Η ολοκλήρωση ή η διακοπή των μεγάλων οικοδομικών έργων στην Ακρόπολη της Αθήνας δημιούργησε νέα δεδομένα στον χώρο της τέχνης γενικότερα, καθώς πολυάριθμοι αρχιτέκτονες, γλύπτες, ζωγράφοι (πρέπει να θυμόμαστε ότι όλα τα αρχαία γλυπτά ήταν χρωματισμένα) και άλλοι ειδικευμένοι τεχνίτες, όχι μόνο Αθηναίοι αλλά και ξένοι, που, σύμφωνα με όσα είπαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, είχαν συρρεύσει στην Αθήνα για να δουλέψουν στην Ακρόπολη και κυρίως στον Παρθενώνα, δεν είχαν πλέον σταθερή απασχόληση και ήταν αναγκασμένοι να αναζητήσουν αλλού εργασία. Αν και, όπως είδαμε πιο πάνω, η κατασκευή ναών και αγαλμάτων σε άλλα δημόσια κτήρια και ιερά της Αθήνας και της Αττικής συνέχισε να προσφέρει εργασία σε αρκετούς από αυτούς, οι υπόλοιποι δεν είχαν άλλη επιλογή από το να ξενιτευτούν και να δοκιμάσουν την τύχη τους μακριά από την Αττική, ή να στραφούν σε ιδιωτικές παραγγελίες. Προς την τελευταία αυτή κατεύθυνση φαίνεται ότι βοήθησε και το αθηναϊκό κράτος, επιτρέποντας ξανά την κατασκευή μαρμάρινων επιτύμβιων αναγλύφων, που είχαν απαγορευτεί στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., σε μια προσπάθεια να περιοριστεί η επίδειξη του πλούτου και της επιρροής των αριστοκρατικών οικογενειών. Τα νέα επιτύμβια ανάγλυφα, που εμφανίζονται μετά το 430 π.Χ., δεν προβάλλουν την υψηλή κοινωνική θέση των νεκρών, αλλά τους τοποθετούν μέσα στο οικογενειακό ή το φιλικό τους περιβάλλον. Ως προς τη μορφή τα ανάγλυφα αυτά είναι στήλες με τονισμένο τον άξονα του ύψους, που επιστέφονται με κυμάτιο και ταινία, ανθέμιο ή αέτωμα. Με το πέρασμα του χρόνου όμως εμφανίζονται και πληθαίνουν τα παραδείγματα με αρχιτεκτονική πλαισίωση, η οποία αποτελείται από παραστάδες και αέτωμα. Ένα από τα πρωιμότερα αττικά επιτύμβια ανάγλυφα της νέας αυτής κατηγορίας είναι η στήλη του νεαρού Ευφήρου στο Μουσείο του Κεραμεικού, που εικονίζεται ως έφηβος στον δρόμο για το γυμνάσιο με τη στλεγγίδα στο χέρι. Εξαιρετικής ποιότητας έργο των χρόνων γύρω στο 420 π.Χ. είναι μια επιτύμβια στήλη νέου από τη Σαλαμίνα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, όπου εμφανίζονται δύο ζώα με τα οποία ο νεκρός έπαιζε πιθανότατα όσο ζούσε: τον βλέπουμε να απλώνει το χέρι προς ένα κλουβί, στο οποίο υπήρχε ένα πουλί, ενώ επάνω σε έναν μικρό πεσσό κάθεται μια γάτα. Στο οικιακό περιβάλλον μας μεταφέρει η στήλη της Ηγησούς από το νεκροταφείο του Κεραμεικού, που χρονολογείται πιθανότατα γύρω στο 410 π.Χ.: εδώ η νεκρή εικονίζεται καθιστή να κοιτάζει ένα δαχτυλίδι, που το έχει πάρει από μια πυξίδα, την οποία κρατάει ανοιχτή μπροστά της μια νεαρή υπηρέτρια.
Στην τελευταία τριακονταετία του 5ου αιώνα π.Χ., ταυτόχρονα με την επανεμφάνιση των επιτύμβιων αναγλύφων στην Αττική, εμφανίζεται μια νέα κατηγορία αναγλύφων, εκείνα που κοσμούν το επάνω μέρος των μαρμάρινων στηλών στις οποίες χαράσσονταν επιγραφές με το κείμενο σημαντικών ψηφισμάτων, δηλαδή αποφάσεων του Δήμου των Αθηναίων. Η συνήθεια να κοσμούνται οι επιγραφές με ανάγλυφα εξαπλώθηκε και σε άλλες περιοχές, αλλά τα περισσότερα παραδείγματα, και μάλιστα με μεγάλη διαφορά, προέρχονται από την Αττική. Οι παραστάσεις των αναγλύφων αυτών, που τα ονομάζουμε ψηφισματικά, εικονογραφούν με συμβολικό τρόπο το περιεχόμενο του ψηφίσματος. Τέτοιο παράδειγμα είναι το ανάγλυφο που επιστέφει μια στήλη από την Ελευσίνα με ψήφισμα του έτους 421/420 π.Χ. για την κατασκευή γέφυρας στους Ρειτούς, επάνω στην Ιερά Οδό που πήγαινε από την Αθήνα στην Ελευσίνα. Στην αριστερή πλευρά του αναγλύφου εικονίζονται οι δύο θεές της Ελευσίνας, η Δήμητρα και η Κόρη (ή Περσεφόνη) με τις δάδες στα χέρια, και στα δεξιά η Αθηνά, πολιούχος θεά της Αθήνας, με κράνος και δόρυ (που αποδιδόταν με χρώμα). Απέναντι στην Αθηνά στέκεται ένας νέος άνδρας ντυμένος με ιμάτιο, που είναι ο Τριπτόλεμος, ο γιος του μυθικού βασιλιά της Ελευσίνας Κελεού (βλ. 6.3.3. Μνημειακά ανάγλυφα: Το μεγάλο Ελευσινιακό ανάγλυφο και τα Τρίμορφα ανάγλυφα). Ο Τριπτόλεμος δίνει το δεξί του χέρι στην Αθηνά, ανταλλάσσει δηλαδή μαζί της χαιρετισμό. Με τον συμβολικό αυτό τρόπο δηλώνεται ότι η παραδοσιακά στενή σύνδεση της Αθήνας με την Ελευσίνα έγινε ακόμη στενότερη με την κατασκευή της γέφυρας.
Τα ψηφισματικά ανάγλυφα, αν και τις περισσότερες φορές είναι έργα απλά, χωρίς μεγάλες καλλιτεχνικές αξιώσεις, έχουν σημαντική αξία για τη μελέτη της αρχαίας ελληνικής πλαστικής, επειδή είναι ασφαλώς χρονολογημένα από τα ψηφίσματα που συνοδεύουν. Μας προσφέρεται έτσι η δυνατότητα, βάζοντας τα γλυπτά αυτά σε χρονολογική σειρά, να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της πλαστικής κατά την περίοδο που καλύπτουν, τα χρόνια δηλαδή από το 430 π.Χ. περίπου ως τις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου