους των;
Το ίδιο πραγματικώς μου φαίνεται πως κάνουν και κάθε άλλο παρά τους επιδοκιμάζω.
[426d] Και τί πάλι, δεν θαυμάζεις την παλικαριά και την ευκολία εκεινών που θέλουν κι έχουν την προθυμία να προσφέρουν τις εκδουλεύσεις των σε τέτοιες πόλεις;
Τους θαυμάζω βέβαια έξω από κείνους που θα γελαστούν απ᾽ αυτές και θα πιστέψουν πως είναι στ᾽ αλήθεια πολιτικοί, επειδή επαινούνται από τους πολλούς.
Πώς το λες αυτό; και δεν τους βρίσκεις τάχα δικαιολογημένους; ή φαντάζεσαι πως μπορεί ποτέ ένας άνθρωπος που δεν ξέρει να μετρά, αν άλλοι [426e] τέτοιοι πολλοί τού λένε πως είναι ψηλός τέσσερις πήχες, να μην το πιστέψει κι ο ίδιος;
Αυτό πάλι δεν το φαντάζομαι βέβαια.
Μην αγαναχτείς λοιπόν μαζί τους· γιατί είναι πραγματικώς αυτοί οι νοστιμότεροι απ᾽ όλους με τους νόμους των εκείνους, που λέγαμε πριν, πως σήμερα τους γράφουν κι αύριο τους διορθώνουν, με την ιδέα πως θα σταματήσουν έτσι τα αδικήματα στις ιδιωτικές συναλλαγές και στα άλλα που έλεγα τώρα, χωρίς να καταλαβαίνουν πως είναι το ίδιο σαν να κάνουν μια τρύπα μες στο νερό.
[427a] Και πραγματικώς τίποτ᾽ άλλο δεν κάνουν.
Όσο λοιπόν για μένα, ποτέ μου εγώ δεν φαντάστηκα πως θα ᾽πρεπε ο αληθινός νομοθέτης να ασχοληθεί με τέτοιου είδους νόμους, είτε μέσα σε κακοοργανωμένη είτε μέσα σε καλοοργανωμένη πολιτεία, γιατί στη μια καμιά ωφέλεια δε θα ᾽χαν και τίποτα παραπάνω δε θα πρόσθεταν, στην άλλη γιατί κι ένας οποιοσδήποτε θα μπορούσε να βρει τα περισσότερα απ᾽ αυτά κι άλλα πάλι από μόνα τους θα ᾽βγαιναν από τις προηγούμενες ενασχολήσεις των.
[427b] Τί λοιπόν θα μας υπολείπονταν ακόμη από τη νομοθεσία μας;
Για μας πια τίποτα· για τον Απόλλωνα όμως των Δελφών τα μεγαλύτερα και τα καλύτερα και τα σπουδαιότερα νομοθετήματα.
Τα ποιά δηλαδή;
Η ανέγερση ναών και οι θυσίες και οι λατρείες των θεών και ημιθέων και ηρώων, οι ταφές των νεκρών, και όσες άλλες τιμές πρέπει να προσφέρομε στους εκεί κάτω για να τους καλοκαρδίζουμε· γιατί τα τέτοια ούτ᾽ εμείς που θεμελιώνομε την πόλη τα γνωρίζομε, [427c] ούτε, αν έχομε νου, θ᾽ ακούσομε κανέναν άλλο, ούτε θα συμβουλευτούμε κανέναν άλλο εκτός από τον πατρικό μας οδηγητή· γιατί αυτός ο θεός που κάθεται, όπως ξέρομε, στο κέντρο της γης, στον Ομφαλό επάνω, είναι για όλους τους ανθρώπους ο πάτριος οδηγητής μας.
Καλά το λες· κι έτσι πρέπει να κάμομε.
