Κάθε φορά που ένα άτομο (ή μια ομάδα) αποφασίζει να αλλάξει τη γνώμη των άλλων και να τους κάνει να δεχθούν τη δική του, κινητοποιεί ψυχολογικές ''δυνάμεις'' που είτε στρέφουν την απόπειρα αυτή με επιτυχία είτε την οδηγούν στην αποτυχία.
Αυτήν ακριβώς τη σταθερά την αποκαλούμε συνιστώσα ''ψυ'' στα πλαίσια των φαινομένων της πειθούς. Είτε πρόκειται να εξηγήσουν το παράλογο, είτε να εκλογικεύσουν το ψυχολογικό, είτε ακόμα να κατανοήσουν την κοινωνιοψυχολογική δυναμική τους, οι διάφοροι θεωρητικοί της επιρροής αποδίδουν το κλειδί του αινίγματος σε ψυχολογικές δυνάμεις:
Παρ' όλα αυτά, οι νεότερες έρευνες που εγγράφονται στα πλαίσια του γενετικού μοντέλου επιρροής (Moscovici, 1979. Παπαστάμου, 1989) φωτίζουν διαφορετικά αυτή την αλήθεια. Δείχνουν κατ' αρχάς ότι μια σχέση εξάρτησης -κυρίως, αλλά όχι μόνον ψυχολογική- ανάμεσα στον στόχο και στην πηγή ενός μηνύματος επιρροής δεν είναι σε θέση να εξηγήσει το σύνολο των διαδικασιών κοινωνικής επιρροής. Οι έρευνες αυτές δείχνουν κυρίως ότι η αδιαμφισβήτητη σπουδαιότητα των ψυχολογικών χαρακτηριστικών μιας πηγής επιρροής είναι τελείως σχετική. Στην πραγματικότητα, το αν τα χαρακτηριστικά αυτά είναι σημαντικά δεν ισχύει παρά στον βαθμό που ο πληθυσμός (ο οποίος αποτελεί τον στόχο των διαδιακασιών επιρροής) τα αποδίδει στην πλειονοτική ή τη μειονοτική πηγή!
Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε μια αλλαγή της προοπτικής (της οποίας οι θεωρητικές προεκτάσεις και οι πρακτικές συνέπειες δεν έχουν ακόμα διερευνηθεί πλήρως) που, όσο αδιόρατη κι αν είναι, δεν παύει να διαταράσσει τον τρόπο με τον οποίο έχουμε συνηθίσει να σκεπτόμαστε τα φαινόμενα της πειθούς: από την πραγματική κατοχή (ή αξιοθετημένη ως πραγματική), από την πηγή επιρροής, των ψυχολογικών χαρακτηριστικών που είναι ικανά να πυροδοτήσουν τους υποτιθέμενους μηχανισμούς αλλαγής της κοινής γνώμης περνάμε στο πώς προσλαμβάνουν τα χαρακτηριστικά αυτά οι κυρίως ενδιαφερόμενοι: οι στόχοι της επιρροής.
Βλέπουμε ξαφνικά να μεταβάλλεται τελείως το θεωρητικό οικοδόμημα. Ακόμα και η προβληματική που χαρακτηρίζει τις διάφορες εργασίες στον τομέα της πειθούς τροποποιείται ριζικά. Το θέμα δεν είναι πλέον να δούμε ποιες ψυχολογικές ιδιότητες απαιτούνται για να μπορέσει ένα άτομο ή μια ομάδα να ασκήσει-επιτυχημένα-την επιρροή του. Ούτε να διευκρινίσουμε τις ψυχολογικές προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες ορισμένοι υποτάσσονται σε κάθε εξουσία, άλλοι εξεγείρονται σε κάθε πρόθεση υποταγής τους και άλλοι πάλι διακηρύσσουν την ανεξαρτησία τους.
Το θέμα δεν είναι πλέον να μάθουμε γιατί το ένα κι όχι το άλλο ψυχολογικό χαρακτηριστικό οδηγεί στη συμμόρφωση ή διευκολύνει τη διάδοση μιας καινοτομίας. Το ερώτημα που καλούμαστε να απαντήσουμε είναι πιο θεμελιώδες, άλλα και πιο περίπλοκο και πιο επείγον. Το ζητούμενο είναι να ορίσουμε αυτό που καθορίζει τις κοινωνικές μας αντιλήψεις στον τομέα της πειθούς, το γιατί, το πότε και το πώς ευαισθητοποιούμαστε στην πρόσληψη των ψυχολογικών χαρακτηριστικών μιας πηγής πειθούς, σε ποιο βαθμό τέλος η πρόσληψη αυτή παρεμβαίνει στην παραγωγή των φαινομένων της πειθούς.
Με άλλα λόγια, το ερώτημα που παραμένει ακόμα αναπάντητο είναι αυτό της ψυχολογιοποίησης! Κατά την άποψή μας, το μυστήριο- και η δύναμη-της πειθούς έγκειται λιγότερο στα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, τα οποία μπορεί να διαθέτουν οι κάθε λογής εταίροι της αλληλεπίδρασης που υποτείνει κάθε διαδικασία κοινωνικής επιρροής, και περισσότερο στους κοινωνιοψυχολογικούς μηχανισμούς που προσδιορίζουν το πώς προσλαμβάνονται και υπερτερούν τα χαρακτηριστικά αυτά. Εάν υπάρχει μια ψυχική δύναμη που κινητοποιείται σε αυτές τις περιπτώσεις, αυτή συνοψίζεται ολόκληρη στην ψυχολογική ερμηνεία στην οποία οδηγεί κάθε απόπειρα επιρροής.
Θεωρούμε το μήνυμα πειθούς μιας πηγής-και τη σύστοιχη συμπεριφορά της- λιγότερο σημαντικά από τον τρόπο πρόσληψης που συνεπιφέρει. Η -πειραματική- προσέγγιση των επιπτώσεων της ψυχολογιοποίησης στην εξέλιξη και την έκβαση των διαδικασιών κοινωνικής επιρροής, η διερεύνηση αυτή των συνθηκών ενεργοποίησης του ντετερμινιστικού-και κατ ' επέκταση Ψυχολογικού-τρόπου με τον οποίο προσλαμβάνονται τα κοινωνικά παράγωγα πειθούς, αυτή η αναζήτηση απαντήσεων πάνω στην κοινωνιοψυγολογική δυναμική της ψυχολογιοποίησης, εγγράφονται άμεσα στο πλαίσιο των εργασιών που πρώτος χάραξε ο Μοscovici και οι οποίες υπήρξαν η αφετηρία της επεξεργασίας επιρροής του γενετικού μοντέλου της επιρροής.
Ένα από τα πλεονεκτήματα του γενετικού μοντέλου επιρροής είναι ότι καταδεικνύει με μεγάλη σαφήνεια ότι αυτός που δέχεται ένα μήνυμα (δεν έχει σημασία προς το παρόν αν είναι μειονοτικό ή πλειονοτικό) δεν συμπεριφέρεται ως απλός και παθητικός δέκτης πληροφοριών. Αντίθετα, προχωρά στην ερμηνεία των πληροφοριών, από την οποία και θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό η δύναμη με την οποία θα αποδεχθεί ή θα αρνηθεί τις θέσεις που υποβάλλονται στην εκτίμησή του.
Γνωρίζουμε ότι η μειονοτική επιρροή είναι εφικτή στον βαθμό που η μειονότητα παρουσιάζεται σταθερή στις συμπεριφορές της. Τα πειράματα που πραγματοποίησαν ο Μοscovici και οι συνεργάτες του είναι ιδιαίτερα πλούσια σε σχετικά συμπεράσματα (Faucheux & Moscovici, 1967 Moscovici, Lage & Naffrechoux, 1969, 1973 Moscovici & Personnaz 1980): για να μπορέσει μια μειονότητα να διαδώσει με κάποια επιτυχία τις καινοτόμες νόρμες της, πρεπει να υποστηρίζει με σθένος τις απόψεις της, να δίνει πάντα τις ίδιες απαντήσεις και φυσικά να δείχνει ομοφωνία. Είναι επίσης γνωστό ότι η αξία της μειονοτικής σταθερότητας της συμπεριφοράς (και γενικά του είδους συμπεριφοράς) ως στρατηγική επιρροής συνίσταται βέβαια στο περιεχόμενό της (ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, στην οργάνωση των πληροφοριών που περιλαμβάνει), αλλά εξαρτάται εξίσου από τον τρόπο με τον οποίο την προσλαμβάνουν τα υποκείμενα. Η σταθερότητα της συμπεριφοράς μπορεί λοιπόν να οδηγήσει σε διαφορικές προσλήψεις και κατά συνέπεια σε διαφορικά αποτελέσματα.
Έτσι, η Nemeth μπόρεσε να αποδείξει ότι ένα ίδιο είδος συμπεριφοράς (η σταθερότητα) μπορεί να προσληφθεί από τον στόχο επιρροής με τελείως διαφορετικό τρόπο, κι αυτό ανάλογα με την περίσταση μέσα στην οποία εγγράφεται η κοινωνική αλληλεπίδραση. Σε κάποιο από τα πειράματά της (Nemeth & Wachtier. 1974), τα υποκείμενα συμμετείχαν μαζί με έναν πειραματικό συνεργό σε μια προσομοίωση ομάδας ενόρκων. Ο πειραματικός συνεργός υποστήριζε μια μη δημοφιλή άποψη, χρησιμοποιώντας σε όλες τις πειραματικές συνθήκες τα ίδια πάντοτε επιχειρήματα. Σε μια συνθήκη όμως διάλεγε μόνος του μια θέση στην κορυφή του τραπεζιού, ενώ σε μια άλλη συνθήκη καταλάμβανε την ίδια θέση, αλλά αυτή τη φορά μετά από παρέμβαση του πειραματιστή. Τα αποτελέσματα είναι σαφή: στην πρώτη περίπτωση ο πειραματικός συνεργός ασκούσε πολύ μεγαλύτερη επιρροή, και αυτό γιατί η σταθερότητα της συμπεριφοράς του ερμηνεύτηκε από τα υποκείμενα ως δείγμα αυτονομίας και ανεξαρτησίας...
Ο Ricateau (1970-71) προβάλλει τις συνέπειες που μπορεί να έχει ένας ιδιαίτερος τύπος πρόσληψης της πηγής επιρροής στον τρόπο με τον οποίο τα πειραματικά υποκείμενα προσλαμβάνουν το είδος της συμπεριφοράς και στον βαθμό στον οποίο αποδέχονται τις γνώμες που διαδίδονται. Έτσι, όταν τα υποκείμενα καθοδηγούνται από τον πειραματιστή να φανούν μονολιθικά στον τρόπο πρόσληψης της πηγής επιρροής (πρέπει να κρίνουν την πηγή χρησιμοποιώντας δύο μόνο κλίμακες κρίσης), θεωρούν τη μειονότητα λιγότερο σταθερή στη συμπεριφορά της και περισσότερο άκαμπτη ενώ αυτό συμβαίνει στον ίδιο βαθμό όταν καλούνται να χρησιμοποιήσουν έναν πολυδιάστατο τύπο πρόσληψης (με οκτώ διπολικές κλίμακες κρίσης).
Είναι περιττό να υπογραμμίσουμε πως το γεγονός ότι στην πραγματικότητα η μειονοτική πηγή είναι εξίσου σταθερή στη συμπεριφορά της και στις δύο περιπτώσεις, η επιρροή που ασκείται από την ενεργό μειονότητα μειώνεται σημαντικά σε αυτή τη δεύτερη πειραματική συνθήκη.
Όλα αρχίζουν με την υπόθεση (ή να μιλήσουμε καλύτερα για αξίωμα;) ότι η κοινωνική επιρροή κινητοποιεί ψυχολογικές δυνάμεις που είναι συχνά ανεξέλεγκτες, πάντοτε καθοριστικές, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα ορισμένοι να υποτάσσονται και άλλοι να πείθουν ή να επιβάλλονται . Συνεπώς οι συγγραφείς (είτε είναι πρακτικοί είτε θεωρητικοί είτε πειραματιστές) συγκεντρώνουν τις προσπάθειές τους στην ανακάλυψη και στον έλεγχο αυτών των ψυχολογικών δυνάμεων. Στη συνέχεια παρατηρείται ένα ολίσθημα: από τις ψυχολογικές δυνάμεις περνάμε στην αναζήτηση των ψυχολογικών χαρακτηριστικών, η οποία εξασφαλίζει στους μεν την τέχνη της πειθούς και επιβάλλει στους δε το καθήκον της υποταγής.
Εάν η πορεία αυτή σταματούσε εδώ, δεν θα είχαμε τίποτε ή θα είχαμε πολύ λίγα πράγματα να πούμε. Δεν σταματά όμως. Άμεση συνέπεια, που όμως συχνά περνά απαρατήρητη, είναι το γεγονός ότι η κοινωνική ψυχολογία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η κοινωνική επιρροή είναι αποκλειστικά ζήτημα εξουσίας, ότι η πειθώ είναι ίδιον της πλειοψηφίας, ότι η μοιραία κατάληξή τους είναι η συμμόρφωση και ότι οι κύριοι στόχοι τους είναι παρεκκλίνοντα άτομα ή ομάδες, μειονότητες, μειοψηφίες και περιθωριακοί.
Πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά; Εφόσον το να επηρεάζεται κανείς έχει γίνει συνώνυμο αδυναμίας και ψυχολογικής ευπάθειας, είναι εντελώς φυσικό οι αδύναμοι, αυτοί που έχουν λίγα (ιδίως ψυχολογικά) να συμμορφώνονται. Αντίθετα, είναι αναπόφευκτο και δίκαιο και καλό οι ισχυροί, οι δυνατοί αυτού του κόσμου να διοικούν (συχνά άλλωστε με μαλακό τρόπο) και να προκαλούν τάση υπακοής! Αδυσώπητη λογική- που αφήνει έξω από την ορθολογικότητά της ένα ολόκληρο τμήμα της πραγματικότητας την οποία όμως υποτίθεται πως διερευνά μέχρι τις πιο απόκρυφες γωνίες.
Γιατί αν η εξάρτηση (φυσική ή τεχνικά δημιουργημένη) συνιστά τον κύριο μηχανισμό που βρίσκεται πίσω από κάθε διαδικασία επιρροής και πειθούς, είναι εντελώς αδιανόητο, λανθασμένο και εξωπραγματικό να σκεφτούμε ότι οι μειονότητες είναι ικανές να ασκήσουν οποιαδήποτε επιρροή... Εάν, παρ' ελπίδα, συμβεί κάτι τέτοιο, η εξήγηση έχει ήδη βρεθεί: αυτό σημαίνει ότι η μειονότητα που άσκησε κάποια επιρροή χαρακτηρίζεται από ψυχολογικές ιδιότητες που συνήθως συνδέονται με παραδοσιακές πηγές πειθούς: ηγέτες διάφορες ελίτ κ.ο.κ.
Τέλος, αν οι μειονότητες επιχειρούν κάτι τέτοιο, δεν υπάρχει παρά ένας λόγος γι' αυτό: το κάνουν σπρωγμένες από τον ιδιαίτερο ψυχισμό τους, την υποκειμενικότητά τους, το στρατευμένο (και μεροληπτικό) πνεύμα τους, την έλλειψη αυστηρότητας και ρεαλισμού...
Κατά κάποιον τρόπο λοιπόν βλέπουμε ότι η συνιστώσα "ψυ", έτσι όπως την παρεμβάλλουν οι κοινωνικοί ψυχολόγοι στα φαινόμενα της πειθούς, προκαλεί ήδη σε θεωρητικό επίπεδο την κλασική επενέργεια που έχει η ψυχολογιοποίηση σε πρακτικό, πολιτικο και κονωνικό επίπεδο: με την πρόφαση να εξηγηθεί η ψυχολογία της πειθούς, φθάνει κανείς να αγνοήσει την ύπαρξη των μειονοτήτων, να αποδραματοποιήσει την εμβέλειά τους και να αφοπλίσει τις επιπτώσεις τους, με πρόσχημα τον εξορθολογισμό (μέσω του ψυχολογικού) της επιρροής, φθάνει κανείς να αρνείται την ''πραγματικότητα'' της κοινωνικής αλλαγής και να αντιστέκεται στην παραγωγή της!
Αυτήν ακριβώς τη σταθερά την αποκαλούμε συνιστώσα ''ψυ'' στα πλαίσια των φαινομένων της πειθούς. Είτε πρόκειται να εξηγήσουν το παράλογο, είτε να εκλογικεύσουν το ψυχολογικό, είτε ακόμα να κατανοήσουν την κοινωνιοψυχολογική δυναμική τους, οι διάφοροι θεωρητικοί της επιρροής αποδίδουν το κλειδί του αινίγματος σε ψυχολογικές δυνάμεις:
Πώς γίνεται και ένα άτομο (ή μια ομάδα) -έστω και προσωρινά- να εγκαταλείπει τις πεποιθήσεις του και, ερχόμενο σε επαφή -έστω και προσωρινή ή συμβολική- με μια πηγή πειθούς, να τροποποιεί τη συμπεριφορά και τη στάση του;Η απάντηση είναι ουσιαστικά ίδια, παρά το γεγονός ότι παρατηρούνται ορισμένες διαφοροποιήσεις. Ο χαρισματικός ψυχισμός της πηγής, η ψυχολογική εξάρτηση του στόχου και μερικές φορές η σύζευξη αυτών των δύο κάνουν δυνατή την ενεργοποίηση αυτού του φαινομένου.
Γενετικό μοντέλο επιρροής
Παρ' όλα αυτά, οι νεότερες έρευνες που εγγράφονται στα πλαίσια του γενετικού μοντέλου επιρροής (Moscovici, 1979. Παπαστάμου, 1989) φωτίζουν διαφορετικά αυτή την αλήθεια. Δείχνουν κατ' αρχάς ότι μια σχέση εξάρτησης -κυρίως, αλλά όχι μόνον ψυχολογική- ανάμεσα στον στόχο και στην πηγή ενός μηνύματος επιρροής δεν είναι σε θέση να εξηγήσει το σύνολο των διαδικασιών κοινωνικής επιρροής. Οι έρευνες αυτές δείχνουν κυρίως ότι η αδιαμφισβήτητη σπουδαιότητα των ψυχολογικών χαρακτηριστικών μιας πηγής επιρροής είναι τελείως σχετική. Στην πραγματικότητα, το αν τα χαρακτηριστικά αυτά είναι σημαντικά δεν ισχύει παρά στον βαθμό που ο πληθυσμός (ο οποίος αποτελεί τον στόχο των διαδιακασιών επιρροής) τα αποδίδει στην πλειονοτική ή τη μειονοτική πηγή!
Η μειονότητα είναι σταθερή στη συμπεριφορά της, ευέλικτη ή άκαμπτη, μόνο και μόνο επειδή ο κόσμος (τα πειραματικά υποκείμενα στην προκειμένη περίπτωση) θέλουν να πιστέψουν ότι είναι έτσι και την προσλαμβάνουν με αυτό τον τρόπο. Η πλειοψηφία είναι ικανή, ειλικρινής ή αντικειμενική επειδή ήξερε ή μπόρεσε) να πείσει τα υποκείμενα ότι είναι έτσι.Τέλος, οι ίδιες αυτές έρευνες υπογραμμίζουν ότι αν πρέπει να πάρουμε υπόψη μας τον στόχο ενός μηνύματος επιρροής, αυτό δεν οφείλεται στον περισσότερο ή λιγότερο ιδιόμορφο ψυχισμό του. Εάν ο στόχος παρεμβαίνει στην κοινωνική επιρροή, αυτό συμβαίνει κυρίως γιατί παίρνει ενεργά μέρος σε αυτή τη διαδικασία, καθώς συναισθάνεται, σε διαφορετικό κάθε φορά βαθμό (ανάλογα κυρίως με τις συμπεριφορές που η πηγή δείχνει κατά την αλληλεπίδραση), μια κοινωνιογνωστική σύγκρουση την οποία καλείται να επιλύσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, επιδεικνύοντας μεγαλύτερη ή μικρότερη ευαισθησία στα ψυχολογικά, αλλά όχι μόνον-χαρακτηριστικά που υποτίθεται ότι διαθέτει η πηγή κ.ο.κ.
Αλλαγή προοπτικής και κοινωνική επιρροή
Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε μια αλλαγή της προοπτικής (της οποίας οι θεωρητικές προεκτάσεις και οι πρακτικές συνέπειες δεν έχουν ακόμα διερευνηθεί πλήρως) που, όσο αδιόρατη κι αν είναι, δεν παύει να διαταράσσει τον τρόπο με τον οποίο έχουμε συνηθίσει να σκεπτόμαστε τα φαινόμενα της πειθούς: από την πραγματική κατοχή (ή αξιοθετημένη ως πραγματική), από την πηγή επιρροής, των ψυχολογικών χαρακτηριστικών που είναι ικανά να πυροδοτήσουν τους υποτιθέμενους μηχανισμούς αλλαγής της κοινής γνώμης περνάμε στο πώς προσλαμβάνουν τα χαρακτηριστικά αυτά οι κυρίως ενδιαφερόμενοι: οι στόχοι της επιρροής.
Βλέπουμε ξαφνικά να μεταβάλλεται τελείως το θεωρητικό οικοδόμημα. Ακόμα και η προβληματική που χαρακτηρίζει τις διάφορες εργασίες στον τομέα της πειθούς τροποποιείται ριζικά. Το θέμα δεν είναι πλέον να δούμε ποιες ψυχολογικές ιδιότητες απαιτούνται για να μπορέσει ένα άτομο ή μια ομάδα να ασκήσει-επιτυχημένα-την επιρροή του. Ούτε να διευκρινίσουμε τις ψυχολογικές προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες ορισμένοι υποτάσσονται σε κάθε εξουσία, άλλοι εξεγείρονται σε κάθε πρόθεση υποταγής τους και άλλοι πάλι διακηρύσσουν την ανεξαρτησία τους.