Επιστροφή στο αρχικό πρόβλημα: Αναζήτηση της δικαιοσύνηςΝα λοιπόν, ω γιε του Αρίστωνα, που θα σου ήταν θεμελιωμένη πια στην [427d] εντέλεια η πολιτεία μας. Και τώρα φρόντισε από πού θα βρεις φως αρκετό, προσκάλεσε μάλιστα και τον αδερφό σου και τον Πολέμαρχο να σε βοηθήσουν, για να ιδούμε μήπως ανακαλύψομε μες σ᾽ αυτήν πού τάχα να βρίσκεται η δικαιοσύνη και πού η αδικία και τί διαφέρουν η μια από την άλλη και ποιάν από τις δυο πρέπει να ᾽χει αποκτήσει εκείνος που θα είναι αληθινά ευτυχισμένος, αδιάφορο αν του το αναγνωρίσουν ή όχι όλοι, και θεοί και άνθρωποι.
Τίποτα δε μας λες τώρα, είπεν ο Γλαύκων, γιατί εσύ μόνος σου υποσχέθηκες να το αναζητήσεις αυτό, [427e] λέγοντας πως θα ήταν ασέβεια από μέρος σου να μη βοηθήσεις μ᾽ όλη του τη δύναμη και με κάθε τρόπο τη δικαιοσύνη.
Είναι αλήθεια πραγματικώς αυτό που μου θυμίζεις και έτσι βέβαια πρέπει να κάμω, ανάγκη όμως και σεις να δώσετε χέρι.
Δε θα λείψομε.
Ελπίζω λοιπόν πως έτσι θα κατορθώσουμε να το βρούμε: έχω την ιδέα πως αν η πολιτεία μας είναι θεμελιωμένη απάνω σε ορθές βάσεις, δεν μπορεί παρά να είναι στην εντέλεια καλή.
Ανάγκη πάσα.
Είναι λοιπόν φανερό πως πρέπει να έχει σοφία, ανδρεία, σωφροσύνη και δικαιοσύνη.
Βεβαιότατα.
Ό,τι λοιπόν απ᾽ αυτά βρούμε μέσα της, το υπόλοιπο δε θα ᾽ναι εκείνο που δεν έχομε βρει;
[428a] Πώς όχι;
Η σοφία, η ανδρεία και η σωφροσύνη ως αρετές της πολιτείαςΌπως βέβαια και μέσα σ᾽ ό,τι άλλο, αν ζητούσαμε το ένα από τέσσερα πράγματα που περιέχει, όταν θα τύχαινε να το βρούμε και να το γνωρίσουμε αυτό πρώτα πρώτα, δε θα είχαμε ανάγκη από τίποτ᾽ άλλο, κι αν πάλι βρίσκαμε πρώτα τα τρία τα άλλα, θα καταλαβαίναμε απ᾽ αυτά και ποιό είναι εκείνο που ζητούμε· αφού είναι φως φανερό πως δεν είναι άλλο παρά εκείνο που έμεινε.
Πολύ σωστά.
Αφού λοιπόν κι αυτά που είπαμε πως έχει η πόλη μας είναι τέσσερα, δεν πρέπει να γίνει η έρευνά μας με τον ίδιο τρόπο;
Έτσι βέβαια είναι φανερό πως πρέπει.
Και λοιπόν το πρώτο πράγμα, που μου φαίνεται εμένα ολοφάνερο μες στην πόλη μας, είναι [428b] η σοφία· και παρουσιάζεται σχετικά μ᾽ αυτήν κατιτί αλλόκοτο.
Το ποιό;
Σοφή τωόντι μου φαίνεται η πόλη που περιγράψαμε, αφού ξέρει να κρίνει σωστά. Ή όχι;
Ναι.
Και όμως αυτό το πράγμα, το να ξέρει δηλαδή κανείς να κρίνει σωστά, είναι χωρίς αμφιβολία κάποια επιστήμη· γιατί όχι βέβαια η αμάθεια, αλλά η επιστήμη είναι εκείνη που κάνει τους ανθρώπους να κρίνουν σωστά.
Λογικότατα.
Πολλές όμως και κάθε λογής επιστήμες υπάρχουν μέσα στην πόλη.