Το θέμα δεν είναι πλέον να μάθουμε γιατί το ένα κι όχι το άλλο ψυχολογικό χαρακτηριστικό οδηγεί στη συμμόρφωση ή διευκολύνει τη διάδοση μιας καινοτομίας. Το ερώτημα που καλούμαστε να απαντήσουμε είναι πιο θεμελιώδες, άλλα και πιο περίπλοκο και πιο επείγον. Το ζητούμενο είναι να ορίσουμε αυτό που καθορίζει τις κοινωνικές μας αντιλήψεις στον τομέα της πειθούς, το γιατί, το πότε και το πώς ευαισθητοποιούμαστε στην πρόσληψη των ψυχολογικών χαρακτηριστικών μιας πηγής πειθούς, σε ποιο βαθμό τέλος η πρόσληψη αυτή παρεμβαίνει στην παραγωγή των φαινομένων της πειθούς.
Ψυχολογιοποίηση
Με άλλα λόγια, το ερώτημα που παραμένει ακόμα αναπάντητο είναι αυτό της ψυχολογιοποίησης! Κατά την άποψή μας, το μυστήριο- και η δύναμη-της πειθούς έγκειται λιγότερο στα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, τα οποία μπορεί να διαθέτουν οι κάθε λογής εταίροι της αλληλεπίδρασης που υποτείνει κάθε διαδικασία κοινωνικής επιρροής, και περισσότερο στους κοινωνιοψυχολογικούς μηχανισμούς που προσδιορίζουν το πώς προσλαμβάνονται και υπερτερούν τα χαρακτηριστικά αυτά. Εάν υπάρχει μια ψυχική δύναμη που κινητοποιείται σε αυτές τις περιπτώσεις, αυτή συνοψίζεται ολόκληρη στην ψυχολογική ερμηνεία στην οποία οδηγεί κάθε απόπειρα επιρροής.
Θεωρούμε το μήνυμα πειθούς μιας πηγής-και τη σύστοιχη συμπεριφορά της- λιγότερο σημαντικά από τον τρόπο πρόσληψης που συνεπιφέρει. Η -πειραματική- προσέγγιση των επιπτώσεων της ψυχολογιοποίησης στην εξέλιξη και την έκβαση των διαδικασιών κοινωνικής επιρροής, η διερεύνηση αυτή των συνθηκών ενεργοποίησης του ντετερμινιστικού-και κατ ' επέκταση Ψυχολογικού-τρόπου με τον οποίο προσλαμβάνονται τα κοινωνικά παράγωγα πειθούς, αυτή η αναζήτηση απαντήσεων πάνω στην κοινωνιοψυγολογική δυναμική της ψυχολογιοποίησης, εγγράφονται άμεσα στο πλαίσιο των εργασιών που πρώτος χάραξε ο Μοscovici και οι οποίες υπήρξαν η αφετηρία της επεξεργασίας επιρροής του γενετικού μοντέλου της επιρροής.
Η αμεσότερη και πιο σημαντική συνέπεια της υιοθέτησης αυτού του θεωρητικού μοντέλου είναι η αντίληψη ότι κάθε κοινωνική οντότητα συνιστά ταυτόχρονα, εν μέρει τουλάχιστον, και πηγή και στόχο κοινωνικής επιρροής.Χάρη σ' αυτή τη δυναμική οπτική των φαινομένων επιρροής μπορέσαμε άλλωστε να υποθέσουμε την ύπαρξη διαισθανθούμε τη σπουδαιότητα της ψυχολογιοποίησης. Kι αυτή μας έκανε να θελήσουμε να μελετήσουμε τους σχετικούς μηχανισμούς.
Πλεονέκτημα γενετικού μοντέλου επιρροής
Ένα από τα πλεονεκτήματα του γενετικού μοντέλου επιρροής είναι ότι καταδεικνύει με μεγάλη σαφήνεια ότι αυτός που δέχεται ένα μήνυμα (δεν έχει σημασία προς το παρόν αν είναι μειονοτικό ή πλειονοτικό) δεν συμπεριφέρεται ως απλός και παθητικός δέκτης πληροφοριών. Αντίθετα, προχωρά στην ερμηνεία των πληροφοριών, από την οποία και θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό η δύναμη με την οποία θα αποδεχθεί ή θα αρνηθεί τις θέσεις που υποβάλλονται στην εκτίμησή του.
Επιρροή μειονότητας και μετάδοση καινοτόμας νόρμας
Γνωρίζουμε ότι η μειονοτική επιρροή είναι εφικτή στον βαθμό που η μειονότητα παρουσιάζεται σταθερή στις συμπεριφορές της. Τα πειράματα που πραγματοποίησαν ο Μοscovici και οι συνεργάτες του είναι ιδιαίτερα πλούσια σε σχετικά συμπεράσματα (Faucheux & Moscovici, 1967 Moscovici, Lage & Naffrechoux, 1969, 1973 Moscovici & Personnaz 1980): για να μπορέσει μια μειονότητα να διαδώσει με κάποια επιτυχία τις καινοτόμες νόρμες της, πρεπει να υποστηρίζει με σθένος τις απόψεις της, να δίνει πάντα τις ίδιες απαντήσεις και φυσικά να δείχνει ομοφωνία. Είναι επίσης γνωστό ότι η αξία της μειονοτικής σταθερότητας της συμπεριφοράς (και γενικά του είδους συμπεριφοράς) ως στρατηγική επιρροής συνίσταται βέβαια στο περιεχόμενό της (ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, στην οργάνωση των πληροφοριών που περιλαμβάνει), αλλά εξαρτάται εξίσου από τον τρόπο με τον οποίο την προσλαμβάνουν τα υποκείμενα. Η σταθερότητα της συμπεριφοράς μπορεί λοιπόν να οδηγήσει σε διαφορικές προσλήψεις και κατά συνέπεια σε διαφορικά αποτελέσματα.
Πειράματα ψυχολογίας για τη σταθερότητα συμπεριφοράς της μειονότητας
Έτσι, η Nemeth μπόρεσε να αποδείξει ότι ένα ίδιο είδος συμπεριφοράς (η σταθερότητα) μπορεί να προσληφθεί από τον στόχο επιρροής με τελείως διαφορετικό τρόπο, κι αυτό ανάλογα με την περίσταση μέσα στην οποία εγγράφεται η κοινωνική αλληλεπίδραση. Σε κάποιο από τα πειράματά της (Nemeth & Wachtier. 1974), τα υποκείμενα συμμετείχαν μαζί με έναν πειραματικό συνεργό σε μια προσομοίωση ομάδας ενόρκων. Ο πειραματικός συνεργός υποστήριζε μια μη δημοφιλή άποψη, χρησιμοποιώντας σε όλες τις πειραματικές συνθήκες τα ίδια πάντοτε επιχειρήματα. Σε μια συνθήκη όμως διάλεγε μόνος του μια θέση στην κορυφή του τραπεζιού, ενώ σε μια άλλη συνθήκη καταλάμβανε την ίδια θέση, αλλά αυτή τη φορά μετά από παρέμβαση του πειραματιστή. Τα αποτελέσματα είναι σαφή: στην πρώτη περίπτωση ο πειραματικός συνεργός ασκούσε πολύ μεγαλύτερη επιρροή, και αυτό γιατί η σταθερότητα της συμπεριφοράς του ερμηνεύτηκε από τα υποκείμενα ως δείγμα αυτονομίας και ανεξαρτησίας...
Ο Ricateau (1970-71) προβάλλει τις συνέπειες που μπορεί να έχει ένας ιδιαίτερος τύπος πρόσληψης της πηγής επιρροής στον τρόπο με τον οποίο τα πειραματικά υποκείμενα προσλαμβάνουν το είδος της συμπεριφοράς και στον βαθμό στον οποίο αποδέχονται τις γνώμες που διαδίδονται. Έτσι, όταν τα υποκείμενα καθοδηγούνται από τον πειραματιστή να φανούν μονολιθικά στον τρόπο πρόσληψης της πηγής επιρροής (πρέπει να κρίνουν την πηγή χρησιμοποιώντας δύο μόνο κλίμακες κρίσης), θεωρούν τη μειονότητα λιγότερο σταθερή στη συμπεριφορά της και περισσότερο άκαμπτη ενώ αυτό συμβαίνει στον ίδιο βαθμό όταν καλούνται να χρησιμοποιήσουν έναν πολυδιάστατο τύπο πρόσληψης (με οκτώ διπολικές κλίμακες κρίσης).
Είναι περιττό να υπογραμμίσουμε πως το γεγονός ότι στην πραγματικότητα η μειονοτική πηγή είναι εξίσου σταθερή στη συμπεριφορά της και στις δύο περιπτώσεις, η επιρροή που ασκείται από την ενεργό μειονότητα μειώνεται σημαντικά σε αυτή τη δεύτερη πειραματική συνθήκη.