Πώς όχι;
Και να πρέπει τάχα για την επιστήμη των ξυλουργών να δώσομε τον τίτλο της σοφίας και της ορθοφροσύνης στην πόλη μας;
[428c] Κάθε άλλο βέβαια, γιατί απ᾽ αυτή την επιστήμη θα της ταίριαζε ο τίτλος της ξυλουργικής.
Ώστε δεν μπορεί να ονομαστεί η πόλη σοφή για την επιστήμη που έχει να κρίνει σωστά πώς να γίνονται καλύτερα οι δουλειές της ξυλουργικής.
Όχι βέβαια.
Ή μήπως ίσως από την επιστήμη της για τα χάλκινα σκεύη, ή από καμιά άλλη τέτοια;
Από καμιά βέβαια από τις τέτοιες.
Ούτε λοιπόν από την επιστήμη που δουλειά της έχει τον καρπό που βγαίνει από τη γη θα τη λέγαμε σοφή αλλά γεωργική.
Μου φαίνεται.
Τί λοιπόν; Υπάρχει μες στην πολιτεία που θεμελιώσαμε εμείς κάποια επιστήμη που να την έχουν μερικοί μόνο από τους πολίτες, και που μ᾽ αυτήν κρίνει όχι για ένα [428d] κάποιο ιδιαίτερο πράγμα μες στην πόλη, αλλά για ολόκληρο τον εαυτό της, με ποιόν καλύτερο τρόπο να κανονίζει και τις εσωτερικές της υποθέσεις και τις σχέσεις της με τις άλλες πόλεις;
Υπάρχει βέβαια.
Και ποιά λοιπόν είναι αυτή η επιστήμη και ποιοί την έχουν;
Αυτή, που δουλειά της είναι να φυλάγει την πολιτεία και που την έχουν οι άρχοντες, που τους ονομάσαμε τώρα δα τέλειους φύλακες.
Απ᾽ αυτή λοιπόν την επιστήμη τί τίτλο δίνεις στην πόλη;
Τον τίτλο της ορθοφροσύνης και της πραγματικής σοφίας.
Τώρα, ποιοί νομίζεις πως θα μας είναι στην πόλη μέσα [428e] περισσότεροι: οι χαλκιάδες, ή αυτοί οι αληθινοί φύλακες;
Πολύ περισσότεροι βέβαια οι χαλκιάδες.
Και λοιπόν και από τους άλλους που παίρνουν τ᾽ όνομά τους από την όποια επιστήμη τους, δε θα είναι αυτοί οι φύλακες οι λιγότεροι;
Πολύ μάλιστα λιγότεροι.
Από τη μικρότατη λοιπόν αυτή τάξη που είναι ένα από τα τμήματά της και από την επιστήμη που υπάρχει σ᾽ αυτήν, δηλαδή στον προϊστάμενο και τον άρχοντα, θα είναι σοφή ολόκληρη η πολιτεία που θεμελιώθηκε σύμφωνα με τη φύση· και σε πολύ μικρό αριθμό δημιουργεί, καθώς φαίνεται, η φύση [429a] αυτό το γένος που έχει αποκλειστικό του προνόμιο εκείνη την επιστήμη, που μόνη απ᾽ όλες τις επιστήμες πρέπει να ονομάζεται σοφία.
Έτσι καθώς το λες, χωρίς την παραμικρότερη αμφιβολία.
Ιδού λοιπόν που βρήκαμε, και γω δεν ξέρω πώς, το ένα από τα τέσσερα αυτά, καθώς και το μέρος της πόλης, όπου έχει την έδρα του.
Όσο για μένα έχω την ιδέα πως έχει βρεθεί έτσι που να μη χρειάζεται πια τίποτα.
Μα κι η ανδρεία επίσης, κι αυτή η ίδια, και το μέρος της πόλης, όπου έχει την έδρα της, κι απ᾽ όπου πρέπει να ονομαστεί κι η πόλη ανδρεία, δεν είναι πολύ δύσκολο ν᾽ ανακαλυφθεί.
Πώς δηλαδή;