Πειθώ και υποταγή
Όλα αρχίζουν με την υπόθεση (ή να μιλήσουμε καλύτερα για αξίωμα;) ότι η κοινωνική επιρροή κινητοποιεί ψυχολογικές δυνάμεις που είναι συχνά ανεξέλεγκτες, πάντοτε καθοριστικές, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα ορισμένοι να υποτάσσονται και άλλοι να πείθουν ή να επιβάλλονται . Συνεπώς οι συγγραφείς (είτε είναι πρακτικοί είτε θεωρητικοί είτε πειραματιστές) συγκεντρώνουν τις προσπάθειές τους στην ανακάλυψη και στον έλεγχο αυτών των ψυχολογικών δυνάμεων. Στη συνέχεια παρατηρείται ένα ολίσθημα: από τις ψυχολογικές δυνάμεις περνάμε στην αναζήτηση των ψυχολογικών χαρακτηριστικών, η οποία εξασφαλίζει στους μεν την τέχνη της πειθούς και επιβάλλει στους δε το καθήκον της υποταγής.
Κοινωνική επιρροή
Εάν η πορεία αυτή σταματούσε εδώ, δεν θα είχαμε τίποτε ή θα είχαμε πολύ λίγα πράγματα να πούμε. Δεν σταματά όμως. Άμεση συνέπεια, που όμως συχνά περνά απαρατήρητη, είναι το γεγονός ότι η κοινωνική ψυχολογία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η κοινωνική επιρροή είναι αποκλειστικά ζήτημα εξουσίας, ότι η πειθώ είναι ίδιον της πλειοψηφίας, ότι η μοιραία κατάληξή τους είναι η συμμόρφωση και ότι οι κύριοι στόχοι τους είναι παρεκκλίνοντα άτομα ή ομάδες, μειονότητες, μειοψηφίες και περιθωριακοί.
Πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά; Εφόσον το να επηρεάζεται κανείς έχει γίνει συνώνυμο αδυναμίας και ψυχολογικής ευπάθειας, είναι εντελώς φυσικό οι αδύναμοι, αυτοί που έχουν λίγα (ιδίως ψυχολογικά) να συμμορφώνονται. Αντίθετα, είναι αναπόφευκτο και δίκαιο και καλό οι ισχυροί, οι δυνατοί αυτού του κόσμου να διοικούν (συχνά άλλωστε με μαλακό τρόπο) και να προκαλούν τάση υπακοής! Αδυσώπητη λογική- που αφήνει έξω από την ορθολογικότητά της ένα ολόκληρο τμήμα της πραγματικότητας την οποία όμως υποτίθεται πως διερευνά μέχρι τις πιο απόκρυφες γωνίες.
Κοινωνική επιρροή και πειθώ
Γιατί αν η εξάρτηση (φυσική ή τεχνικά δημιουργημένη) συνιστά τον κύριο μηχανισμό που βρίσκεται πίσω από κάθε διαδικασία επιρροής και πειθούς, είναι εντελώς αδιανόητο, λανθασμένο και εξωπραγματικό να σκεφτούμε ότι οι μειονότητες είναι ικανές να ασκήσουν οποιαδήποτε επιρροή... Εάν, παρ' ελπίδα, συμβεί κάτι τέτοιο, η εξήγηση έχει ήδη βρεθεί: αυτό σημαίνει ότι η μειονότητα που άσκησε κάποια επιρροή χαρακτηρίζεται από ψυχολογικές ιδιότητες που συνήθως συνδέονται με παραδοσιακές πηγές πειθούς: ηγέτες διάφορες ελίτ κ.ο.κ.
Τέλος, αν οι μειονότητες επιχειρούν κάτι τέτοιο, δεν υπάρχει παρά ένας λόγος γι' αυτό: το κάνουν σπρωγμένες από τον ιδιαίτερο ψυχισμό τους, την υποκειμενικότητά τους, το στρατευμένο (και μεροληπτικό) πνεύμα τους, την έλλειψη αυστηρότητας και ρεαλισμού...
Κατά κάποιον τρόπο λοιπόν βλέπουμε ότι η συνιστώσα "ψυ", έτσι όπως την παρεμβάλλουν οι κοινωνικοί ψυχολόγοι στα φαινόμενα της πειθούς, προκαλεί ήδη σε θεωρητικό επίπεδο την κλασική επενέργεια που έχει η ψυχολογιοποίηση σε πρακτικό, πολιτικο και κονωνικό επίπεδο: με την πρόφαση να εξηγηθεί η ψυχολογία της πειθούς, φθάνει κανείς να αγνοήσει την ύπαρξη των μειονοτήτων, να αποδραματοποιήσει την εμβέλειά τους και να αφοπλίσει τις επιπτώσεις τους, με πρόσχημα τον εξορθολογισμό (μέσω του ψυχολογικού) της επιρροής, φθάνει κανείς να αρνείται την ''πραγματικότητα'' της κοινωνικής αλλαγής και να αντιστέκεται στην παραγωγή της!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου